Η Νυνάβε κοίταξε με θαυμασμό αυτό που βρισκόταν μπροστά τους πιο κάτω στο ποτάμι, την Άσπρη Γέφυρα, που άστραφτε στον ήλιο με μια γαλακτερή λάμψη. Άλλος ένας θρύλος, σκέφτηκε, κοιτάζοντας τον Πρόμαχο και την Άες Σεντάι, που προχωρούσαν μπροστά της. Άλλος ένας θρύλος και δεν φαίνεται να δίνουν την παραμικρή σημασία. Αποφάσισε ότι δεν θα την έπιαναν να κοιτάζει. Θα γελάσουν, αν με δουν να χαζεύω σαν άξεστος χωριάτης. Οι τρεις τους προχώρησαν σιωπηλά προς τη μυθική Άσπρη Γέφυρα.
Μετά από κείνο το πρωί, τότε που είχαν φύγει από τη Σαντάρ Λογκόθ και είχε βρει τη Μουαραίν και τον Λαν στην όχθη του Αρινέλε, η Νυνάβε και η Άες Σεντάι δεν είχαν κάτσει να συζητήσουν πραγματικά. Μιλούσαν, φυσικά, όχι όμως για κάτι ουσιαστικό, τουλάχιστον όπως το έβλεπε η Νυνάβε. Για παράδειγμα, υπήρχαν οι απόπειρες της Μουαραίν να την πείσει να πάει στην Ταρ Βάλον. Στην Ταρ Βάλον. Θα πήγαινε εκεί, αν ήταν ανάγκη και θα την εκπαίδευαν, αλλά όχι για τους λόγους που σκεφτόταν η Άες Σεντάι. Αν η Μουαραίν έκανε κακό στην Εγκουέν και τα αγόρια...
Μερικές φορές, άθελά της, η Νυνάβε αναρωτιόταν τι θα έκανε μια Σοφία με τη Μία Δύναμη, τι θα μπορούσε να κάνει. Όποτε όμως καταλάβαινε τι σκεφτόταν, ένα ξέσπασμα θυμού έκαιγε αυτές τις σκέψεις. Η Δύναμη ήταν κάτι το βρωμερό. Δεν θα ανακατευόταν μ’ όλα αυτά. Εκτός αν χρειαζόταν.
Η καταραμένη γυναίκα ήθελε μόνο να μιλά για το ότι θα την πήγαινε στην Ταρ Βάλον για εκπαίδευση. Η Μουαραίν δεν θα της έλεγε τίποτα! Δεν ήθελε να μάθει τίποτα σχετικό.
Θυμήθηκε ότι είχε ρωτήσει επιτακτικά, “Πώς σκοπεύεις να τους βρούμε;”
“Όπως σου είπα”, απάντησε η Μουαραίν, δίχως να γυρίσει για να την κοιτάξει, “όταν θα είμαι κοντά στους δύο που έχασαν τα νομίσματα, θα το καταλάβω”. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τη ρωτούσε η Νυνάβε, αλλά η φωνή της Άες Σεντάι ήταν σαν μια ασάλευτη λίμνη, που δεν έλεγε να κάνει κυματάκια, όσες πέτρες κι αν έριχνε η Νυνάβε· η Σοφία άναβε και κόρωνε, κάθε φορά που συνέβαινε αυτό. Η Μουαραίν συνέχισε να μιλά, σαν να μην ένιωθε το βλέμμα της Νυνάβε στην πλάτη της· η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι το ένιωθε, τόσο έντονα που την κοίταζε. “Όσο περισσότερος χρόνος περάσει, τόσο πιο κοντά θα πρέπει να πλησιάσω, αλλά θα το καταλάβω. Όσο για εκείνον που έχει ακόμα το δώρο του, όσο το έχει στην κατοχή του θα μπορώ να τον παρακολουθήσω κι από την άκρη του κόσμου, αν χρειαστεί”.
“Και μετά; Τι σχεδιάζεις να κάνεις όταν τους βρεις, Άες Σεντάι;” Δεν πίστευε, ούτε για μια στιγμή, ότι η Άες Σεντάι θα κοπίαζε τόσο για να τους βρει, αν δεν είχε κάποιο σχέδιο.
“Η Ταρ Βάλον, Σοφία”.
“Ταρ Βάλον, Ταρ Βάλον. Μόνο αυτό ξέρεις να λες και άρχισα να—”
“Μεταξύ των άλλων που θα διδαχθείς κατά την εκπαίδευσή σου στην Ταρ Βάλον, Σοφία, είναι και πώς να συγκρατείς την ψυχραιμία σου. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα με τη Μία Δύναμη, όταν τα συναισθήματα κυβερνούν το νου σου”. Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα, αλλά η Άες Σεντάι συνέχισε να μιλά. “Λαν, πρέπει να σου μιλήσω μια στιγμή”.
Έσκυψαν τα κεφάλια κοντά και η Νυνάβε έμεινε με μια μουτρωμένη, βλοσυρή έκφραση, την οποία σιχαινόταν. Έπαιρνε συχνά αυτή την έκφραση, καθώς η Άες Σεντάι έστρεφε επιδέξια της ερωτήσεις της σε άλλα θέματα, ξεγλιστρούσε με άνεση από τις ρητορικές παγίδες της και αγνοούσε τις φωνές της, ώσπου έμεναν Και οι δύο σιωπηλές. Αυτή η μουτρωμένη έκφραση την έκανε να νιώθει σαν κοριτσόπουλο, που κάποια από τον Κύκλο των Γυναικών το είχε πιάσει να κάνει χαζομάρες. Η Νυνάβε δεν είχε συνηθίσει αυτή την αίσθηση και το γαλήνιο χαμόγελο της Μουαραίν χειροτέρευε την κατάσταση.
Μακάρι να υπήρχε τρόπος να ξεφορτωθεί αυτή τη γυναίκα. Ο Λαν θα ήταν σε καλύτερη μοίρα μόνος του ―οι Πρόμαχοι θα έπρεπε να μπορούν να αντεπεξέλθουν σε κάθε ανάγκη, σκέφτηκε η Νυνάβε βιαστικά, νιώθοντας ένα ξαφνικό αναψοκοκκίνισμα· δεν υπήρχε άλλος λόγος- αλλά αυτοί οι δύο δεν χώριζαν.
Αλλά όμως, ο Λαν την εξόργιζε πιο πολύ απ’ όσο η Μουαραίν. Η Νυνάβε δεν καταλάβαινε γιατί ήταν τόσο εύθικτη μπροστά στον Λαν. Ο Πρόμαχος σπάνια μιλούσε — μερικές φορές δεν έλεγε ούτε δέκα λέξεις όλη τη μέρα — και ποτέ δεν συμμετείχε στις... συζητήσεις με τη Μουαραίν. Συχνά ήταν μακριά από τις δύο γυναίκες κι εξερευνούσε την περιοχή, αλλά, ακόμα κι όταν ήταν εκεί, στεκόταν λιγάκι κατά μέρος, παρακολουθώντας τις, σαν να έβλεπε μονομαχία. Η Νυνάβε ευχόταν να σταματούσε αυτή τη συμπεριφορά του. Αν ήταν μονομαχία, η Νυνάβε δεν είχε καταφέρει να κερδίσει ούτε μια φορά και η Μουαραίν δεν έδειχνε να καταλαβαίνει καν ότι έπαιρνε μέρος σε μάχη. Η Νυνάβε θα άντεχε να ζήσει και χωρίς τα ψυχρά γαλάζια μάτια του, χωρίς καν αυτό το βουβό κοινό.
Κάπως έτσι είχε κυλήσει το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού τους. Μέσα στην ησυχία, εκτός από όταν την έλουζε ο θυμός της και, μερικές φορές, όταν φώναζε, ο ήχος της φωνής της έμοιαζε να τσακίζει τη σιωπή, σαν γυαλί που έσπαζε. Η γη ήταν σιωπηλή, λες και, κόσμος κοντοστεκόταν για να ξελαχανιάσει. Ο άνεμος αναστέναζε στα δέντρα, όμως παντού αλλού επικρατούσε γαλήνη. Κι ο άνεμος, επίσης, έμοιαζε απόμακρος, ακόμα και όταν χωνόταν στο μανδύα και της πάγωνε την πλάτη.
Στην αρχή η γαλήνη ήταν παρηγοριά, μετά απ’ όσα είχαν συμβεί. Η Νυνάβε είχε την αίσθηση ότι από τη Νύχτα του Χειμώνα είχε να νιώσει μια ήσυχη στιγμή. Αλλά, καθώς τελείωνε η πρώτη μέρα που είχε περάσει μόνη της με την Άες Σεντάι και τον Πρόμαχο, η Νυνάβε κοίταζε πάνω από τον ώμο της και χτυπούσε τα δάχτυλα στη σέλα, σαν να είχε φαγούρα στην πλάτη, σε σημείο που δεν έφτανε. Η σιωπή έμοιαζε με κρύσταλλο, καταδικασμένο να τσακιστεί και η Νυνάβε ένιωθε το βάρος της, περιμένοντας το πρώτο ράγισμα.
Το ίδιο βάρος ένιωθαν επίσης η Μουαραίν με τον Λαν, έστω κι αν εξωτερικά έδειχναν ατάραχοι. Η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι κάτω από τη γαλήνια όψη τους, όσο περνούσε η ώρα, από μέσα κάτι τους κούρντιζε, σαν ελατήριο ρολογιού, που κάποιος το έφερνε στο σημείο θραύσης. Η Μουαραίν έμοιαζε να αφουγκράζεται πράγματα που δεν υπήρχαν και αυτό που άκουγε έκανε το μέτωπό της να ρυτιδώνει. Ο Λαν ατένιζε το δάσος και το ποτάμι, σαν τα άφυλλα δέντρα και τα πλατιά, νωθρά νερά να έδειχναν σημάδια από παγίδες Και ενέδρες, που τους περίμεναν πιο κάτω.
Ένα μέρος της χαιρόταν, επειδή δεν ήταν η μόνη που ένιωθε ότι άλος ο κόσμος στεκόταν στο χείλος του γκρεμού, αλλά, αν το ένιωθαν κι αυτοί, τότε ήταν αληθινό· ένα άλλο μέρος του εαυτού της παρακαλούσε να ήταν αυτή η αίσθηση γέννημα της φαντασίας της. Κάτι γαργαλούσε τις γωνιές του μυαλού της, όπως όταν άκουγε τον άνεμο, αλλά τώρα ήξερε ότι αυτό το γαργαλητό είχε να κάνει με τη Μία Δύναμη· δεν ήθελε να αγκαλιάσει αυτές τις ρυτίδες στην άκρη της σκέψης της.
“Δεν είναι τίποτα”, είπε ο Λαν ήρεμα όταν τον ρώτησε. Καθώς μιλούσε, δεν την κοίταζε· τα μάτια του δεν έπαψαν να ψάχνουν γύρω τους. Έπειτα, αντιφάσκοντας με αυτό που μόλις είχε πει, πρόσθεσε, “Θα ’πρεπε να πας πίσω στους Δύο Ποταμούς, όταν φτάσουμε στην Ασπρογέφυρα και το Δρόμο του Κάεμλυν. Εδώ είναι πολύ επικίνδυνα. Όμως τίποτα δεν θα σε εμποδίσει να γυρίσεις πίσω”. Δεν είχε ξαναμιλήσει τόσο πολύ εκείνη τη μέρα.
“Είναι κι αυτή μέρος του Σχεδίου, Λαν”, τον έψεξε η Μουαραίν. Κι αυτή· κοίταζε αλλού. “Είναι ο Σκοτεινός, Νυνάβε. Η καταιγίδα μας άφησε... τουλάχιστον προς το παρόν”. Σήκωσε το χέρι, σαν να ήθελε να νιώσει τον αέρα, έπειτα το έτριψε ασυναίσθητα στο φόρεμα της, σαν να είχε αγγίξει βρωμιά. “Ακόμα παρακολουθεί, όμως” —αναστέναξε— “και το βλέμμα του είναι δυνατότερο. Όχι σ’ εμάς, αλλά στον κόσμο. Πόσο ακόμα, μέχρι να δυναμώσει αρκετά για να...”
Η Νυνάβε καμπούριασε τους ώμους· ξαφνικά της φάνηκε πως, σχεδόν, μπορούσε να νιώσει κάποιον να κοιτά την πλάτη της. Θα Προτιμούσε να μην είχε δώσει αυτή την εξήγηση η Μουαραίν.
Ο Λαν προχωρούσε για να ανιχνεύει την περιοχή μπροστά τους, πιο κάτω στο ποτάμι. Πριν, τη διαδρομή την επέλεγε αυτός· τώρα αυτό το έκανε η Μουαραίν, με μεγάλη σιγουριά, σαν να ακολουθούσε αόρατα ίχνη, χνάρια στον αέρα, την οσμή της μνήμης. Ο Λαν απλώς έλεγχε τη διαδρομή που προτιμούσε η Μουαραίν, για να δει αν ήταν ασφαλής. Η Νυνάβε είχε την αίσθηση ότι, ακόμα κι αν ο Λαν έλεγε πως ήταν επικίνδυνη, η Μουαραίν θα επέμενε να την ακολουθήσουν. Η Νυνάβε ήταν σίγουρη πως, ακόμα και τότε, ο Λαν θα πήγαινε. Θα κατέβαινε το ποτάμι ως...
Η Νυνάβε αναδύθηκε από τις σκέψεις της, έκπληκτη. Βρίσκονταν στην αρχή της Ασπρης Γέφυρας. Η χλωμή αψίδα έλαμπε στο φως του ήλιου· ήταν ένας γαλακτώδης ιστός αράχνης, ο οποίος δρασκέλιζε τον Αρινέλε, τόσο λεπτεπίλεπτος, που σίγουρα δεν μπορούσε να σταθεί μόνος του. Το βάρος ενός ανθρώπου θα τον σώριαζε, πόσο μάλλον το βάρος ενός αλόγου. Σίγουρα σε λίγο Θα κατέρρεε κάτω από το ίδιο του το βάρος.
Ο Λαν και η Μουαραίν προχώρησαν αμέριμνοι, πήραν τον λαμπερό, λευκό δρόμο και ανέβηκαν στη γέφυρα. Οι οπλές των αλόγων τους κουδούνιζαν, όχι σαν ατσάλι σε γυαλί, αλλά σαν ατσάλι σε ατσάλι. Η επιφάνεια της γέφυρας έμοιαζε λεία σαν γυαλί, σαν υγρό γυαλί, αλλά το βήμα των αλόγων ήταν σταθερό και σίγουρο.
Η Νυνάβε πίεσε τον εαυτό της να τους ακολουθήσει, αλλά περίμενε πως με το πρώτο βήμα ολόκληρη η κατασκευή θα γκρεμιζόταν κάτω από τα πόδια τους. Αν υπήρχε δαντέλα φτιαγμένη από γυαλί, σκέφτηκε, έτσι θα έμοιαζε.
Μόνο όταν την είχαν περάσει σχεδόν όλη πρόσεξε τη δριμεία μυρωδιά καπνίλας, που ήταν πηχτή στον αέρα. Μετά από μια στιγμή, το είδε.
Γύρω από την πλατεία που βρισκόταν στη βάση της Άσπρης Γέφυρας, πεντ’ έξι κτίρια είχαν γίνει σωροί από καρβουνιασμένα κούτσουρα, που ακόμα έβγαζαν καπνούς. Ανδρες με κακοφτίαγμένες κόκκινες στολές και θαμπές αρματωσιές περιπολούσαν στους δρόμους, αλλά προχωρούσαν γοργά, σαν να φοβούνταν μήπως βρουν τίποτα και έριχναν ματιές πάνω από τους ώμους τους. Οι κάτοικοι της πόλης — οι λίγοι που είχαν βγει — σχεδόν έτρεχαν, με τους ώμους καμπουριασμένους, σαν να τους κυνηγούσε κάτι.
Ο Λαν έδειχνε βλοσυρός, περισσότερο απ’ όσο συνήθως, και οι άνθρωποι απέφευγαν τους τρεις τους, ακόμα και οι στρατιώτες. Ο Πρόμαχος μύρισε τον αέρα και έκανε μια γκριμάτσα, μουγκρίζοντας χαμηλόφωνα. Της Νυνάβε δεν της φάνηκε παράξενο, αφού η καπνίλα ήταν ακόμα τόσο δυνατή.
“Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το Θέλει”, μουρμούρισε η Μουαραίν. “Κανένα μάτι δεν μπορεί να δει το Σχέδιο, μέχρι να υφανθεί”.
Κατέβηκε από την Αλντίμπ και έπιασε κουβέντα με τους ντόπιους. Δεν έκανε ερωτήσεις· πρόσφερε συμπόνια και, προς μεγάλη έκπληξη της Νυνάβε, έμοιαζε ειλικρινής. Άνθρωποι, που απέφευγαν τον Λαν και ήταν έτοιμοι να τρέξουν μακριά από κάθε ξένο, σταματούσαν για να μιλήσουν με τη Μουαραίν. Ξαφνιάζονταν και οι ίδιοι μ’ αυτό που έκαναν, αλλά ξανοίγονταν, με κάποιον τρόπο, μπροστά στο καθαρό βλέμμα και την παρηγορητική φωνή της Μουαραίν. Τα μάτια της Άες Σεντάι έμοιαζαν να μοιράζονται τον πόνο του κόσμου, να συμπονούν τη σύγχυση τους. Και η γλώσσα των άλλων μιλούσε.
Ακόμα κι έτσι, έλεγαν ψέματα, όμως. Οι πιο πολλοί. Μερικοί αρνούνταν ότι υπήρχε κανένα πρόβλημα. Δεν υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα. Η Μουαραίν ανέφερε τα καμένα κτίρια γύρω από την πλατεία. Όλα ήταν μια χαρά, επέμειναν εκείνοι, κοιτάζοντας πέρα από αυτό που δεν ήθελαν να δουν.
Ένας απ’ αυτούς που ρώτησε ήταν ένας παχύς τύπος, που της απάντησε φαινομενικά εγκάρδια, αλλά το μάγουλο του έκανε συσπάσεις, όταν ακουγόταν θόρυβος πίσω του. Με χαμόγελό που εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν, ισχυρίσθηκε πως μια αναποδογυρισμένη λάμπα είχε βάλει φωτιά, που είχε εξαπλωθεί με τον άνεμο πριν προλάβουν να κάνουν τίποτα. Η Νυνάβε, με μια ματιά, είδε ότι τα καμένα κτίρια ήταν μακριά το ένα από το άλλο.
Σχεδόν κάθε άνθρωπος είχε και τη δική του ιστορία. Αρκετές γυναίκες χαμήλωσαν τη φωνή συνωμοτικά. Η αλήθεια ήταν πως, κάπου στην πόλη, υπήρχε ένας άντρας που έπαιζε με τη Μία Δύναμη. Ήταν καιρός να φέρουν τις Άες Σεντάι· και μάλιστα κακώς δεν τις είχαν φέρει ήδη, αυτή ήταν η γνώμη τους, ό,τι κι αν έλεγαν οι άνδρες για την Ταρ Βάλον. Ας έρχονταν οι Άες Σεντάι να δώσουν λύση.
Ένας άνδρας ισχυρίσθηκε πως ήταν επίθεση ληστών και ένας άλλος πως ήταν ταραχές Σκοτεινόφιλων. “Ξέρεις, είναι εκείνοι που πάνε να δουν τον ψεύτικο Δράκοντα”, της εξομολογήθηκε με ζοφερό ύφος. “Βράζει ο τόπος από δαύτους. Σκοτεινόφιλοι, από τον πρώτο ως τον τελευταίο”.
Μερικοί άλλοι μίλησαν για φασαρίες —τι είδους φασαρίες, σ’ αυτό δεν ήταν σαφείς— που είχαν κατέβει το ποτάμι με ένα πλοίο.
“Τους δείξαμε”, μουρμούρισε ένας στενοπρόσωπος άνδρας, τρίβοντας τα χέρια του νευρικά. “Αυτά ας τα κάνουν στις Μεθόριους, που είναι η θέση τους. Κατεβήκαμε στο μόλο και-” Σταμάτησε να μιλά, τόσο απότομα, που τα δόντια του χτύπησαν μ’ ένα ξερό ήχο. Δίχως να πει άλλη λέξη το έβαλε στα πόδια, κοιτάζοντας τους πάνω από τον ώμο του, σαν να νόμιζε πως θα τον κυνηγούσαν.
Το πλοίο είχε ξεφύγει μια μέρα πριν — αυτό τελικά έγινε σαφές με τα λεγόμενα άλλων. Το πλήρωμα είχε κόψει τα σχοινιά, ενώ ο όχλος χιμούσε σας αποβάθρες και το πλοίο είχε αρχίσει να κατεβαίνει το ποτάμι. Η Νυνάβε αναρωτήθηκε, μήπως ήταν εκεί η Εγκουέν και τα αγόρια. Μια γυναίκα είχε πει πως στο πλοίο ήταν ένας Βάρδος. Αν ήταν ο Θομ Μέριλιν...
Είπε τη γνώμη της στη Μουαραίν, ότι μπορεί μερικά από τα παιδιά να το είχαν σκάσει μ’ αυτό το πλοίο. Η Άες Σεντάι την άκουσε υπομονετικά, νεύοντας, μέχρι να ολοκληρώσει.
“Ίσως”, είπε μετά η Μουαραίν, αλλά φαινόταν να αμφιβάλλει.
Ένα πανδοχείο έστεκε ακόμα στην πλατεία· ένας τοίχος που έφτανε στο ύψος των ώμων, χώριζε την κοινή αίθουσα στα δύο. Η Μουαραίν κοντοστάθηκε, καθώς έμπαινε στο πανδοχείο, ύψωσε το χέρι στον αέρα. Χαμογέλασε μ’ αυτό που ένιωσε, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είπε τίποτα.
Έφαγαν το φαγητό τους μέσα σε σιωπή, όχι μόνο τη δική τους, αλλά ολόκληρης της κοινής αίθουσας. Οι λιγοστοί άνθρωποι που έτρωγαν εκεί πρόσεχαν τα πιάτα τους και ήταν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ο πανδοχέας, που ξεσκόνιζε τραπέζια με την άκρη της ποδιάς του, μουρμούριζε συνεχώς μόνος του, αλλά τόσο χαμηλόφωνα, που δεν ακουγόταν. Η Νυνάβε σκέφτηκε πως δεν θα ήταν ευχάριστο να κοιμηθούν εκεί· ο φόβος ήταν διάχυτος στον αέρα.
Σκούπισαν τα πιάτα με τις τελευταίες μπουκιές τους και τα έσπρωξαν από μπροστά τους. Μετά από λίγο, ένας στρατιώτης με κόκκινη στολή φάνηκε στην είσοδο. Της Νυνάβε της φάνηκε εντυπωσιακός, με το μυτερό κράνος και το στιλβωμένο προστήθιο, ώσπου ο στρατιώτης έκανε ένα βήμα στην αίθουσα, ακουμπώντας το χέρι στη λαβή του σπαθιού με αυστηρή έκφραση και χαλάρωσε ΤΟ σφιχτό κολάρο με το δάχτυλό του. Της θύμισε τον Τσεν Μπούι, που προσπαθούσε να φερθεί όπως άρμοζε σε Σύμβουλο του Χωρίου.
Ο Λαν καταδέχθηκε να του ρίξει μια ματιά και ξεφύσηξε. “Πολιτοφυλακή. Άχρηστοι”.
Ο στρατιώτης κοίταξε την αίθουσα και το βλέμμα του σταμάτησε πάνω τους. Κοντοστάθηκε, έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα Και πλησίασε με βαρύ βήμα για να ρωτήσει επιτακτικά, μιλώντας με φούρια, ποιοι ήταν, τι δουλειές είχαν στην Ασπρογέφυρα και πόσο σκόπευαν να μείνουν.
“Φεύγουμε αμέσως μόλις τελειώσω τη μπύρα μου”, είπε ο Λαν. Ήπιε αργά άλλη μια γουλιά, πριν σηκώσει τα μάτια στον στρατιώτη. “Το Φως να φωτίζει την καλή Βασίλισσα Μοργκέις”.
Ο άνδρας με την κόκκινη στολή άνοιξε το στόμα, έπειτα κοίταξε Καλά τα μάτια του Λαν και έκανε ένα βήμα πίσω. Αμέσως συγκρατήθηκε, ρίχνοντας μια ματιά στη Μουαραίν και τη Νυνάβε. Η Νυνάβε, για μια στιγμή, σκέφτηκε πως θα έκανε κάτι ανόητο για να μην φανεί δειλός μπροστά σε δύο γυναίκες. Η εμπειρία της της έλεγε πως οι άνδρες συχνά ήταν βλάκες σ’ αυτό το ζήτημα. Αλλά Πολλά είχαν γίνει στην Ασπρογέφυρα· πολλή αβεβαιότητα είχε ξεχυθεί από τα βάθη του ανθρώπινου μυαλού. Ο πολιτοφύλακας κοίταξε πάλι τον Λαν και το ξανασκέφτηκε. Το σκληρό πρόσωπο του Λαν ήταν ανέκφραστο, μα υπήρχαν και κείνα τα ψυχρά γαλάζια μάτια. Τόσο ψυχρά.
Ο πολιτοφύλακας συμβιβάστηκε και του απάντησε μ’ ένα απότομο νεύμα. “Κανόνισε να φύγετε. Πολλοί ξένοι κυκλοφορούν τώρα τελευταία κι αυτό δεν είναι καλό για την ειρήνη της Βασίλισσας”. Έκανε στροφή επιτόπου και βγήκε πάλι με βροντερό βήμα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ξαναπάρει το αυστηρό βλέμμα. Οι ντόπιοι που ήταν στο πανδοχείο δεν φάνηκαν να προσέχουν τίποτα.
“Πού πάμε;” ρώτησε απαιτητική η Νυνάβε τον Πρόμαχο. Η ατμόσφαιρα της αίθουσας ήταν τέτοια, που την ανάγκασε να μιλήσει χαμηλόφωνα, αλλά ο τόνος της ήταν σταθερός. “Ακολουθούμε το πλοίο;”
Ο Λαν κοίταξε τη Μουαραίν, που κούνησε ελαφρά το κεφάλι της και είπε, “Πρώτα πρέπει να βρω εκείνον, που είμαι σίγουρη ότι θα βρω και προς το παρόν είναι κάπου στα βόρειά μας. Δεν νομίζω πάντως ότι οι άλλοι πήραν το πλοίο”. Ένα χαμογελάκι ικανοποίησης άνθισε στα χείλη της. “Ήταν σ’ αυτή την αίθουσα, ίσως πριν από μία μέρα, το πολύ δύο. Φοβόντουσαν, αλλά έφυγαν ζωντανοί. Το ίχνος τους δεν θα κρατούσε τόσο, αν δεν υπήρχε αυτό το δυνατό συναίσθημα”.
“Ποιοι δύο;” Η Νυνάβε έσκυψε πάνω από το τραπέζι με έξαψη. “Ξέρεις;” Η Άες Σεντάι κούνησε το κεφάλι, με μια κίνηση σχεδόν αδιόρατη και η Νυνάβε ξανάγειρε πίσω. “Αν είναι μόνο μία ή δύο μέρες μπροστά μας, γιατί δεν ψάχνουμε πρώτα γι’ αυτούς;”
“Ξέρω ότι ήταν εδώ”, είπε η Μουαραίν με την ανυπόφορα γαλήνια φωνή της, “αλλά πέρα απ’ αυτό δεν ξέρω αν πήγαν ανατολικά ή βόρεια ή νότια. Πιστεύω ότι είναι αρκετά έξυπνοι για να πάνε στα ανατολικά, προς το Κάεμλυν, αλλά δεν το ξέρω και δίχως τα δώρα τους δεν θα ξέρω πού είναι, αν δεν βρεθώ σε απόσταση περίπου μισού μιλίου. Σε δύο μέρες θα μπορούσαν να έχουν προχωρήσει είκοσι μίλια, ή σαράντα, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, αν τους ωθούσε ο φόβος. Και όταν έφυγαν από εδώ ήταν σίγουρα φοβισμένοι”.
“Αλλά—”
“Σοφία, όσο και να φοβούνταν, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν έτρεξαν, στο τέλος θα θυμηθούν το Κάεμλυν και θα τους βρω εκεί. Αλλά, πρώτα, θα βοηθήσω αυτόν που μπορώ να βρω τώρα”.
Η Νυνάβε ξανάνοιξε το στόμα, όμως ο Λαν την έκοψε με απαλή φωνή. “Είχαν λόγο να φοβούνται. Κοίταξε γύρω του, έπειτα χαμήλωσε τη φωνή του. “Από εδώ έχει περάσει Ημιάνθρωπος” Έκανε μια γκριμάτσα, όπως είχε κάνει στην πλατεία. “Ακόμα νιώθω την οσμή του παντού”.
Η Μουαραίν αναστέναξε. “Θα κρατήσω την ελπίδα μέχρι τέλους. Αρνούμαι να πιστέψω ότι ο Σκοτεινός μπορεί να νικήσει τόσο εύκολα. Θα τους βρω και τους τρεις σώους και αβλαβείς. Πρέπει να το πιστεύω αυτό”.
“Κι εγώ επίσης θέλω να βρω τα αγόρια”, ε£πε η Νυνάβε, “αλλά τι γίνεται με την Εγκουέν, Ποτέ δεν την αναφέρεις και με αγνοείς όταν ρωτάω. Νόμιζα ότι θα την έπαιρνες στην” —έριξε μια ματιά στα άλλα τραπέζια και χαμήλωσε τη φωνή της- “στην Ταρ Βάλον”.
Η Άες Σεντάι κοίταξε το τραπέζι για λίγο, πριν υψώσει το βλέμμα στη Νυνάβε και, όταν την κοίταξε, η Νυνάβε έγειρε πίσω για να αποφύγει τη θυμωμένη λάμψη των ματιών της Μουαραίν. Έπειτα όρθωσε το ανάστημά της, καθώς θύμωνε και η ίδια, αλλά, πριν πει λέξη, η Άες Σεντάι μίλησε με παγερό τόνο.
“Ελπίζω να βρω και την Εγκουέν σώα και αβλαβή. Όταν βρίσκω κοπέλες που έχουν τόση δύναμη, δεν συνηθίζω να τις εγκαταλείπω. Αλλά θα γίνει όπως ο Τροχός υφαίνει”.
Η Νυνάβε ένιωσε παγωνιά στην κοιλιά της. Είμαι από τις κοπέλες που δεν εγκαταλείπεις; Αυτό θα το δούμε, Άες Σεντάι. Που να σε κάψει το Φως, αυτό θα το δούμε!
Απόφαγαν μέσα στη σιωπή και ήταν σιωπηλοί οι τρεις που πέρασαν από τις πύλες και πήραν τον Δρόμο του Κάεμλυν. Τα μάτια της Μουαραίν έψαχναν τον ορίζοντα προς τα βορειοανατολικά. Πίσω χους ζάρωνε η γεμάτη καπνιά πόλη της Ασπρογέφυρας.