40 Ο Ιστός Τεντώνεται

Του Ραντ του φαινόταν πως καθόταν σε ένα τραπέζι με τον Λογκαίν και τη Μουαραίν. Η Άες Σεντάι και ο ψεύτικος Δράκοντας κάθονταν παρακολουθώντας τον σιωπηλά, σαν να μην ήξερε κανείς τους πως ο άλλος ήταν εκεί. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι οι τοίχοι του δωματίου θάμπωναν και χάνονταν σε μια γκρίζα θολούρα. Μια αίσθηση επιτακτικότητας τον πλημμύρισε. Τα πάντα χάνονταν, θόλωναν. Όταν ξανακοίταξε το τραπέζι, η Μουαραίν και ο Λογκαίν είχαν εξαφανιστεί και στη θέση τους καθόταν ο Μπα’άλζαμον. Ολόκληρο το κορμί του Ραντ δονείτο από την επιτακτική αίσθηση· βούιζε μέσα στο κεφάλι του, ολοένα και πιο δυνατά. Το βουητό έγινε ένα με το βροντοκόπημα του αίματος στα αυτιά του.

Ανακάθισε απότομα και αμέσως βόγκηξε και έπιασε το κεφάλι του, γέρνοντας μπρος-πίσω. Ολόκληρο το κρανίο τον πονούσε· το αριστερό του χέρι έπιασε στα μαλλιά του κάτι υγρό που κολλούσε. Καθόταν στο χώμα, πάνω σε χλωρό γρασίδι. Αυτό, για κάποιον αόριστο λόγο, τον μπέρδεψε, αλλά το κεφάλι του στριφογυρνούσε και όσα έβλεπε γύρω του χόρευαν και το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει μέχρι να σταματήσουν.

Ο τοίχος! Η κοριτσίστικη φωνή!

Στηρίχθηκε με το χέρι στο γρασίδι και κοίταξε γύρω του αργά. Αργά εξ ανάγκης· όταν προσπαθούσε να γυρίσει γρήγορα, όλα ξανάρχιζαν να γυρνούν σαν σβούρα. Ήταν σε κήπο, ή σε πάρκο· ένας διάδρομος από πλάκες σχιστόλιθου ελισσόταν ανάμεσα σε ανθισμένους θάμνους ούτε δυο μέτρα παραπέρα, με ένα παγκάκι από λευκή πέτρα πλάι του και μια πυκνόφυλλη περγουλιά πάνω από το παγκάκι για σκιά. Είχε πέσει από τη μέσα πλευρά του τοίχου. Μα το κορίτσι;

Βρήκε το δέντρο, κοντά πίσω του, βρήκε και την κοπέλα — που κατέβαινε από το δέντρο. Μόλις πάτησε το χώμα γύρισε να τον κοιτάξει κι αυτός ανοιγόκλεισε τα μάτια και ξαναβόγκηξε. Φορούσε ένα βελούδινο βαθυνάλανο μανδύα με ανοιχτόχρωμη γούνινη φόδρα· η κουκούλα του είχε ένα τσαμπί ασημένια κουδουνάκια και έπεφτε ως τη μέση της. Καμπάνιζαν καθώς περπατούσε. Ένα ασημένιο φιλιγκράν στεφάνι συγκρατούσε τις χρυσόξανθες μπούκλες της και λεπτεπίλεπτα ασημένια σκουλαρίκια κρέμονταν από τα αυτιά της, ενώ το λαιμό της στόλιζε ένα περιδέραιο με βαριούς ασημένιους κρίκους και σκουροπράσινες πέτρες, που ο Ραντ πίστεψε πως ήταν σμαράγδια. Το ουρανί φόρεμά της είχε λεκέδες από τον κορμό του δέντρου απ’ όπου είχε κατέβει, μα δεν έπαυε να είναι μεταξωτό, κεντημένο με εξονυχιστικά λεπτοδουλεμένα μοτίβα, το φουστάνι της ήταν περίτεχνα διακοσμημένο, με απαλά κρεμ σχέδια. Μια φαρδιά ζώνη από πλεχτό ασήμι τύλιγε τη μέση της και μαλακά βελούδινα παπούτσια ξεπρόβαλλαν από τον ποδόγυρο.

Ο Ραντ μόνο δύο γυναίκες είχε δει ντυμένες έτσι, τη Μουαραίν και τη Σκοτεινόφιλη, που είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον ίδιο και τον Ματ. Δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί ποια ήταν αυτή για να ανεβοκατεβαίνει δέντρα με τέτοια ρούχα, αλλά ήταν βέβαιος πως θα έπρεπε να είναι κάποια σπουδαία. Η εντύπωσή του δυνάμωσε, όταν είδε πώς τον κοίταζε. Δεν φαινόταν να την ενοχλεί που ένας άγνωστος είχε πέσει στον κήπο της. Είχε έναν αέρα πάνω της, που έκανε τον Ραντ να σκεφτεί τη Νυνάβε και τη Μουαραίν.

Τόσο ανησυχούσε ο Ραντ, μήπως είχε μπλέξει πάλι και μήπως, άραγε, η κοπέλα αυτή μπορούσε να καλέσει τους Φρουρούς της Βασίλισσας μια μέρα σαν κι αυτή, που είχαν άλλα στο κεφάλι τους, που άργησε να προσέξει την ίδια την κοπέλα, πέρα από τα κομψά ρούχα και το αγέρωχο ύφος. Ήταν ίσως δυο-τρία χρόνια μικρότερη του, ψηλή για κοπέλα και πανέμορφη. Το πρόσωπό της ήταν ένα τέλειο οβάλ, που το κύκλωνε ένας καταρράκτης από ηλιόξανθες μπούκλες, τα χείλη της σαρκώδη και κόκκινα, τα μάτια της τόσο γαλανά, που ήταν απίστευτο.

Ήταν εντελώς διαφορετική από την Εγκουέν σε ύψος και πρόσωπο και σώμα, αλλά ίση της σε ομορφιά. Ένιωσε τύψεις, αλλά σκέφτηκε πως, αν αρνούνταν αυτό που έβλεπαν τα μάτια του, η Εγκουέν δεν θα ερχόταν πιο γρήγορα στην ασφάλεια του. Κάεμλυν.

Ένα σύρσιμο ακούστηκε ψηλά από το δέντρο και το έδαφος γέμισε κομμάτια φλοιού, ενώ τα ακολούθησε ένα αγόρι, που έπεσε ανάλαφρα στο χώμα πίσω από την κοπέλα. Ο νεαρός ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός της και λίγο μεγαλύτερος, αλλά το πρόσωπο και τα μαλλιά του έδειχναν πως ήταν στενός συγγενής. Το παλτό και ο μανδύας του είχαν κόκκινα και λευκά και χρυσά χρώματα από κεντημένο μπροκάρ και, για άνδρα, ήταν πολύ πιο φανταχτερά από τα δικά της. Κρύος ιδρώτας έλουσε τον Ραντ. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος θα ντυνόταν έτσι μονάχα αν ήταν γιορτινή μέρα και ποτέ με τόση μεγαλοπρέπεια. Εδώ δεν ήταν δημόσιο πάρκο. Ίσως οι φρουροί να είχαν άλλες δουλειές και δεν προλάβαιναν να ασχοληθούν με κάποιον που είχε εισβάλει σε ιδιωτικό χώρο.

Ο νεαρός κοίταξε εξεταστικά τον Ραντ πάνω από τον ώμο της κοπέλας, χαϊδεύοντας με το δάχτυλο το εγχειρίδιο στη μέση του. Έμοιαζε να το κάνει από νευρική συνήθεια κι όχι σαν να ήταν έτοιμος να το τραβήξει. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Έδειχνε να έχει την ίδια αυτοκυριαρχία με την κοπέλα και τον κοίταζαν και οι δυο σαν να ήταν αίνιγμα που έπρεπε να το λύσουν. Ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι τουλάχιστον η κοπέλα κατέγραφε λεπτομερειακά τα πάντα πάνω του, από την όψη που είχαν οι μπότες του, μέχρι την κατάσταση του μανδύα του.

“Αν το μάθει η μητέρα, Ηλαίην, θα μας τα ψάλει κανονικά”, είπε ξαφνικά ο νεαρός. “Μας είπε να μείνουμε στα δωμάτιά μας, αλλά εσύ επέμενες να δεις τον Λογκαίν. Δες τώρα πού μπλέξαμε”.

“Σταμάτα, Γκάγουιν”. Ήταν, ολοφάνερα, η νεότερη από τους δύο, αλλά μιλούσε σαν να θεωρούσε δεδομένο ότι ο νεαρός θα υπάκουγε. Το πρόσωπό του ξίνισε, σαν να ήθελε να πει κι άλλα, αλλά, προς έκπληξη του Ραντ, έμεινε ήρεμος. “Είσαι καλά;” είπε ξαφνικά η κοπέλα.

Ο Ραντ δεν συνειδητοποίησε με την πρώτη ότι απευθυνόταν σ’ αυτόν. Όταν το κατάλαβε, πάσχισε να σηκωθεί όρθιος. “Μια χαρά είμαι. Μονάχα-” Παραπάτησε και τα πόδια του λύγισαν. Κάθισε απότομα κάτω. Το κεφάλι του γυρνούσε. “Θα ξανανέβω τον τοίχο”, μουρμούρισε. Δοκίμασε να ξανασηκωθεί, αλλά εκείνη ακούμπησε τον ώμο του και τον κράτησε για να μην κουνηθεί. Ο Ραντ ήταν τόσο ζαλισμένος, που το ελαφρύ άγγιγμα ήταν αρκετό για να μείνει στη θέση του.

“Τραυματίστηκες”, του είπε. Γονάτισε με χάρη δίπλα του. Τα δάχτυλά της παραμέρισαν απαλά τις ματωμένες τρίχες στο αριστερό μέρος του κεφαλιού του. “Πέφτοντας πρέπει να χτύπησες σε κλαδί. Τυχερός είσαι, αν δεν έσπασες τίποτα εκτός από το κεφάλι σου. Πρώτη φορά βλέπω κάποιον να σκαρφαλώνει τόσο επιδέξια, αλλά δεν είσαι εξίσου καλός στο πέσιμο”.

“Θα γεμίσεις αίματα τα χέρια σου”, της είπε, κάνοντας πίσω.

Εκείνη τράβηξε σταθερά το κεφάλι του για να το δει. “Μην κουνιέσαι”. Δεν του μίλησε απότομα, αλλά η φωνή της είχε έναν τόνο που έλεγε ότι περίμενε υπακοή. “Δόξα στο Φως, δεν δείχνει πολύ σοβαρό”. Από τις εσωτερικές τσέπες του μανδύα της άρχισε να βγάζει ατέλειωτα μικρά φιαλίδια και στριμμένα χάρτινα πακετάκια και, στο τέλος, έναν τυλιγμένο επίδεσμο.

Εκείνος κοίταξε θαυμάζοντας τη συλλογή της. Θα περίμενε κάτι τέτοιο από μια Σοφία, όχι από μια κοπέλα ντυμένη όπως αυτή. Είδε πως είχε βάψει τα δάχτυλά της με αίμα, αλλά αυτό δεν φαινόταν να την ενοχλεί.

“Δώσε μου το φλασκί σου με το νερό, Γκάγουιν”, είπε η κοπέλα. “Θέλω να ξεπλύνω”.

Ο Γκάγουιν έλυσε μια δερμάτινη φιάλη από τη ζώνη του και της την έδωσε κι έπειτα γονάτισε με μια άνετη κίνηση κοντά στα πόδια του Ραντ με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα. Η Ηλαίην δούλευε μεθοδικά, ό,τι κι αν έκανε. Ο Ραντ δεν μόρφασε όταν τον έτσουξε το κρύο νερό, με το οποίο ξέπλυνε η κοπέλα την αμυχή στο κρανίο του, αλλά εκείνη του κράτησε το κεφάλι με ένα χέρι, σαν να περίμενε ότι θα το τραβούσε. Η αλοιφή που του έβαλε από ένα μικρό φιαλίδιο δρόσισε τον πόνο, σαν να την είχε φτιάξει η Νυνάβε.

Ο Γκάγουιν του χαμογέλασε, καθώς η κοπέλα δούλευε· ήταν ένα καθησυχαστικό χαμόγελο, σαν να περίμενε κι αυτός πως ο Ραντ θα αποτραβιόταν και ίσως το έβαζε στα πόδια. “Όλο πάει και βρίσκει αδέσποτα γατιά και πουλιά με σπασμένα φτερά. Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που βρήκε να γιατρέψει”. Δίστασε, έπειτα πρόσθεσε, “Μην προσβληθείς. Δεν σε αποκαλώ αδέσποτο”. Δεν ήταν απολογία, απλώς δήλωση γεγονότος.

“Δεν προσβλήθηκα”, είπε κουμπωμένος ο Ραντ. Αλλά αυτοί οι δυο έκαναν σαν να είχαν μπροστά τους τσινιάρικο άλογο.

“Ξέρει τι κάνει”, είπε ο Γκάγουιν. “Είχε τους καλύτερους δασκάλους. Μην φοβάσαι λοιπόν, είσαι σε καλά χέρια”.

Η Ηλαίην πίεσε ένα κομμάτι επιδέσμου στον κρόταφό του και τράβηξε μια μεταξωτή μαντίλα από τη ζώνη της, με γαλάζιο και κρεμ και χρυσό χρώμα. Για οποιαδήποτε κοπέλα στο Πεδίο του Έμοντ, θα ήταν ένα αγαπημένο γιορτινό ρούχο. Η Ηλαίην άρχισε να το τυλίγει επιδέξια στο κεφάλι του για να στηρίζει τον επίδεσμο.

“Δεν μπορείς να βάλεις αυτό”, διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ.

Εκείνη συνέχισε να τυλίγει το κεφάλι του. “Σου είπα, μην κουνιέσαι”, είπε ατάραχα.

Ο Ραντ κοίταξε τον Γκάγουιν. “Πάντα περιμένει ότι οι άλλοι θα κάνουν ό,τι τους λέει;”

Μια έκφραση έκπληξης πέρασε από το πρόσωπο του νεαρού κι έσφιξε το στόμα, σαν να ήθελε να πνίξει ένα γελάκι. “Συνήθως, ναι. Και συνήθως αυτό κάνουν”.

“Κράτα το”, είπε η Ηλαίην. “Βάλε εδώ το χέρι για να το δέσω-” Ξαφνιάστηκε βλέποντας τα χέρια του. “Αυτό δεν το έπαθες από την πτώση. Μάλλον επειδή σκαρφάλωνες εκεί που δεν έπρεπε”. Έδεσε το κόμπο στα γρήγορα και του γύρισε τα χέρια με τις παλάμες προς τα πάνω, μουρμουρίζοντας μόνη της, επειδή είχε ξοδευτεί σχεδόν όλο το νερό. Ένιωσε τα κοψίματα να τον καίνε, καθώς του τα έπλενε, αλλά το άγγιγμά της ήταν εξαιρετικά απαλό. “Στάσου ακίνητος αυτή τη φορά”.

Ξανάβγαλε το φιαλίδιο με την αλοιφή. Την άπλωσε ομοιόμορφα στις αμυχές, αφιερώνοντας όλη της την προσοχή στο να μην τον πονέσει. Μια δροσιά απλώθηκε στα χέρια του, σαν να του αφαιρούσε με το τρίψιμο τα γδαρμένα σημεία.

“Συνήθως κάνουν ό,τι τους πει”, συνέχισε ο Γκάγουιν, χαμογελώντας τρυφερά προς την κοπέλα. “Οι περισσότεροι. Όχι η μητέρα, φυσικά. Ούτε η Ελάιντα. Ούτε και η Λίνι. Η Λίνι ήταν η γκουβερνάντα της. Δεν μπορείς να δίνεις διαταγές σε κάποια που σε έδερνε με τη βέργα, όταν έκλεβες σύκα τότε που ήσουν μικρό παιδί. Και όχι πάντα μικρό”. Η Ηλαίην σήκωσε το κεφάλι, ίσα για να του ρίξει μια απειλητική ματιά. Ο Γκάγουιν ξερόβηξε και φρόντισε να κρύψει την έκφρασή του, πριν συνεχίσει βιαστικά. “Ούτε ο Γκάρεθ, φυσικά. Κανένας δεν δίνει διαταγές στον Γκάρεθ”.

“Ούτε ακόμα και η μητέρα”, είπε η Ηλαίην, ξανασκύβοντας το κεφάλι πάνω από τα χέρια του Ραντ. “Κάνει υποδείξεις κι αυτός πάντα τις ακολουθεί, αλλά ποτέ δεν την άκουσα να τον διατάζει”. Κούνησε το κεφάλι της.

“Δεν καταλαβαίνω γιατί πάντα σε ξαφνιάζει αυτό”, απάντησε ο Γκάγουιν. “Ακόμα κι εσύ δεν πας να πεις στον Γκάρεθ τι να κάνει. Έχει υπηρετήσει τρεις Βασίλισσες και ήταν Στρατηγός και Πρώτος Πρίγκιπας και Αντιβασιλιάς για δύο. Θα τολμούσα να πω ότι, για μερικούς, είναι μεγαλύτερο σύμβολο του Θρόνου του Άντορ απ’ όσο η Βασίλισσα”.

“Η Μητέρα καλά θα έκανε να τον παντρευόταν”, είπε αφηρημένα εκείνη. Η προσοχή της ήταν στραμμένη στα χέρια του Ραντ. “Το θέλει· δεν μπορεί να το κρύψει από μένα. Κι έτσι θα λύνονταν τόσα προβλήματα”.

Ο Γκάγουιν κούνησε το κεφάλι. “Πρέπει πρώτα να υποχωρήσει ο ένας από τους δύο. Ο Γκάρεθ δεν πρόκειται να το κάνει και η μητέρα δεν μπορεί”.

“Αν τον διέταζε...”

“Θα την υπάκουγε. Νομίζω. Αλλά δεν πρόκειται να τον διατάξει. Την ξέρεις”.

Ξαφνικά, γύρισαν και κοίταξαν τον Ραντ. Αυτός είχε την αίσθηση πως πριν είχαν ξεχάσει την παρουσία του. “Ποια...;” Σταμάτησε για να γλείψει τα χείλη του, που είχαν στεγνώσει. “Ποια είναι η μητέρα σας;”

Τα μάτια της Ηλαίην άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη, αλλά ο Γκάγουιν μίλησε με ύφος απλό κι εντελώς αταίριαστο με αυτά που έλεγε. “Η Μοργκέις, ελέω Φωτός Βασίλισσα του Αντορ, Προστάτιδα του Βασιλείου, Υπερασπίστρια του Λαού, Ανώτατη Έδρα του Οίκου Τράκαντ”.

“Η Βασίλισσα”, μουρμούρισε ο Ραντ, νιώθοντας το σοκ να απλώνεται μέσα του με κύματα που τον μούδιαζαν. Στην αρχή του φάνηκε ότι το κεφάλι του θα άρχιζε πάλι να στριφογυρίζει. Μην τραβήξεις την προσοχή. Απλώς πέσε στον κήπο της Βασίλισσας και άσε την Κόρη-Διάδοχο να φροντίσει τις πληγές σον σαν κομπογιαννίτης. Του ήρθε να γελάσει και ήξερε πως αυτή ήταν η πρώτη εκδήλωση του πανικού.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε βιαστικά όρθιος. Δεν ενέδωσε στην επιθυμία που είχε να το βάλει στα πόδια, αλλά ένιωθε μεγάλη ανάγκη να φύγει, να φύγει πριν ανακαλύψει κανείς άλλος πως ήταν εδώ.

Η Ηλαίην και ο Γκάγουιν τον παρατηρούσαν γαλήνια και, όταν πήδηξε όρθιος, σηκώθηκαν κι αυτοί με κομψές κινήσεις, χωρίς να βιάζονται καθόλου. Ο Ραντ σήκωσε το χέρι για να βγάλει το μαντήλι από το κεφάλι του και η Ηλαίην τον έπιασε από τον αγκώνα. “Σταμάτα. Θα ξαναματώσει”. Η φωνή της ήταν ακόμα γαλήνια, ακόμα βέβαιη πως ο Ραντ θα έκανε ό,τι του έλεγε.

“Πρέπει να φύγω”, είπε ο Ραντ. “Θα ξανασκαρφαλώσω τον τοίχο και―”

“Στ’ αλήθεια δεν ήξερες”. Για πρώτη φορά φαινόταν κι αυτή εξίσου έκπληκτη. “Θες να πεις ότι σκαρφάλωσες τον τοίχο για να δεις τον Λογκαίν χωρίς καν να ξέρεις πού είσαι; Θα είχες πολύ καλύτερη θέα από τους δρόμους εκεί κάτω”.

“Δεν... δεν μου αρέσουν τα πλήθη”, είπε μασημένα. Έκανε μια αμυδρή υπόκλιση στον καθένα τους. “Αν μου επιτρέπεις, ε... Αρχόντισσά μου”. Στις ιστορίες, οι βασιλικές αυλές ήταν γεμάτες ανθρώπους που αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον Άρχοντα και Αρχόντισσα και Υψηλότατε και Μεγαλειότατε, αλλά μέσα στη ζάλη του δεν θυμόταν αν είχε ακούσει ποτέ τη σωστή προσφώνηση για την Κόρη-Διάδοχο. Μέσα στη ζάλη του δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, εκτός από την ανάγκη να βρεθεί αλλού. “Αν μου επιτρέπεις, θα φύγω τώρα. Α... σ’ ευχαριστώ για το... Άγγιξε το μαντήλι που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι του. “Σ’ ευχαριστώ”.

“Χωρίς καν να μας πεις το όνομά σου;” είπε ο Γκάγουιν. “Άσχημα ξεπληρώνεις τη φροντίδα της Ηλαίην. Αναρωτιόμουν για σένα. Έχεις προφορά Αντορίτη, αν και όχι Καεμλυνού, βεβαίως, αλλά μοιάζεις με... Ξέρεις τα ονόματά μας, πάντως. Για λόγους αβρότητας θα έπρεπε να μας πεις το δικό σου”.

Ο Ραντ κοίταξε τον τοίχο με λαχτάρα και είπε το σωστό του όνομά πριν σκεφτεί τι έκανε και μάλιστα πρόσθεσε, “Από το Πεδίο του Έμοντ, στους Δύο Ποταμούς”.

“Από τα δυτικά”, μουρμούρισε ο Γκάγουιν. “Πολύ μακριά στα δυτικά”.

Ο Ραντ έψαχνε γύρω του με το βλέμμα. Η φωνή του νεαρού είχε μια νότα έκπληξης και ο Ραντ είδε το ίδιο συναίσθημα στο πρόσωπό του άλλου, όταν το κοίταξε. Ο Γκάγουιν χαμογέλασε γλυκά, τόσο γρήγορα, που ο Ραντ δεν ήταν βέβαιος αν στ’ αλήθεια το είχε δει.

“Ταμπάκ και μαλλί”, είπε ο Γκάγουιν. “Πρέπει να ξέρω τα βασικά προϊόντα κάθε περιοχής του Βασιλείου. Κάθε χώρας, μάλιστα. Είναι μέρος της εκπαίδευσής μου. Βασικά προϊόντα και ασχολίες και πώς είναι ο κόσμος εκεί. Λένε πως οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς είναι πεισματάρηδες. Μπορούν να σε αφήσουν να τους οδηγήσεις, αν πιστέψουν πως είσαι άξιος, αλλά αν πας να τους ζορίσεις μουλαρώνουν. Η Ηλαίην θα ’πρεπε να διαλέξει τον σύζυγό της από κει. Χρειάζεται άνθρωπος με θέληση σαν βράχο, για να μην τον έχει του χεριού της”.

Το βλέμμα του Ραντ είχε κολλήσει πάνω του. Το ίδιο έντονα τον κοίταζε και η Ηλαίην. Ο Γκάγουιν έμοιαζε ψύχραιμος όπως πριν, αλλά δεν έλεγε να βάλει γλώσσα μέσα. Γιατί;

“Τι γίνεται εδώ;”

Και οι τρεις τινάχτηκαν, ακούγοντας την ξαφνική φωνή και γύρισαν για να δουν.

Ο νεαρός άνδρας που στεκόταν εκεί ήταν ο πιο ωραίος άνδρας που είχε δει ποτέ ο Ραντ, τόσο όμορφος που σχεδόν ξεπερνούσε τα όρια της αρρενωπότητας. Ήταν ψηλός και λεπτός, αλλά οι κινήσεις του φανέρωναν νευρώδες δυνατό κορμί και βαθιά ριζωμένη αυτοπεποίθηση. Ήταν μελαχρινός με μαύρα μάτια και τα ρούχα του, που τα φορούσε σαν να μην είχαν την παραμικρή σημασία, είχαν κόκκινο και λευκό χρώμα και ήταν ελάχιστα μόνο λιγότερο φανταχτερά από του Γκάγουιν.

“Στάσου μακριά του, Ηλαίην”, είπε ο νεαρός. “Κι εσύ, Γκάγουιν”.

Η Ηλαίην μπήκε μπροστά από τον Ραντ, ανάμεσα σ’ αυτόν και στον νεοφερμένο, με το κεφάλι ψηλά και την αυτοπεποίθηση αμείωτη. “Είναι πιστός υπήκοος της μητέρας μας και άνθρωπος της Βασίλισσας. Και είναι υπό την προστασία μου, Γκάλαντ”.

Ο Ραντ προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε ακούσει από τον αφέντη Κιντς και ύστερα από τον αφέντη Γκιλ. Ο Γκαλάντεντριλ Ντέημοντρεντ ήταν ο ετεροθαλής αδερφός της Ηλαίην, της Ηλαίην και του Γκάγουιν, αν θυμόταν καλά· οι τρεις τους είχαν τον ίδιο πατέρα. Ο αφέντης Κιντς μπορεί να μην πολυσυμπαθούσε τον Τάρινγκεηλ Ντέημοντρεντ ―ούτε και κανένας άλλος απ’ όσους είχε ακούσει ο Ραντ- αλλά ο γιος είχε την εκτίμηση και των κόκκινων και των άσπρων, αν ήταν αλήθεια όσα λέγονταν στην πόλη.

“Έχω υπ’ όψιν μου την αγάπη σου για τα αδέσποτα, Ηλαίην”, είπε ο λεπτοκαμωμένος νεαρός με λογικό τόνο, “αλλά ο φίλος μας είναι οπλισμένος και δεν μοιάζει άνθρωπος εμπιστοσύνης. Στις μέρες μας χρειάζεται άκρα προσοχή. Αν είναι άνθρωπος της Βασίλισσας, τι θέλει εδώ, που δεν είναι τα δικά του μέρη; Εύκολα αλλάζει το ντύσιμο του σπαθιού, Ηλαίην”.

“Είναι εδώ ως καλεσμένος μου, Γκάλαντ και εγγυώμαι εγώ γι’ αυτόν. Ή μήπως αυτοδιορίστηκες γκουβερνάντα μου, για να αποφασίζεις με ποιον και πότε μπορώ να μιλώ;”

Η φωνή της ήταν γεμάτη χλευασμό, όμως ο Γκάλαντ ήταν αμετακίνητος. “Ξέρεις πως δεν διεκδικώ έλεγχο επί των πράξεών σου, Ηλαίην, αλλά ο... καλεσμένος σου δεν αρμόζει να είναι εδώ και το γνωρίζεις πολύ καλά. Γκάγουιν, βοήθησέ με να την πείσουμε. Η μητέρα μας θα—”

“Αρκετά!” ξέσπασε η Ηλαίην. “Έχεις δίκιο όταν λες ότι δεν έχεις λόγο επί των πράξεων μου, ούτε κι έχεις δικαίωμα να τις κρίνεις. Μπορείς να πηγαίνεις. Τώρα!”

Ο Γκάλαντ κοίταξε πικρόχολα τον Γκάγουιν έμοιαζε ταυτόχρονα να ζητά βοήθεια, αλλά και να προσπαθεί να πει ότι ήταν τόσο ξεροκέφαλη, που δεν γινόταν τίποτα. Το πρόσωπο της Ηλαίην σκοτείνιασε, αλλά, καθώς έκανε να ξανανοίξει το στόμα της, ο Γκάλαντ υποκλίθηκε με κάθε τυπικότητα και με τη χάρη αιλουροειδούς έκανε ένα βήμα πίσω, μετά γύρισε και έφυγε, προχωρώντας στο πλακοστρωμένο μονοπάτι με μεγάλες δρασκελιές και γρήγορα χάθηκε πίσω από την περγουλιά.

“Τον μισώ”, είπε η Ηλαίην. “Είναι πρόστυχος και γεμάτος φθόνο”.

“Το παρατραβάς, Ηλαίην”, είπε ο Γκάγουιν. “Ο Γκάλαντ δεν ξέρει τι θα πει φθόνος. Δυο φορές μου έσωσε τη ζωή, κι αν δεν με είχε βοηθήσει κανείς δεν θα το ήξερε. Αν δεν με έσωζε, θα ήταν αυτός ο Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού στη θέση μου”.

“Ποτέ, Γκάγουιν. Θα διάλεγα κάθε άλλον εκτός από τον Γκάλαντ. Κάθε άλλον. Τον πιο ταπεινό σταβλίτη”. Ξαφνικά χαμογέλασε και έριξε μια ψευτο-αυστηρή ματιά στον αδερφό της. “Λες ότι μου αρέσει να διατάζω. Σε προστάζω λοιπόν να μην πάθεις τίποτα. Σε προστάζω γα είσαι ο Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού μου, όταν ανέβω στο θρόνο ―το Φως ας δώσει να αργήσει αυτή η μέρα!— και να οδηγήσεις τις στρατιές του Άντορ με τόση τιμή, που ο Γκάλαντ δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί”.

“Όπως προστάζεις, Αρχόντισσά μου”. Ο Γκάγουιν γέλασε, με υπόκλιση που παρωδούσε τον Γκάλαντ.

Η Ηλαίην κοίταξε σκεφτικά τον Ραντ σμίγοντας τα φρύδια. “Τώρα πρέπει να σε βγάλουμε από δω στα γρήγορα”.

“Ο Γκάλαντ πάντα κάνει το σωστό”, εξήγησε ο Γκάγουιν, “ακόμα κι όταν δεν θα έπρεπε. Σ’ αυτή την περίπτωση, αν βρεις έναν ξένο στον κήπο, το σωστό είναι να ειδοποιήσεις τους σκοπούς του Παλατιού. Κι υποψιάζομαι ότι αυτό ακριβώς πάει να κάνει τώρα που μιλάμε”.

“Τότε είναι ώρα να ξανανέβω τον τοίχο”, είπε ο Ραντ. Μια χαρά τα καταφέρνω να περάσω απαρατήρητος! Καλύτερα να κουβαλούσα ταμπέλα! Στράφηκε προς τον τοίχο, αλλά η Ηλαίην του έπιασειτο μπράτσο.

“Τώρα που έκανα τόσο κόπο για τα χέρια σου; Θα τα ξαναγδάρεις και μετά θα πας στο μαγαζάκι καμιάς παλιόγριας για να τους βάλει, το Φως μόνο ξέρει τι. Στην άλλη πλευρά του κήπου είναι μια μικρή πύλη. Τη σκεπάζουν τα φυτά και μονάχα εγώ θυμάμαι ότι υπάρχει ακόμα”.

Ξαφνικά ο Ραντ άκουσε μπότες να τρέχουν πλησιάζοντάς τους από το πλακόστρωτο δρομάκι.

“Πολύ αργά”, μουρμούρισε ο Γκάγουιν. “Πρέπει να έτρεξε μόλις χάθηκε από τα μάτια μας”.

Η Ηλαίην ξεστόμισε μια βλαστήμια και ο Ραντ σήκωσε τα φρύδια. Την είχε ακούσει από τους σταβλίτες της Ευλογίας της Βασίλισσας και τον είχε σοκάρει τότε. Η Ηλαίην αμέσως ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της.

Ο Γκάγουιν και η Ηλαίην φαινόταν ότι τους αρκούσε να μείνουν στη θέση τους, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να περιμένει τους Φρουρούς της Βασίλισσας με τόση αταραξία. Πλησίασε τον τοίχο, ξέροντας ότι θα έφτανε, το πολύ, ως τα μισά του, πριν έρθουν οι φρουροί, αλλά δεν μπορούσε να σταθεί ασάλευτος.

Πριν κάνει τρία βήματα, εμφανίστηκαν άνδρες με κόκκινες στολές και οι θώρακες τους άστραψαν στον ήλιο, καθώς έτρεχαν στο μονοπάτι. Κατέφθασαν κι άλλοι, σαν κύματα από πορφύρα και γυαλισμένο ατσάλι, ξεπροβάλλοντας σχεδόν από παντού. Μερικοί είχαν ήδη τραβήξει τα σπαθιά τους, άλλοι ύψωσαν τα τόξα και έβαλαν βέλη στις χορδές μόνο όταν στάθηκαν ακίνητοι. Πίσω από τα κλουβιά των προσωπίδων όλα τα βλέμματα ήταν βλοσυρά και όλα τα βέλη ήταν στραμμένα αταλάντευτα πάνω του.

Η Ηλαίην και ο Γκάγουιν πήδηξαν σαν ένας και μπήκαν ανάμεσα στα βέλη και σ’ αυτόν, απλώνοντας τα χέρια για να τον κρύψουν. Ο Ραντ στάθηκε ακίνητος, άγαλμα, με τα χέρια να φαίνονται, μακριά από το σπαθί του.

Ενώ το ποδοβολητό και το τρίξιμο των χορδών δεν είχε σβήσει ακόμα, ένας από τους στρατιώτες, που είχε το χρυσό κόμπο των αξιωματικών στον ώμο φώναξε, “Αρχόντισσά μου, Άρχοντά μου, πέστε κάτω, γρήγορα!”

Παρά τα απλωμένα χέρια της, η Ηλαίην όρθωσε το κορμί με μια μεγαλοπρεπή κίνηση. “Τολμάς να φέρνεις γυμνό ατσάλι ενώπιόν μου, Τάλανβορ; Ο Γκάρεθ Μπράυν θα σε βάλει να σκουπίζεις στάβλους μαζί με τους απλούς φαντάρους κι αυτό αν είσαι τυχερός!”

Οι στρατιώτες αντάλλαξαν μπερδεμένες ματιές και μερικοί τοξότες χαμήλωσαν ταραγμένοι τα τόξα τους. Μόνο τότε κατέβασε τα χέρια η Ηλαίην, σαν να τα είχε υψωμένα απλώς και μόνο επειδή της άρεσε. Ο Γκάγουιν δίστασε, έπειτα ακολούθησε το παράδειγμά της. Ο Ραντ μπορούσε να μετρήσει τα τόξα που δεν είχαν χαμηλώσει. Οι μύες του στομαχιού του σφίχτηκαν, λες και μπορούσαν να σταματήσουν ένα πλατύ βέλος από είκοσι βήματα.

Εκείνος που είχε τον κόμπο του αξιωματικού έμοιαζε περισσότερο απορημένος απ’ όλους. “Αρχόντισσά μου, συγχώρεσέ με, αλλά ο Άρχοντας Γκαλάντεντριντ ανέφερε ότι υπήρχε ένας βρώμικος χωριάτης, που τριγυρνούσε στον κήπο οπλισμένος, αποτελώντας κίνδυνο για την Αρχόντισσα Ηλαίην και τον Άρχοντα Γκάγουιν”. Το βλέμμα του στράφηκε στον Ραντ και η φωνή του έγινε πιο σταθερή. “Αν η Αρχόντισσά μου και ο Άρχοντάς μου έχουν την καλοσύνη να παραμερίσουν, θα συλλάβω τον κακούργο. Αυτές τις μέρες η πόλη έχει γεμίσει αποβράσματα”.

“Πολύ αμφιβάλλω, αν ο Γκάλαντ ανέφερε κάτι τέτοιο”, είπε η Ηλαίην. “Ο Γκάλαντ δεν λέει ψέματα”.

“Μερικές φορές εύχομαι να έλεγε”, είπε χαμηλόφωνα ο Γκάγουιν, έτσι ώστε να τον ακούσει μόνο ο Ραντ. “Μια φορά έστω. Ίσως θα ήταν πιο εύκολο να τα βρει κανείς μαζί του τότε”.

“Αυτός ο άνθρωπος είναι φιλοξενούμενός μου”, συνέχισε η Ηλαίην, “και βρίσκεται εδώ υπό την προστασία μου. Μπορείς να αποσύρεις τις δυνάμεις σου, Τάλανβορ”.

“Φοβάμαι πως αυτό δεν είναι δυνατόν, Αρχόντισσά Μου. Όπως γνωρίζει η Αρχόντισσά Μου, η Βασίλισσα, η αρχόντισσα μητέρα σας, έχει δώσει εντολές σχετικά με οποιονδήποτε βρίσκεται στους χώρους του Παλατιού δίχως την άδεια της Αυτής Μεγαλειότητος και έχει ειδοποιηθεί η Μεγαλειότητά της γι’ αυτόν τον εισβολέα”. Η φωνή του Τάλανβορ έδειχνε αρκετή ικανοποίηση. Ο Ραντ υποψιάστηκε πως ο αξιωματικός είχε αναγκαστεί να δεχτεί άλλες εντολές από την Ηλαίην, τις οποίες δεν θεωρούσε σωστές· αυτή τη φορά δεν θα υποχωρούσε, αφού είχε την τέλεια δικαιολογία.

Η Ηλαίην αντιγύρισε το βλέμμα του Τάλανβορ· για πρώτη φορά φάνηκε να μην ξέρει τι να κάνει.

Ο Ραντ κοίταξε ερωτηματικά τον Γκάγουιν και ο Γκάγουιν κατάλαβε. “Φυλακή”, μουρμούρισε. Ο Ραντ χλόμιασε και ο νεαρός πρόσθεσε βιαστικά, “Για λίγες μόνο μέρες και δεν θα πάθεις το παραμικρό. Θα σε ανακρίνει προσωπικά ο Γκάρεθ Μπράυν, ο Στρατηγός, αλλά θα αποφυλακιστείς μόλις ξεκαθαριστεί πως δεν είχες κακό σκοπό”. Κοντοστάθηκε και κάποιες κρυφές σκέψεις φάνηκαν στο βλέμμα του. “Ελπίζω να έλεγες την αλήθεια, Ραντ αλ’Θορ από τους Δύο Ποταμούς”.

“Θα μας πας και τους τρεις στη μητέρα μου”, ανακοίνωσε ξαφνικά η Ηλαίην. Ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του Γκάγουιν.

Πίσω από το σιδερένιο κλουβί που φύλαγε το πρόσωπό του, ο Τάλανβορ φάνηκε αποσβολωμένος. “Αρχόντισσά μου, θα—”

“Ή αλλιώς θα μας πας σε κάποιο κελί”, είπε η Ηλαίην. “Θα μείνουμε μαζί. Ή μήπως θα δώσεις διαταγή να με αγγίξουν;” Το χαμόγελό της ήταν θριαμβευτικό και ο τρόπος που κοίταζε ολόγυρά του ο Τάλανβορ, σαν να περίμενε πως θα έβρισκε βοήθεια από τα δέντρα, έλεγε πως κι αυτός επίσης πίστευε πως η Ηλαίην είχε κερδίσει.

Τι είχε κερδίσει; Πώς;

“Η μητέρα βλέπει τον Λογκαίν”, είπε χαμηλόφωνα ο Γκάγουιν, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη του Ραντ. “Ακόμα κι αν δεν ήταν απασχολημένη, ο Τάλανβορ δεν θα τολμούσε να εμφανιστεί μπροστά της με τους στρατιώτες του και εμένα και την Ηλαίην, σαν να ήμασταν υπό φρούρηση. Η μητέρα νευριάζει λιγάκι, μερικές φορές”.

Ο Ραντ θυμήθηκε τι είχε πει ο αφέντης Γκιλ για τη Βασίλισσα Μοργκέις. Νευριάζει λιγάκι;

Άλλος ένας κοκκινοντυμένος στρατιώτης ήρθε τρέχοντας στο μονοπάτι και σταμάτησε για να χαιρετήσει, φέρνοντας το μπράτσο στο στήθος. Μίλησε χαμηλόφωνα στον Τάλανβορ και τα λόγια του έκαναν τον Τάλανβορ να ξαναδείξει ικανοποίηση.

“Η Βασίλισσα, η αρχόντισσα μητέρα σας”, ανακοίνωσε ο Τάλανβορ, “με διατάζει να της πάω αμέσως τον εισβολέα. Είναι, επίσης, διαταγή της Βασίλισσας να παρουσιαστούν μπροστά της η Αρχόντισσα Εγκουέν και ο Άρχοντας Γκάγουιν. Αμέσως, επίσης”.

Ο Γκάγουιν μόρφασε και η Ηλαίην ξεροκατάπιε. Ξαναπήρε γαλήνια έκφραση, αλλά άρχισε να σκουπίζει με προσοχή του λεκέδες του φορέματος της. Ο κόπος της, πέρα από κάποια κομμάτια φλοιού που ξεκόλλησαν, πήγε χαμένος.

“Αν έχει την καλοσύνη η Αρχόντισσά μου;” είπε αυτάρεσκα ο Τάλανβορ. “Ο Άρχοντας μου;”

Οι στρατιώτες σχημάτισαν ένα κούφιο κουτί ολόγυρά τους και ξεκίνησαν, με τον Τάλανβορ να τους οδηγεί στο πλακόστρωτο μονοπάτι. Ο Γκάγουιν και η Ηλαίην πλαισίωναν τον Ραντ κι έμοιαζαν και οι δύο χαμένοι σε δυσάρεστες σκέψεις. Οι στρατιώτες είχαν θηκαρώσει τα σπαθιά τους και είχαν ξαναβάλει τα βέλη στις φαρέτρες, αλλά ήταν σε εγρήγορση, όπως και πριν που ήταν οπλισμένοι. Παρακολουθούσαν τον Ραντ, σαν να περίμεναν πως, ανά πάσα στιγμή, θα άρπαζε το σπαθί του και θα έκανε μια προσπάθεια να ανοίξει δρόμο προς την ελευθερία του.

Να κάνω καμιά προσπάθεια; Δεν κάνω καμία προσπάθεια. Απαρατήρητος! Χα!

Καθώς κοίταζε τους στρατιώτες που τον παρακολουθούσαν, ξαφνικά πρόσεξε τον κήπο. Όλα είχαν γίνει το ένα μετά το άλλο και το κάθε σοκ ερχόταν πριν προλάβει να σβήσει το προηγούμενο και τα πάντα γύρω του ήταν θολά, με εξαίρεση τον τοίχο και την διακαή επιθυμία του να βρεθεί από την άλλη πλευρά του. Τώρα είδε το χλωρό γρασίδι, που προηγουμένως απλώς γαργαλούσε ένα μακρινό κομμάτι του μυαλού του. Πράσινο! Εκατό αποχρώσεις του πρασίνου. Δέντρα και θάμνοι, πράσινα, ανθισμένα, γεμάτα φύλλα και φρούτα. Πυκνά κλήματα, που κάλυπταν περγουλιές στο μονοπάτι τους. Λουλούδια παντού. Τόσα λουλούδια, που γέμιζαν τον κήπο χρώματα. Μερικά τα ήξερε —υπήρχαν λαμπερά χρυσά ηλιολούλουδα και μικρούλικα ροζ νυχάκια, πορφυρές αστροφεγγιές και λουλακιές Δόξες του Έμοντ, τριαντάφυλλα σ’ όλα τα χρώματα, από το πιο αγνό λευκό ως το πιο βαθύ κόκκινο― όμως υπήρχαν άλλα τόσο παράξενα, με τόσο πολυποίκιλα σχήματα και αποχρώσεις, που αναρωτήθηκε αν ήταν αληθινά.

“Είναι πράσινα”, ψιθύρισε. “Πράσινα”. Οι στρατιώτες κάτι μουρμούρισαν αναμεταξύ τους. Ο Τάλανβορ τους έριξε μια αιχμηρή ματιά πάνω από τον ώμο του κι αυτοί σώπασαν.

“Δουλειά της Ελάιντα”, είπε αφηρημένα ο Γκάγουιν.

“Δεν είναι σωστό”, είπε η Ηλαίην. “Με ρώτησε, αν ήθελα να διαλέξω εγώ ένα αγρόκτημα για το οποίο μπορούσε να κάνει το ίδιο, αλλά και πάλι, δεν είναι σωστό να έχουμε εμείς λουλούδια τη στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν να φάνε”. Ανάσανε βαθιά και ανέκτησε την ψυχραιμία της. “Μην ξεχαστείς”, είπε κοφτά στον Ραντ. “Μίλα καθαρά όταν σου μιλήσει και μετά κράτα το στόμα σου κλειστό. Και πρόσεχε εμένα. Όλα θα πάνε καλά”.

Ο Ραντ ευχήθηκε να είχε την αυτοπεποίθησή της. Θα ήταν πιο εύκολο, αν έμοιαζε να έχει την ίδια αυτοπεποίθηση και ο Γκάγουιν. Καθώς ο Τάλανβορ τους έμπαζε στο Παλάτι, ο Ραντ κοίταξε πίσω του τον κήπο, την πρασινάδα που ήταν γεμάτη μπουμπούκια, τα χρώματα, που είχε σμιλέψει το χέρι μιας Άες Σεντάι για μια Βασίλισσα. Ήταν σε βαθιά νερά και πουθενά δεν έβλεπε ακτή.

Υπηρέτες του Παλατιού γέμιζαν τους διαδρόμους, τρέχοντας, απορροφημένοι από δουλειές που δεν φαινόταν πάντα τι ήταν, φορώντας κόκκινες λιβρέες και άσπρα μανικέτια, με το Άσπρο Λιοντάρι στο αριστερό στήθος στις τουνίκες τους. Όταν οι στρατιώτες περνούσαν με την Ηλαίην και τον Γκάγουιν και τον Ραντ ανάμεσά τους, όλοι στέκονταν ακίνητοι για να κοιτάξουν χάσκοντας.

Σ’ όλο αυτό το σούσουρο, ένας γάτος με γκρίζες ρίγες φάνηκε να περιπλανιέται αμέριμνα πιο κάτω στο διάδρομο, περνώντας ανάμεσα από τους γουρλωμένους υπηρέτες. Ξαφνικά ο γάτος του φάνηκε παράξενος. Ήταν στο Μπάερλον αρκετό καιρό και ήξερε ότι ακόμα και το πιο άθλιο μαγαζάκι είχε γάτες, που ενέδρευαν σε όλες τις γωνιές. Από τη στιγμή που είχε μπει στο Παλάτι, αυτός ο γάτος ήταν ο μόνος που είχε δει.

“Δεν έχετε ποντίκια;” Ρώτησε, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Ποντίκια υπήρχαν παντού.

“Της Ελάιντα δεν της αρέσουν οι γάτες”, μουρμούρισε αφηρημένα ο Γκάγουιν. Κοίταζε συνοφρυωμένος το διάδρομο και προφανώς έβλεπε ήδη με το νου του την επερχόμενη συνάντηση τους με τη Βασίλισσα. “Δεν έχουμε καθόλου ποντίκια”.

“Κάντε ησυχία εσείς οι δύο”. Η φωνή της Ηλαίην ήταν απότομη, αλλά μιλούσε εξίσου αφηρημένα με τον αδερφό της. “Προσπαθώ να σκεφτώ”.

Ο Ραντ συνέχισε να κοιτάζει το γάτο πάνω από τον ώμο του, ώσπου οι στρατιώτες έστριψαν τη γωνία, κρύβοντας το γάτο. Τελικά ο νεαρός αξιωματικός σταμάτησε μπροστά σε μια ψηλή δίφυλλη πόρτα από σκούρο ξύλο που θαμπόλαμπε· δεν ήταν τόσο μεγαλοπρεπής όσο μερικές άλλες που είχαν περάσει, αλλά ήταν γεμάτη σειρές από σκαλισμένα λιοντάρια με λεπτοδουλεμένες λεπτομέρειες. Σε κάθε πλευρά της στεκόταν κι ένας υπηρέτης με λιβρέα.

“Τουλάχιστον δεν είναι η Μεγάλη Αίθουσα”. Ο Γκάγουιν γέλασε ταραγμένα. “Δεν άκουσα ποτέ να διατάζει από εδώ μέσα η Μητέρα αποκεφαλισμό”. Έμοιαζε σαν να σκεφτόταν ότι υπήρχε πρώτη φορά για όλα.

Ο Τάλανβορ άπλωσε το χέρι του για να πάρει το σπαθί του Ραντ, αλλά η Ηλαίην προχώρησε για να τον εμποδίσει. “Είναι καλεσμένος μου και, σύμφωνα με το νόμο και το έθιμο, οι καλεσμένοι της βασιλικής οικογένειας μπορούν να φέρουν όπλα, ακόμα και μπροστά στη μητέρα μου. Ή μήπως θα αρνηθείς το λόγο μου ότι είναι καλεσμένος μου;”

Ο Τάλανβορ δίστασε, το βλέμμα του αντάμωσε το δικό της και έπειτα ένευσε. “Πολύ καλά, Αρχόντισσά μου”. Εκείνη χαμογέλασε στον Ραντ, καθώς ο Τάλανβορ οπισθοχωρούσε, αλλά κράτησε μονάχα μια στιγμή, “Ο πρώτος ζυγός να με συνοδεύσει”, διέταξε ο Τάλανβορ. “Αναγγείλτε την Αρχόντισσα Ηλαίην και τον Άρχοντα Γκάγουιν στη Μεγαλειοτάτη”, είπε στους πυλωρούς. “Κι επίσης τον Φρουρό-Υπολοχαγό Τάλανβορ, κατόπιν διαταγής της Μεγαλειοτάτης, με τον εισβολέα υπό φρούρηση”.

Η Ηλαίην αγριοκοίταξε τον Τάλανβορ, αλλά οι πόρτες άνοιγαν. Μια μελωδική φωνή ακούστηκε να αναγγέλλει ποιοι έρχονταν.

Η Ηλαίην πέρασε με μεγαλοπρέπεια τις πόρτες και χάλασε τη βασιλική είσοδο της λιγάκι μόνο, καθώς έκανε νόημα στον Ραντ να την έχει από κοντά. Ο Γκάγουιν ίσιωσε τους ώμους και μπήκε με μεγάλες δρασκελιές, ακριβώς ένα βήμα πίσω της. Ο Ραντ τους ακολούθησε, κρατώντας, διστακτικά, την ίδια απόσταση με τον Γκάγουιν πίσω από την Ηλαίην στην άλλη πλευρά. Ο Τάλανβορ έμεινε κοντά στον Ραντ και δέκα στρατιώτες μπήκαν μαζί του. Οι πόρτες έκλεισαν σιωπηλά πίσω τους.

Ξαφνικά η Ηλαίην έκανε μια βαθιά γονυκλισία, υποκλινόμενη ταυτόχρονα από το ύψος της μέσης προς τα κάτω, κι έμεινε εκεί, κρατώντας απλωμένη τη φούστα της. Ο Ραντ τινάχτηκε και μετά μιμήθηκε γοργά τον Γκάγουιν και τους άλλους άνδρες, αλλάζοντας αμήχανα στάση μέχρι να την πετύχει σωστά. Στο δεξί γόνατο, με το κεφάλι γερμένο, σκύβοντας μπροστά για να πιέσει τις αρθρώσεις του δεξιού χεριού του στα μαρμάρινα πλακάκια, με το αριστερό του χέρι να αγγίζει την άκρη της λαβής του σπαθιού του. Ο Γκάγουιν, που δεν είχε σπαθί, ακουμπούσε το εγχειρίδιό του με τον ίδιο τρόπο.

Ο Ραντ έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του που τα είχε καταφέρει, όταν πρόσεξε τον Τάλανβορ, με το κεφάλι ακόμα σκυμμένο, που είχε γυρίσει λιγάκι και τον αγριοκοίταζε πίσω από το κλουβί της προσωπίδας του. Έπρεπε να κάνω κάτι άλλο; Ξαφνικά θύμωσε με τον Τάλανβορ, που περίμενε να ξέρει τι θα έπρεπε να κάνει τη στιγμή που δεν του το είχε πει κανείς. Και θύμωσε που φοβόταν τους φρουρούς. Δεν είχε κάνει τίποτα για το οποίο να φοβάται. Ήξερε ότι ο φόβος του δεν ήταν σφάλμα του Τάλανβορ, αλλά πάντως ήταν θυμωμένος μαζί του.

Όλοι έμειναν στην ίδια στάση, παγωμένοι, σαν να περίμεναν να τους ξεπαγώσει η άνοιξη. Δεν ήξερε τι περίμεναν, αλλά εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να μελετήσει το μέρος στο οποίο τον είχαν φέρει. Συνέχισε να σκύβει το κεφάλι, όμως γυρνώντας το λιγάκι μόνο, για να δει. Ο Τάλανβορ μούτρωσε ακόμα περισσότερο, αλλά ο Ραντ τον αγνόησε.

Ο τετράγωνος θάλαμος είχε περίπου το μέγεθος της κοινής αίθουσας της Ευλογίας της Βασίλισσας, με τοίχους γεμάτους ανάγλυφα σε κατάλευκες πέτρες, τα οποία είχαν σκηνές κυνηγιού. Οι κουρτίνες ανάμεσα στα ανάγλυφα είχαν εικόνες που ξεκούραζαν τα μάτια, δείχνοντας πολύχρωμα λουλούδια και πουλιά με λαμπρό φτέρωμα, με εξαίρεση τις δύο στο βάθος της αίθουσας, που έδειχναν σε πορφυρό φόντο το Άσπρο Λιοντάρι να στέκεται ψηλότερο από άνθρωπο. Εκείνες οι δύο πλαισίωναν ένα βάθρο και στο βάθρο υπήρχε ένας σμιλεμένος και χρυσοστόλιστος θρόνος, όπου καθόταν η Βασίλισσα.

Ένας ογκώδης και γεροδεμένος άνδρας στεκόταν με γυμνά τα χέρια στα δεξιά της Βασίλισσας, φορώντας τα κόκκινα χρώματα των Φρουρών της Βασίλισσας, με τέσσερις χρυσούς κόμπους στον ώμο του μανδύα του και πλατιές χρυσές λωρίδες, που έκαναν αντίθεση στο λευκό χρώμα των μανικιών του. Οι κρόταφοί του είχαν γκριζάρει, αλλά φαινόταν σκληρός και ανυποχώρητος σαν βράχος. Αυτός πρέπει να ήταν ο Στρατηγός, ο Γκάρεθ Μπράυν. Πίσω από το θρόνο, στην άλλη πλευρά, μια γυναίκα με βαθυπράσινο μεταξωτό φόρεμα καθόταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνί, πλέκοντας κάτι με σκούρο, σχεδόν μαύρο μαλλί. Ο Ραντ, στην αρχή, την πέρασε για γρια εξαιτίας του πλεκτού, αλλά, όταν την ξανακοίταξε, βρήκε ότι δεν μπορούσε να υπολογίσει καθόλου την ηλικία της. Νέα, ηλικιωμένη, δεν ήξερε να πει. Η προσοχή της έμοιαζε στραμμένη στις βελόνες και στην κούκλα του μαλλιού, σαν να μην υπήρχε μια Βασίλισσα μπροστά της σε απόσταση αναπνοής. Ήταν όμορφη γυναίκα, έδειχνε εξωτερικά γαλήνια, αλλά η αυτοσυγκέντρωση της είχε κάτι το τρομακτικό. Στο δωμάτιο δεν ακουγόταν άλλος ήχος, πέρα από το κλικ-κλικ που έκαναν οι βελόνες της.

Ο Ραντ προσπαθούσε να δει τα πάντα, όμως το βλέμμα του συνεχώς ξαναγυρνούσε στη γυναίκα με το λαμπερό στεφάνι από λεπτοδουλεμένα τριαντάφυλλα στο μέτωπό της, το Στέμμα των Ρόδων του Αντορ. Μια μακριά κόκκινη εσάρπα με το Λιοντάρι του Άντορ σκέπαζε το μεταξωτό φόρεμά της με τις κόκκινες και άσπρες πιέτες κι όταν άπλωσε το αριστερό χέρι για να αγγίξει το μπράτσο του Στρατηγού, στο δάχτυλο της λαμπύρισε ένα δαχτυλίδι, στο σχήμα του Μεγάλου Ερπετού που έτρωγε την ουρά του. Αλλά αυτό που τραβούσε και ξανατραβούσε το βλέμμα του Ραντ δεν ήταν η μεγαλοπρέπεια των ρούχων ή των κοσμημάτων, ή έστω του στέμματος: ήταν η γυναίκα που τα φορούσε.

Η Μοργκέις είχε την ομορφιά της κόρης της, μεστή και ώριμη. Το πρόσωπο και η μορφή της, η παρουσία της, γέμιζαν την αίθουσα σαν φως, που έκανε τους δύο δίπλα της να μοιάζουν αμελητέοι. Αν ήταν χήρα στο Πεδίο του Έμοντ, θα είχε μια μεγάλη ουρά από μνηστήρες έξω από την πόρτα της, ακόμα κι αν ήταν η χειρότερη μαγείρισσα και η πιο τσαπατσούλα νοικοκυρά στους Δύο Ποταμούς. Την είδε να τον κοιτάζει εξεταστικά και έσκυψε το κεφάλι του, φοβούμενος μήπως κατάφερνε να διαβάσει τις σκέψεις του από το πρόσωπό του. Φως μου, σκέφτεσαι για τη Βασίλισσα σαν να ’ταν γυναίκα τον χωριού! Βλάκα!

“Μπορείτε να σηκωθείτε”, είπε η Μοργκέις με βαθιά, ζεστή φωνή, που είχε εκατό φορές τη βεβαιότητα της Ηλαίην ότι θα την υπακούσουν.

Ο Ραντ σηκώθηκε μαζί με τους άλλους.

“Μητέρα-” άρχισε να λέει η Ηλαίην, αλλά η Μοργκέις την έκοψε.

“Μου φαίνεται πως σκαρφάλωνες σε δέντρα, κόρη μου”. Η Ηλαίην ξεκόλλησε ένα κομμάτι φλοιού από το φόρεμά της και βρίσκοντας πως δεν είχε μέρος να το βάλει, το έσφιξε στη χούφτα της. “Και μάλιστα”, συνέχισε γαλήνια η Μοργκέις, “φαίνεται πως, παρά τις διαταγές μου περί του αντιθέτου, προσπάθησες να δεις τον Λογκαίν. Γκάγουιν, άλλη γνώμη είχα για σένα. Πρέπει να μάθεις όχι μόνο να υπακούς στην αδελφή σου, αλλά επίσης να της είσαι αντίβαρο στην καταστροφή”. Το βλέμμα της Βασίλισσας γύρισε στον γεροδεμένο άνδρα δίπλα της και ξανάφυγε βιαστικά. Ο Μπράυν παρέμεινε ατάραχος, σαν να μην το είχε προσέξει, αλλά ο Ραντ σκέφτηκε πως αυτά τα μάτια πρόσεχαν τα πάντα. “Αυτό, Γκάγουιν, είναι ένα από τα καθήκοντα του Πρώτου Πρίγκιπα, όπως είναι και το να οδηγεί τις στρατιές του Αντορ. Ίσως, αν εντατικοποιηθεί η εκπαίδευση σου, να έχεις λιγότερο χρόνο για να σε παρασέρνει η αδελφή σου σε μπλεξίματα. Θα ζητήσω από τον Στρατηγό να φροντίσει ώστε πάντα να έχεις κάτι να κάνεις, καθώς θα ταξιδεύετε προς το βορρά”.

Ο Γκάγουιν κούνησε ελαφρά τα πόδια του, σαν να ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, αλλά ύστερα έγειρε το κεφάλι. “Όπως διατάζεις, μητέρα”.

Η Ηλαίην έκανε μια γκριμάτσα. “Μητέρα, ο Γκάγουιν δεν μπορεί να με προστατέψει από τα μπλεξίματα, αν δεν είναι μαζί μου. Γι’ αυτό το λόγο και μόνο βγήκε από τα δωμάτιά του. Μητέρα, σίγουρα δεν είναι κακό να ρίξει κανείς μια απλή ματιά στον Λογκαίν. Σχεδόν όλοι στην πόλη ήταν πιο κοντά του απ’ όσο εμείς”.

“Οι άλλοι δεν είναι η Κόρη-Διάδοχος”. Η φωνή της Βασίλισσας ήταν σαν να έκρυβε μαχαίρι μέσα της. “Είδα από κοντά αυτόν τον άνθρωπο και είναι επικίνδυνος, παιδί μου. Στο κλουβί, με Άες Σεντάι να τον φυλάνε κάθε στιγμή, είναι ακόμα επικίνδυνος σαν λύκος. Μακάρι να μην τον είχαν φέρει καν κοντά στο Κάεμλυν”.

“Θα τον φροντίσουμε στην Ταρ Βάλον”. Η γυναίκα στο σκαμνί δεν είχε πάρει το βλέμμα της από το πλεκτό της καθώς μιλούσε. “Το σημαντικό είναι να δει ο κόσμος ότι το Φως, άλλη μια φορά, κατατρόπωσε το Σκοτάδι. Και να δουν ότι είσαι κι εσύ μέρος αυτής της νίκης, Μοργκέις”.

Η Μοργκέις το απέρριψε αυτό με μια κίνηση του χεριού. “Θα προτιμούσα να μην είχε πλησιάσει το Κάεμλυν. Ηλαίην, ξέρω τι σκέφτεσαι”.

“Μητέρα”, διαμαρτυρήθηκε η Ηλαίην, “θέλω να σε υπακούω. Στ’ αλήθεια”.

“Ναι;” ρώτησε η Μοργκέις με προσποιητή έκπληξη κι έπειτα γέλασε πνιχτά. “Ναι, προσπαθείς να είσαι μια φρόνιμη θυγατέρα. Αλλά συνεχώς δοκιμάζεις να δεις ως πού μπορείς να φτάσεις. Ε, τα ίδια έκανα κι εγώ με τη μητέρα μου. Αυτή η νοοτροπία θα σε βοηθήσει όταν ανέβεις στο θρόνο, αλλά ακόμα δεν έγινες Βασίλισσα, παιδί μου. Με παράκουσες και είδες τον Λογκαίν. Ας είσαι ικανοποιημένη γι’ αυτό. Στο ταξίδι προς το βορρά δεν θα σου επιτραπεί να τον πλησιάσεις πιο κοντά από εκατό απλωσιές, ούτε εσύ ούτε ο Γκάγουιν. Αν δεν ήξερα πόσο σκληρά είναι τα μαθήματα στην Ταρ Βάλον, θα έστελνα μαζί σου τη Λίνι για να σου κρατά τα λουριά. Εκείνη, τουλάχιστον, φαίνεται ότι μπορεί να σε βάλει να κάνεις αυτό που πρέπει”.

Η Ηλαίην έσκυψε το κεφάλι μουτρωμένη.

Η γυναίκα πίσω από το θρόνο έμοιαζε απορροφημένη, καθώς μετρούσε τους πόντους της. “Σε μια βδομάδα”, είπε, “θα θέλεις να γυρίσεις στη μητέρα σου. Σε ένα μήνα, θα θέλεις να το σκάσεις μαζί με τους Ταξιδιώτες. Αλλά οι αδελφές μου θα σε κρατήσουν μακριά από τον άπιστο. Αυτά τα πράγματα ακόμα δεν είναι για σένα”. Γύρισε απότομα για να κοιτάξει την Ηλαίην κι όλη η γαλήνη της είχε χαθεί, σαν να μην υπήρχε ποτέ. “Το έχεις μέσα σου για να γίνεις η σπουδαιότερη Βασίλισσα που γνώρισε ποτέ το Άντορ, που γνώρισε ποτέ οποιαδήποτε χώρα εδώ και χίλια χρόνια. Μ’ αυτό το σκοπό θα σε πλάσουμε, αν έχεις τη δύναμη”.

Ο Ραντ την κοίταζε. Πρέπει να ήταν η Ελάιντα, η Άες Σεντάι. Ξαφνικά χάρηκε που δεν είχε έρθει σ’ αυτήν για βοήθεια, όποιο κι αν ήταν το Άτζα της. Ακτινοβολούσε αυστηρότητα, πολύ μεγαλύτερη από τη Μουαραίν. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι η Μουαραίν ήταν σαν ατσάλι σκεπασμένο με βελούδο· στην Ελάιντα, το βελούδο ήταν μονάχα ψευδαίσθηση.

“Αρκετά, Ελάιντα”, είπε η Μοργκέις και έσμιξε τα φρύδια ταραγμένη. “Αυτά τα άκουσε και τα ξανάκουσε. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει”. Έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή, κοιτάζοντας την κόρη της. “Τώρα υπάρχει το πρόβλημα αυτού του νεαρού”, είπε, δείχνοντας τον Ραντ, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από το πρόσωπο της Ηλαίην. “Πώς και γιατί ήρθε εδώ και γιατί ισχυρίστηκες στον αδελφό σου ότι ο νεαρός ήταν καλεσμένος σου”.

“Μπορώ να μιλήσω, μητέρα;” Όταν η Μοργκέις ένευσε, η Ηλαίην είπε τα γεγονότα με απλότητα, από τη στιγμή που πρωτοείδε τον Ραντ να σκαρφαλώνει την πλαγιά του τοίχου. Ο Ραντ περίμενε πως θα κατέληγε διακηρύσσοντας την αθωότητα των πράξεων της, αλλά η Ηλαίην είπε, “Μητέρα, συχνά μου λες ότι πρέπει να ξέρω το λαό μας, από τους πιο υψηλούς ως τους πιο ταπεινούς, αλλά, κάθε φορά που συναντώ κάποιον, υπάρχουν πάντα δέκα ακόλουθοι. Πώς μπορώ να μάθω κάτι πραγματικό ή αληθινό, υπό αυτές τις συνθήκες; Μιλώντας μ’ αυτόν τον νεαρό, έμαθα ήδη περισσότερα για το λαό των Δύο Ποταμών, για το τι είδους άνθρωποι είναι εκεί, απ’ όσα θα μάθαινα ποτέ από τα βιβλία. Κάτι σημαίνει το ότι ήρθε τόσο μακριά και φόρεσε το κόκκινο, όταν τόσοι νεοφερμένοι φορούν το άσπρο από φόβο. Μητέρα, σε ικετεύω να μην κακομεταχειριστείς έναν πιστό υπήκοό μας, κάποιον που μου έμαθε τόσα πολλά για τους ανθρώπους που κυβερνάς”.

“Πιστό υπήκοό μας από τους Δύο Ποταμούς”. Η Μοργκέις αναστέναξε. “Παιδί μου, πρέπει να δίνεις μεγαλύτερη προσοχή σ’ αυτά τα βιβλία Οι Δύο Ποταμοί δεν έχουν δει φοροεισπράκτορα εδώ και έξι γενιές και Φρουρό της Βασίλισσας εδώ και επτά. Τολμώ να πω ότι σπάνια θυμούνται πως είναι μέρος του Βασιλείου”. Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους αμήχανα, καθώς θυμόταν τι έκπληξη είχε νιώσει όταν είχε πρωτακούσει ότι οι Δύο Ποταμοί ήταν μέρος του Βασιλείου του Αντορ. Η Βασίλισσα τον είδε και χαμογέλασε πικρόχολα προς τη θυγατέρα της. “Βλέπεις, παιδί μου;”

Ο Ραντ αντιλήφθηκε πως η Ελάιντα είχε αφήσει κάτω το κέντημα της και τον μελετούσε. Σηκώθηκε από το σκαμνί της, κατέβηκε αργά από το βάθρο και στάθηκε μπροστά του. “Από τους Δύο Ποταμούς;” είπε. Άπλωσε το χέρι της στο κεφάλι του· εκείνος τραβήχτηκε από το άγγιγμά της κι εκείνη χαμήλωσε το χέρι. “Με τέτοια κόκκινα μαλλιά, με γκρίζα μάτια; Οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών έχουν μελαχρινά μαλλιά και μαύρα μάτια και σπάνια είναι τόσο ψηλοί”. Το χέρι της τινάχτηκε και σήκωσε το μανίκι του παλτού του, αποκαλύπτοντας χλωμό δέρμα στα σημεία που ο ήλιος δεν έφτανε συχνά. “Ούτε έχουν τέτοια επιδερμίδα”.

Δυσκολεύτηκε πολύ να μη σφίξει τα χέρια του γροθιές. “Γεννήθηκα στο Πεδίο του Έμοντ”, είπε μουδιασμένα. “Η μητέρα μου ήταν ξενομερίτισσα· από αυτήν πήρα τα μάτια μου. Ο πατέρας μου είναι ο Ταμ αλ’Θορ, βοσκός κι αγρότης, όπως κι εγώ”.

Η Ελάιντα ένευσε αργά, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το πρόσωπό του. Εκείνος της το αντιγύρισε αταλάντευτα, παρά την ξινίλα που ένιωθε στο στομάχι του. Την είδε που πρόσεχε πόσο σταθερά την κοιτούσε. Με τα μάτια της ακόμα στραμμένα στα δικά του, άπλωσε το χέρι της αργά προς το μέρος του. Ο Ραντ αποφάσισε αυτή τη φορά να μην κάνει κανέναν μορφασμό.

Η Ελάιντα άγγιξε το σπαθί του αυτή τη φορά και το χέρι της έκλεισε γύρω από τη λαβή του στο πάνω μέρος της. Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη. “Ένας βοσκός από τους Δύο Ποταμούς”, είπε με απαλή φωνή, με ψίθυρο, έτσι ειπωμένο ώστε να ακουστεί απ’ όλους, “που έχει σπαθί με το σήμα του ερωδιού”.

Οι τελευταίες λέξεις της επέδρασαν στην αίθουσα σαν να είχε αναγγείλει τον Σκοτεινό. Δέρμα και μέταλλο έτριξαν πίσω από τον Ραντ, μπότες σύρθηκαν στα μαρμάρινα πλακάκια. Με την άκρη του ματιού του είδε τον Τάλανβορ και άλλον έναν φρουρό να οπισθοχωρούν για να έχουν χώρο, με τα χέρια στα σπαθιά, έτοιμοι να τα τραβήξουν και, σύμφωνα με την έκφραση στο πρόσωπό τους, έτοιμοι να πεθάνουν. Ο Γκάρεθ Μπράυν με δυο γοργές δρασκελιές βρέθηκε μπροστά στο βάθρο, ανάμεσα στον Ραντ και τη Βασίλισσα Ακόμα και ο Γκάγουιν έβαλε το σώμα του μπροστά στην Ηλαίην, μ’ ένα ανήσυχο βλέμμα στο πρόσωπο και το χέρι πάνω στο εγχειρίδιο. Η Ηλαίην τον κοίταζε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Η έκφραση της Μοργκέις δεν άλλαξε, αλλά τα χέρια της σφίχτηκαν στα χρυσοστόλιστα μπράτσα του θρόνου της.

Μόνο η Ελάιντα έδειξε ν’ αντιδρά λιγότερο από τη Βασίλισσα. Η Άες Σεντάι δεν έδειξε το παραμικρό σημάδι πως είχε πει κάτι ασυνήθιστο. Πήρε το χέρι της από το σπαθί του, κάνοντας τους στρατιώτες ακόμα πιο νευρικούς. Τα μάτια της έμειναν στραμμένα στα δικά του, ατάραχα, υπολογιστικά.

“Μα παραείναι νέος”, είπε η Μοργκέις, με ανέκφραστη φωνή, “για να έχει κερδίσει λεπίδα με το σήμα του ερωδιού. Δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον Γκάγουιν”.

“Του ανήκει”, είπε ο Γκάρεθ Μπράυν.

Η Βασίλισσα τον κοίταξε έκπληκτη. “Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό;”

“Δεν ξέρω, Μοργκέις”, είπε αργά ο Μπράυν. “Παραείναι νέος, αλλά του ανήκει, κι αυτός σ’ αυτήν. Κοίταξε τα μάτια του. Κοίταξε πώς στέκει, πώς του ταιριάζει το σπαθί και πώς αυτός ταιριάζει στο σπαθί. Παραείναι νέος, αλλά το σπαθί είναι δικό του”.

Όταν ο Στρατηγός σιώπησε, η Ελάιντα είπε, “Πώς απέκτησες το σπαθί, Ραντ αλ’Θορ από τους Δύο Ποταμούς;” Το είπε σαν να αμφέβαλλε τόσο για το όνομά του, όσο και για το μέρος απ’ όπου ερχόταν.

“Μου το έδωσε ο πατέρας μου”, είπε ο Ραντ. “Ήταν δικό του. Σκέφτηκε παις θα χρειαζόμουν σπαθί στον έξω κόσμο”.

“Αλλος ένας βοσκός από τους Δύο Ποταμούς με λεπίδα με το σήμα του ερωδιού”. Το χαμόγελο της Ελάιντα έκανε το στόμα του να στεγνώσει. “Πότε έφτασες στο Κάεμλυν;”

Είχε βαρεθεί να λέει σ’ αυτή τη γυναίκα την αλήθεια. Τον φόβιζε όπως οι Σκοτεινόφιλοι. Ήταν καιρός να ξανακρυφτεί. “Σήμερα”, είπε. “Τώρα το πρωί”.

“Πάνω στην ώρα”, μουρμούρισε εκείνη. “Πού μένεις; Μην πεις ότι ακόμα δεν βρήκες κάπου δωμάτιο. Δείχνεις ταλαιπωρημένος, αλλά πρόλαβες να πλυθείς και να τακτοποιηθείς. Πού;”

“Στο Στέμμα και το Λιοντάρι”. Θυμήθηκε που είχε περάσει μπροστά από το Στέμμα και το Λιοντάρι ψάχνοντας για την Ευλογία της Βασίλισσας. Ήταν μακριά από το πανδοχείο του αφέντη Γκιλ, στην άλλη άκρη της πόλης. “Έχω κρεβάτι εκεί. Στη σοφίτα”. Είχε την αίσθηση ότι η Ελάιντα ήξερε πως της έλεγε ψέματα, αλλά εκείνη απλώς ένευσε.

“Πόσο πιθανό είναι αυτό;” είπε η Ελάιντα, “Σήμερα φέρνουν τον άπιστο στο Κάεμλυν. Σε δυο μέρες θα τον πάνε στην Ταρ Βάλον και μαζί του θα πάει και η Κόρη-Διάδοχος για να εκπαιδευθεί. Και πάνω σ’ αυτή τη συγκυρία εμφανίζεται ένας νεαρός στους κήπους του Παλατιού, υποστηρίζοντας πως είναι πιστός υπήκοος από τους Δύο Ποταμούς...”

“Είμαι από τους Δύο Ποταμούς”. Όλοι τον κοίταζαν, μα όλοι τον αγνοούσαν. Όλοι εκτός από τον Τάλανβορ και τους φρουρούς· αυτοί δεν ανοιγόκλειναν καν τα μάτια.

“...με μια ιστορία φτιαγμένη για να δελεάσει την Ηλαίην και μια λεπίδα με το σήμα του ερωδιού. Δεν φορά περιβραχιόνιο, ή κονκάρδα σε καπέλο για να δείξει πού πρόσκειται, αλλά ντύνει το σπαθί για κρύψει τον ερωδιό από τα περίεργα μάτια. Πόσο πιθανό είναι αυτό, Μοργκέις;”

Η Βασίλισσα έκανε νόημα στον Στρατηγό να κάνει στην άκρη, κι όταν αυτός παραμέρισε εκείνη μελέτησε τον Ραντ με μια μπερδεμένη έκφραση. Όταν όμως μίλησε, απευθύνθηκε προς την Ελάιντα. “Για τι τον κατηγορείς; Για Σκοτεινόφιλο; Για οπαδό του Λογκαίν,”

“Ο Σκοτεινός σαλεύει στο Σάγιολ Γκουλ”, απάντησε η Άες Σεντάι. “Η Σκιά πέφτει στο Σχήμα και το μέλλον ισορροπεί στη μύτη μιας βελόνας. Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος”.

Ξαφνικά η Ηλαίην προχώρησε κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στο θρόνο. “Μητέρα, σε ικετεύω να μην του κάνεις κακό. Θα έφευγε αμέσως, αν δεν τον είχα εμποδίσει. Ήθελε να φύγει. Εγώ τον ανάγκασα να μείνει. Δεν μπορώ να πιστέψω πως είναι Σκοτεινόφιλος”.

Η Μοργκέις κούνησε το χέρι για να καθησυχάσει την κόρη της, αλλά το βλέμμα της δεν έφυγε από τον Ραντ. “Είναι Πρόβλεψη, Ελάιντα; Διαβάζεις το Σχήμα; Λες ότι σου έρχεται όταν δεν το περιμένεις και φεύγει ξαφνικά όπως έρχεται Αν είναι Πρόβλεψη, Ελάιντα, σε προστάζω να πεις την αλήθεια καθαρά, χωρίς, όπως συνηθίζεις, να την τυλίξεις σε τόσα μυστήρια, που να μην μπορεί να πει κανείς αν είπες ναι ή όχι. Μίλα. Τι βλέπεις;”

“Να τι Προλέγω”, απάντησε η Ελάιντα, “και ορκίζομαι κάτω από το Φως ότι δεν μπορώ να μιλήσω πιο καθαρά. Από δω και πέρα το Άντορ βαδίζει προς τον πόνο και το διχασμό. Η Σκιά θα σκοτεινιάσει πολύ ακόμα και δεν μπορώ να δω αν θα την ακολουθήσει το Φως. Εκεί που ο κόσμος έχυσε ένα δάκρυ, τώρα θα χυθούν χιλιάδες. Να τι Προλέγω”.

Ένα πέπλο σιωπής έπεσε στο δωμάτιο και την έσπασε μονάχα η Μοργκέις, που άφησε την ανάσα της να βγει σαν να ’ταν η τελευταία της.

Η Ελάιντα συνέχισε να κοιτάζει τον Ραντ κατάματα. Ξαναμίλησε, σχεδόν χωρίς να κουνά τα χείλη, τόσο απαλά, που αυτός μόλις που την άκουσε, αν και στεκόταν τόσο κοντά, που αν άπλωνε το χέρι του θα την άγγιζε. “Να τι άλλο Προλέγω. Πόνος και διχασμός θα χυθούν σ’ ολόκληρο τον κόσμο κι αυτός ο άνθρωπος στέκει στην καρδιά του. Υπακούω στη Βασίλισσα”, του ψιθύρισε, “και το λέω καθαρά”.

Ο Ραντ ένιωσε σαν να είχαν ριζώσει τα πόδια του στο μαρμάρινο πάτωμα. Η παγωνιά και η σκληράδα από τις πλάκες ανηφόρισαν στα πόδια του κι έστειλαν ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. Κανένας άλλος δεν θα το είχε ακούσα. Όμως η Ελάιντα ακόμα τον κοίταζε και το είχε ακούσει αυτός.

“Είμαι βοσκός”, είπε ο Ραντ για να το ακούσει ολόκληρη η αίθουσα. “Από τους Δύο Ποταμούς. Βοσκός”.

“Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει”, είπε δυνατά η Ελάιντα και ο Ραντ δεν ήξερε αν είχε μια νότα χλευαστική ο τόνος της, ή όχι.

“Άρχοντα Γκάρεθ”, είπε η Μοργκέις, “χρειάζομαι τη συμβουλή του Στρατηγού μου”.

Ο γεροδεμένος άνδρας κούνησε το κεφάλι. “Η Ελάιντα Σεντάι λέει ότι το παλικάρι είναι επικίνδυνο, Βασίλισσά μου, κι αν μπορούσε να μας πει κι άλλα θα έλεγα να καλέσουμε τον δήμιο. Μα, το μόνο που μας είπε είναι ό,τι μπορούμε να δούμε κι εμείς με τα μάτια μας. Δεν υπάρχει ούτε ένας αγρότης στην ύπαιθρο, που να μην λέει ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει, χωρίς Πρόβλεψη. Εγώ, προσωπικά, πιστεύω ότι το παιδί είναι εδώ εντελώς κατά τύχη, παρ’ όλο που γι’ αυτόν η τύχη ήταν κακή. Για να είμαστε ασφαλείς, Βασίλισσά μου, λέω να τον πετάξουμε στο μπουντρούμι, μέχρι να φύγουν μακριά από το Κάεμλυν η Αρχόντισσα Ηλαίην και ο Άρχοντας Γκάγουιν και μετά να τον αφήσουμε ελεύθερο. Εκτός αν έχεις κι άλλα να Προβλέψεις γι’ αυτόν, Άες Σεντάι;”

“Είπα όσα διάβασα στο Σχήμα, Στρατηγέ”, είπε η Ελάιντα. Έστειλε ένα μοχθηρό χαμόγελο στον Ραντ, ένα χαμόγελο χωρίς καν να ανοίξει τα χείλη της, κοροϊδεύοντας τον επειδή ο Ραντ δεν μπορούσε να πει πως δεν έλεγε την αλήθεια. “Δεν θα πάθει τίποτα, αν μείνει μερικές βδομάδες φυλακισμένος και ίσος μου δοθεί η ευκαιρία να μάθω κι άλλα”. Τα μάτια της φάνηκαν πεινασμένα κι ο Ραντ ένιωσε παγωμένο ρίγος. “Ίσως να υπάρξει κι άλλη Πρόβλεψη”.

Για λίγη ώρα η Μοργκέις στάθηκε συλλογισμένη, με τη χούφτα στο πηγούνι και τον αγκώνα στο μπράτσο του θρόνου της. Ο Ραντ θα κουνούσε νευρικά τα πόδια μπροστά στο κατσουφιασμένο βλέμμα της, αν μπορούσε να σαλέψει, αλλά τα μάτια της Μοργκέις τον είχαν κάνει να παγώσει. Τελικά, η Βασίλισσα μίλησε.

“Οι υποψίες πνίγουν το Κάεμλυν, ίσως ολόκληρο το Άντορ. Ο φόβος και οι μαύρες υποψίες. Οι γυναίκες καταγγέλλουν τους γείτονές τους σαν Σκοτεινόφιλους. Οι άνδρες ζωγραφίζουν το Δόντι του Δράκοντα στις πόρτες ανθρώπων που είναι παλιοί γνωστοί τους. Δεν θα συμμετάσχω σ’ αυτά”.

“Μοργκέις—” άρχισε να λέει η Ελάιντα, αλλά η Βασίλισσα την έκοψε.

“Δεν θα συμμετάσχω σ’ αυτά. Όταν ανέβηκα στο θρόνο ορκίστηκα να επιβάλλω τη δικαιοσύνη για τους μεγάλους και τους μικρούς. Και θα την επιβάλλω, έστω κι αν μείνω η τελευταία στο Άντορ που θυμάται τι είναι δικαιοσύνη. Ραντ αλ’Θορ, ορκίζεσαι κάτω από το Φως ότι ο πατέρας σου, ένας βοσκός στους Δύο Ποταμούς, σου έδωσε τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού;”

Ο Ραντ ανοιγόκλεισε το στόμα, για να υγράνει λίγο τη γλώσσα και να μπορέσει να μιλήσει. “Ορκίζομαι”. Ξαφνικά θυμήθηκε σε ποια μιλούσε κι έσπευσε να συμπληρώσει, “Βασίλισσά μου”, Ο Άρχοντας Γκάρεθ ύψωσε το πυκνό του φρύδι, αλλά· η Μοργκέις δεν έδειξε να ενοχλείται.

“Και σκαρφάλωσες στον τοίχο του κήπου απλώς και μόνο για να δεις τον ψεύτικο Δράκοντα;”

“Ναι, Βασίλισσά μου”.

“Θέλεις να βλάψεις το θρόνο του Άντορ, ή την κόρη μου, ή τον γιο μου;” Ο τόνος της έλεγε πως θα έδειχνε ακόμα λιγότερο έλεος, αν ο Ραντ ήθελε το κακό των παιδιών της.

“Δεν θέλω να βλάψω κανέναν, Βασίλισσά μου. Πολύ λιγότερο εσένα και τους δικούς σου”.

“Να τι κρίνω δίκαιο, Ραντ αλ’Θορ”, του είπε. “Πρώτον, επειδή μπροστά στην Ελάιντα και τον Γκάρεθ έχω το πλεονέκτημα να έχω ακούσει ανθρώπους των Δύο Ποταμών να μιλούν, όταν ήμουν μικρή. Δεν έχεις την όψη τους, αλλά μια αχνή θύμηση μου λέει πως η λαλιά σου είναι από τους Δύο Ποταμούς. Δεύτερον, κανένας με τα δικά σου μαλλιά και μάτια δεν θα υποστήριζε πως είναι από τους Δύο Ποταμούς, αν αυτό δεν ήταν αλήθεια. Και το ότι σου έδωσε ο πατέρας σου τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού παραείναι εξωφρενικό για να είναι ψέμα. Και, τρίτον, η φωνή που μου ψιθυρίζει πως συχνά το καλύτερο ψέμα είναι εκείνο που μοιάζει υπερβολικά εξωφρενικό για να είναι ψέμα... αυτή η φωνή δεν είναι απόδειξη. Θα τηρήσω τους νόμους που έφτιαξα. Σου δίνω την ελευθερία σου, Ραντ αλ’Θορ, αλλά προτείνω στο μέλλον να προσέχεις πού μπαίνεις κρυφά. Αν ξαναβρεθείς σε χώρο του Παλατιού, δεν θα φανώ τόσο επιεικής”.

“Σ’ ευχαριστώ, Βασίλισσά μου”, είπε ο Ραντ βραχνά. Ένιωθε σχεδόν να του καίει το πρόσωπο η δυσαρέσκεια της Ελάιντα.

“Τάλανβορ”, είπε η Μοργκέις, “συνόδευσε αυτόν τον... συνόδευσε τον καλεσμένο της κόρης μου έξω από το Παλάτι, με κάθε ευγένεια. Οι άλλοι μπορείτε επίσης να φύγετε. Όχι, Ελάιντα, εσύ μείνε. Και, αν θέλεις, μείνε κι εσύ, Άρχοντα Γκάρεθ. Πρέπει να αποφασίσω τι θα κάνω μ’ αυτούς τους Λευκομανδίτες στην πόλη”.

Ο Τάλανβορ και οι φρουροί θηκάρωσαν απρόθυμα τα σπαθιά τους, έτοιμοι να τα τραβήξουν σε μια στιγμή. Πάντως ο Ραντ χάρηκε με τους στρατιώτες που σχημάτισαν ένα κούφιο κουτί γύρω του, καθώς ακολουθούσε τον Τάλανβορ. Η Ελάιντα άκουγε μόνο με μισό αυτί τη Βασίλισσα· ένιωθε στην πλάτη του τη ματιά της. Τι θα γινόταν αν η Μοργκέις δεν είχε κρατήσει μαζί της την Άες Σεντάι; Μ’ αυτή τη σκέψη, ευχήθηκε να περπατούσαν οι στρατιώτες πιο γρήγορα.

Προς έκπληξη του, η Ηλαίην και ο Γκάγουιν αντάλλαξαν μερικές κουβέντες έξω από την πόρτα και ύστερα ήρθαν δίπλα του. Κι ο Τάλανβορ, επίσης, ξαφνιάστηκε. Ο νεαρός αξιωματικός κοίταξε πρώτα αυτούς και μετά τις πόρτες, που τώρα έκλειναν.

“Η μητέρα μου”, είπε η Ηλαίην, “διέταξε να τον συνοδεύσεις έξω από το Παλάτι, Τάλανβορ. Με κάθε ευγένεια. Τι περιμένεις;”

Ο Τάλανβορ κοίταξε κατσούφικα τις πόρτες, πίσω από τις οποίες η Βασίλισσα διαβουλευόταν με τους συμβούλους της. “Τίποτα, Αρχόντισσά μου”, είπε ξινά και διέταξε, χωρίς αυτό να χρειάζεται, τους φρουρούς να προχωρήσουν.

Τα θαύματα του Παλατιού περνούσαν αθέατα δίπλα από τον Ραντ. Ήταν αποσβολωμένος και στο νου του στροβιλίζονταν θραύσματα σκέψεων, τόσο γρήγορα που του ξέφευγαν. Δεν έχεις την όψη τους. Αυτός ο άνθρωπος στέκει στην καρδιά τον.

Η συνοδεία του σταμάτησε. Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια και ξαφνιάστηκε, όταν είδε ότι ήταν στη μεγάλη αυλή μπροστά στο Παλάτι, ότι στεκόταν στις ψηλές, χρυσοστόλιστες πύλες, που άστραφταν στον ήλιο. Αυτές οι πύλες δεν θα άνοιγαν για έναν μόνο άνθρωπο και φυσικά όχι για έναν εισβολέα, έστω κι αν η Κόρη-Διάδοχος διεκδικούσε τα δικαιώματα των καλεσμένων γι’ αυτόν. Ο Τάλανβορ άνοιξε σιωπηλός μια μικρότερη πόρτα, που ήταν τοποθετημένη μέσα σε μια πύλη.

“Είναι το έθιμο”, είπε η Ηλαίην, “να συνοδεύουμε τους επισκέπτες ως τις πύλες, αλλά να μην τους βλέπουμε να φεύγουν. Πρέπει να θυμόμαστε την ευχαρίστηση της παρέας του καλεσμένου, όχι τη λύπη της αναχώρησής του”.

“Σ’ ευχαριστώ, Αρχόντισσά μου”, είπε ο Ραντ. Άγγιξε το μαντήλι που έδενε το κεφάλι του. “Για όλα. Το έθιμο στους Δύο Ποταμούς είναι να φέρνει ο καλεσμένος ένα δωράκι. Φοβάμαι πως δεν έχω τίποτα. Αν και”, πρόσθεσε ξερά, “φαίνεται πως κάτι σου έμαθα για τους ανθρώπους των Δύο Ποταμών”.

“Αν είχα πει στη μητέρα πως σε βρίσκω ωραίο, σίγουρα θα σε κλείδωνε στο κελί”. Η Ηλαίην του χάρισε ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο. “Καλό κατευόδιο, Ραντ αλ’Θορ”.

Με το στόμα ανοιχτό, την παρακολούθησε να φεύγει· έμοιαζε με μια νεότερη μορφή της ομορφιάς και του μεγαλείου της Μοργκέις.

“Μην πας να αναμετρηθείς μαζί της στα λόγια”. Ο Γκάγουιν γέλασε. “Πάντα κερδίζει”.

Ο Ραντ ένευσε αφηρημένα. Ωραίος; Φως μου, είναι η Κόρη-Διάδοχος τον θρόνου τον Αντορ! Τίναξε το κεφάλι για να ξεζαλιστεί.

Ο Γκάγουιν έμοιαζε να περιμένει κάτι. Ο Ραντ τον κοίταξε για μια στιγμή.

“Άρχοντά μου, όταν σου είπα ότι ήμουν από τους Δύο Ποταμούς, ξαφνιάστηκες. Το ίδιο και οι άλλοι, η μητέρα σου, ο Άρχοντας Γκάρεθ, η Ελάιντα Σεντάι” ―ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του― “και κανείς τους...” Δεν μπόρεσε να τελειώσει τη φράση του· δεν ήξερε καν γιατί την είχε αρχίσει. Είμαι ο γιος τον Ταμ αλ’Θορ, έστω κι αν δεν γεννήθηκα στους Δύο Ποταμούς.

Ο Γκάγουιν ένευσε, σαν να περίμενε ακριβώς αυτό. Ακόμα κι έτσι δίστασε. Ο Ραντ άνοιξε το στόμα για να πάρει πίσω την ανείπωτη ερώτηση και ο Γκάγουιν είπε, “Αν τυλίξεις ένα σούφα γύρω από το κεφάλι σου, Ραντ αλ’Θορ, θα είσαι ίδιος κι απαράλλαχτος με Αελίτη. Παράξενο, εφόσον η μητέρα πιστεύει ότι μιλάς σαν τους ανθρώπους από τους Δύο Ποταμούς. Μακάρι να είχαμε γνωριστεί οι δυο μας, Ραντ αλ’Θορ. Καλό κατευόδιο”.

Αελίτη.

Ο Ραντ στάθηκε κοιτάζοντας την πλάτη του Γκάγουιν που έφευγε, ώσπου ένα ανυπόμονο βήξιμο του Τάλανβορ του θύμισε πού ήταν. Χώθηκε στην πόρτα και μόλις που πρόλαβε να περάσει, πριν τη βροντήξει ο Τάλανβορ στο πόδι του. Οι συρτές μπήκαν στη θέση τους με κρότο.

Τώρα η ωοειδής πλατεία μπροστά στο Παλάτι ήταν άδεια. Οι στρατιώτες είχαν φύγει, το ίδιο και τα πλήθη, οι τρομπέτες και τα τύμπανα είχαν σιωπήσει. Τίποτα δεν είχε απομείνει, παρά μόνο μερικά σκουπίδια που τα παράσερνε ο αέρας στο δρόμο και μερικοί άνθρωποι, που πήγαιναν στις δουλειές τους τώρα που είχε τελειώσει ο σαματάς. Ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει αν φορούσαν το κόκκινο ή το άσπρο.

Αελίτη.

Συνειδητοποίησε, ξαφνιασμένος, ότι στεκόταν ακριβώς μπροστά στις πύλες του Παλατιού, εκεί που θα μπορούσε να τον βρει η Ελάιντα με ευκολία, όταν τελείωνε τη συζήτηση με τη Βασίλισσα. Τυλίχτηκε με το μανδύα του και άρχισε να γοργοβαδίζει, διέσχισε την πλατεία και χώθηκε στους δρόμους της Έσω Πόλης. Κοίταζε πίσω του συχνά για να δα αν τον ακολουθούσε κανείς, αλλά οι ανοιχτές καμπύλες τον εμπόδιζαν να δει μακριά. Θυμόταν, όμως, πολύ καλά τα μάτια της Ελάιντα και τα φανταζόταν να τον παρακολουθούν. Όταν πια έφτασε στις πύλες της Νέας Πόλης, έτρεχε.

Загрузка...