4 Βάρδος

Η πόρτα του πανδοχείου έκλεισε με βρόντο πίσω από τον ασπρομάλλη άνδρα κι αυτός στριφογύρισε να την κοιτάξει. Ήταν λεπτός και θα ήταν ψηλός, αν δεν καμπούριαζε τους ώμους του, αλλά οι κινήσεις του είχαν μια σβελτάδα, που ερχόταν σε αντίθεση με την ηλικία που έδειχνε. Ο μανδύας του ήταν ένα συνονθύλευμα μπαλωμάτων, με αταίριαστα σχήματα και μεγέθη, που πετάριζαν με κάθε σπιλιάδα αέρα, μπαλώματα σε εκατό χρώματα. Ο Ραντ είδε ότι ο μανδύας ήταν αρκετά χοντρός, παρά τα λεγόμενα του αφέντη αλ’Βερ και τα μπαλώματα ήταν απλώς ραμμένα από πάνω, σαν διακοσμητικά.

“Ο Βάρδος!” ψιθύρισε η Εγκουέν με έξαψη.

Ο ασπρομάλλης άνδρας στριφογύρισε και ο μανδύας του ανέμισε. Το μακρύ παλτό του είχε παράξενα, φαρδιά μανίκια και μεγάλες τσέπες. Ένα παχύ μουστάκι τυλιγόταν γύρω από το στόμα του, κάτασπρο, σαν τα μαλλιά της κεφαλής του και το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο, σαν δέντρο που έχει περάσει δύσκολους καιρούς. Έκανε ένα αγέρωχο νόημα στον Ραντ και τους άλλους με τη μακριά πίπα του, που ήταν περίτεχνα σκαλισμένη και άφηνε μια μακριά τολύπη καπνού. Κάτω από τα φουντωτά άσπρα φρύδια, γαλανά μάτια έμοιαζαν να τρυπούν ό,τι έβλεπαν.

Ο Ραντ πρόσεξε τα μάτια του άνδρα, σχεδόν όσο και το υπόλοιπο παρουσιαστικό του. Όλοι στους Δύο Ποταμούς είχαν μαύρα μάτια, το ίδιο και οι περισσότεροι έμποροι και οι φύλακες τους και όλοι όσοι είχε δει ποτέ. Οι Κόνγκαρ και οι Κόπλιν τον κορόιδευαν για τα γκρίζα μάτια του, μέχρι τη μέρα που βάρεσε μπουνιά στη μύτη του Γιούαλ Κόπλιν ύστερα η Σοφία του τα είχε ψάλει για τα καλά. Αναρωτήθηκε, αν υπήρχε μέρος στο οποίο κανείς δεν είχε μαύρα μάτια. Μπορεί κι ο Λαν να είναι από κει.

“Τι σόι μέρος είναι αυτό;” απαίτησε να μάθει ο Βάρδος, με βαθιά φωνή, που κατά κάποιον τρόπο ακουγόταν πιο ηχηρή από τη φωνή ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Ακόμα και εκεί έξω έμοιαζε να γεμίζει ένα ψηλό δωμάτιο και να αντηχεί στους τοίχους. “Τα στουρνάρια σε κείνο το χωριό πάνω στο λόφο μου είπαν ότι θα έφτανα εδώ πριν σκοτεινιάσει κι αμέλησαν να μου πουν ότι θα το κατάφερνα μόνο αν έφευγα πριν το μεσημέρι. Όταν, επιτέλους, έφτασα, με το κρύο να με περονιάζει ως το κόκαλο, έτοιμος για ένα ζεστό κρεβάτι, ο πανδοχέας σας άρχισε να γκρινιάζει για την ώρα, σαν να ήμουν ένα κοπάδι αδέσποτα γουρούνια, λες και το Συμβούλιο του Χωριού σας δεν με είχε παρακαλέσει να επιδείξω την τέχνη μου στη γιορτή που κάνετε. Και δεν μου είπε καν πως είναι ο δήμαρχος”. Σταμάτησε να ξαναβρεί την ανάσα του και τους έριξε μια άγρια ματιά, αλλά αμέσως ξανάρχισε να μιλά. “Όταν κατέβηκα κάτω, για να καπνίσω την πίπα μου μπροστά στο τζάκι και να πιω μια μπύρα, όλοι οι άντρες, που κάθονταν στην κοινή αίθουσα, γύρισαν και με κοίταξαν, λες και ήμουν ο αντιπαθητικός κουνιάδος, που ήρθε να δανειστεί λεφτά. Ένας γέροντας μου τα ’ψάλε για τις ιστορίες που πρέπει και δεν πρέπει να λέω και μετά ένα κοριτσάκι μου ’βαλε τις φωνές για να βγω έξω και με απείλησε με ένα μεγάλο ραβδί, επειδή δεν τσακίστηκα να την υπακούσω. Ποιος άκουσε ποτέ να φέρονται έτσι σε Βάρδο;”

Το πρόσωπο της Εγκουέν ήταν για ζωγραφιά, γεμάτο κατάπληξη από τη μια, καθώς κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια τον Βάρδο με σάρκα και οστά, ανάμικτη με τη λαχτάρα να υπερασπιστεί τη Νυνάβε.

“Συγχώρεσέ μας, αφέντη Βάρδε”, είπε ο Ραντ. Καταλάβαινε πως κι ο ίδιος χαμογελούσε χαζά. “Αυτή ήταν η Σοφία μας και—”

“Εκείνο το ωραίο κοριτσάκι που ήταν μια μπουκιά;” αναφώνησε ο Βάρδος. “Σοφία του χωριού; Μα, τώρα, στην ηλικία της, έπρεπε να φλερτάρει τους νεαρούς, αντί να προβλέπει τον καιρό και να γιατρεύει τους αρρώστους”.

Ο Ραντ σάλεψε αμήχανα. Ευχήθηκε να μην άκουγε ποτέ η Νυνάβε την άποψη του Βάρδου. Τουλάχιστον, να μην την άκουγε πριν τελειώσει την παράσταση του. Ο Πέριν μόρφασε με τα λόγια του και ο Ματ σφύριξε δίχως ήχο, σαν να είχε περάσει η ίδια ιδέα από το νου τους.

“Οι άνδρες ήταν το Συμβούλιο του Χωριού”, συνέχισε ο Ραντ. “Είμαι βέβαιος πως δεν σκόπευαν να σε προσβάλλουν. Βλέπεις, μόλις μάθαμε πως έχει πόλεμο στη Γκεάλνταν κι ένας άνδρας ισχυρίζεται πως είναι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Ένας ψεύτικος Δράκοντας. Οι Άες Σεντάι πάνε εκεί από την Ταρ Βάλον. Το Συμβούλιο προσπαθεί να κρίνει, αν εμείς εδώ βρισκόμαστε σε κίνδυνο”.

“Μπαγιάτικα νέα, ακόμα και στο Μπάερλον”, είπε ακατάδεχτα ο τραγουδιστής, “κι είναι το τελευταίο μέρος στον κόσμο που μαθαίνει τι γίνεται”. Κοντοστάθηκε, κοίταξε τριγύρω το χωριό και πρόσθεσε στεγνά, “Σχεδόν το τελευταίο”. Έπειτα, το βλέμμα του έπεσε στην άμαξα μπροστά στο πανδοχείο, που έστεκε έρημη τώρα, με τους ρυμούς ακουμπισμένους στο χώμα. “Μάλιστα. Καλά μου φάνηκε ότι είδα εκεί μέσα τον Πάνταν Φάιν”. Η φωνή του ήταν ακόμα βαθιά, αλλά η αντήχηση είχε χαθεί και τη θέση της είχε πάρει η καταφρόνια. “Ο Φάιν πάντα έφερνε γρήγορα τα κακά νέα, όσο χειρότερα τόσο γρηγορότερα. Πιο πολύ κοράκι έχει μέσα του παρά άνθρωπο”.

“Ο αφέντης Φάιν έρχεται συχνά στο Πεδίο του Έμοντ, αφέντη Βάρδε”, είπε η Εγκουέν και μέσα από την αγαλλίαση της ξεπρόβαλλε, επιτέλους, ένας τόνος αποδοκιμασίας. “Πάντα είναι γελαστός και πιο πολλά είναι τα καλά νέα που φέρνει παρά τα άσχημα”.

Ο Βάρδος την κοίταξε για μια στιγμή και μετά χαμογέλασε πλατιά. “Είσαι μια θαυμάσια κοπελιά. Θα ’πρεπε να έχεις ανθούς τριανταφυλλιάς στα μαλλιά σου. Δυστυχώς, δεν μπορώ να βγάλω τριαντάφυλλα απ’ τον αέρα, τουλάχιστον φέτος, αλλά πώς θα σου φαινόταν να σταθείς πλάι μου αύριο για ένα μέρος της παράστασής μου; Θα μου δίνεις το φλάουτό μου, όταν το χρειάζομαι, και ορισμένα άλλα σύνεργα. Πάντα διαλέγω το ομορφότερο κορίτσι για βοηθό μου”.

Ο Πέριν χασκογέλασε και ο Ματ, που ήδη χασκογελούσε, γέλασε δυνατά. Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτος· η Εγκουέν τον αγριοκοίταξε κι αυτός δεν είχε καν χαμογελάσει. Η Εγκουέν γύρισε και μίλησε, με φωνή που παραήταν γαλήνια.

“Σ’ ευχαριστώ, αφέντη Βάρδε. Θα χαρώ να σε βοηθήσω”.

“Θομ Μέριλιν”, είπε ο Βάρδος. Οι άλλοι στάθηκαν, κοιτώντας τον. “Το όνομά μου είναι Θομ Μέριλιν, όχι αφέντης Βάρδος”. Έσιαξε τον πολύχρωμο μανδύα στους ώμους του και η φωνή του πάλι έμοιαζε ν’ αντηχεί σε μεγάλη αίθουσα. “Κάποτε ήμουν Βάρδος της Αυλής και τώρα, πράγματι, έχω κατακτήσει το τιμημένο αξίωμα του αφέντη Βάρδου, αλλά το όνομά μου είναι απλώς Θομ Μέριλιν, και Βάρδος είναι ο απλός τίτλος, για τον οποίο καμαρώνω”. Και υποκλίθηκε περισπούδαστα, ανεμίζοντας το μανδύα του, τόσο επιτηδευμένα, που ο Ματ χειροκρότησε και η Εγκουέν μουρμούρισε με θαυμασμό.

“Αφέντη... ε... αφέντη Μέριλιν”, είπε ο Ματ, μη ξέροντας με ποιον τρόπο θα έπρεπε να απευθυνθεί στον Θομ Μέριλιν, μετά απ’ όσα τους είχε πει, “τι συμβαίνει στη Γκεάλνταν; Ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν τον ψεύτικο Δράκοντα; Ή τις Άες Σεντάι;”

“Μοιάζω με πραματευτή, μικρέ μου;” είπε βαριά ο Βάρδος, χτυπώντας την πίπα του στην κόψη της παλάμης του. Εξαφάνισε την πίπα κάπου μέσα στο μανδύα του, ή στο παλτό του· ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος πού είχε μπει και πώς. “Είμαι Βάρδος, όχι έμπορος ειδήσεων. Και φροντίζω να μην ξέρω απολύτως τίποτα για τις Άες Σεντάι. Αυτό είναι πολύ πιο ασφαλές”.

“Αλλά, ο πόλεμος”, άρχισε να λέει ο Ματ με ζέση, μόνο και μόνο για να τον διακόψει ο αφέντης Μέριλιν.

“Στους πολέμους, μικρέ μου, ανόητοι σκοτώνουν άλλους ανόητους για ανόητους σκοπούς. Παραπάνω δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς. Εγώ είμαι εδώ για την τέχνη μου”. Ξαφνικά, έδειξε με το δάχτυλό του τον Ραντ. “Εσύ, παλικάρι μου. Δεν σου λείπει το μπόι. Έχεις κι άλλο να ψηλώσεις, αλλά είμαι σίγουρος, πως δεν έχει άλλο άνδρα στην περιοχή που να σε φτάνει στο ύψος. Και δεν θα ’ναι πολλοί στο χωριό με τέτοιο χρώμα ματιών, πάω στοίχημα. Το θέμα είναι, έχεις ώμους ένα τσεκούρι σε φάρδος και είσαι ψηλός σαν Αελίτης. Πώς είναι τ’ όνομά σου, παλικάρι μου;”

Ο Ραντ του είπε, διστακτικά, χωρίς να είναι σίγουρος αν ο άλλος τον κορόιδευε, ή όχι, αλλά ο Βάρδος είχε στραφεί στον Πέριν. “Κι εσύ είσαι μεγαλόσωμος σαν Ογκιρανός. Σχεδόν. Πώς σε λένε;”

“Μόνο αν πατήσω στους ώμους μου”. Ο Πέριν γέλασε. “Φοβάμαι πως ο Ραντ κι εγώ είμαστε απλοί άνθρωποι, αφέντη Μέριλιν, κι όχι φανταστικά πλάσματα από τις ιστορίες σου. Είμαι ο Πέριν Αϋμπάρα”.

Ο Θομ Μέριλιν τράβηξε την άκρη του μουστακιού του. “Βρε, βρε. Φανταστικά πλάσματα από τις ιστορίες μου. Αυτό είναι; Φαίνεται λοιπόν ότι εσείς, παλικάρια μου, είστε πολυταξιδεμένοι”.

Ο Ραντ δεν άνοιξε το στόμα του, σίγουρος ότι ο Βάρδος ετοίμαζε κάποιο αστείο σε βάρος τους, αλλά ο Πέριν μίλησε.

“Όλοι πήγαμε μακριά, ίσαμε το Λόφο της Βίγλας και το Ντέβεν Ράιντ. Δεν είναι πολλοί εδώ γύρω που να ’χουν φτάσει τόσο μακριά”. Δεν καυχιόταν· ο Πέριν σπάνια έκανε κάτι τέτοιο. Απλώς έλεγε την αλήθεια.

“Κι όλοι έχουμε δει το Βαλτοτόπι”, πρόσθεσε ο Ματ κι ακούστηκε σαν να καυχιόταν. “Είναι ο μεγάλος βάλτος, στην άλλη άκρη του Δυτικού Δάσους. Κανένας δεν πάει εκεί —έχει παντού κινούμενη άμμο και έλη- εκτός από μας. Και ούτε πάει κανένας στα Όρη της Ομίχλης, αλλά εμείς πήγαμε, μια φορά. Ως τα ριζά τους, δηλαδή”.

“Ως εκεί;” μουρμούρισε ο Βάρδος, που τώρα χάιδευε συνεχώς το μουστάκι του. Του Ραντ του φάνηκε πως έκρυβε ένα χαμόγελο και είδε πως ο Πέριν είχε σμίξει τα φρύδια του.

“Είναι γρουσουζιά να πας στα βουνά”, είπε ο Ματ, σαν να έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του που δεν είχαν πάει μακρύτερα. “Όλοι το ξέρουν”.

“Όλα χαζομάρες, Μάτριμ”, τον διέκοψε θυμωμένα η Εγκουέν. “Η Νυνάβε λέει...” Σταμάτησε, με τα μάγουλά της να έχουν πάρει ένα ροδαλό χρώμα και η ματιά που έριξε στον Θομ Μέριλιν δεν ήταν πια τόσο φιλική. “Δεν είναι σωστό να... Δεν είναι...” Το πρόσωπό της κοκκίνισε κι άλλο κι έπαψε να μιλά. Ο Ματ ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να είχε μόλις αρχίσει να υποψιάζεται τι γινόταν.

“Έχεις δίκιο, παιδί μου”, είπε με ύφος μεταμέλειας ο Βάρδος. “Ταπεινά ζητώ συγνώμη. Είμαι εδώ για να σας διασκεδάσω. Α, η γλώσσα μου πάντα με βάζει σε μπελάδες”.

“Μπορεί να μην ταξιδέψαμε όσο εσύ”, είπε ανέκφραστα ο Πέριν, “αλλά τι σημασία έχει το ύψος του Ραντ;”

“Μόνο σε κάτι, παλικάρι μου. Αργότερα θα σε αφήσω να με σηκώσεις, αλλά δεν θα μπορείς να ξεκολλήσεις τα πόδια μου από κάτω. Ούτε εσύ, ούτε ο ψηλός σου φίλος από δω —Ραντ, είπαμε;-ουτε και κανένας άλλος. Τι λες γι’ αυτό;”

Ο Πέριν γέλασε. “Νομίζω ότι μπορώ να σε σηκώσω, εδώ και τώρα”. Αλλά, όταν ξεκίνησε για να τον πλησιάσει, ο Θομ Μέριλιν του έκανε νόημα να σταματήσει.

“Αργότερα, παλικάρι μου, αργότερα. Όταν θα έχει περισσότερο κόσμο να μας βλέπει. Ο καλλιτέχνης χρειάζεται κοινό”.

Από τη στιγμή που ο Βάρδος είχε βγει από το πανδοχείο, καμιά εικοσαριά άνθρωποι είχαν μαζευτεί στο Πράσινο, νεαροί άνδρες και γυναίκες, μέχρι παιδιά που κοίταζαν σιωπηλά, με γουρλωμένα μάτια, πίσω από τους μεγαλύτερους θεατές. “Ολοι έμοιαζαν να περιμένουν θαυματουργά πράγματα από τον Βάρδο. Ο ασπρομάλλης άνδρας τους κοίταξε εξεταστικά —φάνηκε να τους μετρά- και μετά κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και αναστέναξε.

“Μάλλον θα ήταν καλό να σας παρουσιάσω ένα μικρό δείγμα. Για να τρέξετε να φέρετε τους άλλους. Ε; Μια πρώτη γεύση γι’ αυτά που θα δείτε αύριο στη γιορτή σας”.

Έκανε ένα βήμα πίσω και ξαφνικά πετάχτηκε στον αέρα, έκανε μια τούμπα και προσγειώθηκε αντικριστά τους, πάνω στο παλιό πέτρινο θεμέλιο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τρία μπαλάκια —ένα κόκκινο, ένα λευκό και ένα μαύρο- άρχισαν να χορεύουν ανάμεσα στα χέρια του, από τη στιγμή ακόμα που έπεφτε.

Ένας απαλός ήχος ακούστηκε από τους θεατές, εν μέρει έκπληξης, εν μέρει ικανοποίησης. Ακόμα και ο Ραντ ξέχασε τον εκνευρισμό του. Έστειλε ένα χαμόγελο στην Εγκουέν κι εκείνη του το ανταπέδωσε με χαρά κι έπειτα και οι δυο στράφηκαν και κάρφωσαν με τα μάτια τον Βάρδο.

“Θέλετε ιστορίες;” είπε με στόμφο ο Θομ Μέριλιν. “Έχω ιστορίες και θα σας τις πω. Θα τις ζωντανέψω μπροστά στα μάτια σας”. Ένα γαλάζιο μπαλάκι προστέθηκε από κάπου στα άλλα, έπειτα ένα πράσινο κι ένα κίτρινο. “Ιστορίες μεγάλων πολέμων και μεγάλων ηρώων, για τους άνδρες και τα αγόρια. Για τις γυναίκες και τα κορίτσια, ολόκληρο τον Απταριγίνειο Κύκλο. Ιστορίες του Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ, του Άρτουρ του Γερακόφτερου, του Άρτουρ του Υψηλού Βασιλιά, που, κάποτε, κυβερνούσε όλες τις χώρες, από την Ερημιά του Άελ ως τον Ωκεανό Άρυθ κι ακόμα παραπέρα. Θαυμαστές ιστορίες, για παράξενους ανθρώπους και παράξενες χώρες, για τον Θαλερό, τους Πρόμαχους και τους Τρόλοκ, τους Ογκιρανούς και τους Αελίτες. Οι Χίλιες Ιστορίες τον Άνλα, τον Σοφού Συμβουλάτορα. “Ο Τζάεμ ο Γιγαντοκτόνος”. Πώς ο Σούζα Δάμασε τον Τζάιν τον Γοργοπόδαρο. “Ο Μάρα και οι Τρεις Ανόητοι Βασιλιάδες””.

“Πες μας για τον Λεν”, φώναξε η Εγκουέν. “Πώς πέταξε στο φεγγάρι, μέσα στην κοιλιά ενός αετού πλασμένου από φωτιά. Πες για την κόρη του, τη Σάλυα, που περπατά ανάμεσα στα άστρα”.

Ο Ραντ τη λοξοκοίταξε, αλλά εκείνη έμοιαζε να κοιτά απορροφημένη τον Βάρδο. Ποτέ δεν της άρεσαν οι ιστορίες για περιπέτειες και μακρινά ταξίδια. Προτιμούσε τις αστείες, ή τις ιστορίες για γυναίκες, που αποδεικνύονταν εξυπνότερες από άνδρες που θεωρούνταν σοφοί. Ο Ραντ ήταν σίγουρος πως είχε ζητήσει ιστορίες για τον Λεν και τη Σάλυα για να τον πικάρει. Προφανώς, καταλάβαινε και μόνη της, πως ο κόσμος εκεί έξω δεν ήταν μέρος για Διποταμίτες. Άλλο πράγμα να ακούς για περιπέτειες, έστω να τις ονειρεύεσαι, κι εντελώς άλλο να συμβαίνουν σε σένα.

“Παλιές ιστορίες, παλιές”, είπε ο Θομ Μέριλιν και ξαφνικά βρέθηκε να παίζει τρία πολύχρωμα μπαλάκια στο κάθε χέρι. “Ιστορίες από την Εποχή πριν την Εποχή των Θρύλων, λένε μερικοί. Ίσως κι ακόμα παλαιότερες. Αλλά ξέρω όλες τις ιστορίες, προσέξτε τι λέω, για Εποχές που ήταν και θα έρθουν. Εποχές που οι άνθρωποι κυβερνούσαν τον ουρανό και τα άστρα και Εποχές που οι άνθρωποι τριγυρνούσαν σαν αδέρφια των θηρίων. Εποχές θαυμαστές κι Εποχές φρικτές. Εποχές που τελείωσαν με βροχή φωτιάς από τα ουράνια κι Εποχές που τις αφάνισαν το χιόνι και οι πάγοι, που σκέπασαν στεριά και θάλασσα. Ξέρω όλες τις ιστορίες, και θα σας τις πω όλες. Ιστορίες για τον Μοσκ, τον Γίγαντα με το Δόρυ της Φωτιάς, το οποίο έφτανε ως την άλλη πλευρά του κόσμου και τους πολέμους του με την Άλσμπετ, τη Βασίλισσα των Πάντων. Ιστορίες για τη Ματερέζε τη Θεραπεύτρια, τη Μητέρα του Ιντ του Θαυμαστού”.

Τώρα, τα μπαλάκια χόρευαν ανάμεσα στα χέρια του Θομ, σχηματίζοντας δύο κύκλους που ήταν πλεγμένοι μαζί. Η φωνή του ηχούσε σαν ψαλμωδία και γυρνούσε ολόκληρος, σιγά-σιγά, σαν να εξέταζε τους παρευρισκόμενους για να δει τι εντύπωση τους έκανε. “Θα σας πω για το τέλος της Εποχής των Θρύλων, για τον Δράκοντα και για την προσπάθειά του να εξαπολύσει τον Σκοτεινό στον κόσμο των ανθρώπων. Θα πω για τον Καιρό της Τρέλας, τότε που οι Άες Σεντάι τσάκισαν τον κόσμο· για τους Πολέμους των Τρόλοκ, που οι άνθρωποι πολέμησαν τους Τρόλοκ για να κυριαρχήσουν στη γη· για τον Εκατονταετή Πόλεμο. Η Πολιορκία των Στύλων του Ουρανού. “Πώς η Κάριλ η Νοικοκυρά Γιάτρεψε το Ροχαλητό του Αντρος της”. Ο Βασιλιάς Ντάριθ και η Πτώση τον Οίκον των-”

Τόσο ο χείμαρρος των λέξεων, όσο και το παιχνίδι με τα μπαλάκια κόπηκαν απότομα. Ο Θομ άρπαξε τα μπαλάκια από τον αέρα και έπαψε να μιλά. Χωρίς να την έχει προσέξει ο Ραντ, η Μουαραίν είχε μπει κι αυτή στο κοινό. Ο Λαν έστεκε δίπλα της, αν και ο Ραντ χρειάστηκε να ψάξει με το βλέμμα για να τον βρει. Για μια στιγμή, ο Θομ λοξοκοίταξε τη Μουαραίν, παγωμένος ολόκληρος, εκτός από την κίνηση που έκανε για να βάλει τα μπαλάκια στις ευρύχωρες τσέπες του. Έπειτα της έκανε μια υπόκλιση, απλώνοντας το μανδύα του. “Συγχώρα με, αλλά μου φαίνεται πως δεν είσαι από αυτή την περιοχή;”

“Αρχόντισσα!” έσπευσε να πει με ζήλο ο Γιούιν. “Είναι η αρχόντισσα Μουαραίν”.

Ο Θομ βλεφάρισε, κατόπιν υποκλίθηκε ξανά, βαθύτερα τώρα. “Και πάλι συγχώρεσέ με... ε, αρχόντισσα. Δεν ήθελα να σε προσβάλω”.

Η Μουαραίν κούνησε το χέρι της ελαφρά, απαξιωτικά. “Δεν υπήρξε καμία προσβολή, αφέντη Βάρδε. Και το όνομά μου είναι απλώς Μουαραίν. Πράγματι, είμαι ξένη εδώ, ταξιδιώτισσα, όπως κι εσύ, μακριά από την πατρίδα μου και μόνη. Ο κόσμος, κάποτε, είναι επικίνδυνος, όταν είσαι ξένος”.

“Η αρχόντισσα Μουαραίν συλλέγει ιστορίες”, παρενέβη ο Γιούιν. “Ιστορίες για πράγματα που έγιναν στους Δύο Ποταμούς.

Αν και δεν ξέρω τι έγινε κάποτε εδώ, που να του αξίζει να μπει σε ιστορία”.

“Φαντάζομαι πως θα σου αρέσουν και οι δικές μου ιστορίες... Μουαραίν.” Ο Θομ την κοίταζε, με φανερή επιφυλακτικότητα. Δεν έμοιαζε να χαίρεται που την είχε βρει εκεί. Ο Ραντ αναρωτήθηκε, ξαφνικά, τι είδους ψυχαγωγία θα πρόσφεραν σε μια τέτοια αρχόντισσα σε μια πόλη σαν το Μπάερλον, ή το Κάεμλυν. Σίγουρα δεν θα είχαν τίποτα καλύτερο από έναν Βάρδο.

“Είναι ζήτημα γούστου, αφέντη Βάρδε”, απάντησε η Μουαραίν. “Μερικές ιστορίες μ’ αρέσουν, και μερικές όχι”.

Ο Θομ υποκλίθηκε πιο βαθιά από κάθε άλλη φορά, και το μακρύ του σώμα έγινε σχεδόν παράλληλο με το έδαφος. “Σε διαβεβαιώνω, καμία ιστορία μου δεν θα σε δυσαρεστήσει. Όλες διασκεδάζουν και ψυχαγωγούν. Και μου κάνεις μεγάλη τιμή. Είμαι ένας απλός Βάρδος· αυτό, και τίποτα παραπάνω”.

Η Μουαραίν αποκρίθηκε στην υπόκλιση του με ένα νεύμα της κεφαλής, όλο χάρη. Για μια στιγμή, φάνηκε να μοιάζει περισσότερο με αρχόντισσα, όπως την είχε αποκαλέσει ο Γιούιν, που δεχόταν την προσφορά ενός υπηκόου της. Έπειτα απομακρύνθηκε, και την ακολούθησε ο Λαν, λύκος στην υπηρεσία αιθέριου κύκνου.

Ο Θομ τους κοίταξε, με τα φουντωτά του φρύδια χαμηλωμένα, τρίβοντας το μακρύ μουστάκι του με την άρθρωση του δαχτύλου του, ώσπου έφτασαν στη μέση του Πρασίνου. Δεν χάρηκε καθόλου, σκέφτηκε ο Ραντ.

“Θα παίξεις κι άλλο με τα μπαλάκια;” ζήτησε να μάθει ο Γιούιν.

“Φάε φωτιά”, φώναξε ο Ματ. “Θέλω να σε δω να τρως φωτιά”.

“Την άρπα!” ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος. “Παίξε την άρπα!” Κάποιος άλλος ζήτησε το φλάουτο.

Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα του πανδοχείου άνοιξε και ξεχύθηκαν έξω τα μέλη του Συμβουλίου του Χωριού, με τη Νυνάβε ανάμεσά τους. Ο Ραντ είδε ότι ο Πάνταν Φάιν δεν ήταν μαζί τους· προφανώς, ο πραματευτής είχε αποφασίσει να παραμείνει στη ζεστή κοινή αίθουσα με το ζαχαρωμένο κρασί του.

Μουρμουρίζοντας κάτι για “δυνατό μπράντυ”, ο Θομ Μέριλιν ξαφνικά πήδηξε κάτω από το παλιό θεμέλιο. Δεν έδωσε σημασία στις κραυγές όσων τον παρακολουθούσαν και πέρασε στριμωχτά δίπλα από τους συμβούλους, πριν αυτοί καλά-καλά βγουν από την είσοδο.

“Βάρδος είναι, ή περνιέται για βασιλιάς;” ρώτησε ενοχλημένος ο Τσεν Μπούι. “Τζάμπα τα λεφτά που δίνουμε, αν θέλετε τη γνώμη μου”.

Ο Μπραν αλ’Βερ μισοέστριψε στο κατόπι του Βάρδου, έπειτα κούνησε το κεφάλι. “Κακός μπελάς αυτός ο άνθρωπος”.

Η Νυνάβε ξεφύσηξε και κουκουλώθηκε στο μανδύα της. “Καλύτερα να στενοχωριέσαι για τον Βάρδο, Μπράντελγουυν. Τουλάχιστον, αυτός είναι στο Πεδίο του Έμοντ, αντίθετα από τον ψεύτικο Δράκοντα που λένε. Αλλά, αν θες ντε και καλά να στενοχωρηθείς για κάτι, υπάρχουν άλλοι εδώ, που θα ’πρεπε να σε ανησυχούν”.

“Σε παρακαλώ πολύ, Σοφία”, είπε ψυχρά ο Μπραν, “άσε εμένα ν’ αποφασίσω για ποιον να στενοχωριέμαι. Ένα έχω να πω, η κυρά Μουαραίν και ο αφέντης Λαν είναι καλεσμένοι στο πανδοχείο μου, σωστοί, αξιοπρεπείς άνθρωποι. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος ήρθαν να με πουν βλάκα μπροστά σ’ ολόκληρο το Συμβούλιο. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος ήρθαν στο Συμβούλιο, να πουν ότι οι μισοί είμαστε τρελοί”.

“Νομίζω πως τους μισούς τους μέτρησα λάθος”, του ανταπάντησε η Νυνάβε. Έφυγε, δίχως να ρίξει άλλη ματιά πίσω της, ενώ ο Μπραν ανοιγόκλεινε το στόμα, ψάχνοντας τι να απαντήσει.

Η Εγκουέν κοίταξε τον Ραντ, σαν να ήθελε να του πει κάτι, αλλά, μετά, έτρεξε πίσω από τη Σοφία. Ο Ραντ ήξερε, ότι κάποιος τρόπος θα υπήρχε να την εμποδίσει να φύγει από τους Δύο Ποταμούς, αλλά ο μόνος που του ερχόταν στο νου ήταν ένας για τον οποίο δεν ήταν έτοιμος, ακόμη κι αν αυτή το ήθελε. Και, ουσιαστικά, του είχε πει ότι δεν ήθελε, κάτι που τον έκανε να νιώθει ακόμα χειρότερα.

“Αυτή η νεαρούλα θέλει άντρα”, γρύλισε ο Τσεν Μπούι, ισορροπώντας στις μύτες των ποδιών του. Το πρόσωπό του ήταν μπλαβί και σκούραινε κι άλλο. “Δεν σέβεται τίποτα. Είμαστε το Συμβούλιο του Χωριού, όχι τίποτα αγόρια που τα έβαλε να καθαρίσουν την αυλή της και—”

Ο δήμαρχος πήρε μια βαθιά ανάσα μέσα από τη μύτη του, και ξαφνικά τα ’βαλε με τον γέρο-καλαμοτεχνίτη. “Κλείσε το στόμα σου, Τσεν! Πάψε να κάνεις σαν Αελίτης με μαύρο πέπλο!” Ο κοκαλιάρης, ηλικιωμένος άντρας πάγωσε όρθιος, ανασηκωμένος στις μύτες των ποδιών του, κατάπληκτος. Ο δήμαρχος πάντα συγκρατούσε τα νεύρα του. Ο Μπραν τον αγριοκοίταξε. “Κάψε με, αλλά έχουμε ν’ ασχοληθούμε με πιο σοβαρά πράγματα, πέρα από αυτές τις χαζομάρες. Ή θες να αποδείξεις ότι καλά τα έλεγε η Νυνάβε;” Και μπήκε βαρύθυμα στο πανδοχείο, βροντώντας πίσω του την πόρτα.

Τα μέλη του Συμβουλίου έριξαν μια ματιά στον Τσεν και κίνησαν να πάνε στις δουλειές του. Όλοι, εκτός από τον Χάραλ Λούχαν, που πήγε παρέα με τον αποσβολωμένο καλαμοτεχνίτη, μιλώντας του χαμηλόφωνα: Ο σιδεράς ήταν ο μόνος που μπορούσε να λογικέψει τον Τσεν.

Ο Ραντ πήγε να συναντήσει τον πατέρα του, και οι φίλοι του τον ακολούθησαν.

“Ποτέ δεν είδα τον αφέντη αλ’Βερ τόσο θυμωμένο”, ήταν το πρώτο που είπε ο Ραντ, κάτι που έκανε τον Ματ να τον κοιτάξει με αηδία.

“Ο δήμαρχος και η Σοφία σπάνια συμφωνούν”, είπε ο Ταμ, “και σήμερα συμφωνούσαν λιγότερο απ’ ό,τι συνήθως. Αυτό είναι όλο. Σ’ όλα τα χωριά τα ίδια γίνονται”.

“Και ο ψεύτικος Δράκοντας;” ρώτησε ο Ματ, και ο Πέριν μουρμούρισε κι αυτός, με προσμονή. “Και οι Άες Σεντάι;”

Ο Ταμ κούνησε το κεφάλι αργά. “Ο αφέντης Φάιν δεν ήξερε πολλά παραπάνω απ’ όσα είχε πει. Τουλάχιστον απ’ αυτά που μας ενδιέφεραν. Μάχες που κερδήθηκαν, ή χάθηκαν. Πόλεις που πάρθηκαν και ξαναπάρθηκαν. Όλα στη Γκεάλνταν, δόξα στο Φως Δεν εξαπλώθηκαν ακόμα, απ’ όσο δηλαδή ξέρει ο αφέντης Φάιν”.

“Οι μάχες εμένα μ’ ενδιαφέρουν”, είπε ο Ματ, και ο Πέριν συμφώνησε.

“Οι μάχες δεν ενδιαφέρουν εμένα, Μάτριμ”, είπε ο Ταμ. “Αλλά είμαι σίγουρος πως αργότερα θα σας πει τα πάντα με μεγάλη χαρά. “Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι δεν χρειάζεται ν’ ανησυχούμε μην έρθουν από εδώ, τουλάχιστον όπως έκρινε το Συμβούλιο. Δεν νομίζουμε ότι οι Άες Σεντάι θα έχουν λόγο να περάσουν από εδώ, καθώς θα πηγαίνουν προς το νότο. Κι όσο για το ταξίδι της επιστροφής, μάλλον δεν θα θέλουν να διασχίσουν το Δάσος των Σκιών και να κολυμπήσουν στο Λευκό Ποταμό”.

Ο Ραντ και οι άλλοι χασκογέλασαν ακούγοντας αυτή την ιδέα. Τρεις λόγοι υπήρχαν που δεν ερχόταν κανείς στους Δύο Ποταμούς, παρά μόνο από το βορρά, μέσω του Τάρεν Φέρυ. Τα Όρη της Ομίχλης, στα δυτικά, ήταν φυσικά ο πρώτος λόγος και το Βαλτοτόπι έκλεινε εξίσου αποτελεσματικά την ανατολική πλευρά. Προς το νότο υπήρχε ο Λευκός Ποταμός, που έπαιρνε το όνομά του από τον τρόπο που τα γοργά νερά του έπεφταν στα βράχια και τις πέτρες και γινόταν αφρός. Και πέρα από το Λευκό βρισκόταν το Δάσος των Σκιών. Ελάχιστοι κάτοικοι των Δύο Ποταμών είχαν περάσει ποτέ το Λευκό κι ακόμα λιγότεροι απ’ αυτούς είχαν επιστρέψει. Ο κόσμος συμφωνούσε, όμως, πως το Δάσος των Σκιών εκτεινόταν προς το νότο, περίπου εκατό μίλια, ή παραπάνω, δίχως δρόμο ή χωριό, αλλά με μπόλικους λύκους κι αρκούδες.

“Για μας δεν έχει άλλα λοιπόν”, είπε ο Ματ. Φαινόταν λιγάκι απογοητευμένος.

“Όχι ακριβώς”, είπε ο Ταμ. “Μεθαύριο θα στείλουμε ανθρώπους στο Ντέβεν Ράιντ και στο Λόφο της Βίγλας και στο Τάρεν Φέρυ, επίσης, για να κανονίσουμε να φυλάμε σκοπιές. Να υπάρχουν καβαλάρηδες μεταξύ Λευκού και Τάρεν και περίπολοι ενδιάμεσα. Αυτά θα έπρεπε να γίνουν σήμερα, αλλά μόνο ο δήμαρχος συμφωνεί μαζί μου. Οι άλλοι δεν αντέχουν να ζητήσουν από κανέναν να περάσει το Μπελ Τάιν πάνω στο άλογο, πέρα, στους Δύο Ποταμούς”.

“Μα είπες, έτσι μου φάνηκε, ότι δεν έχουμε λόγο να ανησυχούμε”, είπε ο Πέριν και ο Ταμ κούνησε το κεφάλι.

“Είπα ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε, όχι ότι δεν ανησυχούμε. Είδα ανθρώπους να πεθαίνουν, επειδή ήταν σίγουροι ότι αυτό που δεν έπρεπε να γίνει δεν θα γινόταν. Εκτός αυτού, οι μάχες θα ξεσηκώσουν λογής-λογής ανθρώπους. Οι πιο πολλοί απλώς θα ψάχνουν για ένα σίγουρο μέρος, όμως κάποιοι άλλοι θα ζητούν τρόπο να ωφεληθούν από τις φασαρίες. Θα δώσουμε ένα χέρι βοήθειας στους πρώτους, αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να στείλουμε τους άλλους στο δρόμο τους”.

Ο Ματ, ξαφνικά, άνοιξε το στόμα του. “Να ’ρθω κι εγώ; Θέλω να έρθω. Ξέρεις ότι είμαι καλός καβαλάρης”.

“Θέλεις να περάσεις μερικές βδομάδες που θα κρυώνεις, θα βαριέσαι και θα κοιμάσαι στις πέτρες;” Ο Ταμ γέλασε πνιχτά. “Μάλλον αυτό θα είναι όλο. Ελπίζω αυτό να είναι όλο. Είμαστε πολύ απομονωμένοι, ακόμα και πρόσφυγες δεν φτάνουν ως εδώ. Αλλά, αν το πήρες απόφαση, μπορείς να μιλήσεις στον αφέντη αλ’Βερ. Ραντ, είναι ώρα να γυρίσουμε σπίτι”, Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια ξαφνιασμένος. “Νόμιζα ότι θα μείνουμε για τη Νύχτα του Χειμώνα”.

“Έχουμε δουλειές στο σπίτι και σε θέλω μαζί μου”.

“Και πάλι, μπορούμε να κάτσουμε μερικές ώρες ακόμα. Θέλω και να δηλώσω εθελοντής για τις περιπόλους”.

“Φεύγουμε τώρα”, απάντησε ο πατέρας του, με τόνο που έδειχνε ότι δεν ήθελε αντιρρήσεις. Πρόσθεσε, με πιο απαλή φωνή, “Θα γυρίσουμε αύριο και θα προλάβεις να μιλήσεις στον δήμαρχο. Και θα προλάβουμε και τη Γιορτή. Κάτσε πέντε λεπτά και μετά έλα να με βρεις στο στάβλο”.

“Θα έρθεις στη σκοπιά μαζί με μένα και τον Ραντ;” ρώτησε ο Ματ τον Πέριν, ενώ ο Ταμ έφευγε. “Πάω στοίχημα πως πρώτη φορά συμβαίνει τέτοιο πράγμα στους Δύο Ποταμούς. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, αν ανέβουμε στο Τάρεν, ίσως δούμε στρατιώτες, ή ποιος ξέρει τι άλλο. Ακόμα και Μάστορες”.

“Μάλλον θα έρθω”, είπε αργά ο Πέριν, “αν δηλαδή δεν με χρειάζεται ο αφέντης Λούχαν”.

“Ο πόλεμος είναι στη Γκεάλνταν”, ξέσπασε ο Ραντ. Χαμήλωσε τη φωνή του με κόπο. “Ο πόλεμος είναι στη Γκεάλνταν και μόνο το Φως ξέρει που βρίσκονται οι Άες Σεντάι, αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν είναι εδώ. Εδώ όμως είναι ο άντρας με το μαύρο μανδύα, ή μήπως τον ξεχάσατε κιόλας;” Οι άλλοι κοιτάχτηκαν ντροπιασμένοι.

“Συγνώμη, Ραντ”, μουρμούρισε ο Ματ. “Αλλά κάθε πότε έχω την ευκαιρία να κάνω κάτι άλλο, εκτός να αρμέγω τις αγελάδες του μπαμπά μου;” Όρθωσε το κορμί του, ενώ οι άλλοι τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι. “Ε, τις αρμέγω και μάλιστα κάθε μέρα”.

“Ο μαύρος καβαλάρης”, τους υπενθύμισε ο Ραντ. “Αν κάνει κακό σε κάποιον;”

“Μπορεί να είναι πρόσφυγας από τον πόλεμο”, είπε ο Πέριν με αμφιβολία.

“Όποιος και να ’ναι, οι σκοποί θα τον βρουν”.

“Μπορεί”, είπε ο Ραντ, “αλλά μοιάζει να εξαφανίζεται όποτε του κάνει κέφι. Μπορεί να είναι καλύτερα, αν ξέρουν και κοιτάζουν γι’ αυτόν”.

“Θα το πούμε στον αφέντη αλ’Βερ, όταν προσφερθούμε για τις περιπόλους”, είπε ο Ματ, “αυτός θα το πει στο Συμβούλιο και θα το πουν στους σκοπούς”.

“Το Συμβούλιο;” είπε ο Πέριν δύσπιστα. “Θα είμαστε τυχεροί, αν ο δήμαρχος δεν βάλει τα γέλια. Ο αφέντης Λούχαν και ο πατέρας του Ραντ νομίζουν ότι σκιαχτήκαμε”.

Ο Ραντ αναστέναξε. “Αν είναι να το κάνουμε, ας το κάνουμε τώρα. Τι να γελάσει σήμερα, τι αύριο”.

Ο Πέριν, κοιτάζοντας λοξά τον Ματ, είπε, “Ίσως, πρέπει να βρούμε κι άλλους, που να τον έχουν δει. Απόψε στο χωριό θα είναι σχεδόν όλοι”. Ο Ματ κατσούφιασε ακόμα περισσότερο, αλλά δεν είπε τίποτα. Όλοι καταλάβαιναν ότι ο Πέριν εννοούσε πως έπρεπε να βρουν μάρτυρες, πιο αξιόπιστους από τον Ματ. “Τι να γελάσει σήμερα, τι αύριο”, πρόσθεσε ο Πέριν, όταν είδε τον Ραντ να διστάζει. “Και θα προτιμούσα να έχουμε μερικούς ακόμα μαζί μας, όταν πάμε να τον βρούμε. Το μισό χωριό, ας πούμε”.

Ο Ραντ ένευσε αργά. Στο νου του άκουγε κιόλας τον αφέντη αλ’Βερ να γελά. Καλά θα ήταν να είχαν μερικούς μάρτυρες παραπάνω. Κι αφού οι τρεις τους είχαν δει αυτόν τον τύπο, θα τον είχαν δει κι άλλοι. Έτσι έπρεπε. “Αύριο, λοιπόν. Βρείτε εσείς όποιους μπορείτε απόψε, κι αύριο πάμε στον δήμαρχο. Μετά...” Τον κοίταξαν σιωπηλοί, χωρίς να ρωτά κανένας τι θα έκαναν, αν δεν έβρισκαν άλλους που να έχουν δει τον μαυροντυμένο άνδρα. Η ερώτηση όμως ήταν ολοφάνερη στα μάτια τους και ο Ραντ δεν είχε απάντηση. Αναστέναξε βαριά. “Πρέπει να φεύγω. Ο πατέρας μου θα αναρωτιέται πού χάθηκα”.

Τον αποχαιρέτησαν κι αυτός έτρεξε στο στάβλο, όπου η άμαξα με τις μεγάλες ρόδες έστεκε, με τους ρυμούς ακουμπισμένους στο χώμα.

Ο στάβλος ήταν ένα μακρύ και στενό κτίριο, που κατέληγε σε μια μυτερή καλαμοσκεπή. Υπήρχαν παχνιά γεμάτα σανό και στις δύο πλευρές του μισοσκότεινου κτιρίου, που φωτιζόταν μόνο από τις ανοιχτές διπλές πόρτες στις δύο άκρες του. Τα ζώα του πραματευτή μασουλούσαν βρώμη, βαλμένα και τα οκτώ το καθένα στο δικό του παχνί και άλλα έξι παχνιά ήταν κατειλημμένα από τα μεγαλόσωμα Ντούραν του αφέντη αλ’Βερ, τα οποία νοίκιαζε σε αγρότες, όταν τα δικά τους άλογα δεν έφταναν για τις δουλειές τους, αλλά μόνο τρία ακόμα παχνιά ήταν γεμάτα. Ο Ραντ σκέφτηκε πως μπορούσε πανεύκολα να βρει σε ποιον ανήκε το κάθε άλογο. Ο ψηλός, μαύρος επιβήτορας με τον ογκώδη θώρακα, που σήκωσε το κεφάλι του με μια δυνατή κίνηση, πρέπει να ήταν του Λαν. Η φοράδα με το αστραφτερό άσπρο τρίχωμα, το λυγισμένο λαιμό και τα γοργά βήματα, που ήταν χαριτωμένα σαν κοριτσίστικος χορός, δεν μπορούσε παρά να ανήκει στη Μουαραίν. Και το τρίτο άγνωστο άλογο, ένα μουνουχισμένο ζώο, λιγνό, με ρουφηγμένα πλευρά και θαμπό καφετί χρώμα, ταίριαζε τέλεια με τον Θομ Μέριλιν.

Ο Ταμ στεκόταν στο πίσω μέρος του στάβλου, κρατώντας την Μπέλα από το λουρί και μιλούσε χαμηλόφωνα με τον Χου και τον Ταντ. Πριν ο Ραντ κάνει δυο βήματα στο στάβλο, ο πατέρας του ένευσε προς τους σταβλίτες και έβγαλε έξω την Μπέλα, παίρνοντας μαζί του τον Ραντ, δίχως λέξη, καθώς προχωρούσε.

Έζεψαν σιωπηλοί τη δασύτριχη φοράδα. Ο Ταμ έμοιαζε να είναι τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του, που ο Ραντ δεν είπε κουβέντα. Δεν πρόσμενε με χαρά τη στιγμή που θα προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα του για τον μαυροντυμένο καβαλάρη, πολύ λιγότερο τον δήμαρχο. Θα μπορούσε να το πει την επαύριο, που ο Ματ και οι υπόλοιποι θα είχαν βρει κι άλλους μάρτυρες. Αν έβρισκαν άλλους.

Όταν το κάρο ξεκίνησε με ένα τράνταγμα, ο Ραντ έπιασε το τόξο και τη φαρέτρα του από το πίσω μέρος και έδεσε αδέξια τη φαρέτρα στη μέση του, ενώ ταυτόχρονα μισοέτρεχε. Όταν έφτασαν στην τελευταία σειρά σπιτιών του χωριού, έβαλε ένα βέλος στη χορδή του τόξου, την τράβηξε λίγο και το μισοσήκωσε. Δεν είχε τίποτα να δει, παρά μόνο δέντρα χωρίς φύλλα, αλλά οι ώμοι του σφίχτηκαν. Ο μαύρος καβαλάρης μπορούσε να τους φτάσει πριν τον καταλάβουν. Ίσως να μην προλάβαινε να τεντώσει τη χορδή, αν δεν ήταν προετοιμασμένος.

Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει τη χορδή μισοτεντωμένη για πολλή ώρα. Είχε φτιάξει το τόξο μόνος του και ο Ταμ ήταν ένας από τους λίγους στην περιοχή που μπορούσε να το τεντώσει ως το τέλος. Έψαξε να βρει κάτι για να διώξει από τις σκέψεις του τον μαύρο καβαλάρη. Έτσι που ήταν περικυκλωμένοι από το δάσος, με τους μανδύες τους να ανεμίζουν στον αέρα, δεν ήταν εύκολο.

“Πατέρα”, είπε στο τέλος, “δεν καταλαβαίνω, γιατί το Συμβούλιο έπρεπε να ρωτήσει τον Πάνταν Φάιν”. Πήρε με κόπο το βλέμμα του από το δάσος και κοίταξε τον Ταμ, πάνω από τη ράχη της Μπέλας. “Μου φαίνεται ότι την απόφαση που πήρατε μπορούσατε να την πάρετε εκεί επιτόπου. Ο δήμαρχος τους είχε κατατρομάξει όλους, μιλώντας για τις Άες Σεντάι και τον ψεύτικο Δράκοντα εδώ στους Δύο Ποταμούς”.

“Οι άνθρωποι είναι παράξενοι, Ραντ. Ακόμα και οι πιο καλοί. Δες τον Χάραλ Λούχαν. Ο αφέντης Λούχαν είναι χεροδύναμος άνδρας και γενναίος, αλλά δεν αντέχει να βλέπει πώς σφάζουν τα ζώα. Ασπρίζει σαν το χαρτί”.

“Τι σχέση έχει; Όλοι ξέρουν, ότι ο μάστρο Λούχαν δεν αντέχει να δει αίμα και μόνο οι Κόπλιν και ο; Κόνγκαρ το βρίσκουν παράξενο”. “Μόνο αυτό, παλικάρι μου. Οι άνθρωποι δεν σκέφτονται και δεν φέρονται πάντα έτσι όπως θα νόμιζε κανείς. Ο κόσμος εδώ... αν το χαλάζι πνίξει τα σπαρτά τους στη λάσπη και ο αέρας παρασύρει τις στέγες όλων των σπιτιών της περιοχής και οι λύκοι σκοτώσουν τα μισά ζωντανά τους, τότε θα ανασκουμπωθούν και θα αρχίσουν πάλι απ’ την αρχή. Θα γκρινιάξουν, αλλά δεν θα σηκώσουν τα χέρια. Αλλά, αν τους βάλεις στο νου την ιδέα έστω για τις Άες Σεντάι και τον Ψεύτικο Δράκοντα στη Γκεάλνταν, σε λίγο θα αρχίσουν να σκέφτονται ότι η Γκεάλνταν δεν είναι και τόσο μακριά από την άλλη πλευρά του Δάσους των Σκιών και ότι η ευθεία διαδρομή από το Ταρ Βάλον ως τη Γκεάλνταν δεν περνά πολύ μακριά από μας στα ανατολικά. Λες και οι Άες Σεντάι, αντί να ακολουθήσουν το δρόμο από το Κάεμλυν και το Λάγκαρντ, θα έπαιρναν τα λαγκάδια! Αύριο το πρωί, το μισό χωριό θα ήταν σίγουρο ότι ο πόλεμος θα ερχόταν στα μέρη μας. Θα περνούσαν βδομάδες για να γαληνέψουν. Ωραίο Μπελ Τάιν θα είχαμε. Έτσι, ο Μπραν τους έβαλε στο νου την ιδέα, πριν τη σκεφτούν μόνοι τους.

“Είδαν το Συμβούλιο να συλλογάται το πρόβλημα και τώρα θα ακούσουν τι αποφασίσαμε. Μας διάλεξαν για το Συμβούλιο του Χωριού, επειδή μας εμπιστεύονται να σκεφτούμε τι είναι το καλύτερο για όλους. Εμπιστεύονται τη γνώμη μας. Ακόμα και του Τσεν, κάτι που δεν είναι και τόσο κολακευτικό για μας τους υπόλοιπους, νομίζω. Εν πάση περιπτώσει, θα ακούσουν ότι δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχούν και θα το πιστέψουν. Όχι ότι δεν θα έβγαζαν το ίδιο συμπέρασμα, ή ότι δεν θα μπορούσαν να το βγάλουν, αλλά, μ’ αυτό τον τρόπο, δεν θα χαλάσουμε τη Γιορτή και κανένας δεν θα ανησυχεί τόσες βδομάδες για κάτι που, μάλλον, δεν θα συμβεί. Αν συμβεί, παρά τις πιθανότητες... ε τότε οι περίπολοι θα μας προειδοποιήσουν για να κάνουμε ό,τι μπορούμε. Δεν νομίζω όμως ότι θα φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο”.

Ο Ραντ φούσκωσε τα μάγουλά του. Προφανώς, το να είναι κανείς στο Συμβούλιο ήταν πιο μπερδεμένο απ’ όσο πίστευε. Το κάρο συνέχισε να προχωρά βογκώντας προς το Δρόμο του Λατομείου.

“Είδε τον μαυροντυμένο καβαλάρη κανένας, εκτός από τον Πέριν;” ρώτησε ο Ταμ.

“Ο Ματ, αλλά-” Ο Ραντ βλεφάρισε, έπειτα κοίταξε τον πατέρα του πάνω από την Μπέλα. “Με πιστεύεις; Πρέπει να γυρίσω πίσω. Πρέπει να τους πω”. Η κραυγή του Ταμ τον σταμάτησε, καθώς έκανε να στρίψει για να επιστρέψει στο χωριό.

“Στάσου, παλικάρι μου, στάσου! Νομίζεις ότι δεν είχα λόγο που περίμενα τόση ώρα να σου μιλήσω;”

Ο Ραντ συνέχισε να περπατά απρόθυμα δίπλα στο κάρο, που ακολουθούσε τρίζοντας την Μπέλα. “Τι σ’ έκανε ν’ αλλάξεις γνώμη; Γιατί δεν μπορώ να το πω στους άλλους;”

“Σε λίγο θα το μάθουν. Ο Πέριν, τουλάχιστον, θα το μάθει. Για τον Ματ, δεν ξέρω. Τα νέα, με κάποιο τρόπο, θα πρέπει να φτάσουν στα αγροκτήματα, αλλά σε μια ώρα, στο Πεδίο του Έμοντ, όσοι είναι πάνω από δεκάξι χρονών, όσοι είναι εμπιστοσύνης δηλαδή, θα ξέρουν ότι τριγυρνά ένας ξένος, που μάλλον δεν είναι για να τον καλέσεις στη Γιορτή. Ο χειμώνας ήταν δύσκολος φέτος, και δεν θέλουμε από πάνω κάτι τέτοιο να τρομάζει τα μικρά”.

“Τη Γιορτή;” είπε ο Ραντ. “Αν τον είχες δει, δεν θα τον ήθελες, ούτε στα δέκα μίλια μακριά σου. Ούτε στα εκατό, ίσως”.

“Μπορεί”, είπε ο Ταμ γαλήνια. “Μπορεί να μην είναι παρά πρόσφυγας από τις φασαρίες στη Γκεάλνταν, ή, το πιο πιθανό, κλέφτης, που νομίζει ότι εδώ θα κάνει καλύτερη μπάζα, παρά στο Μπάερλον, ή στο Τάρεν Φέρυ. Ακόμα κι έτσι, κανενός εδώ δεν του περισσεύει τίποτα για να το κλέψουν. Αν ο άνδρας αυτός προσπαθεί να αποφύγει τον πόλεμο... και πάλι, δεν είναι λόγος αυτός για να τρομάζει τον κόσμο. Όταν ετοιμαστούν οι βίγλες, ή θα τον βρουν, ή θα φοβηθεί και θα φύγει”.

“Ελπίζω να τον φοβίσουν. Αλλά γιατί με πιστεύεις τώρα και δεν με πίστευες το πρωί;”

“Τότε έπρεπε να πιστέψω τα μάτια μου, παλικάρι μου, και δεν είδα τίποτα”. Ο Ταμ κούνησε το γκρίζο κεφάλι του. “Φαίνεται πως μόνο οι νέοι βλέπουν αυτόν τον άνθρωπο. Όταν όμως ο Χάραλ Λούχαν είπε ότι ο Πέριν είχε σκιαχτεί, όλα φανερώθηκαν. Τον είδε και ο μεγάλος γιος του Τζον Θέην, το ίδιο και το αγόρι του Σάμελ Κρω, ο Μπάντρυ. Όταν τέσσερις λέτε ότι είδατε κάτι —και όλοι μυαλωμένα παιδιά- τότε αρχίζουμε και σκεφτόμαστε, μήπως αυτό υπάρχει, είτε το βλέπουμε είτε όχι. Όλοι εκτός του Τσεν, φυσικά. Τέλος πάντων, γι’ αυτό πάμε σπίτι. Αν λείπουμε και οι δύο, αυτός ο ξένος μπορεί να κάνει ό,τι ζημιά θέλει. Αν δεν ήταν η Γιορτή δεν θα ξαναπήγαινα αύριο. Αλλά δεν μπορούμε να κλειστούμε σαν φυλακισμένοι στα σπίτια μας, επειδή τριγυρνά αυτός εδώ πέρα”.

“Δεν ήξερα για τον Μπαν και τον Λεμ”, είπε ο Ραντ. “Εμείς οι άλλοι θα πηγαίναμε στον δήμαρχο αύριο, αλλά ανησυχούσαμε, μήπως ούτε κι αυτός θα μας πίστευε”.

“Τα γκρίζα μαλλιά δεν σημαίνουν ότι το μυαλό μας κουρκούτιασε”, είπε ξερά ο Ταμ. “Τα μάτια σου τέσσερα, λοιπόν. Μπορεί να τον δεις, αν ξαναφανεί”.

Ο Ραντ αυτό έκανε. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι ένιωθε τα βήματά του πιο ανάλαφρα. Οι κόμποι στους ώμους του είχαν λυθεί.

Ήταν ακόμα τρομαγμένος, αλλά δεν ήταν τόσο άσχημα όσο πριν. Ο Ταμ κι αυτός ήταν μόνοι τους στο Δρόμο του Νταμαριού, όπως και το πρωί, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, ένιωθε ότι ολόκληρο το χωριό ήταν μαζί τους. Η διαφορά ήταν ότι το ήξεραν και το πίστευαν κι άλλοι. Ό,τι κι αν έκανε ο μαυροντυμένος καβαλάρης, οι άνθρωποι του Πεδίου του Έμοντ μπορούσαν, όλοι μαζί, να το αντιμετωπίσουν.

Загрузка...