Το παλάτι ακόμα σειόταν που και πού, στέναζε, σαν να ήθελε να αρνηθεί αυτό που είχε συμβεί, ενώ η γη μούγκριζε, σαν να θυμόταν. Οι ηλιαχτίδες, που χύνονταν από τις ραγισματιές των τοίχων, έκαναν τους κόκκους της σκόνης να λαμπυρίζουν, εκεί που ακόμα κρέμονταν στον αέρα. Καψίματα σημάδευαν τους τοίχους, τα πατώματα, τα ταβάνια. Φαρδιές μαύρες κηλίδες χάραζαν τα φουσκαλιασμένα χρώματα και τα χρυσά στολίσματα των τοιχογραφιών, που άλλοτε άστραφταν, καπνιά έκρυβε τα καταρρέοντα διαζώματα, τα οποία παρίσταναν ανθρώπους και ζώα, που έμοιαζαν σαν να είχαν προσπαθήσει να απομακρυνθούν, πριν γαληνέψει η τρέλα. Οι νεκροί κείτονταν παντού, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, που πάνω στη φυγή τους είχαν χτυπήσει οι αστραπές, που είχαν ξεσπάσει σε όλους τους διαδρόμους, ή τους είχαν προφτάσει οι φωτιές που τους καταδίωκαν, ή είχαν βυθιστεί στις πλάκες του παλατιού, στις πλάκες που είχαν γίνει ρευστές και κύλησαν ψάχνοντας, ζωντανές θαρρείς, προτού σταθούν πάλι ασάλευτες. Σ’ αλλόκοτη αντίστιξη, τα θαυμάσια πολύχρωμα καλύμματα και οι πίνακες κρέμονταν απείραχτα, με μόνη εξαίρεση όσα βρίσκονταν σε μέρη που οι τοίχοι είχαν φουσκώσει, στραβώνοντάς τα. Λεπτοσκαλισμένα έπιπλα, στολισμένα με φίλντισι και χρυσάφι, έστεκαν άθικτα παντού, εκτός από κει που τα πατώματα είχαν κυματίσει, αναποδογυρίζοντάς τα. Η νοοστρέβλωση είχε χτυπήσει στο κέντρο, αγνοώντας ό,τι ήταν παράμερα.
Ο Λουζ Θέριν Τέλαμον περιπλανιόταν στο παλάτι, κρατώντας επιδέξια την ισορροπία του, όταν η γη τρανταζόταν. “Ιλυένα! Αγάπη μου, πού είσαι;” Η άκρη του ανοιχτόγκριζου μανδύα του σύρθηκε στο αίμα, καθώς δρασκέλιζε το πτώμα μιας χρυσομαλλούσας γυναίκας, που η ομορφιά της είχε τα σημάδια της φρίκης των τελευταίων στιγμών της και τα ανοιχτά μάτια της είχαν παγώσει από την έκπληξη. “Πού είσαι, γυναίκα μου; Πού κρύβονται όλοι;”
Το βλέμμα του έπιασε το είδωλό του σ’ έναν καθρέφτη, που κρεμόταν στραβός στα μάρμαρα που είχαν βράσει από τη ζέστη. Τα ενδύματα του κάποτε ήταν βασιλικά, με γκρίζα και πορφυρά και χρυσά χρώματα· τώρα, το καλοφτιαγμένο ύφασμα, που το είχαν φέρει έμποροι από τη Θάλασσα του Κόσμου, ήταν σχισμένο και βρώμικο, γεμάτο σκόνη, όπως τα μαλλιά και η επιδερμίδα του. Για μια στιγμή το δάχτυλό του άγγιξε το σύμβολο στο μανδύα του, έναν κύκλο, μισό λευκό και μισό μαύρο, που τα χρώματα τα χώριζε μια φιδίσια γραμμή. Κάτι σήμαινε αυτό το σύμβολο. Μα ο κεντημένος κύκλος δεν μπόρεσε να κρατήσει για πολύ την προσοχή του. Κοίταξε την εικόνα του με την ίδια απορία. Ένας ψηλός, μεσήλικας άνδρας, που κάποτε ήταν όμορφος, αλλά τώρα τα μαλλιά του ήταν περισσότερο λευκά παρά καστανά, το πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες κούρασης και ανησυχίας, με σκούρα μάτια, που είχαν δα πολλά. Ο Λουζ Θέριν χαχάνισε κι έπειτα έγειρε πίσω το κεφάλι· το γέλιο του αντιλάλησε στους διαδρόμους, που δεν είχαν κανένα σημάδι ζωής.
“Ιλυένα, αγάπη μου! ’Ελα εδώ, γυναίκα μου. Αυτό πρέπει να το δεις”.
Πίσω του ο αέρας κυμάτισε, ρίγησε, στερεοποιήθηκε, σχηματίζοντας έναν άνδρα που κοίταξε γύρω του, ενώ το στόμα του στράβωνε για μια στιγμή από αηδία. Ήταν λιγότερο ψηλός από τον Λουζ Θέριν τα ρούχα του ήταν μαύρα, με εξαίρεση τη χιονάτη δαντέλα στο λαιμό του και τα ασημένια στολίδια στις μπότες του, που έφταναν ως τη μέση των μηρών του και δίπλωναν προς τα κάτω. Προχώρησε με προσεκτικά βήματα, σηκώνοντας σχολαστικά το μανδύα του για να μην αγγίξει τους νεκρούς. Το πάτωμα τρανταζόταν από τους μετασεισμούς, αλλά η προσοχή του ήταν όλη στον άνδρα που κοίταζε τον καθρέφτη και γελούσε.
“Άρχοντα του Πρωινού”, είπε, “ήρθα για σένα”.
Το γέλιο κόπηκε, σαν να μην είχε ακουστεί ποτέ και ο Λουζ Θέριν γύρισε, χωρίς να δείχνει έκπληκτος. “Α, ένας καλεσμένος.
Έχεις τη Φωνή, ξένε; Σε λίγο θα είναι η ώρα για το Τραγούδι, και όλοι είναι ευπρόσδεκτοι για να πάρουν μέρος. Ιλυένα, αγάπη μου, έχουμε καλεσμένο. Ιλυένα, πού είσαι;”
Τα μάτια του μαυροντυμένου άνδρα γούρλωσαν, κοίταξαν το πτώμα της χρυσομαλλούσας γυναίκας, έπειτα ξαναστράφηκαν στον Λουζ Θέριν. “Που να σε πάρει ο Σαϊ’τάν, σε κυρίεψε κιόλας το μίασμα;”
“Αυτό το όνομα. Σαϊ...” Ο Λουζ Θέριν ανατρίχιασε και σήκωσε το χέρι του, σαν να ήθελε να φυλαχτεί από κάτι. “Δεν πρέπει να λες αυτό το όνομα. Είναι επικίνδυνο”.
“Τουλάχιστον κάτι θυμάσαι. Επικίνδυνο για σένα, ανόητε, όχι για μένα. Τι άλλο θυμάσαι; Θυμήσου, βλάκα, τυφλωμένε από το Φως! Δεν θα τα αφήσω όλα να τελειώσουν τη στιγμή που εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτα! Θυμήσου!”
Για μια στιγμή, ο Λουζ Θέριν κοίταξε το υψωμένο χέρι του, συνεπαρμένος από τα σχήματα της λέρας. Έπειτα το σκούπισε στο μανδύα του, που ήταν ακόμα πιο βρώμικος και ξανακοίταξε τον άλλον. “Ποιος είσαι; Τι θες;”
Ο μαυροντυμένος άνδρας όρθωσε το ανάστημά του με αλαζονεία. “Κάποτε με έλεγαν Έλαν Μόριν Τέντροναϊ, μα τώρα...”
“Προδότη της Ελπίδας”. Ο Λουζ Θέριν είχε μιλήσει ψιθυριστά. Η μνήμη του σκίρτησε, αλλά έστριψε το κεφάλι του, αποφεύγοντας την.
“Αρα θυμάσαι κάποια πράγματα. Ναι, Προδότη της Ελπίδας. Έτσι με ονόμασαν οι άνθρωποι, όπως ονόμασαν εσένα Δράκοντα, αλλά, αντίθετα από σένα, εγώ αποδέχομαι το όνομα. Μου έδωσαν το όνομα για να με διασύρουν, αλλά κάποια μέρα θα τους κάνω να γονατίσουν και να το λατρέψουν. Εσύ τι θα κάνεις με το όνομά σου; Από σήμερα και μετά, οι άνθρωποι θα σε αποκαλούν Σφαγέα. Τι θα κάνεις γι’ αυτό;”
Ο Λουζ Θέριν κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια την κατεστραμμένη αίθουσα. “Η Ιλυένα θα έπρεπε να είναι εδώ για να υποδεχθεί τον καλεσμένο”, μουρμούρισε αφηρημένα, έπειτα μίλησε πιο δυνατά. “Ιλυένα, πού είσαι;” Το πάτωμα τραντάχτηκε· το σώμα της χρυσομαλλούσας γυναίκας σάλεψε, σαν να απαντούσε στο κάλεσμά του. Τα μάτια του δεν την έβλεπαν.
Ο ’Ελαν Μόριν έκανε ένα μορφασμό. “Δες πώς είσαι”, είπε περιφρονητικά. “Κάποτε ήσουν ο πρώτος μεταξύ των Υπηρετών. Κάποτε φορούσες το Δαχτυλίδι του Τάμυρλιν και καθόσουν στην Υψηλή Έδρα. Κάποτε καλούσες τις Εννιά Ράβδους της Κυριαρχίας. Τώρα δες πώς είσαι! Ένα αξιολύπητο, τσακισμένο κουφάρι. Μα αυτό δεν φτάνει. Με ταπείνωσες στην Αίθουσα των Υπηρετών. Με νίκησες στις Πύλες του Πάαραν Ντίσεν. Αλλά τώρα εγώ είμαι ο πιο μεγάλος. Δεν θα σε αφήσω να πεθάνεις χωρίς να το μάθεις. Όταν πεθάνεις, η τελευταία σου σκέψη θα είναι η απόλυτη γνώση της ήττας σου, το πόσο πλήρης και συντριπτική είναι. Αν σε αφήοω να πεθάνεις”.
“Δεν καταλαβαίνω τι κάνει η Ιλυένα. Θα με κατσαδιάσει, αν πιστέψει πως της κρύβω καλεσμένο. Ελπίζω να σου αρέσει να συζητάς, γιατί εκείνης της αρέσει πολύ. Σε προειδοποιώ. Η Ιλυένα θα σου κάνει τόσες ερωτήσεις, που στο τέλος ίσως της πεις ό,τι ξέρεις και δεν ξέρεις”.
Ο Έλαν Μόριν πέταξε πίσω το μαύρο μανδύα του και λύγισε τα χέρια του. “Κρίμα για σένα”, είπε στοχαστικά, “που δεν είναι εδώ κάποια από τις Αδερφές σου. Ποτέ δεν ήμουν καλός στη Θεραπεία, και τώρα ακολουθώ διαφορετική δύναμη. Αλλά ακόμα και μια απ’ αυτές θα μπορούσε να σου προσφέρει λίγες μόνο στιγμές διαύγειας, αν δεν τη σκότωνες πρώτα. Αυτό που μπορώ να κάνω εξυπηρετεί εξίσου τους σκοπούς μου”. Το άξαφνο χαμόγελό του έδειχνε ασπλαχνία. “Αλλά φοβάμαι πως η θεραπεία του Σαϊ’τάν είναι διαφορετική απ’ αυτήν που ξέρεις. Θεραπεύσου, Λουζ Θέριν!”. Απλωσε τα χέρια και το φως σκοτείνιασε, σαν να είχε πέσει μια σκιά στον ήλιο.
Ο πόνος έκαψε τον Λουζ Θέριν, που ούρλιαξε, μ’ ένα ουρλιαχτό που έβγαινε βαθιά από μέσα του, ένα ουρλιαχτό που δεν μπορούσε να το σταματήσει. Η φωτιά κατέκαιγε το μεδούλι του· οξύ κυλούσε στις φλέβες του. Έπεσε προς τα πίσω, σωριάστηκε στο μαρμάρινο πάτωμα· το κεφάλι του χτύπησε το σκληρό δάπεδο και αναπήδησε. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε προσπαθώντας να βγει από το στήθος του και κάθε παλμός της έκανε κι άλλες φλόγες να αναβλύσουν από μέσα του. Σπαρταρούσε, ανήμπορος να αντιδράσει, σφάδαζε και το κρανίο του ήταν μια σφαίρα ατόφιας αγωνίας, έτοιμη να σπάσει. Οι βραχνές κραυγές του αντήχησαν σ’ όλο το παλάτι.
Αργά, πολύ αργά, ο πόνος καταλάγιασε. Έκανε χίλια χρόνια για να υποχωρήσει, έτσι έμοιαζε και τον άφησε να τρέμει ασθενικά, ρουφώντας ανάσες από το γδαρμένο λαιμό του. Χίλια ακόμα χρόνια φάνηκαν να περνούν, πριν καταφέρει να στρίψει το κορμί του, με μύες μαλακούς σαν σφουγγάρι και να στηριχτεί τρέμοντας στα χέρια και στα πόδια. Το βλέμμα του έπεσε στη χρυσομαλλούσα γυναίκα και το θέαμα του απέσπασε μια κραυγή, που ξεπερνούσε κάθε άλλο ήχο που είχε βγάλει ως τότε. Παραπατώντας, πέφτοντας σχεδόν, διέσχισε τρεκλίζοντας την απόσταση που τους χώριζε. Έβαλε όλη του τη δύναμη για να την πάρει στην αγκαλιά του. Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς της έσιαζε τα μαλλιά για να μην κρύβουν το πρόσωπο και τα ανοιχτά μάτια της.
“Ιλυένα! Φως μου βοήθησέ με, Ιλυένα!” Το σώμα του τύλιξε το δικό της προστατευτικά και οι λυγμοί του ήταν τα κλάματα που βγαίνουν βαθιά από το λαιμό ενός άνδρα που δεν του έχει απομείνει κανένας λόγος για να ζει. “Ιλυένα, όχι! Όχι!”
“Μπορείς να την ξαναποκτήσεις, Σφαγέα. Ο Μέγας Άρχων του Σκότους μπορεί να της ξαναδώσει ζωή, αν τον υπηρετήσεις. Αν με υπηρετήσεις”.
Ο Λουζ Θέριν ύψωσε το κεφάλι, και μπροστά σε κείνο το βλέμμα ο μαυροντυμένος άνδρας έκανε, άθελά του, ένα βήμα πίσω. “Δέκα χρόνια, Προδότη”, είπε μ’ απαλή φωνή ο Λουζ Θέριν, με τον απαλό ήχο ατσαλιού που βγαίνει από το θηκάρι. “Δέκα χρόνια ο βδελυρός αφέντης σου ρημάζει τον κόσμο. Και τώρα αυτό. Θα...”
“Δέκα χρόνια; Αξιολύπητε, ανόητε! Αυτός ο πόλεμος δεν κρατά δέκα χρόνια, μα από την αρχή του χρόνου. Εσύ κι εγώ δώσαμε χίλιες μάχες με το γύρισμα του Τροχού, χίλιες χιλιάδες και θα μαχόμαστε, ώσπου να πεθάνει ο χρόνος και να θριαμβεύσει η Σκιά!” Τελείωσε κραυγάζοντας, υψώνοντας τη γροθιά του και τώρα ήταν η σειρά του Λουζ Θέριν να κάνει πίσω, με την ανάσα του να κόβεται μπροστά στη λάμψη των ματιών του Προδότη.
Ο Λουζ Θέριν άφησε προσεκτικά την Ιλυένα κάτω, με τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν απαλά τα μαλλιά της. Δάκρια θόλωσαν το βλέμμα του καθώς σηκωνόταν, μα η φωνή του ήταν σίδερο παγωμένο. “Για όσα άλλα έχεις κάνει δεν μπορεί να υπάρξει συγχώρεση, Προδότη, μα για το θάνατο της Ιλυένας θα σε τσακίσω, έτσι που να μην φτάνουν οι δυνάμεις του αφέντη σου για να σε γιατρέψουν. Ετοιμάσου να...”
“Θυμήσου, ανόητε! Θυμήσου τη μάταια επίθεση σου κατά του Μέγα Άρχοντα του Σκότους! Θυμήσου την αντεπίθεση του! Θυμήσου! Αυτή τη στιγμή που μιλάμε οι Εκατό Σύντροφοι χαλούν τον κόσμο και κάθε μέρα άλλοι εκατό πηγαίνουν με το μέρος τους. Ποιο χέρι έσφαξε την Ιλυένα την Ηλιόμαλλη, Σφαγέα; Όχι το δικό μου. Όχι το δικό μου. Ποιο χέρι έκοψε τη ζωή όλων των ανθρώπων που είχαν έστω και μια σταγόνα από το αίμα σου, που σε αγαπούσαν, που τους αγαπούσες; Όχι το δικό μου, Σφαγέα. Θυμήσου και μάθε το τίμημα που πληρώνεις, όταν τα βάζεις με τον Σαϊ’τάν!”
Ο ξαφνικός ιδρώτας σχημάτισε ρυάκια στο πρόσωπο του Λουζ Θέριν, ανάμεσα στη σκόνη και τα χώματα. Θυμόταν, ήταν μια θολή ανάμνηση, σαν όνειρο ονείρου, μα ήξερε πως ήταν αληθινή.
Το ουρλιαχτό του τράνταξε τους τοίχους, το ουρλιαχτό ενός άνδρα που ανακαλύπτει πως τα ίδια του τα χέρια καταδίκασαν την ψυχή του. Αρχισε να γδέρνει το πρόσωπό του, σαν να ήθελε να βγάλει με τη βία το θέαμα των πράξεων του. Όπου κι αν κοίταζε, το βλέμμα του έπεφτε σε νεκρούς. Τα σώματα τους ήταν ξεσχισμένα, ή τσακισμένα, ή καμένα, ή βυθισμένα στην πέτρα. Παντού κείτονταν νεκρά πρόσωπα, που του ήταν γνώριμα, πρόσωπα που αγαπούσε. Παλιοί υπηρέτες και φίλοι του, από τότε που ήταν παιδί, πιστοί σύντροφοι στα ατέλειωτα χρόνια των μαχών. Και τα παιδιά του. Τα αγόρια και τα κορίτσια του, πεσμένα χάμω, σαν σπασμένες κούκλες, που τώρα το παιχνίδι τους είχε πάψει οριστικά. Όλους τους είχαν σφάξει τα δικά του χέρια. Τα πρόσωπα των παιδιών του τον κατηγορούσαν, τα ανέκφραστα μάτια ρωτούσαν γιατί και τα δάκριά του δεν ήταν απάντηση. Το γέλιο του Προδότη τον μαστίγωνε, έπνιγε τα ουρλιαχτά του. Δεν άντεχε τα πρόσωπα, τον πόνο. Δεν άντεχε να υπάρχει πια. Απελπισμένος, πλησίασε την Αληθινή Πηγή, το μιασμένο σαϊντίν, και Ταξίδεψε.
Η γη ολόγυρά του ήταν επίπεδη και άδεια. Ένα ποτάμι κυλούσε εκεί κοντά, ίσιο και πλατύ, αλλά ένιωθε πως δεν υπήρχαν άνθρωποι, ούτε ακόμα και σε απόσταση εκατό λευγών. Ήταν μονάχος, όσο μόνος μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος όσο ήταν ακόμα ζωντανός, μα δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις αναμνήσεις. Τα μάτια τον καταδίωκαν στα ατέλειωτα λαγούμια του μυαλού του. Δεν μπορούσε να κρυφτεί απ’ αυτά. Τα μάτια των παιδιών του. Τα μάτια της Ιλυένας. Λάκρια άστραψαν στα μάγουλά του, καθώς έστρεφε το κεφάλι του προς τον ουρανό.
“Φως, συγχώρεσε με!” Δεν πίστευε πως θα ερχόταν η συγχώρεση. Η συγχώρεση γι’ αυτό που είχε κάνει. Αλλά όμως φώναξε στον ουρανό, ικέτεψε γι’ αυτό που δεν πίστευε πως θα ερχόταν. “Φως, συγχώρεσε με!”
Ακόμα άγγιζε το σαϊντίν, το αρσενικό μισό της δύναμης που κινούσε το σύμπαν, που γυρνούσε τον Τροχό του Χρόνου και ένιωσε το ελαιώδες μίασμα που βεβήλωνε την επιφάνειά του, το μίασμα της αντεπίθεσης της Σκιάς, το μίασμα που καταδίκαζε τον κόσμο. Εξαιτίας του. Επειδή με την περηφάνια του είχε πιστέψει πως οι άνθρωποι μπορούσαν να γίνουν ίσοι με τον Δημιουργό, μπορούσαν να γιατρέψουν αυτό που είχε κάνει ο Δημιουργός και που αυτοί το είχαν χαλάσει. Μέσα στην περηφάνια του το είχε πιστέψει.
Άντλησε βαθιά από την Αληθινή Πηγή, ακόμα πιο βαθιά, σαν άνθρωπος που πέθαινε από δίψα. Σε λίγο είχε αντλήσει περισσότερο από τη Μία Δύναμη, απ’ όσο μπορούσε να διαβιβάσει μόνος του· ένιωθε σαν να είχε πάρει φωτιά το δέρμα του. Προσπάθησε κι έβαλε όλα του τα δυνατά να αντλήσει κι άλλο, να την αντλήσει όλη.
“Φως, συγχώρεσέ με! Ιλυένα!”
Ο αέρας έγινε φωτιά, η φωτιά υγρό φως. Ο κεραυνός που πίεσε απ’ τα ουράνια θα έκαιγε και θα τύφλωνε το μάτι που θα τον έβλεπε, έστω και για μια στιγμή. Ήρθε από τα ουράνια, πέρασε διάπυρο μέσα από τον Λουζ Θέριν Τέλαμον, χώθηκε στα σωθικά της γης· Η πέτρα έγινε ατμός στο άγγιγμά του. Η γη σφάδασε και τρεμούλιασε, σαν ζωντανό πλάσμα που αγωνιά. Η λαμπερή γραμμή κράτησε μόνο μια στιγμή, ενώνοντας έδαφος και ουρανό, αλλά, ακόμα κι όταν χάθηκε, η γη συνέχισε να σαλεύει, σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Λιωμένοι βράχοι πετάχτηκαν, σαν σιντριβάνι, διακόσια μέτρα ψηλά στον ουρανό και το έδαφος που βογκούσε υψώθηκε, τινάζοντας τον φλεγόμενο πίδακα ακόμα πιο πάνω, ακόμα πιο ψηλά. Από βορρά και νότο, από ανατολή και δύση, ο άνεμος ήρθε, ουρλιάζοντας, σπάζοντας τα δέντρα σαν κλαράκια, αλυχτώντας και φυσώντας, σαν να ήθελε να βοηθήσει το βουνό που φύτρωνε να φτάσει πιο κοντά στον ουρανό. Ακόμα πιο κοντά.
Τελικά ο άνεμος καταλάγιασε, η γη γαλήνεψε και μόνο μερικά τρέμουλα την έσειαν. Από τον Λουζ Θέριν Τέλαμον δεν απέμενε το παραμικρό σημάδι. Εκεί που έστεκε προηγουμένως, τώρα ένα βουνό σηκωνόταν, μίλια ψηλά στον ουρανό, με λιωμένη λάβα να κυλά ακόμα από την τσακισμένη κορφή του. Ο πλατύς, ίσιος ποταμός είχε σπρωχτεί μακριά από το βουνό και είχε κυρτώσει και σε κείνο το σημείο χώριζε, σχηματίζοντας ένα μακρύ νησί στο μέσον του. Η σκιά του βουνού σχεδόν έφτανε το νησί· αυτό κειτόταν σκοτεινό στη γη, σαν δυσοίωνο χέρι προφητείας. Για λίγη ώρα τα μουντά, παραπονιάρικα μουγκρητά της γης ήταν οι μόνοι ήχοι.
Στο νησί, ο αέρας τρεμούλιασε και πύκνωσε. Ο μαυροντυμένος άνδρας στάθηκε, ατενίζοντας το φλογισμένο βουνό που υψωνόταν στην πεδιάδα. Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από μια έκφραση οργής και περιφρόνησης. “Δεν θα γλιτώσεις έτσι εύκολα, Δράκοντα. Δεν τελειώσαμε εμείς οι δύο. Δεν θα τελειώσουμε πριν το τέλος του χρόνου”.
Έπειτα χάθηκε και το βουνό και το νησί στάθηκαν μόνα. Περιμένοντας.