Μπορεί να ήταν πολύ μεγάλο για χωριό, αλλά το μέρος παραήταν άθλιο για να έχει τέτοιο όνομα όπως Τέσσερις Βασιλιάδες. Ως συνήθως, ο Δρόμος του Κάεμλυν περνούσε ευθεία από το κέντρο της πόλης, αλλά υπήρχε ένας δρόμος με μεγάλη κυκλοφορία, που ερχόταν από το νότο. Τα περισσότερα χωριά έπαιζαν το ρόλο της αγοράς και του σημείου συνάντησης των αγροτών της περιοχής, αλλά εδώ ήταν λιγοστοί οι αγρότες. Οι Τέσσερις Βασιλιάδες επιβίωναν ως σταθμός για τα καραβάνια των εμπόρων που πήγαιναν στο Κάεμλυν και στις πόλεις μεταλλωρύχων των Ορέων της Ομίχλης πέρα από το Μπάερλον, όπως επίσης και στα ενδιάμεσα χωριά. Ο νότιος δρόμος ήταν για το εμπόριο του Λάγκαρντ με τα ορυχεία της δύσης· οι Λαγκαρντιανοί έμποροι που πήγαιναν στο Κάεμλυν είχαν πιο σύντομη διαδρομή. Η γύρω περιοχή είχε ελάχιστες φόρμες, που η παραγωγή τους μόλις που έφτανε για τους αγρότες και για την πόλη και τα πάντα στο χωριό είχαν στο επίκεντρό τους τους εμπόρους και τις άμαξές τους, τους άνδρες που τις οδηγούσαν και τους εργάτες που ξεφόρτωναν τα εμπορεύματα.
Παντού στους Τέσσερις Βασιλιάδες βρισκόταν διάσπαρτα τεμάχια γυμνής γης γεμάτα σκόνη, που ήταν γεμάτα άμαξες, παρκαρισμένες κολλητά η μια στην άλλη, παρατημένες σε μερικούς φύλακες που βαριόνταν. Οι δρόμοι, γεμάτοι στάβλους και χώρους για άλογα, ήταν αρκετά φαρδιοί για να μπορούν να περνούν οι άμαξες και είχαν βαθιά αυλάκια από τις ρόδες που περνούσαν συνεχώς. Δεν υπήρχε κοινό λιβάδι και τα παιδιά έπαιζαν στους δρόμους, ανάμεσα στις άμαξες, κάτω από τις βρισιές των οδηγών τους. Οι γυναίκες του χωριού έκρυβαν τα κεφάλια με μαντίλες, έσκυβαν τα μάτια και περπατούσαν γρήγορα, ακολουθούμενες, αρκετές φορές, από τέτοια σχόλια των αμαξάδων, που έκαναν τον Ραντ να κοκκινίζει· μερικά ξάφνιαζαν ακόμα και τον Ματ.
Δεν υπήρχαν γυναίκες που να στέκονται στον φράχτη του σπιτιού τους, κουτσομπολεύοντας με τη γειτόνισσά τους. Θλιβερά ξύλινα σπιτάκια στέκονταν δίπλα-δίπλα, με στενά δρομάκια ανάμεσά τους και στα λίγα σημεία που κάποιοι είχαν δεήσει να ασπρίσουν τις πολυκαιρισμένες σανίδες, ο ασβέστης είχε ξεθωριάσει, σαν να είχαν περάσει χρόνια που δεν είχαν ασβεστώσει ξανά. Τα βαριά παντζούρια των σπιτιών είχαν τόσα χρόνια ν’ ανοίξουν, που οι μεντεσέδες είχαν γίνει στερεά κομμάτια σκουριάς. Παντού ακουγόταν φασαρία, κλαγγές από τα σιδεράδικα, φωνές από τους αμαξάδες, τρανταχτά γέλια από τα πανδοχεία της πόλης.
Ο Ραντ κατέβηκε από το πίσω μέρος της καλυμμένης με μουσαμά άμαξας ενός έμπορου, όταν έφτασαν μπροστά σε ένα πανδοχείο βαμμένο με φανταχτερά χρώματα, που τραβούσαν το βλέμμα από μακριά ανάμεσά στα μουντά σπιτάκια. Το καραβάνι των αμαξών συνέχισε το δρόμο του. Οι αμαξάδες δεν πρόσεξαν πως ο Ραντ και ο Ματ είχαν κατέβει· Σουρούπωνε και το μόνο που είχαν στο νου τους ήταν να λύσουν τα άλογα και να πάνε στα πανδοχεία τους. Ο Ραντ σκόνταψε στο αυλάκι που είχαν χαράξει οι ρόδες και πήδηξε βιαστικά για να αποφύγει μια βαρυφορτωμένη άμαξα, που ερχόταν από την άλλη μεριά. Ο οδηγός του πέταξε μια βρισιά, καθώς η άμαξα προχωρούσε. Μια γυναίκα του χωριού τον προσπέρασε και συνέχισε το δρόμο της, βιαστικά, χωρίς καν να τον κοιτάξει κατάματα.
“Κάτι έχει αυτό το μέρος”, είπε. Του φάνηκε πως ίσως άκουγε μουσική μέσα στην οχλοβοή, αλλά δεν ήταν σίγουρος. “Δεν μου αρέσει. Ίσως αυτή τη φορά θα ήταν καλύτερα να συνεχίσουμε”.
Ο Ματ του έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα και ύστερα κοίταξε τον ουρανό. Από πάνω τους υπήρχαν σκοτεινά σύννεφα που πύκνωναν. “Και να κοιμηθούμε κάτω από φράχτη απόψε; Με τέτοιο καιρό; Ξανάμαθα πάλι να κοιμάμαι σε κρεβάτι”. Έγειρε το κεφάλι ν’ ακούσει, έπειτα γρύλισε. “Μπορεί κάποιο απ’ αυτά τα μαγαζιά να μην έχει μουσικούς. Πάντως, πάω στοίχημα πως δεν έχουν ταχυδακτυλουργό”. Έριξε το τόξο στους ώμους του και πλησίασε την πόρτα με το λαμπερό κίτρινο χρώμα, κοιτάζοντας εξεταστικά τα πάντα, με τα μάτια του να στενεύουν. Ο Ραντ τον ακολούθησε, νιώθοντας αμφιβολίες.
Μέσα υπήρχαν μουσικοί· το τσίτερ και το τύμπανο τους σχεδόν πνίγονταν ανάμεσα στα τραχιά γέλια και τις μεθυσμένες φωνές. Ο Ραντ δεν έκανε τον κόπο να ψάξει για τον ιδιοκτήτη. Μουσικούς είχαν και τα δύο επόμενα πανδοχεία, μαζί με τον ίδιο εκκωφαντικό θόρυβο. Κακοντυμένοι άνδρες κάθονταν σ’ όλα τα τραπέζια και προχωρούσαν παραπατώντας, κουνώντας κύπελλα και προσπαθώντας να χαϊδέψουν τις γκαρσόνες, που τους απέφευγαν με επιφανειακά, μαρτυρικά χαμόγελα. Τα κτίρια σείονταν από τον ορυμαγδό και υπήρχε μια ξινή μυρωδιά, μια βρώμα χυμένου κρασιού και άπλυτων σωμάτων. Δεν υπήρχε ίχνος από τους εμπόρους με τα μεταξωτά και τα βελούδα και τις δαντέλες τους· ιδιωτικές τραπεζαρίες σε ψηλότερα πατώματα προστάτευαν τα αυτιά και τις μύτες τους. Οι δυο τους απλώς έχωναν το κεφάλι στην πόρτα και μετά έφευγαν. Του φαινόταν πως δεν θα είχαν άλλη επιλογή, παρά να τραβήξουν το δρόμο τους.
Το τέταρτο πανδοχείο, ο Κεφάτος Καροτσέρης, ήταν βουβό.
Ήταν βαμμένο φανταχτερά σαν τα άλλα, με κίτρινο που το στόλιζαν λαμπερό κόκκινο και ένα χολερικό πράσινο, που έδερνε τα μάτια, αν κι εδώ η μπογιά είχε σκάσει και ξεφλούδιζε. Οι δουλειές είχαν βαλτώσει, αν και κάποτε πήγαιναν καλύτερα. Οι γκαρσόνες ήταν όσες και οι πελάτες και πηγαινοέρχονταν πολυάσχολα. Υπήρχαν πολλές δουλειές να γίνουν —η λέρα έκανε κρούστα στο πάτωμα, ιστοί αράχνες γέμιζαν τις γωνιές του ταβανιού― αλλά οι περισσότερες δεν έκαναν τίποτα χρήσιμο, απλώς έτρεχαν για να μην δείχνουν ότι κάθονταν.
Ένας κοκαλιάρης άνδρας, με μακριά μαλλιά που κολλούσαν κι έφταναν ως του ώμους, γύρισε να τους αγριοκοιτάξει καθώς έμπαιναν. Πάνω από τους Τέσσερις Βασιλιάδες ακούστηκε το πρώτο συρτό μουγκρητό του κεραυνού. “Τι θέλετε;” Σκούπιζε τα χέρια του σε μια λιγδερή ποδιά, που κρεμόταν ως τους αστραγάλους. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν η βρωμιά έβγαινε από τα χέρια του ή από την ποδιά. Ήταν ο πρώτος αδύνατος πανδοχέας που είχε δει ποτέ του. “Λοιπόν; Μιλήστε, θα πάρετε κάτι να πιείτε, ή θα πάρετε δρόμο! Μοιάζω με πανηγύρι για να χάσκετε;”
Ο Ραντ, κοκκινίζοντας, έπιασε το λογύδριο που είχε τελειοποιήσει σε τόσα πανδοχεία πριν έρθουν εδώ. “Παίζω φλάουτο και ο φίλος μου μπαλάκια και δεν θα δεις καλύτερους φέτος. Θα γεμίσουμε την κοινή αίθουσα, με αντάλλαγμα ένα καλό δωμάτιο και ένα καλό φαγητό”. Θυμήθηκε τις ξέχειλες κοινές αίθουσες που είχε δει προηγουμένως, ειδικά τον άνδρα που είχε κάνει εμετό μπροστά του στην τελευταία που είχαν περάσει. Παραλίγο θα έχανε τα λόγια του, αλλά συγκρατήθηκε και συνέχισε. “Θα γεμίσουμε το πανδοχείο σου πελάτες και το κόστος μας θα το βγάλεις στο εικοσαπλάσιο με το φαγητό και το ποτό που θα πάρουν. Γιατί να—”
“Έχω έναν που παίζει ντούλτσιμερ”, είπε ξινά ο πανδοχέας.
“Έχεις έναν που όλο πίνει, Σαμλ Χέικ”, είπε μια παχουλή σερβιτόρα. Εκείνη τη στιγμή περνούσε με ένα δίσκο με δύο κύπελλα και κοντοστάθηκε για να χαρίσει ένα χαμόγελο στον Ραντ και τον Ματ, “Τις πιο πολλές φορές δεν βλέπει μπροστά του ούτε για να βρει την κοινή αίθουσα”, τους εκμυστηρεύθηκε ψιθυρίζοντας δυνατά. “Δυο μέρες έχω να τον δω”.
Ο Χέικ, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από τον Ραντ και τον Ματ, της άστραψε μια ανάποδη στο μάγουλο. Εκείνη γρύλισε ξαφνιασμένη κι έπεσε στο ασκούπιστο πάτωμα· το ένα κύπελλο έσπασε και το κρασί που χύθηκε έκανε ρυάκια στη λέρα. “Θα σου κρατήσω τα σπασμένα και το κρασί. Πήγαινέ τους να πιούνε. Και μην κάθεσαι. Ο κόσμος δεν πληρώνει για να σε περιμένει που τεμπελιάζεις”. Μιλούσε με την ίδια απάθεια που την είχε χτυπήσει. Οι πελάτες δεν σήκωσαν τα μάτια από κει που έπιναν και οι άλλες σερβιτόρες κοίταζαν αλλού.
Η παχουλή γυναίκα έτριψε το μάγουλό της και έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα στον Χέικ, αλλά μάζεψε στο δίσκο το άδειο κύπελλο και τα σπασμένα κομμάτια και έφυγε δίχως λέξη.
Ο. Χέικ ρούφηξε τα δόντια του σκεφτικός, κοιτάζοντας τον Ραντ και τον Ματ. Η ματιά του κοντοστάθηκε στο σπαθί με το σημάδι του ερωδιού, πριν συνεχίσει. “Για να σας πω”, είπε τελικά.
“Μπορείτε να κοιμηθείτε σε κάτι αχυροστρώματα που έχω σε μια άδεια αποθήκη πίσω. Τα δωμάτια είναι ακριβά και δεν τα χαρίζω. Θα φάτε όταν φύγουν όλοι. Όλο και κάτι θα έχει απομείνει”.
Ο Ραντ ευχήθηκε να υπήρχε και άλλο πανδοχείο στους Τέσσερις Βασιλιάδες που να μην το είχαν δοκιμάσει ακόμα. Από τότε που είχαν φύγει από την Ασπρογέφυρα, είχε συναντήσει ψυχρότητα, αδιαφορία και απροκάλυπτη εχθρότητα, μα τίποτα δεν τον είχε ταράξει όσο αυτός ο άνθρωπος κι αυτή η πόλη. Ο Ματ κοίταζε τον Χέικ σαν να υποψιαζόταν κάποια παγίδα, αλλά δεν φαινόταν να θέλει να παρατήσει τον Κεφάτο Καροτσέρη για ένα κρεβάτι στη βατουλιά. Ο κεραυνός τράνταξε τα παράθυρα. Ο Ραντ αναστέναξε.
“Τα αχυροστρώματα μας κάνουν, αν είναι καθαρά και αν έχει μερικές καθαρές κουβέρτες. Αλλά θα φάμε δυο ώρες μετά απ’ όταν σκοτεινιάσει, όχι αργότερα, ό,τι καλύτερο έχεις. Έλα. Να σου δείξουμε τι μπορούμε να κάνουμε”. Έκανε να πιάσει τη θήκη του φλάουτου, αλλά ρ Χέικ κούνησε το κεφάλι.
“Δεν πειράζει. Αυτοί εδώ και να στριγκλίζεις θα τους αρέσει, άμα μοιάζει λιγάκι με μουσική”. Το βλέμμα του άγγιξε πάλι το σπαθί του Ραντ· το αμυδρό χαμόγελό του δεν προχώρησε πέρα από τα χείλη του. “Φάτε όποτε θέλετε, αλλά, αν δεν μαζέψετε κόσμο, θα βρεθείτε πάλι στο δρόμο”. Έκανε νόημα πάνω από τον ώμο του προς δύο άνδρες με σκληρά πρόσωπα, που κάθονταν με την πλάτη στον τοίχο. Δεν έπιναν και τα μπράτσα τους ήταν χοντρά σαν πόδια. Όταν ο Χέικ τους έκανε νόημα, τα μάτια τους στράφηκαν στον Ραντ και τον Ματ, ασυγκίνητα κι ανέκφραστα.
Ο Ραντ ακούμπησε τη λαβή του σπαθιού του κι ευχήθηκε να μην έδειχνε στο πρόσωπο το φτερούγισμα που ένιωθε στο στομάχι του. “Αρκεί να πάρουμε ό,τι συμφωνήσαμε”, είπε ήρεμα.
Ο Χέικ ανοιγόκλεισε τα μάτια και, για μια στιγμή, φάνηκε κι αυτός ανήσυχος, Ένευσε απότομα. “Αυτό δεν είπα; Άντε, αρχίστε. Δεν θα φέρετε κόσμο αν στέκεστε έτσι”. Έφυγε βλοσυρός, φωνάζοντας τις σερβιτόρες, λες και υπήρχαν πενήντα πελάτες που τους αμελούσαν.
Στην άλλη άκρη του δωματίου, κοντά στην πίσω πόρτα, υπήρχε μια μικρή, υπερυψωμένη εξέδρα. Ο Ραντ ανέβασε εκεί έναν πάγκο και βόλεψε δίπλα το μανδύα του, την κουβέρτα του και το δέμα του Θομ, με το σπαθί του από πάνω.
Αναρωτήθηκε, αν ήταν συνετό που φορούσε το σπαθί δίχως να το κρύβει. Τα σπαθιά ήταν κάτι σύνηθες, αλλά το σημάδι του ερωδιού τραβούσε την προσοχή και έδινε αφορμή για υποθέσεις. Όχι απ’ όλους, μα ο Ραντ ένιωθε άβολα κάθε φορά που τους πρόσεχε κάποιος. Άφηναν ένα ξεκάθαρο μονοπάτι για τον Μυρντράαλ — αν οι Ξέθωροι είχαν ανάγκη τέτοιου είδους ίχνη. Δεν έδειχναν κάτι τέτοιο: Πάντως δεν ήθελε να πάψει να το φορά. Του το είχε δώσει ο Ταμ. Ο πατέρας του. Όσο φορούσε το σπαθί, υπήρχε κάποια επαφή ανάμεσά τους, ένα νήμα, που του έδινε το δικαίωμα να ονομάζει ακόμα τον Ταμ πατέρα. Πολύ αργά τώρα, σκέφτηκε. Δεν ήξερε τι εννοούσε, αλλά ήταν σίγουρος πως ήταν αλήθεια. Πολύ αργά.
Με την πρώτη νότα του “Ο Κόκορας από το Βορρά”, οι πεντ’ έξι πελάτες της κοινής αίθουσας σήκωσαν το βλέμμα. Ακόμα και οι δύο μπράβοι έσκυψαν λιγάκι μπροστά. Όλοι χειροκρότησαν όταν τελείωσε, ακόμα και οι δύο σκληροί και άλλη μια φορά, όταν ο Ματ έκανε μια βροχή από πολύχρωμα μπαλάκια να στριφογυρίζει ανάμεσα στα χέρια του. Έξω ο ουρανός μουρμούρισε ξανά. Η βροχή έκανε ακόμα κράτει, αλλά το βάρος της ήταν αισθητό· όσο αργούσε, τόσο πιο δυνατή θα ήταν.
Τα νέα μαθεύτηκαν και, όταν είχε πέσει το σκοτάδι, το πανδοχείο ήταν γεμάτο άνδρες, που γελούσαν και μιλούσαν τόσο δυνατά, που ο Ραντ δεν άκουγε τι έπαιζε. Μόνο οι βροντές σκέπαζαν την οχλοβοή της κοινής αίθουσας. Οι αστραπές άστραφταν στα παράθυρα και στη στιγμιαία παύση ο Ραντ άκουγε αμυδρά τη βροχή, που μαστίγωνε την οροφή. Τώρα οι άνδρες που έμπαιναν άφηναν πίσω τους ποταμάκια στο πάτωμα.
Όταν σταματούσε, άκουγε φωνές, που έλεγαν τίτλους σκοπών μέσα στο σαματά. Αρκετά ονόματα του ήταν άγνωστα, αλλά, όταν έβαζε κάποιον να τα σιγοτραγουδήσει, συχνά έβρισκε πως ήξερε το τραγούδι. Αυτό το είχε βρει και σ’ άλλα μέρη. Εδώ το “Ο Τζάιμ ο Ανοιχτόκαρδος” λεγόταν “Ο Χορός της Ρέας” και σε ένα μέρος που είχαν σταματήσει πιο πριν λεγόταν “Τα Χρώματα του Ήλιου”. Μερικά ονόματα δεν άλλαζαν άλλα άλλαζαν δέκα μίλια πιο πέρα και ο Ραντ είχε μάθει επίσης και καινούργια τραγούδια. Ένα καινούργιο ήταν το “Ο Μεθυσμένος Πραματευτής”, αν και μερικές φορές το ονόμαζαν “Ο Μάστορας στην Κουζίνα”. Το “Δύο Βασιλιάδες Ήρθαν για Κυνήγι” λεγόταν “Δύο Άλογα Τρέχουν” και είχε κι αρκετά άλλα ονόματα. Ο Ραντ έπαιζε αυτά που ήξερε και οι πελάτες χτυπούσαν τα τραπέζια για ν’ ακούσουν κι άλλα.
Άλλοι φώναζαν τον Ματ να παίξει πάλι τα μπαλάκια. Μερικές φορές ξεσπούσαν καυγάδες μεταξύ εκείνων που ήθελαν μουσική και εκείνων που ήθελαν επίδειξη δεξιοτεχνίας. Κάποια στιγμή φάνηκε ν’ αστράφτει ένα μαχαίρι και μια γυναίκα τσίριξε, ενώ ένας άνδρας απομακρύνθηκε παραπατώντας από ένα τραπέζι, με αίμα να κυλά στο πρόσωπό του, αλλά ο Τζεκ και ο Στρομ, οι δύο μπράβοι, πλησίασαν σβέλτα και με πλήρη αμεροληψία τον πέταξαν στο δρόμο, γεμίζοντάς καρούμπαλα όσους είχαν σχέση με τον καυγά. Αυτή ήταν η τακτική τους για κάθε φασαρία. Οι κουβέντες και τα γέλια συνεχίστηκαν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Κανένας δεν κοίταζε γύρω του, παρά μόνο εκείνοι που οι μπράβοι τους είχαν πιάσει και τους σκουντούσαν για να τους βγάλουν έξω.
Οι πελάτες άπλωναν χέρι, όταν οι σερβιτόρες ήταν απρόσεκτες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Τζεκ ή ο Στρομ αναγκάζονταν να τις σώσουν, αν και πήγαιναν με το πάσο τους. Έτσι που έκανε κάθε φορά ο Χέικ, φωνάζοντας και κουνώντας από τους ώμους τις γυναίκες που έμπλεκαν, έδειχνε ότι το θεωρούσε δικό τους σφάλμα και τα βουρκωμένα μάτια και οι συγνώμες που ψέλλιζαν έδειχναν πως τη γνώμη του τη συμμερίζονταν και οι ίδιες. Οι γυναίκες έτρεμαν κάθε φορά που ο Χέικ συννέφιαζε, ακόμα και όταν κοιτούσε αλλού. Ο Ραντ απορούσε γιατί το ανέχονταν.
Ο Χέικ χαμογελούσε όταν κοίταζε τον Ραντ και τον Ματ. Μετά από λίγο, ο Ραντ κατάλαβε πως ο Χέικ δεν χαμογελούσε σ’ αυτούς· τα χαμόγελα έρχονταν όταν το βλέμμα του γλιστρούσε πίσω τους, εκεί που βρισκόταν το σπαθί του με το σημάδι του ερωδιού. Μια φορά, όταν ο Ραντ ακούμπησε το φλάουτο με τα χρυσά και αργυρά σκαλίσματα πλάι στο σκαμνί του, ο Χέικ χαμογέλασε και στο φλάουτο.
Την επόμενη φορά που άλλαξε θέση με τον Ματ στην εξέδρα, έσκυψε και του μίλησε στο αυτί. Ακόμα και από τόσο κοντά έπρεπε να φωνάζει, αλλά η οχλοβοή ήταν τόση, που αμφέβαλλε αν θα τους άκουγε κανείς. “Ο Χέικ θα πάει να μας κλέψει”.
Ο Ματ ένευσε σαν να ήταν κάτι που περίμενε. “Θα πρέπει να αμπαρώσουμε την πόρτα μας απόψε”.
“Να αμπαρώσουμε την πόρτα; Ο Τζεκ και ο Στρομ μπορούν να γκρεμίσουν πόρτα με τις γροθιές τους. Ας φύγουμε από δω”.
“Τουλάχιστον ας φάμε πρώτα. Πεινάω. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα εδώ”, πρόσθεσε ο Ματ. Ο κόσμος που ξεχείλιζε από την κοινή αίθουσα τους φώναξε ανυπόμονα να συνεχίσουν. Ο Χέικ τους αγριοκοίταζε. “Στο κάτω-κάτω, θέλεις να κοιμηθείς έξω απόψε;” Ο ασυνήθιστα δυνατός πάταγος μιας βροντής έπνιξε κάθε ήχο και, για μια στιγμή, το φως που έμπαινε από τα παράθυρα ήταν δυνατότερο από τις λάμπες.
“Το μόνο που θέλω είναι να φύγουμε από δω χωρίς να μου σπάσουν το κεφάλι”, είπε ο Ραντ, αλλά ο Ματ ήδη έγερνε στο σκαμνί για να ξεκουραστεί. Ο Ραντ αναστέναξε και άρχισε το “Ο Δρόμος για το Ντον Άριν”. Αυτό φαινόταν ότι άρεσε σε πολλούς· το είχε ήδη παίξει τέσσερις φορές και ακόμα φώναζαν και ζητούσαν κι άλλο.
Το πρόβλημα ήταν ότι ο Ματ είχε δίκιο. Κι ο ίδιος πεινούσε. Και δεν έβλεπε πώς μπορούσε να τους δημιουργήσει πρόβλημα ο Χέικ έτσι γεμάτη που ήταν η κοινή αίθουσα και συνέχιζε να γεμίζει αντί να αδειάζει. Για κάθε άνδρα που πετούσαν έξω ο Τζεκ και ο Στρομ, δύο άλλοι έμπαιναν από το δρόμο. Ζητούσαν επιδείξεις ή κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, αλλά κυρίως τους ένοιαζε να πιουν και να χαϊδέψουν τις σερβιτόρες. Ένας όμως ήταν διαφορετικός.
Ξεχώριζε στα πάντα μέσα στο πλήθος του Κεφάτου Καροτσέρη. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι έμποροι δεν πλησίαζαν αυτό το ελεεινό πανδοχείο· ο Ραντ δεν έβλεπε καν να υπάρχουν ιδιωτικές τραπεζαρίες γι’ αυτούς. Οι πελάτες ήταν όλοι κακοντυμένοι και είχαν την τραχιά επιδερμίδα όσων μοχθούν στον ήλιο και τον αέρα. Αυτός ο άνδρας ήταν παχουλός με λεία επιδερμίδα, τα χέρια του φαίνονταν απαλά, φορούσε βελούδινο παλτό και είχε ριγμένο στον ώμο ένα σκουροπράσινο βελούδινο γιλέκο με φόδρα από γαλάζιο μετάξι. Όλα τα ρούχα του έμοιαζαν ακριβά. Δεν φορούσε μπότες αλλά μαλακά βελούδινα πασουμάκια, που δεν έκαναν για τους γεμάτους χαντάκια δρόμους των Τεσσάρων Βασιλιάδων, ούτε και για κανενός είδους δρόμου μάλιστα.
Είχε έρθει στο πανδοχείο όταν είχε πέσει το σκοτάδι, τινάζοντας τις σταγόνες της βροχής από το μανδύα του, καθώς κοίταζε γύρω, στραβώνοντας το στόμα του με μια έκφραση απέχθειας. Είχε ψάξει με το βλέμμα την αίθουσα μια φορά κι έστριβε να φύγει, όταν τον ξάφνιασε κάτι που δεν είχε δει ο Ραντ και είχε καθίσει σε ένα τραπέζι, που μόλις είχαν αδειάσει ο Τζεκ και ο Στρομ. Μια σερβιτόρα πλησίασε το τραπέζι του και ύστερα από λίγο του έφερε μια κανάτα κρασί, την οποία εκείνος έσπρωξε στο πλάι χωρίς να την ξαναγγίξει. Και τις δύο φορές η σερβιτόρα έμοιαζε να βιάζεται να απομακρυνθεί και δεν είχε προσπαθήσει να την αγγίξει, ούτε καν να την κοιτάξει. Αυτό που υπήρχε πάνω του και προκαλούσε ταραχή, το πρόσεχαν και άλλοι που τον πλησίαζαν. Παρά τη μαλθακή εμφάνισή του, όποτε κάποιος αμαξάς με κάλους στα χέρια αποφάσιζε να κάτσει στο τραπέζι του, μια ματιά αρκούσε για να τον διώξει. Καθόταν σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος στην αίθουσα εκτός από αυτόν — και τον Ραντ και τον Ματ. Αυτούς τους δύο τους παρακολουθούσε με τις υψωμένες παλάμες του να αγγίζουν μπροστά στο πρόσωπό του, μ’ ένα δαχτυλίδι να λαμπυρίζει σε κάθε δάχτυλο. Τους παρακολουθούσε μ’ ένα ικανοποιημένο χαμόγελο, που έλεγε ότι τους αναγνώριζε.
Ο Ραντ μίλησε στον Ματ όταν ξανάλλαξαν θέση και ο Ματ ένευσε. “Τον είδα”, απάντησε μουρμουρίζοντας. “Ποιος είναι; Δεν μου βγάζεις από το νου ότι κάπου τον ξέρω”.
Όταν πέρασαν δυο ώρες που έπαιζαν, απ’ όσο μπορούσε να υπολογίσει ο Ραντ, έχωσε το φλάουτο στη θήκη και μάζεψαν με τον Ματ τα υπάρχοντα τους. Καθώς κατέβαιναν από την εξέδρα, ο Χέικ όρμησε φουριόζος, με το στενό πρόσωπό του παραμορφωμένο από το θυμό.
“Είναι ώρα να φάμε”, είπε ο Ραντ για να τον προφτάσει, “και δεν θέλουμε να μας κλέψουν τα πράγματα. Θα το πεις στη μαγείρισσα;” Ο Χέικ κοντοστάθηκε, ακόμα θυμωμένος, προσπαθώντας να πάρει το βλέμμα του από τα πράγματα που είχε ο Ραντ στην αγκαλιά του, δίχως να το καταφέρνει. Ο Ραντ με μια ανέμελη κίνηση έπιασε αλλιώς τα πράγματα κι ακούμπησε το χέρι στη λαβή του σπαθιού του. “Ή μπορείς να προσπαθήσεις να μας πετάξεις έξω”. Έδωσε έμφαση σκοπίμως, έπειτα πρόσθεσε, “Η νύχτα θα τραβήξει πολύ ακόμα και εμείς θα πρέπει να παίζουμε. Πρέπει να έχουμε δύναμη για να δώσουμε καλή παράσταση και να ξοδεύει ο κόσμος τα λεφτά του. Πόσο λες να μείνει γεμάτη η αίθουσα, αν σωριαστούμε κάτω από την πείνα;”
Τα μάτια του Χέικ πετάχτηκαν στην αίθουσα, η οποία ήταν γεμάτη πελάτες που έβαζαν λεφτά στην τσέπη του. Γύρισε και έχωσε το κεφάλι του στην πόρτα που έβγαζε στο πίσω μέρος του πανδοχείου. “Ταΐστε τους!” φώναξε. Πλησίασε τον Ραντ και τον Ματ και είπε άγρια, “Δεν θα τρώτε όλη τη νύχτα. Θέλω να είστε εκεί πάνω μέχρι να φύγει και ο τελευταίος”.
Μερικοί πελάτες ζητούσαν να έρθουν ο μουσικός και ο ταχυδακτυλουργός και ο Χέικ πήγε να τους καταπραΰνει. Μεταξύ των ανήσυχων ήταν και ο άνδρας με το βελούδινο παλτό. Ο Ραντ έκανε νόημα στον Ματ να τον ακολουθήσει.
Μια γερή πόρτα χώριζε την κουζίνα από το μπροστινό μέρος του πανδοχείου και η βροχή που έδερνε τη στέγη ακουγόταν πιο δυνατά από τις φωνές της κοινή αίθουσας, μ’ εξαίρεση όταν κάποια σερβιτόρα άνοιγε την πόρτα. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, ζεστό, γεμάτο ατμούς από τις κουζίνες και τους φούρνους, με ένα πελώριο τραπέζι γεμάτο μισο-ετοιμασμένα φαγητά και έτοιμα πιάτα για σερβίρισμα. Μερικές σερβιτόρες κάθονταν μαζεμένες σε έναν πάγκο κοντά στην πίσω πόρτα, τρίβοντας τα πόδια και φλυαρώντας με τη χοντρή μαγείρισσα, που μιλούσε μαζί τους κι ανέμιζε μια κουτάλα για να τονίσει αυτά που έλεγε. Σήκωσαν το βλέμμα όταν μπήκαν ο Ραντ και ο Ματ, αλλά δεν σταμάτησαν να μιλούν, ή να τρίβουν τα πόδια.
“Θα ’πρεπε να φύγουμε από δω όσο έχουμε μια ευκαιρία”, είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ, αλλά ο Ματ κούνησε το κεφάλι, με το βλέμμα καρφωμένο στη μαγείρισσα, που γέμιζε δυο πιάτα με βοδινό κρέας και πατάτες και μπιζέλια. Η γυναίκα, χωρίς να σταματήσει την κουβέντα, άνοιξε χώρο, παραμερίζοντας άλλα πράγματα με τους αγκώνες, ακούμπησε κάτω τα πιάτα τους και τους έβαλε πιρούνια.
“Να φάμε πρώτα και μετά προλαβαίνουμε”. Ο Ματ κάθισε σε έναν πάγκο και άρχισε να χρησιμοποιεί το πιρούνι σαν να ήταν φτυάρι.
Ο Ραντ αναστέναξε, αλλά μιμήθηκε αμέσως τον Ματ. Από το προηγούμενο βράδυ ως τώρα, το μόνο που είχε φάει ήταν η άκρη ενός καρβελιού. Ένιωθε την κοιλιά του άδεια σαν πουγκί ζητιάνου και οι ευωδιές από τα φαγητά που μαγειρεύονταν στην κουζίνα δεν βοηθούσαν την κατάσταση. Αρχισε να τρώει και, πριν προλάβει να τελειώσει το μισό πιάτο του, ο Ματ είχε βάλει τη μαγείρισσα να γεμίσει δεύτερη φορά το δικό του.
Δεν ήθελε να κρυφακούσει τις γυναίκες που μιλούσαν, αλλά κάποιες λέξεις ακούστηκαν και τράβηξαν την προσοχή του.
“Μου φαίνεται τρελός”.
“Τρελός ή όχι, εγώ έτσι άκουσα. Πέρασε από τα μισά πανδοχεία της πόλης, πριν έρθει εδώ. Μπήκε μέσα, έριξε μια ματιά και ξαναβγήκε, δίχως να πει κουβέντα, ακόμα και στο Βασιλικό Πανδοχείο. Λες και δεν έβρεχε σταγόνα”.
“Μπορεί να νομίζει ότι εδώ είναι πιο άνετα”. Ξέσπασαν σε δυνατά γέλια.
“Εγώ αυτό που άκουσα είναι ότι έφτασε στους Τέσσερις Βασιλιάδες αφού είχε σκοτεινιάσει και τα άλογά του ήταν λαχανιασμένα, σαν να τα είχε ζορίσει πολύ”.
“Από πού ήρθε, για να τον προφτάσει το σκοτάδι έξω; Μόνο οι χαζοί και οι τρελοί δεν υπολογίζουν πόσες ώρες θα ταξιδεύουν”.
“Χαζός μπορεί να είναι, αλλά πλούσιος χαζός. Ακουσα ότι έχει άλλη άμαξα για τους υπηρέτες και τα μπαγκάζια του. Άκου τι σου λέω, έχει λεφτά η υπόθεση. Είδες το μανδύα του; Δεν θα έλεγα όχι αν μου χάριζαν έναν τέτοιο”.
“Είναι αφρατούλης για τα γούστα μου, αλλά πάντα λέω, μπροστά στο χρυσάφι τι είναι το πάχος”. Διπλώθηκαν στα δύο με τα χαχανητά τους και η μαγείρισσα έγειρε το κεφάλι πίσω και γέλασε σαν να μούγκριζε.
Ο Ραντ έριξε το πιρούνι στο πιάτο του. Μια ανεπιθύμητη σκέψη ανέβλυσε στο νου του. “Έρχομαι σε ένα λεπτό”, είπε. Ο Ματ έχωνε μια πατάτα στο στόμα του και μόλις που ένευσε.
Ο Ραντ σηκώθηκε, πήρε το μανδύα του και ζώστηκε το σπαθί του, καθώς προχωρούσε προς την πίσω πόρτα. Κανένας δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία.
Η βροχή έπεφτε ποτάμι. Τύλιξε το μανδύα γύρω από τους ώμους του και τράβηξε την κουκούλα στο κεφάλι του και κράτησε το μανδύα κλειστό, καθώς έτρεχε στην αυλή του στάβλου. Ένα πέπλο νερού έκρυβε τα πάντα, εκτός από τις στιγμές που φωτίζονταν από κάποια αστραπή, αλλά ο Ραντ βρήκε αυτό που έψαχνε. Είχαν πάει τα άλογα στο στάβλο, αλλά οι δύο μαύρες βερνικωμένες άμαξες γυάλιζαν βρεγμένες εκεί έξω. Ακούστηκε ένα μπουμπουνητό και ένας κεραυνός χάραξε τον ουρανό πάνω από το πανδοχείο. Στο φευγαλέο φως, ο Ραντ διέκρινε ένα όνομα γραμμένο με χρυσά γράμματα πάνω από τις πόρτες της καμπίνας. Χάουαλ Γκόουντ.
Ξεχνώντας τη βροχή που τον έλουζε, στάθηκε, κοιτάζοντας το όνομα που δεν έβλεπε πια. Θυμήθηκε πού είχε δει τελευταία φορά μαύρες βερνικωμένες άμαξες με το όνομα των ιδιοκτητών στις πόρτες και καλοζωισμένους άνδρες με τρυφερή επιδερμίδα, που φορούσαν βελούδινα υποδήματα και βελούδινα παλτά με μεταξωτή φόδρα. Στην Ασπρογέφυρα. Ένας έμπορος από την Ασπρογέφυρα είχε θεμιτό λόγο για να πηγαίνει προς το Κάεμλυν. Έχει λόγο να τρέχει στα μισά πανδοχεία της πόλης μέχρι να διαλέξει το δικό σαν; Έχει λόγο να σε κοιτάζει, σαν να βρήκε αυτό που ψάχνει;
Ο Ραντ ανατρίχιασε και ξαφνικά ένιωσε τη βροχή να κυλά στην πλάτη του. Ο μανδύας του ήταν καλοϋφασμένος, αλλά δεν είχε φτιαχτεί για να αντέχει τέτοια νεροποντή. Έτρεξε στο πανδοχείο, τσαλαβουτώντας σας λακκούβες που βάθαιναν. Ο Τξεκ του έφραξε το δρόμο, καθώς έκανε να μπει από την πόρτα.
“Για δες, για δες. Μονάχος στο σκοτάδι εδώ έξω. Το σκοτάδι είναι επικίνδυνο, μικρέ μου”.
Η βροχή έκανε τα μαλλιά του Ραντ να κολλούν στο μέτωπό του. Η αυλή ήταν άδεια και μόνο οι δυο τους ήταν εκεί. Αναρωτήθηκε, αν ο Χέικ ήθελε τόσο πολύ το σπαθί και το φλάουτο, που δεν τον ένοιαζε η πελατεία που θα έχανε.
Με το ένα χέρι σκούπισε το βροχόνερο από τα μάτια του και με το άλλο έπιασε τη λαβή του σπαθιού. Ακόμα και υγρό, το καλοδουλεμένο δέρμα έδινε σίγουρη λαβή στα δάχτυλα του. “Μήπως ο Χέικ σκέφτηκε πως όλος αυτός ο κόσμος θα κάτσει να πληρώνει για τη μπύρα του εδώ, αντί να πάει αλλού για να δει και παράσταση; Αν ναι, τότε να πούμε ότι με το φαγητό πληρωθήκαμε για τη δουλειά μας και φεύγουμε”.
Ο μεγαλόσωμος άνδρας, που στεκόταν στεγνός στην είσοδο, κοίταξε τη βροχή και ξεφύσηξε. “Έτσι που βρέχει;” Το βλέμμα του έπεσε στο χέρι του Ραντ πάνω στο σπαθί. “Ξέρεις, εγώ κι ο Στρομ βάλαμε στοίχημα. Εκείνος λέει ότι το έκλεψες από τη γιαγιά σου. Εγώ λέω ότι η γιαγιά σου θα σου έριχνε ένα χέρι ξύλο στο χοιροστάσιο και θα σε άφηνε να κλαις”. Χαμογέλασε πλατιά. Τα δόντια του ήταν στραβά και κίτρινα και το χαμόγελο τον έκανε να δείχνει ακόμα πιο μοχθηρός. “Η νύχτα είναι μεγάλη, μικρέ μου”.
Ο Ραντ πέρασε από δίπλα του και ο Τξεκ τον άφησε να μπει μ’ ένα κακόηχο χαχανητό.
Όταν μπήκε μέσα, έβγαλε το μανδύα του και κάθισε στον πάγκο, απ’ όπου είχε φύγει πριν από λίγα μόνο λεπτά. Ο Ματ είχε τελειώσει το δεύτερο πιάτο και είχε βάλει μπρος στο τρίτο, τρώγοντας πιο αργά, αλλά μεθοδικά, σαν να σκόπευε να φάει και την τελευταία μπουκιά, ακόμα κι αν τον έπνιγε. Ο Τζεκ πήρε θέση στην πόρτα της αυλής, έγειρε στον τοίχο και τους έβλεπε. Ακόμα και η μαγείρισσα δεν φαινόταν να έχει όρεξη για κουβέντα, με τον μπράβο εκεί.
“Είναι από την Ασπρογέφυρα”, είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ. Δεν ήταν ανάγκη να πει ποιος. Ο Ματ γύρισε αμέσως προς το μέρος του και μια μπουκιά βοδινό κρέας καρφωμένη στην άκρη του πιρουνιού στάθηκε μετέωρη στον αέρα. Ο Ραντ ένιωθε τον Τζεκ να τον παρακολουθεί και σκάλισε το φαγητό στο πιάτο του. Δεν θα μπορούσε να κατεβάσει μπουκιά, έστω κι αν πέθαινε της πείνας, αλλά υποκρίθηκε κάποιο ενδιαφέρον για τα μπιζέλια, καθώς έλεγε στον Ματ για τις άμαξες και για εκείνα που είχαν πει οι γυναίκες, σε περίπτωση που ο Ματ δεν τα είχε ακούσει.
Προφανώς δεν τα είχε ακούσει. Ο Ματ βλεφάρισε έκπληκτος και σφύριξε μέσα από τα δόντια του, έπειτα κοίταξε το κρέας στο πιρούνι και το πέταξε στο πιάτο γρυλίζοντας. Ο Ραντ ευχήθηκε να έδειχνε κάποια διακριτικότητα τουλάχιστον.
“Μας ψάχνει”, είπε ο Ματ όταν τελείωσε. Οι ζάρες στο μέτωπό του βάθυναν. “Σκοτεινόφιλος;”
“Μπορεί. Δεν ξέρω”. Ο Ραντ έριξε μια ματιά στον Τζεκ και ο μεγαλόσωμος άνδρας τεντώθηκε επιδεικτικά, υψώνοντας τους ώμους του, που ήταν φαρδιοί, σαν ώμοι σιδερά. “Μπορούμε, λες, να περάσουμε απ’ αυτόν;”
“Θα κάνει φασαρία και θα έρθουν ο Χέικ και ο άλλος. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να σταματήσουμε εδώ”.
Ο Ραντ τον κοίταξε χάσκοντας, αλλά, πριν προλάβει να μιλήσει, ο Χέικ μπήκε από την πόρτα της κοινής αίθουσας. Ο Στρομ πρόβαλλε ογκώδης πάνω από τον ώμο του. Ο Τζεκ στάθηκε φράζοντας την πίσω πόρτα. “Όλη νύχτα θα τρώτε;” γάβγισε ο Χέικ. “Δεν σας ταΐζω για να ξαπλώνετε εδώ”.
Ο Ραντ κοίταξε τον φίλο του. Αργότερα, είπε ο Ματ με τα χείλη χωρίς να μιλήσει και μάζεψαν τα πράγματά τους κάτω από τα επίμονα βλέμματα του Χέικ, του Στρομ και του Τζεκ.
Στην κοινή αίθουσα, οι κραυγές, που ζητούσαν ταχυδακτυλουργικά και ανέφεραν ονόματα τραγουδιών, ξεχώρισαν ανάμεσα στο σούσουρο αμέσως μόλις φάνηκαν ο Ραντ και ο Ματ. Ο άνδρας με το βελούδινο παλτό ―ο Χάουαλ Γκόουντ— ακόμα έδειχνε να αγνοεί τους πάντες γύρω του, αλλά καθόταν με έκφραση ανυπομονησίας στην άκρη της καρέκλας του. Μόλις εμφανίστηκαν, έγειρε πίσω και στα χείλη του φάνηκε ένα ικανοποιημένο χαμόγελο.
Ο Ραντ πήρε πρώτος θέση μπροστά στην εξέδρα κι έπαιξε το “Βγάλε Νερό Από το Πηγάδι” έχοντας το νου του αλλού. Κανένας δεν έδειξε να προσέχει τις λίγες φάλτσες νότες. Προσπαθούσε να σκεφτεί πώς θα ξέφευγαν κι επίσης προσπαθούσε να μην κοιτάζει τον Γκόουντ. Αν τους κυνηγούσε, δεν υπήρχε λόγος να του δείξουν πως το ήξεραν. Όσο για το πώς θα ξέφευγαν...
Ποτέ άλλοτε δεν είχε καταλάβει τι τέλεια παγίδα ήταν τα πανδοχεία. Ο Χέικ, ο Τζεκ και ο Στρομ δεν χρειάζονταν καν να τους προσέχουν το πλήθος θα τους έλεγε αν ο Ραντ ή ο Ματ έφευγαν από την εξέδρα. Όσο η κοινή αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο, ο Χέικ δεν μπορούσε να βάλει τον Τζεκ και τον Στρομ να τους ορμήξουν, αλλά επίσης, όσο η κοινή αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο, δεν μπορούσαν να το σκάσουν χωρίς να το καταλάβει ο Χέικ. Και ο Γκόουντ, επίσης, παρακολουθούσε κάθε τους κίνηση. Ήταν τόσο αστείο που θα γελούσε, αν δεν ήταν έτοιμος να κάνει εμετό. Θα έπρεπε να έχουν τα μάτια τους τέσσερα και να περιμένουν κάποια ευκαιρία.
Ο Ραντ βόγκηξε, όταν άλλαξε θέση με τον Ματ. Ο Ματ αγριοκοίταζε τον Χέικ, τον Στρομ, τον Τζεκ, δίχως να νοιάζεται αν θα το έβλεπαν, ή αν θα αναρωτιόνταν γιατί. Όταν δεν έπαιζε τα μπαλάκια, έχωνε το χέρι κάτω από το παλτό του. Ο Ραντ του το σφύριξε από δίπλα, αλλά ο Ματ είχε αλλού το νου του. Αν έβλεπε το ρουμπίνι ο Χέικ, ίσως να μην περίμενε να βρεθούν μόνοι. Αν το έβλεπαν οι πελάτες στην κοινή αίθουσα, ίσως οι μισοί να μιμούνταν τον Χέικ.
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι ο Ματ κοίταζε τον έμπορο από την Ασπρογέφυρα —τον Σκοτεινόφιλο;- δυο φορές πιο άγρια από τους υπόλοιπους και ο Γκόουντ το είχε προσέξει. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην το προσέξει. Αλλά αυτό δεν τάραξε καθόλου την ψυχραιμία του. Αντίθετα, το χαμόγελό του πλάτυνε, ένευσε στον Ματ σαν να ήταν παλιοί γνώριμοι και μετά κοίταξε τον Ραντ και ύψωσε το φρύδι ερωτηματικά. Ο Ραντ δεν ήθελε να μάθει ποια ήταν η ερώτηση. Προσπάθησε να μην κοιτάζει τον άνδρα, αλλά ήταν πια αργά. Πολύ αργά. Πάλι πολύ αργά.
Ένα μόνο πράγμα φάνηκε να ανατρέπει την αυτοκυριαρχία του. Το σπαθί του Ραντ. Ο Ραντ δεν το είχε βγάλει. Δυο-τρεις είχαν πλησιάσει τρεκλίζοντας, για να ρωτήσουν αν νόμιζε πως έπαιζε τόσο άσχημα που χρειαζόταν προστασία, δεν είχαν προσέξει τον ερωδιό στη λαβή. Ο Γκόουντ τον πρόσεξε. Τα χλωμά χέρια του σφίχτηκαν και κοίταξε αρκετή ώρα το σπαθί, σμίγοντας τα φρύδια πριν ξαναβρεί το χαμόγελό του. Όταν το ξαναβρήκε, δεν είχε την ίδια σιγουριά με πριν.
Κάτι καλό βγήκε τουλάχιστον, σκέφτηκε ο Ραντ. Αν πιστεύει ότι είμαι αντάξιος τον σήματος τον ερωδιού, ίσως μας αφήσει ήσυχους. Μετά ο μόνος μπελάς μας θα είναι ο Χέικ και οι μπράβοι τον. Δεν ήταν παρηγορητική η σκέψη και ο Γκόουντ, παρά το σπαθί, συνέχισε να τον παρακολουθεί. Και να χαμογελά.
Του Ραντ του φάνηκε ότι η βραδιά είχε κρατήσει ολόκληρο χρόνο. Όλα εκείνα τα μάτια που τον κοίταζαν: ο Χέικ και ο Τζεκ και ο Στρομ, σαν όρνια που βλέπουν αρνί παγιδευμένο σε βάλτο, ο Γκόουντ, που περίμενε σαν κάτι ακόμα χειρότερο. Άρχισε να σκέφτεται πως όλοι όσοι ήταν στην αίθουσα τον παρακολουθούσαν με κάποιο απώτερο σκοπό. Οι ξινές αναθυμιάσεις του κρασιού και η δυσωδία των βρώμικων, ιδρωμένων σωμάτων του έφερναν ζαλάδα, η αντάρα των φωνών τον κατέκλυζε, κάνοντας τα μάτια του να θολώνουν, ακόμα και ο ήχος του φλάουτού του έγδερνε τα αυτιά του. Ο κρότος των κεραυνών έμοιαζε να είναι μέσα στο κεφάλι του. Η κούραση τον πλάκωνε σαν κομμάτι σίδερο.
Τελικά η ανάγκη να ξυπνήσουν με την αυγή έκανε τους άνδρες να αρχίσουν απρόθυμα να βγαίνουν στο σκοτάδι έξω. Οι αγρότες ήταν υπόλογοι μόνο στον εαυτό τους, όμως όλοι ήξεραν ότι οι έμποροι δεν έδειχναν καθόλου κατανόηση για το βραδινό μεθύσι, όταν ήταν να πληρώσουν τους μισθούς των αμαξάδων. Τις μικρές ώρες η αίθουσα άδειασε αργά και ακόμα και όσοι είχαν δωμάτιο πάνω έφυγαν τρεκλίζοντας για να βρουν τα κρεβάτια τους.
Ο Γκόουντ ήταν ο τελευταίος πελάτης. Όταν ο Ραντ έκανε να πιάσει τη δερμάτινη θήκη του φλάουτου μ’ ένα χασμουρητό, ο Γκόουντ σηκώθηκε και έριξε το μανδύα στο χέρι του. Οι σερβιτόρες καθάριζαν, μουρμουρίζοντας μεταξύ τους για τη βρωμιά, το χυμένο κρασί και τα σπασμένα πιατικά και ποτήρια. Ο Χέικ κλείδωνε την μπροστινή πόρτα μ’ ένα μεγάλο κλειδί. Ο Γκόουντ πλησίασε τον Χέικ για μια στιγμή και ο Χέικ φώναξε μια γυναίκα να τον πάει σ’ ένα δωμάτιο. Ο άνδρας με το βελούδινο παλτό κοίταξε με νόημα τον Ματ και τον Ραντ, πριν ανέβει στον πάνω όροφο.
Ο Χέικ κοίταζε τον Ραντ και τον Ματ. Ο Τζεκ και ο Στρομ στέκονταν δεξιά κι αριστερά του.
Ο Ραντ κρέμασε όλα τα πράγματά του στους ώμους του και τα κράτησε με το αριστερό του χέρι για να μπορεί να πιάνει το σπαθί του. Δεν το έπιασε, αλλά ήθελε να είναι έτοιμο. Έπνιξε το χασμουρητό του- δεν έπρεπε να καταλάβουν πόσο κουρασμένος ήταν.
Ο Ματ έβαλε αδέξια στον ώμο του το τόξο και τα άλλα πράγματά του, αλλά έχωσε το χέρι του στο παλτό του, όταν είδε τον Χέικ και τους σκληρούς του να πλησιάζουν.
Ο Χέικ είχε μια λάμπα λαδιού και, προς μεγάλη έκπληξη του Ραντ, έκανε μια μικρή υπόκλιση και έδειξε μια πόρτα στο πλάι. “Τα κρεβάτια σας είναι από κει”. Μονάχα ένα μικρό στράβωμα των χειλιών χάλασε την παράσταση του.
Ο Ματ έδειξε με το πηγούνι τον Τζεκ και τον Στρομ. “Χρειάζεσαι κι αυτούς τους δύο για να μας δείξεις τα κρεβάτια μας;”
“Καταστηματάρχης είμαι”, είπε ο Χέικ, σιάζοντας τη λεκιασμένη ποδιά του, “κι εμείς οι καταστηματάρχες πρέπει να έχουμε το νου μας”. Μια βροντή τράνταξε τα παράθυρα και ο Χέικ κοίταξε με ύφος το ταβάνι, έπειτα τους χαμογέλασε, γυμνώνοντας τα δόντια. “Θέλετε να δείτε τα κρεβάτια σας, ή όχι;”
Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι θα γινόταν, αν έλεγαν ότι ήθελαν να φύγουν. Αν ήξερες κι άλλα από ξιφομαχία, πέρα από τις λίγες κινήσεις που σου έδειξε ο Λαν... “Πέρνα πρώτος”, είπε, προσπαθώντας να σκληρύνει τη φωνή του. “Δεν μ’ αρέσει να έχω κανέναν πίσω μου”.
Ο Στρομ γέλασε πνιχτά, αλλά ο Χέικ ένευσε ήρεμα και στράφηκε στη διπλανή πόρτα και τα δύο θηρία τον ακολούθησαν. Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε με ελπίδα την πόρτα της κουζίνας. Αν έτρεχαν και ο Χέικ είχε ήδη κλειδώσει την πίσω πόρτα, τότε θα γινόταν αυτό που ο Ραντ ήθελε να αποφύγουν. Ακολούθησε κατσουφιασμένος τον πανδοχέα.
Δίστασε όταν έφτασε τη διπλανή πόρτα και ο Ματ έπεσε πάνω του. Ήταν φανερός ο λόγος που ο Χέικ είχε φέρει τη λάμπα. Η πόρτα έβγαζε σε ένα κατασκότεινο διάδρομο. Βρήκε το κουράγιο να συνεχίσει μόνο χάρη στη λάμπα του Χέικ, στο φως της οποίας πρόβαλλαν οι σιλουέτες του Τζεκ και του Στρομ. Αν γύριζαν, θα το καταλάβαινε. Και μετά τι; Το πάτωμα έτριξε κάτω από τις μπότες του.
Ο διάδρομος κατέληγε σε μια κακοφτιαγμένη, άβαφη πόρτα Δεν είχε δει αν υπήρχαν άλλες πόρτες στο διάδρομο. Ο Χέικ και οι νταήδες του μπήκαν μέσα και ο Ραντ τους ακολούθησε γρήγορα, πριν προλάβουν να στήσουν παγίδα, αλλά ο Χέικ απλώς ύψωσε τη λάμπα και έδειξε το δωμάτιο.
“Εδώ είναι”.
Μια παλιά αποθήκη, αυτό τους είχε πει και, απ’ ό,τι φαινόταν, είχε μείνει καιρό αχρησιμοποίητη. Η μισή ήταν γεμάτη σπασμένα κιβώτια και βαρέλια φαγωμένα από τα στοιχεία της φύσης. Σταγόνες έσταζαν με σταθερό ρυθμό από μερικά σημεία της οροφής κι ένα σπασμένο τζάμι σ’ ένα βρώμικο παράθυρο άφηνε τη βροχή να μπαίνει ελεύθερα. Λογής-λογής άγνωστα αντικείμενα γέμιζαν τα ράφια και πηχτή σκόνη κάλυπτε σχεδόν τα πάντα. Η έκπληξη ήταν ότι τα αχυροστρώματα που τους είχε υποσχεθεί υπήρχαν.
Το σπαθί τον προκαλεί ταραχή. Δεν θα δοκιμάσει τίποτα, αν δεν αποκοιμηθούμε. Ο Ραντ δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να κοιμηθεί κάτω από τη στέγη του Χέικ. Σκόπευε να βγει από το παράθυρο μόλις έφευγε ο πανδοχέας. “Μας κάνει”, είπε. Δεν τράβηξε το βλέμμα από τον Χέικ, περιμένοντας επιφυλακτικά, μήπως έκανε κάνα σινιάλο στους δυο χαμογελαστούς άνδρες στο πλευρό του. Κατάφερε με δυσκολία να μην γλείψει τα χείλη νευρικά. “Άσε τη λάμπα”.
Ο Χέικ γρύλισε, μα άφησε τη λάμπα σ’ ένα ράφι. Κοντοστάθηκε κοιτάζοντάς τους και ο Ραντ ένιωσε σίγουρος πως θα έδινε διαταγή στον Τζεκ και τον Στρομ να τους επιτεθούν, αλλά εκείνος κοίταξε το σπαθί, σμίγοντας τα φρύδια μ’ ένα υπολογιστικό βλέμμα και έκανε νόημα στους δύο άνδρες. Μια έκφραση έκπληξης πέρασε για μια στιγμή από τα πλατιά πρόσωπά τους, αλλά τον ακολούθησαν και βγήκαν από το δωμάτιο δίχως να κοιτάξουν πίσω.
Ο Ραντ περίμενε να σβήσει το τρίξιμο των βημάτων τους, έπειτα μέτρησε ως το πενήντα και μετά έβγαλε το κεφάλι από την πόρτα Μόνο ένα φωτεινό παραλληλόγραμμο έσπαζε τη μαυρίλα, μακρινό σαν το φεγγάρε η πόρτα για την κοινή αίθουσα Λίγο πριν βάλει το κεφάλι μέσα, κάτι μεγάλο σάλεψε στο σκοτάδι κοντά στη μακρινή πόρτα. Ο Τζεκ ή ο Στρομ, που στέκονταν σκοποί.
Εξέτασε γοργά την πόρτα και έμαθε ό,τι χρειαζόταν, αν και δεν ήταν μεγάλη βοήθεια. Τα σανίδια ήταν χοντρά και γερά, μα δεν υπήρχε κλειδαριά, ούτε και σύρτης από μέσα. Όμως άνοιγε προς τα μέσα.
“Νόμιζα πως θα μας ορμούσαν”, είπε ο Ματ. “Τι περιμένουν;” Είχε βγάλει το εγχειρίδιο και το κρατούσε στη γροθιά του, με τις αρθρώσεις του κάτασπρες. Το φως της λάμπας τρεμόπαιζε στη λεπίδα Το τόξο και η φαρέτρα του ήταν στο πάτωμα, ξεχασμένα.
“Να κοιμηθούμε”. Ο Ραντ άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα βαρέλια και τα κιβώτια. “βοήθησέ με να βρω κάτι για να φράξω την πόρτα”.
“Γιατί; Δεν πιστεύω να θες να κοιμηθείς εδώ; Να βγούμε από το παράθυρο και να γίνουμε καπνός. Προτιμώ να βραχώ παρά να σκοτωθώ”.
“Είναι ένας τους στην άκρη του διαδρόμου. Αν ακούσουν φασαρία, θα μας ορμήσουν πριν κάνουμε βήμα. Νομίζω ότι ο Χέικ θα προτιμούσε να μας αντιμετωπίσει ξύπνιους, παρά να ρισκάρει να μας χάσει”.
Ο Ματ, μουρμουρίζοντας, άρχισε κι αυτός να ψάχνει, αλλά τίποτα χρήσιμο δεν υπήρχε στα σκουπίδια που ήταν πεταμένα κάτω. Τα βαρέλια ήταν άδεια, τα κιβώτια τσακισμένα και αν τα μάζευαν όλα σωρό μπροστά στην πόρτα, πάλι δεν θα εμπόδιζαν κανέναν να την ανοίξει. Έπειτα το βλέμμα του Ραντ έπιασε κάτι γνώριμο σε ένα ράφι. Δύο σφήνες, σκεπασμένες από σκουριά και σκόνη. Τις κατέβασε χαμογελώντας πλατιά.
Τις έχωσε βιαστικά κάτω από την πόρτα και, όταν η βροντή τράνταξε πάλι το πανδοχείο, τις σφήνωσε γερά, κλωτσώντας γοργά με τη φτέρνα του. Η βροντή έσβησε και ο Ραντ κράτησε την ανάσα του κι αφουγκράστηκε. Το μόνο που άκουγε ήταν η βροχή που έπεφτε στη στέγη. Όχι τα σανίδια να τρίζουν κάτω από πόδια που έτρεχαν.
“Στο παράθυρο”, είπε.
Αν έκριναν από την κρούστα της σκόνης που ήταν μαζεμένη, είχε χρόνια ν’ ανοίξει. Κόπιασαν μαζί, έσπρωξαν μ’ όλη τους τη δύναμη. Τα γόνατα του Ραντ άρχισαν να τρέμουν και μετά το κάτω μέρος άρχισε ν’ ανεβαίνει. Όταν άνοιξε αρκετά για να μπορέσουν να περάσουν, ο Ραντ έσκυψε, και μετά σταμάτησε.
“Μα το αίμα και τις στάχτες!” μούγκρισε ο Ραντ. “Δεν είναι παράξενο που ο Χέικ δεν ανησυχούσε μήπως του ξεγλιστρήσουμε από τα χέρια”.
Στο φως της λάμπας γυάλιζαν βρεγμένα κάγκελα σε σιδερένιο πλαίσιο. Ο Ραντ τα έσπρωξε· ήταν γερά σαν βράχος.
“Κάτι είδα”, είπε ο Ματ. Έψαξε βιαστικά τα παρατημένα πράγματα στα ράφια και γύρισε μ’ ένα σκουριασμένο λοστό. Έχωσε την άκρη του κάτω από το πλαίσιο σε μια άκρη του και ο Ραντ μόρφασε.
“Θα κάνει φασαρία, Ματ”.
Ο Ματ έκανε μια γκριμάτσα και μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του, αλλά περίμενε. Ο Ραντ έπιασε το λοστό και προσπάθησε να στυλώσει τα πόδια καλά στη λακκούβα με τα νερά που είχαν μαζευτεί κάτω από το παράθυρο. Ο κεραυνός βρόντηξε και οι δυο τους τράβηξαν μαζί. Ακούστηκε ένα βασανισμένο στρίγκλισμα από τα καρφιά, που έκανε τις τρίχες στο λαιμό του Ραντ να σηκωθούν όρθιες και το πλαίσιο μετακινήθηκε — κατά μισό πόντο, αν ήταν καν τόσο. Περίμεναν τα επόμενα αστραπόβροντα και τράβηξαν το λοστό και τον ξανατράβηξαν. Τίποτα. Μισός πόντος ακόμα Τίποτα. Μια τρίχα πιο ανοιχτό. Τίποτα. Τίποτα.
Ξαφνικά το πόδι του Ραντ γλίστρησε στα νερά και σωριάστηκαν μαζί στο πάτωμα. Ο λοστός χτύπησε τα κάγκελα και ήχησε σαν γκονγκ. Ο Ραντ έμεινε στη λακκούβα, κρατώντας την ανάσα, ακούγοντας. Σιωπή, εκτός από τη βροχή.
Ο Ματ έτριβε τις πονεμένες αρθρώσεις του και τον αγριοκοίταζε. “Αν πάμε έτσι, δεν θα βγούμε ποτέ”. Το σιδερένιο πλαίσιο είχε ξεκολλήσει από το παράθυρο, αλλά όχι τόσο ώστε να βάλουν δυο δάχτυλα από κάτω. Δεκάδες χοντρά καρφιά φαίνονταν στο στενό άνοιγμα.
“Θα προσπαθήσουμε όσο χρειαστεί”, είπε ο Ραντ και σηκώθηκε. Αλλά μόλις έβαλε το λοστό κάτω από την άκρη του πλαισίου, η πόρτα έτριξε, καθώς κάποιος προσπαθούσε να την ανοίξει. Οι σφήνες την κράτησαν κλειστή. Αντάλλαξε μια ανήσυχη ματιά με τον Ματ. Ο Ματ ξανάβγαλε το εγχειρίδιο. Η πόρτα έτριξε πάλι.
Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να μιλήσει ήρεμα. “Φύγε, Χέικ. Θέλουμε να κοιμηθούμε”.
“Φοβάμαι πως με μπερδέψατε με άλλον”. Η φωνή ήταν τόσο απαλή και πομπώδης, που φανέρωνε αμέσως ποιος μιλούσε. Ο Χάουαλ Γκόουντ. “Ο αφέντης Χέικ και οι... υποτακτικοί του δεν θα μας ενοχλήσουν. Κοιμούνται του καλού καιρού και το πρωί θα αναρωτιούνται πώς εξαφανιστήκατε. Αφήστε με να μπω, νεαροί μου φίλοι. Πρέπει να μιλήσουμε”.
“Δεν έχουμε να μιλήσουμε για τίποτα”, είπε ο Ματ. “Φύγε κι άσε μας να κοιμηθούμε”.
Ο Γκόουντ άφησε ένα κακόηχο χαχανητό. “Φυσικά κι έχουμε να μιλήσουμε για διάφορα θέματα. Το ξέρετε πολύ καλά κι εσείς κι εγώ. Το είδα στα μάτια σας. Ξέρω τι είστε, ίσως καλύτερα από σας. Το νιώθω να βγαίνει από σας κατά κύματα Ήδη ο μισός εαυτός σας ανήκει στον αφέντη μου. Σταματήστε να τρέχετε κι αποδεχτείτε το. Τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα για σας. Αν σας βρουν οι μέγαιρες της Ταρ Βάλον, θα εύχεστε να μπορούσατε να κόψετε το λαιμό σας, αλλά δεν θα μπορείτε. Μόνο ο αφέντης μου μπορεί να σας προστατέψει απ’ αυτές”.
Ο Ραντ ξεροκατάπιε. “Δεν ξέρουμε τι λες. Ασε μας ήσυχους”. Το πάτωμα του διαδρόμου έτριξε. Ο Γκόουντ δεν ήταν μόνος. Πόσους άνδρες θα μπορούσε να έχει στις δύο άμαξες;
“Μην είστε ανόητοι, νεαροί μου φίλοι. Ξέρετε. Ξέρετε πολύ καλά. Ο Μέγας Άρχων του Σκότους σας έχει σημαδέψει για δικούς του. Είναι γραμμένο πως, όταν ξυπνήσει, οι νέοι Άρχοντες του Δέους θα είναι εκεί για να τον υμνήσουν. Δύο απ’ αυτούς πρέπει να είστε εσείς, αλλιώς δεν θα είχα σταλεί να σας βρω. Σκεφτείτε το. Αιώνια ζωή και δύναμη, πέρα από κάθε όνειρό σας”. Η φωνή του ήταν βαριά, από πείνα γι’ αυτή τη δύναμη.
Ο Ραντ έριξε μια ματιά στο παράθυρο, καθώς ένας κεραυνός έσχιζε τον ουρανό και παραλίγο θα βογκούσε. Η σύντομη λάμψη του είχε δείξει πως έξω υπήρχαν άνθρωποι, άνθρωποι που αγνοούσαν τη βροχή που τους μούλιαζε και έστεκαν κοιτάζοντας το παράθυρο.
“Με κούρασαν όλα αυτά”, ανακοίνωσε ο Γκόουντ. “Θα υποταχθείτε στον αφέντη μου ―στον αφέντη σας- ή θα αναγκαστείτε να υποταχθείτε. Κάτι τέτοιο δεν θα το βρίσκατε ευχάριστο. Ο Μέγας Άρχων του Σκότους κυβερνά το θάνατο και μπορεί να σας δώσει ζωή στο θάνατο, ή θάνατο στη ζωή, κατά τη βούλησή του. Ανοίξτε αυτή την πόρτα. Είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο, δεν έχετε να τρέξετε αλλού. Ανοίξτε την, είπα!”
Πρέπει να είχε πει και κάτι άλλο, επειδή, ξαφνικά, ένα βαρύ σώμα βρόντηξε στην πόρτα. Η πόρτα τραντάχτηκε και οι σφήνες γλίατρησαν όσο μια μύτη παραπίσω με το γδαρτό ήχο σκουριάς που τρίβεται σε ξύλο. Η πόρτα σείστηκε και ξανασείστηκε, καθώς σώματα έπεφταν πάνω της. Μερικές φορές οι σφήνες άντεχαν. Άλλες φορές πάλι γλιστρούσαν τοσοδά πιο πίσω και, λίγο-λίγο, η πόρτα άνοιγε, δίχως σταματημό.
“Υποταχθείτε”, είπε ο Γκόουντ από το διάδρομο, “αλλιώς όλη την αιωνιότητα θα εύχεστε να είχατε υποταχθεί!”
“Αν δεν έχουμε άλλη επιλογή—” Ο Ματ έγλειψε τα χείλη μπροστά στο βλέμμα του Ραντ. Τα μάτια του τινάζονταν, σαν τα μάτια ασβού σε παγίδα. Το πρόσωπό του ήταν ωχρό και μιλούσε λαχανιασμένα. “Μπορούμε να πούμε ναι και να το σκάσουμε αργότερα. Μα το αίμα και τις στάχτες, Ραντ, δεν υπάρχει διέξοδος!”
Ο Ραντ άκουσε τις λέξεις σαν να περνούσαν αργά από μαλλί χωμένο στα αυτιά του. Δεν υπάρχει διέξοδος. Από πάνω τους μουρμούριζε η βροντή και η αστραπή τον τύλιγε στη λάμψη της. Πρέπει να βρεθεί μια διέξοδος. Ο Γκόουντ τους φώναζε, απαιτούσε, ικέτευε. Η πόρτα άνοιξε άλλον ένα πόντο. Μια διέξοδος!
Φως πλημμύρισε το δωμάτιο, γεμίζοντας τα μάτια του. Ο αέρας βρυχήθηκε κι άναψε. Ο Ραντ ένιωσε κάτι να τον σηκώνει και να τον βροντά στον τοίχο. Σωριάστηκε χάμω· τα αυτιά του κουδούνιζαν και όλες οι τρίχες του κορμιού του προσπαθούσαν να σηκωθούν όρθιες. Ζαλισμένος, πάσχισε να σηκωθεί. Τα γόνατά του έτρεμαν κι ακούμπησε στον τοίχο για να στηριχτεί. Κοίταξε γύρω του έκπληκτος. Η λάμπα, που κειτόταν πεσμένη στο πλάι, σε ένα από τα λίγα ράφια που ακόμα κρατιόνταν από τον τοίχο, ακόμα έκαιγε κι έδινε φως. Όλα τα βαρέλια και τα κιβώτια βρίσκονταν αναποδογυρισμένα εκεί που είχαν πεταχτεί και μερικά ήταν μαυρισμένα και κάπνιζαν. Το παράθυρο, τα κάγκελα και όλα τα άλλα και το μεγαλύτερο τμήμα του τοίχου είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντας μια ακανόνιστη τρύπα. Η στέγη έκανε κοιλιά και πλοκάμια καπνού πάλευαν με τη βροχή στις τραχιές αιχμές του ανοίγματος. Η πόρτα κρεμόταν από τους μεντεσέδες, φρακαρισμένη στο κούφωμά της, γέρνοντας λοξά προς το διάδρομο.
Νιώθοντας ζαλισμένος ότι τίποτα δεν ήταν αληθινό, ίσιωσε τη λάμπα. Του φαινόταν ότι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο ήταν να μην σπάσει η λάμπα.
Μια στοίβα από κιβώτια τινάχτηκαν και παραμέρισαν και ο Ματ ανασηκώθηκε ανάμεσά τους. Πατώντας σε πόδια που έτρεμαν, ανοιγόκλεισε τα μάτια και ψηλάφησε το κορμί του, σαν να αναρωτιόταν αν ήταν όλα στη θέση τους. Κοίταξε τον Ραντ. “Ραντ; Εσύ είσαι; Είσαι ζωντανός. Νόμιζα ότι ήμασταν και οι δύο―” Σταμάτησε, δάγκωσε το χείλος του, και το σώμα του τραντάχτηκε. Ο Ραντ δεν κατάλαβε αμέσως ότι γελούσε, ότι ήταν στα όρια της υστερίας.
“Τι έγινε, Ματ; Ματ; Ματ! Τι έγινε;”
Ένα τελευταίο ρίγος τράνταξε τον Ματ, και μετά ησύχασε. “Αστραπή, Ραντ. Κοίταζα το παράθυρο όταν χτύπησε τα κάγκελα. Αστραπή. Δεν βλέπω σχεδόν—” Σταμάτησε, κοίταξε τη γερμένη πόρτα μισοκλείνοντας τα μάτια και είπε με ένταση, “Πού είναι ο Γκόουντ;”
Τίποτα δεν σάλευε στο σκοτεινό διάδρομο πέρα από την πόρτα. Ο Γκόουντ και οι σύντροφοι του ούτε φαίνονταν ούτε ακούγονταν, αν και μέσα στο σκοτάδι θα μπορούσε να υπάρχει οτιδήποτε. Ο Ραντ ευχήθηκε να είχαν σκοτωθεί, αλλά δεν θα έβγαζε το κεφάλι του στο διάδρομο για να βεβαιωθεί, ακόμα και με στέμμα σαν αντάλλαγμα. Τίποτα, επίσης, δεν σάλευε στο σκοτάδι έξω από το μέρος που πριν ήταν ο τοίχος, όμως υπήρχαν άλλοι που είχαν βγει. Μπερδεμένες κραυγές ακουγόταν από το πάνω πάτωμα του πανδοχείου και ποδοβολητά.
“Πάμε να φύγουμε όσο προλαβαίνουμε”, είπε ο Ραντ.
Βοήθησε τον Ματ να μαζέψει τα πράγματά τους από τα συντρίμμια, τον άρπαξε από το μπράτσο και τον έβγαλε έξω, τραβώντας και σπρώχνοντάς τον. Ο Ματ έσφιγγε το μπράτσο του, παραπατώντας δίπλα του, γέρνοντας το κεφάλι του μπροστά, καθώς προσπαθούσε να δει κάτι.
Όταν τον άγγιξε η βροχή, ψηλά πάνω από το πανδοχείο φάνηκε η διχάλα ενός κεραυνού και ο Ραντ σταμάτησε απότομα. Οι άνδρες του Γκόουντ ήταν ακόμα εκεί, πεσμένοι με τα πόδια προς το άνοιγμα. Η βροχή έπεφτε στα ανοιχτά μάτια τους, που κοίταζαν τον ουρανό.
“Τι είναι;” ρώτησε ο Ματ. “Μα το αίμα και τις στάχτες! Ούτε το φλογισμένο το χέρι μου δεν βλέπω!”
“Τίποτα”, είπε ο Ραντ. Τύχη. Ακόμα και το Φως... Σίγουρα; Οδήγησε τρέμοντας τον Ματ γύρω από τα πτώματα. “Μονάχα μια αστραπή”.
Δεν υπήρχε άλλο φως εκτός από τις αστραπές και ο Ραντ σκόνταφτε στα αυλάκια του δρόμου, καθώς έφευγαν τρέχοντας από το πανδοχείο. Ο Ματ κρεμόταν σχεδόν πάνω του και κάθε φορά που σκόνταφτε κόντευαν να πέσουν και οι δύο, αλλά συνέχισαν να τρέχουν, παραπατώντας, λαχανιάζοντας.
Μια φορά κοίταξε πίσω. Μια φορά, πριν η βροχή πυκνώσει και γίνει κουρτίνα, κρύβοντας τον Κεφάτο Καροτσέρη από τα μάτια του. Η αστραπή φανέρωσε τη σιλουέτα κάποιου στο πανδοχείο, κάποιου που κουνούσε τη γροθιά του προς το μέρος τους, ή προς τον ουρανό. Δεν ήξερε αν ήταν ο Γκόουντ ή ο Χέικ, αλλά ο ένας ήταν χειρότερος από τον άλλον. Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς, κλείνοντάς τους πίσω από ένα υδάτινο τείχος. Έτρεξε βιαστικά στη νύχτα, ενώ μέσα στο βρυχηθμό της καταιγίδας αφουγκραζόταν, μήπως ακούσει κάποιους να τους καταδιώκουν.