49 Ο Σκοτεινός Σαλεύει

Η αυγή ξύπνησε τον Ραντ απότομα, με τον σκυθρωπό ήλιο να τρυπά τα βλέφαρά του, καθώς ξεμύτιζε απρόθυμα πάνω από τις δεντροκορφές της Μάστιγας. Αν και ήταν τόσο νωρίς, η ζέστη τύλιγε τη χαλασμένη χώρα σαν βαριά κουβέρτα. Ο Ραντ έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα, με το κεφάλι στην τυλιγμένη κουβέρτα του που είχε για μαξιλάρι, ατενίζοντας τον ουρανό. Ο ουρανός ήταν ακόμα γαλανός. Ακόμα κι εδώ, αυτό, τουλάχιστον, έμενε απείραχτο.

Ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι είχε κοιμηθεί. Για ένα λεπτό, η αμυδρή ανάμνηση κάποιας συζήτησης που είχε ακούσει του φάνηκε ότι ήταν από κάποιο όνειρο. Μετά είδε τα κοκκινισμένα μάτια της Νυνάβε· προφανώς, εκείνη δεν είχε κοιμηθεί. Το πρόσωπο του Λαν ήταν πιο σκληρό από ποτέ, σαν να είχε ξαναφορέσει μια μάσκα και δεν σκόπευε να την ξαναβγάλει ποτέ.

Η Εγκουέν πλησίασε τη Σοφία και γονάτισε πλάι της, με μια έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπο. Ο Ραντ δεν μπορούσε γα ακούσει τι έλεγαν. Η Εγκουέν μίλησε και η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Η Εγκουέν είπε κάτι άλλο και η Σοφία κούνησε το χέρι απορριπτικά. Αντί να φύγει η Εγκουέν, έσκυψε πιο κοντά και για μερικά λεπτά οι δύο γυναίκες συνέχισαν να μιλούν ακόμα πιο χαμηλόφωνα, ενώ η Νυνάβε ακόμα κουνούσε το κεφάλι. Η Σοφία έδωσε τέλος μ’ ένα γέλιο, αγκαλιάζοντας την Εγκουέν και, όπως έδειχνε η έκφραση της, μιλώντας της παρηγορητικά. Όταν όμως η Εγκουέν σηκώθηκε, αγριοκοίταξε τον Πρόμαχο. Ο Λαν δεν φάνηκε να την προσέχει· δεν κοίταζε καθόλου προς το μέρος της Νυνάβε.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι, μάζεψε τα πράγματά του και έπλυνε βιαστικά τα χέρια και το πρόσωπο και τα δόντια με το λίγο νερό που τους επέτρεπε να χρησιμοποιήσουν γι’ αυτό το σκοπό ο Λαν. Αναρωτήθηκε αν οι γυναίκες είχαν τρόπο να διαβάζουν το νου των ανδρών. Ήταν μια σκέψη που σ’ έβαζε σε ανησυχία. Όλες οι γυναίκες είναι Άες Σεντάι. Σκέφτηκε πως άφηνε τη Μάστιγα να τον επηρεάσει, ξέπλυνε το στόμα του και έτρεξε να σελώσει το ντορή του.

Ο τρόπος που εξαφανίστηκε το στρατόπεδό τους, πριν ο Ραντ φτάσει στα άλογα, τον έκανε να νιώσει ταραχή, αλλά, όταν τελείωσε και έδενε το λουρί της σέλας, όσα υπήρχαν στο λόφο ξαναφάνηκαν, σαν να είχε ανοίξει τα μάτια του. Όλοι ετοιμάζονταν βιαστικά.

Οι επτά πύργοι ήταν ολοφάνεροι στο πρωινό φως, μακρινά σπασμένα κούτσουρα, όμοια με πελώριους τραχιούς λόφους, που απλώς θύμιζαν το μεγαλείο που είχε χαθεί. Οι εκατό λίμνες έδειχναν ένα λείο, απείραχτο γαλάζιο. Τίποτα δεν έσπαζε την επιφάνειά τους αυτό το πρωί. Όταν ο Ραντ κοίταζε τις λίμνες και τους γκρεμισμένους πύργους, σχεδόν μπορούσε να αγνοήσει τα αρρωστημένα πράγματα που φύτρωναν γύρω από το λόφο. Ο Λαν δεν φαινόταν να αποφεύγει να κοιτάζει τους πύργους, όπως και δεν έμοιαζε να αποφεύγει τη Νυνάβε, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, το βλέμμα του κοίταζε πάντα αλλού και ήταν συγκεντρωμένος στις προετοιμασίες για την αναχώρηση τους.

Όταν έδεσαν τα κοφινια στο υποζύγιο τους, όταν καθάρισαν τα σκουπίδια και τα ίχνη τους και όλοι είχαν ανέβει στα άλογα, η Άες Σεντάι στάθηκε στην κορυφή του λόφου με τα μάτια κλειστά, χωρίς καν να δείχνει ότι ανάσαινε. Απ’ ό,τι έβλεπε ο Ραντ, δεν συνέβαινε τίποτα, αν και η Νυνάβε και η Εγκουέν ένιωθαν ανατριχίλα παρά τη ζέστη και έτριβαν τα χέρια τους δυνατά. Ξαφνικά τα χέρια της Εγκουέν έμειναν ακίνητα στα μπράτσα της και άνοιξε το στόμα, κοιτάζοντας τη Σοφία. Πριν προλάβει να μιλήσει, και η Νυνάβε επίσης, σταμάτησε να τρίβεται και την κοίταξε με ένταση. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν και μετά η Εγκουέν ένευσε και χαμογέλασε πλατιά, κατόπιν και η Νυνάβε έκανε το ίδιο, αν και το χαμόγελο της ήταν διστακτικό.

Ο Ραντ πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του, που ήδη ήταν πιο υγρά από τον ιδρώτα παρά από το νερό με το οποίο είχε πλυθεί. Ήταν βέβαιος πως σ’ αυτή τη σιωπηλή συνομιλία υπήρχε κάτι που έπρεπε να το είχε καταλάβει, αλλά η απαλή σαν πούπουλο σκέψη που χάιδεψε το νου του χάθηκε, πριν προλάβει να την αντιληφθεί.

“Τι περιμένουμε;” ζήτησε να μάθει ο Ματ, με το κασκόλ τυλιγμένο γύρω από το μέτωπό του. Είχε το τόξο στο μπροστάρι της σέλας με ένα βέλος περασμένο και είχε γυρίσει τη φαρέτρα στο μπροστινό μέρος της ζώνης του για να τη φτάνει εύκολα.

Η Μουαραίν άνοιξε τα μάτια και κατηφόρισε το λόφο. “Περιμένουμε να αφαιρέσω και τα τελευταία απομεινάρια αυτού που έκανα εδώ χτες τη νύχτα Τα υπολείμματα θα διαλύονταν από μόνα τους σε μια μέρα, αλλά τώρα δεν θέλω να ρισκάρω, αν μπορώ να το αποφύγω. Είμαστε πολύ κοντά και η Σκιά εδώ είναι πολύ ισχυρή. Λαν;”

Ο Πρόμαχος περίμενε να καθίσει η Μουαραίν στη σέλα της Αλντίμπ και ξεκίνησε, οδηγώντας τους προς το βορρά, προς τα Όρη του Χαμού, που πρόβαλλαν απειλητικά λίγο πιο πέρα. Ακόμα και στο φως της ανατολής, οι κορυφές υψώνονταν μαύρες, δίχως ζωή, σαν σπασμένα δόντια. Σ’ έναν τοίχο που απλωνόταν προς τα ανατολικά και τα δυτικά, ως εκεί που έφτανε το βλέμμα.

“Θα φτάσουμε σήμερα στον Οφθαλμό, Μουαραίν Σεντάι;” ρώτησε η Εγκουέν.

Η Άες Σεντάι κοίταξε λοξά τον Λόιαλ. “Ελπίζω ναι. Την άλλη φορά που τον είχα βρει, ήταν μόλις πέρα στην άλλη πλευρά των βουνών, στη ρίζα των ψηλών περασμάτων”.

“Λέει ότι κινείται”, είπε ο Ματ, δείχνοντας τον Λόιαλ. “Αν δεν είναι εκεί που περιμένεις;”

“Τότε θα συνεχίσουμε να τον κυνηγάμε μέχρι να τον βρούμε. Ο Θαλερός νιώθει την ανάγκη και δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη ανάγκη από τη δική μας. Η ανάγκη μας είναι η ελπίδα του κόσμου”.

Καθώς τα βουνά πλησίαζαν, πλησίαζε και η πραγματική Μάστιγα. Εκεί που πριν τα φύλλα είχαν μαύρες πιτοτλιές και κίτρινες κηλίδες, τώρα τα φυλλώματα έπεφταν μουλιασμένα μπροστά στα μάτια του, σπάζοντας κάτω από το βάρος της σαπίλας τους. Τα δέντρα ήταν βασανισμένα, σακατεμένα πράγματα, με στρεβλωμένα κλαριά να απλώνονται προς τον ουρανό, σαν να ικέτευαν έλεος από κάποια δύναμη που δεν ήθελε να τα ακούει. Παχύ υγρό κυλούσε σαν πύον από τους φλοιούς που είχαν χαράξει και ανοίξει. Σαν να μην τους είχε απομείνει τίποτα το στέρεο, τα δέντρα έμοιαζαν να τρέμουν στο διάβα των αλόγων.

“Μοιάζουν σαν να θέλουν να μας αρπάξουν”, είπε ο Ματ νευρικά. Η Νυνάβε του έριξε μια απηυδισμένη, περίφρονητική ματιά κι εκείνος πρόσθεσε με ένταση, “Αφού έτσι μοιάζουν”.

“Και μερικά αυτό θέλουν”, είπε η Άες Σεντάι. Για μια στιγμή, τα μάτια της, όπως τους κοίταξε πάνω από τον ώμο της, ήταν πιο σκληρά κι από του Λαν. “Αλλά δεν θέλουν τίποτα απ’ ό,τι είμαι και η παρουσία μου σας προστατεύει”.

Ο Ματ γέλασε αμήχανα, σαν να πίστευε ότι η Μουαραίν αστειευόταν.

Ο Ραντ δεν ήταν τόσο βέβαιος. Στο κάτω-κάτω, αυτό το μέρος ήταν η Μάστιγα. Αλλά τα δέντρα δεν κινούνται. Γιατί ένα δέντρο να θέλει να αρπάξει έναν άνθρωπο, ακόμα κι αν μπορούσε; Φανταζόμαστε διάφορα και η Μουαραίν απλώς το λέει για να έχουμε τα μάτια μας τέσσερα.

Κοίταξε απότομα στα αριστερά του, πιο μέσα στο δάσος. Εκείνο το δέντρο, ούτε είκοσι απλωσιές πιο πέρα, είχε πράγματι σαλέψει και δεν το φανταζόταν. Δεν ήξερε τι είδος ήταν, ή τι είδος ήταν κάποτε, τόσο βασανισμένη και συστρεμμένη ήταν η μορφή του. Καθώς το κοίταζε, το δέντρο ξαφνικά τινάχτηκε πάλι μπρος-πίσω και μετά έσκυψε, ψάχνοντας με λυσσασμένες κινήσεις στο έδαφος. Κάτι τσίριξε, με στριγκή, διαπεραστική φωνή. Το δέντρο ίσιωσε πάλι· τα μέλη του ήταν τυλιγμένα γύρω από μια σκοτεινή μάζα που σφάδαζε και πιτσίλιζε και ούρλιαζε.

Ξεροκατάπιε και προσπάθησε να κάνει τον Κοκκινοτρίχη να παραμερίσει, αλλά σε κάθε πλευρά υπήρχαν δέντρα που έτρεμαν. Τα μάτια του αλόγου του γύρισαν, δείχνοντας μόνο το ασπράδι. Ο Ραντ βρέθηκε σε έναν κόμπο από άλογα, καθώς όλοι προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο.

“Συνεχίστε να προχωράτε”, διέταξε ο Λαν, τραβώντας το σπαθί του. Ο Πρόμαχος τώρα φορούσε τα γάντια του με την ατσάλινη επένδυση και τον γκριζοπράσινο μανδύα. “Μείνετε με τη Μουαραίν Σεντάι”. Γύρισε τον Μαντάρμπ, όχι προς το δέντρο και τη λεία του, αλλά προς την άλλη κατεύθυνση: Έτσι όπως άλλαζε χρώματα ο μανδύας του, η Μάστιγα τον κατάπιε, πριν χαθεί από τα μάτια τους ο μαύρος επιβήτοράς του.

“Πλησιάστε”, τους πρότρεψε η Μουαραίν. Δεν βράδυνε το βήμα της άσπρης φοράδας της, αλλά έκανε νόημα στους άλλους να μαζευτούν κοντά της. “Να είστε όσο πιο κοντά μπορείτε”.

Ένας βρυχηθμός ακούστηκε από το μέρος στο οποίο είχε πάει ο Πρόμαχος. Αντήχησε βαρύς στον αέρα και έκανε τα δέντρα να τρεμουλιάσουν και, όταν έσβησε, φάνηκε να μένει ο αντίλαλός του. Ο βρυχηθμός ακούστηκε πάλι, γεμάτος οργή και θάνατο.

“Ο Λαν”, είπε η Νυνάβε. “Θα—”

Ο φρικτός ήχος τη διέκοψε, αλλά τώρα υπήρχε μια καινούργια νότα μέσα του. Φόβος. Ξαφνικά, σταμάτησε.

“Ο Λαν ξέρει τι κάνει”, είπε η Μουαραίν. “Προχώρα, Σοφία”.

Ο Πρόμαχος ξεπρόβαλλε από τα δέντρα, κρατώντας το σπαθί μακριά από το σώμα του και το άλογά του. Μαύρο αίμα λέρωνε τη λεπίδα, αχνιστό. Ο Λαν σκούπισε προσεκτικά το σπαθί με ένα πανί που έβγαλε από το σακίδιό του και κοίταξε την ατσαλένια λεπίδα για να σιγουρευτεί πως είχε πάρει και την τελευταία σταγόνα. Όταν πέταξε κάτω το κουρέλι, αυτό διαλύθηκε πριν καν φτάσει στο χώμα και ακόμα και τα ξεφτίδια του έλιωσαν.

Ένα ογκώδες σώμα τους όρμηξε σιωπηλά από τα δέντρα. Ο Πρόμαχος έστριψε τον Μαντάρμπ, αλλά, τη στιγμή που το πολεμικό άτι ορθωνόταν, έτοιμο να χτυπήσει με τις ατσαλόντυτες οπλές του, το βέλος του Ματ πέταξε, τρυπώντας το μοναδικό μάτι σ’ ένα κεφάλι που έμοιαζε να αποτελείται κυρίως από στόμα και δόντια. Το πλάσμα σωριάστηκε κάτω, κλωτσώντας και ουρλιάζοντας, μερικά μέτρα πιο πέρα από την ομάδα. Ο Ραντ το κοίταξε, καθώς προσπερνούσαν βιαστικά. Το κάλυπταν σκληρές τρίχες, σχεδόν όμοιες με αγκάθια, είχε και άφθονα πόδια, που ενώνονταν υπό παράξενες γωνίες σε ένα σώμα μεγάλο σαν αρκούδας. Μερικά απ’ αυτά, όσα έβγαιναν από τη ράχη του, πρέπει να ήταν άχρηστα για περπάτημα, αλλά τα μακριά σαν δάχτυλο νύχια του έσκαβαν τη γη, ακόμα και στην επιθανάτια αγωνία του.

“Καλή βολή, βοσκέ”. Τα μάτια του Λαν είχαν ήδη ξεχάσει αυτό που πέθαινε πίσω τους και έψαχναν το δάσος.

Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι της. “Κανονικά δεν θα ήθελε να πλησιάσει τόσο κοντά σε κάποια που αγγίζει την Αληθινή Πηγή”.

“Ο Άγκελμαρ είπε ότι η Μάστιγα σαλεύει”, είπε ο Λαν. “Ίσως και η Μάστιγα, επίσης, ξέρει ότι ένας Ιστός εμφανίζεται στο Σχήμα”.

“Βιαστείτε”. Η Μουαραίν χτύπησε με τις φτέρνες τα πλευρά της Αλντίμπ. “Πρέπει να περάσουμε γρήγορα από τα ψηλά περάσματα.

Αλλά, πριν προλάβει να μιλήσει, η Μάστιγα τα έβαλε μαζί τους. Τα δέντρα μαστίγωναν με τα κλαδιά τους, ψάχνοντας να τους βρουν, χωρίς γα τα νοιάζει αν η Μουαραίν άγγιζε την Αληθινή Πηγή ή όχι.

Το σπαθί του Ραντ βρέθηκε στο χέρι του, δεν θυμόταν να το είχε ξεθηκαρώσεΐ. Χτυπούσε και ξαναχτυπούσε και η λεπίδα με το σημάδι του ερωδιού έκοβε τα ρυπαρά μέλη. Τα πεινασμένα κλαριά τραβούσαν πίσω τα κομμένα άκρα τους που σφάδαζαν —του φάνηκε πως σχεδόν τα άκουγε να ουρλιάζουν― αλλά πάντα έρχονταν άλλα, σπαρταρώντας σαν φίδια, προσπαθώντας να κολλήσουν στα χέρια, στη μέση, στο λαιμό του. Με τα δόντια γυμνωμένα σε μια απειλητική έκφραση, έψαξε το κενό και το βρήκε στο βραχώδες, πεισματάρικο χώμα των Δύο Ποταμών. “Μανέθερεν!” Ούρλιαξε στα δέντρα, μέχρι που τον πόνεσε ο λαιμός του. Το ατσάλι με το σημάδι του ερωδιού άστραφτε στο αδύναμο φως του ήλιου. “Μανέθερεν! Μανέθερεν!”

Ο Ματ, όρθιος στους αναβολείς, έστελνε το ένα βέλος μετά το άλλο στο δάσος, χτυπώντας παραμορφωμένες μορφές, που γρύλιζαν και έτριζαν τα αμέτρητα δόντια τους στα βέλη που τα σκότωναν, δαγκώνοντας τις γεμάτες νύχια μορφές, που πολεμούσαν να περάσουν από πάνω τους για να φτάσουν στις έφιππες μορφές. Κι ο Ματ, επίσης, είχε χαθεί από το παρόν. “Καράι αν Καλντάζαρ!” φώναζε, καθώς τραβούσε τα βέλη ως το μάγουλό του και τα εκτόξευε. “Καράι αν Ελισάντε! Αλ Ελισάντε! Μορντέρο νταγκαίν πας ντουέντε κουέμπτγιαρ! Αλ Ελισάντε!”

Κι ο Πέριν, επίσης, στεκόταν στους αναβολείς, βουβός και βλοσυρός. Είχε μπει μπροστά και το τσεκούρι του άνοιγε δρόμο στο δάσος και τη ρυπαρή σάρκα, σ’ ό,τι ερχόταν μπροστά του. Τα δέντρα που σφάδαζαν και τα πλάσματα που ούρλιαζαν απέφευγαν τον γεροδεμένο άνδρα με το τσεκούρι. Απέφευγαν τόσο το τσεκούρι που στριφογυρνούσε όσο και τα άγρια χρυσαφένια μάτια. Ο Πέριν, αποφασισμένος, έκανε το άλογό του να προχωρά μπροστά, βήμα το βήμα.

Πύρινες μπάλες ξεπηδούσαν από τα χέρια της Μουαραίν και έπεφταν στο στόχο τους. Το δέντρο που σφάδαζε γινόταν δαυλός, το σχήμα με τα δόντια αλυχτούσε και χτυπούσε με ανθρώπινα χέρια για να σβήσει τις φλόγες, σχίζοντας με κοφτερά γαμψώνυχα την ίδια του τη σάρκα, που καιγόταν ώσπου πέθαινε.

Ο Πρόμαχος χώθηκε και ξαναχώθηκε στα δέντρα με τον Μαντάρμπ, με τη λεπίδα και τα γάντια του να στάζουν αίμα που έβραζε κι άχνιζε. Όταν ξαναγυρνούσε, όλο και πιο συχνά η αρματωσιά του είχε σχισίματα και η σάρκα του κοψίματα που αιμορραγούσαν, ενώ το πολεμικό του άλογο σκόνταφτε και μάτωνε κι αυτό. Κάθε φορά η Άες Σεντάι σταματούσε για να αγγίξει με τα χέρια τις πληγές και όταν τα τραβούσε μόνο το αίμα έμενε στην απείραχτη σάρκα.

“Σαν να ανάβω φωτιές για να κάνω σήμα στους Ημιανθρώπους”, είπε η Μουαραίν πικρά. “Προχωρήστε! Προχωρήστε!”

Αν τα δέντρα δεν επιτίθονταν, τόσο στους ανθρώπους όσο και στη σάρκα που χιμούσε, αν τα πλάσματα, που δεν υπήρχαν δύο όμοια, δεν πολεμούσαν εξίσου και τους ανθρώπους αλλά και τα δέντρα και, επίσης, μεταξύ τους, ο Ραντ ήταν σίγουρος πως η ομάδα θα είχε υποκύψει. Ακόμα δεν ήταν σίγουρος ότι αυτό δεν έμελλε να γίνει. Ύστερα, μια λεπτή κραυγή υψώθηκε πίσω τους. Απόμακρη και ψιλή, ακούστηκε πάνω από τα λυσσασμένα γρυλίσματα των κατοίκων της Μάστιγας γύρω τους.

Μέσα σε μια στιγμή τα γρυλίσματα έπαψαν, σαν να είχαν κοπεί με μαχαίρι. Οι επιτιθέμενες μορφές πάγωσαν εκεί που ήταν τα δέντρα έμειναν ασάλευτα. Όσο ξαφνικά είχαν εμφανιστεί τα πλάσματα με τα πόδια, τόσο γοργά αποτραβήχτηκαν και χώθηκαν στο στρεβλωμένο δάσος.

Η βραχνή κραυγή ξανακούστηκε, σαν σπασμένος αυλός βοσκού και όμοιές της της απάντησαν εν χορώ. Πεντ’ έξι, ίσως, που τραγουδούσαν μακριά πίσω τους.

“Σκουλήκια”, είπε βλοσυρά ο Λαν, κάνοντας τον Λόιαλ να βσγκήξει. “Μας πρόσφεραν λίγη ανάπαυλα, αν προλάβουμε να την αξιοποιήσουμε”. Τα μάτια του μετρούσαν την απόσταση που τους χώριζε από τα όρη. “Ελάχιστα πλάσματα στη Μάστιγα θέλουν να τα βάλουν με ένα Σκουλήκι, αν μπορούν να κάνουν αλλιώς”. Χτύπησε με τις μπότες του τα πλευρά του Μαντάρμπ. “Προχωρήστε!” Όλη η ομάδα όρμηξε στο κατόπι του, μέσα στη Μάστιγα, που τώρα έμοιαζε πραγματικά νεκρή, με εξαίρεση τους αυλούς πίσω τους.

“Φοβήθηκαν τα σκουλήκια;” είπε ο Ματ, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Χοροπηδούσε στη σέλα του, προσπαθώντας να φορέσει το τόξο στην πλάτη του.

“Ένα Σκουλήκι” ―υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που το είχε πει ο Ματ και τον τρόπο που το έλεγε ο Πρόμαχος— “μπορεί να σκοτώσει έναν Ξέθωρο, εκτός αν ο Ξέθωρος έχει την τύχη του Σκοτεινού. Έχουμε ένα ολόκληρο κοπάδι στο κατόπι μας. Τρέξτε! Τρέξτε!” Οι σκοτεινές κορυφές τώρα ήταν πιο κοντά. Ο Ραντ υπολόγισε πως απείχαν μια ώρα, με το ρυθμό που πήγαινε ο Πρόμαχος.

“Τα Σκουλήκια δεν θα μας ακολουθήσουν στα βουνά;” ρώτησε ξέπνοα η Εγκουέν και ο Λαν άφησε ένα οξύ γέλιο.

“Όχι. Τα Σκουλήκια φοβούνται αυτά που ζει στα ψηλά περάσματα”. Ο Λόιαλ βόγκηξε ξανά.

Ο Ραντ ευχήθηκε να έκοβε ο Ογκιρανός αυτά τα βογκητά. Ήξερε καλά ότι ο Λόιαλ ήξερε περισσότερα για τη Μάστιγα απ’ όλους εκτός από τον Λαν, έστω κι αν τα είχε μάθει διαβάζοντας στην ασφάλεια του στέντιγκ Αλλά γιατί να μου θυμίζει συνεχώς άτι υπάρχουν και χειρότερα απ’ όσα είδαμε;

Η Μάστιγα περνούσε δίπλα τους, με χορτάρια και γρασίδια που πιτσίλιζαν σάπια υγρά κάτω από τις οπλές που κάλπαζαν. Τα δέντρα, σαν και κείνα που νωρίτερα τους είχαν επιτεθεί, τώρα δεν σάλευαν καν, έστω κι όταν η ομάδα περνούσε ακριβώς κάτω από τα στρεβλά κλαριά. Τα Όρη του Χαμού γέμιζαν τον ουρανό μπροστά τους, μαύρα και ζοφερά και έμοιαζαν σχεδόν τόσο κοντά, που αν άπλωναν το χέρι θα τα άγγιζαν. Ο ήχος των αυλών του έφτανε οξύς και καθαρός και πίσω τους ακούγονταν υγροί ήχοι, πιο δυνατοί από τα πράγματα που τσαλαπατούσαν οι οπλές των αλόγων. Υπερβολικά δυνατοί, σαν μισοσαπισμένα δέντρα που συντρίβονταν κάτω από πελώρια γλιτσερά κορμιά. Υπερβολικά κοντά. Ο Ραντ κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Πίσω, οι δεντροκορφές τινάζονταν κι έπεφταν σαν γρασίδι. Η περιοχή άρχισε να γίνεται ανηφορική προς τα βουνά και ο Ραντ, από την κλίση, κατάλαβε ότι είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν.

“Δεν θα τα καταφέρουμε”, ανακοίνωσε ο Λαν. Δεν βράδυνε το ρυθμό του Μαντάρμπ, αλλά ξαφνικά το σπαθί ξαναβρέθηκε στα χέρια του. “Πρόσεχε στα ψηλά περάσματα, Μουαραίν και θα περάσεις”.

“Όχι, Λαν!” φώναξε η Νυνάβε,

“Σιωπή, κορίτσι μου! Λαν, ακόμα και εσύ δεν μπορείς να σταματήσεις μια αγέλη Σκουληκιών. Δεν το δέχομαι. Θα σε χρειαστώ στον Οφθαλμό”·

“Βέλη”, είπε ο Ματ με κομμένη την ανάσα.

“Τα Σκουλήκια ούτε που θα τα καταλάβουν”, φώναξε ο Πρόμαχος. “Πρέπει να τα κόψεις κομματάκια. Δεν νιώθουν πολλά, εκτός από πείνα. Μερικές φορές και φόβο”.

Ο Ραντ, έτσι όπως ήταν αρπαγμένος από τη σέλα με μια ατσάλινη λαβή, σήκωσε τους ώμους, προσπαθώντας να χαλαρώσει τους πιασμένους μύες του. Ένιωθε όλο του το στήθος σφιγμένο, σχεδόν δεν μπορούσε να αναπνεύσει και το δέρμα του τον έτρωγε, σαν να τον τσιμπούσαν καυτές βελόνες. Η ομάδα τώρα περνούσε από τους χαμηλούς λόφους στη ρίζα των βουνών και ο Ραντ έβλεπε το μέρος που έπρεπε να σκαρφαλώσουν, όταν θα έφταναν στα βουνά, το φιδίσιο μονοπάτι και το ψηλό πέρασμα μετά, σαν χτύπημα τσεκουριού που είχε σχίσει τη μαύρη πέτρα. Φως μου, τι μπορεί να είναι εκεί μπροστά, που τρομάζει αυτά παν είναι πίσω μας; Το Φως να με βοηθήσει, ποτέ δεν ένιωσα τόσο φόβο. Δεν θέλω να προχωρήσω πιο πέρα. Ως εδώ! Έψαξε τη φλόγα και το κενό και μάλωσε τον εαυτό του. Βλάκα! Δειλέ, φοβητσιάρη βλάκα! Δεν μπορείς να μείνεις εδώ και δεν μπορείς να πας πίσω. Θα αφήσεις την Εγκουέν να το πολεμήσει μόνη της; Το κενό του ξέφευγε· σχηματιζόταν και μετά τρεμούλιαζε και γινόταν χίλιες φωτεινές κουκίδες, ξανασχηματιζόταν και πάλι θρυμματιζόταν και κάθε κουκίδα έκαιγε τα κόκαλά του, ώσπου ένιωσε να τρέμει ολόκληρος από τον πόνο και σκέφτηκε πως το σώμα του είχε ανοίξει ολόκληρο. Το Φως να με βοηθήσει, δεν μπορώ να συνεχίσω. Το Φως να με βοηθήσει!

Είχε πιάσει τα χαλινάρια του ντορή για να γυρίσει πίσω, για να αντιμετωπίσει τα Σκουλήκια, ή ό,τι άλλο ερχόταν, παρά να τα βάλει μ’ αυτό που ήταν μπροστά, όταν η φύση της γης γύρω τους άλλαξε. Ανάμεσα στη μια πλαγιά του λόφου και στην άλλη, ανάμεσα στη ράχη και τη ρίζα του, η Μάστιγα είχε χαθεί.

Πράσινα φύλλα σκέπαζαν τα κλαριά, που απλώνονταν γαλήνια. Αγριολούλουδα σχημάτιζαν ένα λαμπερό πολύχρωμο χαλί ανάμεσα στο γρασίδι, που το χάιδευε μια γλυκιά ανοιξιάτικη αύρα. Πεταλούδες πετούσαν από μπουμπούκι σε μπουμπούκι, μαζί με μέλισσες που βομβούσαν και πουλιά άφηναν τρίλιες και κελαηδίσματα.

Ο Ραντ, χάσκοντας, συνέχισε να καλπάζει, ώσπου ξαφνικά κατάλαβε πως η Μουαραίν και α Λαν και ο Λόιαλ είχαν σταματήσει, το ίδιο και οι άλλοι. Τράβηξε αργά τα χαλινάρια, με μια έκπληκτη, αποσβολωμένη έκφραση. Τα μάτια της Εγκουέν κόντευαν να βγουν από το κεφάλι της και η Νυνάβε ήταν με ανοιχτό το στόμα.

“Φτάσαμε σε ασφαλές σημείο”, είπε η Μουαραίν. “Αυτό είναι το μέρος του Θαλερού και ο Οφθαλμός του Κόσμου είναι εδώ. Τίποτα από τη Μάστιγα δεν μπορεί να μπει εδώ”.

“Νόμιζα ότι ήταν από την άλλη μεριά των βουνών”, μουρμούρισε ο Ραντ. Ακόμα έβλεπε τις κορυφές, που γέμιζαν τον βόρειο ορίζοντα και τα ψηλά περάσματα. “Είπες ότι ήταν πάντα πέρα από τα περάσματα”.

“Αυτό το μέρος”, είπε μια βαθιά φωνή από τα δέντρα, “είναι πάντα εκεί που είναι. Το μόνο που αλλάζει είναι το πού είναι αυτοί που το έχουν ανάγκη”.

Μια μορφή βγήκε από τα φυλλώματα, μια ανθρώπινη μορφή, τόσο ψηλότερη από τον Λόιαλ όσο ο Ογκιρανός ήταν ψηλότερος από τον Ραντ. Μια ανθρώπινη μορφή από πλεγμένα κλήματα και φύλλα, που φύτρωναν καταπράσινα. Τα μαλλιά του ήταν από γρασίδι, που κυλούσε ως τους ώμους του· τα μάτια του, πελώρια φουντούκια· τα νύχια του, βελανίδια. Πράσινα φύλλα έφτιαχναν την τουνίκα και το παντελόνι του· μονοκόμματος φλοιός οι μπότες του. Πεταλούδες πετούσαν τριγύρω του, αγγίζοντας τα δάχτυλά του, τους ώμους του, το πρόσωπό του. Ένα μόνο πράγμα χαλούσε την κατάφυτη τελειότητα. Μια βαθιά ρωγμή ανηφόριζε το μάγουλο και τον κρόταφό του και περνούσε από την κορυφή του κεφαλιού του και εκεί τα κλήματα ήταν καφετιά και μαραμένα.

“Ο Θαλερός”, ψιθύρισε η Εγκουέν και το σημαδεμένο πρόσωπο χαμογέλασε. Για μια στιγμή τα πουλιά φάνηκαν να τραγουδούν δυνατότερα.

“Φυσικά. Ποιος άλλος θα ήταν εδώ;” Τα φουντουκένια μάτια ατένισαν τον Λόιαλ. “Χαίρομαι που σε βλέπω, μικρέ αδερφέ. Παλιά, πολλοί δικοί σου έρχονταν να με επισκεφτούν, αλλά τον τελευταίο καιρό λιγόστεψαν”.

Ο Λόιαλ κατέβηκε βιαστικά από το μεγάλο άλογό ταυ και υποκλίθηκε με επισημότητα. “Με τιμάς, Δενδραδελφέ. Τσίνγκων μα τσόσιχ, Τ’ίνγκσεν”.

Ο Θαλερός αγκάλιασε με ένα χέρι τους ώμους του Ογκιρανού. Πλάι στον Λόιαλ έμοιαζε με άνδρα πλάι σε παιδί. “Δεν είναι τιμή, μικρέ αδερφέ. Θα τραγουδήσουμε μαζί Δενδροτράγουδα και θα θυμηθούμε τα Μεγάλα Δέντρα και τα στέντιγκ και θα σταματήσουμε για λίγο τη Λαχτάρα”. Κοίταξε εξεταστικά τους άλλους, που μόλις τώρα κατέβαιναν από τα άλογά τους και το βλέμμα του έπεσε στον Πέριν. “Ένας Λυκαδελφός! Στ’ αλήθεια λοιπόν ξανάρχονται οι παλιοί καιροί;”

Ο Ραντ κοίταξε τον Πέριν. Αυτό που έκανε ο Πέριν ήταν να γυρίσει το άλογό του, έτσι ώστε να είναι ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Θαλερό και ύστερα έσκυψε να δει το λουρί της σέλας. Ο Ραντ ήταν βέβαιος πως απλώς ήθελε να αποφύγει το ερευνητικό βλέμμα του Θαλερού. Ξαφνικά ο θαλερός μίλησε στον Ραντ.

“Παράξενα ρούχα φοράς, Παιδί του Δράκοντα. Τόσο πολύ γύρισε ο Τροχός; Ο Λαός του Δράκου ξαναγύρισε στο Πρώτο Σύμφωνο; Αλλά φοράς σπαθί. Ούτε τότε ταίριαζε, ούτε τώρα”.

Ο Ραντ κούνησε τη γλώσσα για να υγράνει το στόμα του πριν μπορέσει να μιλήσει. “Δεν ξέρω τι θες να πεις. Τι εννοείς;”

Ο Θαλερός άγγιξε την καφετιά ουλή στο κεφάλι του. Για μια στιγμή φάνηκε μπερδεμένος. “Δεν... δεν ξέρω. Οι αναμνήσεις μου είναι διαλυμένες και συχνά φευγαλέες, ενώ πολλές απ’ αυτές που μένουν είναι σαν φύλλα που τα τρώγε πεταλούδες. Αλλά όμως, είμαι σίγουρος... Όχι, χάθηκε. Μα είσαι καλοδεχούμενος εδώ. Εσύ, Μουαραίν, είσαι κάτι παραπάνω από έκπληξη. Όταν φτιάχτηκε αυτό το μέρος, φτιάχτηκε έτσι που κανείς να μην μπορεί να το βρει δεύτερη φορά. Πώς ήρθες εδώ;”

“Η ανάγκη”, απάντησε η Μουαραίν. “Η δική μου ανάγκη, η ανάγκη του κόσμου. Πάνω απ’ όλα η ανάγκη του κόσμου. Ήρθαμε να δούμε τον Οφθαλμό του Κόσμου”.

Ο Θαλερός αναστέναξε, σαν άνεμος που γλιστρά μέσα από πυκνόφυλλα κλαδιά. “Τότε ξανάρθε. Αυτή η ανάμνηση παραμένει άθικτη. Ο Σκοτεινός σαλεύει. Το φοβόμουν. Με κάθε γύρισμα των χρόνων η Μάστιγα πασχίζει όλο και πιο σκληρά να έρθει μέσα. Και σ’ αυτό το γύρισμα ο αγώνας να την κρατήσω έξω ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά μετά την αρχή. Ελάτε, θα σας πάω”.

Загрузка...