2 Ξένοι

Όταν ο Ραντ και ο Ματ πέρασαν με τα πρώτα βαρέλια από την κοινή αίθουσα, ο αφέντης αλ’Βερ ήδη γέμιζε δυο ποτήρια με την καλύτερη μαύρη μπύρα του, δικής του παρασκευής, από ένα από τα βαρελάκια που ήταν στοιβαγμένα κι ακουμπιςμένα στον τοίχο. Ο Φαγούρας, ο κίτρινος γάτος του πανδοχείου, ζάρωνε πάνω στο βαρελάκι, με τα μάτια κλεισμένα και την ουρά κουλουρκιομένη γύρω από τα πόδια του. Ο Ταμ στεκόταν μπροστά στο μεγάλο τζάκι από ποταμίσιες πέτρες, πατώντας με τον αντίχειρα τον καπνό μιας μακριάς πίπας, που τον έπαιρνε από ένα γυαλισμένο κουτί, που ο πανδοχέας είχε πάντα πάνω στο απλό πέτρινο γείσο του τζακιού. Το τζάκι κάλυπτε το μισό τοίχο του μεγάλου τετράγωνου δωματίου, με την κορνίζα του να φτάνει στο ύψος του ώμου, ενώ οι φλόγες, που τριζοβολούσαν, έδιωχναν την παγωνιά.

Τέτοια ώρα, μιας μέρας γεμάτης δουλειές πριν τη Γιορτή, ο Ραντ περίμενε να βρει την κοινή αίθουσα άδεια, με μόνη εξαίρεση τον Μπραν και τον πατέρα του και το γάτο, αλλά υπήρχαν τέσσερα ακόμα μέλη του Συμβουλίου του Χωριού, συμπεριλαμβανομένου του Τσεν, που κάθονταν σε καρέκλες με ψηλή ράχη μπροστά στο τζάκι, με ποτήρια στα χέρια και γκριζογάλανο καπνό να στεφανώνει τα κεφάλια τους. Αυτή τη φορά, κανένας δεν έπαιζε στους άβακες των λίθων και τα βιβλία του Μπραν αναπαύονταν οίο ράφι, απέναντι από το τζάκι. Οι άνδρες δεν μιλούσαν καν και κοίταζα ν σιωπηλά τη μπύρα τους, ή χτυπούσαν ανυπόμονα τις πίπες τους στα δόντια τους, περιμένοντας τον Ταμ και τον Μπραν να έρθουν.

Αυτές τις μέρες, η ανησυχία δεν ήταν σπάνιο συναίσθημα στο Συμβούλιο του Χωριού, σίγουρα όχι στο Πεδίο του Έμοντ και πιθανότατα ούτε στο Λόφο της Σκοπιάς, ή στο Ντέβεν Ράιντ. Ή ακόμα και στο Τάρεν Φέρυ, αν και ποιος άραγε ήξερε τι γνώμη είχε, στ’ αλήθεια, ο κόσμος στο Τάρεν Φέρυ για οτιδήποτε;

Μόνο δυο από τους άνδρες που κάθονταν μπροστά στο τζάκι, ο σιδεράς, ο Χάραλ Λούχαν και ο μυλωνάς, ο Τζον Θέην, καταδέχθηκαν να ρίξουν μια ματιά στα αγόρια όταν μπήκαν. Ο αφέντης Λούχαν, όμως, δεν περιορίστηκε στο να τους κοιτάξει. Τα μπράτσα του σιδερά ήταν χοντρά, σαν πόδια συνηθισμένου άνδρα, γεμάτα βαριούς μύες και φορούσε ακόμα τη μακριά πέτσινη ποδιά του, σαν να είχε έρθει βιαστικά στη συνάντηση από το σιδηρουργείο του. Ο Λούχαν τους κοίταξε κατσούφικα κι ύστερα ίσιωσε το κορμί του στην καρέκλα του και ξανάρχισε να πατά επιτηδευμένα, με το μεγάλο αντίχειρα του, τον καπνό στην πίπα του.

Ο Ραντ, νιώθοντας περιέργεια, βράδυνε το βήμα του και ύστερα μόλις που κατάφερε να πνίξει μια κραυγή, όταν ο Ματ τον κλώτσησε στο καλάμι. Ο φίλος του έκανε επίμονα νόημα προς την πόρτα, στην πίσω πλευρά της κοινής αίθουσας και προχώρησε βιαστικά, δίχως να τον περιμένει. Ο Ραντ, κουτσαίνοντας ελαφρά, τον ακολούθησε, αλλά όχι τόσο γρήγορα.

“Τι ήταν πάλι αυτό;” απαίτησε να μάθει, μόλις βρέθηκε στο Χολ που έβγαζε στην κουζίνα. “Λίγο έλειψε να μου σπάσεις το—”

“Είναι ο γερο-Λούχαν”, είπε ο Ματ, κρυφοκοιτάζοντας την κοινή αίθουσα, πάνω από τον ώμο του Ραντ. “Νομίζω υποψιάζεται πως εγώ ήμουν αυτός που-” Σταμάτησε απότομα, όταν η κυρά αλ’Βερ βγήκε φουριόζα από την κουζίνα, με προπομπό την ευωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού.

Στο δίσκο που κρατούσε στα χέρια της υπήρχαν τα τραγανά καρβέλια για τα οποία ήταν διάσημη στο Πεδίο του Έμοντ, όπως επίσης και πιάτα με τουρσί και τυρί. Το φαγητό θύμισε ξαφνικά στον Ραντ ότι είχε φάει μόνο μια κόρα ψωμί πριν φύγει από το αγρόκτημα, νωρίτερα το πρωί. Το στομάχι του γουργούρισε ξεδιάντροπα.

Η κυρά αλ’Βερ, μια λεπτή γυναίκα με τα γκρίζα μαλλιά της πλεγμένα σε μια χοντρή πλεξούδα ριγμένη πάνω στον ώμο της, χαμογέλασε μητρικά και στους δυο. “Έχει κι άλλο φαγητό στην κουζίνα, αν πεινάτε, και δεν έχω δει παιδιά της ηλικίας σας που να μην πεινάνε. Ή οποιασδήποτε άλλης ηλικίας, εδώ που τα λέμε. Αν προτιμάτε, σήμερα ψήνω μελόπιτες”.

Ήταν μια από τις λίγες παντρεμένες γυναίκες της περιοχής που ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να προξενέψει τον Ταμ. Μπροστά στον Ραντ η μητρική συμπεριφορά της εκδηλωνόταν μόνο με γλυκά χαμόγελα και φιλέματα, όταν ερχόταν στο πανδοχείο, αλλά το ίδιο έκανε και για όλους τους νεαρούς της περιοχής. Αν τον κοίταζε καμιά φορά με ύφος, σαν να ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω, τουλάχιστον δεν προχωρούσε πέρα από μερικά βλέμματα και γι’ αυτό ο Ραντ της ήταν βαθύτατα ευγνώμων.

Χωρίς να περιμένει την απάντησή τους, εισέβαλε στην κοινή αίθουσα. Αμέσως ακούστηκε ο ήχος από καρέκλες που έξυναν το πάτωμα, καθώς οι άνδρες σηκώνονταν όρθιοι και επιφωνήματα για τη μυρωδιά του ψωμιού. Ήταν, δίχως αμφιβολία, η καλύτερη μαγείρισσα στο Πεδίο του Έμοντ, και όλοι οι άνδρες της περιοχής εκμεταλλεύονταν με ενθουσιασμό την ευκαιρία να καθίσουν στο τραπέζι της. “Μελόπιτες”, είπε ο Ματ, γλείφοντας τα χείλη. “Μετά”, του είπε αποφασιστικά ο Ραντ, “αλλιώς δεν τελειώνουμε ούτε αύριο”.

Μια λάμπα κρεμόταν πάνω από τα σκαλοπάτια του κελαριού, κοντά στην πόρτα της κουζίνας και μια άλλη έρεχνε μια λιμνούλα φωτός στο δωμάτιο με τους πέτρινους τοίχους, κάτω από το πανδοχείο, διαλύοντας το μισοσκόταδο, με μόνη εξαίρεση κάποιες μακρινές γωνίες. Ξύλινα ράφια στους τοίχους και στο πάτωμα κρατούσαν βαρελάκια με μπράντυ και μηλίτη και μι γάλα βαρέλια με μπύρα και κρασί, μερικά με κάνουλες. Πολλά κρασοβάρελα είχαν σημάδια από κιμωλία, με το γράψιμο του Μπραν αλ’Βερ, που έλεγαν τη χρονιά που είχαν έρθει, τον έμπορο από τον οποί είχαν αγοραστεί και την πόλη της προέλευσης τους, όμως η μπύρα και το μπράντυ ήταν παραγωγή των αγροτών των Δύο Ποταμών, ή του ίδιου του Μπραν. Πραματευτές, ακόμα και έμποροι, μερικές, φορές έφερναν μπράντυ ή μπύρα από έξω, αλλά ποτέ δεν ήταν καλό και επίσης κόστιζε μια περιουσία και κανένας ποτέ δεν έπινε δεύτερο ποτήρι.

“Τώρα”, είπε ο Ραντ, καθώς ακουμπούσαν τα βαρελάκια στα ράφια, “τι έκανες και πρέπει να αποφεύγεις τον αφέντη Λούχαν;”

Ο Ματ σήκωσε τους ώμους. “Στην ουσία, τίποτα. Είπα στον Άνταν αλ’Κάαρ και σε κάποιους από τους φίλους του, τα μυξιάρικα― τον Γιούιν Φίνγκαρ και τον Νταγκ Κόπλιν― ότι μερικοί αγρότες είχαν δει λαγωνικά φαντάσματα, που ανάσαιναν φωτιά κι έτρεχαν στα δάση. Το κατάπιαν σαν ξινισμένη κρέμα”.

“Και ο αφέντης Λούχαν σου θύμωσε γι’ αυτό;” είπε δύσπιστα ο Ραντ.

“Όχι ακριβώς”. Ο Ματ έκανε μια παύση, έπειτα κούνησε το κεφάλι. “Κοίτα, έριξα αλεύρι σε δύο από τα σκυλιά του, για να είναι κάτασπρα. Μετά τα αμόλησα κοντά στο σπίτι του Νταγκ. Πού να ξέρω ότι θα έτρεχαν κατευθείαν πίσω στο σπίτι τους; Στ’ αλήθεια, δεν είναι δικό μου το φταίξιμο. Αν η κυρά Λούχαν δεν είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή, δεν θα έμπαιναν μέσα. Αφού δεν ήθελα να της γεμίσω το σπίτι αλεύρια”. Άφησε ένα κοφτό, βραχνό γελάκι. “Άκουσα ότι κυνηγούσε τον γέρο-Λούχαν και τα σκυλιά και τους τρεις, να τους διώξει από το σπίτι, με τη σκούπα”.

Ο Ραντ έκανε ένα μορφασμό και ταυτόχρονα γέλασε. “Αν ήμουν στη θέση σου, πιο πολύ θα ανησυχούσα για την Άλσμπετ Λούχαν, παρά για τον σιδερά. Είναι χεροδύναμη σαν κι αυτόν και πιο κακότροπη. Αλλά δεν πειράζει. Αν περπατάς γρήγορα, ίσως να μην σε προσέξει”. Η έκφραση του Ματ έλεγε πως δεν θεωρούσε τον Ματ καθόλου αστείο.

Όταν ξαναπέρασαν από την κοινή αίθουσα, όμως, δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί ο Ματ. Οι έξι άνδρες είχαν τις καρέκλες τους στριμωγμένες δίπλα-δίπλα μπροστά στο τζάκι. Ο Ταμ, με την πλάτη γυρισμένη στη φωτιά, μιλούσε χαμηλόφωνα και οι άλλοι έγερναν μπροστά για να ακούσουν, τόσο προσηλωμένοι στα λόγια του, που δεν θα πρόσεχαν, ακόμα κι αν περνούσε από κει μέσα, ένα κοπάδι πρόβατα. Ο Ραντ ήθελε να πλησιάσει πιο κοντά για να ακούσει τι έλεγαν, αλλά ο Ματ τον τράβηξε από το μανίκι και τον κοίταξε με απόγνωση. Αυτός αναστέναξε και ακολούθησε τον Ματ έξω στο κάρο.

Επιστρέφοντας στο διάδρομο, βρήκαν ένα δίσκο στην αρχή της σκάλας και καυτές μελόπιτες να γεμίζουν το Χολ με τη γλυκιά ευωδιά τους. Παρά το ότι ο ίδιος είχε πει να περιμένουν για αργότερα, ο Ραντ βρέθηκε να κάνει τις δύο τελευταίες διαδρομές από ίο κάρο στο κελάρι προσπαθώντας να ισορροπήσει, ταυτόχρονα, το βαρελάκι και την καυτή μελόπιτα.

Άφησε το τελευταίο βαρελάκι στο ράφι και σκούπισε τα ψίχουλα από το στόμα του, ενώ ο Ματ απίθωνε το δικό του και ύστερα είπε, “Τώρα, για τον Βάρδ—”

Ποδοβολητό ακούστηκε στα σκαλιά και ο Γιούιν Φίνγκαρ, παραλίγο, θα ’πεφτε μέσα στο κελάρι πάνω στη βιάση του, με το παχουλό του πρόσωπο να λάμπει, ενθουσιασμένο από την επιθυμία να πει τα νέα που είχε. “Έχει ξένους στο χωριό”. Σταμάτησε για να ξαναβρεί την ανάσα του και κοίταξε τον Ματ ειρωνικά. “Δεν είδα λαγωνικά φαντάσματα, αλλά άκουσα ότι κάποιος αλεύρωσε τα σκυλιά του αφέντη Λούχαν. Άκουσα ότι η κυρά Λούχαν κάτι ξέρει για τον φταίχτη”.

Τα χρόνια που χώριζαν τον Ραντ και τον Ματ από τον Γιούιν, μόνο δεκατέσσερα, ήταν συνήθως αρκετά για να μην πολυδίνουν οι δυο τους μεγάλη σημασία σ’ ό,τι έλεγε. Αυτή τη φορά αντάλλαξαν μια έκπληκτη ματιά και μετά άρχισαν να μιλούν ταυτοχρόνως.

“Στο χωριό;” ρώτησε ο Ραντ. “Όχι στο δάσος;”

Πριν σχεδόν τελειώσει τη φράση του, ο Ματ πρόσθεσε, “Ο μανδύας του ήταν μαύρος; Μπορούσες να δεις το πρόσωπό του;”

Ο Γιούιν κοίταξε αβέβαια πρώτα τον έναν και μετά τον άλλον και μετά μίλησε βιαστικά, όταν ο Ματ έκανε απειλητικά ένα βήμα προς το μέρος του. “Και βέβαια μπορούσα να δω το πρόσωπό του. Και ο μανδύας του είναι πράσινος. Ή ίσως γκρίζος. Αλλάζει. Μοιάζει να γίνεται ένα με το μέρος που στέκεται. Μερικές φορές δεν τον βλέπεις, ακόμα κι όταν τον κοιτάς κατευθείαν, εκτός αν σαλέψει. Και ο δικός της είναι γαλάζιος, σαν τον ουρανό και δέκα φορές πιο φανταχτερός από ό,τι γιορτινά ρούχα έχω δει ποτέ. Κι αυτή είναι δέκα φορές πιο όμορφη από κάθε άλλη που έχω δει. Είναι αρχόντισσα, ευγενικής καταγωγής, σαν τις ιστορίες. Πρέπει να είναι”.

“Ποια;” είπε ο Ραντ. “Τι λες τώρα;” Κοίταξε τον Ματ, που είχε σηκώσει και τα δύο του χέρια στο κεφάλι του και είχε κλείσει τα μάτια με δύναμη.

“Γι’ αυτούς ήθελα να σου πω”, μουρμούρισε ο Ματ, “πριν με αγγαρέψεις για να-” Σταμάτησε κι άνοιξε τα μάτια για να ρίξει ένα αυστηρό βλέμμα στον Γιούιν. “Έφτασαν χτες το βράδυ”, συνέχισε ο Ματ μετά από μια στιγμή, “και έκλεισαν δωμάτια, εδώ στο πανδοχείο. Τους είδα που ήρθαν καβάλα. Τα άλογά του, Ραντ. Ποτέ δεν είδα άλογα τόσο ψηλά, με τόσο γυαλιστερό τρίχωμα. Δείχνουν σαν να έχουν φτερά. Νομίζω πως αυτός δουλεύει για εκείνη”.

“Στην υπηρεσία της”, παρενέβη ο Γιούιν. “Έτσι λένε στις ιστορίες, ότι είναι στην υπηρεσία της”.

Ο Ματ συνέχισε, σαν να μην είχε μιλήσει ο Γιούιν. “Τέλος πάντων, αυτός την υπακούει, κάνει ό,τι του λέει. Μόνο που δεν είναι σαν να τον έχει με μεροκάματο. Είναι στρατιώτης, ίσως. Έτσι όπως φορά το σπαθί του, είναι σαν κομμάτι του, σαν το χέρι ή το πόδι του. Μπροστά του οι φρουροί των εμπόρων είναι σαν κοπρόσκυλα. Κι αυτή, Ραντ. Ποτέ δεν φαντάστηκα κάποια σαν αυτήν. Βγήκε από τις ιστορίες των τραγουδιστών. Είναι σαν... σαν...” Κοντοστάθηκε για να κοιτάξει ξινά τον Γιούιν. ”...Σαν αρχόντισσα ευγενικής καταγωγής”, κατέληξε μ’ ένα στεναγμό.

“Μα ποιοι είναι;” ρώτησε ο Ραντ. Με εξαίρεση τους εμπόρους, που έρχονταν μια φορά το χρόνο για να αγοράσουν καπνό και μαλλί και τους πραματευτές, ποτέ δεν έρχονταν ξενομερίτες στους Δύο Ποταμούς, ή σχεδόν ποτέ. Ίσως στο Τάρεν Φέρυ, αλλά όχι τόσο νότια. Οι περισσότεροι έμποροι και πραματευτές έρχονταν και ξανάρχονταν χρόνια τώρα κι έτσι, στην πραγματικότητα, δεν ήταν ακριβώς ξένοι. Απλώς ξενομερίτες. Είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που είχε εμφανιστεί πραγματικός ξένος στο Πεδίο του Έμοντ κι εκείνος ήθελε να κρυφτεί από κάτι φασαρίες στο Μπάερλον, που κανένας στο χωριό δεν είχε καταλάβει τι ήταν. Δεν είχε μείνει πολύ. “Τι θέλουν;”

“Τι θέλουν;” αναφώνησε ο Ματ, “Δεν με νοιάζει τι θέλουν. Ξένοι, Ματ, και μάλιστα ξένοι που σαν αυτούς δεν ονειρεύτηκες ποτέ σου. Σκέψου το!”

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα του, μετά το ξανάκλεισε δίχως να μιλήσει. Ο καβαλάρης με το μαύρο μανδύα τον είχε κάνει να νιώθει νευρικός, σαν γάτα σε αγώνα σκύλων. Έμοιαζε να είναι μια αλλόκοτη σύμπτωση η εμφάνιση τριών ξένων στο χωριό την ίδια στιγμή. Τριών, αν ο μανδύας αυτού του τύπου που άλλαζε χρώματα δεν γινόταν μαύρος.

“Το όνομά της είναι Μουαραίν”, είπε ο Γιούιν μετά από λίγο. “Τον άκουσα να το λέει. Μουαραίν, έτσι την είπε. Αρχόντισσα Μουαραίν. Το δικό του όνομα είναι Λαν. Η Σοφία μπορεί να μη τη συμπαθεί, αλλά εμένα μου αρέσει”.

“Γιατί λες ότι η Νυνάβε την αντιπαθεί;” είπε ο Ραντ.

“Ρώτησε τη Σοφία για ένα μέρος που ήθελε να πάει σήμερα το πρωί”, είπε ο Γιούιν, “και την είπε “παιδί μου””. Ο Ραντ και ο Ματ σφύριξαν χαμηλόφωνα μέσα από τα δόντια τους κι ο Γιούιν μπέρδεψε τα λόγια του, σπεύδοντας να τους εξηγήσει. “Η Αρχόντισσα Μουαραίν δεν ήξερε ότι ήταν η Σοφία. Ζήτησε συγνώμη όταν το κατάλαβε. Ζήτησε συγνώμη. Και τη ρώτησε για βοτάνια και για τον κόσμο στο Πεδίο του Έμοντ, με σεβαομό, σαν να ’ταν γυναίκα του χωριού — και πιο πολύ από κάποιες άλλι;ς. Όλο κάνει ερωτήσεις, πόσων χρονών είναι ο ένας κι ο άλλος, πόσον καιρό έχει που μένουν εκεί και... και δεν ξέρω τι άλλο. Τέλος πάντων, η Νυνάβε απάντησε σαν να είχε δαγκώσει άγουρο γλυκόμουρο. Ύστερα, όταν η Αρχόντισσα Μουαραίν έφευγε, η Νυνάβε την κοίταζε σαν... να, καθόλου φιλικά, σας το λέω”.

“Αυτό είναι όλο;” είπε ο Ραντ. “Ξέρεις α νεύρα έχει η Νυνάβε. Όταν πέρυσι ο Τσεν Μπούι την είπε παιδί, τον βάρεσε καταακέφαλα με το ραβδί της κι ο Τσεν είναι στο Συμβούλιο νου Χωριού κι, εκτός αυτού, είναι τόσο γέρος που θα μπορούσε να είναι και παππούς της. Ανάβει και κορώνει με το παραμικρό και μέχρι να γυρίσει την πλάτη ο θυμός έχει σβήσει”.

“Κι αυτό πολύ είναι”, μουρμούρισε ο Γιούιν.

“Δεν με νοιάζει ποιον βαράει η Νυνάβε” —ο Ματ χαχάνισε-“αρκεί να μην βαράει εμένα. Φέτος θα είναι το καλύτερο Μπελ Τάιν. Ένας Βάρδος, μια αρχόντισσα — τι παραπάνω να ζητήσεις; Τι να τα κάνουμε τα πυροτεχνήματα;”

“Βάρδος;” είπε ο Γιούιν, με φωνή που δυνάμωσε απότομα.

“Έλα, Ραντ”, συνέχισε ο Ματ, αγνοώντας τον μικρό. “Ξεμπερδέψαμε μ’ αυτά. Πρέπει να δεις εκείνον τον τύπο”.

Ανέβηκε πηδηχτά τα σκαλοπάτια, με τον Γιούιν να τρέχει παραπατώντας πίσω του και να φωνάζει, “Στ’ αλήθεια ήρθε και Βάρδος, Ματ; Δεν είναι κι αυτό σαν την ιστορία για τα λαγωνικά φαντάσματα, ε; Ή τα βατράχια;”

Ο Ραντ κοντοστάθηκε μια στιγμή, μονάχα για να χαμηλώσει το φως της λάμπας και ύστερα έτρεξε στο κατόπι τους.

Στην κοινή αίθουσα, ο Ρόουαν Χαρν και ο Σάμελ Κρω είχαν έρθει και συντρόφευαν τους άλλους μπροστά στο τζάκι και τώρα βρισκόταν συναγμένο εκεί ολόκληρο το Συμβούλιο του Χωριού. Εκείνη τη στιγμή μιλούσε ο Μπραν αλ’Βερ και είχε χαμηλώσει τόσο τον τόνο της, φυσιολογικά, βαριάς φωνής του, που μόνο ένα μουρμουριστό μπουμπουνητό ακουγόταν από τις στριμωγμένες καρέκλες. Ο δήμαρχος τόνιζε τα λόγια του, χτυπώντας με το χοντρό δείκτη του την παλάμη του άλλου χεριού και κοίταζε τον καθένα με τη σειρά του. Όλοι ένευαν, συμφωνώντας μ’ αυτά που τους έλεγε, παρ’ όλο που ο Τσεν ήταν πιο διστακτικός από τους υπόλοιπους.

Ο τρόπος που ήταν μαζεμένοι, όλοι κοντά-κοντά, μιλούσε καθαρά, σαν να είχαν βάλει ταμπέλα. Όποιο κι αν ήταν το θέμα που τους απασχολούσε, αφορούσε μονάχα για το Συμβούλιο του Χωριού, τουλάχιστον προς το παρόν. Δεν θα τους άρεσε, αν ο Ραντ προσπαθούσε να κρυφακούσει. Απομακρύνθηκε απρόθυμα. Υπήρχε, τουλάχιστον, ο τραγουδιστής. Και οι ξένοι.

Έξω, η Μπέλα και το κάρο δεν φαίνονταν πια, αφού τους είχε πάρει ο Χου, ή ο Ταντ, οι σταβλίτες του πανδοχείου. Ο Ματ και ο Γιούιν στέκονταν κι αντάλλασσαν άγριες ματιές μερικά βήματα πιο πέρα από την είσοδο του πανδοχείου, με τους μανδύες τους να τινάζονται στον άνεμο.

“Για τελευταία φορά”, γάβγισε ο Ματ, “δεν σου κάνω φάρσα. Υπάρχει στ’ αλήθεια Βάρδος. Φύγε τώρα. Ραντ, θα πεις σ’ αυτόν τον κοκορόμυαλο ότι λέω αλήθεια και να μ’ αφήσει ήσυχο;”

Ο Ραντ, τύλιξε γύρω του το μανδύα του και προχώρησε για να υποστηρίξει τον Ματ, αλλά τα λόγια του έσβησαν, καθώς οι τρίχες του σβέρκου του τινάζονταν όρθιες. Πάλι τον παρακολουθούσαν. Δεν έμοιαζε καθόλου με την αίσθηση που του είχε δώσει ο κουκουλοφόρος καβαλάρης, αλλά δεν ήταν καθόλου ευχάριστο, ειδικά τώρα, τόσο σύντομα μετά από κείνη τη συνάντηση.

Έριξε μια βιαστική ματιά στο Πράσινο και είδε ό,τι είχε δει και προηγουμένως — παιδιά που έπαιζαν, άνθρωποι που προετοιμάζονταν για τη Γιορτή, χωρίς να τον κοιτάζει κανείς, παρά μόνο φευγαλέα. Όλα ήταν όπως έπρεπε . Μόνο που τον παρακολουθούσαν.

Έπειτα, κάτι τον έκανε να γυρίσει από την άλλη και να σηκώσει τα μάτια. Στην άκρη της κεραμιδένιας σκεπής του πανδοχείου καθόταν ένα μεγάλο κοράκι και σάλευε ελαφρά στις ριπές του ανέμου που ερχόταν από τα βουνά. Το κεφάλι του ήταν γερμένο στο πλάι και ένα χάντρινο, μαύρο μάτι ήταν στραμμένο... πάνω του, σκέφτηκε. Κατάπιε και ξαφνικά μέσα του άναψε ο θυμός, καυτός και αψύς.

“Το βρωμερό πλάσμα που τρώει πτώματα”, μουρμούρισε.

“Βαρέθηκα να με κοιτάζουν”, γρύλισε ο Ματ και ο Ραντ κατάλαβε πως ο φίλος του είχε πλησιάσει δίπλα του και κοίταζε το κοράκι, συνοφρυωμένος κι αυτός.

Κοιτάχτηκαν, και μετά, σαν ένα, τα χέρια τους όρμηξαν να πιάσουν πέτρες.

Το σημάδι ήταν καλό... και το κοράκι παραμέρισε· οι πέτρες πέρασαν σφυρίζοντας από το σημείο όπου βρισκόταν πριν. Ανοιγόκλεισε μια φορά τα φτερά του, έγειρε πάλι το κεφάλι του και τους κάρφωσε ξανά με το νεκρό, μαύρο βλέμμα του, άφοβα, μη δείχνοντας καθόλου ότι κάτι είχε συμβεί.

Ο Ραντ κοίταξε το πουλί με σαστισμάρα. “Έίδες ποτέ κοράκι να κάνει έτσι;” ρώτησε χαμηλόφωνα.

Ο Ματ κούνησε το κεφάλι, χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από το κοράκι. “Ποτέ. Ούτε κι άλλο πουλί”.

“Αχρείο πτηνό”, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από πίσω τους, μελωδική, παρά τον τόνο απέχθειας, “που και στην καλύτερη περίπτωση, δεν πρέπει να του έχει κανείς εμπιστοσύνη”.

Με μια στριγκή κραυγή το κοράκι πετάχτηκε στον αέρα, με τόση βία που δύο μαύρα πούπουλα έπεσαν αργά από την άκρη της στέγης.

Ο Ραντ και ο Ματ, ξαφνιασμένοι, γύρισαν για να παρακολουθήσουν την πορεία του πουλιού, που πέρασε πάνω από το Πράσινο και πήγε προς τα νεφοσκεπή Όρη της Ομίχλης, που ορθώνονταν ψηλά, πέρα από το Δυτικό Δάσος, ώσπου έγινε κουκίδα στα δυτικά και χάθηκε από τα μάτια τους.

Το βλέμμα του Ραντ έπεσε στη γυναίκα που είχε μιλήσει. Κι αυτή, επίσης παρακολουθούσε την πτήση του πουλιού, τώρα όμως γύρισε το κεφάλι της και τα μάτια της αντάμωσαν τα δικά του. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο Ραντ ήταν να σταθεί, κοιτάζοντας την. Αυτή πρέπει να ήταν η αρχόντισσα Μουαραίν και ήταν όλα όσα είχαν πει γι’ αυτήν ο Ματ και ο Γιούιν, όλα και πολύ περισσότερα.

Ακούγοντας ότι είχε αποκαλέσει τη Νυνάβε παιδί, την είχε φανταστεί γριά, αλλά δεν ήταν. Τουλάχιστον, ο Ραντ, δεν μπορούσε να καταλάβει την ηλικία της. Στην αρχή του είχε φανεί πως ήταν νεαρή, σαν τη Νυνάβε, αλλά, όσο πιο πολύ την κοίταζε, τόσο πιο μεγάλη την έκανε. Τα μεγάλα, σκούρα μάτια της έδειχναν ωριμότητα, υπαινισσόμενα γνώσεις, που δεν θα μπορούσε να αποκτήσει κανείς νέος. Για μια στιγμή του φάνηκε πως αυτά τα μάτια ήταν βαθιές λιμνούλες, έτοιμες να τον καταπιούν. Ήταν, επίσης, ολοφάνερος ο λόγος που ο Ματ και ο Γιούιν την είχαν πει αρχόντισσα από ιστορία Βάρδου. Η πόζα της είχε μια χάρη και έναν αέρα εξουσίας, που τον έκανε να νιώθει αδέξιος και άτσαλος. Δεν ήταν ψηλή και μετά βίας έφτανε ως το στήθος του, αλλά η παρουσία της ήταν τέτοια, που το ύψος της φαινόταν να είναι το σωστό κι ένιωσε άχαρος με το δικό του μπόι.

Συνολικά δεν συγκρινόταν με τίποτα απ’ ό,τι είχε δει ποτέ του. Η φαρδιά κουκούλα του μανδύα της πλαισίωνε το πρόσωπο και τα μαύρα μαλλιά της, που κρέμονταν σε απαλές μπούκλες. Ποτέ δεν είχε δει μεγάλη γυναίκα με μαλλιά που να μην είναι πλεγμένα πλεξούδες· κάθε κορίτσι στους Δύο Ποταμούς περίμενε ανυπόμονα πότε ο Κύκλος των Γυναικών θα έλεγε ότι ήταν αρκετά μεγάλη για να έχει πλεξούδα. Τα ρούχα της ήταν εξίσου παράξενα. Ο μανδύας της ήταν από ουρανί βελούδο, με στολίσματα από βαρύ ασήμι, φύλλα και κληματσίδες και λουλούδια παντού στο τελείωμά του. Το φόρεμά της έλαμπε αχνά, ακολουθώντας τις κινήσεις της, σε σκούρο μπλε χρώμα, με κρεμ ρίγες. Ένα περιδέραιο με βαριούς χρυσούς κρίκους κρεμόταν από το λαιμό της, ενώ μια άλλη χρυσή αλυσίδα, λεπτεπίλεπτη, στερεωμένη στα μαλλιά της, κρατούσε ένα μικρό, λαμπερό μπλε πετράδι στο κέντρο του μετώπου της. Μια πλατιά ζώνη από πλεγμένο χρυσάφι τύλιγε τη μέση της και στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού της υπήρχε ένα χρυσό δαχτυλίδι σε σχήμα ερπετού που τρώει την ουρά του. Βεβαίως, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο δαχτυλίδι, αν και αναγνώρισε το Μέγα Ερπετό, ένα σύμβολο της αιωνιότητας, παλαιότερο κι από τον Τροχό του Χρόνου.

Πιο φανταχτερά κι από γιορτινά ρούχα, είχε πει ο Γιούιν και είχε δίκιο. Ποτέ κανένας δεν ντυνόταν έτσι στους Δύο Ποταμούς. Ποτέ.

“Καλημέρα, κυρά... ε... αρχόντισσα Μουαραίν”, είπε ο Ραντ. Κοκκίνισε, επειδή είχε μπερδέψει τα λόγια του.

“Καλημέρα, αρχόντισσα Μουαραίν”, έκανε σαν ηχώ ο Ματ, κάπως πιο ήρεμα, αλλά όχι πολύ.

Εκείνη χαμογέλασε και ο Ραντ αναρωτήθηκε, αν μπορούσε να κάνει γι’ αυτήν, κάτι που θα του έδινε δικαιολογία να μείνει κοντά της. Ήξερε ότι χαμογελούσε και στους τρεις τους, αλλά του έμοιαζε σαν να χαμογελούσε μόνο γι’ αυτόν. Ήταν, πραγματικά, σαν να έβλεπε την ιστορία ενός Βάρδου να ζωντανεύει. Ο Ματ είχε ένα χαζό χαμόγελο στο πρόσωπό του.

“Ξέρετε το όνομά μου”, τους είπε αυτή, με ύφος που έδειχνε χαρά. Λες και η παρουσία της, όσο σύντομη κι αν ήταν, δεν θα γινόταν αντικείμενο συζητήσεων στο χωριό για όλο το χρόνο! “Αλλά πρέπει να με αποκαλείτε Μουαραίν, όχι αρχόντισσα. Και εσάς πώς σας λένε;”

Ο Γιούιν όρμηξε μπροστά, πριν προλάβουν να μιλήσουν οι άλλοι. “Το όνομά μου είναι Γιούιν Φίνγκαρ, αρχόντισσά μου. Εγώ τους είπα το όνομά σου· έτσι το έμαθαν. Άκουσα να το λέει ο Λαν, αλλά δεν κρυφάκουγα. Καμία σαν και σένα δεν έχει ξανάρθει άλλη φορά στο Πεδίο του Έμοντ. Είναι κι ένας Βάρδος οίο χωριό, για το Μπελ Τάιν. Κι απόψε έχουμε τη Νύχτα του Χειμώνα. Θα έρθεις στο σπίτι μου; Η μητέρα μου έκανε μηλόπιτα”.

“Θα δω”, του απάντησε αυτή, ακουμπώντας τον ώμο του Γιούιν. Τα μάτια της έλαμπαν με κάτι που είχε βρει αστείο, η μόνη της αντίδραση. “Δεν ξέρω αν μπορώ να ανταγωνιστώ έναν Βάρδο, Γιούιν. Όμως όλοι πρέπει να με λέτε Μουαραίν”. Κοίταξε τον Ραντ και τον Ματ, περιμένοντας.

“Είμαι ο Μάτριμ Κώθον, αρχ.. εεε... Μουαραίν”, είπε ο Ματ. Υποκλίθηκε, με μια αλύγιστη, σπασμωδική κίνηση κι έγινε κατακόκκινος καθώς ορθωνόταν ξανά.

Ο Ραντ αναρωτιόταν, μήπως έπρεπε κι αυτός να κάνει κάτι ανάλογο, όπως έκαναν στα παραμυθία, αλλά, μετά το παράδειγμα του Ματ, το μόνο που έκανε ήταν να πει το όνομά του. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά δεν μπέρδεψε τα λόγια του.

Η Μουαραίν κοίταξε μια τον Ραντ και μια τον Ματ κι έπειτα ξαναγύρισε το βλέμμα της πάνω του. Ο Ραντ σκέφτηκε πως το χαμόγελό της, μια αμυδρή καμπύλη στις άκρες του στόματός της, τώρα θύμιζε την έκφραση της Εγκουέν, όταν είχε κάποιο μυστικό. “Μπορεί, μερικές φορές, να έχω κάποιες δουλίτσες που πρέπει να κάνω, όσο θα βρίσκομαι στο Πεδίο του Έμοντ”, είπε. “Ίσως θα είχατε τη διάθεση να με βοηθήσετε;” Γέλασε όταν συμφώνησαν, διακόπτοντας ο ένας τον άλλον. “Να”, είπε, κι ο Ραντ ξαφνιάστηκε όταν του έβαλε ένα νόμισμα στην παλάμη, κλείνοντάς του τη γροθιά και με τα δυο της χέρια.

“Δεν είναι ανάγκη”, άρχισε να λέει, αλλά εκείνη αγνόησε τη διαμαρτυρία του, δίνοντας ένα νόμισμα στον Γιούιν κι έπειτα έβαλε άλλο ένα στο χέρι του Ματ, κλείνοντάς του τη χούφτα, όπως είχε κάνει με τον Ραντ.

“Φυσικά και είναι ανάγκη”, τους είπε. “Δεν είναι σωστό να δουλεύετε χωρίς ανταμοιβή. Πείτε ότι είναι ένα δωράκι και να το κρατάτε πάντα μαζί σας, για να θυμάστε ότι συμφωνήσατε να έρθετε σε μένα, όταν σας το ζητήσω. Υπάρχει ένας δεσμός ανάμεσά μας τώρα πια”.

“Ποτέ δεν θα το ξεχάσω”, είπε ο Γιούιν με ψιλή φωνή.

“Αργότερα θα πρέπει να μιλήσουμε”, είπε αυτή, “και πρέπει να μου πείτε τα πάντα για σας”.

“Αρχόντισσα... θέλω να πω, Μουαραίν;” ρώτησε διστακτικά ο Ραντ, καθώς εκείνη έκανε να φύγει. Σταμάτησε και τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της κι αυτός ξεροκατάπιε πριν συνεχίσει. “Γιατί ήρθες στο Πεδίο του Έμοντ”; Η έκφρασή της παρέμεινε αναλλοίωτη, αλλά, ξαφνικά, ο Ραντ ευχήθηκε να μην είχε κάνει την ερώτηση, αν και δεν ήξερε γιατί. Βιάστηκε πάντως να της εξηγήσει. “Δεν θέλω να φανώ αγενής, με συγχωρείς. Απλώς, είναι που κανένας δεν έρχεται στους Δύο Ποταμούς, εκτός από τους εμπόρους και τους πραματευτές, αν δεν έχει πέσει πολύ χιόνι και ο δρόμος από το Μπάερλον είναι ανοιχτός. Σχεδόν κανένας. Οι φύλακες των εμπόρων λένε ότι εδώ είναι η πλάτη του τίποτα και μάλλον έτσι το βλέπουν όσοι δεν είναι από δω. Απλώς απορούσα”.

Το χαμόγελό της τότε μαράθηκε, αργά, σαν κάτι να ξαναρχόταν στη θύμησή της. Για μια στιγμή στάθηκε κοιτάζοντάς τους. “Είμαι σπουδάστρια της ιστορίας”, είπε τελικά, “συλλέγω παλιές αφηγήσεις. Το μέρος που αποκαλείτε Δύο Ποταμούς πάντα με ενδιέφερε. Μερικές φορές μελετώ τις ιστορίες όσων συνέβησαν εδώ πριν πολύ καιρό, εδώ και σε άλλα μέρη”.

“Ιστορίες;” είπε ο Ραντ. “Άραγε τι έχει συμβεί στους Δύο Ποταμούς για να τραβήξει το ενδιαφέρον κάποιου σαν και — θέλω να πω, τι μπορεί να έχει συμβεί εδώ;”

“Και πώς να το λέγαμε εκτός από Δύο Ποταμούς;” πρόσθεσε ο Ματ. “Πάντα έτσι λεγόταν”.

“Όπως κυλά ο Τροχός του Χρόνου”, είπε η Μουαραίν, εν μέρει μονολογώντας και μ’ ένα απόμακρο βλέμμα στα μάτια της, “τα μέρη έχουν πολλά ονόματα. Οι άνθρωποι φορούν πολλά ονόματα, πολλά πρόσωπα. Διαφορετικά πρόσωπα, μα είναι πάντα ο ίδιος άνθρωπος. Αλλά κανείς δεν ξέρει το Μεγάλο Σχήμα που υφαίνει ο Τροχός, ή ακόμα και το Σχήμα μιας Εποχής. Μπορούμε μόνο να βλέπουμε, να μελετούμε και να ελπίζουμε”.

Ο Ραντ την κοίταξε, ανήμπορος να αρθρώσει λέξη, έστω για να ρωτήσει τι εννοούσε. Δεν ήταν καν σίγουρος αν τα είχε πει για να τα ακούσουν. Πρόσεξε πως και οι άλλοι δύο είχαν χάσει τη μιλιά τους. Το στόμα του Γιούιν έχασκε ορθάνοιχτο.

Η Μουαραίν τους ξαναπρόσεξε και οι τρεις τους τινάχτηκαν λίγο, σαν να ξυπνούσαν. “Αργότερα θα μιλήσουμε”, είπε. Αυτοί δεν είπαν λέξη. “Αργότερα”. Ξεκίνησε να πηγαίνει προς τη Γέφυρα των Κάρων, μοιάζοντας σαν να γλιστρά πάνω στο έδαφος, παρά να περπατά και ο μανδύας της ήταν απλωμένος δεξιά κι αριστερά της, σαν φτερά.

Όπως εκεί έφευγε, ένας ψηλός άντρας, τον οποίο ο Ραντ δεν είχε προσέξει προηγουμένως, ξεκίνησε από την πρόσοψη του πανδοχείου και την ακολούθησε, με το ένα χέρι του ακουμπισμένο στη μακριά λαβή ενός σπαθιού. Τα ρούχα του είχαν ένα σκούρο γκριζοπράσινο χρώμα, που χανόταν μέσα σε σκιές ή φυλλωσιές και ο μανδύας του έπαιρνε αποχρώσεις του γκρίζου και του πράσινου και του καφέ, καθώς σάλευε στον άνεμο. Έμοιαζε φορές-φορές να χάνεται, αυτός ο μανδύας, να γίνεται ένα με ό,τι βρισκόταν πίσω του. Τα μαλλιά του άνδρα ήταν μακριά, γκρίζαραν στους κροτάφους και μια στενή δερμάτινη λουρίδα τα κρατούσε για να μην πέφτουν στο πρόσωπό του. Το πρόσωπό του ήταν φτιαγμένο από τραχιές ευθείες και γωνίες, ταλαιπωρημένο, μα δίχως ρυτίδες, παρά το γκρίζο των μαλλιών του. Οι κινήσεις του θύμισαν στον Ραντ λύκο.

Όπως περνούσε δίπλα από τους τρεις νέους, το βλέμμα του έπεσε πάνω τους και τα μάτια του ήταν ψυχρά και γαλάζια, σαν χειμωνιάτικη αυγή. Έμοιαζε να τους ζυγίζει με το νου του και στο πρόσωπό του δεν υπήρχε ίχνος απ’ ό,τι του είχε πει η ζυγαριά. Τάχυνε το βήμα του, ώσπου έφτασε τη Μουαραίν και μετά βράδυνε για να την ακολουθήσει, περπατώντας δίπλα στον ώμο της κι έγειρε για να της μιλήσει. Ο Ραντ άφησε την αναπνοή του να βγει, συνειδητοποιώντας, μόνο τώρα, ότι κρατούσε την ανάσα του.

“Αυτός ήταν ο Λαν”, είπε ο Γιούιν βραχνά, σαν να κρατούσε κι αυτός την αναπνοή του. Τέτοιο ήταν το βλέμμα που τους είχε ρίξει. “Πάω στοίχημα πως είναι Πρόμαχος”.

“Μην είσαι βλάκας”. Ο Ματ γέλασε, αλλά το γέλιο του είχε ένα τρέμουλο. “Οι Πρόμαχοι υπάρχουν μόνο στις ιστορίες. Και αφού οι Πρόμαχοι έχουν σπαθιά και αρματωσιές στολισμένες με χρυσάφι και πετράδια, και είναι στα βόρεια, στη Μεγάλη Μάστιγα, πολεμώντας το κακό και τους Τρόλοκ και τα λοιπά”.

“Θα μπορούσε να είναι Πρόμαχος”, επέμεινε ο Γιούιν.

“Είδες να ’χει χρυσάφι, ή πετράδια;” τον χλεύασε ο Ματ. “Έχουμε Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς; Έχουμε πρόβατα. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να συνέβη εδώ, που να ενδιαφέρει κάποια σαν αυτήν”.

“Κάτι μπορεί να συνέβη”, απάντησε αργά ο Ραντ. “Λένε ότι το πανδοχείο βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο εδώ και χίλια χρόνια, μπορεί περισσότερα”.

“Χίλια χρόνια πρόβατα”, είπε ο Ματ.

“Μια ασημένια πέννα!” κραύγασε ο Γιούιν. “Μου έδωσε μια ολόκληρη ασημένια πέννα! Για σκέψου τι μπορώ ν’ αγοράσω, όταν έρθει ο πραματευτής”.

Ο Ραντ άνοιξε το χέρι του για να δει το νόμισμα που του είχε δώσει και παραλίγο θα του έπεφτε από την έκπληξη. Δεν αναγνώρισε το χοντρό, ασημένιο νόμισμα με την ανάγλυφη μορφής μιας γυναίκας, που ισορροπούσε μια φλόγα στην παλάμη της, αλά είχε δει τον Μπραν αλ’Βερ να ζυγίζει τα κέρματα που του έφερναν οι έμποροι από δεκάδες μακρινά μέρη και είχε κάποια ιδέα για την αξία του. Αυτό το ασήμι θα έφτανε για να αγοράσει άλογο στους Δύο Ποταμούς και θα περίσσευε και κάτι.

Κοίταξε τον Ματ και είδε την ίδια αποσβολωμένη έκφραση που ένιωθε να έχει και ο ίδιος στο πρόσωπό του. Έγειρε το χέρι για να μπορέσει ο Ματ να δει το νόμισμα, αλλά όχι και ο Γιούιν, υψώνοντας το φρύδι του ερωτηματικά. Ο Ματ ένευσε και για μια στιγμή στάθηκαν να κοιτάζονται σαστισμένοι και με δέος.

“Τι δουλίτσες να θέλει;” ρώτησε τελικά ο Ραντ.

“Δεν ξέρω”, είπε ο Ματ με σταθερή φωνή, “και δεν με νοιάζει. Ούτε θα πάω να το ξοδέψω. Ακόμα κι όταν έρθει ο πραματευτής”. Μίλησε και μετά έχωσε το νόμισμα στην τσέπη του παλτού του.

Ο Ραντ ένευσε και τον μιμήθηκε. Δεν ήξερε γιατί, αλλά, κατά κάποιον τρόπο αυτό που είχε πει ο Ματ του φαινόταν σωστό. Δεν έπρεπε να ξοδέψει το νόμισμα. Του το είχε δώσει εκείνη. Δεν ήξερε σε τι άλλο χρησίμευε το ασήμι, αλλά...

“Λέτε να πρέπει να κρατήσω και το δικό μου;” Στο πρόσωπο του Γιούιν φαινόταν αγωνία κι αβεβαιότητα.

“Υπάρχει κι ο Βάρδος”, είπε ο Ραντ και το αγόρι αναθάρρησε.

“Αν ξυπνήσει ποτέ”, πρόσθεσε ο Ματ.

“Ραντ”, ρώτησε ο Γιούιν, “υπάρχει Βάρδος;”

“Θα δεις”, απάντησε ο Ραντ γελώντας. Ήταν φανερό ότι ο Γιούιν δεν θα πίστευε, αν δεν έβλεπε τον τραγουδιστή με τα μάτια του. “Κάποια στιγμή θα πρέπει να κατέβει”.

Από τη Γέφυρα των Κάρων ακούστηκαν φωνές και, όταν ο Ραντ γύρισε για δει τι γινόταν, γέλασε ολόχαρος. Ένα μελίσσι ανθρώπων του χωριού, από γκριζομάλληδες ηλικιωμένους μέχρι νήπια, που μετά βίας κατάφερναν να περπατήσουν, συνόδευαν μια ψηλή άμαξα προς τη γέφυρα, μια πελώρια άμαξα, που την έσερναν οκτώ άλογα, με την εξωτερική πλευρά της κυρτής, μουσαμαδένιας τέντας της να είναι γεμάτη κρεμαστά δέματα, σαν τσαμπιά σταφύλι. Ο πραματευτής, επιτέλους, είχε έρθει. Ξένοι κι ένας Βάρδος, πυροτεχνήματα κι ο πραματευτής. Θα ήταν το καλύτερο απ’ όλα τα Μπελ Τάιν.

Загрузка...