Ο Πέριν τους οδήγησε στα βάθη του πανδοχείου. Ο Ραντ σκεφτόταν αυτά που σκόπευε να πει στη Νυνάβε και ήταν τόσο απορροφημένος που δεν είδε την Μιν, παρά μόνο όταν εκείνη τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε κατά μέρος. Οι άλλοι προχώρησαν μερικά βήματα στο διάδρομο, μετά συνειδητοποίησαν ότι ο Ραντ είχε σταματήσει και κοντοστάθηκαν κι αυτοί, αδημονώντας να προχωρήσουν και συνάμα διστακτικοί.
“Δεν έχουμε ώρα για τέτοιες δουλειές, αγόρι μου”, είπε ο Θομ με βαριά φωνή.
Η Μιν κοίταξε αγριεμένα τον ασπρομάλλη Βάρδο. “Βρες κάτι να παίξεις”, είπε απότομα, τραβώντας τον Ραντ μακριά από τους άλλους.
“Στ’ αλήθεια δεν προλαβαίνω”, της είπε ο Ραντ. “Και δεν θέλω ν’ ακούσω βλακείες ότι δεν ξεφεύγω και τα λοιπά”. Προσπάθησε να πάρει το χέρι του, αλλά, κάθε φορά που το ελευθέρωνε, εκείνη το ξανάρπαζε.
“Κι εγώ δεν προλαβαίνω ν’ ακούσω τις δικές σου βλακείες. Μην κουνιέσαι!” Έριξε μια γοργή ματιά στους άλλους, έπειτα τον πλησίασε, χαμηλώνοντας τη φωνή. “Μια γυναίκα έφτασε πριν λίγο — πιο κοντή από μένα, νεαρή, με μαύρα μάτια και μαύρα μαλλιά, δεμένα πλεξούδα που φτάνει ως τη μέση της. Είναι κι εκείνη μέσα σ’ όλα αυτά, μαζί με σας”.
Ο Ραντ, για μια στιγμή, στάθηκε κοιτάζοντάς την. Η Νυνάβε; Πώς γίνεται να έμπλεξε κι αυτή; Φως μου, πώς έγινε κι έμπλεξα εγώ; “Αυτό είναι... αδύνατον”.
“Την ξέρεις;” ψιθύρισε η Μιν.
“Ναι, και δεν μπορεί να είναι μπλεγμένη σε... σ’ αυτό που λες, ό,τι κι αν είναι...”
“Οι σπίθες, Ραντ. Μπαίνοντας συνάντησε την κυρά Αλυς και υπήρχαν σπίθες, αν και ήταν μόνο οι δυο τους. Χτες δεν έβλεπα σπίθες χωρίς να είστε τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις μαζεμένοι, αλλά σήμερα όλα είναι τονισμένα, φλογισμένα”. Κοίταξε τους φίλους του Ραντ που ανυπομονούσαν και ανατρίχιασε, προτού στραφεί προς το μέρος του. “Είναι θαύμα που δεν πιάνει φωτιά το πανδοχείο. Σήμερα σας απειλούν μεγαλύτεροι κίνδυνοι απ’ όσο χθες. Από τη στιγμή που ήρθε εκείνη”.
Ο Ραντ κοίταξε τους φίλους του. Ο Θομ, που τα φρύδια του είχαν χαμηλώσει σχηματίζοντας ένα ανάποδο Λ, έσκυβε μπροστά και ήταν έτοιμος να αναλάβει δράση για να τον κάνει να πάρει μπρός. “Πρέπει να φεύγω τώρα”. Αυτή τη φορά κατάφερε να πάρει το χέρι του.
Αγνόησε το σκούξιμο διαμαρτυρίας της, πλησίασε τους άλλους και συνέχισαν όλοι μαζί να προχωρούν στο διάδρομο. Ο Ραντ κοίταξε μια φορά πίσω του. Η Μιν του κούνησε τη γροθιά και χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα.
“Τι ήθελε να σου πει;” ρώτησε ο Ματ.
“Είναι μπλεγμένη και η Νυνάβε”, είπε ο Ραντ χωρίς να το σκεφτεί και μετά έριξε μια άγρια ματιά στον Ματ, που τον άφησε αποσβολωμένο. Έπειτα, μια έκφραση κατανόησης φάνηκε στο πρόσωπο του Ματ.
“Μπλεγμένη πού;” είπε χαμηλόφωνα ο Θομ. “Ξέρει κάτι αυτή η κοπέλα;”
Ενώ ο Ραντ προσπαθούσε να ξεδιαλέξει μέσα στο νου του τι θα έλεγε, ο Ματ μίλησε. “Πώς δεν είναι μπλεγμένη”, είπε γκρινιάρικα. “Έμπλεξε με την ίδια κακοτυχία που μας βρήκε από τη Νύχτα του Χειμώνα. Ίσως για σένα να μη μετρά που ήρθε η Σοφία, αλλά εγώ προσωπικά θα προτιμούσα τους Λευκομανδίτες”.
“Είδε τη Νυνάβε όταν έφτανε”, είπε ο Ραντ. “Την είδε να μιλά με την κυρά Αλυς και σκέφτηκε μήπως είχε σχέση με μας”. Ο Θομ τον λοξοκοίταξε και ξεφύσηξε ανακατεύοντας τα μουστάκια του, οι άλλοι, όμως, φάνηκαν να αποδέχονται την εξήγηση του Ραντ. Δεν ήθελε να έχει μυστικά από τους φίλους του, αλλά το μυστικό της Μιν μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνο και για την ίδια, όχι μόνο γι’ αυτούς.
Ο Πέριν σταμάτησε ξαφνικά μπροστά σε μια πόρτα και, παρά τον όγκο του, φάνηκε παράξενα διστακτικός. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε τους συντρόφους του, πήρε άλλη μια ανάσα και ύστερα άνοιξε αργά την πόρτα και μπήκε. Ένας-ένας τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Ο Ραντ ήταν τελευταίος και έκλεισε πίσω του την πόρτα με άκρα απροθυμία.
Ήταν το δωμάτιο στο οποίο είχαν φάει την προηγούμενη νύχτα. Η φωτιά τριζοβολούσε στο τζάκι και ένας γυαλισμένος ασημένιος δίσκος έστεκε στο κέντρο του τραπεζιού, με μια αστραφτερή ασημένια κανάτα και κύπελλα. Η Μουαραίν και η Νυνάβε στέκονταν σε αντίθετες άκρες του τραπεζιού και δεν τραβούσαν το βλέμμα η μια από την άλλη. Οι υπόλοιπες καρέκλες ήταν άδειες. Τα χέρια της Μουαραίν ακουμπούσαν στο τραπέζι, ασάλευτα, σαν το πρόσωπό της. Η πλεξούδα της Νυνάβε ήταν ριγμένη στον ώμο της και η άκρη κατέληγε στη γροθιά της· την τραβούσε απαλά, όπως έκανε όταν είχε πεισμώσει περισσότερο απ’ όσο συνήθως με το Συμβούλιο του Χωριού. Ο Πέριν είχε δίκιο. Παρά τη φωτιά, του φάνηκε ότι το κρύο ήταν τσουχτερό και πήγαζε από τις δύο γυναίκες στο τραπέζι.
Ο Λαν έγερνε στην κορνίζα του τζακιού, κοιτάζοντας τις φλόγες και τρίβοντας τα χέρια για να ζεσταθεί. Η Εγκουέν, με την πλάτη γυρισμένη στον τοίχο, φορούσε το μανδύα της με την κουκούλα ανεβασμένη, Ο Θομ, ο Ματ και ο Πέριν στάθηκαν αβέβαιοι μπροστά στην πόρτα.
Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους αμήχανα και πλησίασε στο τραπέζι. Μερικές φορές πρέπει να πιάσεις το λύκο από τα αυτιά, συμβούλεψε τον εαυτό του. Θυμήθηκε όμως άλλο ένα ρητό. Όταν έχεις πιάσει το λύκο από τα αυτιά, είναι δύσκολο να τον αφήσεις. Ένιωσε το βλέμμα της Μουαραίν πάνω του και το βλέμμα της Νυνάβε και το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο, αλλά πάντως κάθισε ανάμεσά τους.
Για μια στιγμή το δωμάτιο ήταν ακίνητο σαν γλυπτό και, ύστερα, η Εγκουέν και ο Πέριν και τελικά ο Ματ, προχώρησαν απρόθυμα στο τραπέζι και κάθισαν προς το κέντρο, μαζί με τον Ραντ. Η Εγκουέν χαμήλωσε κι άλλο την κουκούλα της, τόσο που το μισό πρόσωπό της ήταν κρυμμένο. Όλοι απέφυγαν να κοιτάξουν οποιονδήποτε άλλον.
“Λοιπόν”, ξεφύσηξε ο Θομ, από κει που στεκόταν πλάι στην πόρτα. “Τουλάχιστον κάτι έγινε”.
“Αφού είναι όλοι εδώ”, είπε ο Λαν, αφήνοντας το τζάκι και γεμίζοντας ένα ασημένιο κύπελλο με κρασί, “ίσως, τελικά, το δεχθείς”. Πρόσφερε το κύπελλο στη Νυνάβε· εκείνη το κοίταξε καχύποπτα. “Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι”, της είπε υπομονετικά. “Είδες τον πανδοχέα να φέρνει το κρασί και κανείς μας δεν είχε χρόνο να ρίξει κάτι μέσα. Είναι ακίνδυνο”.
Το στόμα της Σοφίας σφίχτηκε στο άκουσμα της λέξης φοβάσαι, αλλά πήρε το κύπελλο μουρμουρίζοντας, “Ευχαριστώ”.
“Αυτό που με ενδιαφέρει”, της είπε, “είναι πώς μας βρήκες”.
“Το ίδιο κι εμένα”. Η Μουαραίν έσκυψε μπροστά, με την προσοχή της τεταμένη. “Ίσως να είσαι πιο πρόθυμη να μιλήσεις, τώρα που ήρθαν η Εγκουέν και τα αγόρια;”
Η Νυνάβε ήπιε λίγο κρασί, πριν απαντήσει στην Άες Σεντάι. “Δεν υπάρχει άλλο μέρος να πάτε, εκτός από το Μπάερλον. Για να είμαι σίγουρη, όμως, ακολούθησα τη διαδρομή σας. Κάνατε αρκετά πισωγυρίσματα. Αλλά, βέβαια, δεν θέλατε να ανταμώσετε σωστούς ανθρώπους”.
“Ακολούθησες... τη διαδρομή μας;” είπε ο Λαν, πραγματικά έκπληκτος, για πρώτη φορά απ’ όσο θυμόταν ο Ραντ. “Θα ήμουν απρόσεκτος”.
“Αφησες ελάχιστα ίχνη, αλλά στους Δύο Ποταμούς μόνο ο Ταμ αλ’Θορ είναι καλύτερος ιχνηλάτης από μένα”. Δίστασε, έπειτα πρόσθεσε, “Ο πατέρας μου, πριν πεθάνει, με έπαιρνε συχνά στο κυνήγι και μου έμαθε ό,τι θα μάθαινε στους γιους του, αν είχε”. Κοίταξε τον Λαν έτοιμη για καυγά, αλλά εκείνος απλώς ένευσε επιδοκιμαστικά.
“Αν μπορείς να ακολουθήσεις τη διαδρομή που προσπάθησα να κρύψω, τότε σε δίδαξε καλά. Ελάχιστοι το μπορούν, ακόμα και στις Μεθόριους”.
Η Νυνάβε έσκυψε απότομα το πρόσωπό της στο κύπελλό της. Ο Ραντ γούρλωσε τα μάτια. Το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει. Η Νυνάβε ποτέ δεν έδειχνε ταραγμένη. Θυμωμένη, ναι, εξοργισμένη, συχνά, ποτέ όμως δεν έμοιαζε να έχει χάσει την ψυχραιμία της. Τώρα, όμως, τα μάγουλά της σίγουρα είχαν κοκκινίσει και προσπαθούσε να το κρύψει με το κρασί.
“Ίσως τώρα απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις μου”, είπε ήρεμα η Μουαραίν. “Απάντησα στις δικές σου χωρίς να κρύψω τίποτα”.
“Το μόνο που είπες ήταν ιστορίες Βάρδων”, ανταπάντησε η Νυνάβε. “Τα μόνα γεγονότα που βλέπω εγώ είναι ότι μια Άες Σεντάι παρέσυρε τέσσερα νεαρά άτομα, το Φως μόνο ξέρει για ποιο λόγο”.
“Σου είπαμε ότι αυτό δεν το ξέρουν εδώ πέρα”, είπε απότομα ο Λαν. “Πρέπει να μάθεις να συγκρατείς τη γλώσσα σου”.
“Γιατί;” ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. “Γιατί να σας βοηθήσω να κρυφτείτε, ή να κρύψετε τι είστε; Ήρθα να τους πάρω πίσω στο Πεδίο του Έμοντ, όχι να σας βοηθήσω να τους φυγαδεύσετε”.
Ο Θομ παρενέβη με κοροϊδευτική φωνή. “Αν θέλεις να ξαναδούν το χωριό τους —ή να το ξαναδείς κι εσύ- τότε πρόσεχε. Υπάρχουν κάποιοι στο Μπάερλον που θα τη σκότωναν” —έδειξε μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού τη Μουαραίν- “γι’ αυτό που είναι. Το ίδιο κι αυτόν”. Έδειξε τον Λαν, μετά, ξαφνικά, προχώρησε μπροστά κι ακούμπησε τις γροθιές του στο τραπέζι. Ορθώθηκε πάνω από τη Νυνάβε και τα μακριά μουστάκια και τα πυκνά φρύδια του πήραν απότομα μια απειλητική όψη.
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα κι έκανε να οπισθοχωρήσει, να απομακρυνθεί απ’ αυτόν και μετά το σώμα της τεντώθηκε, με μια κίνηση που έδειχνε ότι δεν την φόβιζε. Ο Θομ δεν φάνηκε να το προσέχει· συνέχισε να μιλά, με απαλό, δυσοίωνο τόνο. “Και μια φήμη, ένας ψίθυρος αν ακουστεί, θα πλημμυρίσουν αυτό το πανδοχείο σαν πεινασμένα μυρμήγκια. Τόσο δυνατό είναι το μίσος τους, η λαχτάρα τους να σκοτώσουν, ή να αιχμαλωτίσουν κάποιον σαν αυτούς τους δύο. Και το κορίτσι; Τα αγόρια; Εσύ; Κάποια σχέση έχετε μαζί τους, αυτό για τους Λευκομανδίτες είναι αρκετό. Δεν θα σου αρέσει ο τρόπος που κάνουν ερωτήσεις, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τον Λευκό Πύργο. Οι Λευκομανδίτες Εξεταστές υποθέτουν, εξαρχής, ότι είστε ένοχοι κι έχουν μόνο μια ποινή γι’ αυτού του είδους την ενοχή. Δεν τους νοιάζει να βρουν την αλήθεια· νομίζουν πως ήδη τη γνωρίζουν. Το μόνο που ψάχνουν, με τα καυτά σίδερα και τις τσιμπίδες τους, είναι η ομολογία. Καλύτερα να θυμάσαι ότι μερικά μυστικά είναι πολύ επικίνδυνα για να τα λες φωναχτά, ακόμα κι όταν νομίζεις πως ξέρεις ποιος σε ακούει”. Ίσιωσε τη ράχη μουρμουρίζοντας, “Μου φαίνεται ότι όλο αυτό λέω τώρα τελευταία”.
“Καλά το έθεσες, Βάρδε”, είπε ο Λαν. Ο Πρόμαχος πάλι κοίταζε, σαν να ζύγιζε τον άλλον. “Ξαφνιάζομαι που σε βλέπω να νοιάζεσαι τόσο”.
Ο Θομ σήκωσε τους ώμους. “Είναι επίσης γνωστό ότι έφτασα μαζί σας. Δεν μου αρέσει η ιδέα ενός Εξεταστή να μου λέει μ’ ένα καυτό σίδερο να μετανιώσω για τα αμαρτήματα μου και να περπατήσω στο Φως”.
“Αλλος ένας λόγος”, είπε η Νυνάβε κοφτά, “για να γυρίσουν σπίτι μαζί μου το πρωί. Ή τώρα το απόγευμα, αν είναι. Όσο πιο σύντομα φύγουμε από σας και βρεθούμε στο δρόμο για το Πεδίο του Έμοντ, τόσο το καλύτερο”.
“Δεν μπορούμε”, είπε ο Ραντ και χάρηκε που οι φίλοι του είχαν μιλήσει ταυτόχρονα. Έτσι η αγριωπή ματιά της Νυνάβε μοιράστηκε σε όλους· κανένας τους, πάντως, δεν τη γλίτωσε. Αλλά ο Ραντ είχε μιλήσει πρώτος κι έτσι οι άλλοι έμειναν σιωπηλοί, κοιτάζοντάς τον. Ακόμα και η Μουαραίν έγειρε πίσω στην καρέκλα της, παρακολουθώντας τον πάνω από τις ενωμένες παλάμες της. Ο Ραντ κατέβαλλε προσπάθεια για να δει κατάματα τη Σοφία. “Αν γυρίσουμε στο Πεδίο του Έμοντ, θα γυρίσουν και οι Τρόλοκ. Μας... κυνηγούν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μας κυνηγούν. Ίσως ανακαλύψουμε το λόγο στην Ταρ Βάλον. Ίσως ανακαλύψουμε πώς να τους σταματήσουμε. Είναι ο μόνος τρόπος”.
Η Νυνάβε σήκωσε τα χέρια στον αέρα. “Σαν να ακούω τον Ταμ. Έβαλε να τον κουβαλήσουν στη συνέλευση του χωριού και προσπάθησε να τους πείσει όλους. Τα ίδια είχε κάνει με το Συμβούλιο του Χωριού. Το Φως ξέρει πώς η... κυρά Αλυς” —πρόφερε το όνομα με άφθονη περιφρόνηση- “κατόρθωσε να τον πείσει· συνήθως έχει μια στάλα μυαλό κι αυτό είναι παραπάνω απ’ όσο έχουν οι άλλοι άνδρες. Όπως και να ’ναι, το Συμβούλιο, τις πιο πολλές φορές, είναι σαν ένα κοπάδι χαζούς, αλλά τώρα δεν ήταν τόσο βλάκες, ούτε και κανένας άλλος. Συμφώνησαν ότι έπρεπε να βρεθείτε. Μετά ο Ταμ ήθελε να σας φέρει αυτός κι ας μην μπορούσε ούτε να σταθεί μόνος του. Η βλακεία είναι οικογενειακό σας”.
Ο Ματ ξερόβηξε και μουρμούρισε, “Ο μπαμπάς μου; Τι είπε;”
“Φοβάται ότι θα δοκιμάσεις τα κολπάκια σου σε ξενομερίτες και θα σου σπάσουν το κεφάλι. Πιο πολύ έδειχνε να φοβάται γι’ αυτό, παρά την κυρά Άλυς από δω. Βέβαια, όσο μυαλό έχεις εσύ, άλλο τόσο έχει κι αυτός”.
Ο Ματ έδειξε ότι δεν ήξερε πώς να το πάρει αυτό, ή πώς να απαντήσει, ή αν έπρεπε να απαντήσει.
“Νομίζω”, άρχισε να λέει ο Πέριν διστακτικά, “δηλαδή, φαντάζομαι, ότι ούτε ο αφέντης Λούχαν χάρηκε πολύ που έφυγα”.
“Να χαρεί περίμενες;” Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι με αηδία και κοίταξε την Εγκουέν. “Ίσως κακώς με ξάφνιασε η αμυαλιά των τριών σας, αλλά νόμιζα ότι άλλους τους έκοβε περισσότερο”.
Η Εγκουέν καθόταν πίσω κι έτσι την κάλυπτε ο Πέριν. “Άφησα σημείωμα”, είπε η Εγκουέν. Τράβηξε απαλά την κουκούλα του μανδύα της, σαν να φοβόταν ότι φαίνονταν τα λυτά της μαλλιά. “Τα εξηγούσα όλα”. Το πρόσωπο της Νυνάβε σκοτείνιασε.
Ο Ραντ αναστέναξε. Η Σοφία ήταν έτοιμη να τους τα ψάλει και φαινόταν ότι θα τα έδινε όλα. Αν, πάνω στο θυμό της, έπαιρνε μια απόφαση —παραδείγματος χάριν, αν έλεγε ότι σκόπευε να τους πάρει πίσω στο Πεδίο του Έμοντ ό,τι και αν έλεγαν οι άλλοι- τότε θα ήταν αδύνατο να την μεταπείσουν. Άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει.
“Σημείωμα!” είπε η Νυνάβε, ενώ η Μουαραίν ταυτόχρονα έλεγε, “Εσύ κι εγώ έχουμε να μιλήσουμε, Σοφία”.
Αν ο Ραντ μπορούσε να σταματήσει, θα το έκανε, αλλά τα λόγια ξεχύθηκαν, σαν να είχε ανοίξει υδατοφράκτη αντί για το στόμα του. “Ωραία και σωστά όλα αυτά, αλλά δεν αλλάζουν τίποτα. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Πρέπει να προχωρήσουμε”. Προς το τέλος μιλούσε πιο αργά και η φωνή του βούλιαξε, έτσι τελείωσε, ψιθυρίζοντας, ενώ τον κοίταζαν ταυτόχρονα και η Σοφία και η Άες Σεντάι. Ήταν το βλέμμα που του έριχναν, όταν πλησίαζε, γυναίκες που συζητούσαν για δουλειές του Κύκλου των Γυναικών, το βλέμμα που έλεγε ότι δεν ήταν εκεί η θέση του. Κάθισε πίσω κι ευχήθηκε να βρισκόταν κάπου αλλού.
“Σοφία”, είπε η Μουαραίν, “πίστεψέ με όταν σου λέω ότι θα είναι πιο ασφαλείς μαζί μου παρά στους Δύο Ποταμούς”.
“Πιο ασφαλείς!” Η Νυνάβε μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού έδειξε ότι δεν τα κατάπινε αυτά. “Εσύ τους έφερες εδώ, όπου υπάρχουν οι Λευκομανδίτες. Οι Λευκομανδίτες, που ίσως τους κάνουν κακό εξαιτίας σου, αν ο Βάρδος λέει αλήθεια. Πες μου, γιατί είναι ασφαλείς, Άες Σεντάι”.
“Υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι από τους οποίους δεν μπορώ να τους προστατεύσω”, συμφώνησε η Μουαραίν, “όπως κι εσύ δεν μπορείς να τους προστατεύσεις από τον κεραυνό, αν γυρίσουν στην πατρίδα τους. Αλλά δεν είναι μόνος κίνδυνος ο κεραυνός, ή, έστω, οι Λευκομανδίτες. Είναι ο Σκοτεινός και οι υποτακτικοί του Σκοτεινού. Από αυτά τα πράγματα μπορώ να τους προστατεύσω. Η ικανότητά μου να αγγίζω την Αληθινή Πηγή, να αγγίζω το σαϊντάρ, μου προσφέρει αυτή την προστασία, όπως και σε κάθε Άες Σεντάι”. Η Νυνάβε έσφιξε το στόμα δύσπιστα. Το ίδιο έκανε και η Μουαραίν, από θυμό, αλλά συνέχισε με φωνή τραχιά, κοντά στα όρια της υπομονής. “Ακόμα κι αυτοί, οι καημένοι οι άνδρες που καταφέρνουν να χειριστούν τη Δύναμη για λίγο διάστημα, κερδίζουν κάποια προστασία, αν και μερικές φορές το άγγιγμα του σαϊντίν τους προστατεύει και άλλες φορές το μίασμα τους κάνει πιο ευάλωτους. Αλλά εγώ, και κάθε Άες Σεντάι, μπορώ να επεκτείνω την προστασία μου σε κείνους που είναι κοντά μου. Κανένας Ξέθωρος δεν μπορεί να τους βλάψει, όταν είναι τόσο κοντά μου όπως τώρα. Κανένας Τρόλοκ δεν μπορεί να πλησιάσει πιο κοντά από πεντακόσια βήματα χωρίς να τον καταλάβει ο Λαν, χωρίς να νιώσει το κακό που έχει μέσα του. Μπορείς να τους προσφέρεις έστω και τα μισά, αν επιστρέψουν στο Πεδίο του Έμοντ μαζί σου;”
“Αυτά είναι παραπλανητικά”, είπε η Νυνάβε. “Έχουμε μια παροιμία στους Δύο Ποταμούς. “Είτε η αρκούδα νικήσει το λύκο, είτε ο λύκος την αρκούδα, ο λαγός πάντα χάνει”. Πάρε αλλού αυτόν τον αγώνα και μην μπλέκεις κόσμο από το Πεδίο του Έμοντ”.
“Εγκουέν”, είπε η Μουαραίν μετά από μικρή παύση, “πάρε τους άλλους και άσε τη Σοφία μόνη μαζί μου για λίγο”. Το πρόσωπό της ήταν απαθές· η Νυνάβε ανακάθισε, σαν να ετοιμαζόταν για αγώνα πάλης δίχως κανόνες.
Η Εγκουέν πετάχτηκε όρθια, ενώ προφανώς η επιθυμία της να δείξει αξιοπρέπεια αντιμαχόταν την επιθυμία της να αποφύγει την αντιπαράθεση με τη Σοφία για τα λυτά μαλλιά της. Δεν δυσκολεύτηκε όμως να μαζέψει τους άλλους με μια ματιά της. Ο Ματ και ο Πέριν τράβηξαν πίσω τις καρέκλες τους μ’ έναν ξυστό ήχο και μουρμούρισαν κάτι ευγενικά, ενώ προσπαθούσαν να μην βγουν τρέχοντας. Ακόμα και ο Λαν κίνησε προς την πόρτα μ’ ένα σήμα της Μουαραίν, τραβώντας μαζί του τον Θομ.
Ο Ραντ τους ακολούθησε και ο Πρόμαχος έκλεισε πίσω τους την πόρτα, έπειτα ανέλαβε καθήκοντα σκοπού απέναντί της. Κάτω από το βλέμμα του Λαν, οι άλλοι πήγαν λιγάκι παραπέρα στο διάδρομο· δεν θα τους δινόταν η παραμικρή ευκαιρία να κρυφακούσουν. Όταν είχαν βρεθεί αρκετά μακριά, ο Λαν έγειρε στον τοίχο. Έμεινε απολύτως ακίνητος και, ακόμα και χωρίς το μανδύα του που άλλαζε χρώματα, δεν θα τον πρόσεχες, παρά μονάχα αν έπεφτες πάνω του.
Ο Βάρδος μουρμούρισε ότι είχε και καλύτερα πράγματα να κάνει και έφυγε, λέγοντας πάνω από τον ώμο του στα αγόρια, “Μην ξεχνάτε αυτό που σας είπα”, με αυστηρό ύφος. Οι άλλοι δεν έδειχναν διατεθειμένοι να φύγουν.
“Τι εννοούσε;” ρώτησε η Εγκουέν αφηρημένα, με το βλέμμα στην πόρτα που έκρυβε τη Μουαραίν και τη Νυνάβε. Έπαιζε με τα μαλλιά της, σαν να βρισκόταν σε δίλημμα αν έπρεπε να κατεβάσει την κουκούλα, ή αν έπρεπε να κρύψει κι άλλο το γεγονός ότι δεν είχε πια πλεξούδα.
“Μας έδωσε μια συμβουλή”, είπε ο Ματ.
Ο Πέριν του έριξε μια αιχμηρή ματιά. “Είπε να μην ανοίγουμε το στόμα μας, αν δεν ξέρουμε τι να πούμε”.
“Μου φαίνεται σωστή συμβουλή”, είπε η Εγκουέν, μα ήταν φανερό ότι δεν την ενδιέφερε.
Ο Ραντ ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Πώς ήταν δυνατόν να είναι αναμεμιγμένη και η Νυνάβε; Πώς ήταν δυνατόν κάποιοι από την ομάδα να έχουν σχέση με Τρόλοκ και Ξέθωρους και να εμφανίζεται ο Μπα’άλζαμον στα όνειρά τους; Ήταν τρελό. Αναρωτήθηκε, αν η Μιν είχε πει στη Μουαραίν για τη Νυνάβε. Τι έλεγαν εκεί μέσα;
Όταν, τελικά, η πόρτα άνοιξε, δεν είχε ιδέα πόση ώρα είχε περάσει όρθιος εκεί. Η Νυνάβε βγήκε έξω και ξαφνιάστηκε, βλέποντας τον Λαν. Ο Πρόμαχος μουρμούρισε κάτι που την έκανε να #νάξει το κεφάλι θυμωμένα κι έπειτα την προσπέρασε και μπήκε μέσα.
Εκείνη γύρισε κατά τον Ραντ και εκείνος μόλις τότε κατάλαβε ότι οι άλλοι σιγά-σιγά είχαν εξαφανιστεί. Δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τη Σοφία μόνος του, αλλά δεν μπορούσε να φύγει, τώρα που είχε ανακρίσει το βλέμμα της. Ένα βαθύ κι ερευνητικό βλέμμα, σκέφτηκε μπερδεμένος. Τι έλεγαν; Ίσιωσε το κορμί του καθώς τον πλησίαζε.
Η Σοφία έδειξε το σπαθί του Ταμ. “Φαίνεται να σου ταιριάζει, τώρα, αν και θα προτιμούσα να μην ήταν έτσι. Μεγάλωσες, Ραντ”.
“Σε μια βδομάδα;” Γέλασε, αλλά το γέλιο ακούστηκε βεβιασμένο κι εκείνη κούνησε το κεφάλι, σαν να μην την είχε καταλάβει. “Σε έπεισε;” τη ρώτησε. “Είναι στ’ αλήθεια ο μοναδικός δρόμος”. Σταμάτησε, σκέφτηκε τις σπίθες που είχε πει η Μιν. “Θα έρθεις μαζί μας;”
Τα μάτια της Νυνάβε άνοιξαν διάπλατα. “Να έρθω μαζί σας! Για ποιο λόγο; Η Μάβρα Μάλεν ήρθε από το Ντέβεν Ράιντ για να έχει το νου της στο χωριό μέχρι να επιστρέψω, αλλά θα θέλει να γυρίσει πίσω το συντομότερο δυνατόν. Ακόμα και τώρα ελπίζω να σας λογικέψω και να έρθετε μαζί μου”.
“Δεν μπορούμε”. Του φάνηκε πως είχε δει κάτι να κινείται στην πόρτα, που ήταν ακόμα ανοιχτή, αλλά ήταν μόνοι τους στο διάδρομο.
“Αυτό μου είπες, το ίδιο κι αυτή”. Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια. “Αν δεν ήταν αυτή στη μέση... Οι Άες Σεντάι δεν είναι της εμπιστοσύνης, Ραντ”.
“Μιλάς σαν να μας πιστεύεις στ’ αλήθεια”, είπε εκείνος αργά. “Τι έγινε στη συνέλευση του χωριού;”
Η Νυνάβε κοίταξε την πόρτα πριν απαντήσει· εκεί τώρα δεν φαινόταν καμία κίνηση. “Χάβρα, αλλά δεν είναι ανάγκη να ξέρει εκείνη ότι δεν βγάζουμε άκρη μόνοι μας. Και ένα πράγμα πιστεύω:
ότι όσο είστε μαζί της κινδυνεύετε όλοι”.
“Κάτι συνέβη”, επέμεινε εκείνος. “Γιατί θέλεις να γυρίσουμε πίσω, αν νομίζεις πως υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να έχουμε δίκιο; Και γιατί να έρθεις εσύ; Ο δήμαρχος θα προτιμούσε να έρθει ο ίδιος, παρά να στείλει τη Σοφία”.
“Πράγματι μεγάλωσες”. Του χαμογέλασε και, για μια στιγμή, η καλή της διάθεση τον έκανε να κουνήσει τα πόδια αμήχανα. “Θυμάμαι που κάποτε δεν θα αμφισβητούσες που διαλέγω να πάω και τι διαλέγω να κάνω, ότι κι αν ήταν αυτό. Κάποτε, μόλις πριν μια βδομάδα”.
Ο Ραντ ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και συνέχισε πεισματικά. “Δεν είναι λογικό. Γιατί είσαι εδώ, στ’ αλήθεια;”
Εκείνη έριξε μια πλάγια ματιά στην ανοιχτή πόρτα και μετά τον έπιασε από το χέρι. “Ας μιλήσουμε περπατώντας”. Την άφησε να τον οδηγήσει και, όταν ήταν αρκετά μακριά από την πόρτα και δεν μπορούσαν να ακουστούν, η Σοφία ξανάρχισε να μιλά. “Όπως είπα, στη συνέλευση έγινε χάβρα. Όλοι συμφωνούσαν ότι έπρεπε να στείλουν κάποιον να σας φέρει, αλλά το χωριό χωρίστηκε σε δύο ομάδες. Η μια ήθελε να σας σώσουν, αν και υπήρχαν αρκετές αντιρρήσεις για το πώς θα γινόταν αυτό, δεδομένου ότι ήσασταν μαζί με μια... σαν αυτήν”.
Ο Ραντ χάρηκε που η Νυνάβε θυμόταν και πρόσεχε τα λόγια της. “Οι άλλοι πίστεψαν τον Ταμ;” είπε.
“Όχι ακριβώς, αλλά σκέφτονταν ότι επίσης δεν θα έπρεπε να είστε μαζί με ξένους, πολύ περισσότερο με κάποιαν σαν αυτήν. Είτε για το ένα, είτε για το άλλο, όμως, σχεδόν όλοι οι άνδρες ήθελαν να είναι στην ομάδα. Και ο Ταμ και ο Μπραν αλ’Βερ με το σήμα του αξιώματος του στο λαιμό του και ο Χάραλ Λούχαν, ώσπου η Άλσμπετ τον ανάγκασε να κάτσει κάτω. Ακόμα και ο Τσεν Μπούι. Το Φως να με φυλάει από τους άνδρες που σκέφτονται με τις τρίχες του στήθους τους. Αν και δεν ξέρω να υπάρχουν διαφορετικοί”. Ξεφύσηξε με νόημα και του έριξε μια κατηγορηματική ματιά. “Όπως και να ’χει, είδα ότι θα έτρωγαν άλλη μια μέρα, ίσως και περισσότερες, μέχρι να καταλήξουν σε κάποια απόφαση και, κατά κάποιον τρόπο... κατά κάποιον τρόπο ήμουν σίγουρη ότι δεν μπορούσαμε να περιμένουμε τόσο. Συγκάλεσα λοιπόν τον Κύκλο των Γυναικών και είπα τι έπρεπε να γίνει. Δεν μπορώ να πω ότι τους άρεσε, αλλά είδαν ότι ήταν το σωστό. Και να γιατί είμαι εδώ· έπειδή οι άνδρες στο Πεδίο του Έμοντ είναι πεισματάρηδες και κοκορόμυαλοι. Μάλλον ακόμα κουβεντιάζουν ποιον να στείλουν, αν και άφησα μήνυμα ότι θα το φροντίσω εγώ”.
Η ιστορία της Νυνάβε εξηγούσε την παρουσία της, αλλά δεν τον καθησύχαζε. Ήταν ακόμα αποφασισμένη να τους πάει πίσω μαζί της.
“Τι σου είπε εκεί μέσα;” τη ρώτησε. Η Μουαραίν σίγουρα θα είχε αντικρούσει όλα τα επιχειρήματα της, αλλά αν της είχε ξεφύγει κανένα, θα το αναλάμβανε αυτός.
“Τα ίδια και τα ίδια”, απάντησε η Νυνάβε. “Και ήθελε να μάθει για σας τα αγόρια. Να δει αν μπορούσε να ανακαλύψει γιατί... προσελκύσατε τέτοιου είδους προσοχή... έτσι είπε”. Σταμάτησε, κοπιάζοντας τον με την άκρη του ματιού της. “Προσπάθησε να το κρύψει, αλλά, πάνω απ’ όλα, ήθελε να μάθει αν κάποιος από σας γεννήθηκε εκτός των Δύο Ποταμών”.
Το πρόσωπό του ξαφνικά σφίχτηκε σαν πέτρα. Κατόρθωσε να χασκογελάσει βραχνά. “Παράξενα πράγματα βάζει στο νου της. Ελπίζω να τη διαβεβαίωσες πως είμαστε όλοι γέννημα-θρέμμα του χωριού”.
“Φυσικά”, απάντησε εκείνη. Είχε κοντοσταθεί μόνο για μια στιγμούλα πριν μιλήσει, τόσο λίγο που θα του ξέφευγε, αν δεν πρόσεχε γι’ αυτό συγκεκριμένα.
Προσπάθησε να σκεφτεί τι θα έλεγε, αλλά η γλώσσα του ήταν σαν ένα κομμάτι πετσί. Ξέρει. Στο κάτω-κάτω ήταν η Σοφία και η Σοφία κανονικά ήξερε τα πάντα για τους πάντες. Αν ξέρει, δεν ήταν όνειρο του πυρετού. Ω, βοήθησέ με Φως μου. Πατέρα!
“Είσαι καλά;” ρώτησε η Νυνάβε.
Είπε... είπε ότι... δεν ήμουν γιος του. Όταν παραμιλούσε... από τον πυρετό. Είπε ότι με βρήκε. Νόμιζα ότι ήταν από τον...” Ένιωσε το λαρύγγι του να τον καίει και αναγκάστηκε να σταματήσει.
“Αχ, Ραντ”. Πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της. Έπρεπε να με σηκώσει ψηλά για να τον φτάσει. “Οι άνθρωποι λένε παράξενα πράγματα όταν τους πιάνει η θέρμη. Ζαβά πράγματα. Πράγματα που δεν είναι αληθινά, ούτε πραγματικά. Άκουσέ με. Ο Ταμ αλ’Θορ πήγε να βρει περιπέτειες, όταν ήταν αγόρι το πολύ στην ηλικία σου. Μόλις που τον θυμάμαι να επιστρέφει, μεγάλος άνδρας πια, με κοκκινομάλλα, ξενομερίτισσα γυναίκα και με μωρό στις φασκιές. Θυμάμαι την Κάρι αλ’Θορ να κανακεύει αυτό το παιδί στην αγκαλιά της, δίνοντας του τόση αγάπη και με τέτοια αγαλλίαση, που δεν έχω ξαναδεί σε άλλη μάνα. Το δικό της παιδί, Ραντ. Εσένα. Τώρα πάψε να καμπουριάζεις και σταμάτα αυτές τις βλακείες”.
“Φυσικά”, είπε εκείνος. Πράγματι, γεννήθηκα έξω από τους Δύο Ποταμούς. “Φυσικά”. Ίσως ο Ταμ να έβλεπε όνειρο στον πυρετό του και ίσως να είχε βρει ένα μωρό μετά από μια μάχη. “Γιατί δεν της το είπες;”
“Δεν είναι δουλειά κανενός ξενομερίτη”.
“Μήπως και κάποιος από τους άλλους γεννήθηκε έξω;” Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση, κούνησε το κεφάλι του. “Όχι, μην απαντήσεις. Ούτε δική μου δουλειά είναι”. Αλλά θα ήταν ωραίο να ξέρει αν η Μουαραίν είχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτόν, πέρα από το ότι ενδιαφερόταν για όλη την ομάδα. Πράγματι όμως ενδιαφέρεται;
“Όχι, δεν είναι δική σου δουλειά”, συμφώνησε η Νυνάβε. “Μπορεί να μην σημαίνει τίποτα. Ίσως εκείνη ψάχνει στα τυφλά για κάποιο λόγο, οποιονδήποτε λόγο, για τον οποίο σας κυνηγούν όλους αυτά τα πλάσματα”.
Ο Ραντ κατάφερε να χαμογελάσει. “Τότε, όντως πιστεύεις ότι μας κυνηγούν”.
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι πικρόχολα. “Έμαθες πώς να διαστρεβλώνεις τις λέξεις, από τότε που τη γνώρισες”.
“Τι θα κάνεις;” τη ρώτησε.
Τον κοίταξε εξεταστικά· της αντιγύρισε το βλέμμα χωρίς δισταγμό. “Σήμερα, θα κάνω μπάνιο. Για τα υπόλοιπα, θα δούμε, ε;”