46 Φαλ Ντάρα

Η περιοχή γύρω από την Πύλη ήταν γεμάτη δασώδεις λόφους που ανεβοκατέβαιναν απαλά, πέρα όμως από τις ίδιες τις πόρτες δεν υπήρχε κανένα σημάδι Ογκιρανού άλσους. Τα πιο πολλά δέντρα ήταν γκρίζοι σκελετοί, που τανύζονταν προς τον ουρανό. Υπήρχαν λιγότερα αειθαλή απ’ όσα είχε συνηθίσει να βλέπει ο Ραντ και από αυτά πολλά ήταν γεμάτα ξεραμένες βελόνες και φύλλα. Ο Λόιαλ δεν έκανε κανένα σχόλιο, παρά μόνο κούνησε θλιμμένα το κεφάλι.

“Νέκρα, όπως στις Ρημαγμένες Χώρες”, είπε η Νυνάβε, σμίγοντας τα φρύδια. Η Εγκουέν τυλίχτηκε με το μανδύα της και ανατρίχιασε.

“Τουλάχιστον βγήκαμε”, είπε ο Πέριν, και ο Ματ πρόσθεσε, “πού βγήκαμε;”

“Στο Σίναρ”, τους είπε ο Λαν. “Είμαστε στις Μεθόριες”. Στη σκληρή φωνή του υπήρχε μια νότα, που έλεγε ότι ήταν σχεδόν στο σπίτι του.

Ο Ραντ κουκουλώθηκε με το μανδύα του για το κρύο. Οι Μεθόριες. Άρα η Μάστιγα ήταν κοντά. Η Μάστιγα. Ο Οφθαλμός του Κόσμου. Και αυτό που είχαν έρθει για να κάνουν.

“Είμαστε κοντά στο Φαλ Ντάρα”, είπε η Μουαραίν. “Λίγα μίλια ακόμα”. Πέρα από τις δεντροκορφές υψώνονταν πύργοι προς τα βόρεια και τα ανατολικά, σκοτεινοί στο φόντο του πρωινού ουρανού. Ανάμεσα στους λόφους και τα δάση, οι πύργοι συχνά εξαφανίζονταν, καθώς η ομάδα προχωρούσε και ξαναφαίνονταν όταν περνούσε κάποιο ιδιαίτερα ψηλό λόφο.

Ο Ραντ πρόσεξε δέντρα, που είχαν ανοίξει σαν να τα είχε χτυπήσει κεραυνός.

“Το κρύο”, απάντησε ο Λαν, όταν ρωτήθηκε. “Μερικές φορές ο χειμώνας είναι τόσο κρύος εδώ, που ο χυμός τους παγώνει και τα δέντρα ανατινάζονται. Είναι βραδιές που τα ακούς να σκάνε σαν πυροτεχνήματα και ο αέρας είναι τόσο ξερός, που σου φαίνεται ότι κι αυτός θα σκάσει. Το χειμώνα που πέρασε τέτοια βράδια ήταν πολύ συχνά”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Δέντρα που ανατινάζονταν, Και αυτό γινόταν με το φυσιολογικό χειμώνα. Πώς ήταν άραγε ο φετινός χειμώνας; Σίγουρα δεν θα μπορούσε να τον φανταστεί.

“Ποιος λέει ότι ο χειμώνας πέρασε;” είπε ο Ματ, ενώ τα δόντια του χτυπούσαν.

“Μα αυτή είναι μια ωραία άνοιξη, βοσκέ”, είπε ο Λαν, “Ωραία άνοιξη για να ’σαι ζωντανός. Αλλά, αν θέλεις ζέστη, ε, θα έχει ζέστη στη Μάστιγα”.

Ο Ματ μουρμούρισε χαμηλόφωνα, “Μα το αίμα και τις στάχτες. Μα το αίμα και τις φλογισμένες στάχτες!” Ο Ραντ μόλις που τον άκουγε, αλλά έμοιαζε να βγαίνει από την καρδιά του.

Βρέθηκαν να περνούν κοντά από φάρμες, αλλά, παρ’ όλο που ήταν η ώρα που έπρεπε να μαγειρεύουν μεσημεριανό, δεν έβγαιναν καπνοί από τις ψηλές πέτρινες καμινάδες. Τα χωράφια δεν είχαν ούτε ανθρώπους ούτε ζωντανά, αν και μερικές φορές υπήρχαν αλέτρια, ή κάρα παρατημένα, σαν να σκόπευε ο ιδιοκτήτης τους να γυρίσει σε λιγάκι.

Σε μια φάρμα κοντά στο δρόμο μια κότα σκάλιζε την αυλή. Το ένα φύλλο της πόρτας του στάβλου κουνιόταν στον άνεμο· το άλλο είχε σπάσει από τον κάτω μεντεσέ και κρεμόταν στραβά. Το ψηλό σπίτι, που φαινόταν παράξενο στα μάτια του Ραντ, με τη διπλή στέγη και τα μεγάλα ταβανοσάνιδα, τα οποία έφταναν σχεδόν ως το έδαφος, έμοιαζε παγωμένο και σιωπηλό. Κανένα σκυλί δεν βγήκε να τους γαβγίσει. Ένα δρεπάνι κειτόταν στη μέση της αυλής του στάβλου· πλάι στο πηγάδι υπήρχε ένας σωρός από αναποδογυρισμένους κουβάδες.

Η Μουαραίν κοίταξε συνοφρυωμένη την αγροικία καθώς περνούσαν. Σήκωσε τα χαλινάρια της Αλντίμπ και η λευκή φοράδα τάχυνε το βήμα.

Τα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ ήταν μαζεμένα κοντά στον Λόιαλ, λίγο πίσω από την Άες Σεντάι και τον Πρόμαχο.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκεί φύτρωνε ποτέ κάτι. Αλλά, βέβαια, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε τις Οδούς. Ακόμα και τώρα, που ήταν μακριά τους.

“Δεν νομίζω ότι εκείνη το περίμενε αυτό”, είπε χαμηλόφωνα η Νυνάβε, με μια χειρονομία που έδειχνε όλες τις άδειες φάρμες που είχαν δει.

“Πού πήγαν όλοι;” είπε η Εγκουέν. “Γιατί; Δεν μπορεί να έχει καιρό που έφυγαν”.

“Γιατί το λες αυτό;” ρώτησε ο Ματ. “Έτσι όπως έδειχνε εκείνη η πόρτα του στάβλου, μπορεί να λείπουν όλο το χειμώνα”. Η Νυνάβε και η Εγκουέν τον κοίταξαν σαν να ήταν αργόστροφος.

“Οι κουρτίνες στα παράθυρα”, είπε υπομονετικά η Εγκουέν. “Δείχνουν να παραείναι ψιλές για χειμωνιάτικες, ακόμα και εδώ. Με το κρύο που κάνει, καμιά γυναίκα δεν θα τις είχε ανεβασμένες πάνω από μια-δυο βδομάδες, μπορεί και λιγότερο”. Η Σοφία ένευσε.

“Κουρτίνες”. Ο Πέριν χασκογέλασε. Αμέσως έδιωξε το χαμόγελο από το πρόσωπό του, όταν οι δύο γυναίκες τον κοίταξαν υψώνοντας τα φρύδια. “Α, συμφωνώ μαζί σας. Δεν υπήρχε αρκετή σκουριά σε κείνο το δρεπάνι για να είναι πάνω από μια βδομάδα εκεί στον αέρα, Αυτό θα ’πρεπε να το δεις, Ματ. Έστω κι αν δεν πρόσεξες τις κουρτίνες”.

Ο Ραντ λοξοκοίταξε τον Πέριν, προσπαθώντας να μην τον κοιτάξει μ’ ανοιχτό το στόμα. Τα μάτια του ήταν πιο γερά από του Πέριν —ή τουλάχιστον ήταν κάποτε, όταν κυνηγούσαν μαζί λαγούς — αλλά δεν είχε μπορέσει να δει τη λεπίδα του δρεπανιού τόσο καθαρά για να πει αν είχε σκουριά.

“Στ’ αλήθεια, δεν μου καίγεται καρφί πού πήγαν”, είπε βαριά ο Ματ, “Το μόνο που θέλω είναι να βρούμε μέρος με φωτιά. Και γρήγορα”.

“Μα γιατί να φύγουν;” είπε ο Ραντ μέσα από τα δόντια του. Η Μάστιγα δεν ήταν πολύ μακριά από δω. Η Μάστιγα, όπου βρισκόταν όλοι οι Ξέθωροι και οι Τρόλοκ, όσοι απ’ αυτούς δεν είχαν μαζευτεί στο Άντορ για να τους κυνηγήσουν. Η Μάστιγα, στην οποία πήγαιναν.

Ύψωσε τη φωνή του, όσο για να ακούσουν αυτοί που ήταν κοντά του. “Νυνάβε, μπορεί εσύ και η Εγκουέν να μη χρειάζεται να πάτε στον Οφθαλμό μαζί μας”. Οι δύο γυναίκες των κοίταξαν σαν να έλεγε ασυναρτησίες, αλλά τώρα, που η Μάστιγα ήταν τόσο κοντά, έπρεπε να δοκιμάσει μια τελευταία φορά. “Ίσως να είναι αρκετό, αν είστε κοντά. Η Μουαραίν δεν είπε ότι πρέπει να πάτε. Ούτε εσύ, Λόιαλ. Μπορείτε να μείνετε στο Φαλ Ντάρα. Μέχρι να ξαναγυρίσουμε. Ή μπορεί να ξεκινήσετε για την Ταρ Βάλον. Ίσως υπάρχει καραβάνι εμπόρων, ή αλλιώς πάω στοίχημα ότι η Μουαραίν μπορεί να πληρώσει για άμαξα. Θα ανταμώσουμε στην Ταρ Βάλον, όταν τελειώσουν όλα”.

“Τα’βίρεν”. Ο αναστεναγμός του Λόιαλ ήταν ένα μπουμπουνητό, σαν να ηχούσε κεραυνός στον ορίζοντα. “Στροβιλίζεις τις ζωές γύρω σου, Ραντ αλ’Θορ, εσύ και οι φίλοι σου. Η μοίρα σου διαλέγει τη δική μας”. Ο Ογκιρανός σήκωσε τους ώμους και ξαφνικά ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. “Εκτός αυτού, θα είναι σπουδαίο να συναντήσω τον Θαλερό. Ο Πρεσβύτερος Χάμαν πάντα μιλά για τη συνάντησή του με τον Θαλερό, το ίδιο και ο πατέρας μου και οι πιο πολλοί από τους Πρεσβύτερους”.

“Τόσοι πολλοί;” είπε ο Πέριν. “Οι ιστορίες λένε ότι ο Θαλερός δύσκολα βρίσκεται και κανένας δεν μπορεί να τον βρει δεύτερη φορά”.

“Όχι δεύτερη φορά, όχι”, συμφώνησε ο Λόιαλ. “Αλλά, όμως, εγώ ποτέ δεν τον συνάντησα, ούτε και σεις. Δεν δείχνει να αποφεύγει τόσο πολύ τους Ογκίρανούς, όπως κάνει με σας τους ανθρώπους. Ξέρει τόσα πολλά για τα δέντρα. Ακόμα και τα Τραγούδια των Δέντρων”.

Ο Ραντ είπε, “Αυτό που θέλω να πω είναι—”

Η Σοφία τον έκοψε. “Εκείνη λέει ότι η Εγκουέν κι εγώ είμαστε επίσης μέρος του Σχήματος. Συνυφασμένες με σας τους τρεις. Αν την πιστέψουμε, υπάρχει κάτι στον τρόπο που είναι υφασμένο αυτό το σημείο του Σχήματος, που ίσως σταματήσει τον Σκοτεινό. Και φοβάμαι ότι την πιστεύω, με τόσα που έγιναν, τι άλλο να κάνω. Αλλά, αν φύγουμε, η Εγκουέν κι εγώ, μήπως αλλάξουμε κάτι στο Σχήμα;”

“Απλώς ήθελα να—”

Και πάλι τον έκοψε η Νυνάβε, απότομα. “Ξέρω τι ήθελες”. Τον κάρφωσε με το βλέμμα της, ώσπου εκείνος ανακάθισε στη σέλα του και μετά το πρόσωπό της μαλάκωσε. “Ξέρω τι ήθελες να πεις, Ραντ. Εδώ μου κάθονται οι Άες Σεντάι κι αυτή ακόμα πιο πολύ, νομίζω. Δεν θέλω καμία σχέση με τη Μάστιγα και πολύ περισσότερο με τον Πατέρα του Ψεύδους. Αν εσείς τα αγόρια... αν εσείς οι άνδρες μπορείτε να κάνετε αυτό που πρέπει, ενώ μέσα σας θα προτιμούσατε οτιδήποτε άλλο, τότε γιατί νομίζετε ότι εγώ θα κάνω κάτι λιγότερο; Ή η Εγκουέν;” Δεν έδειχνε να περιμένει απάντηση. Πήρε τα χαλινάρια και κοίταξε συνοφρυωμένη την Άες Σεντάι μπροστά τους. “Αναρωτιέμαι, αργούμε ακόμα για το Φαλ Ντάρα, ή θέλει να περάσουμε τη νύχτα σ’ αυτό το κρύο;”

Ενώ η Νυνάβε με το άλογά της πλησίαζαν την Μουαραίν, ο Ματ είπε, “Μας είπε άνδρες. Μόλις χτες έλεγε ότι βιαστήκαμε να βγούμε από την κούνια και τώρα μας λέει άνδρες”.

“Η αλήθεια είναι ότι κακώς φύγατε από τα φουστάνια των μανάδων σας”, είπε η Εγκουέν, αλλά του Ραντ του φάνηκε πως δεν το εννοούσε. Η Εγκουέν έφερε την Μπέλα πιο κοντά στο δικό του άλογο και χαμήλωσε τη φωνή της για να μην ακούν οι άλλοι, αν και ο Ματ το προσπάθησε. “Με τον Άραμ μόνο χόρεψα, Ραντ”, του είπε απαλά, χωρίς να τον κοιτάζει. “Δεν θα μου κρατήσεις κακία, που χόρεψα με κάποιον που δεν θα τον ξαναδώ, ε;”

“Όχι”, της είπε. Τι την είχε κάνει να το θυμηθεί τώρα; “Φυσικά και όχι”. Αλλά ξαφνικά θυμήθηκε κάτι που είχε πει η Μιν στο Μπάερλον, πριν από εκατό χρόνια πριν, όπως του φαινόταν. Δεν είναι για σένα, ούτε εσύ γι αυτήν, τουλάχιστον όχι όπως το θέλετε και οι δύο.

Η πάλη του Φαλ Ντάρα ήταν χτισμένη πάνω σε λόφους, ψηλότερους από τη γύρω περιοχή. Δεν ήταν μεγάλη σαν το Κάεμλυν, αλλά το τείχος ολόγυρά της ήταν ψηλό σαν του Κάεμλυν. Για ένα ολόκληρο μίλι έξω από το τείχος προς όλες τις κατευθύνσεις το έδαφος ήταν καθαρισμένο από τα πάντα εκτός από το γρασίδι, κι αυτό κοντοκομμένο. Τίποτα δεν μπορούσε να πλησιάσει χωρίς να φανεί από τους πολλούς ψηλούς πύργους, που στην κορυφή τους είχαν ξύλινους φράχτες. Εκεί που τα τείχη του Κάεμλυν είχαν κάτι το όμορφο πάνω τους, οι κατασκευαστές του Φαλ Ντάρα έμοιαζαν να μην νοιάζονται αν κανείς έβρισκε το δικό τους τείχος ωραίο. Η γκρίζα πέτρα ήταν φοβερή, αγριωττή, διαλαλούσε ότι υπήρχε για ένα μόνο σκοπό: για να αντέχει. Φιλάνδρες πάνω στους φράχτες πετάριζαν στον άνεμο, έτσι που το Μαύρο Γεράκι του Σίναρ έμοιαζε να πετά παντού στα τείχη.

Ο Λαν κατέβασε την κουκούλα του μανδύα του καν έκανε νόημα στους άλλους να τον μιμηθούν, παρά το κρύο. Η Μουαραίν είχε ήδη κατεβάσει τη δική της. “Είναι ο νόμος στο Σίναρ”, είπε ο Πρόμαχος. “Σ’ όλες τις Μεθόριες. Κανένας δεν μπορεί να κρύψει το πρόσωπό του μέσα στα τείχη μιας πόλης”.

“Όλοι είναι όμορφοι;” είπε ο Ματ γελώντας.

“Οι Ημιάνθρωποι δεν μπορούν να κρυφτούν με το πρόσωπο εκτεθειμένο”, είπε ο Πρόμαχος με ανέκφραστη φωνή.

Το χαμόγελο του Ραντ έσβησε από το πρόσωπό του. Ο Ματ τράβηξε βιαστικά την κουκούλα του.

Οι πύλες ήταν ψηλές και είχαν επένδυση από μαύρο σίδερο κι έστεκαν ανοιχτές, αλλά δώδεκα αρματωμένοι άνδρες τις φρουρούσαν, με χρυσές και κίτρινες χλαίνες που είχαν το σήμα του Μαύρου Γερακιού. Φορούσαν μακριά σπαθιά στη ράχη, με τις λαβές να πετιούνται πάνω από τους ώμους τους και όλοι έφεραν στη μέση τους σπάθα ή απελατίκι ή τσεκούρι. Τα άλογά τους ήταν δεμένα εκεί κοντά, φαντάζοντας γκροτέσκα με την ατσάλινη αρματωσιά που κάλυπτε το στήθος και το λαιμό και το κεφάλι τους, είχαν λόγχες δίπλα στους αναβολείς τους και ήταν έτοιμα να ορμήσουν μέσα σε μια στιγμή. Οι φύλακες δεν προσπάθησαν να σταματήσουν τον Λαν κι τη Μουαραίν και τους άλλους. Αντίθετα, κούνησαν τα χέρια και τους φώναξαν χαρούμενα.

“Ντάι Σαν!” κραύγασε ένας, κουνώντας τις γροθιές του με τα ατσάλινα γάντια πάνω από το κεφάλι του. “Ντάι Σαν!”

Μερικοί άλλοι φώναξαν, “Δόξα στους Κατασκευαστές!” και “Κισεράι τι Γουάνσο!” Ο Λόιαλ φάνηκε να εκπλήσσεται και μετά ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του και κούνησε το χέρι στους φύλακες.

Ένας άνδρας έτρεξε για λίγο δίπλα στο άλογο του Λαν, χωρίς να τον βαραίνει η πανοπλία που φορούσε. “Θα ξαναπετάξει ο Χρυσός Γερανός, Ντάι Σαν;”

“Ειρήνη, Ράγκαν”, ήταν το μόνο που είπε ο Πρόμαχος και ο άνδρας έμεινε πίσω. Ο Λαν ανταπέδιδε τους χαιρετισμούς των φυλάκων, αλλά το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει κι άλλο.

Ο Ραντ έσμιγε τα φρύδια με ανησυχία, καθώς προχωρούσαν στους πλακόστρωτους δρόμους, που ήταν γεμάτοι ανθρώπους και άμαξες. Το Φαλ Ντάρα έβριθε από κόσμο, αλλά οι άνθρωποι εδώ δεν ήταν ούτε τα ενθουσιώδη πλήθη του Κάεμλυν, που απολάμβαναν το μεγαλείο της πόλης ακόμα και τη στιγμή που καυγάδιζαν, ούτε τα πολύβουα στίφη του Μπάερλον. Αυτοί εδώ, στριμωγμένοι κολλητά ο ένας στον άλλο, κοίταζαν την ομάδα τους με βλέμμα μολυβένιο και πρόσωπο ανέκφραστο. Κάρα και άμαξες ήταν φρακαρισμένα σε όλα τα στενά και σε πολλούς δρόμους, φορτωμένα ως απάνω με ανάκατα έπιπλα και σκαλισμένα σεντούκια, παραγεμισμένα με ρούχα που ξεχείλιζαν. Πάνω τους κάθονταν παιδιά. Οι ενήλικες φρόντιζαν να μην φεύγουν τα μικρά από τα μάτια τους και δεν τα άφηναν να φύγουν ούτε για να παίξουν. Τα παιδιά ήταν ακόμα πιο σιωπηλά από τους ενήλικες, τα μάτια τους ήταν μεγαλύτερα και το βλέμμα τους πιο δραματικό. Τα ανοίγματα και οι γωνιές ανάμεσα στις άμαξες είχαν πρόχειρα μαντριά με δασύτριχα βόδια και γουρούνια με μαύρες βούλες. Υπήρχαν κλουβιά με κότες και πάπιες και χήνες, που αντιστάθμιζαν με τις κραυγές τους τη σιωπή των ανθρώπων. Τώρα καταλάβαινε πού είχαν πάει όλοι οι αγρότες.

Ο Λαν τους οδήγησε στο οχυρό στο κέντρο της πόλης· ήταν ένα ογκώδες πέτρινο κτίσμα στην κορυφή του ψηλότερου λόφου. Μια τάφρος περικύκλωνε τους πολύπυργους τοίχους του κάστρου· ήταν βαθιά και πλατιά και στον πυθμένα της υπήρχε ένα δάσος από μυτερά και κοφτερά ατσάλινα καρφιά, ψηλά όσο ένας άνθρωπος. Η τελευταία γραμμή άμυνας, αν έπεφτε η πόλη. Από έναν πύργο της πύλης ένας άνδρας με πανοπλία φώναξε σ’ αυτούς που ήταν μέσα στο οχυρό, “Ο Χρυσός Γερανός! Ο Χρυσός Γερανός!”

Οι οπλές των αλόγων έκαναν έναν ήχο σαν από τύμπανα πάνω στα βαριά σανίδια της ανασυρόμενης γέφυρας, καθώς η ομάδα προχωρούσε κάτω από τις αιχμές της γεροφτιαγμένης καταρρακτής. Όταν πέρασαν τις πύλες, ο Λαν κατέβηκε από τη σέλα και άρχισε να οδηγεί τον Μαντάρμπ από τα χαλινάρια, δίνοντας το σήμα στους άλλους να ξεπεζέψουν.

Η πρώτη αυλή ήταν μια πελώρια τετράγωνη πλατεία στρωμένη με μεγάλες πέτρινες πλάκες, περικυκλωμένη από πύργους και επάλξεις, που είχαν εξίσου αγριωπή όψη με κείνες στα εξωτερικά τείχη. Η αυλή, παρ’ όλο που ήταν τεράστια, ήταν κι αυτή πλημμυρισμένη από κόσμο, σαν τους δρόμους, με την ίδια αναταραχή, αν κι εδώ η ανθρωποθάλασσα είχε κάποια τάξη. Παντού υπήρχαν σιδηρόφρακτοι άνδρες και άλογα. Σε πεντ’ έξι σιδεράδικα τριγύρω στην αυλή ακουγόταν το βροντοκόπημα των σφυριών και μεγάλες φυσούνες, που την καθεμιά τη δούλευαν δυο άνδρες με δερμάτινες ποδιές, έριχναν αέρα στις βρυχόμενες φωτιές τους. Ένα ποτάμι από αγόρια έτρεχε, κουβαλώντας τα μόλις κατασκευασμένα πέταλα στους πεταλωτές. Οι κατασκευαστές βελών δούλευαν συνεχώς και κάθε φορά που γέμιζαν ένα καλάθι τη θέση του έπαιρνε ένα άδειο.

Ιπποκόμοι με λιβρέες ήρθαν τρέχοντας, ενθουσιώδεις και χαμογελαστοί, με μαύρα και κίτρινα χρώματα. Ο Ραντ έλυσε βιαστικά τα υπάρχοντά του από πίσω από τη σέλα και έδωσε το άλογό του σε έναν ιπποκόμο, τη στιγμή που ένας άνδρας με πανοπλία από μεταλλικά ελάσματα και αλυσιδωτό πλέγμα υποκλινόταν με επισημότητα. Φορούσε ένα αστραφτερό κίτρινο μανδύα με κόκκινες άκρες πάνω από την πανοπλία του, με το Μαύρο Γεράκι στο στήθος του και μια κίτρινη χλαίνη, που είχε το σήμα μιας γκρίζας κουκουβάγιας. Δεν φορούσε κράνος και το κεφάλι του ήταν πραγματικά γυμνό, γιατί είχε ξυρίσει όλα τα μαλλιά του, με μόνη εξαίρεση έναν κότσο στην κορυφή δεμένο με δερμάτινο κορδόνι. “Πέρασε πολύς καιρός, Μουαραίν Άες Σεντάι. Χαίρομαι που σε βλέπω, Ντάι Σαν. Χαίρομαι πολύ”. Υποκλίθηκε πάλι, προς τον Λόιαλ και μουρμούρισε, “Δόξα στους Κατασκευαστές. Κισεράι τι Γουάνσο”.

“Είμαι ανάξιος”, απάντησε ο Λόιαλ με επισημότητα, “και το έργο μικρό. Τσίνγκου μα τσόμπα”.

“Μας τιμάς, Κατασκευαστή”, είπε ο άλλος. “Κισεράι τι Γουάνσο”. Στράφηκε πάλι προς τον Λαν. “Στείλαμε μήνυμα στον Άρχοντα Αγκελμαρ, Ντάι Σαν, αμέσως μόλις σε είδαμε να έρχεσαι. Σε περιμένει. Από δω, παρακαλώ”.

Τον ακολούθησαν στο οχυρό και πέρασαν από πέτρινους διαδρόμους, στολισμένους με πολύχρωμες ταπετσαρίες και μακριά μεταξένια διαχωριστικά, που απεικόνιζαν μάχες και σκηνές κυνηγιού, ενώ αυτός συνέχιζε να τους μιλά. “Χαίρομαι που άκουσες το κάλεσμά μας, Ντάι Σαν. Θα υψώσεις άλλη μια φορά τη σημαία του Χρυσού Γερανού;” Οι προθάλαμοι ήταν λιτοί, με μόνη εξαίρεση τα παραπετάσματα στους τοίχους, αλλά κι αυτά ακόμα έδειχναν όσο το δυνατόν λιγότερες μορφές, με όσο το δυνατόν λιγότερες γραμμές, μόνο εκείνες που ήταν αναγκαίες για να μεταδώσουν το νόημά τους, αν και φτιαγμένες με λαμπρά χρώματα.

“Τα πράγματα είναι όντως τόσο άσχημα όσο φαίνονται, Ίνγκταρ;” ρώτησε ο Λαν χαμηλόφωνα. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν και τα δικά του αυτιά τινάζονταν σαν του Λόιαλ.

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι και ο κότσος του λικνίστηκε πέρα-δώθε, αλλά κοντοστάθηκε, πριν πει χαμογελώντας, “Τα πράγματα δεν είναι ποτέ όσο άσχημα φαίνονται, Ντάι Σαν. Φέτος είναι κάπως χειρότερα απ’ ό,τι συνήθως, αυτό είναι όλο. Οι επιδρομές συνεχίστηκαν όλο το χειμώνα, ακόμα και μέσα στη βαρυχειμωνιά. Αλλά οι επιδρομές δεν ήταν χειρότερες απ’ όσο αλλού στη Μεθόριο. Ακόμα έρχονται τη νύχτα, αλλά τι άλλο να περιμένεις την άνοιξη, αν μπορείς να την πεις άνοιξη. Οι ανιχνευτές γυρνούν από τη Μάστιγα ―αυτοί που γυρνούν- με νέα για τα στρατόπεδα των Τρόλοκ. Όλο έρχονται νέα για καινούργια στρατόπεδα. Αλλά θα τους ανταμώσουμε στο Πέρασμα του Τάργουιν, Ντάι Σαν, και θα τους κάνουμε να γυρίσουν πίσω, όπως κάναμε πάντα”.

“Φυσικά”, είπε ο Λαν, αλλά δεν φαινόταν σίγουρος.

Το χαμόγελο του Ίνγκταρ χάθηκε, μα ξαναφάνηκε αμέσως. Τους έβαλε στο μελετητήριο του Άρχοντα Άγκελμαρ και μετά επικαλέστηκε επείγοντα καθήκοντα και έφυγε.

Ήταν ένα δωμάτιο πρακτικό, όπως το υπόλοιπο οχυρό, με ανοίγματα για τόξα στον εξωτερικό τοίχο και μια βαριά αμπάρα για τη χοντρή πόρτα, η οποία είχε κι αυτή ανοίγματα για τόξα και ήταν ενισχυμένη με σιδερένια ελάσματα. Μόνο μια ταπετσαρία υπήρχε εκεί. Κάλυπτε έναν ολόκληρο τοίχο και έδειχνε άνδρες με πανοπλία, σαν τους άνδρες του Φαλ Ντάρα, που πολεμούσαν με Μυρντράαλ και Τρόλοκ σε ένα πέρασμα στα βουνά.

Ένα τραπέζι, ένα σεντούκι και μερικές καρέκλες ήταν τα μόνα έπιπλα, με εξαίρεση δύο ράφια σε έναν τοίχο, τα οποία τράβηξαν το βλέμμα του Ραντ σαν την ταπετσαρία. Το ένα είχε ένα σπαθί με μακριά λαβή ψηλότερο από άνθρωπο, μια πιο συνηθισμένη σπάθα και από κάτω τους ένα απελατίκι με καρφιά και μια μακριά ρομβοειδή ασπίδα που έδειχνε τρεις αλεπούδες. Από το άλλο ράφι κρεμόταν μια πανοπλία, πλήρης, με τα κομμάτια της βαλμένα σαν να τη φορούσε κάποιος. Είχε κράνος με λοφίο και προσωπίδα πάνω από μια διπλή αλυσιδωτή κουκούλα με περιτραχήλιο, σιδερόπλεκτο θώρακα με σκίσιμο, που τον έκανε κατάλληλο για ιππασία και με δερμάτινο, εσωτερικό χιτώνα, ο οποίος γυάλιζε από τη συχνή χρήση. Προστήθιο, ατσαλένια γάντια, μεταλλικά προστατευτικά για τα γόνατα και τους αγκώνες και επιπλέον ελάσματα ατόφιου μετάλλου, που κάλυπταν τους ώμους, τα μπράτσα και τα πόδια. Ακόμα κι εδώ, στην καρδιά του Κάστρου, τα όπλα και η αρματωσιά έμοιαζαν έτοιμα για να φορεθούν ανά πάσα στιγμή. Όπως και τα έπιπλα, ήταν απλά και λιτά, στολισμένα με χρυσάφι.

Ο ίδιος ο Άγκελμαρ σηκώθηκε όρθιος όταν μπήκαν μέσα και τους πλησίασε κάνοντας το γύρο του τραπεζιού, που ήταν γεμάτο χάρτες και στοίβες χαρτιών και πένες που έστεκαν σε μελανοδοχεία. Στην αρχή έμοιαζε υπερβολικά ειρηνικός γι’ αυτό το δωμάτιο, με το γαλάζιο βελούδινο σακάκι, το ψηλό, πλατύ κολάρο και τις μπότες από μαλακό δέρμα, αλλά ο Ραντ είδε κάτι διαφορετικό, όταν κοίταξε πιο προσεκτικά. Όπως και όλοι οι πολεμιστές που είχε δει, ο Άγκελμαρ είχε το κεφάλι ξυρισμένο, με εξαίρεση έναν κότσο στην κορυφή, που ήταν κατάλευκος. Το πρόσωπό του ήταν σκληρό σαν του Λαν, οι μόνες ρυτίδες ήταν στις άκρες των ματιών του και τα μάτια του έμοιαζαν με καστανόχρωμες πέτρες, αν και τώρα χαμογελούσε.

“Μα την Ειρήνη, χαίρομαι που σε βλέπω, Ντάι Σαν”, είπε ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα. “Κι εσένα, Μουαραίν Άες Σεντάι, ίσως ακόμη περισσότερο. Η παρουσία σου με ζεσταίνει, Άες Σεντάι”.

“Νίντε καλίσνιγυε νο ντομάσιτα, Άγκελμαρ Ντάι Σαν”, απάντησε με επισημότητα η Μουαραίν, αλλά η φωνή της είχε έναν τόνο που έλεγε ότι ήταν παλιοί φίλοι. “Το καλωσόρισμά σου με ζεσταίνει, Άρχοντα Άγκελμαρ”.

“Κοντόμε καλίσνιγυε γκα νι Άες Σεντάι χάι. Είναι πάντα Καλοδεχούμενες οι Άες Σεντάι”. Στράφηκε στον Λόιαλ. “Είσαι μακριά από το στέντιγκ, Ογκιρανέ, αλλά τιμάς το Φαλ Ντάρα Πάντα δόξα στους Κατασκευαστές. Κισεράι τι Γονάνσο χάι”.

“Είμαι ανάξιος”, είπε ο Λόιαλ, ενώ υποκλινόταν. “Εσύ με τιμάς”. Έριξε μια ματιά στους λιτούς πέτρινους τοίχους και φάνηκε να παλεύει με τις σκέψεις του. Ο Ραντ χάρηκε, βλέποντας ότι ο Ογκιρανός είχε καταφέρει να αποφύγει περαιτέρω σχόλια.

Στο δωμάτιο μπήκαν υπηρέτες με μαύρα και χρυσά χρώματα και μαλακά, ελαφρά παπούτσια, με αθόρυβα βήματα. Μερικοί κουβαλούσαν ασημένιους δίσκους με διπλωμένες πετσέτες, υγρές και καυτές, για να σκουπίσουν οι ταξιδιώτες τη σκόνη από τα πρόσωπα και τα χέρια τους. Αλλοι έφερναν κρασί με μπαχαρικά και ασημένιες γαβάθες με ξερά δαμάσκηνα και βερίκοκα. Ο Άρχοντας Αγκελμαρ έδωσε εντολή να ετοιμάσουν δωμάτια και μπάνια.

“Ήταν μακρύ το ταξίδι από την Ταρ Βάλον”, είπε. “Θα είστε κουρασμένοι”.

“Ήταν σύντομο το ταξίδι από το δρόμο που πήραμε”, του είπε ο Λαν, “αλλά πιο κουραστικό από το άλλο”

Ο Άγκελμαρ φάνηκε να μπερδεύεται, όταν ο Πρόμαχος δεν εξήγησε τι εννοούσε, αλλά απλώς είπε, “Μερικές μέρες να ξεκουραστείτε και θα γίνετε περδίκι”.

“Ζητώ καταφύγιο για μια νύχτα, Άρχοντα Άγκελμαρ”, είπε η Μουαραίν, “για μας και για τα άλογά μας. Και προμήθειες το πρωί, αν σας περισσεύουν. Φοβάμαι πως πρέπει να σας αφήσουμε γρήγορα”.

Ο Άγκελμαρ σκοτείνιασε. “Μα νόμιζα... Μουαραίν Σεντάι, δεν έχω δικαίωμα να σου το ζητήσω, μα θα άξιζες όσο χίλιες λόγχες στο Πέρασμα του Τάργουιν. Κι εσύ, Ντάι Σαν. Χίλιοι άνδρες παραπάνω θα έρθουν, όταν ακούσουν ότι ο Χρυσός Γερανός ξαναπετά”.

“Οι Επτά Πύργοι γκρεμίστηκαν”, είπε τραχιά ο Λαν, “και η Μαλκίρ χάθηκε· οι λίγοι άνθρωποι της που απέμειναν σκορπίστηκαν στα πέρατα της γης. Είμαι Πρόμαχος, Άγκελμαρ, ορκίστηκα πίστη στη Φλόγα της Ταρ Βάλον και μπροστά μου έχω τη Μάστιγα”.

“Φυσικά, Ντάι Σ·― Λαν. Φυσικά. Μα δεν θα αλλάξει τίποτα αν καθυστερήσεις λίγες μέρες, λίγες βδομάδες το πολύ. Σε χρειαζόμαστε. Κι εσένα και τη Μουαραίν Σεντάι”.

Η Μουαραίν πήρε ένα ασημένιο κύπελλο από έναν υπηρέτη. “Ο Ίνγκταρ φαίνεται να πιστεύει πως θα νικήσετε αυτή την απειλή, όπως νικήσατε κι άλλες τόσα χρόνια”.

“Άες Σεντάι”, είπε πικρόχολα ο Αγκελμαρ, “αν ο Ίνγκταρ αναγκαζόταν να πάει μόνος του στο Πέρασμα του Τάργουιν, σ’ όλο το δρόμο θα διακήρυττε ότι οι Τρόλοκ θα υποχωρούσαν άλλη μια φορά. Έχει σχεδόν τόση περηφάνια, που θα πίστευε ότι μπορεί να τα καταφέρει μόνος του”.

“Αυτή τη φορά δεν είναι τόσο σίγουρος όσο νομίζεις, Αγκελμαρ”. Ο Πρόμαχος κρατούσε ένα κύπελλο, αλλά δεν έπινε. “Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα;”

Ο Αγκελμαρ δίστασε και ύστερα πήρε ένα χάρτη από το σωρό στο τραπέζι. Κοίταξε για λίγο το χάρτη χωρίς να το βλέπει, ύστερα τον πέταξε πάλι πίσω. “Όταν πάμε στο Πέρασμα”, είπε ήρεμα, “θα στείλουμε τον κόσμο στο Φαλ Μόραν στα νότια. Ίσως η πρωτεύουσα αντέξει. Μα την Ειρήνη, πρέπει. Κάτι πρέπει να αντέξει”.

“Τόσο άσχημα;” είπε ο Λαν, και ο Αγκελμαρ ένευσε κουρασμένα.

Ο Ραντ αντάλλαξε ανήσυχες ματιές με τον Ματ και τον Πέριν. Δεν θα του φαινόταν απίθανο οι Τρόλοκ που συγκεντρώνονταν στη Μάστιγα να έψαχναν γι’ αυτόν, γι’ αυτούς. Ο Αγκελμαρ συνέχισε με σκοτεινό ύφος.

“Το Κάντορ, το Αράφελ, η Σαλδαία — όλο το χειμώνα οι Τρόλοκ δεν σταμάτησαν να κάνουν επιδρομές. Πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο μετά τους Πολέμους των Τρόλοκ· οι επιδρομές ποτέ δεν ήταν τόσο άγριες, με τόσο μεγάλες δυνάμεις, με τόση σφοδρότητα. Όλοι οι βασιλιάδες και τα συμβούλια είναι σίγουροι ότι επίκειται μεγάλο χτύπημα από τη Μάστιγα και κάθε μια από τις Μεθόριες πιστεύει ότι θα χτυπήσουν αυτήν. Ούτε οι ανιχνευτές τους, ούτε οι φρουροί τους αναφέρουν μαζικές δυνάμεις των Τρόλοκ στα σύνορά τους, όπως γίνεται με μας, αλλά έτσι πιστεύουν και όλες φοβούνται να στείλουν πολεμιστές αλλού. Οι άνθρωποι ψιθυρίζουν ότι είναι το τέλος του κόσμου, ότι ο Σκοτεινός είναι πάλι ελεύθερος. Το Σίναρ θα πάει μόνο του στο Πέρασμα του Ταρ Βάλον και οι εχθροί θα υπερτερούν τουλάχιστον δέκα προς ένα. Τουλάχιστον. Ίσως να είναι η τελευταία Σύναξη των Λεπίδων.

“Λαν —όχι!- Ντάι Σαν, επειδή είσαι Διαδηματοφόρος Πολέμαρχος του Μαλκίρ, ό,τι κι αν λες. Ντάι Σαν, το λάβαρο του Χρυσού Γερανού στην προφυλακή μας θα δώσει καρδιά στους άνδρες, που ξέρουν ότι πάνε στα βόρεια για να πεθάνουν. Το νέο θα διαδοθεί σαν αστραπή και, παρ’ όλο που οι βασιλιάδες διέταξαν τους άνδρες τους να μείνουν στις θέσεις τους, θα μας έρθουν λόγχες από το Αράφελ και το Κάντορ, ακόμα και από τη Σαλδαία. Αν και δεν θα προλάβουν να έρθουν στο Πέρασμα, ίσως σώσουν το Σίναρ”.

Ο Λαν κοίταξε το κρασί του. Η έκφραση του δεν άλλαξε, αλλά στο χέρι του χύθηκε κρασί· το ασημένιο κύπελλο τσαλακώθηκε μέσα στη γροθιά του. Ένας υπηρέτης πήρε το χαλασμένο κύπελλο και σκούπισε το χέρι του Πρόμαχου μ’ ένα πανί· όταν ο πρώτος τελείωσε, ένας άλλος υπηρέτης του έβαλε στο χέρι άλλο ένα κύπελλο γεμάτο κρασί. Ο Λαν δεν φάνηκε να το προσέχει. “Δεν μπορώ!” ψιθύρισε βραχνά. Όταν σήκωσε το κεφάλι, ένα λαμπρό φως έκαιγε στα γαλάζια μάτια του, αλλά η φωνή του ήταν πάλι γαλήνια και ανέκφραστη. “Είμαι Πρόμαχος, Άγκελμαρ”. Το σκληρό βλέμμα του πλανήθηκε στον Ραντ και τον Ματ και τον Πέριν και τη Μουαραίν. “Με το πρώτο φως της αυγής φεύγω για τη Μάστιγα”.

Ο Άγκελμαρ αναστέναξε βαριά. “Μουαραίν Σεντάι, εσύ τουλάχιστον δεν θα έρθεις; Μια Άες Σεντάι ίσως παίξει αποφασιστικό ρόλο”.

“Δεν μπορώ, Άρχοντα Άγκελμαρ”. Η Μουαραίν φαινόταν μπερδεμένη. “Ύπάρχει όντως μάχη που πρέπει να δοθεί και δεν είναι τυχαίο που οι Τρόλοκ συγκεντρώνονται πάνω από το Σίναρ, αλλά η μάχη μας, η πραγματική μάχη με τον Σκοτεινό, θα γίνει στη Μάστιγα, στον Οφθαλμό του Κόσμου. Εσύ πρέπει να δώσεις τη δική σου μάχη κι εμείς τη δική μας”.

“Μην πεις ότι ελευθερώθηκε!” Ο σκληρός πολεμιστής φάνηκε να τα χάνει και η Μουαραίν κούνησε αμέσως το κεφάλι. “Όχι ακόμα. Αν νικήσουμε στον Οφθαλμό του Κόσμου, ίσως ποτέ ξανά”.

“Μπορείς άραγε να βρεις τον Οφθαλμό, Άες Σεντάι; Αν το να σταματήσουμε τον Σκοτεινό εξαρτάται απ’ αυτό, τότε είμαστε κιόλας νεκροί. Πολλοί δοκίμασαν κι απέτυχαν”.

“Μπορώ να τον βρω, Άρχοντα Άγκελμαρ. Ακόμα δεν χάθηκαν όλες οι ελπίδες”.

Ο Άγκελμαρ κοίταξε εξεταστικά πρώτη τη Μουαραίν και μετά τους άλλους. Η παρουσία της Νυνάβε και της Εγκουέν του φαινόταν γρίφος· τα ταπεινά ρούχα τους έκαναν μεγάλη αντίθεση με το μεταξωτό φόρεμα της Μουαραίν, αν και όλα τα ενδύματά τους ήταν λερωμένα από το ταξίδι. “Κι αυτές είναι Άες Σεντάι;” ρώτησε με αμφιβολία· Όταν η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι, φάνηκε ακόμα πιο μπερδεμένος. Η ματιά του γύρισε στους νεαρούς από το Πεδίο του Έμοντ, στάθηκε στον Ραντ, άγγιξε το τυλιγμένο με κόκκινο ύφασμα σπαθί στη μέση του. “Παράξενη φρουρά πήρες μαζί σου, Άες Σεντάι. Ένας πολεμιστής μονάχα”. Κοίταξε τον Πέριν και το τσεκούρι που κρεμόταν από τη ζώνη του. “Ίσως δύο. Αλλά και οι δύο είναι αμούστακα παλικαράκια. Εκατό λόγχες πάνω ή κάτω δεν θα αλλάξουν τίποτα στο Πέρασμα, αλλά εσύ θα χρειαστείς κάτι παραπάνω από έναν Πρόμαχο και τρεις νεαρούς. Και δυο γυναίκες που δεν θα βοηθήσουν, εκτός αν είναι μεταμφιεσμένες Άες Σεντάι. Φέτος η Μάστιγα είναι χειρότερη απ’ όσο συνήθως. Σαλεύει...”

“Εκατό λόγχες θα ήταν πολλές”, είπε ο Λαν, “και χίλιες δεν θα έφταναν. Όσο πιο μεγάλη ομάδα πάμε στη Μάστιγα, τόσο πιθανότερο είναι ότι θα τραβήξουμε την προσοχή. Πρέπει να φτάσουμε στον Οφθαλμό δίχως μάχες, αν μπορούμε. Ξέρεις ότι το αποτέλεσμα είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο, όταν οι Τρόλοκ σε αναγκάσουν να πολεμήσεις μέσα στη Μάστιγα”.

Ο Άγκελμαρ ένευσε βλοσυρά, αλλά δεν το έβαλε κάτω. “Λιγότερους, τότε. Έστω και δέκα μόνο καλοί στρατιώτες θα σε βοηθήσουν περισσότερο από αυτούς τους νεαρούς, για να συνοδεύσεις τη Μουαραίν και τις άλλες γυναίκες στον Θαλερό”.

Ο Ραντ ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα υπέθετε ότι τον Σκοτεινό θα τον πολεμούσαν η Νυνάβε και η Εγκουέν μαζί με τη Μουαραίν. Ήταν φυσικό. Αυτού του είδους ο αγώνας σήμαινε τη χρήση της Μίας Δύναμης κι αυτό σήμαινε γυναίκες. Αυτού του είδους ο αγώνας σήμαινε τη χρήση της Δύναμης. Έχωσε τους αντίχειρες του πίσω από τη ζώνη του σπαθιού του και έσφιξε δυνατά την αγκράφα για να μην τρέμουν τα χέρια του.

“Κανέναν άνδρα”, είπε η Μουαραίν. Ο Άγκελμαρ ξανάνοιξε το στόμα του κι αυτή συνέχισε, πριν αυτός προλάβει να μιλήσει. “Είναι η φύση του Οφθαλμού και η φύση του Θαλερού. Πόσοι του Φαλ Ντάρα έχουν βρει ποτέ τον Θαλερό και τον Οφθαλμό;”

“Από παλιά;” Ο Άγκελμαρ σήκωσε τους ώμους. “Μετά τον Εκατονταετή Πόλεμο μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το πολύ ένας κάθε πέντε χρόνια, απ’ όλες τις Μεθόριες μαζί”.

“Κανένας δεν βρίσκει τον Οφθαλμό του Κόσμου”, είπε η Μουαραίν, “εκτός αν το θέλει ο Θαλερός. Το κλειδί είναι η ανάγκη και ο σκοπός. Ξέρω πού να πάω — έχω ξαναπάει εκεί”. Ο Ραντ γύρισε αμέσως και την κοίταξε έκπληκτος· και οι άλλοι από το Πεδίο του Έμοντ έκαναν το ίδιο, αλλά η Άες Σεντάι δεν έδειξε να το προσέχει. “Αλλά, αν είναι ένας ανάμεσά μας που ζητά τη δόξα, που ζητά να μπει το όνομά του ανάμεσα σε κείνα τα τέσσερα, ίσως δεν τον βρούμε, ακόμα κι αν πάω κατευθείαν στο σημείο που θυμάμαι”.

“Έχεις δει τον Θαλερό, Μουαραίν Σεντάι;” Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα φαινόταν εντυπωσιασμένος, αλλά αμέσως κατσούφιασε. “Μα, αν ήδη τον βρήκες μια φορά...”

“Το κλειδί είναι η ανάγκη”, είπε απαλά η Μουαραίν, “και δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη ανάγκη από τη δικιά μου. Από τη δικιά μας. Κι έχω κάτι που δεν έχουν οι άλλοι αναζητητές”.

Το βλέμμα της ήταν σχεδόν συνεχώς στο πρόσωπο του Αγκελμαρ, αλλά ο Ραντ ήταν σίγουρος πως είχε στραφεί προς τον Λόιαλ, για μια απειροελάχιστη στιγμή. Ο Ραντ κοίταξε τον Ογκιρανό κατάματα και ο Λόιαλ σήκωσε τους ώμους.

“Τα’βίρεν”, είπε απαλά ο Ογκιρανός.

Ο Άγκελμαρ σήκωσε τα χέρια ψηλά. “Θα γίνει όπως το λες, Άες Σεντάι. Μα την Ειρήνη, αν η πραγματική μάχη δοθεί στον Οφθαλμό του Κόσμου, λέω να φέρω το λάβαρο του Μαύρου Γερακιού μαζί σου, αντί να πάω στο Πέρασμα. Θα μπορούσα να σου ανοίξω το δρόμο—”

“Αυτό θα σήμαινε καταστροφή, Άρχοντα Αγκελμαρ. Και στο Πέρασμα του Τάργουιν και στον Οφθαλμό. Εσύ έχεις τη μάχη σου κι εμείς τη δική μας”.

“Ειρήνη! Όπως θες, Άες Σεντάι”.

Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα με το ξυρισμένο κεφάλι, αφού είχε καταλήξει σε μια απόφαση, όσο δυσάρεστη και να ήταν, φάνηκε να τη βγάζει από το νου του. Τους προσκάλεσε στο τραπέζι μαζί του, ενώ ταυτόχρονα μιλούσε για γεράκια και άλογα και σκυλιά, αλλά χωρίς να αναφέρει καθόλου τους Τρόλοκ, ή το Πέρασμα του Τάργουιν, ή τον Οφθαλμό του Κόσμου.

Η αίθουσα στην οποία έφαγαν ήταν λιτή και απλή, σαν το γραφείο του Άγκελμαρ· υπήρχαν ελάχιστα έπιπλα εκτός από το τραπέζι και τις καρέκλες κι αυτά ήταν αυστηρά σε γραμμές και μορφή. Όμορφα, μα αυστηρά. Ένα μεγάλο τζάκι ζέσταινε το δωμάτιο, μα όχι τόσο ώστε να ζαλιστεί κάποιος που θα τον καλούσαν βιαστικά στο κρύο έξω. Υπηρέτες με λιβρέες έφεραν σούπες και ψωμί και τυρί και η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από βιβλία και μουσική, ώσπου ο Άγκελμαρ αντιλήφθηκε ότι οι νέοι από το Πεδίο του Έμοντ δεν μιλούσαν. Ως καλός οικοδεσπότης, τους έκανε με ευγένεια ερωτήσεις, που στόχευαν να τους βγάλουν από τη σιωπή τους.

Ο Ραντ σε λίγο βρέθηκε να συναγωνίζεται με τους άλλους για να μιλήσουν για το Πεδίο του Έμοντ και τους Δύο Ποταμούς. Δυσκολεύτηκε να βάλει χαλινάρι στη γλώσσα του. Ήλπισε ότι οι άλλοι μέτραγαν τα λόγια τους, ειδικά ο Ματ. Μόνο η Νυνάβε ήταν απόμακρη και τρωγότανε σιωπηλά.

“Έχουμε ένα τραγούδι στους Δύο Ποταμούς”, είπε ο Ματ. “Ο Γυρισμός από το Πέρασμα του Τάργουιν”. Τα λόγια του στο τέλος βγήκαν διστακτικά, σαν να είχε καταλάβει ξαφνικά ότι έθιγε το θέμα που απέφευγαν, αλλά ο Άγκελμαρ το αντιμετώπισε με διακριτικότητα.

“Δεν είναι παράξενο. Μετά από τόσα χρόνια είναι λίγες είναι οι χώρες που δεν έστειλαν άνδρες για να συγκρατήσουν τη Μάστιγα”.

Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ και τον Πέριν. Ο Ματ σχημάτισε με το στόμα τη λέξη Μανέθερεν.

Ο Άγκελμαρ ψιθύρισε κάτι σε έναν υπηρέτη κι αυτός εξαφανίστηκε, ενώ οι άλλοι καθάριζαν το τραπέζι και επέστρεψε με ένα μεταλλικό δοχείο και πήλινες πίπες για τον Λαν, τον Λόιαλ και τον Άρχοντα Άγκελμαρ. “Ταμπάκ από τους Δύο Ποταμούς”, είπε ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα, καθώς γέμιζαν τις πίπες τους. “Δύσκολα το βρίσκεις, αλλά αξίζει τα λεφτά του”.

Ο Λόιαλ και οι δύο μεγαλύτεροι της παρέας άναψαν τις πίπες τους και ρούφηξαν τον καπνό με απόλαυση και ο Άγκελμαρ κοίταξε τον Ογκιρανό. “Φαίνεσαι ανήσυχος, Κατασκευαστή. Ελπίζω να μην σε έπιασε η Λαχτάρα. Πόσον καιρό λείπεις από το στέντιγκ;”

“Δεν είναι η Λαχτάρα· δεν λείπω καιρό”. Ο Λόιαλ σήκωσε τους ώμους και η γκριζογάλανη κορδέλα του καπνού που υψωνόταν από την πίπα του σχημάτισε ένα ελικοειδές σχήμα, καθώς χειρονομούσε. “Περίμενα —ήλπιζα— να ήταν το άλσος ακόμα εδώ. Τουλάχιστον να είχε κάποιο απομεινάρι του Μάφαλ Ντανταράνελ”, “Κισεράι τι Γονάνσο”, μουρμούρισε ο Άγκελμαρ. “Οι Πόλεμοι των Τρόλοκ δεν άφησαν τίποτα εκτός από αναμνήσεις, Λόιαλ, γιε του Άρεντ, και ανθρώπους για να χτίσουν πάνω σ’ αυτές. Δεν μπορούσαν να συνεχίσουν το έργο των Κατασκευαστών, όπως δεν το μπορώ ούτε κι εγώ. Οι περίπλοκες καμπύλες και τα σχήματα που δημιουργείτε ξεπερνούν τις ικανότητες των ανθρώπινων ματιών και χεριών. Ίσως θέλαμε να αποφύγουμε μια ωχρή απομίμηση, που θα ήταν παντοτινή υπενθύμιση όσων είχαμε χάσει. Υπάρχει διαφορετική ομορφιά στην απλότητα, σε μια και μόνη γραμμή τοποθετημένη εκεί που πρέπει, σ’ ένα μοναδικό λουλούδι ανάμεσα στα βράχια Η τραχύτητα της πέτρας κάνει το άνθος ακόμα πιο πολύτιμο. Ας μην πολυσκεφτόμαστε όσα χάθηκαν. Αυτό το βάρος σπάει και την πιο δυνατή καρδιά”.

“Το ροδοπέταλο πλέει στο νερό”, απήγγειλε απαλά ο Λαν. “Η αλκυόνη χιμά πάνω από τη λίμνη. Ζωή και ομορφιά χορεύουν εν μέσω θανάτου”.

“Ναι”, είπε ο Άγκελμαρ. “Ναι. Κι εγώ ένιωθα πάντα ότι αυτό τα συμβολίζει όλα”. Οι δύο άνδρες έσκυψαν το κεφάλι ο ένας στον άλλο.

Ποίηση ο Λαν; Ο άνθρωπος ήταν σαν κρεμμύδι· κάθε φορά που ο Ραντ νόμιζε πως ήξερε κάτι για τον Πρόμαχο, ανακάλυπτε από κάτω ακόμα ένα στρώμα.

Ο Λόιαλ ένευσε αργά. “Ίσως κι εγώ να σκέφτομαι υπερβολικά για όσα χάθηκαν. Μα όμως τα άλση ήταν όμορφα”. Αλλά κοίταζε το λιτό δωμάτιο, σαν να το έβλεπε με καινούργιο βλέμμα, ανακαλύπτοντας, ξαφνικά, πράγματα που άξιζε να δει.

Ο Ίνγκταρ εμφανίστηκε και υποκλίθηκε στον Άρχοντα Άγκελμαρ. “Τη συγνώμη σου, Άρχοντα, αλλά θέλεις να μαθαίνεις ό,τι το ασυνήθιστο, όσο παραμικρό κι αν είναι”.

“Ναι, τι έγινε;”

“Κάτι ασήμαντο, Άρχοντα. Ένας ξένος προσπάθησε να μπει στην πόλη. Δεν είναι του Σίναρ. Λαγκαρντινός, από την προφορά. Ή τουλάχιστον μερικές φορές. Όταν οι σκοποί της Νότιας Πύλης πήγαν να τον ρωτήσουν, αυτός το έσκασε. Τον είδαν να μπαίνει στο δάσος, αλλά λίγη ώρα αργότερα βρέθηκε να σκαρφαλώνει το τείχος”.

“Ασήμαντο!” Η καρέκλα του Άγκελμαρ έξυσε το πάτωμα, καθώς την έσπρωχνε πίσω για να σηκωθεί. “Μα την Ειρήνη! Οι σκοποί είναι τόσο αμελείς που μπορείς να φτάσεις στα τείχη απαρατήρητος κι αυτό το λες ασήμαντο;”

“Είναι τρελός, Άρχοντα”. Η φωνή του Ίνγκταρ φανέρωνε δέος. “Το Φως προστατεύει τους τρελούς. Ίσως το Φως σκοτείνιασε τα μάτια του σκοπού και του επέτρεψε να φτάσει στα τείχη. Τι κακό θα κάνει ένας τρελός;”

“Τον έφεραν στο κάστρο; Ωραία. Φέρε τον μου εδώ. Τώρα”. Ο Ίνγκταρ υποκλίθηκε κι έφυγε και ο Άγκελμαρ στράφηκε στη Μουαραίν. “Με συγχωρείς, Άες Σεντάι, αλλά πρέπει να το φροντίσω. Ίσως να είναι μονάχα ένα αξιοθρήνητο κουφάρι με το μυαλό του τυφλωμένο από το Φως, αλλά... δυο μέρες πριν, βρήκαμε τη νύχτα πέντε δικούς μας ανθρώπους να προσπαθούν να πριονίσουν τους μεντεσέδες μιας πύλης για άλογα. Μικρή, αλλά χωρούσε να περάσει Τρόλοκ”. Έκανε μια γκριμάτσα. Φαντάζομαι ότι ήταν Σκοτεινόφιλοι, αν και δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι για έναν Σιναρανό. Τους κομμάτιασε ο κόσμος, πριν προλάβουν να τους πιάσουν οι σκοποί, έτσι δεν θα το μάθω. Αν οι Σιναρανοί μπορούν να γίνουν Σκοτεινόφιλοι, πρέπει να είμαι ιδιαιτέρως προσεκτικός με τους ξένους αυτές τις μέρες. Αν θέλετε να αποσυρθείτε, θα πω να σας δείξουν τα δωμάτιά σας”.

“Οι Σκοτεινόφιλοι δεν γνωρίζουν ούτε σύνορα ούτε αίμα”, είπε η Μουαραίν. “Βρίσκονται σε όλες τις χώρες και δεν ανήκουν σε καμιά. Κι εγώ ενδιαφέρομαι να δω αυτόν τον άνθρωπο. Το Σχήμα δημιουργεί έναν Ιστό, Άρχοντα Άγκελμαρ, αλλά η τελική μορφή του Ιστού δεν έχει ακόμα κατασταλάξει. Ίσως να απλωθεί στον κόσμο όλο, ή να ξετυλιχτεί και να κάνει τον Τροχό να υφάνει κάτι καινούργιο. Εδώ που είμαστε κοιτάζω με μισό μάτι τα ασήμαντα κι ασυνήθιστα πράγματα”.

Ο Άγκελμαρ κοίταξε τη Νυνάβε και την Εγκουέν. “Όπως επιθυμείς, Άες Σεντάι”.

Ο Ίνγκταρ επέστρεψε με δύο σκοπούς που κρατούσαν μακριούς λογχοπέλεκεις και συνόδευαν έναν άνδρα που έμοιαζε με σωρό από κουρέλια. Η λέρα σχημάτιζε στρώματα στο πρόσωπό του και σκέπαζε τα ανάκατα, μακριά μαλλιά και τα γένια του. Μπήκε στο δωμάτιο καμπουριασμένος και τα ρουφηγμένα μάτια του τινάζονταν πέρα-δώθε. Μια ξινή μυρωδιά προπορευόταν από το κορμί του.

Ο Ραντ ανακάθισε κι έσκυψε μπροστά με προσήλωση, προσπαθώντας να δει κάτω από τη βρωμιά.

“Δεν έχετε λόγο να με κρατάτε”, κλαψούρισε το βρώμικο πλάσμα “Είμαι φτωχός κι απόκληρος, ξεχασμένος από το Φως και ψάχνω μέρος, όπως όλοι, να φυλαχτώ από τη Σκιά”.

“Είναι παράξενο να ζητάς στις Μεθόριες—” άρχισε να λέει ο Άγκελμαρ, όταν τον έκοψε ο Ματ.

“Ο πραματευτής!”

“Ο Πάνταν Φάιν”, συμφώνησε νεύοντας ο Πέριν.

“Ο ζητιάνος”, είπε ο Ραντ, με φωνή που ξαφνικά είχε βραχνιάσει. Κάθισε πιο πίσω, βλέποντας το ξαφνικό μίσος που άστραψε στα μάτι του Φάιν. “Είναι ο άνθρωπος που ρωτούσε για μας στο Κάεμλυν. Αυτός πρέπει να είναι”.

“Άρα, τελικά σε αφορά, Μουαραίν Σεντάι”, είπε αργά ο Άγκελμαρ.

Η Μουαραίν ένευσε. “Πολύ φοβάμαι πως ναι”.

“Δεν ήθελα”. Ο Φάιν έβαλε τα κλάματα. Χοντρά δάκρια σχημάτισαν αυλάκια στη βρώμα στα μάγουλά του, αλλά δεν μπόρεσαν να φτάσουν ως το κάτω στρώμα. “Με ανάγκασε! Εκείνος, με τα μάτια γεμάτα φλόγες”. Το πρόσωπο του Ραντ συσπάστηκε. Ο Ματ είχε χώσει το χέρι στο παλτό του και, δίχως αμφιβολία, έσφιγγε πάλι το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ. “Με έκανε σκυλί του! Κυνηγόσκυλό του, για να κυνηγώ και να ακολουθώ δίχως να ξαποσταίνω. Μονάχα σκυλί του, ακόμα κι όταν με πέταξε”.

“Μας αφορά όλους”, είπε βλοσυρά η Μουαραίν. “Υπάρχει μέρος για να του μιλήσω μόνη μου, Άρχοντα Άγκελμαρ;” Το στόμα της σφίχτηκε με αποστροφή. “Και πλύνετέ τον πρώτα. Ίσως χρειαστεί να τον αγγίξω”. Ο Άγκελμαρ ένευσε και μίλησε χαμηλόφωνα στον Ίνγκταρ, που υποκλίθηκε και έφυγε.

“Δεν θα σκύψω το κεφάλι!” Η φωνή ήταν του Φάιν, αλλά δεν έκλαιγε πια και αντί για το κλαψούρισμα τώρα υπήρχε μια αυθάδικη νότα. Στεκόταν όρθιος, χωρίς να καμπουριάζει καθόλου. Γέρνοντας το κεφάλι πίσω, φώναξε προς το ταβάνι. “Ποτέ πια! Δεν-σκύβω-το-κεφάλι!” Γύρισε ν αντικρίσει τον Άγκελμαρ, λες και οι φρουροί που τον πλαισίωναν ήταν οι δικοί του σωματοφύλακες και ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα ίσος του και όχι δεσμώτης του. Μίλησε με τόνο γλοιώδη και προσποιητό. “Κάποια παρεξήγηση υπάρχει εδώ, Μέγα Άρχοντα. Μερικές φορές με πιάνουν κρίσεις, μα αυτό σύντομα θα περάσει. Ναι, σύντομα θα γλιτώσω απ’ αυτές”. Έδειξε τα ρούχα που φορούσε με μια περιφρονητική κίνηση του δαχτύλου του. “Μην σε παραπλανούν αυτά τα ρούχα, Μέγα Άρχοντα Αναγκάστηκα να μεταμφιεστώ εξαιτίας αυτών που θα ήθελαν να με εμποδίσουν και το ταξίδι μου ήταν μακρύ και δύσκολο. Μα, επιτέλους, έφτασα σε χώρες όπου οι άνθρωποι ακόμα ξέρουν τον κίνδυνο του Μπα’άλζαμον, όπου οι άνθρωποι ακόμα πολεμούν τον Σκοτεινό”.

Ο Ραντ τον κοίταζε αποσβολωμένος. Η φωνή ήταν του Φάιν, αλλά δεν έμοιαζε καθόλου με του πραματευτή.

“Άρα ήρθες εδώ επειδή πολεμάμε τους Τρόλοκ”, είπε ο Άγκελμαρ. “Και είσαι τόσο σημαντικός που κάποιος θέλει να σε σταματήσει. Αυτοί οι άνθρωποι λένε ότι είσαι ένας πραματευτής ονόματι Πάνταν Φάιν κι ότι τους ακολουθείς”,

Ο Φάιν δίστασε. Κοίταξε τη Μουαραίν και τράβηξε βιαστικά το βλέμμα από την Άες Σεντάι. Η ματιά του έπεσε στα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ και μετά ξαναγύρισε στον Άγκελμαρ. Ο Ραντ ένιωσε το μίσος αυτής της ματιάς και το φόβο. Όταν όμως ο Φάιν ξαναμίλησε, η φωνή του ήταν ατάραχη. “Ο Πάνταν Φάιν είναι απλώς μια από τις πολλές μεταμφιέσεις που αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω αυτά τα χρόνια. Με καταδιώκουν οι Φίλοι του Σκότους, διότι έμαθα πώς μπορώ να νικήσω τη Σκιά. Μπορώ να σου δείξω πώς να τον Νικήσεις, Μέγα Άρχοντα”.

“Για άνθρωποι τα καταφέρνουμε μια χαρά”, είπε ξερά ο Άγκελμαρ, “Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, αλλά πολεμούμε τον Σκοτεινό σχεδόν από το Τσάκισμα του Κόσμου, δίχως πραματευτές να μας δασκαλέψουν”.

“Μέγα Άρχοντα, η δύναμή σου είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά μπορεί να μάχεται τον Σκοτεινό για πάντα; Δεν νιώθεις καμιά φορά ότι δύσκολα κρατάς; Συγχώρησε την τόλμη μου, Μέγα Άρχοντα· στο τέλος θα σε λιώσει, έτσι όπως είσαι. Το ξέρω· πίστεψέ με, το ξέρω. Αλλά μπορώ να σου δείξω πώς να ξεριζώσεις τη Σκιά από αυτή τη γη, Μέγα Άρχοντα”. Ο τόνος του έγινε ακόμα πιο υποκριτικός, αν και αγέρωχος. “Αν μόνο δοκιμάσεις να κάνεις αυτό που σε συμβουλεύω, θα δεις, Μέγα Άρχοντα. Θα εξαγνίσεις τη χώρα. Εσύ, Μέγα Άρχοντα, μπορείς να το κάνεις, αν κατευθύνεις τη δύναμή σου στη σωστή κατεύθυνση. Αν αποφύγεις τα δόκανα της Ταρ Βάλον, θα σώσεις τον κόσμο. Μέγα Άρχοντα, θα είσαι ο άνθρωπος που θα τον θυμούνται σ’ όλη την ιστορία, επειδή τους έφερε την οριστική νίκη του Φωτός”. Οι φύλακες έμεναν στη θέση τους, αλλά τα χέρια τους σάλεψαν στα μακριά κοντάρια των όπλων τους, σαν να νόμιζαν ότι ίσως χρειαζόταν να τα χρησιμοποιήσουν.

“Για πραματευτής έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του”, είπε ο Αγκελμαρ στον Λαν πάνω από τον ώμο του. “Νομίζω ότι ο Ίνγκταρ έχει δίκιο. Είναι τρελός”.

Τα μάτια του Φάιν στένεψαν με θυμό, αλλά η φωνή του ήταν πάλι μελιστάλαχτη. “Μέγα Άρχοντα, ξέρω ότι τα λόγια μου ίσως σου φαίνονται μεγαλόστομα, αλλά, αν μόνο―” Σταμάτησε ξαφνικά και οπισθοχώρησε, καθώς η Μουαραίν σηκωνόταν κι έκανε το γύρο του τραπεζιού. Μονάχα οι χαμηλωμένοι λογχοπέλεκεις των φυλάκων εμπόδισαν τον Φάιν να βγει οπισθοχωρώντας από το δωμάτιο.

Η Μουαραίν σταμάτησε πίσω από την καρέκλα του Ματ, ακούμπησε τον ώμο του και έσκυψε για να του ψιθυρίσει στο αυτί. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που του είπε, η ένταση χάθηκε από το πρόσωπό του και το χέρι του βγήκε από το παλτό. Η Άες Σεντάι προχώρησε, ώσπου στάθηκε δίπλα στον Άγκελμαρ, πρόσωπο με πρόσωπο με τον Φάιν. Όταν σταμάτησε μπροστά του, ο πραματευτής καμπούριασε πάλι.

“Τον μισώ”, κλαψούρισε. “Θέλω να γλιτώσω απ’ αυτόν. Θέλω να περπατήσω πάλι στο Φως”. Οι ώμοι του άρχισαν να τρέμουν και δάκρια κύλησαν στο πρόσωπό του, ακόμα πιο χοντρά από πριν. “Αυτός με ανάγκασε να το κάνω”.

“Φοβάμαι πως είναι κάτι παραπάνω από πραματευτής, Άρχοντα Άγκελμαρ”, είπε η Μουαραίν. “Λιγότερο από άνθρωπος, μιαρός, ή κάτι χειρότερο, πιο επικίνδυνος απ’ όσο μπορείς να φανταστείς. Ας κάνει μπάνιο αφού του μιλήσω πρώτα. Δεν τολμώ να χάσω ούτε λεπτό. Έλα, Λαν”.

Загрузка...