Τα δεμάτια των κατσαρολικών βροντούσαν και κροτάλιζαν, καθώς η άμαξα του πραματευτή περνούσε με υπόκωφη βουή από τα βαριά δοκάρια της Γέφυρας των Κάρων. Ο πραματευτής, ακόμα περικυκλωμένος από τη θάλασσα των χωρικών που είχαν έρθει για τη Γιορτή, τράβηξε τα χαλινάρια και σταμάτησε τα άλογά του μπροστά στο πανδοχείο. Απ’ όλες τις γωνιές του χωριού άνθρωποι έρχονταν για να αυξήσουν το πλήθος γύρω από τη μεγάλη άμαξα, που οι ρόδες της ήταν ψηλότερες από τους ανθρώπους που είχαν κολλήσει το βλέμμα στον πραματευτή, εκεί ψηλά, στο κάθισμα της άμαξας.
Ο άνδρας στην άμαξα ήταν ο Πάνταν Φάιν, ένας ωχρός, κοκαλιάρης ανθρωπάκος, με λιπόσαρκα χέρια και μύτη σαν ράμφος. Ο Φάιν, που πάντα χαμογελούσε και γελούσε σαν να ήξερε ένα αστείο άγνωστο σ’ όλους, έφερνε την άμαξά του και τα ζώα του κάθε άνοιξη στο Πεδίο του Έμοντ και, απ’ όσο θυμόταν ο Ραντ, αυτό γινόταν ανέκαθεν.
Καθώς η άμαξα σταματούσε και τα ζώα μπλέκονταν στην ιπποσκευή τους, η πόρτα του πανδοχείου άνοιξε διάπλατα κι εμφανίστηκε το Συμβούλιο του Χωριού, με πρώτους τον αφέντη αλ’Βερ και τον Ταμ. Προχώρησαν με σίγουρο, αποφασισμένο βήμα, ακόμα και ο Τσεν Μπούι, ανάμεσα στις ενθουσιώδεις κραυγές των άλλων, που ζητούσαν καρφίτσες, ή δαντέλα, ή βιβλία, ή τόσα και τόσα άλλα πράγματα. Το πλήθος άνοιξε απρόθυμα για να τους αφήσει να περάσουν μπροστά και μετά ξανάκλεισε γρήγορα πίσω τους, χωρίς να σταματήσει να φωνάζει στον πραματευτή. Πάνω απ’ όλα, οι χωρικοί, ζητούσαν να μάθουν τα νέα.
Στα μάτια των χωρικών, οι βελόνες και το τσάι και τα υπόλοιπα ήταν μόνο το μισό φορτίο της άμαξας κάθε πραματευτή. Εξίσου σημαντικά ήταν τα νέα απ’ έξω, οι ειδήσεις του κόσμου πέρα από τους Δύο Ποταμούς. Μερικοί πραματευτές έλεγαν απλώς ό,τι ήξεραν, τα πετούσαν έτσι, φύρδην-μίγδην, σαν σκουπίδια που δεν είχαν σημασία γι’ αυτούς. Άλλοι μιλούσαν κακότροπα και φειδωλά κι έπρεπε να τους βγάζεις κάθε λέξη με το τσιγκέλι. Ο Φάιν, όμως, μιλούσε με άνεση, αν και με συχνά πειράγματα και στόλιζε τις ιστορίες του, κάνοντας παράσταση αντάξια Βάρδου. Απολάμβανε να είναι στο κέντρο της προσοχής τους, να τριγυρνά καμαρωτός σαν μικρόσωμος πετεινός, μ’ όλα τα βλέμματα πάνω του. Του Ραντ του ήρθε η ιδέα πως ο Φάιν ίσως να μην πολυχαιρόταν, όταν θα έβρισκε έναν πραγματικό Βάρδο στο Πεδίο του Έμοντ.
Ο πραματευτής έδωσε στο Συμβούλιο και στους χωρικούς την ίδια προσοχή, καθώς πάσχιζε να δέσει τα χαλινάρια σωστά, δηλαδή καθόλου προσοχή. Έκανε νοήματα, αλλά όχι σε κάποιους συγκεκριμένους. Χαμογελούσε δίχως να μιλά και ανέμιζε το χέρι αφηρημένα σε ανθρώπους με τους οποίους είχε ιδιαίτερη φιλία, αν και η φιλικότητά του είχε πάντα κάτι το ασυνήθιστα απόμακρο, ήταν φιλική συμπεριφορά, δίχως πραγματική οικειότητα.
Ο κόσμος απαίτησε, πιο έντονα, να τους μιλήσει, αλλά ο Φάιν περίμενε, έχοντας καταπιαστεί με μικροδουλίτσες στο κάθισμα του οδηγού, μέχρι να φτάσει το πλήθος και η προσμονή στο σημείο που ήθελε. Μόνο το Συμβούλιο έμενε σιωπηλό. Τα μέλη του κρατούσαν την αξιοπρέπεια που άρμοζε στη θέση τους, αλλά τα σύννεφα του καπνού που πύκνωναν πάνω από τα κεφάλια τους έδειχναν πόσο κόπο τους στοίχιζε.
Ο Ραντ και ο Ματ χώθηκαν στο πλήθος και πλησίασαν όσο πιο κοντά μπορούσαν στην άμαξα. Ο Ραντ θα είχε σταματήσει στα μισά του δρόμου, αλλά ο Ματ σπαρταρούσε και γλιστρούσε μέσα στο στριμωξίδι και τραβούσε τον Ραντ πίσω του, ώσπου βρέθηκαν ακριβώς πίσω από το Συμβούλιο.
“Έλεγα ότι θα περάσεις όλη τη Γιορτή στο κτήμα σας”, φώναξε ο Πέριν Αϋμπάρα μέσα στην οχλοβοή. Ο σγουρομάλλης μαθητευόμενος σιδεράς, μισό κεφάλι κοντύτερος από τον Ραντ, ήταν τόσο γεροδεμένος, που έμοιαζε να έχει φάρδος μιάμιση φορά όσο ένας συνηθισμένος άντρας και τα μπράτσα και οι ώμοι του ήταν αρκετά ογκώδεις για να συναγωνιστούν τον αφέντη Λούχαν. Ανετα θα μπορούσε να έχει ανοίξει δρόμο σ’ αυτή την κοσμοπλημμύρα, αλλά δεν ήταν τέτοιος ο τρόπος του. Προχώρησε προσεκτικά, ζητώντας συγνώμη από ανθρώπους, που σχεδόν δεν πρόσεχαν τίποτα άλλο εκτός από τον πραματευτή. Ζητούσε συγνώμη ούτως ή άλλως και προσπαθούσε να μην λιώσει κανέναν, καθώς περνούσε μέσα από το πλήθος για να φτάσει στον Ραντ και τον Ματ. “Για φανταστείτε”, είπε, όταν τελικά τους έφτασε. “Και το Μπελ Τάιν και ο πραματευτής, και τα δύο μαζί. Πάω στοίχημα ότι θα ’χει στ’ αλήθεια πυροτεχνήματα”.
“Και πού είσαι ακόμα”. Ο Ματ γέλασε.
Ο Πέριν τον κοίταξε με καχυποψία, έπειτα έριξε μια ερωτηματική ματιά στον Ραντ.
“Είναι αλήθεια”, φώναξε ο Ραντ, έπειτα έδειξε τους ανθρώπους, που πλήθαιναν και φώναζαν όλοι μαζί. “Μετά. Θα σου εξηγήσω μετά. Μετά, είπα!”
Εκείνη τη στιγμή, ο Πάνταν Φάιν σηκώθηκε όρθιος στο κάθισμα της άμαξας και το πλήθος σιώπησε ακαριαία. Οι τελευταίες λέξεις του Ραντ ξεχύθηκαν στην απόλυτη σιγή, πιάνοντας τον πραματευτή με το χέρι του υψωμένο δραματικά και το στόμα ανοιχτό. Όλοι γύρισαν να κοιτάξουν τον Ραντ. Ο κοκαλιάρης ανθρωπάκος στην άμαξα, έτοιμος για να τους έχει όλους κρεμασμένους από τα πρώτα λόγια του, έριξε μια έντονη, ερευνητική ματιά στον Ραντ.
Ο Ραντ κοκκίνισε κι ευχήθηκε να είχε το μπόι του Γιούιν, για να μην ξεχωρίζει τόσο εύκολα. Οι φίλοι του σάλεψαν αμήχανα κι αυτοί. Ο Φάιν τους είχε προσέξει για πρώτη φορά μόλις την προηγούμενη χρονιά, θεωρώντας τους άνδρες. Ο Φάιν, συνήθως, δεν είχε καιρό για όσους ήταν τόσο μικροί που δεν μπορούσαν να αγοράσουν πολλά πράγματα από την άμαξά του. Ο Ραντ ευχήθηκε να μην είχε ξαναγίνει παιδί στα μάτια του πραματευτή.
Μ’ ένα δυνατό, εσκεμμένο βήξιμο, ο Φάιν τράβηξε το βαρύ μανδύα του. “Όχι, όχι μετά”, είπε με δραματικό ύφος, υψώνοντας πάλι του χέρι του με μια μεγαλόπρεπη κίνηση. “Τώρα θα σας τα πω”. Καθώς μιλούσε, έκανε πλατιές χειρονομίες, σπέρνοντας τα λόγια του πάνω στο πλήθος. “Νομίζετε πως είχατε μπελάδες στους Δύο Ποταμούς, ε; Το λοιπόν, όλος ο κόσμος είχε μπελάδες, από τη Μεγάλη Μάστιγα ως το νότο, στη Θάλασσα των Καταιγίδων, από τον Ωκεανό Αρυθ στα δυτικά ως την Ερημιά του Άελ στα ανατολικά. Και ακόμα παραπέρα. Ο χειμώνας ήταν πιο βαρύς από κάθε άλλο που έχετε δει, τόσο κρύος που σας πάγωνε το αίμα και σας τσάκιζε τα κόκαλα; Αααα! Ο χειμώνας παντού ήταν βαρύς και σκληρός. Στις Μεθόριους θα έλεγαν το χειμώνα σας άνοιξη. Αλλά η άνοιξη δεν έρχεται είπατε; Λύκοι τρώνε τα πρόβατά σας; Μήπως λύκοι όρμηξαν σ’ ανθρώπους; Έτσι έγινε; Για δες λοιπόν. Η άνοιξη αργεί παντού. Υπάρχουν λύκοι παντού, όλοι πεινασμένοι, για κάθε λογής κρέας που μπορούν να ρίξουν στα δόντια τους, είτε πρόβατο, είτε γελάδα, είτε άνθρωπο. Αλλά υπάρχουν πράγματα χειρότερα από τους λύκους, ή τον χειμώνα. Υπάρχει κόσμος που θα χαιρόταν να έχει μόνο τους δικούς σας, τους μικρούς μπελάδες”. Κοντοστάθηκε, περιμένοντας.
“Τι υπάρχει χειρότερο από λύκους που σκοτώνουν πρόβατα και ανθρώπους;” ζήτησε να μάθει ο Τσεν Μπούι. Κι άλλοι μουρμούρισαν, συμφωνώντας μαζί του.
“Ανθρωποι που σκοτώνουν ανθρώπους”. Η απάντηση του πραματευτή, με πομπώδη τόνο, έκανε να ξεσπάσουν σοκαρισμένοι ψίθυροι, που δυνάμωσαν καθώς αυτός συνέχιζε. “Για τον πόλεμο λέω. Έχει πόλεμο στη Γκεάλνταν, πόλεμο και τρέλα. Τα χιόνια του Δάσους Ντάλιν κοκκίνισαν από αίμα ανθρώπων. Τα κοράκια και το κρώξιμο των κορακιών γεμίζουν τον αέρα. Στρατιές προελαύνουν στη Γκεάλνταν. Έθνη, σπουδαίοι οίκοι και σπουδαίοι άνθρωποι στέλνουν τους στρατιώτες τους να πολεμήσουν”.
“Πόλεμος;” Το στόμα του αφέντη αλ’Βερ στράβωσε, προφέροντας την ασυνήθιστη λέξη. Κανένας στους Δύο Ποταμούς δεν είχε ποτέ καμία σχέση με πόλεμο. “Γιατί κάνουν πόλεμο;”
Ο Φάιν χαμογέλασε και ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι χλεύαζε την άγνοια και την απομόνωση των χωρικών από τον κόσμο. Ο πραματευτής έγειρε μπροστά, σαν να ήταν έτοιμος να αποκαλύψει ένα μυστικό στον δήμαρχο, αλλά ο ψίθυρός του είχε σκοπό να ακουστεί καθαρά, κι ακούστηκε. “Το λάβαρο του Δράκοντα έχει υψωθεί και οι άνθρωποι συρρέουν για να του αντιταχθούν. Και να ίο υποστηρίξουν”.
Απ’ όλα τα λαρύγγια μαζί ξεπήδησε μια πνιχτή κραυγή και ο Ραντ, άθελά του, ανατρίχιασε.
“Ο Δράκοντας!” βόγκηξε κάποιος. “Ο Σκοτεινός τριγυρνά στη Γκεάλνταν!”
“Όχι ο Σκοτεινός”, γρύλισε ο Χάραλ Λούχαν. “Ο Δράκοντας δεν είναι ο Σκοτεινός. Και τούτος είναι ένας ψεύτικος Δράκοντας, στο κάτω-κάτω”.
“Ας ακούσουμε τι έχει να πει ο αφέντης Φάιν”, είπε ο δήμαρχος, αλλά ο κόσμος δεν σώπαινε τόσο εύκολα. Άνθρωποι κραύγαζαν απ’ όλες τις μεριές, άντρες και γυναίκες που μιλούσαν φωναχτά όλοι μαζί.
“Ίδιος και χειρότερος από τον Σκοτεινό!”
“Ο Δράκοντας τσάκισε τον κόσμο, έτσι;”
“Αυτός το ξεκίνησε! Έφερε τον Καιρό της Τρέλας!”
“Ξέρεις τις προφητείες! Όταν ο Δράκοντας ξαναγεννηθεί, οι χειρότεροι εφιάλτες σου θα μοιάζουν σαν τα ομορφότερα όνειρά σου!”
“Είναι μονάχα άλλος ένας ψεύτικος Δράκοντας! Σίγουρα!”
“Τι σημασία έχει; Θυμάσαι τον τελευταίο ψεύτικο Δράκοντα. Κι εκείνος άρχισε πόλεμο. Χιλιάδες πέθαναν, σωστά, Φάιν; Πολιόρκησε το Ίλιαν”.
“Είναι μέρες του κακού! Είκοσι χρόνια δεν είχε ισχυριστεί κανείς πως είναι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας και τώρα έχουμε τρεις μέσα σε πέντε χρόνια. Μέρες του κακού! Κοιτάξτε τον καιρό!”
Ο Ραντ αντάλλαξε ματιές με τον Ματ και τον Πέριν. Τα μάτια του Ματ έλαμπαν από έξαψη, αλλά ο Πέριν συνοφρυωνόταν ανήσυχος. Ο Ραντ θυμόταν όλες τις ιστορίες που είχε ακούσει, για τους ανθρώπους που ονόμαζαν τον εαυτό τους Ξαναγεννημένο Δράκοντα και, παρ’ όλο που όλοι είχαν αποδείξει ότι ήταν ψεύτικοι δράκοντες, μιας και είχαν πεθάνει ή εξαφανιστεί δίχως να εκπληρώσουν τις προφητείες, είχαν φέρει πολλά δεινά. Ολόκληρα έθνη είχαν διαλυθεί από τις μάχες και πολιτείες και κάστρα είχαν πυρποληθεί. Οι νεκροί έπεφταν σαν φύλλα το φθινόπωρο και οι πρόσφυγες συνωστίζονταν στους δρόμους, σαν πρόβατα σε μαντρί. Έτσι έλεγαν οι πραματευτές και οι έμποροι, και κανένας λογικός άνθρωπος στους Δύο Ποταμούς δεν το αμφισβητούσε. Ο κόσμος θα τελείωνε, έτσι έλεγαν μερικοί, όταν ξαναγεννιόταν ο πραγματικός Δράκοντας.
“Πάψτε!” φώναξε ο δήμαρχος. “Σωπάστε! Μόνοι σας τα λέτε και μόνοι σας ξεσηκώνεστε! Αφήστε τον αφέντη Φάιν να μας πει γι’ αυτόν τον ψεύτικο Δράκοντα”. Ο κόσμος άρχισε να ησυχάζει, αλλά ο Τσεν Μπούι δεν έλεγε να κλείσει το στόμα του.
“Είναι, άραγε, ψεύτικος αυτός ο Δράκοντας;” ρώτησε ξινά ο καλαμοτεχνίτης.
Ο αφέντης αλ’Βερ ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να του είχε έρθει ξαφνικό, ύστερα ξέσπασε, λέγοντας, “Ξεμωράθηκες, Τσεν!” Αλλά ο Τσεν είχε ξαναβάλει το φιτίλι στο πλήθος.
“Ας μην είναι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας! Φως βοήθα μας, ας μην είναι!”
“Μπούι, γερο-βλάκα! Τη λαχταράς την κακοτυχία, ε;”
“Να δεις που μετά θα ονοματίσει τον Σκοτεινό! Σε παρέσυρε ο Δράκοντας, Τσεν Μπούι. Θες να φέρεις το κακό στα κεφάλια μας!”
Ο Τσεν κοίταξε γύρω του αγέρωχα, προσπαθώντας να κερδίσει τον πόλεμο των βλεμμάτων μ’ όσους τον αγριοκοίταζαν και ύψωσε τη φωνή του. “Δεν άκουσα τον Φάιν να λέει πως αυτός ο Δράκοντας είναι ψεύτικος. Τον ακούσατε εσείς; Ανοίξτε τα μάτια! Πού είναι τα σπαρτά, που ’πρεπε να φτάνουν ως το γόνατο κι ακόμα πιο ψηλά; Γιατί είναι ακόμα χειμώνας, ενώ θα ’πρεπε να έχει έρθει η άνοιξη εδώ κι ένα μήνα;” Ακούστηκαν θυμωμένες κραυγές, που ζητούσαν από τον Τσεν να προσέχει τα λόγια του. “Δεν βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου! Ούτε και μένα μ’ αρέσουν τέτοιες κουβέντες, αλλά δεν θα κρύψω το κεφάλι μου στην κουβέρτα να περιμένω τον μαχαιροβγάλτη από το Τάρεν Φέρυ. Και δεν θα κάνω το χατίρι του Φάιν αυτή τη φορά. Μίλα καθαρά, πραματευτή. Τι άκουσες; Ε; Αυτός ο άνθρωπος είναι ψεύτικος Δράκοντας;”
Ο Φάιν δεν έδειχνε αν τον είχαν ταράξει τα νέα που έφερνε, ή η αναστάτωση που είχε προκαλέσει. Απλώς σήκωσε τους ώμους και ακούμπησε το κοκαλιάρικο δάχτυλό του πλάι στη μύτη του. “Όσο γι’ αυτό, ποιος ξέρει να πει, πριν τελειώσουν όλα;” Σταμάτησε, με άλλο ένα μυστικοπαθές χαμόγελο, αφήνοντας το βλέμμα του να περιπλανηθεί στους χωρικούς, λες και έβρισκε αστείο να φαντάζεται, από πριν, την αντίδραση τους. “Ξέρω”, είπε, με υπερβολικά αδιάφορο τόνο, “ότι μπορεί να χειρίζεται τη Μία Δύναμη. Οι άλλοι δεν μπορούσαν. Αλλά αυτός μπορεί να τη διαβιβάζει. Η γη ανοίγει κάτω από τα πόδια των εχθρών του, και τα γερά τείχη σωριάζονται με τη φωνή του. Ο κεραυνός έρχεται όταν τον καλεί και χτυπά εκεί που δείχνει. Αυτά άκουσα και μάλιστα από ανθρώπους που τους πιστεύω”.
Το πλήθος μαρμάρωσε. Ο Ραντ κοίταξε τους φίλους του. Ο Πέριν έμοιαζε σαν να κοίταζε πράγματα που δεν του άρεσαν, αλλά ο Ματ, ακόμα, φαινόταν ενθουσιασμένος.
Ο Ταμ, που το πρόσωπό του έδειχνε σχεδόν την ίδια ψυχραιμία, όπως πάντα, τράβηξε το δήμαρχο κοντά του, αλλά πριν προλάβει να πει κάτι, μίλησε ο Γιούιν Φινγκαρ.
“Θα τρελαθεί και θα πεθάνει! Στις ιστορίες, εκείνοι που διαβιβάζουν τη Δύναμη πάντα τρελαίνονται και μετά λιώνουν και πεθαίνουν. Μόνο οι γυναίκες μπορούν να την αγγίξουν. Δεν το ξέρει αυτό;” Έσκυψε για να αποφύγει το χαστούκι που του έριξε ο αφέντης Μπούι.
“Ως εδώ και μην παρέκει, μικρέ”. Ο Τσεν κούνησε τη ροζιασμένη γροθιά του μπροστά στο πρόσωπο του Γιούιν. “Δείξε σεβασμό και άσ’ τα αυτά στους μεγάλους. Πήγαινε τώρα!”
“Στάσου, Τσεν”, γρύλισε ο Ταμ. “Το αγόρι έχει περιέργεια. Άσε τις χαζομάρες”.
“Σεβάσου τα χρόνια σου”, πρόσθεσε ο Μπραν. “Και θυμήσου, επιτέλους, πως είσαι μέλος του Συμβουλίου”.
Το ρυτιδιασμένο πρόσωπο του Τσεν σκούραινε με κάθε λέξη του Ταμ και του δημάρχου, ώσπου κόντευε να γίνει μπλαβί. “Ξέρετε για τι είδους γυναίκες λέει. Μη με κοιτάς κατσούφικα, Λούχαν, ούτε κι εσύ, Κρω. Είμαστε καθώς πρέπει χωριό, με καθώς πρέπει ανθρώπους. Δεν φτάνει που ήρθε ο Φάιν και λέει για ψεύτικους δράκοντες που χρησιμοποιούν τη Δύναμη, έχουμε από πάνω και αυτό το Δρακοπαρμένο, το χαζό, να μιλά για τις Άες Σεντάι. Μερικά πράγματα δεν πρέπει να τα πιάνουμε στο στόμα μας και δεν με νοιάζει αν εσείς αφήνετε τον βλάκα τον Βάρδο να λέει ό,τι λογής ιστορίες θέλει. Δεν είναι ούτε σωστό, ούτε πρέπον”.
“Ούτε είδα ποτέ μου, ούτε άκουσα, ούτε μύρισα κάτι που δεν κάνει να το λέμε”, είπε ο Ταμ, αλλά ο Φάιν δεν είχε τελειώσει.
“Οι Άες Σεντάι είναι κι αυτές μπλεγμένες”, είπε ο πραματευτής. “Μια ομάδα τους έχει πάει νότια από την Ταρ Βάλον. Εφόσον μπορεί να χειριστεί τη Δύναμη, κανένας εκτός από τις Άες Σεντάι δεν μπορεί να τον νικήσει, όσες μάχες και να δώσει, ή να τα βάλει μαζί του όταν νικηθεί. Αν νικηθεί”.
Κάποιος από το πλήθος βόγκηξε δυνατά, και ακόμα και ο Ταμ με τον Μπραν αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές. Οι χωρικοί σχημάτισαν μικρότερες ομάδες και κάποιοι τυλίχτηκαν πιο σφιχτά στους μανδύες τους, παρ’ όλο που ο αέρας είχε κοπάσει.
“Φυσικά και θα νικηθεί”, φώναξε κάποιος.
“Πάντα στο τέλος χάνουν, οι ψεύτικοι δράκοντες”.
“Μα πρέπει να νικηθεί, ε;”
“Αν όμως δεν...”
Ο Ταμ, τελικά, είχε καταφέρει να μιλήσει χαμηλόφωνα στο αυτί του δημάρχου και ο Μπραν, νεύοντας το κεφάλι και αγνοώντας την οχλοβοή γύρω τους, τον περίμενε να τελειώσει και μετά ύψωσε τη φωνή του.
“Ακούστε, όλοι σας. Κάνετε ησυχία κι ακούστε!” Οι φωνές καταλάγιασαν και ξανάγιναν ψίθυροι. “Αυτά δεν είναι απλώς ειδήσεις από έξω. Πρέπει να συζητηθούν στο Συμβούλιο του Χωριού. Αφέντη Φάιν, αν θέλεις να έρθεις μαζί μας στο πανδοχείο, έχουμε να σου κάνουμε κάποιες ερωτήσεις”.
“Δεν θα έλεγα όχι για ένα φλιτζάνι ζεστό ζαχαρωμένο κρασί”, απάντησε ο πραματευτής μ’ ένα πνιχτό γελάκι. Πήδηξε κάτω από την άμαξά του, ξεσκόνισε τα χέρια του τρίβοντάς τα στο παλτό του και ίσιωσε κεφάτα το μανδύα του. “Θα μου προσέξετε τα άλογα, αν έχετε την καλοσύνη;”
“Θέλω να ακούσω αυτά που έχει να πει!” Κι άλλες φωνές υψώθηκαν για να διαμαρτυρηθούν.
“Δεν μπορείτε να τον κρύψετε! Η γυναίκα μου με έστειλε να αγοράσω καρφίτσες!” Αυτός ήταν ο Γουίτ Κόνγκαρ· καμπούριασε τους ώμους όταν οι άλλοι τον κοίταξαν, αλλά δεν το έβαλε κάτω.
“Έχουμε δικαίωμα να τον ρωτήσουμε κι εμείς”, φώναξε κάποιος, από βαθιά στο πλήθος. “Εγώ—”
“Σιωπή!” βρυχήθηκε ο δήμαρχος, κάνοντάς τους να σιωπήσουν έκπληκτοι. “Όταν το Συμβούλιο τον ρωτήσει και τελειώσει, τότε ο αφέντης Φάιν θα γυρίσει, για να σας πει όλα του τα νέα. Και για να σας πουλήσει τεντζερέδια και καρφίτσες. Χου! Ταντ! Βάλτε στο στάβλο τα άλογα του αφέντη Φάιν”.
Ο Ταμ κι ο Μπραν προχώρησαν, παίρνοντας θέση δεξιά κι αριστερά του πραματευτή, τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου μαζεύτηκαν πίσω τους και όλη η κουστωδία χύθηκε στο Πανδοχείο της Οινοπηγής, κλείνοντας την πόρτα κατάμουτρα σ’ αυτούς που προσπάθησαν να στριμωχτούν μαζί τους. Τα χτυπήματα στην πόρτα είχαν σαν μόνη απάντηση την κραυγή του δημάρχου.
“Άντε σπίτια σας!”
Οι χωρικοί συνωθούνταν μπροστά στο πανδοχείο, συζητώντας μουρμουριστά γι’ αυτά που τους είχε πει ο πραματευτής και για το νόημά τους και τις ερωτήσεις που θα έκανε το Συμβούλιο και υποστηρίζοντας πως έπρεπε να είχαν μείνει κι αυτοί για να ακούνε και να κάνουν ερωτήσεις. Μερικοί κρυφοκοίταξαν από τα παράθυρα της πρόσοψης του πανδοχείου και μερικοί, μάλιστα, έπιασαν τον Χου και τον Ταντ να τους ρωτήσουν, αν και ήταν εντελώς ασαφές το τι υποτίθεται πως ήξεραν αυτοί οι δύο. Οι απαθείς σταβλίτες απλώς γρύλισαν σε απάντησή τους και συνέχισαν να αφαιρούν την ιπποσκευή των ζεμένων ζώων. Απομάκρυναν ένα-ένα τα άλογα του Φάιν και όταν πήραν το τελευταίο δεν ξαναγύρισαν.
Ο Ραντ αγνόησε το πλήθος. Κάθισε στο χείλος του παλιού πέτρινου θεμελίου, κουκουλώθηκε με το μανδύα του και κοίταζε την πόρτα του πανδοχείου. Γκεάλνταν. Ταρ Βάλον. Ακόμα και τα ονόματα ήταν παράξενα και συναρπαστικά. Ήταν μέρη που ήξερε μόνο από τα νέα των πραματευτών και τις ιστορίες των φυλάκων των εμπόρων. Άες Σεντάι και πόλεμοι και ψεύτικοι δράκοντες: ήταν βγαλμένα από τις ιστορίες που λέγονταν αργά τη νύχτα, μπροστά στο τζάκι, μ’ ένα κερί να ρίχνει παράξενες μορφές στον τοίχο και τον άνεμο να λυσσομανάει στα πατζούρια. Κατά τη γνώμη του, θα προτιμούσε τις χιονοθύελλες και τους λύκους. Πάντως, θα πρέπει να ήταν διαφορετικά εκεί έξω, πέρα από τους Δύο Ποταμούς, σαν να ζούσε μέσα σε ιστορία Βάρδου. Μια περιπέτεια. Μια μεγάλη περιπέτεια. Μια ολόκληρη ζωή έτσι.
Οι χωρικοί τράβηξαν το δρόμο τους σιγά-σιγά, ακόμα μουρμουρίζοντας και κουνώντας το κεφάλι. Ο Γουίτ Κόνγκαρ κοντοστάθηκε για να κοιτάξει την εγκαταλειμμένη πια άμαξα, λες και περίμενε να βρει κι άλλον πραματευτή κρυμμένο μέσα. Τελικά, μονάχα λιγοστοί από τους νεώτερους είχαν απομείνει. Ο Ματ και ο Πέριν πλησίασαν εκεί που καθόταν ο Ραντ.
“Μπροστά σ’ όλα αυτά, τι να σου κάνει ο Βάρδος”, είπε ενθουσιασμένος ο Ματ. “Τι λέτε, θα δούμε αυτόν τον ψεύτικο Δράκοντα;”
Ο Πέριν κούνησε το αναμαλλιασμένο κεφάλι του. “Ούτε που θέλω να τον δω. Ίσως κάπου αλλού, μα όχι στους Δύο Ποταμούς. Ένας λόγος παραπάνω αν αυτό σημαίνει πόλεμο”.
“Αν αυτό σημαίνει Άες Σεντάι, επίσης”, πρόσθεσε ο Ραντ. “Ή μήπως ξεχάσατε ποια ήταν η αιτία για το Τσάκισμα; Μπορεί ο Δράκοντας να έκανε την αρχή, αλλά αυτοί που πράγματι τσάκισαν τον κόσμο ήταν οι Άες Σεντάι”.
“Άκουσα κάποτε μια ιστορία”, είπε αργά ο Ματ, “που την έλεγε ο φύλακας ενός αγοραστή μαλλιού. Είπε ότι ο Δράκοντας θα ξαναγεννηθεί, την ώρα της πιο μεγάλης ανάγκης της ανθρωπότητας και θα μας σώσει όλους”.
“Ε, ήταν βλάκας, αν το πίστευε αυτό”, είπε ο Πέριν με σιγουριά. “Κι εσύ ήσουν βλάκας που άκουγες”. Δεν φαινόταν θυμωμένος· δεν θύμωνε εύκολα. Αλλά, μερικές φορές, αγανακτούσε με τις αλλοπρόσαλλες ιδέες του Ματ και αυτό πρόδιδε η φωνή του. “Για πες μου, σου είπε ότι μετά όλοι θα ζήσουμε σε μια καινούργια Εποχή των Θρύλων”.
“Δεν είπα ότι το πίστεψα”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. “Απλώς το άκουσα. Το άκουσε κι η Νυνάβε, επίσης, και μου φάνηκε πως θα μας έγδερνε ζωντανούς κι εμένα και τον φύλακα. Είπε —ο φύλακας — ότι είναι πολλοί αυτοί που το πιστεύουν στ’ αλήθεια, μόνο που φοβούνται να το πουν, φοβούνται τις Άες Σεντάι, ή τα Παιδιά του Φωτός. Μετά μας περιέλαβε η Νυνάβε και δεν μου είπε άλλα. Αυτή το είπε στον έμπορο, που είπε ότι ήταν το τελευταίο ταξίδι που θα έκανε μαζί του ο φύλακας”.
“Και πολύ σωστά”, είπε ο Πέριν. “Θα μας σώσει ο Δράκοντας; Αυτά τα λένε οι Κόπλιν”.
“Ποια ανάγκη θα ήταν αρκετά μεγάλη για να θέλουμε τον Δράκοντα να μας γλιτώσει;” είπε συλλογισμένα ο Ραντ. “Σαν να ζητάς βοήθεια από τον ίδιο τον Σκοτεινό”.
“Δεν είπε”, απάντησε με μια δόση αμηχανίας ο Ματ. “Και δεν ανέφερε καινούργια Εποχή των Θρύλων. Είπε ότι ο ερχομός του Δράκοντα θα διέλυε τον κόσμο”.
“Αυτό να δεις πώς θα μας έσωζε”, είπε ξερά ο Πέριν. “Άλλο ένα Τσάκισμα”.
“Κάψε με τώρα!” γρύλισε ο Ματ. “Σου λέω μόνο τι είπε ο φύλακας”.
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του. “Εγώ απλώς ελπίζω να μην έρθουν κατά δω οι Άες Σεντάι και αυτός ο Δράκοντας, είτε ψεύτικος είτε όχι. Μπορεί έτσι να σωθούν οι Δύο Ποταμοί”.
“Λες ότι είναι στ’ αλήθεια Σκοτεινόφιλοι;” Ο Ματ είχε σμίξει τα φρύδια σκεπτικά.
Ποιοι;” ρώτησε ο Ραντ. “Οι Άες Σεντάι.”
Ο Ραντ έριξε μια ματιά στον Πέριν, που σήκωσε τους ώμους. Οι ιστορίες”, άρχισε να λέει αργά, αλλά ο Ματ τον έκοψε.
“Δεν λένε όλες οι ιστορίες ότι υπηρετούν τον Σκοτεινό, Ραντ”. Μα το Φως, Ματ”, είπε ο Ραντ, “αυτές προκάλεσαν το Τσάκισμα. Τι παραπάνω ζητάς;”
“Μάλλον”. Ο Ματ αναστέναξε, αλλά δεν πέρασε μια στιγμή και χαμογέλασε πάλι πλατιά. “Εκείνος ο γέρος, ο Μπίλι Κόνγκαρ, λέει ότι δεν υπάρχουν. Άες Σεντάι. Σκοτεινόφιλοι. Λέει πως δεν είναι παρά ιστορίες. Λέει ότι δεν πιστεύει ούτε στον Σκοτεινό”.
Ο Πέριν ξεφύσηξε. “Λόγια των Κόπλιν από έναν Κόνγκαρ. Τι περίμενες;”
“Ο γέρο-Μπίλι ονομάτισε τον Σκοτεινό. Πάω στοίχημα πως δεν το ξέρατε αυτό”.
“Μα το Φως!” είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ.
Το χαμόγελο του Ματ έγινε ακόμα πιο πλατύ. “Ήταν την περασμένη άνοιξη, λίγο πριν έρθει ο αιχμοσκώληκας, στα δικά του χωράφια μόνο και σε κανενός άλλου. Ακριβώς πριν κολλήσουν όλοι στο σπίτι του κιτρινομάτικο πυρετό. Τον άκουσα. Ακόμα λέει πως δεν πιστεύει, αλλά τώρα, όποτε του ζητώ να ονοματίσει τον Σκοτεινό, πιάνει κάτι και μου το πετά”.
“Είσαι τόσο βλάκας που πας και κάνεις τέτοια πράγματα, ε, Μάτριμ;” Η Νυνάβε αλ’Μεάρα μπήκε ανάμεσά τους, εκεί που μιλούσαν σκυμμένοι και η μελαχρινή πλεξούδα, που ήταν ριγμένη στον ώμο της, σχεδόν σπαρταρούσε από θυμό. Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος. Η Σοφία, παρ’ όλο που ήταν λεπτοκαμωμένη και μετά βίας έφτανε ως τον ώμο του Ματ, αυτή τη στιγμή έμοιαζε πιο ψηλή κι από τους τρεις και δεν είχε σημασία που ήταν νέα και όμορφη. “Κάτι τέτοιο υποψιαζόμουν τότε για τον Μπίλι Κόνγκαρ, αλλά νόμιζα πως εσύ, τουλάχιστον, είχες μια στάλα μυαλό και δεν τον τσιγκλουσες για να τον ονοματίσει. Μπορεί να έφτασες σε ηλικία γάμου, Μάτριμ, η αλήθεια όμως είναι πως κακώς έφυγες από τα φουστάνια της μητέρας σου. Όπου να ’ναι θα ονοματίσεις εσυ ο ίδιος τον Σκοτεινό”.
“Όχι, Σοφία”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ, με έκφραση που έλεγε πως αυτή τη στιγμή θα προτιμούσε να ήταν οπουδήποτε αλλού. “Το είπε ο γερο-Μπίλι — θέλω να πω, ο αφέντης Κόνγκαρ, όχι εγώ! Μα το αίμα και τις στάχτες, θα—”
“Για πρόσεχε τα λόγια σου, Μάτριμ!”
Ο Ραντ ανακάθισε, με το σώμα πιο ίσια, αν και το άγριο βλέμμα της δεν είχε πέσει πάνω του. Ο Πέριν έμοιαζε, κι αυτός, εξίσου ντροπιασμένος. Ήταν σχεδόν βέβαιο πως αργότερα όλο και κάποιος από την παρέα θα παραπονιόταν πως τους τα είχε ψάλει μια γυναίκα, σχεδόν συνομήλική τους —αυτό έλεγαν πάντα όταν τους μάλωνε η Νυνάβε, αν και ποτέ μπροστά της- αλλά το χάσμα των ηλικιών πάντα έμοιαζε αρκετά πλατύ, όταν ήταν πρόσωπο με πρόσωπο μαζί της. Ειδικά όταν ήταν θυμωμένη. Το ραβδί που κρατούσε στο χέρι της ήταν χοντρό στη μια άκρη και γινόταν λεπτή βίτσα στην άλλη και όταν πίστευε πως κάποιος έκανε σαν βλάκας συνήθιζε να τον μαστιγώνει —στο κεφάλι, ή στα χέρια, ή στα πόδια- όποια κι αν ήταν η ηλικία, ή η θέση του.
Η Σοφία είχε τραβήξει την προσοχή του τόσο έντονα, που ο Ραντ στην αρχή δεν είδε ότι δεν ήταν μόνη της. Όταν κατάλαβε το λάθος του, σκέφτηκε μήπως έπρεπε να φύγει, άσχετα από το τι θα του έλεγε, ή θα του έκανε η Σοφία αργότερα.
Η Εγκουέν έστεκε μερικά βήματα πίσω από τη Σοφία, παρακολουθώντας με προσοχή. Είχε ίδιο ύψος με τη Νυνάβε και την ίδια σκοτεινή όψη κι εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να είναι πιστό είδωλο της διάθεσης της Νυνάβε, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το στόμα σφιγμένο αποδοκιμαστικά. Η κουκούλα του μαλακού, γκρίζου μανδύα της σκίαζε το πρόσωπό της και τα μεγάλα, καστανά μάτια της, τώρα, δεν έκρυβαν ούτε ίχνος γέλιου.
Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος της και θα έπρεπε να έχει το πλεονέκτημα, αν υπήρχε δικαιοσύνη, αλλά αυτό δεν ίσχυε. Αντίθετα από τον Πέριν, όταν μιλούσε με τα κορίτσια του χωριού η γλώσσα του σκόνταφτε, στην καλύτερη περίπτωση. Όμως, όποτε η Εγκουέν τον κοίταζε με προσήλωση, ανοίγοντας τα μάτια, λες και όλη η προσοχή της ήταν στραμμένη πάνω του, τότε ο Ραντ δεν κατάφερνε να βάλει σε μια σειρά τις λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του. Ίσως θα κατάφερνε να ξεφύγει, όταν τελείωνε η Νυνάβε. Αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε, έστω κι αν δεν καταλάβαινε γιατί.
“Αντί να χαζεύεις σαν φεγγαροχτυπημένο αρνάκι, Ραντ”, είπε η Νυνάβε, “ίσως θα μπορούσες να μου πεις τι θέλατε και λέγατε γι’ αυτά τα πράγματα. Ακόμα κι εσείς, τα ταυράκια, έχετε μια στάλα μυαλό και ξέρετε ότι δεν τα πιάνουμε στο στόμα μας”.
Ο Ραντ τινάχτηκε και τράβηξε το βλέμμα του από την Εγκουέν στα χείλη της, όσο μιλούσε η Σοφία, είχε χαραχτεί ένα χαμόγελο, που τον αναστάτωνε. Η φωνή της Νυνάβε ήταν σαρκαστική, αλλά το στόμα της ήταν έτοιμο να ανοίξει, μ’ ένα χαμόγελο κατανόησης —μέχρι τη στιγμή που ο Ματ γέλασε δυνατά. Το χαμόγελο της Σοφίας χάθηκε, και η ματιά που έριξε στον Ματ του έκοψε το γέλιο μέσα σ’ ένα πνιχτό κρώξιμο.
“Λοιπόν, Ραντ;” είπε η Νυνάβε.
Με την άκρη του ματιού του ο Ραντ είδε ότι η Εγκουέν ακόμα χαμογελούσε. Πού βρίσκει το αστείο; “Ήταν φυσικό να μιλάμε γι’ αυτά, Σοφία”, είπε γοργά. “Ο πραματευτής — ο Πάνταν Φάιν.. ε... ο αφέντης Φάιν — έφερε νέα για έναν ψεύτικο Δράκοντα στη Γκεάλνταν και για πόλεμο και για τις Άες Σεντάι. Το Συμβούλιο τα θεώρησε σημαντικά και συζητάνε μαζί του. Για τι άλλο θα μιλούσαμε εμείς;”
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. “Να γιατί η άμαξα του πραματευτή στέκει παρατημένη. Ακουσα πως ο κόσμος έτρεξε να τον προϋπαντήσει, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω την κυρά Αγιέλιν πριν πέσει ο πυρετός της. Το Συμβούλιο ρωτά τον πραματευτή τι έγινε στη Γκεάλνταν, ε; Απ’ όσο τους ξέρω, θα του κάνουν όλες τις λάθος ερωτήσεις και καμιά από τις σωστές. Θα χρειαστεί ο Κύκλος των Γυναικών για να μάθουμε κάτι χρήσιμο”. Έσιαξε τον μανδύα της στους ώμους της και μπήκε στο πανδοχείο.
Η Εγκουέν δεν ακολούθησε τη Σοφία. Όταν η πόρτα του πανδοχείου έκλεισε πίσω από τη Νυνάβε, η νεότερη γυναίκα ήρθε και στάθηκε μπροστά στον Ραντ. Το πρόσωπό της δεν ήταν πια συνοφρυωμένο, αλλά το βλέμμα της, με τα μάτια που δεν ανοιγόκλειναν, τον έκανε να νιώθει ταραχή. Κοίταξε τους φίλους του, αλλά εκείνοι απομακρύνονταν χαμογελώντας πλατιά, καθώς τον εγκατέλειπαν.
“Μην αφήνεις τον Ματ να σε παρασέρνει στα άμυαλα παιχνίδια του, Ραντ”, είπε η Εγκουέν, με ύφος σοβαρό σαν τη Νυνάβε και μετά χαχάνισε. “Τελευταία φορά που σε είδα με τέτοιο ύφος ήταν τότε, που ο Τσεν Μπούι σας είχε πιάσει εσένα και τον Ματ στις μηλιές του, όταν ήσασταν δέκα χρονών”.
Εκείνος σάλεψε τα πόδια του άβολα και κοίταξε τους φίλους του. Στέκονταν λίγο πιο πέρα κι ο Ματ ανέμιζε τα χέρια καθώς μιλούσε.
“Θα χορέψεις μαζί μου αύριο;” Δεν ήταν αυτό που σκόπευε να πει. Ήθελε να χορέψει μαζί της, αλλά, ταυτόχρονα, δεν ήθελε καθόλου την αμηχανία που ένιωθε, κάθε φορά που βρισκόταν μαζί της. Που ένιωθε κι αυτή τη στιγμή.
Οι άκρες του στόματός της γύρισαν προς τα πάνω, σχηματίζοντας ένα χαμογελάκι. “Το απόγευμα”, του είπε. “Το πρωί έχω δουλειά”.
Από την πλευρά των φίλων του ακούστηκε η φωνή του Πέριν. “Βάρδος!”
Η Εγκουέν στράφηκε προς το μέρος τους, αλλά ο Ραντ την έπιασε απαλά από το μπράτσο. “Δουλειά; Τι δουλειά;”
Παρά το κρύο, η Εγκουέν κατέβασε την κουκούλα του μανδύα της και, με φαινομενική άνεση, κατέβασε τα μαλλιά της μπροστά από τον ώμο της. Την τελευταία φορά που την είχε δει, τα μαλλιά της κρέμονταν σε σκούρα κύματα πάνω στους ώμους της και μόνο μια κόκκινη κορδέλα τα κρατούσε μακριά από το πρόσωπό της· τώρα ήταν πλεγμένα σε μια μακριά πλεξούδα.
Ο Ραντ κοίταξε την πλεξούδα σαν να ήταν οχιά και μετά έριξε μια κλεφτή ματιά στο Στύλο της Ανοιξης, που τώρα έστεκε έρημος στο Πράσινο, έτοιμος για την αυριανή μέρα. Το πρωί, οι ανύπαντρες γυναίκες σε ηλικία γάμου θα χόρευαν στο Στύλο. Ξεροκατάπιε με δυσκολία. Για κάποιον λόγο, δεν του είχε περάσει από το νου πως η Εγκουέν θα έφτανε σε ηλικία γάμου μαζί του.
“Το ότι κάποιος είναι σε ηλικία γάμου”, μουρμούρισε ο Ραντ, “δεν σημαίνει πως πρέπει και να παντρευτεί. Τουλάχιστον όχι αμέσως”.
“Και βέβαια όχι. Ή ότι πρέπει καν να παντρευτεί ποτέ, εδώ που τα λέμε”.
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια. “Ποτέ;”
“Οι Σοφίες δεν παντρεύονται, σχεδόν ποτέ. Ξέρεις, η Νυνάβε με διδάσκει. Λέει ότι έχω ταλέντο, ότι μπορώ να μάθω πώς ν’ ακούω τον άνεμο. Η Νυνάβε λέει πως δεν το καταφέρνουν όλες οι Σοφίες, ακόμα κι εκείνες που λένε πως μπορούν”.
“Η Σοφία!” φώναξε περιφρονητικά. Δεν πρόσεξε την επικίνδυνη λάμψη στα μάτια της. “Η Νυνάβε θα είναι εδώ Σοφία για τουλάχιστον πενήντα χρόνια ακόμα. Μάλλον περισσότερα. Θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου σαν μαθητευόμενη της;”
“Υπάρχουν κι άλλα χωριά”, απάντησε εκείνη εκνευρισμένα. “Η Νυνάβε λέει ότι τα χωριά πιο βόρεια από το Τάρεν πάντα διαλέγουν Σοφία που να έρχεται από μακριά. Λένε ότι έτσι δεν θα έχει ευνοούμενους ανάμεσα στον κόσμο”.
Το γέλιο του έσβησε απότομα όπως είχε έρθει. “Πέρα από τους Δύο Ποταμούς; Δεν θα σε ξαναδώ ποτέ”.
“Και δεν θα σου αρέσει αυτό; Δεν έδειξες να σε νοιάζει πού είμαι”.
“Κανένας ποτέ δεν φεύγει από τους Δύο Ποταμούς”, συνέχισε ο Ραντ. “Μπορεί κάποιοι από το Τάρεν Φέρυ, μα εκεί είναι ούτως ή άλλως παράξενοι. Δεν μοιάζουν, σχεδόν καθόλου, με τον κόσμο στους Δύο Ποταμούς”.
Η Εγκουέν αναστέναξε με αγανάκτηση. “Ε, μπορεί να είμαι κι εγώ παράξενη. Μπορεί να θέλω να δω τα μέρη που ακούω να λένε στις ιστορίες. Το σκέφτηκες καθόλου αυτό;”
“Και βέβαια. Ονειροπολώ μερικές φορές, αλλά ξέρω τη διαφορά ανάμεσα στα ονειροπολήματα και στην πραγματικότητα”.
“Κι εγώ δεν την καταλαβαίνω;” είπε εκείνη έξω φρενών και αμέσως του γύρισε την πλάτη. “Δεν εννοούσα αυτό. Μιλούσα για μένα. Εγκουέν;”
Εκείνη έριξε πάνω της το μανδύα, με μια απότομη κίνηση, σαν τείχος για να τον αποκλείσει και προχώρησε λίγο παραπέρα με αργά βήματα. Ο Ραντ έτριψε το κεφάλι του μπερδεμένος. Πώς να της το εξηγούσε; Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Εγκουέν έβγαζε από τα λόγια του νοήματα, που ο ίδιος δεν είχε φανταστεί πως υπήρχαν εκεί. Στην τωρινή διάθεση της, ένα στραβοπάτημά του θα χειροτέρευε την κατάσταση και ήταν σίγουρος πως σχεδόν ό,τι κι αν έλεγε θα ήταν στραβοπάτημα.
Ο Ματ και ο Πέριν ξαναγύρισαν τότε κοντά του. Η Εγκουέν δεν έδωσε σημασία στον ερχομό τους. Την κοίταξαν αβέβαια, έπειτα έπεσαν πάνω στον Ραντ.
“Η Μουαραίν έδωσε και τον Πέριν ένα νόμισμα”, είπε ο Ματ. “Σαν τα δικά μας”. Κοντοστάθηκε και μετά πρόσθεσε, “Κι έχει δει τον καβαλάρη”.
“Πού;” ζήτησε να μάθει ο Ραντ. “Πότε; Τον έχει δει κανείς άλλος; Το έχεις πει σε κανέναν άλλον;”
Ο Πέριν σήκωσε τα χοντρά του χέρια με μια αργή χειρονομία. “Μία-μία τις ερωτήσεις. Τον είδα στην άκρη του χωριού να παρακολουθεί το σιδεράδικο, χτες κατά το σούρουπο. Μου σηκώθηκαν οι τρίχες, στ’ αλήθεια. Το είπα στον αφέντη Λούχαν, αλλά όταν κοίταξε κατά κει δεν υπήρχε κανείς. Είπε ότι έβλεπα σκιές. Αλλά, όταν σβήναμε τη φωτιά και μαζεύαμε τα εργαλεία, κουβαλούσε το πιο μεγάλο σφυρί του. Δεν το έχει ξανακάνει”.
“Άρα σε πίστεψε”, είπε ο Ραντ, αλλά ο Πέριν σήκωσε τους ώμους.
“Δεν ξέρω. Τον ρώτησα γιατί κουβαλούσε το σφυρί, αν αυτό που είχα δει ήταν σκιές και είπε κάτι για λύκους που ξεθαρρεύουν και μπαίνουν στο χωριό. Μπορεί να νόμισε ότι αυτό είδα, αλλά θα ’πρεπε να ξέρει ότι καταλαβαίνω τη διαφορά ανάμεσα σε λύκο και σε καβαλάρη, ακόμα και το σούρουπο. Ξέρω αυτό που είδα και κανένας δεν θα με κάνει ν’ αλλάξω γνώμη”.
“Σε πιστεύω”, είπε ο Ραντ. “Τον είδα κι εγώ, αν θυμάσαι”. Ο Πέριν γρύλισε με ικανοποίηση, σαν να μην ήταν σίγουρος προηγουμένως.
“Τι λέτε τώρα;” απαίτησε να μάθει ξαφνικά η Εγκουέν.
Ο Ραντ ευχήθηκε να είχε μιλήσει πιο σιγά. Θα χαμήλωνε τη φωνή του, αν είχε καταλάβει ότι τους άκουγε η Εγκουέν. Ο Ματ και ο Πέριν, χαμογελώντας σαν χαζοί, τσακίστηκαν να της πουν για τις συναντήσεις τους με τον μαυροντυμένο καβαλάρη, αλλά ο Ραντ έμεινε σιωπηλός. Ήταν σίγουρος για το τι θα τους έλεγε η Εγκουέν όταν θα τελείωναν.
“Η Νυνάβε είχε δίκιο”, ανακοίνωσε η Εγκουέν προς τον ουρανό, όταν της τα είχαν πει. “Ακόμα να πήξει το μυαλό σας. Ξέρετε, υπάρχουν άνθρωποι που καβαλούν άλογα. Λυτό δεν σημαίνει ότι είναι τέρατα από τις ιστορίες των τραγουδιστών”. Ο Ραντ ένευσε με κατανόηση· ήταν όπως το είχε σκεφτεί. Η Εγκουέν τα έβαλε μαζί του. “Κι εσύ διαδίδεις αυτές τις φήμες. Μερικές φορές δεν σκέφτεσαι, Ραντ. Δεν μας φτάνει ο φόβος που είχαμε το χειμώνα, έρχεσαι μετά κι εσύ να τρομάξεις τα παιδιά”.
Ο Ραντ μόρφασε ξινά. “Δεν διαδίδω τίποτα, Εγκουέν. Αλλά είδα ό,τι είδα. Και δεν ήταν αγρότης που έψαχνε για χαμένη αγελάδα”.
Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε το στόμα της, αλλά ό,τι κι αν έλεγε εξαφανίστηκε, όταν άνοιξε η πόρτα του πανδοχείου και βγήκε ένας άνδρας, με άσπρα ανάκατα μαλλιά, που έτρεχε σαν κυνηγημένος.