34 Το Τελευταίο Χωριό

Είχε πέσει το σκοτάδι όταν έφτασαν στο Κάρυσφορντ κι ήταν πιο αργά απ’ όσο είχε υπολογίσει ο Ραντ, απ’ αυτά που τους είχε πει ο αφέντης Κιντς, όταν τους κατέβαζε. Αναρωτήθηκε μήπως είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Μόνο τρεις μέρες είχαν περάσει από τον Χάουαλ Γκόουντ και τους Τέσσερις Βασιλιάδες, δύο από τότε που ο Παιτρ τους είχε ξαφνιάσει στην Αγορά του Σέραν. Μια μερούλα μόνο, από τότε που είχε αποπειραθεί να τους σκοτώσει η ανώνυμη Σκοτεινόφιλη στο στάβλο του Ανθρώπου της Βασίλισσας, μα, ακόμα κι αυτό, έμοιαζε να είναι πριν ένα χρόνο, πριν μια ολόκληρη ζωή.

Ό,τι και να είχε πάθει ο χρόνος, το Κάρυσφορντ έδειχνε αρκετά φυσιολογικό, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Φροντισμένα σπιτάκια γεμάτα κλήματα και φτιαγμένα από κόκκινα τούβλα· στενοί δρόμοι ―με εξαίρεση τον Δρόμο του Κάεμλυν- που έδειχναν ειρηνικοί και ήσυχοι. Μα τι υπήρχε πέρα απ’ οντά που φαινόταν; Αναρωτήθηκε. Η Αγορά του Σέραν έμοιαζε γαλήνια, το ίδιο και το χωριό στο οποίο εκείνη η γυναίκα... Δεν είχε μάθει το όνομά της και τώρα δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται.

Φως χυνόταν από τα παράθυρα των σπιτιών, σε δρόμους που ήταν σχεδόν άδειοι από κόσμο. Αυτό τον βόλευε. Γλιστρούσε από γωνιά σε γωνιά και απέφευγε τους λίγους ανθρώπους που κυκλοφορούσαν. Ο Ματ ήταν κολλημένος στον ώμο του, πάγωνε, όταν τα χαλίκια που έτριζαν ανακοίνωναν την παρουσία κάποιου χωρικού, έτρεχε από σκιά σε σκιά, όταν η αμυδρή μορφή είχε περάσει.

Ο ποταμός Κάρυ εδώ είχε πλάτος, το πολύ, τριάντα βήματα και τα μαύρα νερά κυλούσαν νωθρά, αλλά πάνω στον πόρο κάποτε είχαν φτιάξει γέφυρα Με τους αιώνες, η βροχή και ο άνεμος είχαν φθείρει τα πέτρινα υποστηρίγματα και είχαν καταλήξει να μοιάζουν με φυσικούς σχηματισμούς. Με τα χρόνια, οι άμαξες και τα καραβάνια των εμπόρων είχαν φάει και τα χοντρά δοκάρια. Χαλαρές σανίδες κροτάλιζαν κάτω από τις μπόχες τους, ηχώντας δυνατά, σαν τύμπανα. Ακόμα και ώρα πολλή μετά, όταν είχαν περάσει το χωριό και είχαν βγει στην ύπαιθροι στην άλλη μεριά, ο Ραντ περίμενε ότι θα άκουγε κάποια φωνή να τους ρωτά ποιοι ήταν. Ή, ακόμα χειρότερα, να ξέρει ποιοι ήταν.

’Οσο προχωρούσαν, η ύπαιθρος ήταν όλο και λιγότερο έρημη, όλο και πιο γεμάτη ίχνη ανθρώπινης παρουσίας. Πάντα φαίνονταν φώτα από αγροικίες. Φράχτες από θάμνους, ή από σύρμα έκλειναν το δρόμο και τα χωράφια παραπέρα. Υπήρχαν παντού χωράφια και πουθενά τμήμα δάσους που να πλησιάζει το δρόμο. Έμοιαζαν να είναι πάντα στην είσοδο χωριού, ακόμα κι όταν απείχαν ώρες από το κοντινότερο. Όλα τακτικά και γαλήνια. Δίχως το παραμικρό σημάδι ότι μπορεί να καραδοκούσαν Σκοτεινόφιλοι, ή κάτι χειρότερο.

Ο Ματ, ξαφνικά, κάθισε στο δρόμο. Είχε ανεβάσει το κασκόλ ψηλά στο κεφάλι, τώρα που το μόνο φως ήταν του φεγγαριού. “Δύο βήματα, μια απλωσιά”, μουρμούρισε. “Χίλιες απλωσιές το μίλι, τέσσερα μίλια η λεύγα... Δεν κάνω ούτε δέκα βήματα πιο πέρα, αν δεν υπάρχει εκεί μέρος για να κοιμηθώ. Και δεν θα ‘ ’λεγα όχι για ένα πιάτο φαΐ. Δεν πιστεύω να κρύβεις τίποτα στις τσέπες σου, ε; Κάνα μηλαράκι; Δεν θα σου κρατήσω κακία αν έχεις. Τουλάχιστον ψάξε”.

Ο Ραντ κοίταξε το δρόμο, μπροστά και πίσω τους. Το μόνο που σάλευε μέσα στη νύχτα ήταν οι δυο τους. Έριξε μια ματιά στον Ματ, που είχε βγάλει τη μπότα και έτριβε το πόδια του. Οι δυο τους ήταν το μόνο που σάλευε ως τώρα. Και τα δικά του πόδια πονούσαν. Ένα τρέμουλο ανηφόρισε στους μηρούς του, σαν να ήθελε να του πει πως δεν είχε ξαναβρεί όλη του τη δύναμη, όπως έλπιζε.

Σκοτεινοί όγκοι στέκονταν σε ένα χωράφι λίγο πιο μπροστά τους. Θημωνιές, που είχαν μικρύνει, μιας και όλο το χειμώνα οι αγρότες έπαιρναν από κει άχυρο για να ταΐσουν τα ζωντανά, αλλά δεν έπαυαν να είναι θημωνιές.

Σκούντησε τον Ματ με το δάχτυλο του ποδιού του. “Εκεί θα κοιμηθούμε”.

“Πάλι θημωνιές”, είπε ο Ματ αναστενάζοντας, αλλά φόρεσε τη μπότα του και σηκώθηκε.

Ο άνεμος δυνάμωνε, η νύχτα ψύχραινε. Σκαρφάλωσαν τους λείους πάσσαλους του φράχτη και χώθηκαν γρήγορα στα άχυρα. Ο μουσαμάς, που προστάτευε τα άχυρα από τη βροχή, έκοβε επίσης τον άνεμο.

Ο Ραντ στριφογύρισε στη γούβα που είχε ανοίξει, ώσπου βρήκε βολική θέση. Ο σανός τρύπωνε μέσα από τα ρούχα του, αλλά είχε μάθει να τον ανέχεται. Προσπάθησε να μετρήσει τις θημωνιές στις οποίες είχε κοιμηθεί μετά την Ασπρογέφυρα. Οι ήρωες των ιστοριών ποτέ δεν αναγκάζονταν να κοιμηθούν σε θημωνιές, ή κάτω από τους φράχτες των θάμνων. Αλλά δεν ήταν πιο εύκολο να υποκρίνεται πως ήταν ήρωας ιστορίας, έστω και για λίγο. Αναστέναξε και σήκωσε το γιακά του, ελπίζοντας να εμποδίσει τα άχυρα που χώνονταν στην πλάτη του.

“Ραντ;” είπε απαλά ο Ματ. “Ραντ, λες να φτάσουμε;”

“Στην Ταρ Βάλον; Είναι μακριά ακόμα, αλλά—”

“Στο Κάεμλυν. Λες να φτάσουμε στο Κάεμλυν;”

Ο Ραντ σήκωσε το κεφάλι, αλλά η σπηλίτσα τους ήταν σκοτεινή· μόνο η φωνή του φανέρωνε πού ήταν ο Ματ. “Ο αφέντης Κιντς είπε δυο μέρες. Μεθαύριο, την παράλλη, θα φτάσουμε”.

“Αν δεν μας περιμένουν εκατό Σκοτεινόφιλοι στο δρόμο, ή κάνας-δυο Ξέθωροι”. Έμειναν σιωπηλοί για μια στιγμή και μετά ο Ματ είπε, “Νομίζω πώς είμαστε οι τελευταίοι που μείναμε, Ραντ”. Ακουγόταν φοβισμένος. “Ό,τι και να σημαίνουν όλα αυτά, τώρα είμαστε μονάχα εμείς οι δύο. Μονάχα εμείς”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Ήξερε ότι ο Ματ δεν τον έβλεπε στο σκοτάδι, αλλά η κίνηση πιο πολύ απευθυνόταν στον ίδιο. “Κοιμήσου, Ματ”, είπε κουρασμένα. Αλλά ο ίδιος έμεινε πολλή ώρα ξύπνιος, πριν τον πιάσει ο ύπνος. Μονάχα εμείς.

Το λάλημα ενός κόκορα τον ξύπνησε και βγήκε στην ψεύτικη αυγή, τινάζοντας άχυρα από τα ρούχα του. Παρά τις προφυλάξεις, μερικά είχαν χωθεί στη ράχη του· κολλούσαν ανάμεσα στους ώμους και τον φαγούριζαν. Έβγαλε το παλτό του και τράβηξε το πουκάμισο από το παντελόνι για τα φτάσει. Με το ένα χέρι να κατεβαίνει πίσω από το σβέρκο και το άλλο λυγισμένο να ανεβαίνει πίσω στην πλάτη του, κατάλαβε ότι υπήρχε κόσμος.

Ο ήλιος ακόμα δεν είχε βγει, αλλά ήδη ένα ανθρώπινο ποταμάκι κυλούσε στο δρόμο, άνθρωποι ένας-ένας και δύο-δύο, που προχωρούσαν αργά προς το Κάεμλυν, μερικοί με σακίδια ή μπόγους στην πλάτη, άλλοι μονάχα μ’ ένα ραβδί, αν το είχαν κι αυτό. Οι περισσότεροι ήταν νεαροί, αλλά, εδώ κι εκεί, υπήρχε κάποια κοπέλα, ή κάποιος μεγαλύτερος άνδρας. Όλοι είχαν πολυταξιδεμένη όψη, έμοιαζαν να έχουν κάνει πολύ δρόμο με τα πόδια. Μερικοί είχαν το βλέμμα σκυμμένο στα πόδια και οι ώμοι τους καμπούριαζαν κουρασμένα, αν και ήταν ακόμα νωρίς· άλλοι ατένιζαν κάτι αθέατο μπροστά τους, κάτι προς την αυγή.

Ο Ματ βγήκε από τη θημωνιά, ενώ ξυνόταν μετά μανίας. Κοντοστάθηκε για να τυλίξει το κασκόλ γύρω από το κεφάλι του· σήμερα το ρούχο σκίαζε κάπως λιγότερο τα μάτια του. “Λες σήμερα να βρούμε τίποτα να φάμε;”

Το στομάχι του Ραντ γουργούρισε συμπονετικά. “Θα το σκεφτούμε στο δρόμο”. Έσιαξε τα ρούχα του βιαστικά και πήρε τα πράγματά του από τη θημωνιά.

Όταν έφτασαν στο φράχτη κι ο Ματ είχε προσέξει τους ανθρώπους. Έσμιξε τα φρύδια, σταμάτησε στο χωράφι, ενώ ο Ραντ σκαρφάλωνε. Ένας νεαρός, όχι πολύ μεγαλύτερός τους, τους έριξε μια ματιά καθώς περνούσε. Τα ρούχα του ήταν σκονισμένα, το ίδιο και η κουβέρτα που είχε τυλιγμένη στην πλάτη του.

“Πού πας;” ρώτησε ο Ματ.

“Μα, στο Κάεμλυν, να δω τον Δράκοντα”, φώναξε ο άλλος, χωρίς να σταματήσει. Κοίταξε υψώνοντας το φρύδι τις κουβέρτες και τα σακίδια, που κρέμονταν από τους ώμους τους και πρόσθεσε, “Όπως και σεις”. Γέλασε προχωρώντας και τα μάτια του στράφηκαν μπροστά με προσμονή.

Ο Ματ ξαναρώτησε το ίδιο αρκετές φορές εκείνη τη μέρα και οι μόνοι που δεν έδωσαν περίπου όμοια απάντηση ήταν ντόπιοι. Εκείνοι, αν απαντούσαν, μόνη τους απάντηση ήταν να φτύσουν και να κοιτάξουν αλλού με αηδία. Στρέφονταν άλλου, αλλά, επίσης, είχαν το νου τους. Κοίταζαν τους ταξιδιώτες με τον ίδιο τρόπο, από την άκρη του ματιού τους. Τα πρόσωπά τους έλεγαν πως οι ξένοι ήταν ικανοί για όλα, αν δεν τους πρόσεχες.

Οι ντόπιοι, όχι μόνο ήταν επιφυλακτικοί μπροστά στους ξένους, αλλά και έμοιαζαν να έχουν προβλήματα μαζί τους. Υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι στο δρόμο, αρκετά σκορπισμένοι και, όταν εμφανίζονταν τα κάρα και οι άμαξες των αγροτών με τον ήλιο να κρυφοκοιτάζει πάνω από τον ορίζοντα, ακόμα και ο συνηθισμένος αργός ρυθμός τους βράδυνε ακόμα περισσότερο. Κανείς τους δεν είχε διάθεση να πάρει μαζί του κάποιον ταξιδιώτη. Πιθανότερη απόκριση ήταν μια ξινή γκριμάτσα και μια βλαστήμια για τη δουλειά που έχαναν.

Οι άμαξες των εμπόρων προχωρούσαν, με μοναδικό εμπόδιο κάποιες υψωμένες γροθιές, είτε πήγαιναν προς το Κάεμλυν, είτε έρχονταν από κει. Όταν εμφανίστηκε το πρώτο καραβάνι εμπόρων, νωρίς το πρωί, τους πλησίασε με ταχύ ρυθμό, ενώ ο ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει πάνω από τον ορίζοντα πίσω από τα κάρα και ο Ραντ βγήκε από το δρόμο. Δεν έδειχναν να κόβουν ταχύτητα για οποιοδήποτε λόγο και είδε και άλλους να παραμερίζουν. Πήγε ως την άκρη, αλλά συνέχισε να περπατά.

Η μόνη προειδοποίηση που είχε ήταν μια αδιόρατη κίνηση, καθώς η πρώτη άμαξα πλησίαζε μ’ ένα μπουμπουνητό. Ρίχτηκε στο χώμα, ενώ το μαστίγιο του αμαξά έσκαγε στον αέρα, στο σημείο που μόλις πριν βρισκόταν το κεφάλι του. Από κει που είχε ξαπλωθεί, κοίταξε τα μάτια του οδηγού, καθώς η άμαξα περνούσε. Ούτε που είχε νοιαστεί μήπως πλήγωνε κανέναν, μήπως έβγαζε κανένα μάτι.

“Το Φως να σε τυφλώσει!” φώναξε ο Ματ στην άμαξα. “Δεν μπορείς να―” Ένας έφιππος φύλακας τον χτύπησε στον ώμο με τη λαβή της λόγχης του, ρίχνοντας τον πάνω στον Ραντ.

“Κάνε πέρα, άτιμε Σκοτεινόφιλε!” μούγκρισε ο φύλακας, χωρίς να σταματήσει.

Μετά απ’ αυτό, κρατούσαν απόσταση από τις άμαξες. Υπήρχαν άφθονες. Πριν σβήσει ο πάταγος και τα ποδοβολητά από τη μια, ακουγόταν η επόμενη. Οι φύλακες και οι αμαξάδες κοίταζαν τους ταξιδιώτες, που κατευθύνονταν στο Κάεμλυν σαν να έβλεπαν λάσπη να περπατά.

Μια φορά ο Ραντ υπολόγισε λάθος το μαστίγιο ενός οδηγού, δεν μέτρησε το μάκρος της άκρης του. Ακούμπησε το χέρι στο ρηχό κόψιμο πάνω από το φρύδι του και ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να μην κάνει εμετό, καθώς σκεφτόταν ότι, παραλίγο, θα έχανε το μάτι του. Ο οδηγός τον κοίταξε μ’ ένα στραβό χαμόγελο. Με το άλλο χέρι, ο Ραντ κράτησε τον Ματ για να μην αρπάξει το τόξο του.

“Ξέχνα το”, είπε. Με μια κίνηση του κεφαλιού έδειξε τους έφιππους φύλακες πλάι στις άμαξες. Μερικοί γελούσαν· άλλοι κοίταζαν το τόξο του Ματ με σκληρό βλέμμα. “Αν ήμασταν τυχεροί, απλώς θα μας έδερναν με τα δόρατά τους. Αν ήμασταν τυχεροί”.

Ο Ματ γρύλισε ξινά, αλλά άφησε τον Ραντ να τον τραβήξει πιο κάτω στο δρόμο.

Δυο φορές πέρασαν από το δρόμο ίλες των Φρουρών της Βασίλισσας, με κορδέλες να κρέμονται από τις λόγχες τους, πεταρίζοντας στον άνεμο. Κάποιοι αγρότες τους έκαναν νόημα να σταματήσουν, επειδή ήθελαν κάτι να γίνει με τους ξένους και οι Φρουροί πάντα σταματούσαν υπομονετικά για να ακούσουν. Κατά το μεσημέρι, ο Ραντ σταμάτησε για να ακούσει μια τέτοια συζήτηση.

Το στόμα του Φρουρού ήταν μια ίσια γραμμή πίσω από το κλουβί που σχημάτιζε η προσωπίδα του κράνους του. “Αν κάποιος κλέψει, αν πατήσει τη γη σου”, είπε με βαριά φωνή στον κοκαλιάρη αγρότη, που στεκόταν συνοφρυωμένος πλάι στον αναβολέα του αλόγου του, “θα τον πάω στον δικαστή, αλλά δεν παραβιάζουν κανέναν Νόμο της Βασίλισσας περπατώντας στην Βασιλική Οδό”.

“Μα γέμισαν τον τόπο”, διαμαρτυρήθηκε ο αγρότης. “Ποιος ξέρει ποιοι είναι, από πού κρατά η σκούφια τους. Τόσα που ακούγονται για τον Δράκοντα...”

“Μα το Φως, άνθρωπέ μου! Μια χούφτα ξένους έχετε εδώ. Το Κάεμλυν ξεχείλισε και κάθε μέρα έρχονται κι άλλοι”. Ο λοχαγός σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο, όταν είδε τον Ραντ και τον Ματ να στέκονται λίγο παραπέρα. Το χέρι του, μέσα σ’ ένα χειρόκτιο ενισχυμένο με ελάσματα, έδειξε το δρόμο. “Προχωρήστε, αλλιώς θα σας συλλάβω για παρεμπόδιση κυκλοφορίας”.

Η φωνή του δεν ήταν πιο τραχιά μαζί τους, απ’ όσο όταν μιλούσε με τον αγρότη, αλλά οι δύο τους συνέχισαν το δρόμο τους.

Το βλέμμα του λοχαγού τους ακολούθησε για λίγο· ο Ραντ το ένιωθε στην πλάτη του. Υποψιαζόταν πως οι Φρουροί δεν είχαν άλλη υπομονή για τους περιπλανώμενους και δεν θα έδειχναν την παραμικρή συμπόνια σ’ έναν πεινασμένο κλέφτη. Αποφάσισε ότι, αν ο Ματ ξαναπρότεινε να κλέψουν αυγά, θα τον σταματούσε.

Πάντως είχε και την καλή πλευρά του αυτό το πλήθος από άμαξες και ανθρώπους που γέμιζε το δρόμο και ειδικά οι νέοι άνθρωποι που πήγαιναν στο Κάεμλυν. Οι Σκοτεινόφιλοι που τους κυνηγούσαν θα ένιωθαν σαν να έψαχναν δύο συγκεκριμένα περιστέρια μέσα στο σμήνος. Αν ο Μυρντράαλ τη Νύχτα του Χειμώνα δεν ήξερε ποιον ακριβώς έψαχνε, ίσως να μην ήξερε ούτε ο όμοιός του εδώ.

Το στομάχι του γουργούριζε συχνά, θυμίζοντάς του πως είχαν σχεδόν στερέψει από χρήματα και πάντως δεν είχαν ούτε για ένα πιάτο φαΐ, με τις τιμές που χρέωναν τόσο κοντά στο Κάεμλυν. Κάποια στιγμή κατάλαβε πως είχε βαλα το χέρι του στη θήκη του φλάουτου και το τράβηξε πίσω σθεναρά. Ο Γκόουντ ήξερε για το φλάουτο και για τα ταχυδακτυλουργικά. Ο Ραντ δεν μπορούσε να ξέρει τι είχε πει στον Μπα’άλζαμον πριν το τέλος —αν αυτό που είχε δει ήταν το τέλος- ή τι είχε μεταφέρει στους άλλους Σκοτεινόφιλους.

Κοίταξε με καημό το αγρόκτημα που περνούσαν. Ένας άνδρας περιπολούσε στους φράχτες μαζί με δύο σκυλιά, που γρύλιζαν και τέντωναν τα λουριά τους. Οι άνθρωποι του χωριού στέκονταν σε μικρές ομάδες, μιλώντας αναμεταξύ τους, παρακολουθώντας το ανθρώπινο ποτάμι που περνούσε. Τα πρόσωπά τους δεν ήταν πιο φιλικά από τα πρόσωπα των αγροτών, των αμαξάδων, των Φρουρών της Βασίλισσας. Τόσοι ξένοι που πήγαιναν να δουν τον ψεύτικο Δράκοντα. Ανόητοι, που δεν καταλάβαιναν πως θα ήταν καλύτερο να έμεναν στον τόπο τους. Μπορεί να ήταν ακόμα και οπαδοί του ψεύτικου Δράκοντα. Μπορεί ακόμα και Σκοτεινόφιλοι. Αν υπήρχε διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο.

Όπως πλησίαζε το βραδάκι, το ποτάμι άρχισε να αραιώνει στο δεύτερο χωριό. Οι λιγοστοί που είχαν λεφτά χώθηκαν στο πανδοχείο, αν και υπήρχαν κάποιες διαφωνίες για το αν θα έπρεπε να τους επιτραπεί η είσοδος· άλλοι έψαχναν για φράχτες από θάμνους, ή χωράφια δίχως σκυλιά. Όταν πια σουρούπωσε, ο Ραντ και ο Ματ είχαν όλο το Δρόμο του Κάεμλυν στη διάθεσή τους. Ο Ματ είπε ότι έπρεπε να βρουν καμιά θημωνιά, αλλά ο Ραντ επέμεινε να συνεχίσουν.

“Όσο ακόμα βλέπουμε το δρόμο”, είπε. “Όσο πιο μακριά φτάσουμε πριν σταματήσουμε, τόσο πω μπροστά θα είμαστε”. Αν σε κυνηγούν. Γιατί να σε κυνηγούν, αφού πάντα περίμεναν να πας εσύ σ’ αυτούς;

Το επιχείρημα έπεισε τον Ματ. Τάχυνε το βήμα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πάνω από τον ώμο του. Ο Ραντ έτρεξε για να τον προφτάσει.

Η νύχτα βάρυνε και την απάλυνε μονάχα το αμυδρό φεγγαρόφωτο. Το ξέσπασμα ενεργητικότητας του Ματ χάθηκε και ξανάπιασε τα παράπονα. Πονεμένοι κόμποι σχηματίστηκαν στους αστραγάλους του Ραντ. Σκέφτηκε πως του είχε τύχει να περπατήσει περισσότερο, όταν είχαν δουλειές στο αγρόκτημα με τον Ταμ, αλλά, όσο κι αν το επαναλάμβανε, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έτριξε τα δόντια, αγνόησε τους πόνους και αρνήθηκε να σταματήσει.

Με τον Ματ να παραπονιέται, με την προσοχή του εστιασμένη στο επόμενο βήμα, έφτασαν στο χωριό και μόνο τότε είδαν τα φώτα. Σταμάτησε παραπαίοντας και τότε συνειδητοποίησε ένα κάψιμο που ένιωθε, από τις πατούσες ως ψηλά στους μηρούς του. Του φαινόταν πως είχε βγάλει φουσκάλα στο δεξί του πόδι.

Στη θέα των φώτων του χωριού, ο Ματ σωριάστηκε στα γόνατα μ’ ένα βογκητό. “Να σταματήσουμε τώρα;” είπε λαχανιασμένα. “Ή μήπως θέλεις να βρούμε πανδοχείο και να βγάλουμε ταμπέλα για τους Σκοτεινόφιλους; Ή για κάναν Ξέθωρο”.

“Στην άλλη πλευρά ταυ χωριού”, απάντησε ο Ματ, κοιτάζοντας τα φώτα. Από αυτή την απόσταση, στο σκοτάδι, θα μπορούσε να ήταν το Πεδίο του Έμοντ. Τι μας περιμένει εκεί; “Άλλο ένα μίλι, τόσο μόνο”.

“Μόνο! Δεν περπατώ ούτε απλωσιά!”

Ο Ραντ ένιωθε ότι τα πόδια του είχαν πάρει φωτιά, αλλά βίασε τον εαυτό του να κάνει άλλο ένα βήμα και μετά ακόμα ένα. Δεν ήταν πιο εύκολο, αλλά συνέχισε, προχωρώντας σιγά-σιγά. Πριν κάνει δέκα βήματα, άκουσε τον Ματ να τον ακολουθεί τρεκλίζοντας, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του. Του φάνηκε πως ήταν καλύτερα που δεν άκουγε αυτά που έλεγε ο Ματ.

Ήταν αργά και οι δρόμοι του χωριού ήταν άδειοι, αν και τα περισσότερα σπίτια είχαν φως σε ένα τουλάχιστον παράθυρο. Το πανδοχείο στο κέντρο του χωριού ήταν κατάφωτο, κυκλωμένο από μια χρυσή λιμνούλα, που έδιωχνε το σκοτάδι. Μουσική και γέλια έρχονταν από το κτίριο κι ακούγονταν πνιγμένα μέσα από τους χοντρούς τοίχους. Η ταμπέλα πάνω από την πόρτα έτριζε στον άνεμο. Στη γωνιά του πανδοχείου που ήταν πιο κοντά τους, ένα κάρο κι ένα άλογο στέκονταν στο Δρόμο του Κάεμλυν κι ένας άνδρας κοίταζε την ιπποσκευή. Δύο άνδρες στέκονταν στην πιο μακρινή άκρη του κτιρίου, ακριβώς εκεί που έφτανε το φως.

Ο Ραντ στάθηκε στις σκιές πλάι σ’ ένα σκοτεινό σπίτι. Ήταν τόσο κουρασμένος, που δεν μπορούσε να ψάξει για άλλο δρόμο γύρω. Δεν θα ήταν κακό να αναπαυόταν ένα λεπτό. Μονάχα ένα λεπτό. Μόνο μέχρι να φύγουν οι άνδρες. Ο Ματ ακούμπησε στον τοίχο με ίνα στεναγμό ευγνωμοσύνης, γέρνοντας, σαν να σκόπευε να κοιμηθεί ακριβώς εκεί πέρα.

Οι δύο άνδρες στην άκρη της σκιάς είχαν κάτι που έκανε τον Ραντ να νιώσει ανησυχία. Στην αρχή δεν μπορούσε να δει κάτι συγκεκριμένο, αλλά συνειδητοποίησε πως και ο άνδρας στο κάρο ένιωθε το ίδιο. Έφτασε στην άκρη του λουριού που κοίταζε; έστρωσε τη στομίδα του χαλινού στο στόμα του αλόγου και μετά πήγε πίσω και ξανάρχισε από την αρχή. Όση ώρα δούλευε έσκυβε το κεφάλι συνεχώς, με το βλέμμα στη δουλειά του, μακριά από τους άλλους άνδρες. Μπορεί απλώς να μην τους είχε αντιληφθεί, αν και απείχαν, το πολύ δέκα πέντε μέτρα, όμως άλλα έλεγαν οι μουδιασμένες κινήσεις του και ο άβολος τρόπος που έστριβε, μερικές φορές, για να μην τους βλέπει κατευθείαν.

Ένας από τους δύο άνδρες ήταν μονάχα μια μαύρη σκιά, όμως ο άλλος στεκόταν πιο μέσα στο φως, με την πλάτη στον Ραντ. Ακόμα κι έτσι, ήταν φανερό ότι δεν απολάμβανε τη συζήτησή τους. Έτριβε τα χέρια και κοίταζε το χώμα, κάποιες φορές ένευε απότομα για κάτι που έλεγε ο άλλος. Ο Ραντ δεν μπορούσε ν’ ακούσει τίποτα, αλλά είχε την εντύπωση πως μιλούσε μόνο ο άνδρας στις σκιές· ο νευρικός απλώς άκουγε και ένευε και έτριβε τα χέρια ταραγμένα.

Τελικά, εκείνος που τον τύλιγε το σκοτάδι γύρισε από την άλλη και ο νευρικός ξαναμπήκε στο φως. Παρά την ψύχρα, σκούπιζε το πρόσωπό του με τη μακριά ποδιά που φορούσε, σαν να ήταν λουσμένος στον ιδρώτα.

Ο Ραντ, με το δέρμα του να τον τρώει, παρακολούθησε τη μορφή που προχωρούσε στη νύχτα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά η ανησυχία του έμοιαζε να πηγάζει από αυτόν. Ένιωθε κάτι σαν φαγούρα στο σβέρκο και οι τρίχες των χεριών του σάλευαν, σαν να είχε συνειδητοποιήσει ξαφνικά ότι κάτι του είχε στήσει καρτέρι. Κούνησε απότομα το κεφάλι και έτριψε τα χέρια με δύναμη. Χάζεψες κι εσύ σαν τον Ματ, ε;

Εκείνη τη στιγμή, η μορφή πέρασε πλάι από τη λιμνούλα του φωτός που χυνόταν από ένα παράθυρο ―ακριβώς στο χείλος της — και ο Ραντ ένιωσε ανατριχίλα. Η ταμπέλα του πανδοχείου έκανε κρικ-κρικ-κρικ στον αέρα, αλλά ο σκοτεινός μανδύας δεν σάλεψε.

“Ξέθωρος”, ψιθύρισε, και ο Ματ πετάχτηκε όρθιος σαν να είχε φωνάξει.

“Τι;—”

Ο Ραντ έκλεισε με το χέρι το στόμα του Ματ. “Ήσυχα”. Η σκοτεινή μορφή είχε χαθεί στο σκοτάδι. Πού; “Τώρα έφυγε. Νομίζω. Ελπίζω”. Τράβηξε το χέρι του. Ο μόνος ήχος που ακούστηκε από τον Ματ ήταν μια μακρόσυρτη ανάσα.

Ο νευρικός είχε φτάσει, σχεδόν, στην πόρτα του πανδοχείου. Σταμάτησε και έσιαξε την ποδιά του. Ήταν ολοφάνερο ότι προσπαθούσε να βρει την ψυχραιμία του, πριν μπει μέσα.

“Παράξενοι οι φίλοι σου, Ράιμουν Χόλντγουιν”, είπε ξαφνικά ο άνδρας από το κάρο. Ήταν φωνή ηλικιωμένου, δυνατή όμως. Όρθωσε το κορμί του, κούνησε το κεφάλι. “Παράξενοι φίλοι στο σκοτάδι για πανδοχέα”.

Ο νευρικός τινάχτηκε και κοίταξε γύρω του, σαν να έβλεπε μόλις εκείνη τη στιγμή το κάρο και τον άλλο άνδρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του, έπειτα ρώτησε με έντονο ύφος, “Και τι θες να πεις μ’ αυτό, Άλμεν Μπουντ;”

“Αυτό που είπα, Χόλντγουιν. Παράξενοι φίλοι. Δεν είναι από δω, ε; Πολλοί αλλόκοτοι άνθρωποι περνούν από δω τις τελευταίες βδομάδες. Πάρα πολλοί”.

“Μιλάς και του λόγου σου”. Ο Χόλντγουιν λοξοκοίταξε τον άνδρα πλάι στο κάρο. “Ξέρω πολύ κόσμο, ακόμα και ανθρώπους από το Κάεμλυν. Όχι σαν και σένα, κλεισμένος ολομόναχος εκεί στο αγρόκτημά σου”. Κοντοστάθηκε, έπειτα συνέχισε, σαν να του είχε περάσει από το νου ότι έπρεπε να δώσει κι άλλες εξηγήσεις. “Είναι από τους Τέσσερις Βασιλιάδες. Ψάχνει για δυο κλέφτες. Νεαρούς. Του έκλεψαν ένα σπαθί με το σημάδι του ερωδιού”.

Ο Ραντ ένιωσε να του πιάνεται η ανάσα, όταν άκουσε να λέει για τους Τέσσερις Βασιλιάδες. Όταν αναφέρθηκε το σπαθί, έριξε μια ματιά στον Ματ. Ο φίλος του είχε κολλήσει με την πλάτη στον τοίχο και ατένιζε το σκοτάδι με τα μάτια ορθάνοιχτα, τόσο που έμοιαζαν να έχουν μόνο ασπράδι. Ο Ραντ ήθελε κι αυτός να κοιτάξει το σκοτάδι ―ο Ημιάνθρωπος μπορεί να ήταν οπουδήποτε- αλλά το βλέμμα του ξαναπήγε στους δύο άνδρες μπροστά στο πανδοχείο.

“Σπαθί με το σημάδι του ερωδιού!” αναφώνησε ο Μπουντ. “Δεν είναι παράξενο που το γυρεύει πίσω”.

Ο Χόλντγουιν ένευσε. “Κι αυτούς μαζί. Ο φίλος μου είναι πλούσιος άνθρωπος, είναι... είναι έμπορος και αυτοί οι δυο ξεσηκώνουν τους εργάτες του. Λένε ιστορίες και τους αναστατώνουν. Είναι Σκοτεινόφιλοι, είναι κι οπαδοί του Λογκαίν”.

“Σκοτεινόφιλοι και οπαδοί του ψεύτικου Δράκοντα; Και από πάνω λένε -παλαβές ιστορίες; Παντού χωμένοι αυτοί οι νεαροί. Είπες ότι ήταν νεαροί;” Η φωνή του Μπουντ έκρυβε γέλιο, αλλά ο πανδοχέας δεν φάνηκε να το προσέχει.

“Ναι. Ακόμα δεν έκλεισαν τα είκοσι. Υπάρχει αμοιβή για τους δυο τους, εκατό κορώνες σε χρυσό”. Ο Χολντγουιν δίστασε, έπειτα Πρόσθεσε, “Έχουν γλώσσα που στάζει φαρμάκι, αυτοί οι δύο. Το Φως μόνο ξέρει τι ιστορίες θα λένε, προσπαθώντας να στρέψουν τους ανθρώπους τον ένα ενάντια στον άλλο. Κι είναι επικίνδυνοι, αν και δεν τους φαίνεται. Άγριοι. Καλύτερα να μην πας κοντά, αν τύχει και τους δεις. Δύο νεαροί, ο ένας με σπαθί, που κοιτάζουν πάνω από τον ώμο τους. Αν είναι οι σωστοί, ο.. ο φίλος μου θα τους μαζέψει, όταν βρεθούν”.

“Μιλάς σαν να ξέρας με τι μοιάζουν”.

“Θα τους καταλάβω, όταν τους δω”, είπε ο Χόλντγουιν με σιγουριά. “Κοίτα μόνο να μην τα βάλεις μόνος σου μαζί τους. Δεν χρειάζεται να πάθει κανείς τίποτα. Έλα να μου πεις αν τους δεις. Θα ασχοληθεί μαζί τους ο.. φίλος μου. Εκατό κορώνες για τους δύο, αλλά θέλει και τους δυο”.

“Εκατό κορώνες για τους δυο”, έκανε συλλογισμένα ο Μπουντ. “Πόσο για το σπαθί, που το γυρεύει τόσο πολύ;”

Ο Χόλντγουιν ξαφνικά έδειξε να καταλαβαίνει πως ο άλλος τον κορόιδευε. “Δεν ξέρω γιατί κάθομαι και σου μιλάω”, είπε απότομα. “Δεν λες να παρατήσεις τη χαζή ιδέα που σου καρφώθηκε στο μυαλό”.

“Δεν είναι χαζή ιδέα”, απάντησε γαλήνια ο Μπουντ. “Μπορεί να μην ξαναφανεί άλλος ψεύτικος Δράκοντας πριν πεθάνω —μακάρι, Φως μου!- και στην ηλικία μου δεν θέλω να τρώω τη σκόνη κανενός εμπόρου, μέχρι να φτάσω στο Κάεμλυν. Θα είμαι μονάχος μου στο δρόμο και θα βρεθώ στο Κάεμλυν αύριο, νωρίς με την αυγή”.

“Μονάχος σου;” Η φωνή του πανδοχέα είχε ένα απαίσιο τρέμουλο. “Δεν ξέρεις τι μπορεί να τριγυρνά στη νύχτα, Άλμεν Μπουντ. Ολομόναχος στο δρόμο, μέσα στο σκοτάδι. Ακόμα και να σ’ ακούσει κανείς να ουρλιάζεις, δεν θα ξεσυρτώσει την πόρτα να σε βοηθήσει. Αυτό τον καιρό δεν σε βοηθά κανένας, ούτε ο γείτονάς σου”.

Τίποτα απ’ αυτά δεν φάνηκε να πτοεί τον γέρο αγρότη· απάντησε εξίσου ήρεμα όπως και πριν. “Αν οι Φρουροί της Βασίλισσας δεν μπορούν να κρατήσουν το δρόμο ασφαλή, τόσο κοντά στο Κάεμλυν, τότε όλοι κινδυνεύουμε, ακόμα και στα κρεβάτια μας. Αν θες τη γνώμη μου, κάτι που μπορούν να κάνουν οι Φρουροί για να καθαρίσουν τους δρόμους είναι να ρίξουν τον φίλο σου στο μπουντρούμι. Τι θέλει και σέρνεται στα σκοτεινά και φοβάται να τον δουν οι άλλοι; Μην μου λες ότι πάει για καλό”.

“Φοβάται;” αναφώνησε ο Χόλντγουιν. “Γέρο βλάκα, αν ήξερες— ” Σταμάτησε απότομα να μιλά και ρίγησε σύγκορμος. “Τι θέλω και χάνω την ώρα μου μαζί σου. Άντε φεύγα! Κλείνεις το μαγαζί μου”. Η πόρτα του πανδοχείου βρόντηξε πίσω του.

Ο Μπουντ, μουρμουρίζοντας, πιάστηκε από την άκρη της θέσης και πάτησε στην πλήμνη.

Ο Ραντ δίστασε μόνο για μια στιγμή. Ο Ματ τον έπιασε από το μπράτσο, καθώς ξεκινούσε.

“Σου ’στριψε, Ραντ; Σίγουρα θα μας αναγνωρίσει!”

“Προτιμάς να μείνεις εδώ; Με τον Ξέθωρο να τριγυρνά; Ως πού λες να φτάσουμε περπατώντας, πριν να μας βρει;” Προσπάθησε να μη σκεφτεί ως πού θα έφταναν με το κάρο, αν τους έβρισκε. Τίναξε το χέρι του Ματ από πάνω του και έτρεξε. Πρόσεξε να έχει το μανδύα του κλειστό, για να κρύβει το σπαθί. Με τον άνεμο και το κρύο, αυτό ήταν φυσιολογικό.

“Κατά λάθος άκουσα ότι πας στο Κάεμλυν”, είπε.

Ο Μπουντ ξαφνιάστηκε και τράβηξε αμέσως το πολεμικό ραβδί του από το κάρο. Το τραχύ πρόσωπό του διέθετε πλήθος ουλές και τα μισά δόντια του έλειπαν, αλλά τα ροζιασμένα χέρια του κρατούσαν το ραβδί έτοιμο. Μετά από ένα λεπτό χαμήλωσε τη μια άκρη του ραβδιού στο χώμα και έγειρε πάνω του. “Εσείς οι δυο λοιπόν πάτε στο Κάεμλυν. Για να δείτε τον Δράκοντα, ε;”

Ο Ραντ δεν είχε καταλάβει πως ο Ματ τον είχε ακολουθήσει. Ο Ματ όμως κρατούσε αρκετή απόσταση, ήταν μακριά από το φως και παρακολουθούσε το πανδοχείο, τον γέρο και το σκοτάδι με την ίδια καχυποψία.

“Τον ψεύτικο Δράκοντα”, είπε με έμφαση ο Ραντ.

Ο Μπουντ ένευσε. “Φυσικά. Φυσικά”. Κοίταξε λοξά το πανδοχείο κι έπειτα έχωσε απότομα το ραβδί του κάτω από τη θέση του κάρου. “Αν θέλετε να σας πάρω, ανεβείτε. Πολύ χασομέρησα”. Ήδη ανέβαινε στη θέση του.

Ο Ραντ σκαρφάλωσε στην καρότσα, ενώ ο αγρότης τίναζε τα γκέμια. Ο Ματ έτρεξε να τους προφτάσει, καθώς το κάρο ξεκινούσε. Ο Ραντ τον έπιασε από τα μπράτσα και τον τράβηξε πάνω.

Το χωριό γρήγορα χάθηκε στη νύχτα, με το ρυθμό που έδινε ο Μπουντ . Ο Ραντ ξάπλωσε στις γυμνές σανίδες, παλεύοντας με το τρίξιμο των τροχών, που ήθελε να τον αποκοιμίσει. Ο Ματ έπνιγε τα χασμουρητά του με τη γροθιά του και κοίταζε επιφυλακτικά την περιοχή. Πυκνό σκοτάδι σκέπαζε τα χωράφια και τα αγροκτήματα, γεμάτο πιτσιλιές από τα φώτα των σπιτιών. Τα φώτα έμοιαζαν απόμακρα, έμοιαζαν να αγωνίζονται μάταια με τη νύχτα. Ακούστηκε το κάλεσμα μιας κουκουβάγιας, η κραυγή μιας μοιρολογίστρας και ο άνεμος βόγκηξε, σαν χαμένες ψυχές στη Σκιά.

Μπορεί να είναι παντού, σκέφτηκε ο Ραντ.

Κι ο Μπουντ, επίσης, έμοιαζε σαν να τον πλάκωνε η νύχτα, επειδή ξαφνικά μίλησε. “Ξαναπήγατε άλλοτε στο Κάεμλυν;” Γέλασε πνιχτά. “Δεν πιστεύω. Πού να το δείτε. Η πιο λαμπρή πόλη στον κόσμο. Έχω ακούσει για το Ίλιαν και το Έμπου Νταρ και το Δάκρυ ―όλο και κάποιος χαζός θα έρθει να σου πει πως κάτι είναι μεγαλύτερο και καλύτερο, επειδή είναι κάπου πέρα από τον ορίζοντα- αλλά εγώ νομίζω ότι το Κάεμλυν είναι η ’λαμπρότερη που υπάρχει. Λαμπρότερη δεν γίνεται. Όχι, δεν γίνεται. Εκτός, βέβαια, αν η Βασίλισσα Μοργκέις! που το Φως να τη φωτίζει, ξεφορτωθεί εκείνη τη μάγισσα της Ταρ Βάλον”.

Ο Ραντ ξάπλωνε ανάσκελα, με το κεφάλι στην τυλιγμένη κουβέρτα πάνω στο δέμα του Θομ, χαζεύοντας τη νύχτα, αφήνοντας τη φωνή του αγρότη να πέφτει πάνω του σαν κύμα. Η ανθρώπινη φωνή έδιωχνε το σκοτάδι και ησύχαζε το θρηνητικό άνεμο. Γύρισε για να κοιτάξει τη μαύρη μορφή του Μπουντ. “Εννοείς μια Άες Σεντάι;”

“Ποια άλλη να εννοώ; Έτσι που κάθεται εκεί στο Παλάτι σαν αράχνη. Είμαι πιστός στη Βασίλισσα ―μην πει κανείς ότι δεν είμαι — αλλά δεν είναι σωστό. Δεν είμαι από κείνους που λένε πως η Ελάιντα έχει υπερβολική· επιρροή στη Βασίλισσα. Δεν λέω κάτι τέτοιο. Κι όσο για τους βλάκες, που υποστηρίζουν πως, στην πραγματικότητα, βασίλισσα είναι η Ελάιντα σ’ όλα εκτός από το όνομα...” Έφτυσε στο πλάι. “Αυτό έχω να τους πω. Η Μοργκέις δεν είναι μαριονέτα, να χορεύει για μάγισσες της Ταρ Βάλον”.

Άλλη μια Άες Σεντάι. Αν... όταν η Μουαραίν έφτανε στο Κάεμλυν, πιθανόν να πήγαινε σε μια αδελφή Άες Σεντάι. Στη χειρότερη περίπτωση, αυτή η Ελάιντα ίσως τους βοηθούσε να φτάσουν στην Ταρ Βάλον. Κοίταξε τον Ματ και, σαν να είχε μιλήσει δυνατά, ο Ματ την ίδια στιγμή κούνησε το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του, αλλά ήξερε πως είχε μια έκφραση άρνησης.

Ο Μπουντ συνέχισε να μιλά, τινάζοντας τα γκέμια κάθε φορά που το άλογο έκοβε ταχύτητα, αλλά, συνήθως, είχε τα χέρια στα γόνατα. “Είμαι πιστός στη Βασίλισσα, όπως είπα, αλλά ακόμα και οι βλάκες λένε κάτι σωστό μια στις τόσες. Καμιά φορά, ακόμα κι ένα τυφλό γουρούνι μπορεί να βρει καλαμπόκι. Πρέπει να γίνουν κάποιες αλλαγές. Αυτός ο καιρός, τα σπαρτά που δεν φυτρώνουν, οι γελάδες που δεν βγάζουν άλλο γάλα, τα μοσχαράκια και τα αρνάκια που γεννιούνται πεθαμένα, ή με δυο κεφάλια. Οι άνθρωποι φοβούνται. Θέλουν να τα ρίξουν σε κάποιον. Σε μερικές πόρτες φάνηκε το Δόντι του Δράκοντα. Υπάρχουν πράγματα που τριγυρνούν στη νύχτα. Στάβλοι που καίγονται. Ανθρωποι, σαν τον φίλο του Χόλντγουιν, τρομάζουν τον κόσμο. Η Βασίλισσα πρέπει να κάνει κάτι, πριν να είναι πολύ αργά. Το καταλαβαίνετε, ε;” Ο Ραντ έκανε έναν ήχο που δεν σήμαινε πολλά. Του φαινόταν πως, βρίσκοντας αυτόν τον ηλικιωμένο με το κάρο του, είχαν σταθεί ακόμα πιο τυχεροί απ’ όσο νόμιζε. Πράγματα που τριγυρνούσαν στη νύχτα. Ίσως να μην έφταναν καν στο χωριό που είχαν αφήσει πίσω τους, αν είχαν κάτσει να περιμένουν το φως της μέρας. Πράγματα που σέρνονταν στη νύχτα. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το σκοτάδι πάνω από το πλαϊνό του κάρου. Σκιές και μορφές έμοιαζαν να αναδεύονται στο σκοτάδι. Ξανάπεσε πίσω, πριν η φαντασία του τον πείσει πως υπήρχε κάτι εκεί πέρα.

Ο Μπουντ το πήρε για συμφωνία. “Σωστά. Είμαι πιστός στη βασίλισσα και θα σταθώ μπροστά σε όποιον πάει να την πειράξει, αλλά έχω δίκιο. Πάρε τώρα την Αρχόντισσα Ηλαίην και τον Άρχοντα Γκάγουιν. Να μια αλλαγή που δεν θα έβλαπτε κανέναν και μπορεί να έκανε και κάτι καλό. Εντάξει, ξέρω, πάντα έτσι το κάνουμε στο Αντορ. Στέλνουμε την Κόρη-Διάδοχο στην Ταρ Βάλον να σπουδάσει με τις Άες Σεντάι και τον μεγαλύτερο γιο να σπουδάσει με τους Πρόμαχους. Πιστεύω στην παράδοση, πραγματικά, αλλά κοίτα πού μας έμπλεξε την άλλη φορά. Ο Λουκ πέθανε στη Μάστιγα, πριν καν χριστεί Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού και η Τιγκραίν χάθηκε ―το ’σκασέ ή πέθανε— όταν ήρθε η ώρα να ανεβεί στο θρόνο. Ακόμα έχουμε βάσανα από τότε.

“Μερικοί λένε ότι ζει ακόμα, ξέρεις, ότι η Μοργκέις δεν είναι η νόμιμη Βασίλισσα. Οι πανηλίθιοι. Θυμάμαι τι έγινε. Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Δεν υπήρχε Κόρη-Διάδοχος για να πάρει το θρόνο, όταν πέθανε η προηγούμενη Βασίλισσα και όλοι οι Οίκοι του Άντορ συνωμοτούσαν και μάχονταν γι’ αυτό το δικαίωμα Και ο Τάρινγκεηλ Ντέημοντρεντ. Ούτε που θα καταλάβαινες ότι είχε χάσει τη γυναίκα του, έτσι ζεστά που είχε πάρει το θέμα για να βρει ποιος Οίκος θα κέρδιζε, να ξαναπαντρευτεί και να γίνει Πρίγκιπας Συνοδός. Ε, το κατάφερε, αν και γιατί η Μοργκέις διάλεξε.. α, οι άντρες δεν καταλαβαίνουν το γυναικείο μυαλό και οι βασίλισσες είναι δυο φορές γυναίκες, παντρεμένες μ’ έναν άντρα, παντρεμένες με τη γη. Εκείνος, πάντως, πήρε αυτό που ήθελε, αν και όχι έτσι όπως το ήθελε.

“Έμπλεξε την Καιρχίν στις μηχανορραφίες τους και ξέρεις τι κατάληξη είχε αυτό. Το Δέντρο κόπηκε και οι Αελίτες με το μαύρο πέπλο πέρασαν το Δρακότειχος και μας ήρθαν. Ε, κατάφερε να σκοτωθεί αξιοπρεπώς, αφού μας έδωσε πρώτα την Ηλαίην και τον Γκάγουιν, άρα μάλλον αυτό ήταν το τέλος. Μα γιατί να τους στείλουμε στην Ταρ Βάλον; Είναι καιρός να μην σκέφτονται πια οι άνθρωποι μαζί το Άντορ και την Ταρ Βάλον. Αν πρέπει να πάνε σε άλλο μέρος για να μάθουν ό,τι χρειάζεται, ε, το Ίλιαν έχει βιβλιοθήκες, καλές σαν της Ταρ Βάλον. Εκεί η Αρχόντισσα Ηλαίην θα μάθει όσα θα της μάθαιναν και οι μάγισσες για το πώς να μηχανορραφεί και πώς να κυβερνά. Για μηχανορραφίες κανείς δεν ξέρει πιο πολλά από τους Ιλιανούς. Κι αν οι Πρόμαχοι δεν μπορούν να μάθουν στον Άρχοντα Γκάγουιν όσα πρέπει για το στρατό, ε, το Ίλιαν έχει και στρατιώτες. Και το Σίναρ και το Δάκρυ, βεβαίως. Είμαι πιστός στη Βασίλισσα, αλλά αυτό που λέω είναι να σταματήσουμε κάθε πάρε-δώσε με την Ταρ Βάλον. Τρεις χιλιάδες χρόνια φτάνουν. Και παραφτάνουν. Η Βασίλισσα Μοργκέις μπορεί να μας καθοδηγεί και να διορθώνει τα στραβά χωρίς βοήθεια από το Λευκό Πύργο. Σου λέω, αυτή η γυναίκα κάνει τον άντρα περήφανο που γονατίζει για να δεχτεί την ευλογία της. Μια φορά...”

Ο Ραντ πάλεψε με τον ύπνο που ζητούσε το κορμί του, αλλά τα ρυθμικά τριξίματα και το λίκνισμα του κάρου τον νανούρισαν και τον παρέσυρε σ’ βόμβος της φωνής του Μπουντ. Ονειρεύτηκε τον Ταμ. Στην αρχή, ήταν στο μεγάλο δρύινο τραπέζι, στην αγροικία τους, έπιναν τσάι και ο Ταμ του έλεγε για Πρίγκιπες Συνοδούς και Κόρες-Διαδόχους και το Δρακότειχος και Αελίτες με μαύρο πέπλο. Το σπαθί με το σημάδι του ερωδιού ήταν στο τραπέζι ανάμεσά τους, αλλά κανείς τους δεν το κοίταζε. Ξαφνικά, βρέθηκε στο Δυτικό Δάσος, τραβώντας το αυτοσχέδιο φορείο στη νύχτα κάτω από το λαμπρό φεγγάρι. Όταν κοίταξε πάνω από τον ώμο του, στο φορείο ήταν ο Θομ, όχι ο πατέρας του, και καθόταν σταυροπόδι, παίζοντας με τα μπαλάκια στο φεγγαρόφωτο.

“Η Βασίλισσα είναι παντρεμένη με τη γη”, έλεγε ο Θομ, καθώς πολύχρωμα μπαλάκια χόρευαν σε κύκλο, “αλλά ο Δράκοντας... ο Δράκοντας είναι ένα με τη γη και η γη είναι ένα με τον Δράκοντα”.

Ο Ραντ είδε έναν Ξέθωρο να έρχεται από πέρα, με το μαύρο μανδύα του ασάλευτο στον άνεμο και το άλογο να προχωρά σιωπηλό, σαν φάντασμα ανάμεσα στα δέντρα. Δύο κομμένα κεφάλια κρέμονταν από τη σέλα του Μυρντράαλ, στάζοντας αίμα, που κυλούσε σαν σκούρο ποταμάκι στον κατάμαυρο ώμο του αλόγου του. Ήταν τα κεφάλια του Λαν και της Μουαραίν, με τα πρόσωπα παραμορφωμένα από γκριμάτσες πόνου. Ο Ξέθωρος έσερνε πίσω μια χούφτα σχοινιά, καθώς προχωρούσε. Κάθε σχοινί έφτανε στους δεμένους καρπούς κάποιου απ’ αυτούς που έτρεχαν πίσω από τις άηχες οπλές, με πρόσωπα όλο απόγνωση. Ο Ματ και ο Πέριν. Και η Εγκουέν.

“Όχι αυτήν!” φώναξε ο Ραντ. “Που να σε κάψει το Φως, εμένα θες, όχι αυτήν!”

Ο Ημιάνθρωπος έκανε μια χειρονομία και φλόγες τύλιξαν την Εγκουέν. Η σάρκα έγινε στάχτες, τα κόκαλα μαύρισαν και έπεσαν σαν σκόνη.

“Ο Δράκοντας είναι ένα με τη γη”, είπε ο Θομ, που ακόμα έπαιζε αμέριμνος με τα μπαλάκια, “και η γη είναι ένα με τον Δράκοντα”.

Ο Ραντ ούρλιαξε... και άνοιξε τα μάτια.

Το κάρο προχωρούσε τρίζοντας στο Δρόμο του Κάεμλυν, μέσα στη νύχτα και τη γλύκα των άχυρων που δεν υπήρχαν πια και την αχνή μυρωδιά του αλόγου. Μια μορφή πιο μαύρη κι από τη νύχτα καθόταν στο στέρνο του και μάτια πιο μαύρα από το θάνατο κοίταζαν τα δικά του.

“Είσαι δικός μου”, είπε το κοράκι και το κοφτερό ράμφος τρύπησε το μάτι του. Ο Ραντ ούρλιαξε, καθώς το κοράκι τραβούσε το μάτι από το κεφάλι του.

Ανακάθισε με μια κραυγή που έγδαρε το λαιμό του και σήκωσε τα χέρια στο πρόσωπο.

Το εωθινό φως έλουζε το κάρο. Ζαλισμένος, κοίταξε τα χέρια του. Δεν υπήρχε αίμα. Δεν υπήρχε πόνος. Το άλλο όνειρο χάθηκε, μα αυτό... Ψηλάφισε προσεκτικά το πρόσωπό του και ανατρίχιασε.

“Τουλάχιστον...” Ο Ματ χασμουρήθηκε, ανοίγοντας το στόμα διάπλατα. “Τουλάχιστον κοιμήθηκες λιγάκι”. Τα τσιμπλιασμένα μάτια του δεν έκρυβαν πολλή συμπόνια. Ήταν κουκουλωμένος με το μανδύα του, με το ρολό της κουβέρτας του διπλωμένο κάτω από το κεφάλι του. “Όλη νύχτα μιλούσε, που να πάρει”.

“Ξύπνησες για τα καλά;” είπε ο Μπουντ από τη θέση του οδηγού. “Με τρόμαξες μ’ αυτή την τσιρίδα Λοιπόν, φτάσαμε”. Έδειξε μπροστά με μια μεγαλοπρεπή χειρονομία “Το Κάεμλυν, η πιο λαμπρή πάλη στον κόσμο”.

Загрузка...