Ο Ιλάυας τους ανάγκαζε να πάνε όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στα καφετιά χορτάρια του κάμπου, σαν να ήθελε να αναπληρώσουν το χρόνο που είχαν χάσει με το Λαό των Ταξιδιωτών. Και ο ρυθμός που τους είχε βάλει, καθώς προχωρούσαν προς τα νότια, ήταν τέτοιος που, ακόμα και η Μπέλα ένιωθε ευγνωμοσύνη, όταν σταματούσαν με το σούρουπο. Όμως, παρά την επιθυμία του για ταχύτητα, τώρα έπαιρνε προφυλάξεις, τις οποίες δεν είχε πάρει πριν. Τη νύχτα άναβαν φωτιά μόνο αν υπήρχαν ήδη πεσμένα ξύλα και κλαριά στο χώμα. Δεν τους άφηνε να σπάσουν ούτε κλαράκι από δέντρο. Οι φωτιές που άναβε ήταν μικρές και πάντα τις έκρυβε σε ένα λάκκο που έσκαβε προσεκτικά, ξεκολλώντας κομμάτι του εδάφους με το πυκνό γρασίδι ακόμα πάνω του. Μόλις ετοίμαζαν το φαγητό, έθαβε τα κάρβουνα και ξανάβαζε το χαλί του γρασιδιού στη θέση του. Πριν ξεκινήσουν πάλι με το γκρίζο χάραμα της μέρας, έψαχνε το στρατόπεδό τους πόντο-πόντο, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχαν αφήσει το παραμικρό ίχνος πίσω τους. Έφτανε στο σημείο να ορθώνει αναποδογυρισμένες πέτρες και να ισιώνει λυγισμένα χορτάρια. Όλα αυτά τα έκανε γρήγορα, σε μερικά λεπτά τα πολύ, αλλά δεν έφευγαν, αν δεν ήταν ικανοποιημένος.
Ο Πέριν δεν πίστεψε πως αυτές οι προφυλάξεις θα βοηθούσαν με τα όνειρά του, αλλά, όταν σκέφτηκε από τι θα τους προφύλασσαν, ευχήθηκε να είχε μονάχα τα όνειρά του. Την πρώτη φορά, η Εγκουέν ρώτησε ταραγμένη αν οι Τρόλοκ είχαν ξαναγυρίσει, όμως ο Ιλάυας απλώς κούνησε το κεφάλι και τους έσπρωξε να συνεχίσουν. Ο Πέριν δεν είπε τίποτα. Ήξερε πως δεν υπήρχαν Τρόλοκ κοντά· οι λύκοι μύρισαν μόνο γρασίδι και δέντρα και μικρά ζώα. Αυτό που ωθούσε τον Ιλάυας δεν ήταν ο φόβος των Τρόλοκ, αλλά κάτι άλλο, για το οποίο ακόμα και ο Ιλάυας δεν ήταν βέβαιος. Οι λύκοι δεν ήξεραν τι ήταν, αλλά ένιωσαν τη βιασύνη και την επιφυλακτικότητα του Ιλάυας και άρχισαν να ψάχνουν, λες και ο κίνδυνος τους ακολουθούσε από κοντά, ή ενέδρευε στην επόμενη πλαγιά.
Πιο πέρα στη διαδρομή τους υπήρχε μια σειρά από μακριές πλαγιές, που ανεβοκατέβαιναν σαν κύματα, τόσο χαμηλές, που δεν μπορούσαν να ονομαστούν λόφοι. Μπροστά τους απλωνόταν ένα χαλί από τραχύ γρασίδι, καμένο από το χειμώνα, με πυκνές συστάδες από αγριόχορτα εδώ κι εκεί, που το ρυτίδωνε ο ανατολικός άνεμος, που φυσούσε ανεμπόδιστος επί εκατό μίλια. Τα αλσύλλια άρχισαν να αραιώνουν. Ο ήλιος υψωνόταν απρόθυμα, δίχως ζεστασιά.
Όταν μπήκαν στις κοντές πλαγιές, ο Ιλάυας ακολουθούσε όσο ΤΟ δυνατόν περισσότερο τη διαμόρφωση του εδάφους και απέφευγε τις ραχοκορφές. Σπάνια άνοιγε το στόμα του κι όταν μιλούσε...
“Ξέρετε πόση ώρα χάνουμε να περνάμε γύρω απ’ όλους τους λόφους; Μα το αίμα και τις στάχτες! Ούτε το καλοκαίρι δεν θα γλιτώσω από σας. Όχι, δεν μπορούμε να πάμε ευθεία! Πόσες φορές πρέπει να το πω; Έχετε ιδέα, την παραμικρή ιδέα, πόσο καθαρά φαίνεται σε τέτοια περιοχή ένας άνθρωπος πάνω στην κορφή της πλαγιάς; Κάψε με, όσο προχωράμε μπροστά, άλλο τόσο προχωράμε πίσω και στο πλάι. Λες και είμαστε φίδια. Πιο γρήγορα θα πήγαινα με τα πόδια δεμένα. Τι θα γίνει, θα με κοιτάτε ή Θα περπατάτε;”
Ο Πέριν και η Εγκουέν κοιτάχτηκαν. Η Εγκουέν έδειξε τη γλώσσα της στην πλάτη του Ιλάυας. Δεν είπαν τίποτα. Μια φορά, η Εγκουέν είχε διαμαρτυρηθεί, λέγοντας ότι εκείνος που ήθελε να πηγαίνουν γύρω από τους λόφους ήταν ο Ιλάυας και άρα δεν έπρεπε να τους κατηγορεί. Το αποτέλεσμα ήταν να της αρχίσει το κήρυγμα για το πώς μεταδιδόταν ο ήχος, μιλώντας με βαριά φωνή, που σίγουρα θα ακουγόταν ακόμα και από ένα μίλι παραπέρα. Της τα έψαλε μιλώντας πάνω από τον ώμο του, χωρίς να βραδύνει καν ΤΟ βήμα του.
Είτε ο Ιλάυας μιλούσε, είτε όχι, τα μάτια του έψαχναν παντού γύρω τους και μερικές φορές ατένιζαν, σαν να έβλεπε κάτι εκτός από το ξερό γρασίδι κάτω από τα πόδια τους. Ο Πέριν, πάντως, δεν διέκρινε τίποτα, ούτε και οι λύκοι. Οι ρυτίδες πληθύνονταν στο μέτωπο του Ιλάυας, αλλά ούτε εξηγούσε γιατί βιάζονταν, ούτε έλεγε τι φοβόταν πως τους κυνηγούσε.
Μερικές φορές έβρισκαν στη διαδρομή τους πλαγιές, που ήταν μακρύτερες από τις άλλες κι εκτείνονταν πολλά μίλια προς τα ανατολικά και τα δυτικά. Ακόμα και ο Ιλάυας συμφωνούσε πως θα έβγαιναν μακριά από το δρόμο τους, αν τις παρέκαμπταν. Όμως δεν άφηνε απλώς να τις διασχίσουν. Τους άφηνε στα ριζά της πλαγιάς, ανέβαινε έρποντας με την κοιλιά, κοίταζε από την άλλη μεριά, επιφυλακτικά, σαν να μην είχαν ερευνήσει την περιοχή οι λύκοι πριν δέκα λεπτά. Οι άλλοι περίμεναν στην αρχή της πλαγιάς, τα λεπτά έμοιαζαν με ώρες και τους ενοχλούσε το ότι δεν ήξεραν. Η Εγκουέν δάγκωνε το χείλος της και έπαιζε ασυναίσθητα με τις χάντρες που της είχε δώσει ο Άραμ. Ο Πέριν περίμενε υπομονετικά. Το στομάχι του γινόταν κόμπος, αλλά κατάφερνε να δείχνει ήρεμος, κατάφερνε να κρύβει την ταραχή που τον έτρωγε.
Οι λύκοι θα μας προειδοποιήσουν, αν υπάρχει κίνδυνος. Θα ήταν υπέροχο αν έφευγαν, αν εξαφανίζονταν, αλλά τώρα... τώρα, θα μας προειδοποιήσουν. Τι κοπάζει; Τι;
Μετά από αρκετή έρευνα, έχοντας σηκώσει μόνο τα μάτια πάνω από την κορφή, ο Ιλάυας τους έκανε νόημα να πλησιάσουν. Κάθε φορά ο δρόμος ήταν ελεύθερος — μέχρι την επόμενη πλαγιά που θα τους έκλεινε. Στην τρίτη που βρήκαν, ο Πέριν κατάλαβε το στομάχι του να διαμαρτύρεται. Ένιωσε την ξινίλα να ανηφορίζει το λαρύγγι του και ήξερε ότι, αν περίμενε έστω και πέντε λεπτά, θα έκανε εμετό. “Θα...” Κατάπιε το σάλιο του. “Θα έρθω κι εγώ”.
“Χαμηλά το κεφάλι”, ήταν το μόνο που είπε ο Ιλάυας.
Μόλις μίλησε, η Εγκουέν κατέβηκε μ’ έναν πήδο από την Μπέλα.
Ο γουνοφορεμένος άνδρας χαμήλωσε το στρογγυλό καπέλο του και την κοίταξε κάτω από το γείσο. “Θα βάλεις τη φοράδα να συρθεί χάμω;” είπε ξερά.
Το στόμα της Εγκουέν ανοιγόκλεισε, αλλά δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Τελικά σήκωσε τους ώμους και ο Ιλάυας έστριψε δίχως άλλη κουβέντα και άρχισε να ανεβαίνει την πλαγιά, που δεν ήταν πολύ απότομη. Ο Πέριν έτρεξε πίσω του.
Αρκετά πριν φτάσουν στην κορυφή, ο Ιλάυας ρίχτηκε κατάχαμα και σύρθηκε στα τελευταία μέτρα. Ο Πέριν έπεσε μπρούμυτα.
Στην κορυφή, ο Ιλάυας έβγαλε το καπέλο, πριν υψώσει το Κεφάλι αργά. Ο Πέριν, κοιτάζοντας μέσα από τα αγκαθωτά χαμόκλαδα, είδε μόνο τις ίδιες κυματιστές πλαγιές που είχαν και πίσω τους. Η κατηφόρα της πλαγιάς ήταν γυμνή, αν και στο λάκκωμα υπήρχε μια συστάδα δέντρων πλάτους εκατό απλωσιών, ίσως μισό μίλι πιο νότια από την πλαγιά. Οι λύκοι είχαν ήδη περάσει από κει και δεν είχαν μυρίσει ίχνος από Τρόλοκ ή Μυρντράαλ.
Απ’ ό,τι διέκρινε ο Πέριν, προς τα ανατολικά και τα δυτικά η περιοχή ήταν ίδια, ράχες σαν κύματα, γρασίδι και αραιές συστάδες. Τίποτα δεν σάλευε. Οι λύκοι ήταν ένα μίλι πιο μπροστά, δεν φαίνονταν από αυτή την απόσταση, μόλις που μπορούσε να τους νιώσει. Δεν είχαν δει τίποτα, όταν είχαν ερευνήσει αυτό το σημείο. Τι ψάχνει; Δεν έχει τίποτα εδώ.
“Χασομεράμε”, είπε, έκανε να σηκωθεί κι ένα σμήνος κορακιών ξεχύθηκε από τα δέντρα πιο κάτω, πενήντα, εκατό μαύρα πουλιά που έγραφαν κύκλους στον ουρανό. Πάγωσε μισογονατισμένος, καθώς στριφογυρνούσαν πάνω από τα δέντρα. Τα Μάπα τον Σκοτεινού. Με είδαν; Ιδρώτας κύλησε στο πρόσωπό του.
Σαν να είχε γεννηθεί η ίδια ιδέα σε εκατό μικρούλικα μυαλά, όλα τα κοράκια όρμησαν ακαριαία στην ίδια κατεύθυνση. Νότια. Το σμήνος εξαφανίστηκε πέρα από την επόμενη πλαγιά, με καθοδική πορεία. Στα ανατολικά, άλλη μια συστάδα ξέρασε κι άλλα κοράκια. Η μαύρη μάζα πέταξε σε κύκλο δυο φορές και στράφηκε προς τα νότια.
Ο Πέριν, τρέμοντας, έπεσε αργά στο χώμα. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά το στόμα του ήταν κατάξερο. Μετά από ένα λεπτό, Κατάφερε να βρει λίγο σάλιο. “Αυτό φοβόσουν; Γιατί δεν είπες τίποτα; Γατί δεν τα είδαν οι λύκοι;”
“Οι λύκοι δεν συνηθίζουν να κοιτάζουν στα δέντρα”, μούγκρισε ο Ιλάυας. “Αλλά όχι, δεν έψαχνα γι’ αυτό. Σου είπα, δεν ήξερα τι...”
Μακριά, στα δυτικά, ένα μαύρο σύννεφο υψώθηκε πάνω από άλλο ένα αλσύλλιο και τράβηξε προς το νότο. Ήταν μακριά και τα πουλιά δεν φαινόταν. “Δεν είναι μεγάλο σμήνος, δόξα στο Φως. Δεν ξέρουν. Ακόμα και μετά από...” Γύρισε και κοίταξε το δρόμο απ’ όπου είχαν έρθει.
Ο Πέριν ξεροκατάπιε. Ακόμα και μετά το όνειρο, αυτό εννοούσε ο Ιλάυας. “Δεν είναι μεγάλο;” είπε. “Στην πατρίδα, όλο το χρόνο δεν βλέπεις τόσα κοράκια”.
Ο Ιλάυας κούνησε το κεφάλι. “Στις Μεθόριους είδα σμήνη με χίλια κοράκια. Όχι συχνά ―εκεί έχουν επικηρύξει τα κοράκια- αλλά συμβαίνει”. Ακόμα κοίταζε νότια. “Σώπα τώρα”.
Τότε ο Πέριν το ένιωσε· ήταν η προσπάθεια να φτάσει τους μακρινούς λύκους. Ο Ιλάυας ήθελε από τη Σταχτιά και τους συντρόφους της να σταματήσουν την ανίχνευση, να γυρίσουν γρήγορα πίσω και να ερευνήσουν το δρόμο πίσω τους. Το πρόσωπό του, ήδη λιπόσαρκο, σφίχτηκε και τεντώθηκε από τον κόπο. Οι λύκοι ήταν τόσο μακριά, που ο Πέριν δεν τους ένιωθε καν. Βιαστείτε. Κοιτάτε τον ουρανό. Βιαστείτε.
Ο Πέριν έπιασε αμυδρά την απάντηση, που ήρθε από μακριά στο νότο. Ερχόμαστε. Μια εικόνα φάνηκε στο νου του —λύκοι που έτρεχαν με τις μουσούδες υψωμένες στον αέρα, που έτρεχαν σαν να τους κυνηγούσε πυρκαγιά στα χόρτα πίσω τους, που έτρεχαν— και χάθηκε την ίδια στιγμή.
“Νομίζεις ότι υπάρχουν κι άλλα κοράκια πίσω μας;” ρώτησε ο Πέριν.
“Μπορεί”, είπε αόριστα ο Ιλάυας. “Έτσι κάνουν μερικές φορές. Ξέρω ένα μέρος, αν το φτάσουμε πριν νυχτώσει. Πρέπει να συνεχίσουμε να προχωρούμε μέχρι να σκοτεινιάσει, έστω κι αν δεν το φτάσουμε, μα δεν μπορούμε να πάμε όσο γρήγορα θα ήθελα. Δεν πρέπει να πλησιάσουμε τα κοράκια που είναι μπροστά μας. Αλλά, αν είναι και πίσω μας...”
“Μέχρι να σκοτεινιάσει;” είπε ο Πέριν. “Τι μέρος; Κάπου που θα είμαστε ασφαλείς από τα κοράκια;”
“Ασφαλείς από τα κοράκια”, είπε ο Ιλάυας, “μα πολλοί άνθρωποι ξέρουν... Τα κοράκια τη νύχτα κουρνιάζουν. Δεν θα φοβόμαστε μήπως μας βρουν στο σκοτάδι. Ας δώσει το Φως να είναι τα κοράκια η μόνη μας έγνοια”. Έριξε άλλη μια ματιά πέρα από την πλαγιά, σηκώθηκε και έκανε νόημα στην Εγκουέν να φέρει την Μπέλα. “Αλλά το σκοτάδι αργεί πολύ ακόμα. Πρέπει να προχωρήσουμε”. Κατηφόρισε την πλαγιά, τρέχοντας και παραπατώντας, πέφτοντας σχεδόν με την κάθε δρασκελιά. “Ελάτε, που να καείτε!”
Ο Πέριν τον ακολούθησε, τρέχοντας, γλιστρώντας.
Η Εγκουέν πέρασε την κορυφή της ράχης πίσω τους, κλώτσησε την Μπέλα για να την κάνει να τρέξει. Ένα πλατύ χαμόγελο ανακούφισης φάνηκε στο πρόσωπο της όταν τους είδε. “Τι έγινε;” φώναξε, πιέζοντας τη δασύτριχη φοράδα για να τους προφτάσει. “Έτσι που χαθήκατε, σκέφτηκα— Τι έγινε;”
Ο Πέριν έτρεχε και δεν σπατάλησε την ανάσα του για να της απαντήσει από μακριά. Όταν τους έφτασε, της εξήγησε για τα κοράκια και το ασφαλές μέρος που είχε πει ο Ιλάυας, αλλά είπε την ιστορία μπερδεμένα. Η Εγκουέν αναφώνησε πνιχτά, “Κοράκια!”, και τον διέκοπτε με ερωτήσεις για τις οποίες συχνά αυτός δεν είχε απαντήσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο, τελείωσε την ιστορία μόνο όταν έφτασαν στην άλλη πλαγιά.
Κανονικά ―αν υπήρχε κάτι κανονικό σ’ αυτό το ταξίδι― θα έκαναν το γύρο αυτής της πλαγιάς, αντί να την ανεβούν, αλλά ο Ιλάυας επέμεινε να την ερευνήσουν.
“Θέλεις να βγεις και να σκοντάψεις πάνω στο σμήνος, αγόρι μου;” σχολίασε με ξινό ύφος.
Κοίταξε την κορυφή της πλαγιάς, γλείφοντας τα χείλη. Έμοιαζε σαν να ήθελε ταυτοχρόνως και να πάει με τον Ιλάυας και να μείνει εκεί που ήταν. Ο Ιλάυας ήταν ο μόνος που δεν έδειχνε τον παραμικρό δισταγμό.
Ο Πέριν αναρωτήθηκε, αν τα κοράκια θα ξανάκαναν την ίδια διαδρομή. Θα ήταν μεγάλη ατυχία, αν η ομάδα έφτανε στην κορυφή την ίδια στιγμή με ένα σμήνος κορακιών.
Όταν έφτασε στην κορυφή, σήκωσε σιγά σιγά το κεφάλι για να δει και αναστέναξε με ανακούφιση, βλέποντας ότι το μόνο που υπήρχε ήταν μια συστάδα δέντρων, κάπως προς τα δυτικά. Πουθενά δεν φαίνονταν κοράκια. Ξαφνικά, μια αλεπού πετάχτηκε από τα δέντρα, τρέχοντας γοργά. Κοράκια χύθηκαν από τα κλαριά ξοπίσω της. Το φτεροκόπημά τους σχεδόν έπνιγε το απελπισμένο αλύχτημα της αλεπούς. Ένας μαύρος ανεμοστρόβιλος βούτηξε και στροβιλίστηκε γύρω της. Τα σαγόνια της αλεπούς ανοιγόκλεισαν, αλλά τα κοράκια πλησίαζαν και έφευγαν ανέγγιχτα· τα μαύρα ράμφη τους γυάλιζαν υγρά. Η αλεπού έστριψε προς τα δέντρα, αναζητώντας την ασφάλεια της φωλιάς της. Τώρα έτρεχε αδέξια, το κεφάλι της ήταν χαμηλωμένο, η γούνα σκούρα και ματωμένη και τα κοράκια φτερούγιζαν γύρω της όλο και περισσότερα και η πεταριστή μάζα πύκνωσε, ώσπου έκρυψε τελείως την αλεπού. Τα κοράκια υψώθηκαν, ξαφνικά, όπως είχαν έρθει, γύρισαν και χάθηκαν πέρα από την επόμενη πλαγιά, προς το νότο. Ένας άμορφος κόμπος σχισμένης γούνας έδειχνε το σημείο που πριν ήταν η αλεπού.
Ο Πέριν ξεροκατάπιε. Φως μου! Το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν και σε μας. Εκατό κοράκια. Θα μπορούσαν να—
“Κουνηθείτε”, μούγκρισε ο Ιλάυας, και πήδηξε όρθιος. Έκανε νόημα στην Εγκουέν να έρθει και χωρίς να περιμένει έτρεξε προς τα δέντρα. Δεν υπήρχε χρόνος για εξηγήσεις, αλλά το βλέμμα της έπιασε αμέσως την αλεπού. Το πρόσωπό της άσπρισε σαν χαρτί.
Ο Ιλάυας έφτασε στα δέντρα και σταμάτησε εκεί, στην άκρη της συστάδας, έστριψε προς το μέρος των δύο τους και άρχισε να κουνά άγρια τα χέρια του για να τους κάνει να βιαστούν. Ο Πέριν προσπάθησε να τρέξει πιο γρήγορα και σκόνταψε. Ανέμισε τα χέρια, κατάφερε να ξαναβρεί την ισορροπία του, αντί να πέσει με τα μούτρα στο χώμα. Μα το αίμα και ης στάχτες! Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ!
Ένα μοναχικό κοράκι τινάχτηκε από τη συστάδα. Τους πλησίασε, τσίριξε και έστριψε προς το νότο. Ο Πέριν, ξέροντας ότι ήταν ήδη αργά, έχωσε τα χέρια στα ρούχα του για να βγάλει τη σφεντόνα που είχε τυλίξει στη μέση του. Ακόμα πάσχιζε να βγάλει μια πέτρα από την τσέπη του και να τη βάλει στη σφεντόνα, όταν το κοράκι ξαφνικά, όπως πετούσε, διπλώθηκε στα δύο και έπεσε στο έδαφος. Ο Πέριν έμεινε με το στόμα ανοιχτό και ύστερα είδε τη σφεντόνα να κρέμεται από το χέρι της Εγκουέν. Τον κοίταξε χαμογελώντας, τρέμοντας.
“Τι σταθήκατε, να χαζέψετε τα χορτάρια;” φώναξε ο Ιλάυας.
Ο Πέριν ξαφνιάστηκε και έτρεξε προς τα δέντρα, έπειτα πήδηξε στο πλάι για να μην τον τσαλαπατήσουν η Εγκουέν και η Μπέλα.
Προς τα δυτικά, τόσο μακριά που με δυσκολία φαινόταν, κάτι που έμοιαζε με μαύρη ομίχλη υψώθηκε στον αέρα. Ο Πέριν ένιωσε τους λύκους να περνούν από κείνη την κατεύθυνση, πηγαίνοντας προς το βορρά. Τους ένιωσε που πρόσεξαν τα κοράκια στα δεξιά και τα αριστερά τους, χωρίς να σταματήσουν. Η σκοτεινή ομίχλη στροβιλίστηκε και πήγε προς τα βόρεια, σαν να καταδίωκε τους λύκους, έπειτα σταμάτησε ξαφνικά και χίμηξε προς το νότο.
“Λες να μας είδαν;” ρώτησε η Εγκουέν. “Πρέπει να είχαμε φτάσει σα δέντρα, ε; Δεν θα μας έβλεπαν από τόση απόσταση. Θα μας έβλεπαν; Από τόσο μακριά”.
“Εμείς τα είδαμε από αυτή την απόσταση”, είπε ξερά ο Ιλάυας. Ο Πέριν έσυρε τα πόδια αμήχανος και η Εγκουέν ανάσανε βαθιά, φοβισμένη. “Αν μας είχαν δει”, μούγκρισε ο Ιλάυας, “θα είχαν πέσει πάνω μας, όπως στην αλεπού. Βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει, αν θέλετε να ζήσετε. Ο φόβος θα σας σκοτώσει, αν δεν τον κουμαντάρετε”. Τους έριξε μια διαπεραστική ματιά, πρώτα τον ένα και μετά την άλλη. Στο τέλος ένευσε. “Έφυγαν και πρέπει να φύγουμε κι εμείς. Έχετε έτοιμες τις σφεντόνες. Μπορεί να ξαναχρειαστούν”.
Καθώς έβγαιναν από τη συστάδα, ο Ιλάυας τους οδήγησε δυτικότερα από τη γενική πορεία που ακολουθούσαν ως εκεί. Η ανάσα του Πέριν σκάλωνε στο λαιμό του· έτρεχαν λες και κυνηγούσαν τα τελευταία κοράκια που είχαν δει. Ο Ιλάυας συνέχιζε ακούραστος και δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά να ακολουθήσουν. Στο κάτω-κάτω, ο Ιλάυας ήξερε ένα ασφαλές μέρος. Κάπου. Έτσι έλεγε.
Έτρεξαν ως τον επόμενο λόγγο, περίμεναν να απομακρυνθούν τα κοράκια, ξανάτρεξαν, περίμεναν, έτρεξαν. Ο σταθερός ρυθμός του ταξιδιού τους ήταν ήδη κουραστικός, όμως αυτό το ακανόνιστο τρέξιμο ήταν εξαντλητικό για όλους, εκτός από τον Ιλάυας. Ο Πέριν φούσκωνε και λαχάνιαζε και ρουφούσε άπληστα τον αέρα, όταν είχε μερικά λεπτά για να ξαπλώσει στην κορυφή κάποιου λόφου, αφήνοντας τον Ιλάυας να ερευνά. Η Μπέλα, σε κάθε στάση τους, στεκόταν με το κεφάλι χαμηλωμένο και τα ρουθούνια να ανοιγοκλείνουν. Τους έδερνε ο φόβος και ο Πέριν δεν ήξερε αν τον κουμάνταρε η όχι. Το μόνο που ευχόταν ήταν να τους έλεγαν οι λύκοι τι υπήρχε πίσω τους, αν υπήρχε κάτι, ό,τι κι αν ήταν.
Μπροστά υπήρχαν περισσότερα κοράκια απ’ όσα περίμενε να δει ποτέ του ο Πέριν. Στα αριστερά και τα δεξιά, τα μαύρα πουλιά απλώνονταν σαν σύννεφο, πετώντας προς το νότο. Πάνω από δέκα φορές η ομάδα έφτασε στην κρυψώνα ενός αλσυλλίου, ή στο αβέβαιο καταφύγιο μιας πλαγιάς, λίγα μόνο λεπτά πριν ανέβουν τα κοράκια στον ουρανό. Μια φορά, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει να κατεβαίνει μετά το μεσημέρι, στάθηκαν στ’ ανοιχτά, παγωμένοι σαν αγάλματα, μισό μίλι από την κοντινότερη κρυψώνα, ενώ εκατό φτερωτοί κατάσκοποι του Σκοτεινού περνούσαν ένα μίλι μονάχα μακριά, προς τα ανατολικά. Ο ιδρώτας, παρά τον άνεμο, κυλούσε στο πρόσωπο του Πέριν, ώσπου και η τελευταία μαύρη μορφή έγινε μια κουκκίδα που χάθηκε. Στο τέλος, είχαν ρίξει τόσα κοράκια με τις σφεντόνες τους που είχε χάσει το μέτρημα.
Υπήρχαν αρκετές ενδείξεις στο δρόμο των κορακιών, που δικαιολογούσαν το φόβο του. Είχε κοιτάξει, συνεπαρμένος και αηδιασμένος, ένα λαγό που τον είχαν ξεσχίσει. Το κεφάλι, δίχως μάτια, στεκόταν όρθιο, ενώ τα άλλα μέρη του —πόδια, εντόσθια― ήταν μαζεμένα, σχεδόν σε κύκλο, γύρω του. Και πουλιά, επίσης, κατατρυπημένα, που είχαν γίνει άμορφες μάζες φτερών. Και άλλες δύο αλεπούδες.
Θυμήθηκε κάτι που είχε πει ο Λαν. Όλα τα πλάσματα του Σκοτεινού απολάμβαναν να σκοτώνουν. Η δύναμη του Σκοτεινού ήταν ο θάνατος. Και αν τους έβρισκαν τα κοράκια; Άσπλαχνα μάτια, που άστραφταν σαν μαύρες χάντρες. Κοφτερά ράμφη, που στροβιλίζονταν γύρω τους. Ράμφη μυτερά σαν βελόνες, που θα έχυναν αίμα. Ίσως όλα τα πουλιά ενός σμήνους; Μια αηδιαστική εικόνα φάνηκε στο νου του. Ένας όγκος κορακιών μεγάλος σαν λόφος, που γυρόφερναν σαν σκουλήκια, πολεμώντας για μερικά ματωμένα λείψανα.
Ξαφνικά, η εικόνα παρασύρθηκε από άλλες, που καθεμιά τους εμφανιζόταν καθαρή τη μια στιγμή και ύστερα στροβιλιζόταν και έδινε τη θέση της σε άλλη. Οι λύκοι είχαν βρει κοράκια στο βορρά. Πουλιά που τσίριζαν βουτούσαν και στριφογυρνούσαν και βουτούσαν ξανά και έχυναν αίμα με κάθε κατάδυση. Λύκοι που γρύλιζαν, ορμούσαν και πηδούσαν, πετιόνταν στον αέρα, ανοιγόκλειναν τα σαγόνια. Ο Πέριν γεύτηκε και ξαναγεύτηκε πούπουλα και τη βδελυρή γεύση των κορακιών, που έλιωναν ζωντανά στο στόμα των λύκων, ένιωσε τον πόνο των κοψιμάτων, που αιμορραγούσαν σ’ όλο του το κορμί, ένιωσε, με απόγνωση και δίχως παραίτηση, ότι ο κόπος του δεν αρκούσε. Ξαφνικά τα κοράκια απομακρύνθηκαν, διέγραψαν έναν κύκλο από πάνω, για ένα τελευταίο τσίριγμα οργής προς τους λύκους. Οι λύκοι δεν πέθαιναν εύκολα σαν τις αλεπούδες και είχαν μια αποστολή να φέρουν σε πέρας. Μ’ ένα τίναγμα μαύρων φτερών είχαν φύγει, αφήνοντας πίσω μερικά μαύρα πούπουλα να πέφτουν αργά στους νεκρούς τους. Ο άνεμος έγλειφε μια χαρακιά στο αριστερό μπροστινό του πόδι. Ένα μάτι του Άλτη είχε κάποιο πρόβλημα. Η Σταχτιά αγνόησε τον πόνο που ένιωθε, τους μάζεψε και άρχισαν ένα οδυνηρό τρέξιμο προς την κατεύθυνση που είχαν ακολουθήσει τα πουλιά. Οι γούνες τους ήταν λεκιασμένες από αίμα. Ερχόμαστε. Κίνδυνος έρχεται πριν από μας.
Ο Πέριν, τρέχοντας και παραπατώντας, αντάλλαξε μια ματιά με τον Ιλάυας. Τα κίτρινα μάτια του ήταν ανέκφραστα, μα το ήξερε. Δεν είπε τίποτα, απλώς κοίταξε τον Πέριν και περίμενε, ενώ έτρεχε με άνεση.
Περιμένει εμένα. Περιμένει να παραδεχτώ ότι νιώθω τους λύκους.
“Κοράκια”, είπε απρόθυμα ο Πέριν. “Πίσω μας”.
“Είχε δίκιο”, είπε η Εγκουέν. “Μπορείς να τους μιλάς”.
Ο Πέριν ένιωθε ότι τα πόδια του ήταν σαν κομμάτια σίδερο σε ξύλινους πασσάλους, αλλά προσπάθησε να τρέξει πιο γρήγορα. Μακάρι να μπορούσε να ξεφύγει από τα μάτια τους, να ξεφύγει από τα κοράκια, να ξεφύγει από τους λύκους, μα πάνω απ’ όλα, να ξεφύγει από τα μάτια της Εγκουέν, που τώρα ήξερε τι ήταν ο Πέριν. Τι είσαι; Μιασμένος, που να με τυφλώσει το Φως! Καταραμένος!
Το λαρύγγι του έκαιγε χειρότερα απ’ όταν ανάσαινε τον καπνό και την κάψα στο σιδεράδικο του αφέντη Λούχαν. Παραπάτησε και κρεμάστηκε από τον αναβολέα της Εγκουέν. Εκείνη κατέβηκε και τον ανάγκασε να ανέβει στη σέλα, παρά τις διαμαρτυρίες του. Δεν άργησε όμως να πιαστεί και η ίδια από τον αναβολέα, καθώς έτρεχε ανασηκώνοντας τις φούστες της με το άλλο χέρι, όπως δεν άργησε και ο Πέριν να ξεπεζέψει, ενώ τα γόνατα του έτρεμαν ακόμα. Αναγκάστηκε να τη σηκώσει ολόκληρη για να τη βάλει στη θέση του, αλλά ήταν τόσο κουρασμένη, που δεν μπορούσε να φέρει άλλες αντιρρήσεις.
Ο Ιλάυας δεν έκοβε ταχύτητα, τους παρακινούσε και τους πείραζε. Τους είχε μονίμως τόσο κοντά στα κοράκια που έψαχναν πηγαίνοντας προς το νότο, ώστε ο Πέριν πίστευε πως έφτανε ένα κοράκι να γυρίσει για να τους δει. “Εμπρός, που να καείτε! Λέτε ότι θα είστε πιο τυχεροί από την αλεπού, αν μας πιάσουν; Από κείνη την αλεπού, με τα σωθικά της στοιβαγμένα στο κεφάλι της;” Η Εγκουέν έγειρε από το άλογο και έκανε εμετό με αρκετό θόρυβο. “Ήξερα ότι το θυμάστε. Προχωρήστε λίγο ακόμα. Αυτό είναι όλο. Λίγο ακόμα. Που να καείτε, νόμιζα ότι εσείς οι νέοι έχετε αντοχή. Ότι δουλεύετε όλη μέρα και χορεύετε όλη νύχτα. Μου φαίνεται ότι κοιμάστε όλη τη μέρα και το βράδυ πάτε για ύπνο. Πάρτε τα πόδια σας!”
Αρχισαν να κατηφορίζουν τους λόφους μόλις εξαφανιζόταν και το τελευταίο κοράκι πέρα από τον επόμενο, και μετά τους κατέβαιναν, ενώ τα τελευταία ήταν ακόμα πάνω από την επόμενη λοφοκορφή. Ένα πουλί να κοιτάξει πίσω. Τα κοράκια έψαχναν στα ανατολικά και τα δυτικά, ενώ η ομάδα έτρεχε στα ανοιχτά ανάμεσα στους λόφους. Ένα πουλί να μας κοιτάζει, φτάνει.
Τα κοράκια πίσω τους πλησίαζαν γοργά. Η Σταχτιά και οι άλλοι λύκοι πήγαιναν από γύρω και έρχονταν, χωρίς να σταματήσουν για να γλείψουν τις πληγές τους, αλλά δεν χρειάζονταν δεύτερο μάθημα για να κοιτάζουν τον ουρανό. Πόσο κοντά; Πόση ώρα ακόμα; Οι λύκοι δεν είχαν την έννοια του χρόνου όπως οι άνθρωποι, δεν είχαν λόγο να διαιρέσουν τη μέρα σε ώρες. Οι εποχές, το φως και το σκοτάδι, αυτός ήταν ο χρόνος τους. Δεν είχαν ανάγκη για κάτι παραπάνω. Στο τέλος ο Πέριν κατάφερε να τους μεταδώσει μια εικόνα, που έδειχνε πού θα έστεκε ο ήλιος όταν τα κοράκια θα τους έφταναν από πίσω. Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του στον ήλιο που έδυε και έγλειψε τα χείλη με γλώσσα που είχε ξεραθεί. Σε μια ώρα τα κοράκια θα τους πρόφταιναν, ίσως και σε λιγότερο. Μια ώρα και ήθελε ακόμα δυο ώρες για να πέσει ο ήλιος, τουλάχιστον δύο μέχρι να σκοτεινιάσει.
Θα πεθάνουμε με το ηλιοβασίλεμα, σκέφτηκε, παραπατώντας καθώς έτρεχε. Θα τους πετσόκοβαν σαν την αλεπού. Άγγιξε το τσεκούρι του, έπειτα άπλωσε το χέρι στη σφεντόνα. Θα ήταν πιο χρήσιμη. Όμως όχι αρκετή. Δεν θα έκανε τίποτα μπροστά σε εκατό κοράκια, εκατό στόχους που θα χιμούσαν πέρα-δώθε, εκατό κοφτερά ράμφη.
“Είναι η σειρά σου να ανέβεις στη σέλα, Πέριν”, είπε κουρασμένη η Εγκουέν.
“Σε λίγο”, απάντησε αυτός λαχανιασμένος. “Αντέχω ακόμα μερικά μίλια”. Εκείνη ένευσε κι έμεινε στη σέλα. Είναι πράγματι κουρασμένη. Να της το πω; Ή να την αφήσω να πιστεύει άτι ακόμα έχουμε μια ευκαιρία για να ξεφύγουμε; μια ώρα ελπίδας, έστω και απελπισμένη, ή μια ώρα απελπισίας;
Ο Ιλάυας τον κοίταζε, χωρίς να λέει τίποτα. Πρέπει να ήξερε, μα δεν μιλούσε. Ο Πέριν κοίταξε πάλι την Εγκουέν και ανοιγόκλεισε τα μάτια για να μην κυλήσουν τα καυτά δάκριά του. Αγγιξε το τσεκούρι και αναρωτήθηκε αν είχε το θάρρος. Τα τελευταία λεπτά, όταν τα κοράκια θα έπεφταν πάνω τους, όταν κάθε ελπίδα θα είχε σβήσει, θα είχε το κουράγιο να τη γλιτώσει από το θάνατο της αλεπούς; Φως, δώσε μου δύναμη!.
Τα κοράκια μπροστά τους ξαφνικά φάνηκαν να εξαφανίζονται. Ο Πέριν ακόμα έβλεπε σκοτεινά, θολά σύννεφα, μακριά προς τα ανατολικά και τα δυτικά, αλλά μπροστά... τίποτα. Πού πήγαν; Φως μου, αν τα προσπεράσαμε...
Ξαφνικά, ένα ρίγος τον διέτρεξε, ένα παγωμένο, καθαρό γαργάλημα, σαν να είχε πέσει στο Νερό της Οινσπηγής μέσα στο καταχείμωνο. Κυμάτισε μέσα του και φάνηκε να παίρνει ένα μέρος της κούρασης του, ένα μέρος από τους πόνους τα πόδια και το κάψιμο στα πνευμόνια του. Άφησε πίσω... κάτι. Δεν ήξερε τι, μόνο ότι ένιωθε διαφορετικά. Σταμάτησε τρεκλίζοντας και κοίταξε γύρω του, φοβισμένος.
Ο Ιλάυας τον κοίταζε, τους κοίταζε όλους, με μια λάμψη στα μάτια. Ήξερε τι ήταν ―ο Πέριν ήταν σίγουρος- αλλά στεκόταν και τους κοίταζε.
Η Εγκουέν τράβηξε τα γκέμια της Μπέλας και κοίταξε γύρω αβέβαια, λίγο με απορία και λίγο με φόβο. “Είναι... παράξενο”, ψιθύρισε. “Νιώθω σαν να έχασα κάτι”. Ακόμα και η φοράδα είχε υψώσει το κεφάλι με προσμονή, ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια, σαν να είχε μυρίσει την αχνή μυρωδιά φρεσκοκομμένου σανού.
“Τι... τι ήταν αυτό;” ρώτησε ο Πέριν.
Ο Ιλάυας ξαφνικά κακάρισε. Έσκυψε και ακούμπησε τα χέρια στα γόνατα, με τους ώμους να τρέμουν. “Ασφάλεια, να τι. Τα καταφέραμε, βλάκες. Κανένα κοράκι δεν περνά αυτή τη γραμμή... κανένα κοράκι απ’ αυτά που είναι τα μάτια του Σκοτεινού. Θα πρέπει να φέρουν Τρόλοκ και να τον αναγκάσουν να περάσει και για να γίνει αυτό θα πρέπει με τη σειρά του κάτι άγριο να πιέζει τον Μυρντράαλ για να αναγκάσει τον Τρόλοκ. Ούτε και οι Άες Σεντάι θέλουν να περάσουν. Η Μία Δύναμη δεν δουλεύει εδώ· δεν μπορούν να αγγίξουν την Αληθινή Πηγή. Δεν μπορούν καν να νιώσουν την Πηγή, είναι σαν να εξαφανίζεται. Είναι σαν να τις φαγουρίζει από μέσα. Τρέμουν, σαν να ’ταν εφτά μέρες μεθυσμένες. Είναι ασφάλεια”.
Απ’ ό,τι έβλεπε στην αρχή ο Πέριν, η περιοχή ήταν ίδια με τους χαμηλούς λόφους και τις πλαγιές που περνούσαν όλη τη μέρα. Έπειτα πρόσεξε χλωρά φύλλα στο γρασίδι· δεν ήταν πολλά και φαινόταν να μοχθούν, αλλά πουθενά αλλού δεν είχε δει έστω τόσα. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήταν, αλλά υπήρχε... κάτι, σ’ αυτό το μέρος. Και κάτι σ’ αυτά που έλεγε ο Ιλάυας του είχε κεντρίσει τη μνήμη.
“Τι είναι;” ρώτησε η Εγκουέν. “Νιώθω... Τι είναι αυτό το μέρος; Μου φαίνεται ότι δεν μου αρέσει”.
“Ένα στέντιγκ”, βρυχήθηκε ο Ιλάυας. “Δεν ξέρετε τις ιστορίες; Φυσικά, τρεις χιλιάδες χρόνια έχει να φανεί εδώ Ογκιρανός, από το Τσάκισμα του Κόσμου, αλλά το στέντιγκ κάνει τον Ογκιρανό, όχι ο Ογκιρανός το στέντιγκ”.
“Απλός θρύλος”, ψέλλισε ο Πέριν. Στις ιστορίες, τα στέντιγκ ήταν πάντα παράδεισοι, μέρη για να κρυφτεί κανείς, είτε από Άες Σεντάι, είτε από πλάσματα του Πατέρα του Ψεύδους.
Ο Ιλάυας ίσιωσε το κορμί- αν και δεν ήταν ξεκούραστος, τίποτα πάνω του δεν έδειχνε πως έτρεχε σχεδόν όλη τη μέρα. “Ελάτε. Πάμε παραμέσα σ’ αυτό το θρύλο. Τα κοράκια δεν μπορούν να ακολουθήσουν, αλλά μπορούν να μας δουν, αν είμαστε κοντά στο χείλος και ίσως είναι τόσα, που να μπορούν να παρακολουθήσουν όλα τα σύνορα του στέντιγκ. Ας μας ψάχνουν από πέρα”.
Ο Πέριν ήθελε να μείνει εκεί που ήταν, μιας και τώρα που είχε σταματήσει, τα πόδια του έτρεμαν και του ζητούσαν να κάτσει ξαπλωμένος για καμιά βδομάδα. Η φρεσκάδα που είχε νιώσει ήταν παροδική· η κόπωση και οι πόνοι είχαν ξαναγυρίσει. Βίασε τον εαυτό του να κάνει ένα βήμα, άλλο ένα. Δεν ήταν εύκολο, μα συνέχισε. Η Εγκουέν τίναξε τα χαλινάρια για να ξεκινήσει η Μπέλα. Ο Ιλάυας έπιασε, δίχως κόπο, ένα τροχαδάκι και το σταμάτησε μόνο όταν φάνηκε πως οι άλλοι δεν τον προλάβαιναν, συνεχίζοντας μ’ ένα απλό περπάτημα. Αλλά γρήγορο περπάτημα.
“Γιατί να μην — μείνουμε εδώ;” είπε λαχανιασμένος ο Πέριν. Ανάπνεε από το στόμα και οι λέξεις έβγαιναν ανάμεσα σε βαθιές ανάσες, που του τράνταζαν το στέρνο. “Αν είναι στ’ αλήθεια— στέντιγκ. Θα είμαστε ασφαλείς. Δεν έχει Τρόλοκ. Ούτε Άες Σεντάι. Γιατί να μην — μείνουμε εδώ, μέχρι να τελειώσουν όλα;” Ίσως να μην έρχονται εδώ ούτε και οι λύκοι.
“Πόσον καιρό δηλαδή;” Ο Ιλάυας τον κοίταξε πάνω από τον ώμο του, υψώνοντας το φρύδι. “Τι θα τρώμε; Γρασίδι, σαν το άλογο; Εκτός αυτού, υπάρχουν κι άλλοι που ξέρουν αυτό το μέρος και τίποτα δεν εμποδίζει τους ανθρώπους να μπουν, ακόμα και τους χειρότερους. Και υπάρχει μόνο ένα μέρος που έχει ακόμα νερό”. Έσμιξε τα φρύδια κάπως ταραγμένος, έκανε έναν ολόκληρο κύκλο, κοιτάζοντας γύρω την περιοχή. ’Οταν τελείωσε, κούνησε το κεφάλι, μιλώντας μόνος του. Ο Πέριν τον ένιωσε να καλεί τους λύκους. Βιαστείτε. Βιαστείτε. “Θα διαλέξουμε ποιο κακό προτιμούμε και τα κοράκια είναι το σίγουρο. Ελάτε. Μόνο έναδυο μίλια ακόμα”.
Ο Πέριν, αν του περίσσευε ανάσα, θα βογκούσε.
Πελώριοι βράχοι άρχισαν να φαίνονται στους χαμηλούς λόφους, ακανόνιστοι όγκοι από γκρίζα πέτρα γεμάτη λειχήνες, μισοθαμμένοι στο χώμα, που μερικοί είχαν μέγεθος σπιτιού. Τους σκέπαζαν δίχτυα από βάτους και χαμηλοί θάμνοι τους μισόκρυβαν. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα στο ξερό καφέ χρώμα των βάτων και των θάμνων, κάποιο χλωρό βλαστάρι ανήγγειλε πως το μέρος ήταν ξεχωριστό. Αυτό που είχε πληγώσει τη γη παραπέρα είχε βλάψει και αυτό τα μέρος, αλλά εδώ η πληγή δεν ήταν τόσο βαθιά.
Τελικά ανηφόρισαν με κόπο άλλη μια πλαγιά και στη βάση αυτού του λόφου βρισκόταν μια λιμνούλα. Με δυο δρασκελιές θα μπορούσαν να την περάσουν, αλλά ήταν αρκετά διαυγής και καθαρή, ώστε να δείχνει τον αμμώδη πυθμένα της σαν τζάμι. Ακόμα και ο Ιλάυας κατηφόρισε τρέχοντας την πλαγιά.
Ο Πέριν, όταν έφτασε στη λιμνούλα, έπεσε όλος μπρούμυτα στο χώμα και βούτηξε το κεφάλι του μέσα. Αμέσως τραβήχτηκε, στραβομουτσουνιάζοντας, τόσο παγωμένο ήταν το νερό, που ανάβλυζε από τα έγκατα της γης. Τίναξε το κεφάλι, και τα μακριά μαλλιά του έριξαν μια βροχή από σταγόνες. Η Εγκουέν χαμογέλασε πλατιά και του πέταξε νερά. Τα μάτια του Πέριν σοβάρεψαν. Εκείνη συννέφιασε και έκανε να μιλήσει, μα ο Πέριν ξανάχωσε το πρόσωπο στο νερό. Μην ρωτήσεις τώρα, μην εξηγήσεις ποτέ. Μια φωνούλα μέσα του τον πείραζε. Μα θα το έκανες, ε;
Τελικά ο Ιλάυας τους μάζεψε από τη λιμνούλα. “Αν θέλει κανείς να φάει, ας βάλει ένα χεράκι”.
Η Εγκουέν βοήθησε κεφάτα να ετοιμάσουν το λιτό δείπνο τους, γελώντας και κάνοντας αστεία. Το μόνο που είχε μείνει ήταν τυρί και ξεραμένο κρέας· δεν τους είχε δοθεί ευκαιρία να κυνηγήσουν. Τουλάχιστον, είχαν ακόμα τσάι. Ο Πέριν βοήθησε, μα ήταν σιωπηλός. Ένιωθε το βλέμμα της Εγκουέν πάνω του, έβλεπε την ανησυχία να μεγαλώνει στο πρόσωπό της, μα απέφευγε όσο μπορούσε τα μάτια της. Το γέλιο της έσβησε, τα αστεία της λιγόστεψαν και το καθένα ήταν πιο βεβιασμένο από το προηγούμενο. Ο Ιλάυας τους κοίταζε, χωρίς να λέει τίποτα. Η ατμόσφαιρα έγινε βαριά και μελαγχολική και έφαγαν σιωπηλοί. Ο ήλιος κοκκίνισε στα δυτικά και οι σκιές τους λέπτυναν και μάκρυναν.
Ούτε μια ώρα μέχρι να σκοτεινιάσει. Αν δεν ήταν το στέντιγκ, όλοι τώρα θα ήσασταν νεκροί, Θα την έσωνες; Θα την έκοβες σαν κλαρί; Τα κλαριά δεν αιμορραγούν, ε; Δεν ουρλιάζουν, δεν σε κοιτάζουν κατάματα ρωτώντας σε, γιατί;
Ο Πέριν κλείστηκε κι άλλο στον εαυτό του. Ένιωθε ότι κάτι γελούσε σε βάρος του, πίσω, βαθιά στο μυαλό του. Κάτι άσπλαχνο.
Δεν ήταν ο Σκοτεινός. Μακάρι να ήταν. Δεν ήταν ο Σκοτεινός· ήταν ο ίδιος.
Αυτή τη φορά ο Ιλάυας είχε καταπατήσει τον κανόνα του για τις φωτιές. Δεν υπήρχαν δέντρα, μα είχε σπάσει νεκρά κλωνάρια από τους θάμνους και είχε ανάψει τη φωτιά κόντρα σε ένα πελώριο αγκωνάρι, που ξεπρόβαλλε από τη λοφοπλαγιά. Ο Πέριν, κρίνοντας από τα στρώματα της καπνιάς που λέκιαζαν το βράχο, σκέφτηκε πως το σημείο πρέπει να το είχαν χρησιμοποιήσει πολλές γενιές ταξιδιωτών.
Το μέρος του μεγάλου βράχου, που ξεπρόβαλλε από το έδαφος, ήταν κάπως στρογγυλεμένο, με ένα απότομο κόψιμο στην πλευρά, όπου καφέ βρύα σκέπαζαν την τραχιά επιφάνεια. Ο Πέριν βρήκε πως τα διαβρωμένα αυλάκια και οι κοιλότητες του στρογγυλεμένου μέρους έμοιαζαν αλλόκοτα, αλλά ήταν βυθισμένος στη μελαγχολία του και δεν αναρωτήθηκε γι’ αυτό. Η Εγκουέν, όμως, τα εξέταζε καθώς έτρωγαν.
“Μοιάζει με μάτι”, είπε τελικά. Ο Πέριν βλεφάρισε. Πράγματι, έμοιαζε με μάτι, κάτω από την τόση καπνίλα.
“Είναι”, είπε ο Ιλάυας. Καθόταν με την πλάτη στη φωτιά και το βράχο, μελετώντας την περιοχή γύρω τους, ενώ μασούσε μια λωρίδα ξεραμένου κρέατος, που ήταν σκληρό σχεδόν σαν πετσί. “Το μάτι του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Το μάτι του ίδιου του Υψηλού Βασιλιά. Να που κατέληξε όλη του η εξουσία και η δόξα”. Το είπε αφηρημένα. Ακόμα και ο τρόπος που μασούσε ήταν αφηρημένος· το βλέμμα και η προσοχή του ήταν στραμμένα στους λόφους.
“Του Άρτουρ του Γερακόφτερου!” αναφώνησε η Εγκουέν. “Με κοροϊδεύεις. Δεν είναι μάτι. Γιατί να σκαλίσει κανείς το μάτι του Γερακόφτερου σ’ έναν βράχο εδώ πέρα;”
Ο Ιλάυας έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, μουρμουρίζοντας, “Τι γράμματα μαθαίνουν τα πιτσιρίκια στα χωριά;” Ξεφύσηξε, άρχισε πάλι να ατενίζει την περιοχή, ενώ συνέχιζε να μιλά. “Ο Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ, ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος, ο Υψηλός Βασιλιάς, ένωσε όλες τις χώρες, από τη Μεγάλη Μάστιγα ως τη Θάλασσα των Καταιγίδων, από τον Ωκεανό Άρυθ ως την Ερημιά του Άελ, ακόμα και μερικές πέρα από την Ερημιά. Μέχρι που έστειλε στρατό στην άλλη άκρη του Ωκεανού Άρυθ. Οι ιστορίες λένε πως κυβέρνησε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά αυτό που κυβέρνησε, στ’ αλήθεια, ήταν αρκετό για κάθε πραγματικό άνθρωπο. Κι έφερε στη γη ειρήνη και δικαιοσύνη”.
“Όλοι ήταν ίσοι ενώπιον του νόμου”, είπε η Εγκουέν, “και κανένας δεν σήκωνε χέρι ενάντια σε άλλον”.
“Τουλάχιστον ξέρεις τις ιστορίες”. Ο Ιλάυας χασκογέλασε μ’ έναν πνιχτό ήχο. “Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος έφερε ειρήνη και δικαιοσύνη, αλλά τις έφερε δια πυρός και σιδήρου. Ένα παιδί μπορούσε να πάει ολομόναχο, κρατώντας ένα πουγκί χρυσάφι, από τον Ωκεανό Άρυθ ως τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου και να μην νιώσει φόβο ούτε στιγμή, αλλά η δικαιοσύνη του Υψηλού Βασιλιά ήταν σκληρή, σαν τούτο το βράχο, για εκείνους που προκαλούσαν την εξουσία του, ακόμα και αν την προκαλούσαν μόνο με την παρουσία τους, ή επειδή ο κόσμος απλώς νόμιζε πως την προκαλούσαν. Ο απλός λαός είχε ειρήνη και δικαιοσύνη και την κοιλιά γεμάτη, αλλά ο Άρτουρ είκοσι χρόνια πολιορκούσε την Ταρ Βάλον και είχε επικηρύξει με χίλιες χρυσές κορώνες το κεφάλι κάθε Άες Σεντάι”,
“Νόμιζα ότι δεν σου άρεσαν οι Άες Σεντάι”, είπε η Εγκουέν.
Ο Ιλάυας χαμογέλασε πικρόχολα. “Δεν έχει σημασία τι μου αρέσει, κορίτσι μου. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος ήταν περήφανος κι ανόητος. Μια θεραπεύτρια Άες Σεντάι μπορούσε να τον σώσει, όταν είχε πέσει άρρωστος —ή ίσως να τον είχαν δηλητηριάσει, όπως λένε μερικοί- όμως όλες οι Άες Σεντάι ήταν μαντρωμένες μέσα στα Λαμπερά Τείχη και έβαζαν όλη τους τη Δύναμη για να συγκρατήσουν ένα στρατό, τόσο μεγάλο, που οι φωτιές του φώτιζαν τη νύχτα. Δεν άφηνε καμία τους να τον πλησιάσει, βέβαια. Όσο μισούσε τον Σκοτεινό, άλλο τόσο μισούσε τις Άες Σεντάι”.
Η Εγκουέν έσφιξε τα χείλη, αλλά, όταν μίλησε, το μόνο που είπε ήταν, “Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το αν είναι ή δεν είναι αυτό το μάτι του Άρτουρ Γερακόφτερου;”
“Να τι, κορίτσι μου. Αφού υπήρχε ειρήνη, με εξαίρεση αυτά που γινόταν στην άλλη άκρη του ωκεανού, αφού, όπου πήγαινε, ο κόσμος τον ζητωκραύγαζε ―στ’ αλήθεια τον αγαπούσαν, βλέπεις· ήταν σκληρός, αλλά ποτέ με τους απλούς ανθρώπους— μ’ όλα αυτά αποφάσισε πως ήταν καιρός να φτιάξει δική του πρωτεύουσα. Μια καινούργια πόλη, που στο μυαλό των ανθρώπων δεν θα είχε καμία σχέση με παλιούς αγώνες και φατρίες και αντιπαλότητες. Εδώ θα την έχτιζε, στο κέντρο της στεριάς που την ορίζουν οι θάλασσες και η Ερημιά και η Μάστιγα. Εδώ, που καμία Άες Σεντάι δεν θα ερχόταν ποτέ ηθελημένα και δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη αν ερχόταν. Μια πρωτεύουσα που, κάποια μέρα, θα χάριζε στον κόσμο ειρήνη και δικαιοσύνη. Όταν άκουσαν τις εξαγγελίες οι απλοί άνθρωποι, πρόσφεραν χρήματα για να χτιστεί ένα μνημείο προς τιμήν του. Οι περισσότεροι τον έβλεπαν σαν να ήταν μόνο ένα σκαλί πιο κάτω από τον Δημιουργό. Ένα μικρό σκαλί. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να το σμιλέψουν και να το φτιάξουν. Ένα άγαλμα του ίδιου του Γερακόφτερου, εκατό φορές πιο μεγάλο από αυτόν. Το ύψωσαν ακριβώς εδώ και η πόλη θα ανεγειρόταν γύρω του”.
“Ποτέ δεν υπήρξε πόλη εδώ”, είπε δύσπιστα η Εγκουέν. “Κάτι θα είχε απομείνει, αν υπήρχε. Κάτι”.
Ο Ιλάυας ένευσε, ατενίζοντας ακόμα την περιοχή— “Και πραγματικά δεν υπήρξε. Ο Γερακόφτερος πέθανε την ίδια μέρα που τελείωσε η κατασκευή του αγάλματος. Οι γιοι του και όσοι ήταν αίμα του πολέμησαν, για να δουν ποιος θα καθίσει στο θρόνο του Γερακόφτερου. Το άγαλμα έστεκε μόνο ανάμεσα στους λόφους. Γιοι, ανίψια, ξαδέρφια, όλοι πέθαναν και το αίμα του Γερακόφτερου χάθηκε από προσώπου γης — με εξαίρεση, ίσως, όσους πέρασαν τον Ωκεανό Άρυθ. Υπήρξαν και κάποιοι, που θα έσβηναν και την παραμικρή ανάμνησή του, αν μπορούσαν. Βιβλία κάηκαν, μόνο επειδή ανέφεραν το όνομά του. Στο τέλος, τίποτα δεν έμεινε απ’ αυτόν, παρά μόνο οι ιστορίες και οι περισσότερες ήταν λάθος. Να τι τέλος είχε η δόξα του.
“Φυσικά, οι μάχες δεν σταμάτησαν, επειδή ο Γερακόφτερος και η γενιά του είχαν πεθάνει. Υπήρχε ένας θρόνος για να κατακτηθεί και όλοι οι άρχοντες και οι αρχόντισσες που μπορούσαν να συγκεντρώσουν στρατιώτες τον ήθελαν. Ήταν η αρχή του Εκατονταετούς Πολέμου. Στην πραγματικότητα κράτησε εκατόν είκοσι τρία χρόνια και το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εκείνων των καιρών χάθηκε με τον καπνό των πόλεων που καίγονταν. Πολλοί πήραν ένα κομμάτι της γης, μα κανένας δεν την πήρε ολόκληρη και κάποια στιγμή εκείνα τα χρόνια γκρέμισαν το άγαλμα. Μπορεί να μην άντεχαν άλλο πια να μετριούνται μαζί του”.
“Στην αρχή μιλούσες σαν να τον αντιπαθούσες”, είπε η Εγκουέν, “και τώρα θα ’λεγε κανείς ότι τον θαυμάζεις”. Κούνησε το κεφάλι της.
Ο Ιλάυας γύρισε να την κοιτάξει, ανέκφραστα, δίχως ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια. “Αν θες κι άλλο τσάι, πιες τώρα. Θέλω να σβήσουμε τη φωτιά πριν σκοτεινιάσει”.
Ο Πέριν τώρα διέκρινε το μάτι καθαρά, παρά το φως που λιγόστευε. Ήταν μεγαλύτερο από κεφάλι ανθρώπου και οι σκιές που έπεφταν πάνω του το έκαναν να μοιάζει με μάτι κορακιού, σκληρό και μαύρο και άσπλαχνο. Ευχήθηκε να είχαν άλλο μέρος για να κοιμηθούν απόψε.