37 Η Μεγάλη Καταδίωξη

Η Νυνάβε έσφιξε γερά τα γκέμια των τριών αλόγων και το βλέμμα της καρφώθηκε στη νύχτα, λες και θα μπορούσε να τρυπήσει το σκοτάδι και να δει την Άες Σεντάι και τον Πρόμαχο. Σκελετωμένα δέντρα την κύκλωναν, γυμνά και μαύρα στο αμυδρό φως του φεγγαριού. Τα δέντρα και η νύχτα ήταν καλή κρυψώνα γι’ αυτό που έκαναν η Μουαραίν και ο Λαν, ό,τι κι αν ήταν αυτό, όχι πως είχαν σταθεί να της δώσουν εξηγήσεις. Ο Λαν είχε πει χαμηλόφωνα “Πρόσεχε μην κάνουν φασαρία τα άλογα” και είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντάς τη να στέκεται σαν σταβλίτης. Έριξε μια ματιά στα άλογα και αναστέναξε αγανακτισμένα.

Ο Μαντάρμπ γινόταν ένα με τη νύχτα, σχεδόν εξίσου καλά όπως ο μανδύας του αφεντικού του. Ο μόνος λόγος που ο εκπαιδευμένος για μάχη επιβήτορας την άφηνε να τον πλησιάσει ήταν επειδή ο Λαν προσωπικά της είχε δώσει τα γκέμια. Τώρα το άλογο φαινόταν αρκετά ήσυχο, αλλά η Νυνάβε θυμόταν ότι είχε γυμνώσει τα δόντια του σιωπηλά κάποια φορά, που είχε απλώσει το χέρι της στο χαλινάρι του χωρίς να περιμένει την έγκριση του Λαν. Η σιωπή έκανε τα δόντια του να φαντάζουν ακόμα πιο επικίνδυνα. Έριξε μια τελευταία επιφυλακτική ματιά στον επιβήτορα και γύρισε για να κοιτάξει προς την κατεύθυνση στην οποία είχαν χαθεί οι άλλοι, χαϊδεύοντας αφηρημένα το δικό της άλογο. Πετάχτηκε ξαφνιασμένη, όταν η Αλντίμπ έχωσε τη χλωμή μουσούδα της κάτω από το χέρι της, αλλά μετά από λίγο ενέδωσε και χάιδεψε και την άσπρη φοράδα.

“Άδικα τα βάζω μαζί σου”, ψιθύρισε, “μόνο και μόνο επειδή η αφεντικίνα σου είναι μια αναίσθητη―” Πάλι προσπάθησε να κοιτάξει μέσα στο σκοτάδι. Τι έκαναν;

Φεύγοντας από την Ασπρογέφυρα, είχαν περάσει από χωριά, τόσο φυσιολογικά που έμοιαζαν εξωπραγματικά, συνηθισμένα χωριά, που στα μάτια της Νυνάβε δεν έμοιαζαν να έχουν την παραμικρή σχέση με έναν κόσμο που είχε μέσα του Ξέθωρους και Τρόλοκ και Άες Σεντάι. Είχαν ακολουθήσει το Δρόμο του Κάεμλυν, ώσπου τελικά η Μουαραίν ανακάθισε στη σέλα της Αλντίμπ, κοιτάζοντας ανατολικά, σαν να έβλεπε ως την άκρη του μεγάλου δρόμου, τα τόσα μίλια που τους χώριζαν από το Κάεμλυν, σαν να έβλεπε τι τους περίμενε εκεί.

Τελικά η Άες Σεντάι άφησε την ανάσα της να βγει αργά και ξανακάθισε. “Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει”, μουρμούρισε, “αλλά δεν πιστεύω ότι υφαίνει το τέλος της ελπίδας. Πρέπει πρώτα να φροντίσω αυτό για το οποίο είμαι βέβαιη. Θα γίνει όπως υφαίνει ο Τροχός”. Έστριψε τη φοράδα της προς τα βόρεια, βγήκε από το δρόμο και μπήκε στο δάσος. Ένα από τα αγόρια βρισκόταν σε κείνη την κατεύθυνση, με το νόμισμα που του είχε δώσει η Μουαραίν. Ο Λαν την ακολούθησε.

Η Νυνάβε έριξε μια μεγάλη, τελευταία ματιά στο Δρόμο του Κάεμλυν. Ελάχιστοι άνθρωποι ήταν μαζί τους στο δρόμο· υπήρχαν δυο-τρία κάρα με μεγάλες ρόδες και μια άδεια άμαξα στο βάθος, κάτι λίγοι πεζοπόροι με τα υπάρχοντά στην πλάτη, ή στοιβαγμένα σε χειράμαξες. Μερικοί παραδέχονταν πως πήγαιναν στο Κάεμλυν για να δουν τον ψεύτικο Δράκοντα, αλλά οι περισσότεροι το αρνούνταν κατηγορηματικά, ειδικά όσοι είχαν έρθει μέσω της Ασπρογέφυρας. Η Νυνάβε στην Ασπρογέφυρα είχε αρχίσει να πιστεύει τη Μουαραίν. Ως ένα βαθμό. Κάπως περισσότερο από πριν, πάντως. Και αυτό δεν την ανακούφιζε καθόλου.

Ο Πρόμαχος και η Άες Σεντάι είχαν χαθεί σχεδόν στα δέντρα, όταν ξεκίνησε στο κατόπι τους. Έτρεξε να τους προφτάσει. Ο Λαν γύρισε αρκετές φορές να την κοιτάξει και της κούνησε το χέρι για να τους προλάβει, αλλά έμεινε στο πλευρό της Μουαραίν και η Άες Σεντάι είχε το βλέμμα στραμμένο μπροστά.

Ένα βράδυ, όταν είχαν αφήσει το δρόμο, τα αόρατα ίχνη χάθηκαν. Η Μουαραίν, η απτόητη Μουαραίν, ξαφνικά σηκώθηκε πλάι στη μικρή φωτιά, όπου έβραζε ένα κατσαρολάκι, με τα μάτια της ορθάνοιχτα. “Χάθηκε”, ψιθύρισε στη νύχτα.

“Είναι...;” Η Νυνάβε δεν μπόρεσε να τελειώσει την ερώτηση. Φως μου, δεν ξέρω καν ποιος είναι!

“Δεν πέθανε”, είπε αργά η Άες Σεντάι, “αλλά δεν έχει πια το νόμισμα”. Κάθισε κάτω, με φωνή ήρεμη και χέρια σταθερά, κατέβασε το κατσαρολάκι από τη φωτιά και έριξε εκεί μια χούφτα τσάι. “Το πρωί θα συνεχίσουμε το δρόμο που έχουμε πάρει. Όταν πλησιάσω κοντά, θα μπορέσω να τον βρω δίχως το νόμισμα”.

Καθώς η φωτιά έσβηνε, αφήνοντας μόνο τα κάρβουνα, ο Λαν τυλίχτηκε στο μανδύα του και αποκοιμήθηκε. Η Νυνάβε δεν είχε ύπνο. Έβλεπε την Άες Σεντάι. Η Μουαραίν είχε τα μάτια κλειστά, αλλά καθόταν εκεί και η Νυνάβε ήξερε πως ήταν ξύπνια.

Όταν και η τελευταία λάμψη από τα κάρβουνα είχε σβήσει πριν πολλή ώρα, η Μουαραίν άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε. Η Νυνάβε μπόρεσε να νιώσει το χαμόγελο της Άες Σεντάι, ακόμα και στο σκοτάδι. “Ξαναβρήκε το νόμισμα, Σοφία. Όλα θα πάνε καλά”. Ξάπλωσε στις κουβέρτες της αναστενάζοντας και, σχεδόν αμέσως, βυθίστηκε στον ύπνο ροχαλίζοντας.

Η Νυνάβε δυσκολεύτηκε να τη μιμηθεί, παρ’ όλη την κούραση της. Το μυαλό της σκεφτόταν το χειρότερο, όσο κι αν προσπαθούσε να το εμποδίσει. Όλα θα πάνε καλά. Μετά την Ασπρογέφυρα, δεν το πίστευε πια τόσο εύκολα.

Ξαφνικά, κάτι τράβηξε απότομα τη Νυνάβε από τις αναμνήσεις της και την έβγαλε στη νύχτα· υπήρχε πραγματικά ένα χέρι στο μπράτσο της. Έπνιξε την κραυγή που πήγε να βγει από το λαρύγγι της, έψαξε να βρει το μαχαίρι στη ζώνη της και έσφιξε τη λαβή, αλλά μετά κατάλαβε ότι το χέρι ήταν του Λαν.

Η κουκούλα του Πρόμαχου ήταν κατεβασμένη, αλλά ο μανδύας με τις ιδιότητες χαμαιλέοντα γινόταν ένα με τη νύχτα, τόσο που η αμυδρή θολούρα του προσώπου του φαινόταν να αιωρείται στο σκοτάδι. Το χέρι στο μπράτσο της έμοιαζε να βγαίνει από τον αέρα.

Η Νυνάβε ανάσανε μ’ ένα τρέμουλο. Περίμενε πως ο Λαν θα σχολίαζε το πόσο εύκολα την είχε πλησιάσει χωρίς να το καταλάβει, αλλά, αντίθετα, αυτός γύρισε για να ψάξει στα σακίδια της σέλας του. “Σε χρειαζόμαστε”, της είπε, και έσκυψε για να πεδικλώσει τα άλογα.

Μόλις τελείωσε σηκώθηκε, την πήρε από το χέρι και ξαναχώθηκαν στη νύχτα. Τα μελαχρινά μαλλιά του γινόταν ένα με τη νύχτα, όπως ο μανδύας του κι έκανε πολύ λιγότερο θόρυβο απ’ αυτήν. Η Νυνάβε παραδέχτηκε απρόθυμα πως δεν θα μπορούσε να τον ακολουθήσει στο δάσος, αν δεν την έπιανε για να την οδηγεί. Και δεν ήξερε πως θα μπορούσε να ελευθερωθεί από τη λαβή του, αν αυτός δεν ήθελε να την αφήσει· είχε πολύ δυνατά χέρια.

Όταν έφτασαν σε μια πλαγιά, τόσο χαμηλή που μετά βίας θα την ονόμαζε κανείς λόφο, ο Λαν έπεσε στο ένα γόνατο και τράβηξε τη Νυνάβε πλάι του. Εκείνη χρειάστηκε μια στιγμή για να καταλάβει πως ήταν και η Μουαραίν εκεί. Έτσι ασάλευτη, με το σκούρο μανδύα της, η Άες Σεντάι έμοιαζε με σκιά. Ο Λαν έδειξε ένα μεγάλο ξέφωτο στα δέντρα πέρα από τη λοφοπλαγιά.

Η Νυνάβε συνοφρυώθηκε στο αχνό φεγγαρόφωτο κι έπειτα ξαφνικά χαμογέλασε, καταλαβαίνοντας. Οι χλωμές θολούρες ήταν σκηνές σε ίσιες σειρές, ένα στρατόπεδο στο σκοτάδι.

“Λευκομανδίτες”, ψιθύρισε ο Λαν, “διακόσιοι, ίσως περισσότεροι. Υπάρχει καλό νερό εκεί κάτω. Και το παλικάρι που ψάχνουμε”.

“Στο στρατόπεδο;” Πιο πολύ ένιωσε παρά είδε τον Λαν να νεύει.

“Στο κέντρα του. Η Μουαραίν μπορεί να τον δείξει ακριβώς. Πλησίασα αρκετά κοντά και είδα πως τον φρουρούν”.

“Είναι αιχμάλωτος;” είπε η Νυνάβε. “Γιατί;”

“Δεν ξέρω. Τα Τέκνα δεν θα ενδιαφέρονταν για ένα χωριατόπαιδο, εκτός αν υπήρχε κάτι που να τους κινήσει την περιέργεια. Το Φως ξέρει πως γίνονται καχύποπτοι με το παραμικρό, αλλά πάντως αυτό με ανησυχεί”.

“Πώς θα τον ελευθερώσεις;” Όταν την κοίταξε, μόνο τότε η Νυνάβε συνειδητοποίησε πόση βεβαιότητα ένιωθε μέσα της, πως ο Λαν μπορούσε να μπει ανάμεσα σε διακόσιους άνδρες και να βγει με το αγόρι. Ε, Πρόμαχος είναι. Κάποιες από τις ιστορίες πρέπει να είναι αληθινές.

Αναρωτήθηκε αν γελούσε μαζί της, αλλά η φωνή του ήταν σοβαρή κι ανέκφραστη. “Μπορώ να τον βγάλω, αλλά δεν θα είναι σε κατάσταση για να φύγουμε κρυφά. Αν μας δουν, ίσως βρεθούμε σε σημείο να μας κυνηγούν διακόσιοι Λευκομανδίτες κι εμείς να είμαστε δύο-δύο στα άλογα. Εκτός αν έχουν άλλα να κάνουν και δεν προλάβουν να μας κυνηγήσουν. Είσαι πρόθυμη να το ρισκάρεις;”

“Για να βοηθήσω έναν άνθρωπο του χωριού μου; Βεβαίως! Τι κάνω;”

Εκείνος έδειξε πάλι στο σκοτάδι, πέρα από τις σκηνές. Αυτή τη φορά η Νυνάβε δεν έβλεπε τίποτα εκτός από σκιές. “Τα άλογά τους. Αν κοπούν τα σχοινιά από τους πάσσαλους του φράχτη, όχι τελείως, αλλά έτσι που να σπάσουν όταν η Μουαραίν δημιουργήσει αντιπερισπασμό, τότε οι Λευκομανδίτες θα τρέχουν να βρουν τα άλογά τους και θα αφήσουν εμάς. Υπάρχουν δύο φρουροί σ’ αυτή την πλευρά του στρατοπέδου, πέρα από τους φράχτες, αλλά, αν είσαι καλή έστω και στο μισό απ’ όσο νομίζω, τότε δεν θα σε δουν”.

Εκείνη ξεροκατάπιε. Άλλο ήταν να παραμονεύεις για λαγούς· αλλά φρουρούς, με δόρατα και σπαθιά... Νομίζει λοιπόν πως είμαι καλή, ε; “Θα το κάνω”.

Ο Λαν ένευσε πάλι, σαν να μην περίμενε κάτι λιγότερο. “Κάτι άλλο ακόμα. Κυκλοφορούν λύκοι απόψε. Είδα δύο, κι αν είδα τόσους, μάλλον υπάρχουν πολύ περισσότεροι”. Κοντοστάθηκε και, παρ’ όλο που η φωνή του δεν άλλαξε, της φάνηκε πως ένιωθε μπερδεμένος. “Ήταν σαν να ήθελαν να τους δω. Τέλος πάντων, μην σε ανησυχεί αυτό. Οι λύκοι, συνήθως, αποφεύγουν τους ανθρώπους”.

“Πού να ξέρω εγώ απ’ αυτά”, του είπε γλυκά. “Κοντά σε βοσκούς μεγάλωσα”. Εκείνος μούγκρισε κι αυτή χαμογέλασε μέσα στο σκοτάδι,

“Πάμε τώρα, λοιπόν”, της είπε.

Το χαμόγελό της έσβησε, καθώς κοίταζε το στρατόπεδο που ήταν γεμάτο ενόπλους. Διακόσιοι άνδρες με δόρατα και σπαθιά και... Πριν το ξανασκεφτεί, χαλάρωσε το μαχαίρι στη θήκη του και ξεκίνησε. Η Μουαραίν της έπιασε το μπράτσο, σφίγγοντάς τη γερά, σχεδόν όσο κι ο Λαν.

“Να προσέχεις”, είπε απαλά η Άες Σεντάι, “Όταν κόψεις τα σχοινιά, γύρνα πίσω όσο πιο γρήγορα μπορείς. Είσαι κι εσύ μέρος του Σχήματος και δεν θα σε έβαζα σε κίνδυνο, ούτε εσένα ούτε τους άλλους, αν δεν κινδύνευε τώρα ολόκληρος ο κόσμος”.

Η Νυνάβε έτριψε κρυφά το χέρι της, όταν την άφησε τη Μουαραίν. Δεν ήθελε να δείξει στην Άες Σεντάι πόσο την είχε πονέσει. Αλλά η Μουαραίν αμέσως γύρισε και ξανάρχισε να παρακολουθεί το στρατόπεδο. Και η Νυνάβε ξαφνιάστηκε, συνειδητοποιώντας ότι ο Πρόμαχος είχε χαθεί. Δεν τον είχε ακούσει να φεύγει. Το Φως να τυφλώσει τον άτιμο! Σήκωσε τη φούστα της και την έδεσε ψηλά για να μην εμποδίζονται οι κινήσεις της και χώθηκε βιαστικά στη νύχτα.

Μετά τα πρώτα ορμητικά βήματα, με τα πεσμένα κλαριά να σπάνε κάτω από τα πόδια της, έκανε πιο σιγά, νιώθοντας χαρά που δεν ήταν κανείς εκεί για να τη δει να κοκκινίζει. Ο σκοπός ήταν να προχωρήσει σιωπηλά. Και δεν ανταγωνιζόταν τον Πρόμαχο. Όχι, ε;

Έδιωξε τη σκέψη από το νου της και συγκέντρωσε την προσοχή της στη διαδρομή μέσα στο σκοτεινό δάσος. Δεν ήταν δύσκολος ο δρόμος. Το αχνό φως του φεγγαριού, που ήταν στη χάση του, έφτανε και με το παραπάνω, μετά τα μαθήματα που της είχε κάνει ο πατέρας της. Το έδαφος ήταν γεμάτο απαλές, βατές ανηφόρες και κατηφόρες. Τα δέντρα, όμως, γυμνά και ξερά κόντρα στο νυχτερινό ουρανό, συνεχώς της θύμιζαν ότι αυτό δεν ήταν παιδικό παιχνίδι και οι γογγυσμοί του ανέμου έμοιαζαν πολύ με τους ήχους από τα κέρατα των Τρόλοκ. Τώρα που ήταν μόνη της στο σκοτάδι, θυμήθηκε πως οι λύκοι, που άλλοτε, συνήθως, απέφευγαν τους ανθρώπους, είχαν αλλάξει φέρσιμο αυτό το χειμώνα στους Δύο Ποταμούς.

Ένιωσε ανακούφιση, όταν τελικά ένιωσε την οσμή των αλόγων. Κρατώντας σχεδόν την ανάσα της, έπεσε μπρούμυτα κι άρχισε να σέρνεται αντίθετα από τη φορά του ανέμου, προς τη μυρωδιά.

Έφτασε σχεδόν στους σκοπούς και μετά τους είδε, καθώς έβγαιναν από τη νύχτα κι έρχονταν κατά πάνω της, με τους λευκούς μανδύες τους να πεταρίζουν στον άνεμο, λάμποντας σχεδόν στο φεγγαρόφωτο. Ήταν σαν να κρατούσαν δαυλούς· ακόμα και με το φως των δαυλών δεν θα φαίνονταν καθαρότερα. Η Νυνάβε πάγωσε, προσπάθησε να γίνει ένα με το χώμα, Σχεδόν μπροστά της, ούτε δέκα βήματα παραπέρα, σταμάτησαν, βροντώντας τα πόδια, αντικριστά μεταξύ τους, με τα δόρατα στους ώμους. Λίγο παραπέρα φαίνονταν σκιές, που μάλλον ήταν τα άλογα. Υπήρχε δυνατή μυρωδιά στάβλου, από τα άλογα και την κοπριά.

“Είναι νύχτα κι όλα πάνε καλά”, ανακοίνωσε μια μορφή με λευκό μανδύα. “Το Φως να μας φωτίζει και να μας φυλάει από τη Σκιά”.

“Είναι νύχτα κι όλα πάνε καλά”, αποκρίθηκε η άλλη. “Το Φως να μας φωτίζει και να μας φυλάει από τη Σκιά”.

Μ’ αυτά τα λόγια γύρισαν και χώθηκαν πάλι στο σκοτάδι.

Η Νυνάβε περίμενε, μετρώντας, ενώ εκείνοι έκαναν δυο φορές τη γύρα τους. Κάθε φορά έκαναν την ίδια ώρα και κάθε φορά επαναλάμβαναν την ίδια τυπική φράση, χωρίς να πουν λέξη παραπάνω ή παρακάτω. Δεν έριχναν καν μια ματιά στο πλάι· κοίταζαν ευθεία μπροστά, καθώς προχωρούσαν και συνέχιζαν. Αναρωτήθηκε αν θα την πρόσεχαν, αν σηκωνόταν όρθια.

Πριν η νύχτα καταπιεί για τρίτη φορά τους μανδύες τους, που φτερούγιζαν χλωμοί, η Νυνάβε είχε σηκωθεί και έτρεχε μισοσκυμένη προς τα άλογα. Όταν πλησίασε, έκοψε ταχύτητα για να μην τρομάξει τα ζώα. Οι Λευκομανδίτες σκοποί μπορεί να μην έβλεπαν πέρα από τη μύτη τους, αλλά σίγουρα θα έρχονταν να ερευνήσουν, αν άκουγαν τα άλογα να χρεμετίζουν.

Τα άλογα, που στέκονταν μπροστά στα σχοινιά των πασσάλων —υπήρχαν άλλες σειρές από πίσω― ήταν άμορφοι όγκοι στο σκοτάδι, με τα κεφάλια σκυμμένα. Πού και πού κάποιο ρουθούνιζε, ή χτυπούσε το πόδι κάτω στον ύπνο του, Στο αχνό φεγγαρόφωτο, η Νυνάβε έφτασε σχεδόν στην άκρη των πασσάλων και τότε μόνο τα είδε. Έκανε να πιάσει το σχοινί και μαρμάρωσε, όταν το κοντινότερο άλογο ύψωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Το χαλινάρι ήταν τυλιγμένο χαλαρά γύρω από το χοντρό, σαν δάχτυλο σχοινί, που κατέληγε στον πάσσαλο. Ένα χρεμέτισμα. Η καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο, τόσο δυνατά, που σίγουρα θα την άκουγαν οι σκοποί.

Χωρίς να πάρει το βλέμμα από το άλογο, έκοψε το σχοινί, ψαχουλεύοντας για να καταλάβει πόσο είχε κόψει. Το άλογο ανεβοκατέβασε το κεφάλι του και η ανάσα της πάγωσε. Ένα μόνο χρεμέτισμα.

Τα δάχτυλά της ένιωσαν ότι απέμεναν λίγες μόνο κλωστές του καννάβινου σχοινιού. Πήγε σιγά στο άλλο σχοινί, παρακολουθώντας το άλογο, μέχρι που στο τέλος δεν ήξερε να πει αν την κοίταζε ή όχι, κατόπιν ανάσανε βαθιά. Σκέφτηκε πως, αν ήταν όλα έτσι, μάλλον δεν θα άντεχε.

Στο επόμενο σχοινί όμως και στο άλλο και στο παράλλο, τα άλογα δεν ξύπνησαν, ακόμα και όταν έκοψε το δάχτυλό της και έβγαλε μια κραυγούλα πριν κλείσει το στόμα. Ρούφηξε την πληγή και κοίταξε επιφυλακτικά πίσω της το δρόμο απ’ όπου είχε έρθει. Δεν άκουγε πια τους σκοπούς να ανταλλάσσουν τις φράσεις τους, μιας και ο αέρας φυσούσε προς αυτούς, αλλά θα μπορούσαν να την είχαν ακούσει, αν βρίσκονταν στο κατάλληλο μέρος. Αν έρχονταν να δουν τι ήταν αυτός ο θόρυβος, ο άνεμος θα την εμπόδιζε να τους ακούσει πριν φτάσουν κοντά της. Ώρα να φεύγω. Δεν θα μπορέσουν να μας κυνηγήσουν, αφού τα τέσσερα στα πέντε άλογά τους θα το σκάσουν.

Αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Φαντάστηκε τα μάτια του Λαν, όταν θα την άκουγε να λέει τι είχε κάνει. Δεν θα την κατηγορούσαν η λογική της ήταν αψεγάδιαστη και ο Λαν δεν θα περίμενε τίποτα παραπάνω απ’ αυτήν, Ήταν Σοφία, όχι ένας σπουδαίος και ανίκητος Πρόμαχος, που μπορούσε να γίνει σχεδόν αόρατος. Έσφιξε τα δόντια και πλησίασε το τελευταίο σχοινί. Το πρώτο άλογο εκεί ήταν η Μπέλα.

Δεν υπήρχε περίπτωση να μπερδέψει την κοντόχοντρη, δασύτριχη μορφή με άλλη. Το να υπάρχει άλλο άλογο σαν κι αυτό, εδώ, τώρα, θα παραήταν μεγάλη σύμπτωση. Χάρηκε που δεν είχε παρατήσει το τελευταίο χαλινάρι. Τόσο έτρεμαν τα χέρια και τα πόδια της, που φοβόταν να πιάσει το σχοινί του πασσάλου, αλλά το μυαλό της ήταν καθαρό, σαν το Νερό της Οινοπηγής. Όποιο κι αν ήταν το αγόρι στο στρατόπεδο, εδώ βρισκόταν και η Εγκουέν. Κι αν έφευγαν καβάλα δυο-δυο στα άλογα, κάποια Τέκνα θα τους έπιαναν, όσο κι αν σκόρπιζαν τα άλογα και κάποιοι από την ομάδα τους θα σκοτώνονταν. Ήταν τόσο σίγουρη γι’ αυτό, όσο κι όταν άκουγε τον άνεμο. Ένιωσε μια σουβλιά φόβου στην κοιλιά της, φόβο για το πώς ήταν τόσο σίγουρη. Αυτό δεν είχε να κάνει με τον καιρό ή με τα σπαρτά, ή με τις αρρώστιες. Γιατί μου είπε η Μουαραίν ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω τη Δύναμη; Γιατί δεν μ’ άφηνε στην ησυχία μου;

Κατά παράξενο τρόπο, ο φόβος βοήθησε το τρέμουλο να καταλαγιάσει. Με χέρια σταθερά, σαν να έτριβε βότανα στο σπίτι της, έκοψε το σχοινί του πασσάλου όπως και τα άλλα. Ξανάχωσε το μαχαίρι στη θήκη του και έλυσε το χαλινάρι της Μπέλας. Η δασύτριχη φοράδα ξύπνησε ξαφνιασμένη, τίναξε το κεφάλι, μα η Νυνάβε της χάιδεψε τη μύτη και μίλησε απαλά με λόγια παρηγοριάς στο αυτί της. Η Μπέλα ρουθούνισε και φάνηκε ικανοποιημένη.

Κι άλλα άλογα σε κείνο το σχοινί είχαν ξυπνήσει και την κοιτούσαν. Θυμήθηκε τον Μαντάρμπ και άπλωσε διστακτικά το χέρι στο επόμενο χαλινάρι, αλλά εκείνο το άλογο δεν είχε αντίρρηση για το ξένο χέρι. Και μάλιστα φάνηκε να θέλει κι αυτό ένα χάδι στη μουσούδα, σαν την Μπέλα. Η Νυνάβε άρπαξε σφιχτά το χαλινάρι της Μπέλας και τύλιξε το άλλο στον άλλο καρπό της, ενώ συνεχώς παρακολουθούσε το στρατόπεδο με νευρικότητα. Οι άσπρες σκηνές απείχαν μόνο τριάντα μέτρα και μπορούσε να δει άνδρες να κινούνται μέσα τους. Αν πρόσεχαν τα άλογα που σάλευαν και έρχονταν να δουν γιατί...

Ευχήθηκε απεγνωσμένα να μην την περίμενε η Μουαραίν να επιστρέψει. Ό,τι κι αν έκανε η Άες Σεντάι, ας το έκανε τώρα. Φως μου, βάλε την να το κάνει τώρα, πριν...

Ξαφνικά, μια αστραπή φώτισε τη νύχτα ψηλά πάνω της, διαλύοντας για μια στιγμή το σκοτάδι. Μια βροντή χτύπησε τα αυτιά της, τόσο δυνατά, που της φάνηκε πως τα γόνατά της θα λύγιζαν και μια κοφτερή τρίαινα κάρφωσε το έδαφος, μόλις πιο πέρα από τα άλογα, τινάζοντας ψηλά χώμα και πέτρες, σαν σιντριβάνι. Ο πάταγος της σχισμένης γης πάλεψε με το βρόντο του κεραυνού. Τα άλογα τρελάθηκαν κι ορθώθηκαν ουρλιάζοντας· τα σχοινιά των πάσσαλων έσπασαν σαν κλωστές εκεί που τα είχε κόψει η Νυνάβε, Αλλος ένας κεραυνός έκοψε τον ουρανό, πριν σβήσει η εικόνα του πρώτου.

Η Νυνάβε δεν είχε καιρό για πανηγυρισμούς. Με τον πρώτο κρότο η Μπέλα τινάχτηκε προς μια μεριά, ενώ το άλλο άλογο ορθώθηκε προς την αντίθετη. Της φάνηκε σαν να της ξερίζωναν τα χέρια. Για ένα ατέλειωτο λεπτό έμεινε κρεμασμένη ανάμεσα στα άλογα, με τα πόδια να πάνω από το έδαφος, με την κραυγή της να πνίγεται στη δεύτερη βροντή. Ο κεραυνός ξαναχτύπησε και άλλη μια φορά και ακόμα μία, μ’ ένα συνεχές, μανιασμένο μουγκρητό από τον ουρανό. Τα άλογα, μην μπορώντας να πάνε εκεί που ήθελαν, γύρισαν πίσω, αφήνοντας την να πέσει. Θα ήθελε να ξαπλώσει κάτω και να τρίψει τα βασανισμένα χέρια της, αλλά δεν υπήρχε χρόνος. Η Μπέλα και το άλλο άλογο ήταν πλάι της, με μόνο το ασπράδι να φαίνεται στα μάτια τους, απειλώντας να τη ρίξουν και να την ποδοπατήσουν. Κατάφερε, κάπως, να σηκώσει τα χέρια, άρπαξε τη χαίτη της Μπέλας, ανέβηκε στη ράχη της φοράδας που τιναζόταν. Το άλλο χαλινάρι ήταν ακόμα γύρω από τον καρπό της και της έκοβε τη σάρκα.

Το στόμα της άνοιξε μόνο του, όταν πέρασε γρυλίζοντας από δίπλα της μια μακριά, γκρίζα σκιά, που έμοιαζε να αγνοεί την ίδια και τα άλογα που είχε μαζί της, αλλά ανοιγόκλεινε τα δόντια μπροστά στα παλαβωμένα ζώα, που έτρεχαν τώρα προς κάθε κατεύθυνση. Και μια δεύτερη σκιά θανάτου την ακολούθησε από κοντά. Η Νυνάβε θέλησε πάλι να τσιρίξει, αλλά τίποτα δεν βγήκε από μέσα της. Λύκοι! Το Φως να μας βοηθήσει! Τι κάνει η Μουαραίν;

Έχωσε τις φτέρνες στα πλευρά της Μπέλας, μα ήταν περιττό. Η φοράδα έτρεξε και το άλλο ζώο μετά χαράς την ακολούθησε. Οπουδήποτε, αρκεί να μπορούσαν τρέξουν, αρκεί να ξέφευγαν από τη φωτιά του ουρανού, που σκότωνε τη νύχτα.

Загрузка...