Ο άνεμος έκανε το μανδύα του Λαν να πεταρίζει, έτσι που, μερικές φορές, ο Πρόμαχος ήταν σχεδόν αόρατος, ακόμα και στο φως του ήλιου. Ο Άρχοντας Άγκελμαρ είχε στείλει τον Ίνγκταρ με εκατό λογχοφόρους να τους συνοδεύσουν, για την περίπτωση που συναντούσαν ορδή των Τρόλοκ· ήταν λαμπρό θέαμα με τις πανοπλίες τους και τις κόκκινες φιλάνδρες τους και τα αρματωμένα με ατσάλι άλογά τους, καθώς σχημάτιζαν δύο φάλαγγες, με την Γκρίζα Κουκουβάγια στο λάβαρο του Ίνγκταρ να τους οδηγεί. Ήταν επιβλητικοί όσο και εκατό Φρουροί της Βασίλισσας, αλλά αυτό που κοίταζε με προσοχή ο Ραντ ήταν οι πύργοι, που μόλις είχαν φανεί. Όλο το πρωί έβλεπε τους Σιναρανούς λογχοφόρους.
Κάθε πύργος στεκόταν ψηλός και γεροφτιαγμένος πάνω σε λόφο, μισό μίλι απόσταση από τον γειτονικό του. Κι άλλοι ορθώνονταν στα ανατολικά και τα δυτικά και υπήρχαν άλλοι ακόμα πιο πέρα. Μια πλατιά, περιτειχισμένη ράμπα ανηφόριζε ελικοειδώς τον κάθε πέτρινο κορμό και, όταν έφτανε στις βαριές θύρες στα μισά του πύργου, είχε κάνει έναν ολόκληρο κύκλο κάτω από την κορυφή με τις επάλξεις της. Αν η φρουρά έκανε έξοδο, θα προστατεύονταν από τον τοίχο ώσπου να φτάσουν στο έδαφος, ενώ οι εχθροί, που θα προσπαθούσαν να ανεβούν ως την πύλη, θα σκαρφάλωναν κάτω από τη βροχή των βελών και των πετρών και του καυτού λαδιού από τα καζάνια που έστεκαν στις ζεματίστρες, οι οποίες έγερναν προς τα έξω. Ένας μεγάλος ατσάλινος καθρέφτης, προσεκτικά γυρισμένος προς τα κάτω, μακριά από τον ήλιο, γυάλιζε πάνω σε κάθε πύργο, βαλμένος κάτω από το ψηλό σιδερένιο δοχείο όπου μπορούσαν να ανάψουν φωτιά για σήματα, όταν δεν έλαμπε ο ήλιος. Το σήμα θα στελνόταν σε πύργους πιο μακριά από τη Μάστιγα και από εκείνους σε άλλους κι έτσι θα αναμεταδιδόταν στα οχυρά της ενδοχώρας, απ’ όπου θα έρχονταν οι λογχοφόροι για να απωθήσουν τους επιδρομείς. Σε φυσιολογικούς καιρούς, θα τους απωθούσαν.
Από τις κορυφές των δύο κοντινότερων πύργων οι άνδρες τους παρακολουθούσαν που πλησίαζαν. Ήταν λίγοι μόνο στον καθένα και κοίταζαν με περιέργεια από τις πολεμίστρες. Ακόμα και υπό τις καλύτερες συνθήκες, οι πύργοι ήταν επανδρωμένοι μόνο όσο χρειαζόταν για να μπορούν να αμυνθούν και για την επιβίωσή τους βασίζονταν περισσότερο στους πέτρινους τοίχους παρά στα δυνατά μπράτσα, αλλά τώρα όσο το δυνατόν περισσότεροι άνδρες είχαν σταλεί στο Πέρασμα του Τάργουιν. Η πτώση των πύργων δεν θα είχε σημασία, αν οι λογχοφόροι δεν κρατούσαν το Πέρασμα.
Ο Ραντ ανατρίχιασε καθώς περνούσαν ανάμεσα στους πύργους. Ήταν σαν να είχε προχωρήσα μέσα από τοίχο κρύου αέρα. Αυτή ήταν η Μάστιγα. Η γη πιο πέρα δεν φαινόταν διαφορετική από της Σίναρ, αλλά εκεί έξω, κάπου πέρα από τα άφυλλα δέντρα, ήταν η Μάστιγα.
Ο Ίνγκταρ σήκωσε την ατσάλινη γροθιά του για να σταματήσει τους λογχοφόρους μπροστά σε μια απλή πέτρινη στήλη μπροστά στους πύργους. Το σημάδι των συνόρων, που έδειχνε το όριο ανάμεσα στο Σίναρ και στη γη που κάποτε ήταν η Μαλκίρ. “Με συγχωρείς, Μουαραίν Άες Σεντάι. Με συγχωρείς, Ντάι Σαν. Με συγχωρείς, Κατασκευαστή. Ο Άρχοντας Άγκελμαρ με διέταξε να μην προχωρήσω άλλο”. Φαινόταν δυσαρεστημένος μ’ αυτό, απογοητευμένος από τη ζωή γενικότερα.
“Είναι όπως το σχεδιάσαμε ο Άρχοντας Άγκελμαρ κι εγώ”, είπε η Μουαραίν.
Ο Ίνγκταρ γρύλισε ξινά. “Με συγχωρείς, Άες Σεντάι”, είπε, χωρίς να δείχνει ότι το εννοούσε. “Το να σας συνοδεύσω εδώ σημαίνει ότι ίσως δεν φτάσουμε στο Πέρασμα του Τάργουιν πριν το τέλος της μάχης. Μου κλέβουν την ευκαιρία να σταθώ στο πλάι των άλλων και, την ίδια στιγμή, με διατάζουν να μην κάνω βήμα πέρα από το σημάδι των συνόρων, λες και δεν ξαναβρέθηκα στη Μάστιγα. Και ο Άρχοντάς μου ο Άγκελμαρ δεν μου λέει γιατί”. Πίσω από το κλουβί της προσωπίδας του, τα μάτια του έκαναν την τελευταία λέξη ερώτηση προς την Άες Σεντάι. Αρνήθηκε περιφρονητικά να κοιτάξει τον Ραντ και τους άλλους· είχε μάθει ότι θα συνό8ευαν τον Λαν στη Μάστιγα.
“Μπορεί να πάρει τη θέση μου”, μουρμούρισε ο Ματ στον Ραντ. Ο Λαν κοίταξε και τους δύο αυστηρά. Ο Ματ χαμήλωσε το βλέμμα, κοκκινίζοντας.
“Όλοι έχουμε το ρόλο μας στο Σχήμα, Ίνγκταρ”, είπε σταθερά η Μουαραίν. “Από δω πρέπει να υφάνουμε το δικό μας μόνοι μας”.
Ο Ίνγκταρ υποκλίθηκε πιο δύσκολα απ’ όσο συνήθως κι όχι γιατί τον εμπόδιζε η στολή. Όπως επιθυμείς, Άες Σεντάι. Πρέπει να φύγω τώρα και να καλπάσω γοργά για να φτάσω στο Πέρασμα του Τάργουιν. Τουλάχιστον εκεί θα μου... επιτρέψουν... να αντιμετωπίσω τους Τρόλοκ”.
“Στ’ αλήθεια ανυπομονείς τόσο πολύ;” ρώτησε η Νυνάβε. “Να πολεμήσεις Τρόλοκ;”
Ο Ίνγκταρ την κοίταξε σαστισμένος κι έπειτα έριξε μια ματιά στον Λαν, σαν να περίμενε ότι θα της εξηγούσε ο Πρόμαχος. “Αυτό κάνω, Αρχόντισσα”, είπε αργά. “Γι’ αυτό είμαι αυτός που είμαι”. Σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι του στον Λαν, με την ανοιχτή παλάμη στραμμένη προς τον Πρόμαχο. “Σουράβυε νίντο μανσίμα ταϊσίτε, Ντάι Σαν. Η Ειρήνη να τιμά το σπαθί σου”. Ο Ίνγκταρ γύρισε το άλογό του και ξεκίνησε προς τα ανατολικά μαζί με τον σημαιοφόρο του και τους εκατό λογχοφόρους του. Προχωρούσαν με ήρεμο αλλά σταθερό ρυθμό, όσο μπορούσαν να τρέξουν τα αρματωμένα άλογά τους για τη μεγάλη απόσταση που είχαν μπροστά.
“Τι παράξενο είναι αυτό που λένε”, είπε η Εγκουέν. “Γιατί το λένε έτσι; Ειρήνη”.
“Όταν δεν έχεις γνωρίσει κάτι, παρά μόνο στα όνειρά σου”, απάντησε ο Λαν, χτυπώντας με τη μπότα τον Μαντάρμπ για να πάει μπροστά, “γίνεται κάτι παραπάνω από φυλαχτό”.
Καθώς ο Ραντ ακολουθούσε τον Πρόμαχο πέρα από το πέτρινο σημάδι των συνόρων, γύρισε στη σέλα για να κοιτάξει πίσω και είδε τον Ίνγκταρ και τους λογχοφόρους να χάνονται πίσω από γυμνά δέντρα και το σημάδι να εξαφανίζεται και στο τέλος του ορίζοντα είδε τους πύργους στους λόφους τους, που κοίταζαν πάνω από τα δέντρα. Σύντομα βρέθηκαν μόνοι, προχωρώντας βόρεια κάτω από την άφυλλη κανόπη του δάσους. Ο Ραντ βυθίστηκε στη σιωπή κοιτάζοντας γύρω του και, για αλλαγή, ακόμα και ο Ματ δεν είχε τίποτα να πει.
Εκείνο το πρωί οι πύλες του Φαλ Ντάρα είχαν ανοίξει με την αυγή. Ο Άρχοντας Αγκελμαρ, φορώντας πανοπλία και κράνος σαν τους στρατιώτες του, ξεκίνησε με το λάβαρο του Μαύρου Γερακιού και τις Τρεις Αλεπούδες από την Ανατολική Πύλη προς τον ήλιο, που ακόμα ήταν μια κόκκινη παρωνυχίδα πάνω από τα δέντρα. Κυματίζοντας, σαν ατσάλινο φίδι στο ρυθμό των έφιππων τυμπανιστών, η φάλαγγα βγήκε από την πόλη με ζυγούς των τεσσάρων ανδρών και το κεφάλι του φιδιού με τον Άγκελμαρ κρύφτηκε στο δάσος, ενώ η ουρά του ήταν ακόμα στο κάστρο του Φαλ Ντάρα. Δεν ακούγονταν επευφημίες στους δρόμους για να τους εμψυχώσουν, μόνο τα τύμπανά τους και οι φιλάνδρες που καμτσίκωναν τον άνεμο, αλλά τα μάτια των στρατιωτών κοίταζαν αποφασισμένα τον ανατέλλοντα ήλιο. Στα ανατολικά θα ενώνονταν με άλλα ατσάλινα ερπετά, από το Φαλ Μόραν, πίσω από τον ίδιο τον Βασιλιά Ήζαρ με τους γιους του στο πλευρό του και από το Άνκορ Ντάιλ, που κρατούσε τα Ανατολικά Σύνορα και φύλαγε τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου· από το Μος Σιράρε και το Φαλ Σάιον και το Κάμρον Καάν και όλα τα άλλα οχυρά του Σίναρ, μεγάλα και μικρά. Φτιάχνοντας ένα μεγαλύτερο ερπετό, θα έστριβαν προς το βορρά, προς το Πέρασμα του Τάργουιν.
Μια άλλη έξοδος είχε αρχίσει την ίδια ώρα, από την Πύλη του Βασιλιά, που έβγαζε στο δρόμο του Φαλ Μόραν. Κάρα και άμαξες, άνθρωποι καβάλα και άνθρωποι πεζοί, που οδηγούσαν τα ζώα τους, που κουβαλούσαν τα παιδιά στην πλάτη τους, με πρόσωπα σκοτεινά σαν τις πρωινές σκιές. Η απροθυμία τους να αφήσουν τα σπίτια τους, πιθανόν για πάντα, βράδυνε τα βήματά τους, αλλά ο φόβος αυτού που τους περίμενε τους παρακινούσε να κάνουν γρήγορα κι έτσι προχωρούσαν σπασμωδικά, έσερναν τα πόδια και μετά έτρεχαν για λίγα μέτρα, μόνο και μόνο για να ξανασταματήσουν και να συνεχίσουν από την αρχή να σέρνουν τα πόδια στη σκόνη.
Μερικοί έξω από την πόλη κοντοστέκονταν για να δουν την πάνοπλη γραμμή των στρατιωτών που χωνόταν στο δάσος. Σε μερικά μάτια έλαμπε η ελπίδα και κάποιοι μουρμούριζαν προσευχές, προσευχές για τους στρατιώτες, για τον εαυτό τους, πριν στρίψουν πάλι νότια με βαρύ βήμα.
Η πιο μικρή φάλαγγα έβγαινε από την Πύλη της Μαλκίρ. Πίσω ήταν μερικοί που θα έμεναν, στρατιώτες και μερικοί ηλικιωμένοι, που οι γυναίκες τους είχαν πεθάνει και τα παιδιά τους ακολουθούσαν τον αργό δρόμο προς το νότο. Μια τελευταία χούφτα, έτσι ώστε ό,τι κι αν συνέβαινε στο Πέρασμα του Τάργουιν, το Φαλ Ντάρα δεν θα έπεφτε ανυπεράσπιστο. Μπροστά ήταν η Γκρίζα Κουκουβάγια του Ίνγκταρ, αλλά στο βορρά τους οδηγούσε η Μουαραίν. Ήταν η πιο σημαντική φάλαγγα και η πιο απελπισμένη.
Ταξίδευαν μια ώρα από τη στιγμή που είχαν περάσει το σημάδι των συνόρων και τίποτα δεν είχε αλλάξει στη γη και στο δάσος γύρω τους. Ο Πρόμαχος τους είχε βάλει να προχωρούν με γοργό βήμα, όσο μπορούσαν να αντέξουν τα άλογα, όμως ο Ραντ αναρωτιόταν πότε θα έφταναν στη Μάστιγα. Οι λόφοι ψήλωσαν λιγάκι, αλλά τα δέντρα και τα αναρριχητικά και η χαμηλή βλάστηση ήταν όπως και στη Σίναρ, τα πάντα γκρίζα και άφυλλα. Αρχισε να ζεσταίνεται, τόσο που ακούμπησε το μανδύα του στο μπροστάρι της σέλας.
“Είναι ο καλύτερος καιρός που είχαμε φέτος”, είπε η Εγκουέν, βγάζοντας κι αυτή το μανδύα της.
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι της και έσμιξε τα φρύδια, σαν να άκουγε τον αέρα. “Έχει κάτι λάθος”.
Ο Ραντ ένευσε. Κι αυτός το ένιωθε, αν και δεν ήξερε τι ακριβώς ένιωθε. Το λάθος δεν ήταν που για πρώτη φορά φέτος ένιωθε ζέστη· ήταν κάτι παραπάνω από το απλό γεγονός ότι δεν έπρεπε να κάνει τέτοια ζέστη τόσο βόρεια. Πρέπει να ήταν η Μάστιγα, μα η γη ήταν ίδια.
Ο ήλιος σκαρφάλωσε ψηλά, μια κόκκινη μπάλα που δεν μπορούσε να δίνει τόση ζέστη, έστω και με ανέφελο ουρανό. Λίγο αργότερα ο Ραντ ξεκούμπωσε το παλτό του. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του.
Δεν ήταν ο μόνος. Κι ο Ματ έβγαλε το παλτό του, δείχνοντας φανερά το χρυσό εγχειρίδιο με το ρουμπίνι και σκούπισε το πρόσωπό του με την άκρη του κασκόλ του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και ξανατύλιξε το κασκόλ πάνω από τα μάτια του. Η Νυνάβε και η Εγκουέν έκαναν αέρα· κάθονταν καμπουριασμένες στα άλογα, σαν να μαραίνονταν. Ο Λόιαλ άνοιξε την τουνίκα του με το ψηλό κολάρο, όπως και το πουκάμισό του· ο Ογκιρανός είχε μια στενή λωρίδα τριχών ψηλά στη μέση του στήθους του, πυκνές σαν γούνα. Ζήτησε, μουρμουρίζοντας, συγνώμη απ’ όλους.
“Πρέπει να με συγχωρήσετε. Το Στέντιγκ Σανγκτάι είναι στα βουνά και κάνει δροσιά”. Τα πλατιά ρουθούνια του ανοιγόκλειναν, ρουφώντας αέρα, που λεπτό με το λεπτό γινόταν όλο και πιο ζεστός. “Δεν μου αρέσει αυτή η ζέστη και η υγρασία”.
Ο Ραντ κατάλαβε ότι πραγματικά υπήρχε υγρασία. Ήταν σαν το Βαλτοτόπι το κατακαλόκαιρο, στους Δύο Ποταμούς. Σε κείνο το βάλτο ανάσαινες σαν να ήσουν τυλιγμένος με μάλλινη κουβέρτα μουσκεμένη με ζεστό νερό. Εδώ το έδαφος δεν ήταν υγρό —υπήρχαν μόνο μερικές λιμνούλες και ρυάκια, που φάνταζαν σταγόνες σε κάποιον που είχε συνηθίσει το Νεροδάσος— αλλά ο αέρας ήταν όπως στο Βαλτοτόπι. Μόνο ο Πέριν, που φορούσε ακόμα το παλτό του, ανάσαινε εύκολα. Ο Πέριν και ο Πρόμαχος.
Υπήρχαν τώρα μερικά φύλλα σε φυτά που δεν ήταν αειθαλή. Ο Ραντ άπλωσε το χέρι να αγγίξει ένα κλαράκι και σταμάτησε λίγο πριν πιάσει τα φύλλα. Τα καινούργια βλαστάρια είχαν αρρωστημένες κίτρινες πιτσιλιές σε κόκκινο φόντο και μαύρα στίγματα, σαν κάποια αρρώστια.
“Σας είπα να μην αγγίξετε τίποτα”. Η φωνή του Πρόμαχου ήταν ανέκφραστη. Ακόμα φορούσε το μανδύα που άλλαζε χρώματα, σαν να μην τον άγγιζε η ζέστη ή το κρύο· το γεμάτο σκληρές γωνίες πρόσωπό του σχεδόν έμοιαζε να αιωρείται χωρίς κορμό πάνω από τη ράχη του Μαντάρμπ. “Στη Μάστιγα τα λουλούδια μπορούν να σε σκοτώσουν και τα φύλλα να σε σακατέψουν. Υπάρχει ένα πραγματάκι που λέγεται Κλωνί, που του αρέσει να κρύβεται εκεί που τα φύλλα είναι πιο πυκνά, μοιάζοντας με τ’ όνομά του, περιμένοντας κάτι να το αγγίξει. Όταν κάτι το αγγίξει, δαγκώνει. Όχι με δηλητήριο. Ο χυμός αρχίζει να χωνεύει το λεία του Κλωνιού. Το μόνο που μπορεί να σε σώσει είναι να κόψεις το χέρι ή το πόδι που είναι η δαγκωματιά. Αλλά το Κλωνί δεν σε δαγκώνει, παρά μόνο αν το αγγίξεις. Αντίθετα από άλλα πράγματα στη Μάστιγα”.
Ο Ραντ τράβηξε απότομα το χέρι του, αφήνοντας τα φύλλα απείραχτα, σκουπίζοντάς το στο παντελόνι του.
“Είμαστε λοιπόν στη Μάστιγα;” είπε ο Πέριν. Κατά παράξενο τρόπο, δεν φαινόταν φοβισμένος.
“Στα όριά της”, είπε βλοσυρά ο Λαν. Το άλογό του συνέχισε το δρόμο του και ο Πρόμαχος μίλησε πάνω από τον ώμο του. “Η πραγματική Μάστιγα είναι ακόμα μπροστά. Υπάρχουν πράγματα στη Μάστιγα που κυνηγούν με τον ήχο και ίσως μερικά να κατέβηκαν κατά τύχη ως εδώ. Μερικές φορές περνούν τα Όρη του Χαμού. Είναι πολύ χειρότερα από τα Κλωνιά. Κάντε ησυχία και μην καθυστερείτε, αν αγαπάτε τη ζωή σας”. Συνέχισε να τους οδηγεί με γοργό ρυθμό, χωρίς να περιμένει απάντηση.
Μίλι το μίλι, η σήψη της Μάστιγας γινόταν όλο και πιο εμφανής. Υπήρχαν περισσότερα φύλλα στα δέντρα, αλλά ήταν γεμάτα κίτρινους και μαύρους λεκέδες και στίγματα, με κατακόκκινες ραβδώσεις, σαν φαρμακωμένο αίμα. Όλα τα φύλλα και τα αναρριχητικά έμοιαζαν πρησμένα, έτοιμα να σκάσουν μ’ ένα άγγιγμα. Από τα δέντρα και τα χορτάρια κρέμονταν λουλούδια, σε μια παρωδία άνοιξης, σαρκώδη και με αρρωστημένο ασπροκίτρινο χρώμα, κερένια πράγματα, που έμοιαζαν να σαπίζουν μπροστά στο βλέμμα του Ραντ. Όταν ανάσανε από τη μύτη, η γλυκερή δυσοσμία της σαπίλας, βαριά και πυκνή, τον έκανε να αναγουλιάσει· κι όταν προσπάθησε να ανασάνει από το στόμα, στραβοκατάπιε και παραλίγο θα πνιγόταν. Ο αέρας είχε γεύση χαλασμένου κρέατος. Οι οπλές των αλόγων έκαναν έναν απαλό πλατσουριστό ήχο, καθώς σάπια, παραγινωμένα πράγματα άνοιγαν με το πάτημά τους.
Ο Ματ έγειρε από τη σέλα και έκανε εμετό, ώσπου άδειασε το στομάχι του. Ο Ραντ αναζήτησε το κενό, αλλά η γαλήνη δεν τον βοηθούσε μ’ αυτή την καυτή χολή που ανέβαινε ως το στόμα του. Ο Ματ ξαναπροσπάθησε να κάνει εμετό ένα μίλι αργότερα, παρά το άδειο στομάχι του και δεν έβγαλε τίποτα, αλλά ύστερα το ξαναδοκίμασε. Η Εγκουέν έδειχνε κι αυτή να θέλει να κάνει εμετό, καταπίνοντας συνεχώς· το πρόσωπο της Νυνάβε ήταν χλωμό και αποφασισμένο, το στόμα της σφιγμένο και το βλέμμα της καρφωμένο στην πλάτη της Μουαραίν. Η Σοφία δεν θα παραδεχόταν ότι ένιωθε άρρωστη, αν δεν το παραδεχόταν πρώτη η Άες Σεντάι, αλλά του Ραντ του φαινόταν ότι αυτό δεν θα αργούσε. Τα μάτια της Μουαραίν ήταν τραβηγμένα και τα χείλη της χλωμά.
Παρά τη ζέστη και την υγρασία, ο Λόιαλ τύλιξε το κασκόλ του γύρω από τη μύτη και το στόμα του. Όταν αντάμωσε το βλέμμα του Ραντ, η οργή και η αηδία του Ογκιρανού ήταν ολοφάνερες στα μάτια του. “Είχα ακούσει—” άρχισε να λέει, με φωνή πνιγμένη πίσω από το μάλλινο ύφασμα και μετά σταμάτησε για να ξεροβήξει με μια γκριμάτσα. “Φτου! Έχει γεύση σαν... Φτου! Είχα ακούσει και διαβάσει για τη Μάστιγα, αλλά τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει...” Η χειρονομία του, κατά κάποιον τρόπο, συμπεριέλαβε και τη μυρωδιά όμως και τη βλάστηση που αρρώσταινε το βλέμμα. “Μα να το κάνει αυτό στα δέντρα, έστω κι αν είναι ο Σκοτεινός! Φτου!”
Ο Πρόμαχος είχε μείνει ανέγγιχτος, φυσικά, τουλάχιστον απ’ ό,τι έβλεπε ο Ραντ, αλλά, προς έκπληξη του, το ίδιο συνέβαινε και με τον Πέριν. Ή, μάλλον, όλα αυτά δεν τον άγγιζαν όπως τους υπόλοιπους. Ο μεγαλόσωμος νεαρός αγριοκοίταζε το φαύλο δάσος απ’ όπου περνούσαν, σαν να έβλεπε εχθρό, ή το λάβαρο εχθρού. Χάιδευε το τσεκούρι στη μέση του, σαν να μην αντιλαμβανόταν τι έκανε και μουρμούριζε μόνος του, σχεδόν γρυλίζοντας, με τρόπο που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του Ραντ να σηκωθούν όρθιες. Ακόμα και στο δυνατό φως του ήλιου, τα μάτια του έλαμπαν, χρυσά και λυσσασμένα.
Όταν ο κατακόκκινος ήλιος άρχισε να χαμηλώνει, η ζέστη δεν υποχώρησε. Στο βάθος, προς το βορρά, υψώθηκαν βουνά, ψηλότερα από τα Όρη της Ομίχλης, κατάμαυρα κόντρα στον ουρανό. Μερικές φορές ένας παγερός άνεμος από τις κοφτερές κορφές φυσούσε δυνατά και έφτανε στην ομάδα τους. Η πνιγηρή υγρασία απορροφούσε την περισσότερη ψύχρα του βουνού, αυτό όμως που απέμενε ήταν σαν χειμωνιάτικο ψύχος, σε σύγκριση με την ασφυκτική θέρμη που υπήρχε πριν, έστω και για μια στιγμή. Ο ιδρώτας στο μέτωπο του Ραντ έμοιαζε να γίνεται χάντρες από πάγο· καθώς ο άνεμος έσβηνε, οι χάντρες έλιωναν πάλι και κυλούσαν με θυμωμένα ποτάμια στα μάγουλά του και η πηχτή ζέστη ξαναγυρνούσε, μοιάζοντας χειρότερη από πριν. Τη στιγμή που ο άνεμος τους αγκάλιαζε, παρέσυρε μακριά τη δυσωδία, αλλά ο Ραντ θα άντεχε και χωρίς αυτό. Το κρύο είχε την παγωνιά του τάφου και έφερνε μαζί του τη χωμάτινη οσμή κλεισούρας ενός παλιού τάφου, που μόλις τον είχαν ξανανοίξει.
“Δεν μπορούμε να φτάσουμε στα βουνά πριν νυχτώσει”, είπε ο Λαν, “και είναι επικίνδυνο να κινείται κανείς τη νύχτα, ακόμα κι αν είναι ένας Πρόμαχος μόνος του”.
“Υπάρχει ένα μέρος εδώ κοντά”, είπε η Μουαραίν. “Θα είναι καλός οιωνός να στρατοπεδεύσουμε εκεί”.
Ο Πρόμαχος την κοίταξε ανέκφραστα κι έπειτα ένευσε απρόθυμα. “Ναι. Κάπου πρέπει να κατασκηνώσουμε. Ας είναι εκεί”.
“Ο Οφθαλμός του Κόσμου ήταν πέρα από τα ψηλά περάσματα όταν τον βρήκα”, είπε η Μουαραίν. “Καλύτερα να διασχίσουμε τα Όρη του Χαμού με το φως της μέρας, το καταμεσήμερο, όταν οι δυνάμεις του Σκοτεινού σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ασθενέστερες”.
“Μιλάς σαν να μην είναι ο Οφθαλμός πάντα στο ίδιο μέρος”. Η Εγκουέν είχε μιλήσει στην Άες Σεντάι, αλλά απάντησε ο Λόιαλ.
“Δεν υπάρχουν δύο Ογκιρανοί που να το έχουν βρει ακριβώς στο ίδιο μέρος. Ο θαλερός μοιάζει να βρίσκεται όταν κάποιος έχει ανάγκη. Αλλά πάντα είναι πέρα από τα ψηλά περάσματα. Είναι επικίνδυνα κι εκεί τριγυρνούν πλάσματα του Σκοτεινού”.
“Ας φτάσουμε πρώτα στα περάσματα και μετά ανησυχούμε γι’ αυτά”, είπε ο Λαν. “Αύριο θα είμαστε πραγματικά στη Μάστιγα”.
Ο Ραντ κοίταξε το δάσος γύρω του, μ’ όλα τα φύλλα και τα λουλούδια αρρωστημένα, μ’ όλα τα αναρριχητικά να σαπίζουν την ίδια στιγμή που φύτρωναν και, άθελά του, τρεμούλιασε. Αν δεν είναι αυτή η πραγματική Μάστιγα, ποια είναι;
Ο Λαν τους έστρεψε προς τα δυτικά, υπό γωνία με τον ήλιο που έδυε. Ο Πρόμαχος κρατούσε το ρυθμό που είχε από πριν, αλλά τώρα το σφίξιμο των ώμων του έδειχνε απροθυμία.
Ο ήλιος ήταν μια βυθισμένη κόκκινη μπάλα, που μόλις άγγιζε τις δεντροκορφές, όταν πέρασαν τη ράχη ενός λόφου και ο Πρόμαχος τράβηξε τα γκέμια. Πιο πέρα, προς τα δυτικά, υπήρχε ένα σύμπλεγμα από λίμνες, με τα νερά τους να λαμπυρίζουν σκοτεινά στις πλαγιασμένες ακτίνες του ήλιου, σαν χάντρες με ποικίλα μεγέθη σ’ ένα κολιέ με πολλά κορδόνια. Στο βάθος, περικυκλωμένοι από τις λίμνες, στέκονταν λόφοι με τραχιές κορυφές, που έμοιαζαν ογκώδεις στις έρπουσες σκιές του δειλινού. Για μια φευγαλέα στιγμή οι ακτίνες του ήλιου χτύπησαν τις συντριμμένες κορφές και του Ραντ του κόπηκε η ανάσα. Δεν ήταν λόφοι. Ήταν τα τσακισμένα λείψανα επτά πύργων. Δεν ήταν σίγουρος αν το είχαν δει οι άλλοι· η εικόνα χάθηκε εξίσου γοργά. Ο Πρόμαχος ξεπέζευε, με πρόσωπο δίχως κανένα συναίσθημα, σαν πέτρα
“Δεν μπορούμε να στρατοπεδεύσουμε στις λίμνες;” ρώτησε η Νυνάβε, σκουπίζοντας το πρόσωπό της με το μαντήλι της. “Πλάι στο νερό θα πρέπει να δροσίζει λιγάκι”.
“Φως μου”, είπε ο Ματ. “Θα ’θελα να χώσω το κεφάλι μου σε μια λίμνη. Μπορεί να μην το ξανάβγαζα ποτέ”.
Εκείνη τη στιγμή ένας αναβρασμός φάνηκε στα νερά της κοντινότερης λίμνης και το σκοτεινό νερό φωσφόρισε, καθώς ένα πελώριο σώμα κύλησε κάτω από την επιφάνεια. Τμήματα ενός κορμιού, χοντρού σαν ανθρώπινο σώμα, άπλωσαν κυματάκια γύρω τους, κυλώντας, ώσπου στο τέλος εμφανίστηκε μια ουρά, που για μια στιγμή ανέμισε στο σούρουπο ένα κεντρί όμοιο με σφήκας, ψηλά στον αέρα ως πέντε απλωσιές. Σ’ όλο το μήκος εκείνου του κορμού χοντρά πλοκάμια σφάδαζαν σαν πελώρια σκουλήκια, πολυάριθμα, σαν πόδια σαρανταποδαρούσας. Γλίστρησε αργά κάτω από την επιφάνεια και χάθηκε και μόνο τα κυματάκια που καταλάγιαζαν έδειχναν ότι είχε υπάρξει.
Ο Ραντ έκλεισε το στόμα και αντάλλαξε μια ματιά με τον Πέριν. Τα κίτρινα μάτια του Πέριν έδειχναν την ίδια κατάπληξη που πρέπει να έδειχναν και τα δικά του. Σε μια λίμνη τέτοιου μεγέθους δεν μπορούσε να ζει κάτι τόσο μεγάλο. Δεν μπορεί να ήταν χέρια αυτά εκεί στα πλοκάμια. Δεν μπορεί.
“Τώρα που το ξανασκέφτομαι”, είπε ο Ματ ξεψυχισμένα, “κι εδώ μια χαρά μου φαίνεται”.
“Θα βάλω φυλαχτά γύρω από το λόφο”, είπε η Μουαραίν. Είχε ήδη ξεπεζέψει από την Αλντίμπ. “Ένας πραγματικός φραγμός θα τραβούσε την προσοχή εκείνων που δεν θέλουμε, όπως το μέλι τραβά μύγες. Αλλά, αν έρθει σε απόσταση ενός μιλίου πλάσμα του Σκοτεινού, ή ό,τι άλλο υπηρετεί τη Σκιά, θα το καταλάβω”.
“Θα ήμουν πιο ευτυχισμένος αν είχαμε το φραγμό”, είπε ο Ματ μόλις οι μπότες του άγγιξαν το έδαφος, “αρκεί να σταματούσε αυτό το... το πλάσμα”.
“Α, κλείσε το στόμα σου, Ματ”, είπε απότομα η Εγκουέν, ενώ την ίδια στιγμή μιλούσε και η Νυνάβε. “Για να μας περιμένουν το πρωί που θα φύγουμε; Δεν έχεις κουκούτσι μυαλό, Μάτριμ”. Ο Ματ αγριοκοίταξε τις δύο γυναίκες καθώς κατέβαιναν, μα δεν έβγαλε άχνα.
Καθώς ο Ραντ έπαιρνε τα χαλινάρια της Μπέλας, αντάλλαξε ένα χαμόγελο με τον Πέριν. Για μια στιγμή ήταν, σχεδόν, σαν να βρίσκονταν στο σπίτι, έτσι που ο Ματ έλεγε κάτι που δε έπρεπε να πει τη χειρότερη στιγμή. Μετά, το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπο του Πέριν στο λυκόφως τα μάτια του πράγματι έλαμπαν, σαν να είχαν ένα κίτρινο φως μέσα τους. Και το χαμόγελο του Ραντ επίσης χάθηκε. Δεν είναι καθόλου σαν ίο σπίτι.
Ο Ραντ και ο Ματ και ο Πέριν βοήθησαν τον Λαν να ξεσελώσει και να πεδικλώσει τα άλογα, ενώ οι άλλοι έστηναν το στρατόπεδό τους. Ο Λόιαλ μουρμούριζε μόνος του, καθώς ετοίμαζε τη μικρή κουζίνα του Προμάχου, αλλά τα χοντρά δάχτυλα του δούλευαν με επιδεξιότητα. Η Εγκουέν σιγοτραγουδούσε, καθώς γέμιζε την τσαγιέρα από ένα γεμάτο φλασκί. Ο Ραντ δεν αναρωτιόταν πια γιατί ο Πρόμαχος είχε επιμείνει να φέρουν τόσα γεμάτα φλασκιά.
Έβγαλε τη σέλα του ντορή του και την έβαλε στη σειρά με τις άλλες, έλυσε τα σακίδια και την κουβέρτα του από το μπροστάρι, γύρισε και τότε σταμάτησε, νιώθοντας το φόβο να τον δαγκώνει. Ο Ογκιρανός και οι γυναίκες είχαν χαθεί. Το ίδιο και η κουζίνα και όλα τα καλάθια του υποζυγίου τους. Η κορφή του λόφου ήταν άδεια και μόνο οι σκιές του σούρουπου υπήρχαν.
Με το χέρι μουδιασμένο προσπάθησε να πιάσει το σπαθί του, ενώ άκουγε αμυδρά τον Ματ να βλαστημά. Ο Πέριν είχε βγάλει το τσεκούρι του και το δασύτριχο κεφάλι του γυρνούσε εδώ κι εκεί για να βρει τον κίνδυνο.
“Βοσκοί”, μουρμούρισε ο Λαν. Ο Πρόμαχος προχώρησε αμέριμνος στην κορυφή του λόφου και με το τρίτο βήμα εξαφανίστηκε.
Οι τρεις νεαροί κοιτάχτηκαν σαστισμένοι και μετά όρμηξαν στο σημείο που είχε εξαφανιστεί ο Λαν. Ξαφνικά ο Ραντ φρενάρισε και έκανε άλλο ένα βήμα, όταν ο Ματ έπεσε στην πλάτη του. Η Εγκουέν, που ακουμπούσε την τσαγιέρα πάνω στην κουζινούλα, σήκωσε το βλέμμα. Η Νυνάβε κατέβαζε το γυαλί της δεύτερης λάμπας που είχαν ανάψει. Ήταν όλοι εκεί· η Μουαραίν καθόταν σταυροπόδι, ο Λαν αναπαυόταν στηριγμένος στον αγκώνα του, ο Λόιαλ είχε βγάλει ένα βιβλίο από το σακίδιό του.
Ο Ραντ κοίταξε επιφυλακτικά πίσω του. Η λοφοπλαγιά ήταν όπως πριν, με τα δέντρα τυλιγμένα στις σκιές, τις λίμνες παραπέρα, που βυθιζόταν στο σκοτάδι. Φοβήθηκε να κάνει πίσω, μήπως εξαφανίζονταν ξανά και αυτή τη φορά δεν κατάφερνε να τους βρει. Ο Πέριν τον προσπέρασε και άφησε μια βαθιά ανάσα.
Η Μουαραίν τους πρόσεξε που στέκονταν εκεί χάσκοντας. Ο Πέριν έδειχνε αποκαρδιωμένος και έχωσε το τσεκούρι στη βαριά διχάλα της ζώνη του, σαν να σκεφτόταν ότι ίσως να μην τον πρόσεχαν. Ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. “Είναι ένα απλό πραγματάκι”, είπε η Άες Σεντάι, “ένα κύρτωμα, έτσι ώστε ένα μάτι που κοιτάζει προς εμάς, να κοιτάζει γύρω μας. Δεν θέλουμε τα μάτια που είναι εκεί έξω να δουν τα φώτα μας απόψε και η Μάστιγα δεν είναι μέρος για να είσαι στα σκοτεινά”.
“Η Μουαραίν Σεντάι λέει ότι ίσως καταφέρω να το κάνω”, είπε η Εγκουέν, με μάτια που άστραφταν. “Λέει ότι και τώρα μπορώ να χειριστώ αρκετή από τη Μία Δύναμη”.
“Όχι δίχως εκπαίδευση, παιδί μου”, τη συμβούλεψε η Μουαραίν. “Ακόμα και τα πιο απλά πράγματα που αφορούν τη Μία Δύναμη μπορεί να είναι επικίνδυνα για κάποια που δεν είναι εκπαιδευμένη και για όσους είναι γύρω της”. Ο Πέριν ξεφύσηξε και η Εγκουέν έδειξε τόση αμηχανία, που ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ήδη δοκίμαζε τις ικανότητες της.
Η Νυνάβε ακούμπησε τη λάμπα κάτω. Μαζί με τη μικρή φλόγα της κουζίνας, οι δύο λάμπες έδιναν άπλετο φως. “Όταν πας στην Ταρ Βάλον, Εγκουέν”, είπε προσεκτικά, “ίσως να έρθω μαζί σου”. Κατά παράξενο τρόπο, κοίταξε τη Μουαραίν συνεσταλμένα. “Θα της κάνει καλό να βλέπει ένα γνώριμο πρόσωπο ανάμεσα σε ξένους. Θα χρειάζεται κάποιον να τη συμβουλεύει, πέρα από τις Άες Σεντάι”.
“Ίσως έτσι να είναι καλύτερα, Σοφία”, είπε η Μουαραίν απλά.
Η Εγκουέν γέλασε και χτύπησε παλαμάκια. “Α, μα θα είναι υπέροχο. Κι εσύ, Ραντ. Θα έρθεις κι εσύ, ε;” Ο Ραντ, εκεί που χαμήλωνε για να καθίσει απέναντι της πέρα από την κουζίνα, πάγωσε στον αέρα, και μετά χαμήλωσε αργά. Του φαινόταν πως τα μάτια της ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερα, ή λαμπρότερα, ίδια με λιμνούλες όπου μπορούσε να χαθεί. Ένα κοκκίνισμα φάνηκε στα μάγουλα της και γέλασε πιο αδύναμα. “Πέριν, Ματ, θα έρθετε κι εσείς οι δύο, ε; Θα είμαστε όλοι μαζί”. Ο Ματ άφησε ένα γρύλισμα, που μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε και ο Πέριν απλώς σήκωσε τους ώμους, αλλά η Εγκουέν το πήρε για συμφωνία. “Βλέπεις, Ραντ. Θα είμαστε όλοι μαζί”.
Φως μου, αν πνιγόταν κανείς σ’ αυτά τα μάτια θα ’ταν ευτυχισμένος. Νιώθοντας ντροπή, ξερόβηξε. “Έχουν πρόβατα στην Ταρ Βάλον; Μόνο αυτά ξέρω να κάνω, να βόσκω πρόβατα και να καλλιεργώ ταμπάκ”.
“Πιστεύω”, είπε η Μουαραίν, “ότι μπορώ να βρω κάτι να κάνετε στην Ταρ Βάλον, όλοι σας. Όχι να βόσκετε πρόβατα, ίσως, αλλά κάτι που θα βρείτε ενδιαφέρον”.
“Ναι”, είπε η Εγκουέν, σαν να είχε λήξει το ζήτημα. “Το ξέρω. Θα σε κάνω Πρόμαχό μου όταν γίνω Άες Σεντάι. Θα σου άρεσε να είσαι Πρόμαχος, ε; Ο δικός μου Πρόμαχος;” Φαινόταν σίγουρη, αλλά ο Ραντ είδε την ερώτηση στα μάτια της. Ήθελε μια απάντηση, χρειαζόταν μια απάντηση.
“θα μου άρεσε να γίνω ο Πρόμαχος σου”, της είπε. Δεν είναι για σένα, ούτε εσύ γι’ αυτήν. Ήταν ανάγκη να μου το πει η Μιν;
Το σκοτάδι έπεσε βαρύ και όλοι ήταν κουρασμένοι. Ο Λόιαλ ήταν ο πρώτος που γύρισε και ετοιμάστηκε για ύπνο, αλλά οι άλλοι σύντομα τον ακολούθησαν. Κανένας δεν χρησιμοποίησε κουβέρτα, μόνο μαξιλάρι. Η Μουαραίν είχε βάλει κάτι στο λάδι που έκαιγαν οι λάμπες, το οποίο έδιωχνε τη βρώμα της Μάστιγας από την κορφή του λόφου, αλλά τίποτα δεν απάλυνε την κάψα. Το φεγγάρι έριχνε ένα τρεμουλιαστό, θαμπό φως, αλλά η νύχτα δεν θα ήταν λιγότερο δροσερή αν πάνω ήταν ο ήλιος στο ζενίθ του.
Ο Ραντ δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ακόμα και με την Άες Σεντάι ξαπλωμένη λιγότερο από μια απλωσιά πιο πέρα για να προστατεύει τα όνειρά του. Αυτό που τον κρατούσε ξυπνητό ήταν ο πηχτός αέρας. Τα απαλά ροχαλητά του Λόιαλ ήταν ένας βορβορυγμός, που μπροστά τους το ροχαλητό του Πέριν ήταν ανύπαρκτο, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τους άλλους να αποκοιμηθούν Ο Πρόμαχος ήταν ακόμα ξύπνιος και καθόταν λίγο παραπέρα, με το σπαθί στα γόνατά του, παρακολουθώντας τη νύχτα. Προς έκπληξη του Ραντ και η Νυνάβε ήταν ξυπνητή.
Η Σοφία κοίταξε γι’ αρκετή ώρα τον Λαν σιωπηλά, ύστερα έβαλε ένα φλιτζάνι τσάι και του το πήγε. Όταν εκείνος άπλωσε το χέρι μουρμουρίζοντας ευχαριστώ, η Νυνάβε δεν τράβηξε αμέσως το δικό της. “Έπρεπε να καταλάβω ότι ήσουν βασιλιάς”, του είπε με χαμηλή φωνή. Τα μάτια της κοίταζαν σταθερά το πρόσωπο του Πρόμαχου, αλλά η φωνή της έτρεμε λιγάκι.
Ο Λαν την κοίταζε κι αυτός με την ίδια ένταση. Του Ραντ του φάνηκε πως το πρόσωπο του Πρόμαχου είχε μαλακώσει κάπως. “Δεν είμαι βασιλιάς, Νυνάβε. Απλώς ένας άνδρας. Ένας άνδρας που δεν έχει τίποτα δικό του, ούτε μια σπιθαμή γης που έχει και ο πιο απλός αγρότης”.
Η φωνή της Νυνάβε ακούστηκε πιο σίγουρη. “Μερικές γυναίκες δεν ζητούν Χωράφια ή χρυσάφι. Μονάχα τον άνδρα”.
“Και ο άνδρας που θα ζητούσε από κάποια να δεχθεί τόσα λίγα δεν θα της άξιζε. Είσαι θαυμαστή γυναίκα, πανέμορφη σαν την ανατολή, άγρια σαν πολεμίστρια. Είσαι μια λιονταρίνα, Σοφία”.
“Οι Σοφίες σπάνια παντρεύονται”. Κοντοστάθηκε για να ανασάνει βαθιά, σαν να μάζευε το κουράγιο της. “Αλλά, αν πάω στην Ταρ Βάλον, ίσως να γίνω κάτι άλλο πέρα από Σοφία”,
“Οι Άες Σεντάι παντρεύονται εξίσου σπάνια όσο οι Σοφίες. Λίγοι άνδρες μπορούν να συμβιώσουν με μια σύζυγο που έχει τόση δύναμη ώστε θα φαντάζουν ασήμαντοι μπροστά στη λάμψη της, είτε το θέλει είτε όχι”.
“Μερικοί άνδρες είναι αρκετά δυνατοί. Ξέρω έναν”. Αν μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία, το βλέμμα της έδειχνε πεντακάθαρα ποιον εννοούσε.
“Το μόνο που έχω είναι ένα σπαθί και ένας πόλεμος που δεν μπορώ να κερδίσω, αλλά ποτέ δεν θα πάψω να μάχομαι”.
“Σου είπα ότι δεν με νοιάζουν καθόλου αυτά. Μα το Φως, με έκανες να πω περισσότερα απ’ όσα είναι το πρέπον. Θα με αναγκάσεις να ντροπιαστώ κάνοντάς με να σε ρωτήσω;”
“Ποτέ δεν θα σε ντροπιάσω”. Ο απαλός τόνος, σαν χάδι, ήταν αταίριαστος με τη φωνή του Πρόμαχου, έτσι φάνηκε στον Ραντ, αλλά τα μάτια της Νυνάβε έλαμψαν. “Θα μισήσω τον άνδρα που θα αγαπήσεις, επειδή δεν θα είναι εγώ, και θα τον αγαπήσω, αν σε κάνει να χαμογελάς. Καμία γυναίκα δεν αξίζει να ξέρει με βεβαιότητα ότι το γαμήλιο δώρο της θα είναι τα μαύρα ρούχα της χηρείας κι εσύ λιγότερο απ’ όλες”. Άφησε το φλιτζάνι του στο χώμα χωρίς να έχει πιει ούτε γουλιά. “Πρέπει να κοιτάξω τα άλογα”.
Η Νυνάβε έμεινε εκεί, γονατιστή, όταν εκείνος έφυγε.
Ο Ραντ έκλεισε τα μάτια κι ας μην του ερχόταν ύπνος. Σκεφτόταν πως της Σοφίας δεν θα της άρεσε να την δει να κλαίει.