6 Το Δυτικό Δάσος

Ο Ραντ δεν πολυέβλεπε τι έκανε με το φως του φεγγαριού, αλλά η πληγή του Ταμ έμοιαζε να είναι μονάχα ένα επιφανειακό κόψιμο κάθετο στα πλευρά του, όχι μακρύτερη από την παλάμη του. Κούνησε το κεφάλι του απορημένα. Είχε δει τον πατέρα του να τραυματίζεται χειρότερα και να συνεχίζει τη δουλειά, κάνοντας μονάχα μια σύντομη παύση για να ξεπλυθεί. Έψαξε γοργά τον Ταμ από την κορφή ως τα νύχια για να δει αν υπήρχε κάτι σοβαρότερο, που θα εξηγούσε τον πυρετό, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν αυτό το κόψιμο.

Αν και μικρό, αυτό το ένα και μοναδικό κόψιμο ήταν αρκετά σοβαρό· η σάρκα γύρω του έκαιγε. Ήταν πιο ζεστή από το υπόλοιπο σώμα του Ταμ, το οποίο έκαιγε τόσο που ο Ραντ έσφιξε τα δόντια. Όταν ο πυρετός ήταν τόσο έντονος μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο, ή να τον αφήσει κουφάρι του παλιού εαυτού του. Ο Ραντ έβρεξε ένα πανί με νερό από το φλασκί και το άπλωσε στο μέτωπο του Ταμ.

Προσπάθησε να κάνει απαλές κινήσεις, καθώς έπλενε κι έδενε την πληγή στο πλευρό του πατέρα του, όμως κι έτσι, χαμηλόφωνα βογκητά διέκοπταν το συνεχές μουρμουρητό του Ταμ. Ολόγυρά τους ορθώνονταν γυμνά κλαδιά, που τους πλησίαζαν απειλητικά, καθώς τα κουνούσε ο άνεμος. Λογικά οι Τρόλοκ θα τραβούσαν το δρόμο τους, όταν αποτύγχαναν να βρουν τον Ραντ και τον Ταμ, όταν θα επέστρεφαν στην αγροικία και θα την έβρισκαν άδεια. Ο Ταμ προσπάθησε να το πιστέψει αυτό, αλλά ο κακόβουλος τρόπος που είχαν καταστρέψει το σπίτι, τόσο άσκοπα, δεν του έδινε περιθώριο να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Θα ήταν επικίνδυνο να πιστέψει ότι θα σταματούσαν, πριν σκοτώσουν όποιον κι ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και δεν είχε την πολυτέλεια να βασιστεί σε μια τέτοια πιθανότητα.

Τρόλοκ. Μα το Φως εκεί ψηλά, Τρόλοκ! Πλάσματα από ιστορία Βάρδου, που βγήκαν από τη νύχτα για να γκρεμίσουν την πόρτα. Και ένας Ξέθωρος. Φως λάμψε πάνω μου, Ξέθωρος!

Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι κρατούσε τις λυτές άκρες του επιδέσμου σε ακίνητα χέρια. Παγωμένος, σαν λαγός που είδε σκιά γερακιού, σκέφτηκε περιφρονητικά. Κουνώντας θυμωμένα το κεφάλι του, έδεσε τον επίδεσμο γύρω από το στήθος του Ταμ.

Μπορεί να ήξερε τι έπρεπε να κάνει και το έκανε, αλλά αυτό δεν σκόρπιζε τους φόβους του. Όταν επέστρεφαν οι Τρόλοκ σίγουρα θα πήγαιναν να ψάξουν το δάσος γύρω από το αγρόκτημα, για να βρουν τα ίχνη των ανθρώπων που είχαν ξεφύγει. Το πτώμα του σκοτωμένου θα τους έλεγε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν απείχαν πολύ. Ποιος ήξερε, άραγε, τι θα έκανε ο Ξέθωρος, ή τι μπορούσε να κάνει; Πέρα απ’ αυτά, το σχόλιο του πατέρα του για την ακοή των Τρόλοκ ηχούσε στο μυαλό του, σαν να του το είχε πει μόλις τώρα. Ένιωσε τον πειρασμό να κλείσει με το χέρι του το στόμα του Ταμ για να πνίξει τα βογκητά και τα μουρμουρητά του, αλλά δεν ενέδωσε. Μερικοί μπορούν να ακολουθήσουν κάποιον από την οσμή. Τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό; Τίποτα. Δεν μπορούσε να χρονοτριβεί, ανησυχώντας για άλυτα προβλήματα.

“Πρέπει να κάνεις ησυχία”, ψιθύρισε στο αυτί του πατέρα του. “Οι Τρόλοκ θα ξαναγυρίσουν”.

Ο Ταμ μίλησε με πνιχτό, τραχύ τόνο. “Είσαι ακόμα όμορφη, Κάρι. Ακόμα όμορφη, σαν νέα κοπέλα”.

Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα. Η μητέρα του είχε πεθάνει πριν δεκαπέντε χρόνια. Αν ο Ταμ πίστευε πως ήταν ακόμα ζωντανή, τότε ο πυρετός ήταν χειρότερος απ’ όσο νόμιζε. Πώς να τον έπειθε να κάνει ησυχία, τώρα που η σιωπή σήμαινε ζωή;

“Η μητέρα θέλει να κάνεις ησυχία”, ψιθύρισε ο Ραντ. Ξερόβηξε για να καθαρίσει το ξαφνικό σφίξιμο που του είχε έρθει στο λαιμό. Τα χέρια της μητέρας του ήταν απαλά· αυτό τουλάχιστον το θυμόταν. “Η Κάρι θέλει να κάνεις ησυχία. Να. Πιες”.

Ο Ταμ ήπιε διψασμένα από το φλασκί, αλλά μετά από μερικές γουλιές γύρισε το κεφάλι στο πλάι και ξανάρχισε να μουρμουρίζει απαλά, τόσο χαμηλόφωνα που ο Ραντ δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Ευχήθηκε να μην τον άκουγαν ούτε οι Τρόλοκ που τους κυνηγούσαν.

Καταπιάστηκε βιαστικά με τις δουλειές που έπρεπε να κάνει. Έπλεξε τρεις κουβέρτες γύρω και ανάμεσα από τους ρυμούς που είχε κόψει από το κάρο, σκαρώνοντας ένα πρόχειρο φορείο. Θα μπορούσε να κρατά μόνο τη μια άκρη, αφήνοντας την άλλη να σέρνεται στο χώμα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Έκοψε με το μαχαίρι της ζώνης του μια μακριά λουρίδα από την τελευταία κουβέρτα και έδεσε κάθε άκρη της σε ένα ρυμό.

Ανέβασε τον Ταμ στο φορείο, όσο πιο απαλά μπορούσε και μόρφαζε με κάθε βογκητό του. Ο πατέρας του πάντα του φαινόταν άτρωτος· τίποτα δεν τον έβλαπτε, τίποτα δεν τον σταματούσε, ούτε τον καθυστερούσε. Η όψη που είχε τώρα σχεδόν ρουφούσε το κουράγιο του Ραντ. Αλλά έπρεπε να συνεχίσει. Αυτό ήταν το μόνο που τον ωθούσε. Έπρεπε να συνεχίσει.

Όταν τελικά ανέβασε τον Ταμ στο φορείο, ο Ταμ δίστασε και μετά πήρε τη ζώνη του σπαθιού από τη μέση του πατέρα του. Όταν τη φόρεσε του έδωσε μια παράξενη αίσθηση· αισθανόταν παράξενα κι ο ίδιος. Η ζώνη και το θηκάρι και το σπαθί μαζί, ζύγιζαν λίγα μόνο κιλά, αλλά, όταν θηκάρωσε τη λεπίδα του, φάνηκε να τον τραβά ένα μεγάλο βάρος.

Τα έβαλε φουρκισμένος με τον εαυτό του. Δεν ήταν ούτε η ώρα, ούτε το μέρος για χαζά ονειροπολήματα. Ένα μεγάλο μαχαίρι, αυτό ήταν όλο. Πόσες φορές είχε ονειρευτεί πως φορούσε σπαθί και ζούσε περιπέτειες; Αν μ’ αυτό μπορούσε να σκοτώσει έναν Τρόλοκ, σίγουρα θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει και άλλους. Ήξερε όμως, πολύ καλά, πως αυτό που είχε συμβεί στην αγροικία ήταν καθαρή τύχη. Και στα όνειρα του για περιπέτειες δεν έβλεπε ότι τα δόντια του θα χτυπούσαν, ότι θα έτρεχε μέσα στη νύχτα για τη ζωή του, ή ότι ο πατέρας του θα βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου.

Τύλιξε βιαστικά την τελευταία κουβέρτα γύρω από τον Ταμ και ακούμπησε το φλασκί και τα άλλα πανιά στο φορείο, πλάι στον πατέρα του. Με μια βαθιά ανάσα, γονάτισε ανάμεσα στους ρυμούς και σήκωσε τη λωρίδα της κουβέρτας πάνω από το κεφάλι του. Την στήριξε πάνω στους ώμους και κάτω από τα μπράτσα του. Όταν έσφιξε τους ρυμούς και ορθώθηκε, το πιο πολύ βάρος ήταν στους ώμους του. Δεν του φαινόταν πολύ βαρύ. Προσπαθώντας να διατηρεί ομαλό ρυθμό, ξεκίνησε με κατεύθυνση προς το Πεδίο του Έμοντ, με τον ξυστό ήχο του φορείου πίσω του.

Είχε ήδη αποφασίσει να πάει στο Δρόμο του Νταμαριού και να τον ακολουθήσει ως το χωριό. Στο δρόμο ο κίνδυνος θα ήταν σχεδόν σίγουρα μεγαλύτερος, αλλά ο Ταμ θα έμενε αβοήθητος, αν ο Ραντ χανόταν, προσπαθώντας να περάσει από το δάσος στα σκοτεινά.

Μέσα στο σκοτάδι βγήκε, σχεδόν πριν το καταλάβει, στο Δρόμο του Νταμαριού. Όταν συνειδητοποίησε πού ήταν, ένιωσε ένα σφίξιμο στο λαιμό, σαν γροθιά. Έστριψε βιαστικά το φορείο προς την άλλη μεριά, το έσυρε στα δέντρα, έπειτα σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και να γαληνέψει η καρδιά του που χτυπούσε. Ενώ ήταν ακόμα λαχανιασμένος έστριψε προς τα ανατολικά, προς το Πεδίο του Έμοντ.

Το ταξίδι ανάμεσα στα δέντρα ήταν πιο δύσκολο απ’ ό,τι αν έσερνε τον Ταμ στο δρόμο και τώρα, που ήταν νύχτα, ήταν ακόμα χειρότερα, αλλά θα ήταν τρέλα αν έβγαιναν στο δρόμο. Στόχος τους ήταν να φτάσουν στο χωριό, δίχως να συναντήσουν κανέναν Τρόλοκ· δίχως καν να δουν κάποιον από δαύτους, αν η ευχή του έπιανε. Έπρεπε να υποθέσει πως οι Τρόλοκ ακόμα τους κυνηγούσαν και, αργά ή γρήγορα, θα συνειδητοποιούσαν πως οι δύο άνθρωποι είχαν ξεκινήσει για το χωριό. Ήταν το πιθανότερο μέρος που θα πήγαιναν και η πιθανότερη διαδρομή τους ήταν ο Δρόμος του Νταμαριού. Η αλήθεια ήταν πως βρίσκονταν πιο κοντά στο δρόμο απ’ όσο έπρεπε. Η νύχτα και οι σκιές κάτω από τα δέντρα δεν έμοιαζαν σπουδαίο καταφύγιο, που θα τους έκρυβε από το βλέμμα όποιου ταξίδευε εκεί.

Το φεγγαρόφωτο, που έπεφτε μέσα από τα γυμνά κλαδιά, ξεγελούσε τα μάτια του, ώστε να πιστέψουν πως έβλεπαν καθαρά τι υπήρχε μπροστά του. Ρίζες απειλούσαν να του βάλουν τρικλοποδιά σε κάθε βήμα, γέρικες βάτοι άρπαζαν τα πόδια του και, χάρη στις λακκούβες και τα υψωματάκια του εδάφους, ο Ραντ άλλοτε μισόπεφτε, όταν το πόδι του συναντούσε κενό, κι άλλοτε σκόνταφτε, όταν το πόδι του χτυπούσε χώμα. Τα μουρμουρητά του Ταμ γίνονταν οξεία βογκητά, όταν το φορείο αναπηδούσε πάνω σε ρίζες ή βράχους.

Η αβεβαιότητα έκανε τον Ραντ να κοιτάζει στο σκοτάδι, ώσπου τα μάτια του έκαιγαν και να αφουγκράζεται, πιο προσεκτικά από κάθε άλλη φορά στη ζωή του. Κάθε κλαδί που ξυνόταν πάνω σε άλλο κλαδί και κάθε πευκοβελόνα που θρόιζε τον έκανε να σταματά και να στήνει αυτί, χωρίς να τολμά να ανασάνει, τον έκανε να φοβάται ότι δεν θα άκουγε τον προειδοποιητικό ήχο και να φοβάται ότι θα τον άκουγε. Συνέχιζε μόνο όταν ήταν σίγουρος πως είχε ακούσει τον άνεμο.

Σιγά-σιγά, η κούραση μαζευόταν στα χέρια και τα πόδια του και την επιδείνωνε ο νυχτερινός αέρας, που αψηφούσε κοροϊδευτικά το μανδύα και το παλτό του. Το βάρος του φορείου, τόσο ασήμαντο στην αρχή, τώρα προσπαθούσε να τον ρίξει κάτω. Όταν παραπατούσε δεν έφταιγε πάντα το ότι είχε σκοντάψει. Ο σχεδόν αδιάκοπος αγώνας του να μην πέσει του στοίχιζε τον ίδιο κόπο με το τράβηγμα του φορείου. Είχε σηκωθεί πριν την αυγή για να κάνει τις δουλειές του και είχε βγάλει δουλειά μιας μέρας σχεδόν, πριν το ταξίδι στο Πεδίο του Έμοντ. Μια άλλη, συνηθισμένη νύχτα θα αναπαυόταν μπροστά στο τζάκι, διαβάζοντας κάτι από τη μικρή συλλογή βιβλίων του Ταμ προτού πέσει για ύπνο. Το τσουχτερό κρύο τον περόνιαζε ως το μεδούλι και το στομάχι του του θύμιζε πως δεν είχε φάει τίποτα μετά από τις μελόπιτες της κυράς αλ’Βερ.

Μουρμούρισε μονολογώντας, θυμωμένος που δεν είχε πάρει λίγο φαγητό από το αγρόκτημα. Λίγα λεπτά ακόμα δεν θα άλλαζαν τίποτα. Λίγα λεπτά για να βρει λίγο ψωμί και τυρί. Οι Τρόλοκ δεν θα γύριζαν σε λίγα λεπτά. Ή, έστω, μόνο ψωμί. Φυσικά, η κυρά αλ’Βερ θα επέμενε να του βάλει λίγο ζεστό φαγητό, όταν θα έφταναν στο πανδοχείο. Ένα αχνιστό πιάτο πηχτό βραστό από αρνί, μάλλον. Και λίγο από το ψωμί που έψηνε το πρωί. Και μπόλικο καυτό τσάι.

“Ήρθαν πάνω από το Δρακότοιχο, σαν καταρράχτης”, είπε ξαφνικά ο Ταμ με δυνατή, θυμωμένη φωνή, “και μούσκεψαν τη γη στο αίμα. Πόσοι πέθαναν για την αμαρτία του Λάμαν;”

Ο Ραντ παραλίγο να έπεφτε από την έκπληξη. Κατέβασε κουρασμένα το φορείο και λύθηκε. Η λωρίδα της κουβέρτας άφησε ένα καυτό αυλάκι στους ώμους του. Σήκωσε τους ώμους του για να ξεμουδιάσουν και γονάτισε πλάι στον Ταμ. Ενώ ψαχούλευε να βρει το φλασκί, κοίταζε μέσα από τα δέντρα, προσπαθώντας μάταια στο αμυδρό φως του φεγγαριού να δει το δρόμο, που ήταν είκοσι βήματα πιο πέρα. Τίποτα, εκτός από σκιές.

“Δεν υπάρχει καταρράχτης από Τρόλοκ, πατέρα. Έφυγαν. Σύντομα θα είμαστε ασφαλείς στο Πεδίο του Έμοντ. Πιες λίγο νερό”.

Ο Ταμ παραμέρισε το φλασκί με το χέρι του, που έμοιαζε να έχει ανακτήσει όλη του τη δύναμη. Άρπαξε τον Ραντ από το κολάρο, τον τράβηξε τόσο κοντά, που ένιωσε τη ζέστη του πυρετού του στο μάγουλό του. “Τους είπαν απολίτιστους”, είπε βιαστικά ο Ταμ. “Οι βλάκες, είπαν πως θα τους σαρώναμε, σαν φύλλα. Πόσες μάχες χάθηκαν, πόσες πόλεις κάηκαν, μέχρι να δουν την αλήθεια; Μέχρι να σταθούν μαζί όλα τα έθνη απέναντί τους;” Χαλάρωσε τη λαβή του και η φωνή του γέμισε θλίψη, “Οι νεκροί είχαν κρύψει το χώμα στη μάχη του Μάραθ και ο μόνος ήχος ήταν οι κραυγές των κορακιών και το βούισμα των μυγών. Οι ακέφαλοι πύργοι της Καύρυεν καίγονταν τη νύχτα, σαν δαυλοί. Μέχρι τα Λαμπερά Τείχη έκαιγαν κι έσφαζαν πριν τους σταματήσουν. Μέχρι τα—”

Ο Ραντ έκλεισε με το χέρι το στόμα του πατέρα του. Ο ήχος ακούστηκε πάλι, ένα ρυθμικό βροντοκόπημα, που μέσα στα δέντρα δεν ακουγόταν από πού ερχόταν, που εξασθενούσε και μετά δυνάμωνε πάλι, όταν άλλαζε ο άνεμος. Έσμιξε τα φρύδια και γύρισε το κεφάλι του αργά, προσπαθώντας να καταλάβει από πού ακουγόταν. Με την άκρη του ματιού του είδε ένα παιχνίδισμα κάποιας κίνησης και αμέσως έγειρε πάνω στον Ταμ. Ξαφνιάστηκε, όταν ένιωσε το χέρι του να κρατά σφιχτά τη λαβή του σπαθιού, αλλά η προσοχή του συγκεντρώθηκε στο Δρόμο του Νταμαριού, σαν να ήταν το μόνο αληθινό πράγμα σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Οι σκιές που τρεμόπαιζαν στα ανατολικά έγιναν άλογο και καβαλάρης, που τους ακολουθούσαν ψηλές, ογκώδεις μορφές, τρέχοντας για να προφτάσουν το ζώο. Το αχνό φως του φεγγαριού λαμπύριζε πάνω σε μύτες δοράτων και λεπίδες τσεκουριών. Ο Ραντ, ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε πως μπορεί να ήταν χωρικοί που έρχονταν να βοηθήσουν. Ήξερε τι ήταν. Το ένιωθε, σαν χώμα που έξυνε τα κόκαλα του, πριν ακόμα πλησιάσουν και φανεί στο φεγγαρόφωτο ο μανδύας και η κουκούλα που έντυναν τον καβαλάρη, ένας μανδύας που κρεμόταν, χωρίς να τον αγγίζει ο άνεμος. Όλες οι μορφές στο σκοτάδι έμοιαζαν μαύρες, και οι οπλές του αλόγου άφηναν τον ίδιο ήχο, όπως κάθε άλλο, όμως ο Ραντ ήξερε αυτό το άλογο.

Πίσω από τον σκοτεινό καβαλάρη, έρχονταν εφιαλτικές μορφές με κέρατα και μουσούδες και ράμφη, Τρόλοκ, σε δύο στοίχους, με ρυθμικό βήμα, με τις μπότες και τις οπλές να χτυπούν το έδαφος την ίδια στιγμή, σαν να υπάκουγαν το ίδιο μυαλό. Ο Ραντ μέτρησε είκοσι καθώς περνούσαν. Αναρωτήθηκε τι είδους άνθρωπος θα τολμούσε να γυρίσει την πλάτη σε τόσους Τρόλοκ. Ή, έστω, σε έναν.

Η φάλαγγα χάθηκε προς τα δυτικά και τα βροντερά βήματα έσβησαν στο σκοτάδι, αλλά ο Ραντ έμεινε εκεί που ήταν, χωρίς να κινεί ούτε έναν μυώνα, παρά μόνο για να ανασάνει. Κάτι του έλεγε να είναι βέβαιος, απολύτως βέβαιος πως είχαν χαθεί πριν σαλέψει. Τελικά, πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε να ισιώσει το κορμί του.

Αυτή τη φορά το άλογο δεν έκανε τον παραμικρό ήχο. Ο σκοτεινός καβαλάρης επέστρεψε μέσα σε απόκοσμη σιωπή και το σκιώδες άτι του σταματούσε κάθε λίγα βήματα, καθώς γυρνούσε αργά στον ίδιο δρόμο. Ο άνεμος δυνάμωσε, βογκώντας ανάμεσα στα δέντρα· ο μανδύας του καβαλάρη δεν έχασε τη νεκρική ακινησία του. Όποτε το άλογο σταματούσε, το κεφάλι με την κουκούλα έστριβε δεξιά κι αριστερά, καθώς ο καβαλάρης κοίταζε ερευνητικά στο δάσος. Το άλογο σταμάτησε πάλι, ακριβώς απέναντι από τον Ραντ και το σκοτεινό άνοιγμα της κουκούλας στράφηκε προς το μέρος που βρισκόταν, μισογερμένος πάνω από τον πατέρα του.

Το χέρι του Ραντ σφίχτηκε σπασμωδικά γύρω από τη λαβή του σπαθιού. Ένιωσε το βλέμμα του καβαλάρη, όπως το είχε νιώσει εκείνο το πρωί και ρίγησε πάλι από το μίσος που ένιωθε, αν και δεν το έβλεπε. Αυτός ο σαβανωμένος άνθρωπος μισούσε τους πάντες και τα πάντα, ό,τι ήταν ζωντανό. Παρά τον κρύο αέρα, κόμποι ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπο του Ραντ.

Έπειτα το άλογο συνέχισε, κάνοντας πάντα λίγα αθόρυβα βήματα και σταματώντας πάλι, ώσπου το μόνο που μπορούσε να δει ο Ραντ ήταν μια θολούρα, που μόλις διακρινόταν πιο κάτω στο δρόμο.

Δεν έμοιαζε με τίποτα ιδιαίτερο, αλλά το βλέμμα του δεν είχε ξεκολλήσει από κει ούτε στιγμή. Φοβόταν πως, αν την έχανε, θα ξανάβλεπε τον μαυροντυμένο καβαλάρη μόνο όταν το σιωπηλό άλογο θα πρόβαλλε πάνω τους.

Ξαφνικά, η σκιά χίμηξε πίσω, τον προσπέρασε με σιωπηλό καλπασμό. Ο αναβάτης κοιτούσε μόνο μπροστά του, καθώς έσπευδε δυτικά μέσα στη νύχτα, προς τα Όρη της Ομίχλης. Προς το αγρόκτημα.

Ο Ραντ σωριάστηκε κάτω, βαριανασαίνοντας, σκουπίζοντας τον παγωμένο ιδρώτα από το πρόσωπό του με το μανίκι. Δεν τον ένοιαζε πια γιατί είχαν έρθει οι Τρόλοκ. Δεν θα τον πείραζε καθόλου να μην το μάθαινε ποτέ, αρκεί να είχαν τελειώσει όλα.

Κούνησε το κεφάλι, ξανάρθε στα συγκαλά του, φρόντισε βιαστικά τον πατέρα του. Ο Ταμ ακόμα μουρμούριζε, αλλά τόσο χαμηλόφωνα που ο Ραντ δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Προσπάθησε να τον κάνει να πιει λίγο, αλλά το νερό χύθηκε στο σαγόνι του πατέρα του. Ο Ταμ έβηξε και στραβοκατάπιε με τις λιγοστές σταγόνες που κατάφερε να κατεβάσει και μετά ξανάρχισε να μουρμουρίζει, σαν να μην είχε υπάρξει αυτή η διακοπή.

Ο Ραντ έριξε λίγο νερό στο πανί που ήταν στο μέτωπο του πατέρα του, ξανάφησε το φλασκί στο φορείο και ξαναπήρε τους ρυμούς.

Ξεκίνησε σαν να είχε κοιμηθεί αναπαυτικά όλη τη νύχτα, αλλά η ανανεωμένη δύναμή του δεν κράτησε πολύ. Στην αρχή ο φόβος έκρυβε την κούρασή του, όμως, παρ’ όλο που ο φόβος παρέμεινε, η μάσκα σύντομα χάθηκε. Σε λίγο άρχισε πάλι να παραπατά, προσπαθώντας να μη δίνει σημασία στην πείνα και στους πονεμένους μύες του. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βάζει το ένα πόδι μπροστά στο άλλο χωρίς να σκοντάφτει.

Έβλεπε με το νου του το Πεδίο του Έμοντ, τα παντζούρια ορθάνοιχτα και τα σπίτια φωτισμένα για τη Νύχτα του Χειμώνα, τους ανθρώπους να ανταλλάσσουν ευχές, καθώς πηγαινοέρχονταν στις επισκέψεις τους, τα βιολιά να γεμίζουν τους δρόμους με το “Η Μωρία του Τζάεμ” και το “Το Πέταγμα του Ερωδιού”. Ο Χάραλ Λούχαν θα έπινε μερικά ποτηράκια μπράντυ παραπάνω και θα τραγουδούσε το “Ο Αέρας στο Κριθάρι” με φωνή σαν βάτραχου —όπως έκανε πάντα-

μέχρι να καταφέρει η γυναίκα του να τον συμμαζέψει και ο Τσεν Μπούι θα ήθελε να αποδείξει ότι ακόμα μπορούσε να χορεύει, και ο Ματ θα είχε οργανώσει ένα σχέδιο, που δεν θα εφαρμοζόταν ακριβώς όπως σκόπευε και όλοι θα ήξεραν ότι αυτός ήταν ο φταίχτης, αν και κανένας δεν θα μπορούσε να το αποδείξει. Ο Ραντ σχεδόν χαμογέλασε, καθώς σκεφτόταν όλη τη βραδιά.

Μετά από λίγο, ο Ταμ ξαναμίλησε.

“Αβεντεσόρα. Λένε πως δεν βγάζει σπόρο, μα έφεραν ένα παρακλάδι στην Καύρυεν, ένα δενδρύλλιο. Δώρο βασιλικό και θαυμαστό για τον Βασιλιά”. Αν κι ακουγόταν θυμωμένος, μιλούσε με τόσο χαμηλή φωνή, που ο Ραντ μετά βίας τον καταλάβαινε. Αν κάποιου τα αυτιά τον άκουγαν, θα μπορούσαν να ακούσουν και τα φύλλα να σαλεύουν στο χώμα. Ο Ραντ συνέχισε να περπατά, χωρίς να πολυπροσέχει. “Ποτέ δεν κάνουν ειρήνη. Ποτέ. Αλλά έφεραν ένα δενδρυλλιο, σαν δείγμα ειρήνης. Εκατό χρόνια μεγάλωνε. Εκατό χρόνια ειρήνης, μ’ αυτούς που δεν κάνουν ειρήνη με ξένους. Γιατί το έκοψε; Γιατί; Αίμα ήταν το τίμημα του Αβεντοραλντέρα. Αίμα το τίμημα της περηφάνιας του Λάμαν”.

Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι όνειρο έβλεπε μέσα στον πυρετό του. Αβεντεσόρα. Το Δένδρο της Ζωής, όπως έλεγαν, είχε πολλές και διάφορες θαυματουργές ιδιότητες, αλλά καμία ιστορία δεν ανέφερε κανένα δενδρύλλιο, ή “αυτούς”. Υπήρχε μόνο ένα και ανήκε στον Θαλερό.

Μόλις το ίδιο πρωί θα ένιωθε ανόητος, αν συλλογιζόταν τον Θαλερό και το Δένδρο της Ζωής. Δεν ήταν παρά ιστορίες. Σίγουρα; Το πρωί ήταν ιστορίες και οι Τρόλοκ. Ίσως όλες οι ιστορίες να ήταν αληθινές, σαν τα νέα που έφερναν οι πραματευτές και οι έμποροι, όλα τα παραμύθια των τραγουδιστών και όλες οι ιστορίες που λέγονταν τα βράδια μπροστά στο τζάκι. Μπορεί και να συναντούσε τον Θαλερό, ή κάποιον Ογκιρανό γίγαντα, ή κάποιον άγριο Αελίτη με μαύρο πέπλο.

Κατάλαβε ότι ο Ταμ είχε ξαναρχίσει να μιλά, μερικές φορές μουρμουριστά, άλλες τόσο δυνατά ώστε καταλαβαινόταν. Που και που σταματούσε για να πάρει μια ανάσα, ύστερα συνέχιζε, σαν να μην είχε σταματήσει να μιλά.

“...μάχες, κάνει πάντα ζέστη, ακόμα και στο χιόνι. Ζέστη από τον ιδρώτα. Ζέστη από το αίμα. Μόνο ο θάνατος είναι δροσερός. Πλαγιά του βουνού... το μόνο μέρος που δεν βρωμούσε θάνατο. Έπρεπε να ξεφύγω από τη μυρωδιά... το θέαμα... άκουσα ένα μωρό να κλαίει. Οι γυναίκες τους πολεμούν μαζί με τους άντρες, μερικές φορές, αλλά γιατί την είχαν αφήσει να έρθει, δεν... γέννησε εκεί μόνη της, πριν πεθάνει από τις πληγές της... είχε σκεπάσει το παιδί με το μανδύα της, αλλά ο αέρας... παρασύρει το μανδύα.. παιδί, μελανιασμένο από το κρύο. Κανονικά έπρεπε να είχε πεθάνει... έκλαιγε εκεί. Έκλαιγε στο χιόνι. Δεν μπορούσα να αφήσω ένα παιδί... ήμασταν άτεκνοι... πάντα ήξερα ότι ήθελες παιδιά. Ήξερα ότι θα το έβαζες στην καρδιά σου, Κάρι. Ναι, καλή μου. Το “Ραντ” είναι καλό όνομα. Καλό όνομα”.

Ξαφνικά, τα πόδια του Ραντ έχασαν και τη λίγη δύναμη που είχαν. Παραπάτησε, έπεσε στα γόνατα. Ο Ταμ βόγκηξε από το τράνταγμα και η λωρίδα της κουβέρτας έκοψε τους ώμους του Ραντ, αλλά αυτός δεν κατάλαβε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αν είχε ορμήξει πάνω του Τρόλοκ εκείνη τη στιγμή, ο Ραντ απλώς θα στεκόταν χάσκοντας. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του τον Ταμ, που είχε ξαναβυθιστεί στα άναρθρα μουρμουρητά του. Όνειρα τον πυρετού, σκέφτηκε ζαλισμένος. Ο πυρετός πάντα προκαλούσε άσχημα όνειρα και η νύχτα αυτή θα έφερνε εφιάλτες, ακόμα και δίχως τον πυρετό.

“Είσαι ο πατέρας μου”, είπε δυνατά, απλώνοντας το χέρι του για να αγγίξει τον Ταμ, “κι εγώ είμαι-” Ο πυρετός είχε δυναμώσει. Πολύ.

Σηκώθηκε με κόπο, με όψη βλοσυρή. Ο Ταμ μουρμούρισε κάτι, αλλά ο Ραντ αρνήθηκε να ακούσει άλλα. Έριξε το βάρος του στα αυτοσχέδια χάμουρά του και συγκεντρώθηκε στην προσπάθεια που χρειαζόταν για να κάνει το ένα ασήκωτο βήμα μετά το άλλο για να φτάσει στην ασφάλεια του Πεδίου του Έμοντ. Αλλά δεν μπορούσε να εμποδίσει την ηχώ, κάπου στο βάθος του μυαλού του. Είναι ο πατέρας μου. Όνειρο τον πυρετού. Είναι ο πατέρας μου. Όνειρο τον πυρετού. Φως μου, ποιος είμαι;

Загрузка...