Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος· ακόμα και ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό, όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Μια Εποχή, που μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, μια Εποχή που έχει περάσει, ο άνεμος φύσηξε στα Ορη της Ομίχλης. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύριομα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.
Έχοντας γεννηθεί κάτω από τις νεφοσκεπείς κορυφές, που έδιναν στα όρη το όνομά τους, ο άνεμος φύσηξε κατά την ανατολή, πάνω από τους Λόφους της Αμμου, που κάποτε ήταν η ακτή ενός μεγάλου ωκεανού, πριν το Τσάκισμα του Κόσμου. Κατέβηκε ορμητικός στους Δύο Ποταμούς, χώθηκε στο πυκνό δάσος που λεγόταν Δυτικό Δάσος και μαστίγωσε δύο άνδρες, που προχωρούσαν με ένα άλογο και ένα κάρο στο κακοτράχαλο μονοπάτι που λεγόταν ο Δρόμος του Λατομείου. Παρ’ όλο που, κανονικά, η άνοιξη έπρεπε να είχε φτάσει, τουλάχιστον πριν ένα μήνα, ο άνεμος έφερνε μαζί του μια ψύχρα, λες και θα προτιμούσε να κουβαλούσε χιόνι.
Οι σπιλιάδες έκαναν το μανδύα του Ραντ αλ’Θορ να κολλάει στη ράχη του, τύλιγαν με βία στα πόδια του το μάλλινο ύφασμα, που είχε το χρώμα του χώματος και ύστερα το τραβούσαν ν’ ανεμίζει πίσω του. Ο Ραντ ευχήθηκε να ήταν πιο βαρύ το παλτό του, ή να είχε φορέσει καμιά παραπανίσια πουκαμίσα. Όταν έκανε να κουκουλωθεί με το μανδύα, το ρούχο, συνήθως, σκάλωνε στη φαρέτρα του. Και επειδή πάσχιζε να τον κουμαντάρει με το ένα χέρι, ο κόποι, του πήγαινε χαμένος· στο άλλο χέρι είχε το τόξο του, μ’ ένα βέλος περασμένο κι έτοιμο να το εξαπολύσει.
Μια πιο δυνατή σπιλιάδα του πέταξε το μανδύα από το χέρι κι ο Ραντ έριξε μια ματιά στον πατέρα του, πάνω από τη ράχη της δασύτριχης καφετιάς φοράδας. Ένιωσε ανόητος, που ήθελε να σιγουρευτεί ότι ο Ταμ ήταν ακόμα εκεί, μα ήταν τέτοια αυτή η μέρα. Ο άνεμος αλυχτούσε όταν δυνάμωνε, αλλά πέρα απ’ αυτό, σ’ όλη την περιοχή, επικρατούσε σιωπή. Μέσα σε αυτήν την σιωπή, το απαλό τρίξιμο του άξονα αντηχούσε δυνατά. Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν στο δάσος και στα κλαριά δεν φλυαρούσαν σκίουροι. Όχι ότι περίμενε κάτι τέτοιο, βέβαια· ειδικά αυτή την άνοιξη.
Μόνο τα δέντρα που κρατούσαν τα φύλλα, ή τις βελόνες τους όλο το χειμώνα είχαν πράσινο χρώμα. Τα χαμόκλαδα των περσινών βατομουριών σκέπαζαν με καφετιούς ιστούς τις βραχώδεις προεξοχές κάτω από τα δέντρα. Από τα λιγοστά χόρτα, τα περισσότερα ήταν τσουκνίδες· υπήρχαν άλλα, με κολλιτσίδες ή αγκάθια, καθώς και βρομόχορτα, που άφηναν μια ταγκή μυρωδιά στην ανυποψίαστη μπότα που θα τα έλιωνε. Σκόρπια λευκά μπαλώματα χιονιού στόλιζαν ακόμα το έδαφος, εκεί που κάποιες πυκνές συστάδες δέντρων έριχναν βαθιά σκιά. Ο χλωμός ήλιος καθόταν πάνω από τα δέντρα, προς τα ανατολικά, αλλά το φως του ήταν ξερό και σκοτεινό, σαν να ’ταν ανάμικτο με σκιά. Ήταν ένα στενόχωρο πρωινό, καμωμένο για δυσάρεστες σκέψεις.
Δίχως να το σκεφτεί, άγγιξε την εγκοπή του βέλους· ήταν έτοιμος να το τραβήξει ως το μάγουλό του με μια ομαλή κίνηση, όπως του είχε δείξει ο Ταμ. Ο χειμώνας ήταν βαρύς για τα αγροκτήματα, χειρότερος απ’ ό,τι μπορούσαν να θυμηθούν ακόμα και οι γεροντότεροι, αλλά πρέπει να ήταν ακόμα πιο δύσκολος στα βουνά, αν έλεγε κάτι ο αριθμός των λύκων που αναγκάζονταν να κατέβουν ως τους Δύο Ποταμούς. Οι λύκοι επέδραμαν στα μαντριά των προβάτων και χώνονταν στους στάβλους για να φτάσουν στα βόδια και τα άλογα. Κι αρκούδες, επίσης, είχαν επιτεθεί σε πρόβατα, σε μέρη που χρόνια είχε να φανεί αρκούδα. Δεν ήταν πια ασφαλές να είσαι έξω, όταν έπεφτε το σκοτάδι. Συχνά, η λεία ήταν όχι μόνο πρόβατα, αλλά και άνθρωποι, χωρίς να είναι πάντα ανάγκη να έχει δύσει ο ήλιος.
Ο Ταμ περπατούσε με σταθερές δρασκελιές από την άλλη μεριά της Μπέλας, χρησιμοποιώντας το δόρυ του σαν μπαστούνι, χωρίς να δίνει σημασία στον άνεμο που έκανε τον καφετί μανδύα του να πεταρίζει σαν λάβαρο. Που και που άγγιζε απαλά το πλευρό της φοράδας για να της θυμίζει να προχωρά. Με το φαρδύ του στέρνο και το πλατύ πρόσωπο ήταν σαν μια κολώνα πραγματικότητας εκείνο το πρωινό, σαν πέτρα μέσα σ’ ένα θαμπό όνειρο. Μπορεί τα σκαμμένα από τον ήλιο μάγουλά του να ήταν γεμάτα ρυτίδες και στα μαλλιά του οι γκρίζες τρίχες να έπνιγαν τις μελαχρινές, αλλά υπήρχε κάτι στέρεο πάνω του, λες και μπορούσε μια πλημμύρα να περάσει ολόγυρά του, δίχως να του ξεκολλήσει τα πόδια από το χώμα. Τώρα περπατούσε, ατάραχος στο δρόμο, με βαριά βήματα. Το φέρσιμό του έλεγε πως, μάλιστα, υπήρχαν λύκοι και αρκούδες, αυτά τα πλάσματα έπρεπε να τα προσέχουν όσοι είχαν πρόβατα, αλλά, το καλό που τους ήθελε, ας μην έμπαιναν στο δρόμο του Ταμ αλ’Θορ, που πήγαινε στο Πεδίο του Έμοντ.
Ο Ραντ τινάχτηκε ντροπιασμένος και γύρισε πάλι να προσέχει το δρόμο από τη δική του πλευρά, αφού η αταραξία του Ταμ του είχε θυμίσει το καθήκον του. Ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός από τον πατέρα του, ο πιο ψηλός σε κείνα τα μέρη και οι σωματικές ομοιότητες με τον πατέρα του ήταν ελάχιστες, μ’ εξαίρεση το φάρδος των ώμων. Είχε πάρει τα γκρίζα μάτια και την κοκκινωπή απόχρωση των μαλλιών από τη μητέρα του, έλεγε ο Ταμ. Ήταν ξενομερίτισσα και ο Ραντ δεν θυμόταν παρά μονάχα ένα χαμογελαστό πρόσωπο, μ’ όλο που έβαζε λουλούδια στον τάφο της κάθε χρόνο, στο Μπελ Τάιν το χειμώνα και τη Μέρα του Ήλιου το καλοκαίρι.
Το κάρο, που τρανταζόταν, κουβαλούσε δύο βαρελάκια με μπράντυ μήλου, φτιαγμένο από τον Ταμ και οκτώ μεγάλα βαρέλια μηλίτη, που ήταν, ελάχιστα μόνο, αψύς, μετά από ένα ολόκληρο χειμώνα που ζυμωνόταν. Ο Ταμ παρέδιδε κάθε χρόνο το ίδιο φορτίο στο Πανδοχείο της Οινοπηγής για το Μπελ Τάιν και είχε δηλώσει πως δεν θα ήταν ούτε οι λύκοι, ούτε ο παγωμένος αέρας που θα τον σταματούσαν αυτή την άνοιξη. Παρ’ όλα αυτά, είχαν βδομάδες να πάνε στο χωριό. Ακόμα και ο Ταμ δεν πολυταξίδευε αυτό τον καιρό. Αλλά είχε δώσει το λόγο του για το μπράντυ μήλου και τον μηλίτη, έστω κι αν περιμένοντας είχε καταλήξει να κάνει την παράδοση μια μέρα πριν τη Γιορτή. Για τον Ταμ ήταν πολύ σημαντικό να κρατάς το λόγο που είχες δώσει. Ο Ραντ απλώς χαιρόταν που έφευγε από το αγρόκτημα, σχεδόν όσο χαιρόταν για τον ερχομό του Μπελ Τάιν.
Καθώς ο Ραντ κοίταζε το δρόμο από τη δική του μεριά, μέσα του άρχισε να δυναμώνει η αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν. Προσπάθησε στην αρχή να την αγνοήσει. Τίποτα δεν σάλευε και τίποτα δεν ακουγόταν ανάμεσα στα δέντρα, παρά μόνο ο άνεμος. Αλλά αυτή η αίσθηση, όχι μόνο συνεχιζόταν, αλλά δυνάμωνε κιόλας. Οι τρίχες στους πήχεις του ορθώθηκαν το δέρμα του τον φαγούριζε, σαν να τον έτρωγε από μέσα.
Μετακίνησε εκνευρισμένος το τόξο του για να ξύσει τα χέρια του και μάλωσε τον εαυτό του, που άφηνε αυτές τις φαντασίες να τον πειράζουν. Απ’ αυτή την πλευρά του δρόμου δεν υπήρχε τίποτα στο δάσος και αν ο Ταμ είχε δει κάτι από τη μεριά του θα είχε μιλήσει. Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του... και ανοιγόκλεισε τα μάτια. Το πολύ είκοσι απλωσιές πιο πίσω στο δρόμο τους ακολουθούσε η μανδυοφορεμένη φιγούρα ενός καβαλάρη· τόσο το άλογο όσο και ο αναβάτης είχαν όψη μαύρη, μουντή και αφώτιστη.
Η συνήθεια και μόνο ήταν αυτό που τον έκανε να συνεχίσει να περπατά προς τα πίσω, πλάι στο κάρο, ενώ ταυτόχρονα κοίταζε.
Ο μανδύας του καβαλάρη τον τύλιγε ολόκληρο και έφτανε ως το πάνω μέρος από τις μπότες του και η κουκούλα ήταν τραβηγμένη μπροστά, έτσι ώστε δεν φαινόταν κανένα μέρος του σώματός του. Ο Ραντ σκέφτηκε, αόριστα, πως ο καβαλάρης είχε κάτι το αλλόκοτο, μα αυτό που τον συνάρπαζε ήταν το σκιασμένο άνοιγμα της κουκούλας. Εκεί διέκρινε μονάχα το αμυδρό περίγραμμα ενός προσώπου, αλλά είχε την αίσθηση ότι κοίταζε τον καβαλάρη στα μάτια. Και δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του αλλού. Ένιωσε μια ταραχή στο στομάχι του. Το μόνο που φαινόταν στην κουκούλα ήταν σκιές, αλλά αισθανόταν μίσος ολοφάνερο, λες κι έβλεπε το πρόσωπο να γυμνώνει τα δόντια, μίσος για κάθε τι το ζωντανό. Μίσος για τον Ραντ πάνω απ’ όλα, γι’ αυτόν, πέρα από κάθε τι άλλο.
Η φτέρνα του σκόνταψε σε μια πέτρα και ο Ραντ παραπάτησε, τραβώντας το βλέμμα από τον σκοτεινό καβαλάρη. Το τόξο του έπεσε στο δρόμο και ο ίδιος απέφυγε να σωριαστεί ανάσκελα, μόνο επειδή άπλωσε το χέρι του και άρπαξε τα χάμουρα της Μπέλας. Η φοράδα σταμάτησε μ’ ένα ξαφνιασμένο ρουθούνισμα, στρίβοντας το κεφάλι για να δει τι την είχε πιάσει.
Ο Ταμ τον κοίταξε συνοφρυωμένος πάνω από τη ράχη της Μπέλας. “Είσαι καλά, παλικάρι μου;”
“Ένας καβαλάρης”, είπε ξέπνοος ο Ραντ, καθώς σηκωνόταν όρθιος. “Ένας ξένος, στο κατόπι μας.”
“Πού;” Ο πιο ηλικιωμένος άνδρας ύψωσε το δόρυ με την πλατιά λεπίδα και κοίταξε πίσω προσεκτικά.
“Εκεί, πιο πίσω στο...” Οι λέξεις του Ραντ ξεψύχησαν καθώς έστριβε για να δείξει. Ο δρόμος πίσω τους ήταν άδειος. Μη μπορώντας να το πιστέψει, κοίταξε στο δάσος, δεξιά κι αριστερά του δρόμου. Τα δέντρα με τα γυμνά κλαριά δεν πρόσφεραν κρυψώνα, αλλά πουθενά δεν υπήρχε ίχνος του αλόγου, ή του αναβάτη. Τα μάτια του αντίκρισαν το ερωτηματικό βλέμμα του πατέρα του. “Ήταν εκεί. Ένας άνδρας με μαύρο μανδύα, πάνω σε μαύρο άλογο.”
“Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτά που λες, παλικάρι μου, αλλά πού πήγε;”
“Δεν ξέρω. Μα ήταν εκεί”. Άρπαξε το πεσμένο τόξο και το βέλος, εξέτασε βιαστικά το ξύλο, πριν ξαναπεράσει το βέλος, το μισοτέντωσε και ύστερα άφησε τη χορδή να χαλαρώσει. Δεν είχε τίποτα να σημαδέψει. “Ήταν εκεί”.
Ο Ταμ κούνησε το γκριζομάλλικο κεφάλι του. “Αφού το λες, παλικάρι μου. Έλα λοιπόν. Τα άλογα αφήνουν αχνάρια, ακόμα και σε τέτοιο χώμα”. Πήγε προς τα πίσω, ενώ ο μανδύας του τιναζόταν στον αέρα σαν μαστίγιο. “Αν τα βρούμε, θα ξέρουμε στα οίγουρα πως ήταν εδώ. Αν όχι... ε, τέτοιες μέρες οι άνθρωποι νομίζουν πως βλέπουν διάφορα”.
Ο Ραντ συνειδητοποίησε ξαφνικά τι αλλόκοτο είχε ο καβαλάρης, πέρα από την καθαυτό παρουσία του εκεί. Ο άνεμος, που έδερνε τον Ταμ και τον ίδιο, δεν έκανε να σαλεύει ούτε μια πτυχή του μαύρου μανδύα. Το στόμα του Ραντ ξεράθηκε. Πρέπει να είχε φανταστεί τον καβαλάρη. Καλά έλεγε ο πατέρας του: τέτοια πρωινά σου κέντριζαν τη φαντασία. Αλλά δεν το πίστευε. Όμως, πώς να ’λεγε στον πατέρα του πως ο άνδρας, που είχε γίνει καπνός, φορούσε μανδύα που δεν τον άγγιζε ο άνεμος;
Σμίγοντας τα φρύδια, ανήσυχος, κοίταξε το δάσος ολόγυρά τους· έμοιαζε διαφορετικό από κάθε άλλη φορά. Από τότε σχεδόν που είχε μάθει να περπατά τριγυρνούσε αδέσποτος στο δάσος. Οι λιμνούλες και τα ποταμάκια του Ποταμού του Δάσους, πέρα από τα τελευταία αγροκτήματα ανατολικά του Πεδίου του Έμοντ, ήταν τα μέρη όπου είχε μάθει να κολυμπά. Είχε πάει για εξερευνήσεις στους Λόφους της Άμμου —κάτι που πολλοί στους Δύο Ποταμούς έλεγαν πως ήταν γρουσουζιά- και κάποτε, μάλιστα, είχε πάει ως τα ριζά των Ορέων της Ομίχλης, μαζί με τους πιο καλούς φίλους του, τον Ματ Κώθον και τον Πέριν Αϋμπάρα. Όλα αυτά απείχαν πολύ από τα μέρη στα οποία συνήθως πήγαιναν οι περισσότεροι άνθρωποι από το Πεδίο του Έμοντ· γι’ αυτούς, ένα ταξίδι ως το επόμενο χωριό, ψηλά προς το Λόφο της Σκοπιάς, ή πιο κάτω στο Ντέβεν Ράιντ, ήταν μεγάλη υπόθεση. Σ’ όλη αυτή την περιοχή δεν είχε βρει κανένα σημείο που να τον φοβίζει. Σήμερα, όμως, το Δυτικό Δάσος δεν ήταν το μέρος που θυμόταν. Ένας άνδρας που μπορούσε να χαθεί τόσο γρήγορα, μπορούσε και να ξαναφανεί εξίσου γρήγορα, ίσως και ακριβώς δίπλα τους.
“Όχι, πατέρα, δεν είναι ανάγκη”. Όταν ο Ταμ κοντοστάθηκε έκπληκτος, ο Ραντ έκρυψε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του, τραβώντας την κουκούλα του μανδύα του. “Μάλλον έχεις δίκιο. Δεν έχει νόημα να ψάχνουμε κάτι που δεν υπάρχει, αφού βιαζόμαστε να φτάσουμε στο χωριό και να γλιτώσουμε απ’ αυτόν τον αέρα”.
“Δεν θα έλεγα όχι για μια πίπα”, είπε αργά ο Ταμ, “και μια μπύρα κάπου που να ’χει ζέστη”. Ξαφνικά, χαμογέλασε πλατιά. “Και κάτι μου λέει ότι βιάζεσαι να δεις την Εγκουέν”.
Ο Ραντ κατάφερε να χαμογελάσει αδύναμα. Απ’ όλα τα πράγματα, που ίσως θα ήθελε να σκέφτεται εκείνη τη στιγμή, η κόρη του δημάρχου ήταν πολύ μακριά από την πρώτη θέση. Δεν ήθελε κι άλλη σύγχυση. Τον τελευταίο χρόνο η Εγκουέν τον έκανε να νιώθει όλο και πιο μεγάλη αναστάτωση, όποτε βρίσκονταν μαζί. Και το χειρότερο, η ίδια δεν έδειχνε να το αντιλαμβάνεται. Όχι, δεν ήθελε να έχει και από πάνω τη σκέψη της Εγκουέν.
Ο Ταμ είπε, “Να θυμάσαι τη φλόγα, παλικάρι μου, και το κενό”. Ο Ραντ ευχήθηκε να μην είχε προσέξει το φόβο του.
Ήταν κάτι παράξενο, που του είχε διδάξει ο Ταμ. Συγκεντρώσου σε μια και μόνη φλόγα και θρέψε την μ’ όλα τα πάθη σου ―φόβο, μίσος, θυμό― μέχρι να αδειάσει το μυαλό σου. Γίνε ένα με το κενό, έλεγε ο Ταμ, και μπορείς να κάνεις τα πάντα. Κανένας άλλος στο Πεδίο του Έμοντ δεν μιλούσε έτσι. Αλλά, ο Ταμ, νικούσε στο διαγωνισμό τοξοβολίας του Μπελ Τάιν, κάθε χρόνο, με τη φλόγα του και το κενό του. Ο Ραντ πίστευε πως φέτος ίσως κι ο ίδιος να κέρδιζε μια καλή θέση, αν κατάφερνε να κρατήσει το κενό. Αφού ο Ταμ το είχε αναφέρει τώρα, σήμαινε πως το είχε προσέξει, αλλά δεν είπε τίποτα άλλο.
Ο Ταμ έκανε την Μπέλα να ξεκινήσει πλαταγίζοντας τη γλώσσα του και ξανάρχισαν το ταξίδι τους. Ο πατέρας του προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές, σαν να μην είχε συμβεί, και να μην μπορούσε να συμβεί, τίποτα το ασυνήθιστο. Ο Ραντ ευχήθηκε να μπορούσε να τον μιμηθεί. Προσπάθησε να σχηματίσει την αδειανοσύνη στο νου του, αλλά συνεχώς του ξεγλιστρούσε και το μυαλό του γέμιζε εικόνες του καβαλάρη με το μαύρο μανδύα.
Ήθελε να πιστέψει ότι ο Ταμ είχε δίκιο, ότι ο καβαλάρης ήταν πλάσμα της φαντασίας του, αλλά θυμόταν ολοζώντανη την αίσθηση του μίσους. Κάποιος ήταν στ’ αλήθεια εκεί. Κι αυτός ο κάποιος ήθελε το κακό του. Δεν έπαψε να κοιτάζει πίσω του, παρά μόνο όταν τον περικύκλωσαν οι επικλινείς καλαμοσκεπές των σπιτιών του Χωραφιού του Έμοντ.
Το χωριό βρισκόταν πολύ κοντά στο Δυτικό Δάσος και το δάσος αραίωνε σιγά-σιγά, σε σημείο που τα τελευταία δέντρα του έστεκαν ανάμεσα στους γερούς σκελετούς των σπιτιών. Το έδαφος έγερνε απαλά προς τα ανατολικά. Παρ’ όλο που υπήρχαν αλσύλλια και εκεί, η γη πέρα από το χωριό ήταν γεμάτη αγροκτήματα και λιβάδια και χωράφια με φράχτες από θάμνους, μέχρι τον Ποταμό του Δάσους και το λαβύρινθο από λιμνούλες και ποταμάκια που ήταν εκεί. Προς τα δυτικά η γη ήταν εξίσου καρπερή, τα λιβάδια εξίσου χλοερά, τις περισσότερες χρονιές, αλλά μόνο μια χούφτα αγροκτήματα υπήρχαν στο Δυτικό Δάσος. Ακόμα κι αυτά τα λίγα σταματούσαν μερικά μίλια πριν τους Λόφους της Άμμου, πολύ πιο πέρα από τα Όρη της Ομίχλης, τα οποία υψώνονταν πάνω από τις δεντροκορφές του Δυμκού Δάσους, απόμακρα, αλλά και ολοφάνερα από το Πεδίο του Έμοντ. Κάποιοι έλεγαν πως η γη εκεί ήταν γεμάτη πέτρες, λες και δεν είχε πέτρες παντού στους Δύο Ποταμούς, και άλλοι πως ήταν κακορίζικη. Μερικοί μουρμούριζαν, πως δεν υπήρχε λόγος να πλησιάζει κανένας πιο κοντά στα βουνά απ’ όσο χρειαζόταν. Όποιοι και να ’ταν οι λόγοι, μόνο οι πιο σκληροτράχηλοι είχαν καλλιέργειες στο Δυτικό Δάσος.
Κοπάδια μικρών παιδιών και σκυλιών έτρεχαν, φωνάζοντας γύρω από το κάρο, καθώς αυτό προσπερνούσε τα πρώτα σπίτια. Η Μπέλα προχωρούσε με υπομονετικά, σίγουρα βήματα, αγνοώντας το πεσιρίκια, που τσίριζαν και έκαναν τούμπες κάτω από τη μύτη της και κυλούσαν τσέρκια. Τους τελευταίους μήνες τα γέλια και τα παιχνίδια των παιδιών ήταν σπάνια· ακόμα και όταν ο καιρός είχε καταλαγιάσει αρκετά για να αφήνουν τα παιδιά έξω, ο φόβος των λύκων τα κρατούσε στο σπίτι. Φαινόταν πως ο ερχομός του Μπελ Τάιν κι είχε ξαναμάθει να παίζουν.
Η γιορτή είχε αγγίξει και τους ενήλικες. Τα πλατιά παραθυρόφυλλα ήταν διάπλατα ανοιχτά και σε όλα σχεδόν τα σπίτια οι νοικοκυρές στέκονταν στο παράθυρο, φορώντας ποδιά και έχοντας δεμένα τα μαλλιά τους με μαντήλι και τίναζαν τα σεντόνια, ή έβγαζαν κι στρώματα στο περβάζι. Αδιάφορο αν τα δέντρα είχαν βγάλει φύλλα, ή όχι, καμιά γυναίκα δεν θα άφηνε να έρθει το Μπελ Τάιν χωρίς να έχει ξεμπερδέψει πρώτα με την ανοιξιάτικη καθαριότητα. ## όλες τις αυλές υπήρχαν κουρελούδες, που κρέμονταν από αντωμένα σκοινιά και τα παιδιά, που δεν είχαν προφτάσει να το σκάσουν στο δρόμο, εκτόνωναν την αγανάκτηση τους στα χαλιά με τα ξεσκονιστήρια. Σ’ όλα τα σπίτια, ο νοικοκύρης σκαρφάλωνε στη στέγη και κοίταζε την καλαμωτή κατασκευή για να δει αν οι ζημιές που είχε πάθει το χειμώνα σήμαιναν πως έπρεπε να φωνάξει τον Τσεν Μπούι, τον γέρο καλαμοτεχνίτη.
Ο Ταμ σταμάτησε αρκετές φορές για ν’ ανταλλάξει μια-δυο κουβέντες με άνδρες που αντάμωνε. Εφόσον αυτός και ο Ραντ είχαν βδομάδες να φύγουν από το αγρόκτημά τους, όλοι ήθελαν να μάθουν νέα για κείνη την περιοχή. Λίγοι άνδρες από το Δυτικό Δάσος είχαν έρθει. Ο Ταμ είπε για τις ζημιές από τις χειμωνιάτικες θύελλες, που καθεμιά ήταν χειρότερη από την προηγούμενη, για τα αρνάκια που είχαν πεθάνει στη γέννα, για τα χωράφια που είχαν ακόμα το καφέ χρώμα του χώματος, εκεί που θα έπρεπε να ξεπροβάλλουν τα σπαρτά και για τα λιβάδια που έπρεπε να είναι καταπράσινα, για τα κοράκια που έρχονταν κοπαδιαστά, εκεί που, άλλες χρονιές, κατέφθαναν πουλιά που γλυκοκελαηδούσαν. Βαριές κουβέντες, πάνω που ετοιμάζονταν όλοι για το Μπελ Τάιν και πολλά κεφάλια έσκυβαν σκεφτικά. Παντού ήταν τα ίδια.
Οι περισσότεροι τίναζαν τους ώμους κι έλεγαν, “Ε, θα ζήσουμε, Φωτός θέλοντος”. Μερικοί χαμογελούσαν πλατιά και πρόσθεταν, “Κι αν δεν θέλει το Φως, πάλι θα ζήσουμε”.
Έτσι ήταν ο περισσότερος κόσμος στους Δύο Ποταμούς. Οι άνθρωποι που είχαν δει το χαλάζι να δέρνει τα σπαρτά και τους λύκους να παίρνουν τα πρόβατα και αναγκάζονταν να ξαναρχίσουν απ’ την αρχή, όσες χρονιές κι αν γινόταν το ίδιο, δεν σήκωναν εύκολα τα χέρια. Όσοι τα σήκωναν, είχαν χαθεί από καιρό.
Ο Ταμ δεν θα σταματούσε για τον Γουίτ Κόνγκαρ, αλλά ο άνδρας βγήκε στο δρόμο, αναγκάζοντάς τους να σταθούν, γιατί αλλιώς θα τον πατούσε η Μπέλα. Οι Κόνγκαρ —και οι Κόπλιν οι δύο οικογένειες παντρεύονταν μεταξύ τους τόσο συχνά, που κανένας δεν ήξερε, στ’ αλήθεια, που τέλειωνε το ένα σόι και πού άρχιζε το άλλο― ήταν γνωστοί από το Λόφο της Σκοπιάς ως το Ντέβεν Ράιντ, ίσως ακόμα και πιο μακριά, ως το Τάρεν Φέρυ, σαν γκρινιάρηδες και ταραξίες.
“Πρέπει να τα πάω στον Μπραν αλ’Βερ, Γουίτ”, είπε ο Ταμ, δείχνοντας με το κεφάλι τα βαρέλια στο κάρο, αλλά ο λιπόσαρκος άνδρας δεν σάλεψε βήμα και συνέχισε να έχει την ίδια ξινή έκφραση. Προηγουμένως ήταν ξαπλωμένος στα μπροστινά σκαλιά του σπιτιού του, αντί να είναι ανεβασμένος στη στέγη, παρ’ όλο που η καλαμοσκεπή έδειχνε να χρειάζεται τη φροντίδα του μάστρο Μπούι. Ποτέ δεν φαινόταν έτοιμος να αρχίσει κάτι ξανά, ή να τελειώσει αυτό που άρχιζε. Οι πιο πολλοί από τους Κόπλιν και τους Κόνγκαρ ήταν ίδιοι και οι άλλοι ήταν χειρότεροι.
“Τι θα κάνουμε με τη Νυνάβε, αλ’Θορ;” ζήτησε να μάθει ο Κόνγκαρ. “Δεν γίνεται να έχουμε τέτοια Σοφία στο Πεδίο του Έμοντ”.
Ο Ταμ βαριαναστέναξε. “Δεν είναι για μας αυτά, Γουίτ. Η Σοφία είναι υπόθεση των γυναικών”.
“Πάντως κάτι πρέπει να κάνουμε, αλ’Θορ. Είπε ότι θα έχουμε γλυκό χειμώνα. Και καλή σοδειά. Τώρα, όταν τη ρωτάς τι ακούει στον άνεμο, μουτρώνει και σου γυρνά την πλάτη”.
“Αν τη ρώτησες με το δικό σου τρόπο, Γουίτ”, είπε ο Ταμ υπομονετικά, “είσαι τυχερός που δεν σε βάρεσε με το ραβδί της. Να με συμπαθάς τώρα , αλλά το μπράντυ...”
“Η Νυνάβε αλ’Μεάρα παραείναι μικρή, δεν ταιριάζει για Σοφία, αλ’Θορ. Αν δεν κάνει κάτι ο Κύκλος των Γυναικών, τότε κάτι πρέπει να κάνει το Συμβούλιο του Χωριού”.
“Και τι δουλειά έχεις εσύ με τη Σοφία, Γουίτ Κόνγκαρ;” βρυχήθηκε μια γυναικεία φωνή. Το πρόσωπο του Γουίτ έκανε ένα μορφασμό, καθώς μια γυναίκα έβγαινε με αποφασισμένο βήμα από το σπίτι. Η Νταίζε Κόνγκαρ είχε το διπλό φάρδος από τον Γουίτ, βλοσυρό πρόσωπο και ούτε ένα γραμμάριο λίπους πάνω της. Τον αγριοκοίταξε, στηρίζοντας τις γροθιές στους γοφούς της. “Κάνε πως χώνεις τη μύτη σου στον Κύκλο των Γυναικών και θα δούμε αν θα σ’ αρέσει να μαγειρεύεις μόνος σου. Αλλά όχι στην κουζίνα μου. Και να πλένεις τα ρούχα σου και να στρώνεις το κρεβάτι σου, μόνος σου. Αλλά όχι κάτω από τη δική μου στέγη”.
“Αλλά, Νταίζε”, κλαψούρισε ο Γουίτ, “το μόνο που είπα ήταν ότι...”
“Με συγχωρείς, Νταίζε”, είπε ο Ταμ. “Γουίτ. Είθε το Φως να λάμπει πάνω σας”. Έκανε την Μπέλα να προχωρήσει και να προσπεράσει τον λιπόσαρκο άνδρα. Η Νταίζε είχε στρέψει την προσοχή στον σύζυγό της, αλλά σύντομα θα καταλάβαινε με ποιον μιλούσε πριν ο Γουίτ.
Αυτός ήταν ο λόγος που είχαν πει όχι και στους άλλους που τους προσκαλούσαν να σταματήσουν για να φάνε, ή να πιουν κάτι ζεοτό. Όταν οι νοικοκυρές του Πεδίου του Έμοντ έβλεπαν τον Ταμ, ορμούσαν σαν λαγωνικά που βλέπουν λαγό. Όλες, μα όλες, ήξεραν την τέλεια νύφη για έναν χήρο που είχε ένα καλό αγρόκτημα, έστω κι αν αυτό ήταν στο Δυτικό Δάσος.
Ο Ραντ προχωρούσε γοργά σαν τον Ταμ, ίσως και ακόμα πιο βιαστικά. Όταν ο Ταμ δεν ήταν κοντά του, μερικές φορές τον στρίμωχναν στη γωνία, δίχως τρόπο διαφυγής, πέραν της αγένειας. Τον παγίδευαν σ’ ένα σκαμνί κοντά στη φωτιά, τον τάιζαν γλυκά, ή μελόπιτες, ή κρεατόπιτες. Και πάντα τα μάτια της νοικοκυράς τον μετρούσαν και τον ζύγιζαν, με ακρίβεια ζυγαριάς και μεζούρας εμπόρου, ενώ του έλεγε ότι αυτό που έτρωγε δεν ήταν τόσο καλό όσο η μαγειρική της χήρας αδερφής της, ή της δεύτερης πιο μεγάλης ξαδέρφης της. Τα χρόνια περνούσαν για τον Ταμ, του έλεγε. Ήταν πολύ καλό που αγαπούσε τόσο τη γυναίκα του —ευχάριστο προμήνυμα για την επόμενη γυναίκα στη ζωή του- αλλά αρκετά την είχε θρηνήσει. Ο Ταμ χρειαζόταν μια καλή γυναίκα. Ήταν γεγονός, έλεγε, ή σχεδόν γεγονός, ότι ο άνδρας δεν τα βγάζει πέρα χωρίς να έχει μια γυναίκα για να τον φροντίζει και να τον προσέχει μην μπλέξει. Οι χειρότερες ήταν εκείνες που, σ’ αυτό το σημείο, κοντοστέκονταν σκεφτικά και ύστερα τον ρωτούσαν, με επιτηδευμένη αδιαφορία, πόσων χρονών ήταν αυτός.
Όπως και ο περισσότερος κόσμος στους Δύο Ποταμούς, ο Ραντ, είχε μεγάλο πείσμα μέσα του. Οι ξενομερίτες, μερικές φορές, έλεγαν ότι αυτό ήταν το βασικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων των Δύο Ποταμών, ότι μπορούσαν να δώσουν μαθήματα στα μουλάρια και να διδάξουν τις πέτρες. Οι νοικοκυρές ήταν, συνήθως, καλές κι ευγενικές κυρίες, αλλά σιχαινόταν να τον αναγκάζουν να κάνει κάτι και τον έκαναν να νιώθει σαν να τον κέντριζαν με ραβδιά. Έτσι προχωρούσε βιαστικά κι ευχόταν να πήγαιναν ακόμα πιο γρήγορα.
Σε λίγο ο δρόμος άνοιξε φτάνοντας στο Πράσινο, μια πλατιά έκταση στο κέντρο του χωριού. Συνήθως, το σκέπαζε πυκνή χλόη, αλλά αυτή την άνοιξη το Πράσινο έδειχνε μόνο μερικές φρέσκες τούφες ανάμεσα στα κιτρινιάρικα και τα καφετιά μαραμένα φύλλα και στη μαυρίλα της γυμνής γης. Καμιά δεκαριά χήνες τριγυρνούσαν, κοιτάζοντας υπολογιστικά το χώμα, χωρίς να βρίσκουν τίποτα που ν’ άξιζε να σκύψουν το λαιμό τους και κάποιος είχε δέσει με λουρί μια αγελάδα για να μασά τα αραιά χορτάρια.
Στο δυτικό άκρο του Πράσινου, η Οινοπηγή ανάβλυζε από μια χαμηλή πέτρινη προεξοχή, με νερό που έβγαινε αστείρευτο, τόσο δυνατό, που μπορούσε να ρίξει άνθρωπο κάτω και τόσο γλυκό, που δικαίωνε το όνομά της και με το παραπάνω. Από την πηγή κινούσε και πλάταινε το Νερό της Οινοπηγής και κυλούσε γοργά προς τα ανατολικά, με ιτιές στις όχθες του, μέχρι το μύλο του αφέντη Θέην και παραπέρα, ώσπου χώριζε σε δεκάδες ρυάκια στα βαλτώδη βάθη του Νεροδάσους. Δύο χαμηλές πεζογέφυρες με κιγκλιδώματα διέσχιζαν το καθαρό ποταμάκι στο Πράσινο κι, επίσης, μια πλατύτερη από τις άλλες, τόσο γερή που σήκωνε κάρα. Η Γέφυρα των Κάρων έδειχνε το. σημείο που ο Βόρειος Δρόμος, όπως ερχόταν από το Τάρεν Φέρυ και το Λόφο της Βίγλας, γινόταν ο Παλιός Δρόμος κι έβγαζε στο Ντέβεν Ράιντ. Οι ξένοι, καμιά φορά, το ’βρισκαν αστείο, που ο δρόμος είχε άλλο όνομα προς τα βόρεια κι άλλο προς τα δυτικά· μα ο κόσμος στο Πεδίο του Έμοντ έτσι το είχε από παλιά και σ’ αυτό δεν χωρούσαν κουβέντες. Για τους ανθρώπους των Δύο Ποταμών αυτός ο λόγος έφτανε.
Στην άλλη άκρη από τις γέφυρες, είχαν αρχίσει να φτιάχνουν τους σωρούς των ξύλων για τις πυρές του Μπελ Τάιν, τρεις προσεκτικά καμωμένες στοίβες από κούτσουρα, μεγάλες σχεδόν σαν σπίτια. Έπρεπε να είναι πάνω στο χώμα, φυσικά, όχι στο Πράσινο, όσο λειψό κι αν ήταν το γρασίδι. Μερικοί από τους χορούς και τα θεάματα της Γιορτής θα γίνονταν γύρω από τις φωτιές και μερικοί στο Πράσινο.
Κοντά στην Οινοπηγή μερικές γυναίκες ύψωναν σιγοτραγουδώντας το Στύλο της Άνοιξης. Γυμνωμένος από τα κλαριά του, ο ίσιος, λεπτός κορμός ενός έλατου ορθωνόταν τέσσερα μέτρα ψηλός, ακόμα και μέσα στην τρύπα που είχαν σκάψει για να τον βάλουν. Κάποιες κοπελίτσες κάθονταν σταυροπόδι και κοίταζαν με ζήλια, τραγουδώντας πού και πού κάποια στροφή του τραγουδιού που έλεγαν οι γυναίκες· ήταν τόσο νέες, που ακόμα δεν μπορούσαν να χτενίζουν τα μαλλιά τους πλεξούδες.
Ο Ταμ πλατάγισε τη γλώσσα του για να κάνει την Μπέλα να ταχύνει το βήμα, αν κι αυτή τον αγνόησε και ο Ραντ κοίταξε αλλού, για να μη δει τη δουλειά που έκαναν οι γυναίκες. Το πρωί, οι άνδρες θα προσποιούνταν ότι τους είχε ξαφνιάσει η παρουσία του Στύλου και το μεσημέρι οι ανύπαντρες γυναίκες θα χόρευαν στο Στύλο, τυλίγοντας τον με μακριές πολύχρωμες κορδέλες, ενώ οι ανύπαντροι άνδρες θα τραγουδούσαν. Κανένας δεν ήξερε πότε, ή γιατί είχε αρχίσει αυτό το έθιμο —κάτι ακόμα που το είχαν έτσι, απ’ τα παλιά- αλλά ήταν μια πρόφαση για να τραγουδήσουν και να χορέψουν και κανείς στους Δύο Ποταμούς δεν χρειαζόταν πολλές δικαιολογίες γι’ αυτό. Όλη τη μέρα του Μπελ Τάιν θα τραγουδούσαν και θα χόρευαν και θα γλεντούσαν και κάποιες ώρες θα έκαναν αγώνες δρόμου και διαγωνισμούς σχεδόν στα πάντα. Θα έδιναν δώρα, όχι μόνο στους τοξότες, αλλά και σε κείνους που θα ήταν καλύτεροι στη σφεντόνα και στη ράβδο. Θα υπήρχαν διαγωνισμοί αινιγμάτων και γρίφων και διελκυστίνδας, άρσης και ρίψης βαρών, βραβεία για τον καλύτερο τραγουδιστή, τον καλύτερο χορευτή και τον καλύτερο βιολιτζή, για εκείνον που θα κατάφερνε να κουρέψει γρηγορότερα ένα πρόβατο, ακόμα και για τους καλύτερους στη σφαιροκύλιση και τα βελάκια. Το Μπελ Τάιν, κανονικά, θα ερχόταν όταν η άνοιξη θα είχε φτάσει στ’ αληθινά, όταν θα γεννιόνταν τα πρώτα αρνάκια και θα φαίνονταν τα πρώτα σπαρτά. Ακόμα και με το κρύο που δεν έλεγε να φύγει, όμως, κανένας δεν σκεφτόταν να αναβάλουν τη γιορτή. Ο χορός και τα τραγούδια θα τους έκαναν καλό. Και ως αποκορύφωμα, αν πίστευε κανείς τις φήμες, το πρόγραμμα πρόβλεπε μια εντυπωσιακή επίδειξη πυροτεχνημάτων στο Πράσινο — αν εμφανιζόταν έγκαιρα ο πρώτος έμπορος της χρονιάς, φυσικά. Πολλές συζητήσεις ξεσπούσαν μ’ αυτή την αφορμή· είχαν περάσει δέκα χρόνια από την προηγούμενη επίδειξη κι ο κόσμος ακόμα είχε να λέει για τότε.
Το Πανδοχείο της Οινοπηγής έστεκε στην ανατολική άκρη του Πράσινου, ακριβώς δίπλα στη Γέφυρα των Κάρων. Το ισόγειο του πανδοχείου ήταν από βράχια του ποταμού, αν και τα θεμέλια ήταν από αρχαιότερες πέτρες που, όπως έλεγαν μερικοί, προέρχονταν από τα βουνά. Ο ασβεστωμένος όροφος —στην πίσω πλευρά του οποίου έμενε ο Μπράντελγουυν αλ’Βερ, ο πανδοχέας και, επί είκοσι χρόνια, δήμαρχος του Πεδίου του Έμοντ, μαζί με τη σύζυγο και τις θυγατέρες του- προεξείχε περιμετρικά πάνω από το ισόγειο. Τα κόκκινα κεραμίδια της σκεπής, η μοναδική του είδους της στο χωριό, άστραφταν στο ασθενικό φως του ήλιου και τρεις από τις δώδεκα καμινάδες του πανδοχείου έβγαζαν καπνό.
Στη νότια πλευρά του πανδοχείου, στην αντίθετη άκρη από το ποταμάκι, εκτεινόταν ό,τι είχε απομείνει από τα πολύ μεγαλύτερα θεμέλια, που κάποτε ήταν μέρος του πανδοχείου — ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν. Τώρα φύτρωνε στο κέντρο τους μια πελώρια βαλανιδιά, με κορμό περιφέρειας τριάντα βημάτων, που έβγαζε κλαδιά χοντρά όσο ένας άνθρωπος. Το καλοκαίρι, ο Μπραν αλ’Βερ έστηνε τραπέζια και πάγκους, κάτω από κείνα τα κλαδιά, γεμάτα σκιερά φύλλα πια, για να μπορούν οι άνθρωποι να απολαμβάνουν το ποτό τους και τη δροσερή αύρα, ενώ μιλούσαν, ή για να απλώνουν τον άβακα για ένα παιχνίδι λίθων.
“Εδώ είμαστε, παλικάρι μου”. Ο Ταμ άπλωσε το χέρι να πιάσει τα χάμουρα της Μπέλας, μα εκείνη σταμάτησε μπροστά στο πανδοχείο, πριν το χέρι του αγγίξει το δέρμα. “Ξέρει το δρόμο πιο καλά κι από μένα”, είπε μ’ ένα πνιχτό γελάκι.
Όταν ξεψύχησε το τρίξιμο του άξονα, ο Μπραν αλ’Βερ βγήκε από το πανδοχείο· η ανάλαφρη περπατησιά του δεν ταίριαζε σε άνδρα του όγκου του, που ήταν ο διπλός σχεδόν από κάθε άλλον στο χωριό. Ένα χαμόγελο φώτισε το στρογγυλό πρόσωπό του, που το έστεφε μια αραιά φράντζα γκρίζων μαλλιών. Ο πανδοχέας φορούσε πουκάμισο, παρά την παγωνιά και μια αλέκιαστη λευκή ποδιά. Στο στήθος του κρεμόταν ένα ασημένιο μετάλλιο που έδειχνε μια ζυγαριά.
Αυτό το μετάλλιο ήταν το σύμβολο του αξιώματος του δημάρχου, μαζί με την κανονική ζυγαριά, με την οποία ζύγιζε τα νομίσματα των εμπόρων που έρχονταν από το Μπάερλον για μαλλί και καπνό. Ο Μπραν το φορούσε μόνο σε γιορτές, γλέντια και γάμους και όταν είχε πάρε-δώσε με εμπόρους. Τώρα το είχε βάλει μια μέρα νωρίτερα, αλλά η νύχτα που θα ερχόταν ήταν η Νύχτα του Χειμώνα, η νύχτα πριν το Μπελ Τάιν όλο το βράδυ θα αντάλλασσαν επισκέψεις, θα έδιναν και θα έπαιρναν μικροδωράκια, θα έτρωγαν μια μπουκιά φαγητό και θα έπιναν μια γουλιά ποτό σε κάθε σπίτι. Μετά το χειμώνα, σκέφτηκε ο Ραντ, μάλλον τον φαίνεται ότι η Νύχτα του Χειμώνα είναι καλή δικαιολογία για να μην χρειάζεται να περιμένει μέχρι αύριο.
“Ταμ”, φώναξε ο δήμαρχος, καθώς τους πλησίαζε βιαστικά. “Που να λάμψει το Φως πάνω μου, χαίρομαι που σε βλέπω, επιτέλους. Και σένα, Ραντ. Είσαι καλά, αγόρι μου;”
“Μια χαρά, αφέντη αλ’Βερ”, είπε ο Ραντ. “Κι εσύ, κύριε δήμαρχε;” Αλλά η προσοχή του Μπραν είχε ήδη στραφεί στον Ταμ.
“Ό,τι σκεφτόμουν ότι φέτος δεν θα μας φέρεις το μπράντυ σου. Πρώτη φορά έρχεσαι τόσο αργά”.
“Τέτοιες μέρες σαν κι αυτές δεν ήθελα ν’ αφήσω το σπίτι μου”, απάντησε ο Ταμ. “Έτσι που είναι οι λύκοι τώρα. Και ο καιρός”.
Ο Μπραν ξεφύσηξε. “Μακάρι να ήθελε κανείς να μιλήσει για κάτι άλλο, εκτός από τον καιρό. Όλος ο κόσμος γκρινιάζει. Άνθρωποι που τους είχα για μυαλωμένους νομίζουν ότι μπορώ να το διορθώσω. Είκοσι λεπτά εξηγούσα στην κυρά αλ’Ντόνελ, ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τους πελαργούς. Αν και το τι περίμενε να κάνω...” Κούνησε το κεφάλι του.
“Κακός οιωνός”, ανήγγειλε μια βραχνιασμένη φωνή, “να μην έχουν φωλιάσει πελαργοί στις στέγες, τώρα με το Μπελ Τάιν”. Ο Τσεν Μπούι, ροζιασμένος και σκούρος, σαν γέρικη ρίζα, πλησίασε τον Ταμ και τον Μπραν και έγειρε στο ραβδί του, ψηλό σχεδόν όσο κι αυτός και σχεδόν εξίσου ροζιασμένο. Προσπάθησε να κοιτάξει ταυτόχρονα και τους δύο άνδρες με το χαντρίσιο μάτι του. “Θα έρθουν και χειρότερα, ακούστε που σας λέω”.
“Έγινες μάντης λοιπόν και ερμηνεύεις οιωνούς;” ρώτησε ξερά ο Ταμ. “Ή μήπως αφουγκράζεσαι τον άνεμο, σαν Σοφία; Από αέρα άλλο τίποτα. Και από λόγια του αέρα επίσης”.
“Κορόιδευε όσο θέλεις”, μουρμούρισε ο Τσεν, “αλλά, άμα δεν ζεστάνει για να φυτρώσουν σύντομα τα σπαρτά, να δεις πόσα κελάρια θα μείνουν αδειανά πριν το θέρο. Τον άλλο χειμώνα μπορεί να μην έχει απομείνει τίποτα ζωντανό στους Δύο Ποταμούς, παρά μόνο οι λύκοι και τα κοράκια. Αν έρθει άλλος χειμώνας. Μπορεί να είναι ακόμα ο ίδιος χειμώνας”.
“Τι πάει να πει αυτό;” είπε απότομα ο Μπραν.
Ο Τσεν τους κοίταξε ξινά. “Δεν έχω και πολλά καλά να πω για τη Νυνάβε αλ’Μεάρα. Το ξέρετε. Κατ’ αρχάς, παραείναι νέα για... Δεν πειράζει. Ο Κύκλος των Γυναικών φαίνεται ότι έχει αντιρρήσεις, όταν το Συμβούλιο του Χωριού κάνει να πει έστω μια κουβέντα για τις δουλειές τους, αλλά αυτές μπλέκουν στις δικές μας όποτε θέλουν, δηλαδή σχεδόν πάντα, ή τουλάχιστον έτσι μου φαίν...”
“Τσεν”, τον διέκοψε ο Ταμ, “πού θες να καταλήξεις;”
“Να πού θέλω να καταλήξω, αλ’Θορ. Ρώτα τη Σοφία πότε θα τελειώσει ο χειμώνας και θα τη δεις που θα σηκωθεί να φύγει. Μπορεί να μην θέλει να μας πει τι ακούει στον άνεμο. Μπορεί αυτό που ακούει να είναι πως ο χειμώνας δεν θα τελειώσει. Μπορεί ο χειμώνας να κρατήσει μέχρι να κυλήσει ο Τροχός και να τελειώσει η Εποχή. Να, κατέληξα”.
“Μπορεί χα πρόβατα να πετάξουν”, του ανταπάντησε ο Ταμ και ο Μπραν σήκωσε τα χέρια ψηλά.
“Το Φως να με φυλάξει από τους χαζούς. Είσαι στο Συμβούλιο του Χωριού, Τσεν, και τώρα σπέρνεις τα λόγια των Κόπλιν. Κάτσε να σου τα πω τώρα. Έχουμε τόσα προβλήματα και δεν μας...”
Ο Ραντ ένιωσε κάτι να τραβά γοργά το μανίκι του και άκουσε μια χαμηλή φωνή, ίσα να φτάνει στα δικά του αυτιά, που του απέσπασε την προσοχή από τη συζήτηση των μεγαλυτέρων του. “Έλα, Ραντ, τώρα που τσακώνονται. Πριν σε στρώσουν στη δουλειά”.
Ο Ραντ χαμήλωσε το βλέμμα και, άθελά του, χαμογέλασε. Ο Ματ Κώθον ζάρωνε κάτω από το κάρο, έτσι ώστε να μην τον βλέπουν ο Ταμ και ο Μπραν και ο Τσεν και λύγιζε το νευρώδες σώμα του σαν πελαργός, καθώς προσπαθούσε να διπλωθεί στα δύο.
Τα καστανά μάτια του Ματ άστραφταν ζαβολιάρικα, ως συνήθως. “Ο Νταβ κι εγώ πιάσαμε ένα γερο-ασβό, που παραπονιέται γιατί τον αρπάξαμε από το λαγούμι του. Θα τον αμολήσουμε στο Πράσινο, να δούμε τα κορίτσια να το σκάνε”.
Το χαμόγελο του Ραντ έγινε πιο πλατύ’ δεν του φαινόταν τόσο αστείο όσο θα του φαινόταν πριν ένα ή δύο χρόνια, αλλά ο Ματ δεν έδειχνε να σοβαρεύεται. Έριξε μια βιαστική ματιά στον πατέρα του —οι άνδρες είχαν ακόμα τα κεφάλια σκυμμένα κοντά και μιλούσαν και οι τρεις μαζί- και χαμήλωσε κι αυτός τη φωνή του. “Υποσχέθηκα να ξεφορτώσω τον μηλίτη. Μπορώ να σε βρω μετά όμως”.
Ο Ματ ύψωσε αγανακτισμένος το βλέμμα στον ουρανό. “Θα κουβαλάς βαρέλια! Που να καώ, προτιμώ να παίξω λίθους με τη μικρή μου αδερφούλα. Πάντως, ξέρω και καλύτερα πράγματα από τους ασβούς. Έχουμε ξένους στους Δύο Ποταμούς. Χτες το βράδυ...”
Για μια στιγμή, του Ραντ του κόπηκε η ανάσα. “Ένας άνδρας απάνω σε άλογο;” ρώτησε με ένταση. “Ένας άνδρας με μαύρο μανδύα, σε μαύρο άλογο; Και ο μανδύας του δεν σαλεύει όταν φυσάει αέρας;”
Ο Ματ κατάπιε το χαμόγελο του και η φωνή του έγινε ένας ακόμα πιο τραχύς ψίθυρος. “Τον είδες κι εσύ; Νόμιζα ότι ήμουν μόνο εγώ. Μη γελάσεις, Ραντ, αλλά με τρόμαξε”.
“Δεν γελώ. Με τρόμαξε κι εμένα. Θα ’παιρνα όρκο ότι με μισούσε, ότι ήθελε να με σκοτώσει”. Ο Ραντ ανατρίχιασε. Ως αυτή τη μέρα ο Ραντ δεν είχε σκεφτεί ότι θα ήθελε κανείς να τον σκοτώσει, ότι στ’ αλήθεια θα ήθελε να τον σκοτώσει. Τέτοια πράγματα δεν συνέβαιναν στους Δύο Ποταμούς. Τύχαινε καμιά φορά να έρθουν κάποιοι στα χέρια, ή ν’ ανταλλάξουν γροθιές, αλλά όχι να σκοτωθούν.
“Δεν ξέρω για το μίσος που λες, Ραντ, αλλά όμως ήταν πολύ τρομακτικός. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται στο άλογό του, κοιτάζοντας με, λίγο έξω από το χωριό, αλλά ποτέ δεν ένιωσα τόσο φόβο στη ζωή μου. Τέλος πάντων, τράβηξα το βλέμμα, μόνο για μια στιγμή —να σου πω, δεν ήταν εύκολο- και ύστερα, όταν ξανακοίταξα, είχε εξαφανιστεί. Αίμα και στάχτες! Τρεις μέρες πέρασαν και δεν μπορώ να τον βγάλω από το νου μου. Συνέχεια κοιτάζω πάνω απ’ τον ώμο μου”. Ο Ματ προσπάθησε να αφήσει ένα γέλιο, που όμως βγήκε σαν κρώξιμο. “Είναι αστείο το πώς κάνεις όταν τρομάζεις. Σκέφτεσαι παράξενα πράγματα. Στ’ αλήθεια, μου πέρασε από το νου —μόνο για μια στιγμή, έτσι;- ότι μπορεί να ήταν ο Σκοτεινός”. Αλλη μια φορά προσπάθησε να γελάσει, αλλά αυτή τη φορά δεν βγήκε κανένας ήχος.
Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Είπε παπαγαλίστικα, για να τα θυμηθεί κι ο ίδιος, “Ο Σκοτεινός και όλοι οι Αποδιωγμένοι είναι παγιδευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ, πέρα από τη Μεγάλη Μάστιγα, παγιδευμένοι από το Δημιουργό στη στιγμή της Δημιουργίας, παγιδευμένοι ως το τέλος του χρόνου. Το χέρι του Δημιουργού προστατεύει τον κόσμο και το Φως λάμπει πάνω σ’ όλους μας”. Πήρε άλλη μια ανάσα και συνέχισε. “Εκτός απ’ αυτό, αν ήταν ελεύθερος, τι δουλειά έχει ο Ποιμένας της Νυκτός να χαζεύει αγροτόπαιδα στους Δύο Ποταμούς;”
“Δεν ξέρω. Μα ξέρω ότι ο καβαλάρης ήταν... κάτι κακό. Μη γελάς. Παίρνω όρκο γι’ αυτό. Μπορεί να ήταν ο Δράκοντας”.
“Όλο χαρούμενες σκέψεις κάνεις σήμερα, ε;” μουρμούρισε ο Ραντ. “Είσαι χειρότερος κι από τον Τσεν”.
“Η μητέρα μου έλεγε πάντα ότι οι Αποδιωγμένοι θα έρθουν να μι; πάρουν, αν δεν βάλω μυαλό. Είναι ίδιος κι απαράλλαχτος με τον Ισαμαήλ και τον Άγκινορ”.
“Όλες οι μάνες λένε για τους Αποδιωγμένους για να φοβίζουν τα παιδιά”, είπε ξερά ο Ραντ, “αλλά τα πιο πολλά το ξεπερνούν. Γιατί όχι ο Σκιάνθρωπος, αφού πήρες φόρα;”
Ο Ματ τον αγριοκοίταξε. “Έχω να τρομάξω τόσο πολύ από... Μπα, ποτέ δεν τρόμαξα τόσο και δεν με πειράζει που το παραδέχομαι”.
“Ούτε κι εγώ. Ο πατέρας μου λέει ότι άδικα σκιάχτηκα”.
Ο Ματ ένευσε με σκοτεινό ύφος και έγειρε πίσω, ακουμπώντας τη ρόδα του κάρου. “Το ίδιο κι ο δικός μου. Το είπα στον Νταβ και στον Έλαμ Ντάουτρη. Από τότε έχουν τα μάτια τους τέσσερα, αλλά δεν είδαν τίποτα. Τώρα ο Έλαμ πιστεύει ότι ήθελα να τον κοροϊδέψω. Ο Νταβ νομίζει ότι ήταν κάποιος από το Τάρεν Φέρυ — κλέφτης προβάτων, ή κλεφτοκοτάς. Κλεφτοκοτάς!” Σιώπησε, θιγμένος.
“Μάλλον όλα αυτά είναι μια χαζομάρα”, είπε τελικά ο Ραντ. “Μπορεί να είναι μονάχα κάποιος κλέφτης προβάτων”. Προσπάθησε να το φανταστεί, αλλά ήταν σαν να φαντάζεται λύκο να παίρνει τη θέση της γάτας μπροστά σε ποντικότρυπα.
“Πάντως δεν μου άρεσε ο τρόπος που με κοίταζε. Ούτε και σένα σου άρεσε, κατά πως βλέπω να φέρεσαι. Σε κάποιον πρέπει να το πούμε”.
“Το είπαμε, Ματ και οι δύο και δεν μας πίστεψαν. Φαντάζεσαι να προσπαθήσεις να πείσεις τον αφέντη αλ’Βερ γι’ αυτόν τον άνθρωπο, χωρίς να τον έχει δει; Θα μας στείλει στη Νυνάβε, να δει αν είμαστε άρρωστοι”.
“Τώρα είμαστε δύο. Κανένας δεν θα πιστέψει ότι κι εγώ κι εσύ το φανταστήκαμε”.
Ο Ραντ έτριψε με δύναμη την κορυφή του κεφαλιού του, ενώ αναρωτιόταν τι έπρεπε να πει. Ο Ματ είχε γίνει βούκινο στο χωριό.
Ελάχιστοι είχαν γλιτώσει από τις φάρσες του. Τώρα το όνομά του αναφερόταν, κάθε φορά που το σκοινί της μπουγάδας κοβόταν κι έριχνε τα ρούχα στο χώμα, ή που το λουρί της σέλας χαλάρωνε και σώριαζε κάποιον αγρότη στο δρόμο. Δεν χρειαζόταν καν να είναι μπροστά κι ο Ματ. Η υποστήριξη του ίσως να χειροτέρευε την κατάσταση.
Μετά από μια στιγμή, ο Ραντ είπε, “Ο πατέρας σου θα πίστευε πως εσύ με παρέσυρες κι ο δικός μου...” Κοίταξε πέρα από το κάρο, προς το σημείο όπου προηγουμένως μιλούσαν ο Ταμ και ο Μπραν και ο Τσεν και βρέθηκε να κοιτάζει τον πατέρα του κατάματα. Ο δήμαρχος ακόμα τα έψελνε στον Τσεν, ο οποίος τα δεχόταν βλοσυρά και σιωπηλά.
“Καλημέρα, Μάτριμ”, είπε ο Ταμ κεφάτα, δοκιμάζοντας με το χέρι το βάρος ενός βαρελιού με μπράντυ στο πλαϊνό του κάρου. “Τι βλέπω, ήρθες να βοηθήσεις τον Ραντ να ξεφορτώσει τον μηλίτη. Είσαι πρώτο παλικάρι”.
Ο Ματ, με το που άκουσε την πρώτη λέξη, πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να κάνει προς τα πίσω. “Καλή σου μέρα και σένα, αφέντη αλ’Θορ. Και σε σένα, αφέντη αλ’Βερ. Αφέντη Μπούι. Είθε το Φως να λάμπει πάνω σας. Ο μπαμπάς με έστειλε να...”
“Δεν χωρά αμφιβολία”, είπε ο Ταμ. “Κι επίσης, δεν χωρά αμφιβολία πως, αφού είσαι από τα παλικάρια που κάνουν τις αγγαρείες τους και ξεμπερδεύουν αμέσως, θα έχεις τελειώσει κιόλας τη δουλειά. Λοιπόν, όσο πιο γρήγορα κατεβάσετε οι δυο σας τον μηλίτη στο κελάρι του αφέντη αλ’Βερ, τόσο πιο γρήγορα θα δείτε τον Βάρδο”.
“Βάρδος!” αναφώνησε ο Ματ και στάθηκε σαν κεραυνοβολημένος, ενώ την ίδια στιγμή ο Ραντ ρωτούσε, “Πότε θα έρθει;”
Ο Ραντ θυμόταν μόνο δύο Βάρδους να έχουν έρθει στους Δύο Ποταμούς, σ’ ολόκληρη τη ζωή του και την πρώτη φορά ήταν τόσο μικρός που καθόταν στους ώμους του Ταμ για να δει. Και τώρα θα είχαν έναν στο Μπελ Τάιν, με την άρπα του και το φλάουτο του και τις ιστορίες του και τα λοιπά... το Πεδίο του Έμοντ θα συζητούσε γι’ αυτή τη Γιορτή δέκα χρόνια, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν πυροτεχνήματα.
“Χαζομάρες”, μούγκρισε ο Τσεν, αλλά έμεινε σιωπηλός μετά από ένα βλέμμα του Μπραν, που είχε το κύρος του αξιώματος του δημάρχου.
Ο Ταμ έγειρε στο κάρο, ξεκουράζοντας το μπράτσο του πάνω σ’ ένα βαρέλι με μπράντυ. “Ναι, Βάρδος, και είναι κιόλας εδώ. Σύμφωνα με τον αφέντη αλ’Βερ, αυτή τη στιγμή είναι σ’ ένα δωμάτιο του πανδοχείου”.
“Έφτασε μες στα μαύρα μεσάνυχτα”. Ο πανδοχέας κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά. “Βαρούσε την εξώπορτα και ξύπνησε όλη την οικογένεια. Αν δεν ήταν η Γιορτή, θα του έλεγα να βάλει μόνος του το άλογο στο στάβλο και να κοιμηθεί στ’ άχυρα μαζί του, δεν πα να ’ναι Βάρδος. Φαντάσου να ’ρχεται έτσι, στο μαύρο σκοτάδι”.
Ο Ραντ τον κοίταξε με απορία. Κανένας δεν ταξίδευε τη νύχτα έξω από το χωριό τέτοιες μέρες και μάλιστα μόνος του. Ο καλαμοτεχνίτης μούγκρισε πάλι σιγά, τόσο αδύναμα, που ο Ραντ δεν κατάλαβε παρά μόνο μια-δυο λέξεις. “Τρελός” και “αφύσικο”.
“Δεν πιστεύω να φορά μαύρο μανδύα, ε;” ρώτησε απότομα ο Ματ.
Ο Μπραν γέλασε πνιχτά και η κοιλιά του σείστηκε. “Μαύρο! Ο μανδύας του είναι σαν κάθε Βάρδου που έχω δει. Πιο πολλά τα μπαλώματα από το ύφασμα και πιο πολλά χρώματα απ’ όσα βάζει ο νους σου”.
Ο Ραντ γέλασε δυνατά, ξαφνιάζοντας και τον εαυτό του, μ’ ένα λυτρωτικό γέλιο. Ο μαυροντυμένος απειλητικός καβαλάρης σαν Βάρδος, γελοία ιδέα, μα... Σφάλισε το στόμα του με την παλάμη του, ντροπιασμένος.
“Βλέπεις, Ταμ”, είπε ο Μπραν. “Από τότε που έπεσε ο χειμώνας δεν ακούγονται πολλά γέλια στο χωριό. Τώρα, ακόμα και ο μανδύας του Βάρδου μας κάνει να γελάμε. Αυτό και μόνο αξίζει τα έξοδα που τον φέραμε από το Μπάερλον”.
“Εσείς λέτε ό,τι θέλετε”, είπε απότομα ο Τσεν. “Εγώ λέω ξανά ότι άδικα σπαταλάμε λεφτά. Και τα πυροτεχνήματα που επιμένατε όλοι να φέρετε”.
“Αρα θα έχει πυροτεχνήματα”, είπε ο Ματ, αλλά ο Τσεν συνέχισε να μιλά.
“Έπρεπε να έχουν φτάσει εδώ κι ένα μήνα με τον πρώτο έμπορο της χρονιάς, αλλά δεν είδαμε έμπορο ακόμα, ε; Αν δεν έρθει ως αύριο, τι θα τα κάνετε; Θα κάνετε άλλη μια γιορτή για να τα ρίξετε; Αν δηλαδή τα φέρει, βέβαια”.
“Τσεν” ―ο Ταμ αναστέναξε- “λες κι είσαι από το Τάρεν Φέρυ, δεν έχεις ούτε τόσο δα εμπιστοσύνη”.
“Που είναι, τότε; Για πες μου, αλ’Θορ”.
“Γιατί δεν μας το είπατε;” απαίτησε να μάθει ο Ματ με θιγμένο τόνο. “Το χωριό θα χαιρόταν, σχεδόν άλλο τόσο, με την προσμονή του, όχι μόνο με τον Βάρδο. Ή σχεδόν το ίδιο. Δείτε πώς κάνουν όλοι, τώρα που ακούστηκαν φήμες για τα πυροτεχνήματα”.
“Το βλέπω”, απάντησε ο Μπραν, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στον καλαμοτεχνίτη. “Και αν ήξερα στα σίγουρο ποιος άρχισε αυτές τις φήμες... αν σκεφτόμουν, φερ’ ειπείν, ότι κάποιος παραπονιόταν για το κόστος μπροστά σε κόσμο, ενώ κανονικά είπαμε να το κρατήσουμε μυστικό...”
Ο Τσεν ξερόβηξε. “Τα κόκαλά μου είναι γέρικα και δεν αντέχουν τέτοιο αέρα. Αν μου επιτρέπετε, πάω να δω μπας και η κυρά αλ’Βερ μου βάλει λίγο ζαχαρωμένο κρασί, να φύγει η παγωνιά. Δήμαρχε. Αλ’Θορ”. Είχε ήδη ξεκινήσει για το πανδοχείο, ενώ ακόμα μιλούσε και, όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του, ο Μπραν αναστέναξε.
“Μερικές φορές νομίζω πως η Νυνάβε έχει δίκιο για... Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία τώρα. Εσείς οι νεαροί καθίστε και σκεφτείτε το. Όλοι χαίρονται για τα πυροτεχνήματα, όντως, και είναι μονάχα μια φήμη. Σκεφτείτε πώς θα κάνουν, αν ο έμποροι, δεν προφτάσει να έρθει, ενώ εμείς τα περιμένουμε με λαχτάρα, Και με τέτοιο καιρό, ποιος ξέρει πότε θα φτάσει. Θα ήταν πενήντα φορές πιο χαρούμενοι με τον Βάρδο”.
“Και θα ήταν πενήντα φορές πιο δυστυχισμένοι, αν δεν είχε έρθει”, είπε αργά ο Ραντ. “Ακόμα και το Μπιλ Τάιν δεν θα άλλαζε πολύ τη διάθεση τους μετά”.
“Βλέπω έχεις μυαλό, άμα θέλεις”, είπε ο Μπραν. “Ταμ, κάποια μέρα θα σε ακολουθήσει στο Συμβούλιο του Χωριού, Άκου τι σου λέω. Και τώρα ακόμα, δεν θα ήταν χειρότερος από κάποιον άλλο, να μην πω ποιον”.
“Καλά όλα αυτά, αλλά το κάρο είναι φορτωμένο”, είπε κοφτά ο Ταμ, δίνοντας ένα βαρελάκι μπράντυ στον Δήμαρχο. “Θέλω ζεστή φωτιά, την πίπα μου και ένα ποτήρι από την καλή μπύρα που χεις”. Σήκωσε άλλο ένα βαρελάκι στον ώμο του, “Είμαι σίγουροι, πως ο Ραντ θα σε ευχαριστήσει για τη βοήθεια σου, Μάτριμ. Μην ξεχνάτε ότι όσο πιο γρήγορα κατεβάσετε τον μηλίτη στο κελάρι...”
Ενώ ο Ταμ και ο Μπραν έμπαιναν στο πανδοχείο, ο Ραντ κοίταξε τον φίλο του, “Δεν είσαι υποχρεωμένος να βοηθήσεις. Ο Νταβ δεν θα κρατήσει πολύ ακόμα τον ασβό”.
“Ε, γιατί όχι;” είπε ο Ματ καρτερικά. “Όπως είπε ο μπαμπάς σου, όσο πιο γρήγορα το πάμε στο κελάρι...” Σήκωσε ένα βαρέλι και με τα δύο χέρια και πήγε μισοτρέχοντας προς το πανδοχείο. “Μπορεί να είναι κάπου εδώ γύρω η Εγκουέν. Πιο αστείο από τον ασβό είναι όταν σε βλέπω να την κοιτάς σαν ζαβλακωμένο βόδι”.
Ο Ραντ κοντοστάθηκε, καθώς έβαζε το τόξο και το βέλος στο πίσω μέρος του κάρου. Στ’ αλήθεια, είχε καταφέρει να βγάλει την Εγκουέν από το νου του. Αυτό ήταν ασυνήθιστο. Αλλά, σίγουρα, η Εγκουέν θα ήταν κάπου κοντά στο πανδοχείο. Δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να την αποφύγει. Βέβαια, είχε πολλές βδομάδες να τη δει.
“Λοιπόν;” φώναξε ο Ματ από την είσοδο του πανδοχείου. “Δεν είπα ότι θα το κάνω μόνος μου. Ακόμα δεν μπήκες στο Συμβούλιο”.
Ο Ραντ τινάχτηκε, σήκωσε ένα βαρελάκι και τον ακολούθησε. Ίσως η Εγκουέν να μην ήταν εκεί. Κατά παράξενο τρόπο, αυτό το ενδεχόμενο δεν τον έκανε να νιώσει καλύτερα.