Σε μια συστάδα κέδρων, κάτω από μια στοίβα κλαριά, που είχε κόψει πρόχειρα μέσα στο σκοτάδι, ο Πέριν κοιμόταν, πολλή ώρα μετά την αυγή. Οι βελόνες των κέδρων, όπως τρυπούσαν τα ρούχα του, που ήταν ακόμα υγρά, τελικά είχαν φανεί δυνατότερες από την εξάντληση του. Από τα βάθη του ονείρου του, στο οποίο βρισκόταν στο Πεδίο του Έμοντ και δούλευε στο σιδεράδικο του αφέντη Λούχαν, άνοιξε τα μάτια και κοίταξε μπερδεμένος τα μοσχομύριστα κλαριά, που απλώνονταν πλεγμένα πάνω από το κεφάλι του και άφηναν στάλες του ήλιου να περνούν.
Τα πιο πολλά κλαριά έπεσαν, όταν ανακάθισε ξαφνιασμένος, αλλά μερικά έμειναν να κρέμονται από τους ώμους του, ακόμα και από το κεφάλι του, δίνοντάς του όψη δέντρου. Το Πεδίο του Έμοντ ξεθώριασε, καθώς οι αναμνήσεις επέστρεφαν ορμητικά, τόσο ζωντανές, που για μια στιγμή η προηγούμενη νύχτα του φάνηκε πιο πραγματική απ’ ό,τι έβλεπε γύρω του τώρα.
Λαχανιασμένα, ξέφρενα, σκάλισε το σωρό των κλαριών να βρει το τσεκούρι του. Το κράτησε και με τα δύο χέρια και κρυφοκοίταξε τριγύρω προσεκτικά, κρατώντας την ανάσα του. Τίποτα δεν σάλευε. Το πρωινό ήταν κρύο και ήσυχο. Αν υπήρχαν Τρόλοκ στην ανατολική όχθη του Αρινέλε, δεν κινούνταν, τουλάχιστον εκεί κοντά του. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να καλμάρει, ακούμπησε το τσεκούρι στα γόνατα του και περίμενε μια στιγμή για να σταματήσει η καρδιά του να βροντοχτυπά.
Το μικρό δασάκι των αιθαλών, που τον περιέβαλλε, ήταν το πρώτο καταφύγιο που είχε βρει την προηγούμενη νύχτα. Ήταν αρκετά αραιό και δεν θα τον προστάτευε από τα εχθρικά μάτια, αν σηκωνόταν όρθιος. Τίναξε τα κλαράκια από το κεφάλι και τους ώμους του, παραμέρισε την τραχιά κουβέρτα του και βγήκε στην άκρη της συστάδας μπουσουλώντας. Εκεί ξάπλωσε, μελετώντας την όχθη, ενώ ξυνόταν στα σημεία που τον είχαν τσιμπήσει οι βελόνες.
Ο τσουχτερός άνεμος της νύχτας είχε δώσει τη θέση του σε ένα σιωπηλό αεράκι, που μόλις και ρυτίδωνε την επιφάνεια των νερών. Το ποτάμι κυλούσε γαλήνιο και άδειο. Και πλατύ. Σίγουρα πρέπει να ήταν τόσο πλατύ και τόσο βαθύ, που οι Ξέθωροι δεν το περνούσαν. Η αντίπερα όχθη έμοιαζε να είναι μια πυκνή μάζα δέντρων ως εκεί που έφτανε το μάτι του, πιο πάνω και πιο κάτω στο ποτάμι. Τίποτα πάντως δεν φαινόταν να κινείται.
Δεν ήταν σίγουρος πώς να το πάρει αυτό. Ήταν πολύ καλύτερα έτσι, μακριά από Ξέθωρους και Τρόλοκ, έστω και στην άλλη όχθη του ποταμού, αλλά μια ολόκληρη σειρά προβλημάτων θα χανόταν, αν εμφανιζόταν η Άες Σεντάι, ή ο Πρόμαχος, ή, ακόμα καλύτερα, κάποιος από τους φίλους του. Αν οι ευχές ήταν φτερά, τα πρόβατα θα πετούσαν. Πάντα αυτό έλεγε ο αφέντης Λούχαν.
Μετά την πτώση του από την απόκρημνη πλαγιά δεν είχε δει κανένα ίχνος του αλόγου του ―ήλπισε να είχε βγει το ζώο από το ποτάμι χωρίς να έχει πάθει κάτι- όμως ήταν πιο πολύ συνηθισμένος να περπατά, παρά να πηγαίνει καβάλα και οι μπότες του ήταν γερές και καλά σολιασμένες. Δεν είχε τίποτα να φάει, αλλά είχε ακόμα τη σφεντόνα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του και μ’ αυτήν, ή με τα δόκανα στην τσέπη, δεν θα αργούσε να πιάσει κανέναν λαγό. Μαζί με τα σακίδια της σέλας του είχε χαθεί και ό,τι είχε για να ανάβει φωτιά, αλλά με λίγη δουλειά οι κέδροι θα του πρόσφεραν ξύλα και τριβείο.
Ανατρίχιασε, όταν μια σπιλιάδα φύσηξε στην κρυψώνα του. Ο μανδύας του ήταν κάπου στο ποτάμι και το παλτό του και ό,τι άλλο φορούσε ήταν παγωμένα μετά το μπάνιο. Τη νύχτα ήταν τόσο κουρασμένος, που δεν τον είχε ενοχλήσει το κρύο και η υγρασία, αλλά τώρα είχε ξυπνήσει για τα καλά και αισθανόταν την παγωνιά. Αποφάσισε, πάντως, να μην κρεμάσει τα ρούχα του στα κλαριά για να στεγνώσουν. Αν και η μέρα δεν ήταν παγερή, δεν ήταν ούτε ζεστή.
Το πρόβλημα ήταν ο χρόνος, σκέφτηκε αναστενάζοντας. Τα στεγνά ρούχα ήθελαν λίγη ώρα. Ο λαγός για ψήσιμο και η φωτιά για να τον ψήσει ήθελαν λίγη ώρα. Το στομάχι του γουργούρισε και προσπάθησε να βγάλει από το νου του κάθε σκέψη για φαγητό. Είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει με το χρόνο του. Θα τα έκανε ένα-ένα και πρώτα το πιο σημαντικό. Αυτός ήταν ο τρόπος του.
Το βλέμμα του ακολούθησε το δυνατό ρεύμα του Αρινέλε. Ήταν δυνατότερος κολυμβητής από την Εγκουέν, Αν είχε καταφέρει να περάσει... Όχι, όχι αν. Το μέρος όπου είχε καταφέρει να περάσει θα ήταν πιο κάτω στο ποτάμι. Ταμπούρλισε με τα δάχτυλα του το χώμα, ζυγίζοντας την κατάσταση, μετρώντας την.
Όταν πήρε την απόφασή του, πήρε αμέσως το τσεκούρι του χωρίς να χάνει χρόνο και κατέβηκε στην όχθη.
Ο Αρινέλε απ’ αυτή την πλευρά δεν είχε το πυκνό δάσος της δυτικής όχθης. Υπήρχαν συστάδες δέντρων, οι οποίες καταλάμβαναν έδαφος που θα ήταν γεμάτο χλόη, αν ερχόταν ποτέ η άνοιξη. Μερικές ήταν αρκετά πυκνές για να τις πει κανείς αλσύλλια, με ομάδες αειθαλών ανάμεσα στις άκαρπες μελίες και τις κλήθρες και τις χαρουπιές. Κοντά στο ποτάμι οι συστάδες ήταν μικρότερες και πιο αραιές. Δεν πρόσφεραν καλή απόκρυψη, αλλά ήταν το μόνο που υπήρχε.
Ο Πέριν ξεκίνησε ορμώντας από συστάδα σε συστάδα μισοσκυμμένος και έπεφτε κατάχαμα, όταν έφτανε ανάμεσα στα δέντρα για να κοιτάξει τις όχθες, την κοντινή αλλά και την απέναντι. Ο Πρόμαχος είχε πει ότι το ποτάμι θα ήταν εμπόδιο για τους Ξέθωρους και τους Τρόλοκ, άραγε, όμως, ίσχυε αυτό; Ίσως, αν τον έβλεπαν, να ξεπερνούσαν την απροθυμία που είχαν να περνούν από βαθιά νερά. Παρατηρούσε λοιπόν προσεκτικά πίσω από τα δέντρα και έτρεχε από τη μια κρυψώνα στην άλλη, γοργά και σκυφτά.
Έτσι κάλυψε αρκετά μίλια, τρέχοντας κατά διαστήματα σαν παλαβός, ώσπου, ξαφνικά, έχοντας φτάσει στα μισά του δρόμου προς το δελεαστικό καταφύγιο μιας συστάδας ιτιών, γρύλισε και σταμάτησε ακαριαία, κοιτάζοντας το έδαφος. Αρκετά σημεία του χώματος είχαν το θαμπό καφέ χρώμα του περσινού γρασιδιού και στη μέση ενός απ’ αυτά, ακριβώς κάτω από τη μύτη του, υπήρχε ένα καθαρό ίχνος οπλής. Ένα χαμόγελο χαράχτηκε αργά στο πρόσωπό του. Μερικοί Τρόλοκ είχαν οπλές, αλλά ο Πέριν αμφέβαλλε αν κάποιος απ’ αυτούς φορούσε πέταλα και ειδικά τα πέταλα με τη διπλή εγκάρσια ράβδο, που πρόσθετε για αντοχή ο αφέντης Λούχαν.
Ξέχασε τα μάτια, που μπορεί να τον κοιτούσαν από την άλλη όχθη και έψαξε να βρει κι άλλα ίχνη. Το χαλί του ξεραμένου γρασιδιού δεν κρατούσε καλά τα ίχνη, αλλά το βλέμμα του τα βρήκε ούτως ή άλλως. Το φειδωλό μονοπάτι από το ποτάμι πήγαινε κατευθείαν σε μια πυκνή συστάδα δέντρων, με πυκνές σημύδες και κέδρους, που σχημάτιζαν ένα τοίχο κόντρα στον άνεμο και τα αδιάκριτα μάτια. Στο κέντρο ορθωνόταν τα πλατιά κλαριά μιας μοναχικής τσούγας.
Χαμογελώντας ακόμα προχώρησε ανάμεσα στα πλεγμένα κλαριά, χωρίς να τον νοιάζει πόση φασαρία έκανε. Βγήκε ξαφνικά σε ένα μικρό ξέφωτο κάτω από την τσούγα — και σταμάτησε. Πίσω από μια μικρή φωτιά ήταν ζαρωμένη η Εγκουέν, με ζοφερή έκφραση, κρατώντας ένα χοντρό κλαρί σαν μπαστούνι κι ακουμπώντας με την πλάτη στην Μπέλα.
“Μάλλον έπρεπε να φωνάξω πρώτα”, είπε, σηκώνοντας ντροπαλά τους ώμους.
Η Εγκουέν πέταξε κάτω το κλαρί και έτρεξε να τον αγκαλιάσει. “Νόμιζα ότι πνίγηκες. Ακόμα βρεγμένος είσαι. Έλα, κάθισε στη φωτιά να ζεσταθείς. Έχασες το άλογό σου, ε;”
Ο Πέριν την άφησε να τον παρασύρει κοντά στη φωτιά και έτριψε τα χέρια του πάνω από τις φλόγες, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τη ζέστη. Η Εγκουέν έβγαλε ένα λαδωμένο χάρτινο πακέτο από το σακίδιο της σέλας της και του έδωσε λίγο ψωμί και τυρί. Το πακέτο ήταν τόσο καλοτυλιγμένο που τα τρόφιμα ήταν στεγνά, ακόμα και μετά το μπάνιο στο ποτάμι. Ανησυχούσες γι’ αυτήν, αλλά τα έβγαλε πέρα καλύτερα από σένα.
“Η Μπέλα με πέρασε απέναντι”, είπε η Εγκουέν, χαϊδεύοντας τη δασύτριχη φοράδα της. “Προχώρησε αντίθετα από τους Τρόλοκ και με πήρε μαζί της”. Κοντοστάθηκε. “Δεν είδα κανέναν από τους άλλους, Πέριν”.
Εκείνος άκουσε την κρυφή ερώτησή της. Κοίταξε περίλυπα το πακέτο που ξανάδενε η Εγκουέν κι έγλειψε τα τελευταία ψίχουλα από τα δάχτυλά του, πριν ξαναμιλήσει. “Μόνο εσένα έχω δει από χθες το βράδυ. Επίσης, ούτε Ξέθωρους ούτε Τρόλοκ· κάτι είναι αυτό”.
“Ο Ραντ πρέπει να είναι καλά”, είπε η Εγκουέν και πρόσθεσε βιαστικά, “όλοι θα είναι καλά. Πρέπει. Μάλλον τώρα ψάχνουν για μας. Ίσως μας βρουν ανά πάσα στιγμή. Στο κάτω-κάτω, η Μουαραίν είναι Άες Σεντάι”.
“Συνεχώς μου το θυμίζουν”, είπε αυτός. “Που να καώ, μακάρι να μπορούσα να το ξεχάσω”.
“Δεν σε άκουσα να παραπονιέσαι, τότε που σταμάτησε τους Τρόλοκ που θα μας έπιαναν”, είπε με οξύ τόνο η Εγκουέν.
“Εγώ απλώς εύχομαι να μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτήν”. Σήκωσε τους ώμους του αμήχανα μπροστά στο αταλάντευτο βλέμμα της. “Όμως, μάλλον, δεν μπορούμε. Σκεφτόμουν”. Εκείνη ύψωσε τα φρύδια, αλλά ο Πέριν είχε συνηθίσει να ξαφνιάζονται κάθε φορά που έλεγε πως είχε μια ιδέα. Ακόμα και όταν οι ιδέες του ήταν καλές όσο οι δικές τους, οι άλλοι πάντα σκέφτονταν πόσο συγκεκριμένη ήταν γι’ αυτόν η πράξη της σκέψης. “Μπορούμε να περιμένουμε να μας βρουν ο Λαν και η Μουαραίν”.
“Φυσικά”, τον διέκοψε εκείνη. “Η Μουαραίν Σεντάι είπε ότι θα μας έβρισκε, αν χωρίζαμε”.
Την άφησε να τελειώσει, ύστερα συνέχισε. “Ή μπορεί να μας βρουν πρώτοι οι Τρόλοκ. Μπορεί, επίσης, να έχει σκοτωθεί η Μουαραίν. Μπορεί όλοι. Όχι, Εγκουέν. Λυπάμαι, αλλά υπάρχει η πιθανότητα. Ελπίζω να είναι όλοι ασφαλείς. Ελπίζω να φανούν αυτή τη στιγμή μπροστά στη φωτιά. Αλλά η ελπίδα είναι σαν σπάγκος όταν πνίγεσαι· δεν φτάνει για να σε τραβήξει έξω από μόνος του”.
Η Εγκουέν έκλεισε το στόμα και τον κοίταξε έντονα. Τελικά του είπε, “Θέλεις να κατηφορίσουμε το ποτάμι ως την Ασπρογέφυρα; Αν η Μουαραίν δεν μας βρει εδώ, το επόμενο μέρος που θα ψάξει είναι εκεί”.
“Φαντάζομαι”, είπε ο Πέριν αργά, “ότι θα έπρεπε να πάμε στην Ασπρογέφυρα. Αλλά οι Ξέθωροι μάλλον το ξέρουν κι αυτό. Εκεί θα ψάξουν κι αυτή τη φορά δεν έχουμε Άες Σεντάι ή Πρόμαχο για να μας προστατεύσουν”.
“Φαντάζομαι ότι θα προτείνεις να το σκάσουμε κάπου, όπως ήθελε ο Ματ; Να κρυφτούμε κάπου, που δεν θα μας βρουν οι Ξέθωροι και οι Τρόλοκ; Ούτε και η Μουαραίν Σεντάι, επίσης;”
“Μην νομίζεις πως δεν το συλλογίστηκα”, της είπε ήσυχα. “Αλλά κάθε φορά που νομίζω πως γλιτώσαμε, οι Ξέθωροι και οι Τρόλοκ μας ξαναβρίσκουν. Δεν ξέρω αν υπάρχει μέρος όπου να μπορούμε να τους κρυφτούμε. Δεν μου πολυαρέσει αυτό, αλλά χρειαζόμαστε τη Μουαραίν”.
“Τότε δεν καταλαβαίνω, Πέριν. Πού να πάμε;”
Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτος. Η Εγκουέν περίμενε την απάντηση του. Περίμενε να της πει αυτός τι να κάνει. Ποτέ δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι εκείνη θα επαφιόταν πάνω του για να τους οδηγήσει. Ποτέ δεν της άρεσε να κάνει αυτό που είχε σχεδιάσει άλλος γι’ αυτήν και ποτέ δεν άφηνε κανέναν να της πει τι να κάνει. Εκτός, ίσως, από τη Σοφία και του φαινόταν πως, μερικές φορές, δεν της καλοερχόταν ούτε κι αυτό. Με το χέρι ίσιωσε το χώμα μπροστά του και έβηξε τραχιά για να καθαρίσει το λαιμό του.
“Αν τώρα είμαστε εδώ και η Ασπρογέφυρα είναι αυτή”, είπε, κάνοντας με το δάχτυλό του δύο σημεία, “τότε το Κάεμλυν είναι κάπου εκεί”. Έκανε ένα τρίτο σημάδι λίγο πιο πέρα.
Κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας τις τρεις τελίτσες στο χώμα. Όλο το σχέδιό του βασιζόταν σ’ ό,τι θυμόταν από τον παλιό χάρτη του πατέρα της. Ο αφέντης αλ’Βερ είχε πει πως δεν ήταν πολύ ακριβής και ο Πέριν δεν καθόταν να τον χαζεύει, όπως ο Ραντ και ο Ματ. Αλλά η Εγκουέν δεν είπε τίποτα. Όταν σήκωσε το βλέμμα, τον κοίταζε ακόμα με τα χέρια μπροστά στη μέση της.
“Στο Κάεμλυν;” Έμοιαζε σαστισμένη.
“Στο Κάεμλυν”. Τράβηξε μια γραμμή στο χώμα ανάμεσά στις δύο κουκίδες. “Μακριά από το ποτάμι και ευθεία μπροστά. Κανένας δεν θα μπορούσε να το προβλέψει. Θα τους περιμένουμε στο Κάεμλυν”. Τίναξε το χώμα από τα χέρια του και στάθηκε κοιτάζοντας την. Σκεφτόταν πως το σχέδιο ήταν καλό, αλλά σίγουρα η Εγκουέν θα είχε αντιρρήσεις. Περίμενε πως εκείνη θα αναλάμβανε τα ηνία —πάντα τον ανάγκαζε να κάνει πότε το ένα και πότε το άλλο- και αυτό δεν τον πείραζε.
Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνη ένευσε. “Θα πρέπει να υπάρχουν χωριά. Μπορούμε να ρωτήσουμε ποιος είναι ο δρόμος”.
“Αυτό που με ανησυχεί”, είπε ο Πέριν, “είναι τι κάνουμε, αν η Άες Σεντάι δεν μας βρει εκεί. Φως μου, ποιος να το φανταζόταν πως κάποτε θα ανησυχούσα για τέτοιο πράγμα; Τι γίνεται αν δεν έρθει στο Κάεμλυν; Ίσως να μας νομίζει νεκρούς. Ίσως να πάρει τον Ραντ και τον Ματ κατευθείαν στην Ταρ Βάλον”.
“Η Μουαραίν Σεντάι είπε ότι μπορεί να μας βρει”, είπε με σιγουριά η Εγκουέν. “Αν μπορεί να μας βρει εδώ, τότε θα μπορεί να μας βρει στο Κάεμλυν κι αυτό θα κάνει”.
Ο Πέριν ένευσε αργά. “Αφού το λες, αλλά, αν δεν φανεί στο Κάεμλυν σε λίγες μέρες, τότε θα συνεχίσουμε προς την Ταρ Βάλον και θα παρουσιάσουμε την υπόθεσή μας ενώπιον της Έδρας της Αμερλιν”. Ανάσανε βαθιά. Πριν δυο βδομάδες ούτε που είχες δει ποτέ σου Άες Σεντάι και τώρα μιλάς για την Έδρα της Άμερλιν. Φως μου! “Σύμφωνα με τον Λαν, υπάρχει ένας καλός δρόμος από το Κάεμλυν”. Κοίταξε το λαδωμένο δέμα πλάι στην Εγκουέν και έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. “Μήπως περισσεύει λίγο ψωμί και τυρί ακόμα;”
“Αυτό πρέπει να μας κρατήσει αρκετό καιρό”, του είπε εκείνη, “εκτός αν είσαι πιο τυχερός με τα δόκανα απ’ όσο ήμουν εγώ χθες το βράδυ. Τουλάχιστον με τη φωτιά δεν δυσκολεύτηκα”. Γέλασε απαλά, σαν να είχε πει κάποιο αστείο και έχωσε το πακέτο στο σακίδιό της.
Προφανώς υπήρχαν όρια στην ηγεσία, που ήταν διατεθειμένη να δεχθεί. Το στομάχι του γουργούρισε. “Αν είναι έτσι”, είπε και σηκώθηκε, “ας ξεκινήσουμε τώρα”.
“Μα ακόμα είσαι μούσκεμα”, διαμαρτυρήθηκε αυτή.
“Θα στεγνώσω περπατώντας”, της είπε σταθερά και άρχισαν να κλωτσούν χώμα στη φωτιά. Αν ήταν ο αρχηγός, ήταν καιρός να δώσει καμιά διαταγή. Ο αέρας που φυσούσε από το ποτάμι είχε αρχίσει να δυναμώνει.