45 Τι Ακολουθεί στη Σκιά

Το φως από τις λάμπες τους απλωνόταν μόλις όσο χρειαζόταν για να αγγίξει την άλλη πλευρά, που ξεπρόβαλλε από το σκοτάδι σαν σπασμένα δόντια γίγαντα. Το άλογο του Λόιαλ χτύπησε νευρικά το πόδι στο έδαφος και μια χαλαρή πέτρα έπεσε στο νεκρικό σκοτάδι κάτω τους. Ο Ραντ δεν την άκουσε να χτυπά σε πυθμένα.

Πλησίασε πιο κοντά στο χάσμα με τον Κοκκινοτρίχη. Όσο κι αν χαμήλωνε τη λάμπα με το κοντάρι, δεν υπήρχε τίποτα. Μαυρίλα από κάτω και μαυρίλα από πάνω, που έκοβαν το φως. Αν υπήρχε πάτος, μπορεί να ήταν πεντακόσια μέτρα πιο κάτω. Ή να μην υπήρχε. Αλλά, από την άλλη πλευρά, μπορούσε να δει τι ήταν κάτω από τη γέφυρα και την κρατούσε ψηλά. Τίποτα. Είχε πάχος λιγότερο από μια απλωσιά και από κάτω δεν υπήρχε απολύτως τίποτα.

Ξαφνικά η πέτρα κάτω από τα πόδια του του φάνηκε λεπτή σαν χαρτί και το χάσμα πέρα από το χείλος φάνηκε να τον τραβάει. Η λάμπα και το κοντάρι, ξαφνικά, έμοιαζαν τόσο βαριά, που θα τον γκρέμιζαν από τη σέλα. Ένιωσε το μυαλό του να γυρνά σαν σβούρα και έβαλε το άλογο να οπισθοχωρήσει από την άβυσσο, εξίσου προσεκτικά όπως κι όταν πλησίαζε.

“Εδώ μας έφερες, Άες Σεντάι;” είπε η Νυνάβε. “Όλα αυτά μόνο και μόνο για να βρούμε ότι τελικά θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο Κάεμλυν;”

“Δεν είμαστε αναγκασμένοι να γυρίσουμε πίσω”, είπε η Μουαραίν. “Τουλάχιστον όχι ως το Κάεμλυν. Στις Οδούς υπάρχουν πολλοί δρόμοι για κάθε μέρος. Αρκεί να πάμε πίσω για να βρει ο Λόιαλ άλλη διαδρομή για το Φαλ Ντάρα. Λόιαλ; Λόιαλ!”

Ο Ογκιρανός τράβηξε με κόπο το βλέμμα του από το χάσμα.. “Τι; Α. Ναι, Άες Σεντάι. Μπορώ να βρω άλλο δρόμο. Δεν...” Τα μάτια του στράφηκαν αργά προς το χάσμα και τα αυτιά του συσπάστηκαν. “Δεν φανταζόμουν πως η φθορά είχε προχωρήσει τόσο. Αν σπάνε ακόμα και οι γέφυρες, ίσως να μην μπορώ να βρω το δρόμο που θέλεις. Ίσως, μάλιστα, να μην μπορώ να βρω και δρόμο για να επιστρέψουμε. Οι γέφυρες ίσως γκρεμίζονται ακόμα και αυτή τη στιγμή που μιλάμε”.

“Πρέπει να υπάρχει δρόμος”, είπε ο Πέριν, και η φωνή του ήταν ανέκφραστη. Τα μάτια του έμοιαζαν να μαζεύουν το φως, να λάμπουν χρυσαφένια. Σαμ παγιδευμένος λύκος, σκέφτηκε έκπληκτος ο Ραντ. Να με τι μοιάζει.

“Όλα θα γίνουν όπως υφαίνει ο Τροχός”, είπε η Μουαραίν, αλλά δεν πιστεύω πως η φθορά προχωρά τόσο γρήγορα όσο νομίζεις. Κοίτα την πέτρα, Λόιαλ. Ακόμα κι εγώ μπορώ να δω ότι έχει καιρό που έσπασε”.

“Ναι”, είπε αργά ο Λόιαλ “Ναι, Άες Σεντάι. Το βλέπω. Εδώ δεν υπάρχουν αέρας και βροχή, αλλά η πέτρα είναι εκτεθειμένη στον αέρα τουλάχιστον δέκα χρόνια”. Ένευσε με ένα χαμόγελο ανακούφισης· ένιωθε τόση χαρά μ’ αυτή την ανακάλυψη, που για μια στιγμή φαινόταν να έχει ξεχάσει το φόβο του. Έπειτα κοίταξε τριγύρω και σήκωσε τους ώμους αμήχανα. “Θα μπορούσα να βρω κι άλλους δρόμους, πιο εύκολα απ’ αυτόν του Μάφαλ Ντανταράνελ. Της Ταρ Βάλον, για παράδειγμα; Ή του Στέντιγκ Σανγκτάι. Από το προηγούμενο νησί είναι μόνο τρεις γέφυρες για το Στέντιγκ Σανγκτάι. Νομίζω πως αυτή τη φορά οι Πρεσβύτεροι θα θέλουν να μου μιλήσουν”.

“Στο Φαλ Ντάρα, Λόιαλ”, είπε σταθερά η Μουαραίν. “Ο Οφθαλμός του Κόσμου βρίσκεται πέρα από το Φαλ Ντάρα και πρέπει να φτάσουμε στον οφθαλμό”.

“Στο Φαλ Ντάρα”, συμφώνησε απρόθυμα ο Ογκιρανός.

Γύρισαν στο Νησί και ο Λόιαλ έσκυψε να μελετήσει τη γραφή που κάλυπτε τη στήλη, με τα μακριά του φρύδια να πέφτουν χαμηλά, καθώς μουρμούριζε και μονολογούσε. Σε λίγο άρχισε να μιλά στον εαυτό του στα Ογκιρανά. Αυτή η ρέουσα γλώσσα θύμιζε πουλιά που κελαηδούσαν με βαθιά φωνή. Του Ραντ του φάνηκε αλλόκοτο, που ένας τόσο μεγαλόσωμος λαός είχε τόσο μουσική λαλιά.

Τελικά ο Ογκιρανός ένευσε. Καθώς τους οδηγούσε στη γέφυρα που είχε διαλέξει, στράφηκε και κοίταξε με νοσταλγία το σημάδι πλάι σε μια άλλη γέφυρα. “Τρεις γέφυρες ως το Στέντιγκ Σανγκτάι”. Αναστέναξε. Αλλά τους πήρε χωρίς να σταματήσει και έστριψε στην τρίτη γέφυρα πιο πέρα Κοίταξε λυπημένα πίσω του καθώς ξεκινούσαν, αν και η γέφυρα για το σπίτι του ήταν κρυμμένη στο σκοτάδι.

Ο Ραντ πλησίασε τον Ογκιρανό. “Όταν τελειώσουν όλα αυτά, Λόιαλ, θα μου δείξεις το στέντιγκ σου και θα σου δείξω το Πεδίο του Έμοντ. Όχι όμως από τις Οδούς. Θα πάμε περπατώντας, ή καβάλα, ακόμα κι αν ταξιδεύουμε όλο το καλοκαίρι”.

“Πιστεύεις πως θα τελειώσει ποτέ, Ραντ;”

Εκείνος κοίταξε τον Ογκιρανό συνοφρυωμένος. “Είπες ότι θα κάνουμε δυο μέρες για να φτάσουμε στο Φαλ Ντάρα”.

“Δεν λέω για τις Οδούς. Για τα άλλα”. Ο Λόιαλ κοίταξε πάνω από τον ώμο του την Άες Σεντάι, που μιλούσε χαμηλόφωνα με τον Λαν καθώς πήγαιναν δίπλα-δίπλα. “Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα τελειώσουν ποτέ;”

Οι γέφυρες και οι ράμπες τους ανεβοκατέβαιναν. Κάποιες γραμμές ξεκινούσαν από τους Οδηγούς και χάνονταν στο σκοτάδι, όπως εκείνη που είχαν ακολουθήσει από την Πύλη στο Κάεμλυν. Ο Ραντ είδε πως δεν ήταν ο μόνος που κοίταζε αυτές τις γραμμές με περιέργεια και με κάποια λαχτάρα. Η Νυνάβε, ο Πέριν, ο Ματ, ακόμα και η Εγκουέν, άφηναν τις γραμμές με απροθυμία Στην άλλη άκρη τους υπήρχαν Πύλες, μια είσοδος στον κόσμο, όπου υπήρχε ουρανός και ήλιος και άνεμος. Ακόμα και ο άνεμος θα ήταν ευπρόσδεκτος. Τις άφηναν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Άες Σεντάι. Αλλά ο Ραντ δεν ήταν ο μόνος που κοίταζε πίσω, καθώς το σκοτάδι κατάπινε και Νησί και Οδηγό και γραμμές.

Ο Ραντ είχε αρχίσει να χασμουριέται, όταν η Μουαραίν τους ανακοίνωσε ότι θα σταματούσαν για να περάσουν τη νύχτα σε ένα Νησί. Ο Ματ κοίταξε τη μαυρίλα γύρω τους και χαχάνισε δυνατά, αλλά κατέβηκε γρήγορα από το άλογο σαν και τους άλλους. Ο Λαν και τα αγόρια ξεσέλωσαν και πεδίκλωσαν τα άλογα, ενώ η Νυνάβε και η Εγκουέν έστηναν μια μικρή κουζίνα λαδιού για να κάνουν τσάι. Η κουζινούλα έμοιαζε με βάση λάμπας και ο Λαν είπε ότι τη χρησιμοποιούσαν οι Πρόμαχοι στη Μάστιγα, όπου θα ήταν επικίνδυνο να ανάψουν ξύλα. Ο Πρόμαχος έβγαλε τρίποδα από τα καλάθια που είχαν κατεβάσει από το φορτωμένο άλογο, για να στήσουν τα κοντάρια με τις λάμπες σε κύκλο γύρω από το στρατόπεδό τους.

Ο Λόιαλ κοίταξε για λίγο τον Οδηγό και μετά κάθισε σταυροπόδι και έτριψε τη σκονισμένη, βλογιοκομμένη πέτρα. “Κάποτε φύτρωναν φυτά στα Νησιά”, είπε θλιμμένα. “Όλα τα βιβλία το λένε. Υπήρχε χλωρό γρασίδι για να κοιμηθείς, απαλό σαν πουπουλένιο κρεβάτι. Δέντρα με φρούτα, για να νοστιμέψεις το φαΐ που είχες φέρει μ’ ένα μήλο, ή ένα αχλάδι, ή ένα καμπανόκαρπο, φρούτα γλυκά και τραγανά και ζουμερά, ό,τι εποχή κι αν ήταν έξω”.

“Δεν έχει τίποτα να κυνηγήσεις”, μούγκρισε ο Πέριν και φάνηκε να ξαφνιάζεται που είχε μιλήσει.

Η Εγκουέν έδωσε στον Λόιαλ ένα φλιτζάνι τσάι. Αυτός το κράτησε χωρίς να πίνει, κοιτάζοντάς το, σαν να μπορούσε να βρει φρούτα στα βάθη του.

“Δεν θα βάλεις φυλαχτά;” ρώτησε η Νυνάβε τη Μουαραίν. “Σίγουρα εδώ έχει χειρότερα πράγματα από αρουραίους. Μπορεί να μην είδα τίποτα, αλλά το νιώθω”.

Η Άες Σεντάι έτριψε τα δάχτυλα στις παλάμες της με αποστροφή. “Νιώθεις το μόλυσμα, τη διαφθορά της Δύναμης που έφτιαξε τις Οδούς. Δεν θα χρησιμοποιήσω τη Μία Δύναμη στις Οδούς, παρά μόνο αν αναγκαστώ. Το μίασμα είναι τόσο δυνατό, που ό,τι κι αν προσπαθήσω να κάνω σίγουρα θα μολυνθεί”.

Αυτό τους έκανε όλους να σωπάσουν σαν τον Λόιαλ. Ο Λαν κάθισε για να φάει με αυτόματες κινήσεις, σαν να έριχνε ξύλα σε φωτιά, σαν να ήταν το φαγητό απλό καύσιμο για το σώμα του. Κι η Μουαραίν έφαγε καλά, με παστρικές κινήσεις, σαν να μην ήταν καθισμένη ανακούρκουδα στη γυμνή πέτρα στη μέση μιας ερημιάς, αλλά ο Ραντ απλώς σκάλιζε το φαγητό του. Η μικρή φλόγα της κουζίνας λαδιού έδινε αρκετή θερμότητα για να βράσει νερό, αλλά ήταν στραμμένος προς εκεί, σαν να ήθελε να αγκαλιάσει τη ζέστη.

Οι ώμοι του άγγιζαν τον Ματ και τον Πέριν. Και οι τρεις κάθονταν κοντά στη φωτιά. Ο Ματ είχε ξεχάσει ότι κρατούσε στα χέρια του ψωμί και κρέας και τυρί και ο Πέριν, μετά από λίγες μπουκιές, άφησε κάτω το τσίγκινο πιάτο του. Η διάθεση τους βάρυνε και τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα κάτω, αποφεύγοντας το σκοτάδι γύρω τους.

Η Μουαραίν τους κοίταξε εξεταστικά, καθώς έτρωγε. Στο τέλος άφησε το πιάτο της στην άκρη και σκούπισε τα χείλη με μια πετσέτα “Μπορώ να σας πω κάτι ευχάριστο. Δεν νομίζω πως ο Θομ Μέριλιν είναι νεκρός”.

Ο Ραντ της έριξε μια αιχμηρή ματιά. “Μα.. ο Ξέθωρος...”

“Ο Ματ μου είπε τι συνέβη στην Ασπρογέφυρα”, είπε η Άες Σεντάι. Οι άνθρωποι εκεί μίλησαν για έναν Βάρδο, αλλά δεν είπαν ότι πέθανε. Θα το ανέφεραν, φαντάζομαι, αν είχε σκοτωθεί εκεί Βάρδος. Η Ασπρογέφυρα δεν είναι τόσο μεγάλη για να θεωρείται ασήμαντο θέμα ένας Βάρδος. Και ο Θομ είναι μέρος του Σχήματος, που υφαίνεται γύρω από σας τους τρεις. Αρκετά σημαντικό μέρος, ώστε να μην κοπεί ακόμα”.

Αρκετά σημαντικό; σκέφτηκε ο Ραντ. Πώς μπορεί να ξέρει η Μουαραίν ότι...; “Η Μιν; Είδε κάτι για τον Θομ;”

“Είδε πολλά”, είπε πικρόχολα η Μουαραίν. “Για όλους σας. Μακάρι να καταλάβαινα έστω και τα μισά, αλλά δεν τα καταλαβαίνει ούτε η ίδια. Οι αρχαίοι φραγμοί γκρεμίζονται. Μα είτε είναι παλιό, είτε καινούργιο αυτό που κάνει, βλέπει την αλήθεια. Οι μοίρες σας είναι δεμένες μεταξύ τους. Και του Θομ Μέριλιν επίσης”.

Η Νυνάβε ξεφύσηξε ειρωνικά και έβαλε άλλο ένα φλιτζάνι τσάι.

“Δεν καταλαβαίνω πώς είδε κάτι για μας”, είπε ο Ματ με ένα πλατύ χαμόγελο. “Αν θυμάμαι καλά, είχε μάτια μόνο για τον Ραντ”.

Η Εγκουέν ύψωσε το φρύδι της. “Ε; Αυτό δεν μου το είπες, Μουαραίν Σεντάι”.

Ο Ραντ την κοίταξε. Δεν τον κοίταζε, αλλά ο τόνος της ήταν υπερβολικά ανέκφραστος. “Της μίλησα μια φορά”, είπε. “Ντύνεται σαν αγόρι και τα μαλλιά της είναι κοντά σαν τα δικά μου”.

“Της μίλησες. Μια φορά”. Η Εγκουέν έντυσε αργά. Αποφεύγοντας συνεχώς το βλέμμα του, έφερε το φλιτζάνι στα χείλη της.

“Η Μιν ήταν, απλώς, κάποια που δούλευε στο πανδοχείο στο Μπάερλον”, είπε ο Πέριν. “Όχι σαν τον Άραμ”.

Η Εγκουέν στραβοκατάπιε το τσάι της. “Καίει πολύ”, μουρμούρισε.

“Ποιος είναι ο Αραμ;” ρώτησε ο Ραντ. Ο Πέριν χαμογέλασε, όπως χαμογελούσε ο Ματ τον παλιό καιρό που έκανε τις ζαβολιές του και κρύφτηκε πίσω από το φλιτζάνι του.

“Ένας Ταξιδιώτης”, είπε αδιάφορα η Εγκουέν, αλλά τα μάγουλά της γέμισαν κόκκινες κηλίδες.

“Ένας Ταξιδιώτης”, είπε απλά ο Πέριν. “Χορεύει. Σαν πουλί. Έτσι δεν είπες, Εγκουέν; Ότι ήταν σαν να χόρευες μ’ ένα πουλί;”

Η Εγκουέν άφησε κάτω το φλιτζάνι με ύφος. “Δεν ξέρω αν εσείς κουραστήκατε, αλλά εγώ πάω για ύπνο”.

Καθώς κουκουλωνόταν στις κουβέρτες της, ο Πέριν έγειρε και σκούντησε τον Ραντ στα πλευρά και του έκλεισε το μάτι. Ο Ραντ του χαμογέλασε πλατιά. Που να καώ, αυτή τη φορά βγήκα εγώ κερδισμένος. Μακάρι να ήξερα για τις γυναίκες όσα ο Πέριν.

“Ραντ”, είπε με πονηρό ύφος ο Ματ, “ίσως πρέπει να πεις στην Εγκουέν για την κόρη εκείνου του αγρότη, του Γκρίνγουελ, την Έλσε”. Η Εγκουέν σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε πρώτα τον Ματ και ύστερα τον Ραντ.

Ο Ραντ σηκώθηκε βιαστικά για να φέρει τις κουβέρτες του. “Λέω να κοιμηθώ κι εγώ”.

Τα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ πήγαν να πάρουν τις κουβέρτες τους, όπως κι ο Λόιαλ. Η Μουαραίν κάθισε πίνοντας το τσάι της. Το ίδιο και ο Λαν. Ο Πρόμαχος δεν φαινόταν να θέλει, ή να χρειάζεται ύπνο.

Ακόμα κι έτσι, κουκουλωμένοι για ύπνο, κανένας δεν ήθελε να απομακρυνθεί από τους άλλους. Έκαναν έναν μικρό κύκλο από μορφές τυλιγμένες σε κουβέρτες γύρω από την κουζινούλα, αγγίζοντας, σχεδόν, ο ένας τον άλλον.

“Ραντ”, ψιθύρισε ο Ματ, “έτρεχε τίποτα με σένα και τη Μιν; Εγώ μόλις που της έριξα μια ματιά. Καλή ήταν, αλλά πρέπει να είναι μεγάλη, σαν τη Νυνάβε”.

“Τι έγινε μ’ αυτή την Έλσε;” πρόσθεσε ο Πέριν από την άλλη μεριά του. “Καλή;”

“Μα το αίμα και τις στάχτες, δεν μπορώ να πω μια καλημέρα σε μια κοπέλα; Εσείς οι δύο είστε χειρότεροι κι από την Εγκουέν”.

“Όπως θα έλεγε και η Σοφία”, είπε κοροϊδευτικά ο Ματ, “πρόσεχε τα λόγια σου. Τέλος πάντων, αν δεν θες να μιλήσεις γι’ αυτό, εγώ λέω να κοιμηθώ”.

“Ωραία”, μούγκρισε ο Ραντ. “Είναι το πρώτο σωστό πράγμα που είπες”.

Ο ύπνος όμως δεν ερχόταν εύκολα. Η πέτρα ήταν σκληρή, όπως κι αν έστριβε ο Ραντ και ένιωθε τις λακουβίτσες ακόμα και μέσα από τις κουβέρτες του. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν κάπου αλλού εκτός από τις Οδούς, που τις είχαν φτιάξει οι άνδρες που είχαν τσακίσει τον κόσμο, μιασμένοι από τον Σκοτεινό. Έβλεπε μπροστά του τη σπασμένη γέφυρα και το τίποτα από κάτω της.

Όταν γύρισε από την άλλη μεριά, βρήκε τον Ματ να τον κοιτάζει· να τον κοιτάζει χωρίς να τον βλέπει. Οι κοροϊδίες ξεχνιόνταν, όταν ερχόταν η θύμηση του σκοταδιού γύρω τους. Και ο Πέριν είχε ανοιχτά τα μάτια. Το πρόσωπο του Πέριν έδειχνε λιγότερο φόβο απ’ όσο ο Ματ, αλλά είχε τα χέρια του στο στήθος και χτυπούσε τους αντίχειρες μεταξύ τους ανήσυχα.

Η Μουαραίν τους πλησίαζε με τη σειρά, έσκυβε στο κεφάλι του καθενός, έσκυβε για να μιλήσει απαλά. Ο Ραντ δεν άκουσε τι είπε στον Πέριν, αλλά οι αντίχειρές του σταμάτησαν. Όταν η Μουαραίν έσκυψε πάνω από τον Ραντ και το πρόσωπό της σχεδόν άγγιξε το δικό του, του είπε με χαμηλή, παρηγορητική φωνή, “Ακόμα κι εδώ, η μοίρα σου σε προστατεύει. Ούτε καν ο Σκοτεινός δεν μπορεί να αλλάξει εντελώς το Σχήμα. Είσαι ασφαλής από αυτόν, όσο είμαι κοντά σου. Τα όνειρά σου είναι ασφαλή. Για ένα διάστημα ακόμα, είσαι ασφαλής”.

Καθώς η Μουαραίν έφευγε από κοντά του και πλησίαζε τον Ματ, ο Ραντ αναρωτήθηκε αν η Άες Σεντάι πίστευε ότι ήταν τόσο απλό, ότι θα του έλεγε ότι ήταν ασφαλής και αυτός θα την πίστευε. Αλλά, με κάποιον τρόπο, όντως ένιωθε ασφαλής — ή, τουλάχιστον, λίγο περισσότερο ασφαλής. Μ’ αυτή τη σκέψη, αποκοιμήθηκε και δεν ονειρεύτηκε.

Τους ξύπνησε ο Λαν. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ο Πρόμαχος είχε κοιμηθεί, δεν φαινόταν κουρασμένος, ούτε καν την κούραση που έδειχναν εκείνοι, που είχαν ξαπλώσει μερικές ώρες στη σκληρή πέτρα. Η Μουαραίν τους άφησε λίγη ώρα για τσάι, αλλά μόνο ένα φλιτζάνι για τον καθένα. Έφαγαν πρωινό στη σέλα, με τον Λόιαλ και τον Πρόμαχο να τους οδηγούν. Ήταν το ίδιο φαγητό όπως πάντα, ψωμί και κρέας και τυρί. Ο Ραντ σκέφτηκε πως θα ήταν εύκολο να βαρεθεί κανείς το ψωμί και το κρέας και το τυρί.

Έφαγε και έγλειψε και τα δάχτυλά του και λίγη ώρα μετά ο Λαν είπε ήρεμα, “Κάποιος μας ακολουθεί. Ή κάτι”. Ήταν στη μέση μιας γέφυρας και οι δύο άκρες της ήταν κρυμμένες.

Ο Ματ έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα του και, πριν τον σταματήσει κανείς, το εκτόξευσε στο σκοτάδι πίσω τους.

“Ήξερα ότι δεν έπρεπε να το κάνω αυτό”, μουρμούρισε ο Λόιαλ. “Μην έχεις πάρε-δώσε με Άες Σεντάι, παρά μόνο όταν είσαι σε στέντιγκ”.

Ο Λαν του χαμήλωσε το τόξο, πριν ο Ματ περάσει δεύτερο βέλος. “Σταμάτα, βόδι. Δεν ξέρουμε ποιος είναι”.

“Μόνο εκεί είσαι ασφαλής”, συνέχισε ο Ογκιρανός.

“Τι θα είναι σε τέτοιο μέρος, αν όχι το κακό;” ζήτησε να μάθει ο Ματ.

“Έτσι λένε οι Πρεσβύτεροι κι έπρεπε να τους ακούσω”.

“Κατ’ αρχάς, εμείς”, είπε ξερά ο Πρόμαχος.

“Μπορεί να είναι κάποιος άλλος ταξιδιώτης”, είπε με ελπίδα η Εγκουέν. “Ίσως κάποιος Ογκιρανός”.

“Οι Ογκιρανοί είναι μυαλωμένοι και δεν πατάνε το πόδι τους στις Οδούς”, μούγκρισε ο Λόιαλ. “Όλοι εκτός από τον Λόιαλ, που δεν έχει στάλα μυαλό. Ο Πρεσβύτερος Χάμαν το έλεγε και το ξανάλεγε και είχε δίκιο”.

“Τι νιώθεις, Λαν;” ρώτησε η Μουαραίν. “Είναι κάτι που υπηρετεί τον Σκοτεινό;”

Ο Πρόμαχος κούνησε το κεφάλι αργά. “Δεν ξέρω”, είπε, σαν να τον ξάφνιαζε αυτό. “Δεν μπορώ να πω. Ίσως να είναι οι Οδοί και το μίασμα. Όλα μοιάζουν αλλόκοτα. Όμως όποιος είναι, ό,τι είναι, δεν προσπαθεί να μας προφτάσει. Παραλίγο θα μας πετύχαινε στο τελευταίο Νησί κι έτρεξε πίσω στη Γέφυρα για να μας αποφύγει. Αν μείνω πίσω, ίσως τον ξαφνιάσω και δω ποιος, ή τι είναι”.

“Αν μείνεις πίσω, Πρόμαχε”, είπε σταθερά ο Λόιαλ, “θα μείνεις όλη σου τη ζωή στις Οδούς. Ακόμα κι αν ξέρεις να διαβάζεις Ογκιρανά, ποτέ δεν άκουσα και δεν διάβασα για άνθρωπο που να μπορεί να βρει το δρόμο του από το πρώτο Νησί δίχως Ογκιρανό να τον οδηγεί. Ξέρεις να διαβάζεις Ογκιρανά;”

Ο Λαν κούνησε πάλι το κεφάλι του και η Μουαραίν είπε, “Όσο δεν μας ενοχλεί, δεν θα τον ενοχλήσουμε. Δεν έχουμε χρόνο. Δεν υπάρχει χρόνος”.

Καθώς κατέβαιναν από τη γέφυρα στο επόμενο νησί, ο Λόιαλ είπε, “Αν θυμάμαι σωστά τον τελευταίο Οδηγό, υπάρχει δρόμος από δω που βγάζει προς την Ταρ Βάλον. Το πολύ μισής μέρας ταξίδι. Δεν είναι τόσο πολύ, όσο θα μας έπαιρνε για να φτάσουμε στο Μάφαλ Ντανταράνελ. Είμαι βέβαιος ότι―”

Τα λόγια του κόπηκαν απότομα, όταν το φως από τις λάμπες τους έφτασε στον Οδηγό. Κοντά στην κορυφή της στήλης, βαθιές χαρακιές, κοφτές και γεμάτες γωνίες, γέμιζαν την πέτρα πληγές. Ξαφνικά, η άγρυπνη στάση του Λαν δεν ήταν πια κρυμμένη. Έμεινε με το κορμί ίσιο στη σέλα, αλλά ο Ραντ είχε την ξαφνική εντύπωση πως ο Πρόμαχος ένιωθε τα πάντα γύρω του, ένιωθε ακόμα και τους υπόλοιπους της ομάδας να ανασαίνουν. Ο Λαν άρχισε να κάνει κύκλους με το άλογό του γύρω από τον Οδηγό, κύκλους που μεγάλωναν. Προχωρούσε σαν να ήταν έτοιμος να δεχθεί επίθεση, ή να επιτεθεί ο ίδιος.

“Αυτό εξηγεί πολλά”, είπε απαλά η Μουαραίν, “και με φοβίζει. Τόσα πολλά. Έπρεπε να το μαντέψω. Το μίασμα, η φθορά. Έπρεπε να το μαντέψω”.

“Τι να μαντέψεις;” ζήτησε να μάθει η Νυνάβε, τη στιγμή που ο Λόιαλ ρωτούσε, “Τι είναι; Ποιος το έκανε; Ούτε είδα, ούτε διάβασα ποτέ για κάτι τέτοιο”.

Η Άες Σεντάι τους κοίταξε γαλήνια. “Τρόλοκ”. Αγνόησε τις τρομαγμένες φωνές τους. “Ή Ξέθωροι. Αυτά είναι ρούνοι των Τρόλοκ. Οι Τρόλοκ έμαθαν πώς να μπαίνουν στις Οδούς. Έτσι πρέπει να έφτασαν στους Δύο Ποταμούς απαρατήρητοι, μέσω της Πύλης στη Μανέθερεν. Υπάρχει το λιγότερο μια πύλη στη Μάστιγα”. Κοίταξε τον Λαν πριν συνεχίσει· ο Πρόμαχος ήταν αρκετά μακριά και φαινόταν μονάχα το φως της λάμπας του. “Η Μανέθερεν καταστράφηκε, αλλά σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει μια Πύλη. Έτσι κατόρθωσαν οι Ξέθωροι να συγκεντρώσουν ένα μικρό στρατό γύρω από το Κάεμλυν, χωρίς να ξεσηκωθούν όλα τα έθνη ανάμεσα στη Μάστιγα και το Άντορ”. Κοντοστάθηκε και άγγιξε τα χείλη της σκεπτικά. “Αλλά δεν μπορεί να ξέρουν ακόμα όλους τους δρόμους, αλλιώς θα ξεχύνονταν στο Κάεμλυν από την είσοδο που χρησιμοποιήσαμε. Ναι”.

Ο Ραντ ανατρίχιασε. Μπορεί να είχαν περάσει την Πύλη για να βρουν Τρόλοκ να περιμένουν στο σκοτάδι, εκατοντάδες Τρόλοκ, χιλιάδες ίσως, παραμορφωμένοι γίγαντες με πρόσωπα σχεδόν ζώων, που γρύλιζαν, καθώς χυμούσαν στα σκοτεινά για να σκοτώσουν. Ή κάτι χειρότερο.

“Δεν χρησιμοποιούν τόσο εύκολα τις Οδούς”, φώναξε ο Λαν. Η λάμπα του απείχε, το πολύ, είκοσι απλωσιές, αλλά το φως ήταν μονάχα μια αμυδρή, θαμπή μπάλα, που φάνταζε μακρινή σ’ αυτούς που στέκονταν γύρω από τον Οδηγό. Η Μουαραίν τους οδήγησε και τον πλησίασαν. Όταν ο Ραντ είδε τι είχε βρει ο Λαν, ευχήθηκε να ήταν το στομάχι του άδειο.

Στην αρχή μιας γέφυρας ορθώνονταν οι παγωμένες μορφές των Τρόλοκ, που είχαν ακινητοποιηθεί, καθώς χτυπούσαν ολόγυρά τους με κυρτά τσεκούρια και σπαθιά όμοια με δρεπάνια. Γκρίζα και φαγωμένα σαν την πέτρα, τα πελώρια σώματα ήταν μισοβυθισμένα στην πρησμένη, γεμάτη φυσαλίδες επιφάνεια. Κάποιες φυσαλίδες είχαν σκάσει, αποκαλύπτοντας κι άλλα πρόσωπα με μουσούδες, που θα γύμνωναν φοβισμένα τα δόντια τους για πάντα. Ο Ραντ άκουσε κάποιον πίσω του να κάνει εμετό και ξεροκατάπιε για να μην κάνει κι αυτός το ίδιο. Ακόμα και για τους Τρόλοκ ήταν άσχημος θάνατος.

Λίγα μέτρα πίσω από τους Τρόλοκ η γέφυρα σταματούσε. Η στήλη κειτόταν σπασμένη σε χίλια κομμάτια.

Ο Λόιαλ κατέβηκε με άκρα προσοχή από το άλογό του, κοιτάζοντας τους Τρόλοκ, σαν να πίστευε πως ίσως ξαναζωντάνευαν. Εξέτασε βιαστικά τα απομεινάρια της στήλης, ψάχνοντας ανάμεσα στη μεταλλική γραφή που ήταν ένθετη στην πέτρα και μετά ξανανέβηκε βιαστικά στη σέλα. “Αυτή ήταν η πρώτη γέφυρα του δρόμου από εδώ προς την Ταρ Βάλον”, είπε.

Ο Ματ σκούπιζε το στόμα του με τη ράχη της παλάμης του, με το κεφάλι στραμένο μακριά από τους Τρόλοκ. Η Εγκουέν έκρυβε το πρόσωπο της στα χέρια της. Ο Ραντ πλησίασε το άλογά του κοντά στην Μπέλα και άπλωσε το χέρι του στον ώμο της Εγκουέν. Εκείνη γύρισε και το έσφιξε, μ’ ολόκληρο το κορμί της να τρέμει. Ήθελε κι αυτός να παραδοθεί στο τρέμουλο, αλλά το χέρι της που τον άγγιζε ήταν το μόνο που τον σταματούσε.

“Πάλι καλά που δεν πάμε ακόμα στην Ταρ Βάλον”, είπε η Μουαραίν.

Η Νυνάβε στράφηκε στην Άες Σεντάι. “Πώς μπορείς και το δέχεσαι τόσο άνετα; Το ίδιο μπορεί να πάθουμε κι εμείς!”

“Ίσως”, είπε η Μουαραίν γαλήνια και η Νυνάβε έτριξε τα δόντια της τόσο δυνατά, που ο Ραντ άκουσε τον τραχύ ήχο. “Είναι πιο πιθανό, όμως”, συνέχισε η Μουαραίν ατάραχα, “ότι οι άνδρες “Άες Σεντάι που έφτιαξαν τις Οδούς τις προστάτευσαν, ενσωματώνοντας παγίδες για τα πλάσματα του Σκοτεινού. Είναι κάτι που πρέπει να φοβούνταν τότε, πριν απωθηθούν στη Μάστιγα οι Ημιάνθρωποι και οι Τρόλοκ. Όπως και να ’χει, δεν μπορούμε να χρονοτριβούμε εδώ και είναι εξίσου πιθανό να υπάρχει παγίδα σε όποιον δρόμο κι αν πάρουμε, μπροστά ή πίσω. Λόιαλ, ξέρεις ποια είναι η επόμενη γέφυρα;”

“Ναι. Ναι, δεν κατέστρεψαν αυτό το μέρος του Οδηγού, δόξα στο Φως”. Για πρώτη φορά ο Λόιαλ φαινόταν εξίσου πρόθυμος με τη Μουαραίν για να προχωρήσει. Πριν σταματήσει να μιλάει, είχε ξεκινήσει με το μεγάλο άλογό του.

Η Εγκουέν συνέχισε να κρέμεται από το μπράτσο του Ραντ για άλλες δύο γέφυρες. Ο Ραντ λυπήθηκε, όταν τον άφησε με μια ψιθυριστή συγνώμη και ένα βεβιασμένο γέλιο, όχι μόνο επειδή ένιωθε ωραία έχοντας την στο πλάι του. Είχε ανακαλύψει πως ήταν ευκολότερο να είσαι γενναίος όταν κάποιος χρειαζόταν την προστασία σου.

Η Μουαραίν μπορεί να μην πίστευε πως μπορούσε να στηθεί παγίδα γι’ αυτούς, αλλά, παρά τη βιασύνη για την οποία μιλούσε, τους έβαλε να προχωρούν πιο αργά από πριν και να σταματούν πριν ανέβουν σε γέφυρα, ή κατέβουν σε Νησί. Προχωρούσε με την Αλντίμπ, νιώθοντας τον αέρα μπροστά της με το χέρι απλωμένο και δεν επέτρεπε ούτε και στον Λαν ή τον Λόιαλ να περάσουν, αν δεν τους έδινε πρώτα την άδεια.

Ο Ραντ έπρεπε να εμπιστεύεται την κρίση της για τις παγίδες, αλλά κοίταζε το σκοτάδι γύρω του, λες και μπορούσε να διακρίνει κάτι σε απόσταση μεγαλύτερη από τρία-τέσσερα μέτρα και έστηνε αυτί για να ακούσει. Αν οι Τρόλοκ μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις Οδούς, τότε αυτό που τους ακολουθούσε, ίσως ήταν κάποιο πλάσμα του Σκοτεινού. Ή πλάσματα. Ο Λαν είχε πει ότι στις Οδούς δεν ήσουν σίγουρος. Αλλά πέρασαν κι άλλες γέφυρες, έφαγαν το μεσημέρι χωρίς να ξεπεζέψουν και συνέχισαν και σ’ άλλες γέφυρες και το μόνο που άκουγε ήταν τις σέλες τους που έτριζαν και τις οπλές των αλόγων και, μερικές φορές, κάποιον από τους άλλους να βήχει, ή να μουρμουρίζει. Αργότερα ένιωσε κι έναν μακρινό άνεμο, κάπου βαθιά στη σκοτεινιά. Δεν μπορούσε να καταλάβει σε ποια κατεύθυνση ήταν. Στην αρχή του φάνηκε ότι ήταν η φαντασία του, αλλά αργότερα βεβαιώθηκε.

Θα είναι ωραίο να ξανανιώσουμε τον άνεμο, έστω κι αν είναι παγωμένος.

Ξαφνικά ανοιγόκλεισε τα μάτια. “Λόιαλ, δεν είπες ότι στις Οδούς δεν υπάρχει άνεμος;”

Ο Λόιαλ σταμάτησε το άλογό του λίγο πριν το επόμενο Νησί και έγειρε το κεφάλι για να ακούσει. Σιγά-σιγά χλόμιασε και έγλειψε τα χείλη του. “Μάτσιν Σιν”, ψιθύρισε βραχνά. “Ο Μαύρος Άνεμος. Το Φως να μας φωτίζει και να μας φυλάει. Είναι ο Μαύρος Άνεμος”.

“Πόσες γέφυρες ακόμα;” ρώτησε αμέσως η Μουαραίν. “Λόιαλ, πόσες γέφυρες ακόμα;”

“Δύο. Δύο, νομίζω”.

“Γρήγορα, λοιπόν”, είπε, κατεβαίνοντας με την Αλντίμπ στο Νησί. “Βρες την γρήγορα!”

Ο Λόιαλ άρχισε να μονολογεί, ή να μιλάει σε όσους τον άκουγαν, ενώ διάβαζε τον Οδηγό. “Βγήκαν τρελοί από δω μέσα, ουρλιάζοντας για το Μάτσιν Σιν. Το Φως να μας φυλάει! Ακόμα και εκείνοι που θεραπεύτηκαν από τις Άες Σεντάι...” Σάρωσε με το βλέμμα όλη την πέτρα και έτρεξε στη γέφυρα που είχε διαλέξει, φωνάζοντας, “Από δω!”

Αυτή τη φορά η Μουαραίν δεν την έλεγξε. Τους οδήγησε καλπάζοντας, ενώ η γέφυρα έτρεμε κάτω από τα άλογα και τα φανάρια πηγαινοέρχονταν σαν τρελά. Ο Λόιαλ διάβασε τον επόμενο Οδηγό και έστριψε το μεγάλο άλογά του απότομα, πριν αυτό καλά-καλά σταματήσει. Ο ήχος του ανέμου δυνάμωσε. Ο Ραντ τον άκουγε ακόμα και μέσα από το βροντοκόπημα των οπλών στην πέτρα. Ήταν πίσω τους και πλησίαζε.

Δεν στάθηκαν να διαβάσουν τον τελευταίο Οδηγό. Μόλις οι λάμπες έδειξαν την άσπρη γραμμή που ξεκινούσε από τη στήλη, έστριψαν προς εκείνη την κατεύθυνση και συνέχισαν να καλπάζουν. Το Νησί εξαφανίστηκε πίσω τους και το μόνο που υπήρχε ήταν η βλογιοκομμένη γκρίζα πέτρα από κάτω τους και η άσπρη γραμμή. Ο Ραντ ήταν τόσο λαχανιασμένος, που σχεδόν δεν άκουγε τον άνεμο.

Η Πύλη εμφανίστηκε στο σκοτάδι, με σμιλεμένες κληματσίδες, ολομόναχη στη μαυρίλα, σαν μικρό μέρος ενός τοίχου μέσα στη νύχτα. Η Μουαραίν έσκυψε από τη σέλα, άπλωσε το χέρι στα σκαλίσματα και ξαφνικά αποτραβήχτηκε. “Το φύλλο του αβεντεσόρα δεν είναι εδώ!” είπε. “Λείπει το κλειδί!”

“Μα το Φως!” φώναξε ο Ματ. “Μα το φλογισμένο Φως!” Ο Λόιαλ έγειρε πίσω το κεφάλι και άφησε μια θρηνητική κραυγή, σαν το αλύχτημα κάποιου που πέθαινε.

Η Εγκουέν άγγιξε το μπράτσο του Ραντ. Τα χείλη της έτρεμαν, αλλά απλώς στάθηκε κοιτάζοντάς τον. Εκείνος ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δικό της, ελπίζοντας να μην φαινόταν πιο φοβισμένος απ’ αυτήν. Πίσω, προς τον Οδηγό, ο άνεμος ούρλιαξε. Του Ραντ του φάνηκε πως άκουγε φωνές εκεί, φωνές που ξεφώνιζαν τέτοιες ρυπαρότητες, που παρά το ότι καταλάβαινε μόνο τα μισά, του έφεραν σχεδόν εμετό στο στόμα.

Η Μουαραίν σήκωσε το ραβδί της και φλόγα πετάχτηκε από την άκρη του. Δεν ήταν η αγνή κατάλευκη φλόγα που θυμόταν ο Ραντ από το Πεδίο του Έμοντ και τη μάχη πριν τη Σαντάρ Λογκόθ. Αρρωστημένες κιτρινιάρικες πινελιές λέκιαζαν τη φωτιά και μαύρα στίγματα που έπλεαν αργά, σαν αποκαΐδια. Αραιός, δριμύς καπνός ξεπήδησε από τη φλόγα, φέρνοντας βήχα στον Λόιαλ και κάνοντας τα άλογα να γελάσουν νευρικά, αλλά η Μουαραίν την πλησίασε στην πόρτα. Ο καπνός έγδαρε το λαιμό του Ραντ και του έκαψε τη μύτη.

Η πέτρα έλιωσε σαν βούτυρο, τα φύλλα και οι κληματσίδες μαράθηκαν στη φλόγα και χάθηκαν. Η Άες Σεντάι προχωρούσε τη φωτιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά δεν ήταν εύκολη δουλειά το κόψιμο ενός ανοίγματος αρκετά μεγάλου για όλους. Του Ραντ του φαινόταν ότι η γραμμή της λιωμένης πέτρας σερνόταν με ταχύτητα σαλιγκαριού. Ο μανδύας του σάλεψε, σαν να είχε φυσήξει η πρώτη πνοή μιας αύρας και η καρδιά του πάγωσε.

“Το νιώθω”, είπε ο Ματ, με τρεμουλιαστή φωνή. “Μα το αίμα και τις στάχτες, το νιώθω!”

Η φλόγα έσβησε και η Μουαραίν χαμήλωσε το ραβδί της. “Έγινε”, είπε. “Το μισό έγινε”.

Μια λεπτή γραμμή διέσχιζε τη σκαλισμένη πέτρα. Ο Ραντ πίστεψε πως διέκρινε φως —αμυδρό, μα πάντως φως— μέσα από τη χαραμάδα. Αν και κομμένες, όμως, οι δύο μεγάλες φέτες της πέτρας ακόμα στέκονταν εκεί, μισός κύκλος από κάθε φύλλο. Το άνοιγμα θα ήταν αρκετά μεγάλο για να περάσουν όλοι καβάλα, αν και ο Λόιαλ ίσως αναγκαζόταν να ξαπλώσει στη ράχη του αλόγου του. Όταν έβγαιναν οι δύο πέτρινες φέτες, θα ήταν αρκετά μεγάλο. Αναρωτήθηκε πόσο ζύγιζαν. Πεντακόσια κιλά; Παραπάνω; Ίσως, αν κατέβουμε όλοι να σπρώξουμε. Ίσως μπορέσουμε να σπρώξουμε τη μία πριν φτάσει ο άνεμος. Μια σπιλιάδα του τράβηξε το μανδύα. Προσπάθησε να μην ακούει αυτά που φώναζαν οι φωνές.

Όταν η Μουαραίν έκανε πίσω, ο Μαντάρμπ όρμησε μπροστά, κατευθείαν προς την Πύλη, με τον Λαν σκυμμένο στη σέλα. Την τελευταία στιγμή το πολεμικό άλογο έστριψε και χτύπησε την έξοδο με τον ώμο του, όπως είχε μάθει να κάνει με τα άλλα άλογα στη μάχη. Μ’ ένα δυνατό κρότο η πέτρα έπεσε προς τα έξω και ο Πρόμαχος με το άλογό του, με τη φόρα που είχαν, πέρασαν το καπνισμένο τρεμόσβησμα της Πύλης. Το φως που μπήκε ήταν χλωμό και αδύναμο κι έδειχνε ότι ήταν ακόμα πρωί, αλλά του Ραντ του φαινόταν σαν να τον τύφλωνε ο μεσημεριανός ήλιος του καλοκαιριού.

Στην άλλη άκρη της εξόδου ο Λαν και ο Μαντάρμπ βράδυναν το βήμα, προχωρώντας με αργή κίνηση, καθώς ο Πρόμαχος ξανάφερνε το άλογο προς την Πύλη. Ο Ραντ δεν περίμενε. Έσπρωξε το κεφάλι, της Μπέλας προς το άνοιγμα και χτύπησε δυνατά τη δασύτριχη φοράδα στα καπούλια. Η Εγκουέν μόλις που πρόλαβε να του ρίξει μια έκπληκτη ματιά πάνω από τον ώμο της, πριν η Μπέλα τη βγάλει από τις Οδούς.

“Όλοι, βγείτε έξω!” τους παρότρυνε η Μουαραίν. “Γρήγορα! Έξω!”

Καθώς μιλούσε η Άες Σεντάι, άπλωσε το χέρι κρατώντας το ραβδί της, σημαδεύοντας τον Οδηγό. Κάτι πετάχτηκε από την άκρη του ραβδιού, σαν υγρό φως που είχε γίνει ένα πηχτό σιρόπι φωτιάς, ένα καυτό δόρυ από λευκό και κόκκινο και κίτρινο, που χώθηκε στο μαύρο και ανατινάχτηκε, σπινθηροβολώντας σαν θρυμματισμένα διαμάντια. Τα χίλια μουρμουρητά που κρύβονταν στον άνεμο βρυχήθηκαν σαν κεραυνός· βρυχηθμοί τρέλας, μισοακουσμένες φωνές, που χαχάνιζαν και ούρλιαζαν υποσχέσεις, που έφερναν αναγούλα στον Ραντ, τόσο από την ηδονή που έδειχναν, όσο και από αυτό που σχεδόν καταλάβαινε ότι έλεγαν.

Κλώτσησε τον Κοκκινοτρίχη για να ξεκινήσει, μπήκε στο άνοιγμα, στριμώχτηκε πίσω από τους άλλους, που είχαν πάει να βγουν από το θαμπό τρεμούλιασμα όλοι μαζί. Πάλι τον διέτρεξε η παγωνιά, η αλλόκοτη αίσθηση ότι έπεφτε αργά με το κεφάλι σε λίμνη το χειμώνα και το παγωμένο νερό σερνόταν στο δέρμα του, προχωρώντας με απειροελάχιστα βήματα. Όπως και πριν, του φάνηκε πως αυτό κρατούσε μια αιωνιότητα, ενώ το μυαλό του έτρεχε, καθώς αναρωτιόταν αν ο άνεμος μπορούσε να τους πιάσει εκεί που ήταν έτσι αιχμαλωτισμένοι.

Ξαφνικά, σαν φυσαλίδα που είχε τρυπήσει, η παγωνιά χάθηκε και ο Ραντ βρέθηκε έξω. Το άλογο του, που, για μια απότομη στιγμή, προχώρησε με τη διπλάσια ταχύτητα απ’ όσο πριν, παραπάτησε και, παραλίγο, θα τον έριχνε μπροστά. Ο Ραντ αγκάλιασε και με τα δύο χέρια το λαιμό του αλόγου και κρατήθηκε για να σωθεί. Όταν ξαναβρέθηκε στη σέλα, ο Κοκκινοτρίχης τινάχτηκε και μετά πλησίασε τους άλλους με τροχασμό, γαλήνια, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα παράξενο. Έκανε κρύο, όχι σαν την παγωνιά της Πύλης, αλλά ήταν ευπρόσδεκτο, το φυσικό χειμωνιάτικο κρύο, που τρυπούσε αργά και σταθερά τη σάρκα.

Τυλίχτηκε με το μανδύα του, κοιτάζοντας το μουντό λαμπύρισμα της Πύλης. Πλάι του ο Λαν καθόταν γέρνοντας μπροστά, με το ένα χέρι στο σπαθί του. Άνθρωπος και άλογο έδειχναν να είναι σε ένταση, σαν να ήταν έτοιμοι να ξαναγυρίσουν, αν δεν εμφανιζόταν η Μουαραίν.

Η Πύλη στεκόταν σε ένα σωρό από πέτρες στη βάση ενός λόφου, κρυμμένη πίσω από τους θάμνους, με εξαίρεση τα σημεία στα οποία τα κομμάτια της πέτρας, πέφτοντας, είχαν τσακίσει τα γυμνά, σχεδόν ξερά κλαριά. Δίπλα στα σκαλίσματα, πάνω στα απομεινάρια της πέτρας, η γύρω βλάστηση έμοιαζε ψεύτικη.

Η θολή επιφάνεια διογκώθηκε, σαν παράξενη, μακριά φυσαλίδα, που ανέβαινε στην επιφάνεια λίμνης. Μέσα από τη φυσαλίδα ξεπρόβαλε η πλάτη της Μουαραίν. Σιγά-σιγά, η Άες Σεντάι και το καθρέφτισμά της ξεχώρισαν. Ακόμα κρατούσε το ραβδί μπροστά της και δεν το κατέβασε καθώς τραβούσε την Αλντίμπ από την Πύλη· η λευκή φοράδα χοροπηδούσε από φόβο και τα μάτια της κυλούσαν. Μην αφήνοντας την Πύλη από το βλέμμα της, η Μουαραίν συνέχισε να οπισθοχωρεί.

Η Πύλη σκοτείνιασε. Το θολό τρεμόσβησμα βούρκωσε κι άλλο, από γκρίζο έγινε σαν κάρβουνο, ύστερα μαύρο, σαν την καρδιά των Οδών. Ο άνεμος ούρλιαξε, σαν από πολύ μακριά, με κρυμμένες φωνές γεμάτες άσβηστη δίψα για ζωντανά πλάσματα, γεμάτες πείνα για πόνο, γεμάτες σύγχυση.

Οι φωνές έμοιαζαν να ψιθυρίζουν στα αυτιά του Ραντ, στα όρια του να γίνονται αντιληπτές και λιγάκι παραπέρα. Σάρκα τόσο ωραία, τόσο ωραία να τη σχίζεις, να γδέρνεις το δέρμα· δέρμα σε λωρίδες, να τις πλέκεις, τόσο ωραία να πλέκεις τις λωρίδες, τόσο ωραία, τόσο κόκκινες οι σταγόνες που στάζουν· αίμα τόσο κόκκινο, τόσο κόκκινο, τόσο γλυκό· γλυκές κραυγές, όμορφες κραυγές, τραγουδιστές κραυγές, τραγουδήστε το τραγούδι σας, τραγουδήστε τις κραυγές σας...

Οι ψίθυροι αποτραβήχτηκαν, η μαυρίλα υποχώρησε, ξεθώριασε, ενώ η Πύλη ήταν και πάλι ένα μουντό τρεμόσβησμα, που φαινόταν μέσα από μια καμάρα με σκαλισμένη πέτρα.

Ο Ραντ άφησε την ανάσα του, με το στήθος του να τρέμει. Δεν ήταν ο μόνος· άκουσε κι άλλους να κάνουν το ίδιο ανακουφισμένοι. Η Εγκουέν είχε την Μπέλα πλάι στο άλογο της Νυνάβε και οι δύο γυναίκες είχαν αγκαλιαστεί και ακουμπούσαν η μια το κεφάλι στον ώμο της άλλης. Ακόμα και ο Λαν φαινόταν ανακουφισμένος, αν και οι σκληρές γραμμές του προσώπου του δεν έδειχναν τίποτα. Πιο πολύ το έδειχνε με τον τρόπο που καθόταν στον Μαντάρμπ, με το χαλάρωμα των ώμων του, καθώς κοίταζε τη Μουαραίν με την κλίση του κεφαλιού του.

“Δεν μπορούσε να περάσει”, είπε η Μουαραίν. “Αυτό σκεφτόμουν· αυτό έλπιζα. Πφ!” Πέταξε το ραβδί στο χώμα και σκούπισε το χέρι στο μανδύα της. Πηχτή μαύρη καπνιά είχε γεμίσει λίγο παραπάνω από το μισό ραβδί. “Το μίασμα διαφθείρει τα πάντα σ’ αυτό το μέρος”.

“Τι ήταν αυτό;” ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. “Τι ήταν;”

Ο Λόιαλ έδειξε μπερδεμένος. “Μα, το Μάτσιν Σιν φυσικά. Ο Μαύρος Ανεμος, που κλέβει ψυχές”.

“Μα τι είναι;” επέμεινε η Νυνάβε. “Ακόμα κι έναν Τρόλοκ μπορείς να τον κοιτάξεις, να τον αγγίξεις, αν αντέχει το στομάχι σου. Αλλά αυτό...” Ανατρίχιασε σύγκορμη.

“Ίσως κάτι που έμεινε από τον Καιρό της Τρέλας”, απάντησε η Μουαραίν. “Ή ίσως κι από τον Πόλεμο της Σκιάς, τον Πόλεμο της Δύναμης. Κάτι που κρύβεται στις Οδούς τόσο πολύ καιρό, που δεν μπορεί πια να βγει έξω. Δεν υπάρχει κανείς, ούτε ακόμα και ανάμεσα στους Ογκιρανούς, που να ξέρει πόσο μακριά και πόσο βαθιά φτάνουν οι Οδοί. Ίσως να είναι ακόμα και δημιούργημα των ίδιων των Οδών. Όπως είπε ο Λόιαλ, οι Οδοί είναι ζωντανά πλάσματα και όλα τα ζωντανά πλάσματα έχουν παράσιτα. Ίσως, ακόμα, να είναι ένα πλάσμα της ίδιας της διαφθοράς, ένα γέννημα της σαπίλας. Κάτι που μισεί τη ζωή και το φως”.

“Φτάνει!” φώναξε η Εγκουέν. “Δεν θέλω να ακούσω άλλα. Άκουγα αυτό, να λέει...” Σταμάτησε τρέμοντας.

“Θα βρούμε και χειρότερα”, είπε απαλά η Μουαραίν. Του Ραντ του φάνηκε πως δεν το είχε πει για να το ακούσουν.

Η Άες Σεντάι ανέβηκε κουρασμένα στη σέλα και κάθισε με ένα στεναγμό ευχαρίστησης. “Αυτό είναι επικίνδυνο”, είπε, κοιτάζοντας τη σπασμένη είσοδο. Δεν έριξε παρά μόνο μια ματιά στο καμένο ραβδί της. “Το πλάσμα δεν μπορεί να βγει έξω, αλλά οποιοσδήποτε μπορεί να μπει. Ο Άγκελμαρ πρέπει να στείλει ανθρώπους να το χτίσουν, όταν φτάσουμε στο Φαλ Ντάρα”. Έδειξε προς το βορρά, τους πύργους, που φαίνονταν στην αχλύ του ορίζοντα πάνω από τις γυμνές δεντροκορφές.

Загрузка...