27 Καταφύγιο από την Καταιγίδα

Ο Πέριν αγανακτούσε με τον αράθυμο τρόπο που ταξίδευαν οι Τουάθα’αν προς τα νοτιοανατολικά τόσες μέρες. Ο Λαός των Ταξιδιωτών δεν είχε λόγους να βιάζεται· ποτέ δεν βιαζόταν. Το πρωί οι πολύχρωμες άμαξες κινούσαν μονάχα όταν ο ήλιος σηκωνόταν ψηλά πάνω από τον ορίζοντα και σταματούσαν νωρίς, ακόμα και το απογευματάκι, αν έβρισκαν βολικό μέρος. Τα σκυλιά έτρεχαν χωρίς κόπο πλάι στις άμαξες και συχνά το ίδιο έκαναν και τα παιδιά. Τις πρόφταιναν δίχως καμία δυσκολία. Αν τύχαινε κανείς να πει ότι μπορούσαν να προχωρήσουν κι άλλο, ή να κάνουν πιο γρήγορα, τον αντιμετώπιζαν με γέλια, ή μπορεί να έλεγαν, “Α, μα θες να σκοτώσεις στη δουλειά τα φουκαριάρικα τα άλογα;”

Είχε ξαφνιαστεί, ανακαλύπτοντας ότι ο Ιλάυας δεν συμμεριζόταν τη γνώμη του. Ο Ιλάυας δεν ανέβαινε στις άμαξες —προτιμούσε να περπατά και, μερικές φορές, έτρεχε στην κεφαλή του καραβανιού― αλλά ποτέ δεν είχε προτείνει να φύγουν, ή να κάνουν πιο γρήγορα.

Ο παράξενος γενειοφόρος, με τα παράξενα δέρματα των ρούχων του, ήταν τόσο διαφορετικός από τους καλοσυνάτους Τουάθα’αν, που ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στις άμαξες. Ακόμα και από την απέναντι μεριά της κατασκήνωσης, κανένας δεν περνούσε τον Ιλάυας για κάποιον του Λαού κι όχι μόνο εξαιτίας των ρούχων. Ο Ιλάυας κινούνταν με την τεμπέλικη χάρη των λύκων, κάτι που τόνιζαν τα τομάρια που φορούσε και το γούνινο καπέλο του. Ανάδιδε μια αίσθηση κινδύνου, τόσο φυσικά, όσο η φωτιά ανέδιδε ζέστη και η αντίθεση με το Λαό των Ταξιδιωτών ήταν έντονη. Εκείνοι, νέοι και γέροι, περπατούσαν με βήμα χαρούμενο. Δεν φανέρωναν κίνδυνο οι κινήσεις τους, μονάχα ενθουσιασμό. Τα παιδιά τους χιμούσαν πέρα-δώθε με την ανόθευτη ζέση της κίνησης, φυσικά, αλλά στους Τουάθα’αν, ακόμα και οι γκριζομάλληδες και οι γέροι διατηρούσαν το ανάλαφρο βήμα τους και η περπατησιά τους ήταν ένας μεγαλοπρεπής χορός, που η αξιοπρέπειά του δεν μείωνε την αγαλλίαση του. Όλοι οι Ταξιδιώτες έμοιαζαν έτοιμοι να πιάσουν το χορό, ακόμα κι όταν έστεκαν ασάλευτοι, ακόμα και τις σπάνιες φορές που δεν ακουγόταν μουσική στην κατασκήνωση. Βιολιά και φλάουτα, ντούλτσιμερ και τσίτερ και ταμπούρλα άπλωναν την αρμονία και την αντίστιξη τους γύρω από τις άμαξες, σχεδόν διαρκώς, είτε όταν είχαν κατασκηνώσει, είτε όταν προχωρούσαν. Ευφορικά τραγούδια, χαρωπά τραγούδια, γελαστά τραγούδια, λυπημένα τραγούδια· αν κάποιος στην κατασκήνωση ήταν ξύπνιος, συνήθως υπήρχε και μουσική.

Φιλικά νοήματα και χαμόγελα υποδέχονταν τον Ιλάυας σε κάθε άμαξα που περνούσε και κεφάτες κουβέντες σε κάθε φωτιά που σταματούσε. Αυτό πρέπει να ήταν το πρόσωπο που έδειχνε ο Λαός στους απ’ έξω — ανοιχτά, χαμογελαστά πρόσωπα. Αλλά ο Πέριν είχε μάθει ότι κρυμμένη κάτω από την επιφάνεια ήταν η επιφυλακτικότητα ενός ελαφιού, που δεν είχε εξημερωθεί εντελώς. Κάτι βαθύ βρισκόταν πίσω από τα χαμόγελα που έστελναν στα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ, κάτι που αναρωτιόταν αν ήταν ασφαλές, κάτι που υποχώρησε ελάχιστα τις επόμενες μέρες. Με τον Ιλάυας, η επιφυλακτικότητα ήταν δυνατή, σαν λάβρα καλοκαιριάτικη, που κάνει τον αέρα να τρεμουλιάζει και δεν ξεθώριαζε. Όταν δεν κοίταζε, τον παρακολουθούσαν απροκάλυπτα, σαν να μην ήξεραν τι θα έκανε. Όταν περπατούσε στην κατασκήνωση, τα πόδια, που ήταν έτοιμα για χορό, έμοιαζαν, επίσης, έτοιμα και για φυγή.

Κι ο Ιλάυας ένιωθε άβολα με την Οδό των Φύλλων, όπως εκείνοι ένιωθαν άβολα μαζί του. Το στόμα του είχε μονίμως μια στραβή έκφραση, όταν ήταν κοντά στους Τουάθα’αν. Δεν ήταν συγκαταβατικότητα και, οπωσδήποτε, δεν ήταν περιφρόνηση, αλλά έδειχνε ότι θα προτιμούσε να ήταν οπουδήποτε αλλού παρά εδώ, σχεδόν οπουδήποτε. Όμως, κάθε φορά που ο Πέριν έθιγε το ζήτημα της αναχώρησης, ο Ιλάυας τους καθησύχαζε κι έλεγε ότι θα ξεκουράζονταν για λίγες μέρες.

“Είχατε περάσει δύσκολες μέρες πριν με συναντήσετε”, είπε ο Ιλάυας, την τρίτη ή την τέταρτη φορά που τον είχε ρωτήσει, “και έχετε ακόμα πιο δύσκολες μπροστά σας. Αφού από τη μια σας κυνηγούν Τρόλοκ και Ημιάνθρωποι, από την άλλη έχετε φίλους σαν τις Άες Σεντάι”. Χαμογέλασε, ενώ ακόμα μασούσε την πίτα από ξερά μήλα που είχε κάνει η Ίλα. Ο Πέριν ακόμα ένιωθε ταραχή με τα κίτρινα μάτια του, ακόμα κι όταν ο Ιλάυας χαμογελούσε. Ίσως ακόμα περισσότερη όταν χαμογελούσε· το χαμόγελο δεν έφτανε σχεδόν ποτέ σ’ αυτά τα μάτια κυνηγού. Ο Ιλάυας ήταν ξαπλωμένος πλάι στη φωτιά του Ράεν, αρνούμενος, ως συνήθως, να καθίσει στους κορμούς, που είχαν τραβήξει για να κάθονται. “Μην βιάζεσαι τόσο να πέσεις στα χέρια των Άες Σεντάι”.

“Κι αν μας βρουν οι Ξέθωροι; Τι τους εμποδίζει, αν εμείς απλώς καθόμαστε και περιμένουμε; Τρεις λύκοι μόνο δεν θα τους σταματήσουν και ο Λαός των Ταξιδιωτών δεν θα βοηθήσει. Δεν θα υπερασπιστούν ούτε τον εαυτό τους. Οι Τρόλοκ θα τους μακελέψουν και το σφάλμα θα είναι δικό μας. Όπως και να ’χει, νωρίς ή αργά θα πρέπει να φύγουμε. Ας είναι όσο γίνεται πιο νωρίς”.

“Κάτι μου λέει να περιμένω. Λίγες μόνο μέρες”.

“Κάτι!”

“Μην ταράζεσαι, παλικάρι μου. Να δέχεσαι τη ζωή όπως είναι. Να τρέχεις όταν πρέπει, να πολεμάς αν χρειαστεί, να ξεκουράζεσαι όταν μπορείς”.

“Τι λες τώρα, κάτι;”

“Φάε λίγη πίτα. Η Ίλα δεν με συμπαθεί, αλλά με ταΐζει καλά όταν έρχομαι επισκέπτης. Πάντα υπάρχει καλό φαγητό στις κατασκηνώσεις του Λαού”.

“Τι “κάτι”;” απαίτησε να μάθει ο Πέριν. “Αν ξέρεις κάτι που δεν μας το λες...”

Ο Ιλάυας κοίταξε συνοφρυωμένος την πίτα που κρατούσε, ύστερα την άφησε κάτω και χτύπησε τα χέρια του για να τα ξεσκονίσει. “Κάτι”, είπε τελικά, σηκώνοντας τους ώμους, σαν να μην το καταλάβαινε ούτε κι αυτός. “Κάτι μου λέει ότι έχει σημασία να περιμένουμε. Λίγες ακόμα μέρες. Δεν έχω συχνά τέτοια προαισθήματα, αλλά έχω μάθει να τα εμπιστεύομαι. Παλιά μου έσωσαν τη ζωή. Αυτή τη φορά είναι διαφορετικό, με κάποιον τρόπο, αλλά έχει σημασία. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Αν θέλεις να το σκάσετε, τότε φύγετε. Εγώ δεν φεύγω”.

Αυτό είχε να πει όλο κι όλο, όσες φορές κι αν τον ρωτούσε ο Πέριν. Ξάπλωνε, μιλούσε με τον Ράεν, λαγοκοιμόταν με το καπέλο να κρύβει τα μάτια του και αρνούνταν να συζητήσει την αναχώρησή τους. Κάτι του έλεγε ότι είχε σημασία. ’Οταν ερχόταν η ώρα να φύγουν, θα το καταλάβαινε. Φάε λίγη πίτα, παλικάρι μου. Μην εξάπτεσαι. Φάε λίγο βραστό. Ησύχασε.

Ο Πέριν δεν έβρισκε ησυχία. Τις νύχτες τριγυρνούσε στις άμαξες, που είχαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου κι ανησυχούσε — όχι μόνο επειδή είχε αφορμές, αλλά κι επειδή κανείς άλλος δεν έδειχνε να ανησυχεί. Οι Τουάθα’αν τραγουδούσαν και χόρευαν, μαγείρευαν κι έτρωγαν γύρω από τις φωτιές τους —φρούτα και ξηρούς καρπούς, μούρα και λαχανικά· δεν έτρωγαν κρέας- και καταπιάνονταν με τις μυριάδες καθημερινές αγγαρείες τους, σαν να μην είχαν την παραμικρή έγνοια. Τα παιδιά έτρεχαν κι έπαιζαν παντού. Έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στις άμαξες, σκαρφάλωναν στα δέντρα γύρω από την κατασκήνωση, γελούσαν και κυλιόντουσαν στο χώμα με τα σκυλιά. Κανένας δεν είχε την παραμικρή έγνοια για τίποτα.

Τους έβλεπε και κάτι τον έτρωγε να φύγει. Να φύγουμε, πριν τους βρουν οι κυνηγοί ψάχνοντας για μας. Μας δέχτηκαν και ξεπληρώνουμε την καλοσύνη τους βάζοντάς τους σε κίνδυνο. Τουλάχιστον έχουν λόγο που νιώθουν την καρδιά τους ανάλαφρη. Τίποτα δεν τους κυνηγά. Ενώ εμείς...

Δυσκολευόταν να πει μια κουβέντα με την Εγκουέν. Η κοπέλα πότε μιλούσε με την Ίλα κι έσκυβαν τα κεφάλια κοντά, με τρόπο που έλεγε ότι οι άνδρες δεν ήταν ευπρόσδεκτοι, πότε χόρευε με τον Άραμ και στροβιλίζονταν στον ήχο των φλάουτων και των βιολιών και των ταμπούρλων. Τα όργανα έπαιζαν σκοπούς, που είχαν μαζέψει ο Τουάθα’αν απ’ ολόκληρο τον κόσμο, ή τα κοφτά, όλο τρίλιες τραγούδια των ίδιων των Ταξιδιωτών, με τις αργές και τις γρήγορες μελωδίες τους. Ήξεραν πολλά τραγούδια και ο Πέριν μερικά τα αναγνώριζε, αν και συχνά είχαν άλλα ονόματα από κείνα που είχαν στους Δύο Ποταμούς. Το “Τρία Κορίτσια στο Λιβάδι”, για παράδειγμα, οι Μάστορες το ονόμαζαν “Τα Ωραία Κοριτσόπουλα Χορεύουν· και έλεγαν πως το “Ο Άνεμος από το Βορρά” λεγόταν “Πέφτει Δυνατή Βροχή” σε μερικές χώρες και “Η Υποχώρηση του Μπέριν” σε άλλες. Όταν ζήτησε, χωρίς να το καλοσκεφτεί, το “Ο Μάστορας έχει τις Κατσαρόλες μου”, γέλασαν με την καρδιά τους. Τον ήξεραν, αλλά σαν “Πέτα τα Πούπουλα”.

Καταλάβαινε πολύ καλά για πιο λόγο θα ήθελε κάποιος να χορέψει με τα τραγούδια του Λαού. Στο Πεδίο του Έμοντ κανείς δεν τον θεωρούσε σπουδαίο χορευτή, αλλά αυτά τα τραγούδια τραβούσαν τα πόδια του και του φαινόταν πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε χορέψει τόσο πολύ, τόσο σκληρά, τόσο καλά. Ήταν υπνωτικά κι έκαναν τις φλέβες του να πάλλονται με το ρυθμό των τυμπάνων.

Το δεύτερο βράδυ ο Πέριν είδε, για πρώτη φορά, γυναίκες να χορεύουν με τα αργά τραγούδια. Οι φωτιές είχαν χαμηλώσει, η νύχτα βάραινε γύρω από τις άμαξες, τα δάχτυλα έπαιζαν έναν αργό ρυθμό στα τύμπανα. Πρώτα το ένα τύμπανο, μετά το άλλο, ώσπου όλα τα τύμπανα της κατασκήνωσης είχαν πιάσει τον ίδιο χαμηλό, επίμονο ρυθμό. Παντού υπήρχε σιωπή, με εξαίρεση τα τύμπανα. Μια κοπέλα με κόκκινο φόρεμα μπήκε στο φως με μια λυγερή κίνηση, ενώ χαλάρωνε τη μαντίλα της. Χάντρες περασμένες σε νήμα κρέμονταν από τα μαλλιά της και έβγαλε με μια κλωτσιά τα παπούτσια της. Ένα φλάουτο άρχισε να παίζει τη μελωδία, θρηνώντας απαλά, και η κοπέλα χόρεψε. Άπλωσε τα χέρια, κρατώντας τη μαντίλα πίσω της· οι γοφοί της λικνίζονταν, καθώς τα γυμνά της πόδια κινούνταν με το ρυθμό των τύμπανων. Τα μαύρα μάτια της κοπέλας καρφώθηκαν στον Πέριν και το χαμόγελό της ή|ταν αργό, σαν το χορό της. Χόρεψε σε μικρούς κύκλους, χαμογελώντας του πάνω από τον ώμο της.

Ο Πέριν ξεροκατάπιε. Η κάψα στο πρόσωπό του δεν ήταν από τη φωτιά. Κι άλλη μια κοπέλα πλησίασε την πρώτη· τα κρόσσια από τις μαντίλες τους τρεμούλιαζαν μαζί με τα τύμπανα και την αργή περιστροφή των γοφών τους. Του χαμογέλασαν και αυτός έβηξε βραχνά για να καθαρίσει το λαιμό του. Φοβόταν να κοιτάξει γύρω του· το πρόσωπό του ήταν κόκκινο σαν παντζάρι και μάλλον όσοι δεν έβλεπαν τις χορεύτριες γελούσαν μαζί του. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό.

Όσο πιο ανέμελα μπορούσε, κατέβηκε από το κούτσουρο, σαν να ήθελε απλώς να βολευτεί και πήρε με προσοχή τέτοια στάση, που κοίταζε μακριά από τη φωτιά, μακριά από τις χορεύτριες. Στο Πεδίο του Έμοντ δεν είχαν τίποτα τέτοιο. Ο χορός με τα κορίτσια στο Πράσινο τις γιορτινές μέρες δεν είχε την παραμικρή σχέση μ’ αυτό. Ευχήθηκε να δυνάμωνε ο αέρας για να τον δροσίσει.

Ο χορός τους τις ξανάφερε μπροστά στα μάτια του, μόνο που τώρα ήταν τρεις. Η μια του έκλεισε πονηρά το ματάκι. Τα μάτια του στράφηκαν με αγωνία δεξιά κι αριστερά. Μα το Φως, σκέφτηκε. Τι κάνω τώρα; Τι θα έκανε ο Ραντ; Εκείνος ξέρει από κορίτσια.

Οι χορεύτριες γέλασαν απαλά· οι χάντρες κουδούνιζαν, καθώς οι κοπέλες τίναζαν τα μακριά μαλλιά τους και ο Πέριν σκέφτηκε πως το πρόσωπό του θα έπαιρνε φωτιά. Έπειτα, μια κάπως πιο μεγάλη γυναίκα μπήκε στο χορό για να δείξει στις άλλες πώς γινόταν. Ο Πέριν βόγκηξε και έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Ακόμα και πίσω από τα βλέφαρά του, το γέλιο τους τον πείραζε και τον γαργαλούσε. Ακόμα και πίσω από τα βλέφαρά του, τις έβλεπε ακόμα. Ο ιδρώτας γέμιζε κόμπους το κούτελο του και ευχήθηκε να φυσούσε αέρας.

Κατά τον Ράεν, οι κοπέλες δεν χόρευαν συχνά αυτό το χορό και οι γυναίκες σπάνια· κατά τον Ιλάυας, τα κόκκινα μάγουλα του Πέριν ήταν ο λόγος που, έκτοτε, τον χόρευαν κάθε βράδυ.

“Πρέπει να σε ευχαριστήσω”, του είπε ο Ιλάυας, με τόνο σοβαρό και μετρημένο. “Με σας τους νεαρούληδες τα πράγματα είναι αλλιώς, αλλά στην ηλικία μου δεν φτάνει μόνο η φωτιά για να ζεσταθούν τα κόκαλά μου”. Ο Πέριν κατσούφιασε. Κάτι στη ράχη του Ιλάυας, που απομακρυνόταν, έμοιαζε να δείχνει ότι μπορεί να το έκρυβε, αλλά από μέσα του γελούσε.

Ο Πέριν σύντομα έμαθε ότι ήταν καλύτερα να μην παίρνει το βλέμμα του μακριά από τις κοπέλες και τις γυναίκες που χόρευαν το ευχόταν όμως, έτσι που του χαμογελούσαν και του έκλειναν το μάτι. Αν ήταν μόνο μία, δεν θα είχε πρόβλημα, ίσως — αλλά με πέντε ή έξι, ενώ όλοι τον κοίταζαν... Δεν κατόρθωσε ποτέ να νικήσει τελείως τα αναψοκοκκινίσματά του.

Έπειτα άρχισε και η Εγκουέν να μαθαίνει το χορό. Της τον έμαθαν δύο από τις κοπέλες που είχαν χορέψει την πρώτη εκείνη νύχτα, χτυπώντας παλαμάκια με το ρυθμό, ενώ εκείνη επαναλάμβανε τα συρτά βήματά τους, με μια δανεισμένη μαντίλα να κουνιέται πίσω της. Ο Πέριν έκανε να πει κάτι, έπειτα σκέφτηκε πως θα ήταν σοφότερο να μην ανοίξει το στόμα του. Όταν οι κοπέλες άρχισαν τις κινήσεις των γοφών, η Εγκουέν έβαλε τα γέλια και οι τρεις κοπέλες αγκαλιάστηκαν. Αλλά η Εγκουέν επέμεινε, με τα μάτια να αστράφτουν και τα μάγουλα να έχουν πάρει χρώμα.

Ο Άραμ την κοίταζε να χορεύει με καυτό, πεινασμένο βλέμμα. Ο χαριτωμένος νεαρός Τουάθα’αν της είχε χαρίσει ένα νήμα με γαλάζιες χάντρες και η Εγκουέν δεν το έβγαζε από πάνω της. Η Ίλα, που στην αρχή χαμογελούσε, βλέποντας τον εγγονό της να ενδιαφέρεται για την Εγκουέν, τώρα έσμιγε τα φρύδια με ανησυχία. Ο Πέριν αποφάσισε να μη χάνει από τα μάτια του τον νεαρό κύριο Άραμ.

Μια φορά κατάφερε να ξεμοναχιάσει την Εγκουέν, πλάι σε μια άμαξα βαμμένη με πράσινο και κίτρινο. “Διασκεδάζεις, ε;”

“Γιατί όχι;” Αγγιξε τις γαλάζιες χάντρες που ήταν περασμένες γύρω στο λαιμό της, χαμογελώντας τους. “Δεν προσπαθούμε όλοι να είμαστε δυστυχισμένοι, αντίθετα από σένα. Δεν δικαιούμαστε μια ευκαιρία να διασκεδάσουμε;”

Ο Άραμ στεκόταν κάπου παραπέρα —ποτέ δεν ήταν μακριά από την Εγκουέν- με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος κι ένα χαμογελάκι στο πρόσωπο, εν μέρει αυταρέσκειας κι εν μέρει πρόκλησης. Ο Πέριν χαμήλωσε τη φωνή του. “Νόμιζα ότι ήθελες να πας στην Ταρ Βάλον. Δεν θα μάθεις εδώ πώς να γίνεις Άες Σεντάι”.

Η Εγκουέν τίναξε το κεφάλι της. “Κι εγώ που νόμιζα ότι δεν ήθελες να γίνω Άες Σεντάι”, είπε με φωνή όλο μέλι.

“Μα το αίμα και τις στάχτες, σου φαίνεται πως εδώ είμαστε ασφαλείς; Αυτοί οι άνθρωποι είναι ασφαλείς μαζί μας; Ανά πάσα στιγμή μπορεί να μας βρει κάποιος Ξέθωρος”.

Το χέρι της τρεμούλιασε πάνω στις χάντρες. Το χαμήλωσε και πήρε μια βαθιά ανάσα. “Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, είτε φύγουμε σήμερα, είτε την άλλη βδομάδα. Αυτό πιστεύω τώρα. Διασκέδασε, Πέριν. Μπορεί να είναι η τελευταία ευκαιρία που έχουμε”.

Του χάιδεψε θλιμμένα το μάγουλο με τα δάχτυλά της. Έπειτα ο Άραμ της άπλωσε το χέρι κι εκείνη έτρεξε κοντά του, γελώντας ήδη. Καθώς έτρεχαν στους βιολιστές που τραγουδούσαν, ο Άραμ του έστειλε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο πάνω από τον ώμο του, σαν να ήθελε να του πει, δεν είναι δική σου, μα θα γίνει δική μου.

Ο Πέριν σκέφτηκε πως τους είχε μαγέψει το ξόρκι του Λαού. Ο Ιλάυας έχει δίκιο. Δεν χρειάζεται να σε προσηλυτίσουν στην Οδό τον Φύλλου. Σε ποτίζει σιγά-σιγά.

Η Ίλα του είχε ρίξει μια ματιά εκεί που ζάρωνε στον άνεμο και του είχε δώσει ένα χοντρό μάλλινο μανδύα από την αμαξά της· αυτός χάρηκε βλέποντας ότι ήταν σκουροπράσινος, μετά τα τόσα κόκκινα και κίτρινα. Καθώς τον έστρωνε στους ώμους του και σκεφτόταν ότι ήταν θαύμα που ταίριαζε στο μέγεθός του, η Ίλα είπε με σεμνή φωνή, “Μπορεί να ταιριάξει καλύτερα”. Κοίταξε το τσεκούρι στη ζώνη του. Και όταν ξανασήκωσε το βλέμμα, τα μάτια της ήταν θλιμμένα πάνω από το χαμόγελό της. “Μπορεί να ταιριάξει πολύ καλύτερα”.

Το ίδιο έκαναν όλοι οι Μάστορες. Ποτέ δεν έχαναν το χαμόγελό τους, ποτέ δεν δίσταζαν, όταν τον προσκαλούσαν να πει κάτι, ή να ακούσει τη μουσική, αλλά το βλέμμα τους πάντα άγγιζε το τσεκούρι και ο Πέριν ένιωθε τις σκέψεις τους. Δεν δικαιολογείται η βία κατά ανθρώπων. Η Οδός του Φύλλου.

Μερικές φορές του ερχόταν να τους βάλει τις φωνές. Στον κόσμο υπήρχαν Τρόλοκ και Ξέθωροι. Υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν να κόψουν όλα τα φύλλα. Εκεί έξω υπήρχε ο Σκοτεινός και η Οδός του Φύλλου θα καιγόταν στα μάτια του Μπα’άλζαμον. Συνέχισε να φορά πεισματικά το τσεκούρι. Συνήθισε να τραβά πίσω το μανδύα του, ακόμα κι όταν φυσούσε αέρας, για να μην είναι ποτέ κρυμμένο το μισοφέγγαρο της λεπίδας. Μερικές φορές ο Ιλάυας κοίταζε ερωτηματικά το όπλο που κρεμόταν βαρύ στο πλευρό του και του χαμογελούσε κι εκείνα τα κίτρινα μάτια έμοιαζαν να διαβάζουν το μυαλό του. Αυτό σχεδόν τον έκανε να σκεπάζει το τσεκούρι. Σχεδόν.

Παρ’ όλο που η κατασκήνωση των Τουάθα’αν ήταν πηγή συνεχούς ενόχλησης, τουλάχιστον εκεί τα όνειρα του ήταν φυσιολογικά. Μερικές φορές ξυπνούσε ιδρωμένος, από όνειρο στο οποίο Τρόλοκ και Ξέθωροι εισέβαλλαν στην κατασκήνωση, δαυλοί άναβαν φωτιές σε πολύχρωμες αναποδογυρισμένες άμαξες, άνθρωποι έπεφταν σε λίμνες αίματος, άνδρες και γυναίκες και παιδιά έτρεχαν και ούρλιαζαν και πέθαιναν, μα δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από τα, όμοια με δρεπάνια, σπαθιά που τους έκοβαν. Πολλές νύχτες ανασηκωνόταν απότομα μέσα στο σκοτάδι, λαχανιασμένος, απλώνοντας το χέρι στο τσεκούρι, πριν συνειδητοποιήσει ότι οι άμαξες δεν φλέγονταν, ότι δεν υπήρχαν μορφές με ματωμένες μουσούδες, που να γρυλίζουν πάνω από σχισμένα και στραβωμένα πτώματα, πεταμένα στο χώμα. Αλλά ήταν συνηθισμένοι εφιάλτες και με το δικό τους τρόπο πρόσφεραν ανακούφιση. Αν υπήρχε μέρος για να βρεθεί στα όνειρά του ο Σκοτεινός, θα ήταν αυτό, αλλά δεν ερχόταν. Δεν υπήρχε πουθενά ο Μπα’άλζαμον. Μόνο οι συνηθισμένοι εφιάλτες.

Είχε αντίληψη των λύκων, όμως, όταν ήταν ξύπνιος. Κρατούσαν απόσταση από την κατασκήνωση και από το καραβάνι, όταν τραβούσε το δρόμο του, αλλά ο Πέριν πάντα ήξερε πού βρίσκονταν. Ένιωθε την περιφρόνηση τους για τα σκυλιά που φύλαγαν τους Τουάθα’αν. Φασαριόζικα ζώα, που είχαν ξεχάσει τι μπορούσαν να κάνουν με τα σαγόνια τους, που είχαν ξεχάσει τη γεύση του ζεστού αίματος- μπορεί να φόβιζαν τους ανθρώπους, αλλά θα σέρνονταν στην κοιλιά τους, αν ερχόταν ποτέ η αγέλη. Κάθε μέρα η αντίληψή του ήταν οξύτερη, σαφέστερη.

Με κάθε ηλιοβασίλεμα η αδημονία της Σταχτιάς δυνάμωνε. Αν ο Ιλάυας ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο, να πάρει τους ανθρώπους στο νότο, τότε αυτό άξιζε να γίνει, αλλά, αν έπρεπε να γίνει, τότε ας γινόταν. Ας τελείωνε αυτό το αργό ταξίδι. Οι λύκοι ήταν για να περιπλανιούνται και δεν της άρεσε που βρισκόταν τόσον καιρό μακριά από το κοπάδι. Και ο Άνεμος, επίσης, ανυπομονούσε. Σ’ αυτά τα μέρη το κυνήγι ήταν πολύ κακό και δεν του άρεσε καθόλου να τρώει ποντίκια του αγρού, που ήταν για να μάθουν τα λυκόπουλα πώς να καραδοκούν όταν κυνηγούσαν, τροφή κατάλληλη για γέρους, που δεν μπορούσαν πια να πιάσουν ελάφια ή αλεπούδες. Μερικές φορές ο Άνεμος πίστευε πως ο Καμένος είχε δίκιο· άσε τα προβλήματα των ανθρώπων στους ανθρώπους. Αλλά πρόσεχε αυτές τις σκέψεις του όταν ήταν κοντά η Σταχτιά, ακόμα περισσότερο όταν ήταν κοντά ο Άλτης. Ο Άλτης ήταν ένας σημαδεμένος, ψαρός πολεμιστής, ατάραχος κι έμπειρος, με πονηριά που αναπλήρωνε ό,τι του είχε στερήσει η ηλικία. Δεν νοιαζόταν για τους ανθρώπους, αλλά η Σταχτιά ήθελε να το κάνει αυτό και ο Άλτης θα περίμενε όπως περίμενε εκείνη και θα έτρεχε όπως εκείνη έτρεχε. Λύκος ή άνθρωπος, ταύρος ή αρκούδα, ό,τι προκαλούσε τη Σταχτιά θα έβρισκε τα σαγόνια του Άλτη έτοιμα να το στείλουν στο μεγάλο ύπνο. Αυτό ήταν όλη η ζωή του Αλτη και αυτό έκανε τον Άνεμο να φυλάγεται και η Σταχτιά έμοιαζε να μη δίνει σημασία στις σκέψεις τους.

Όλα αυτά ήταν ολοφάνερα στο νου του Πέριν. Παρακαλούσε για το Κάεμλυν, για τη Μουαραίν και την Ταρ Βάλον. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν απαντήσεις, θα υπήρχε, τουλάχιστον, ένα τέλος. Ο Ιλάυας τον κοίταζε και ήταν σίγουρος πως ο κιτρινομάτης το ήξερε. Σε παρακαλώ, ας φτάσει ένα τέλος.

Το όνειρο άρχισε πιο ευχάριστα από τα περισσότερα των τελευταίων ημερών. Ήταν στο τραπέζι της κουζίνας της Αλσμπετ Λούχαν, ακονίζοντας το τσεκούρι του με μια πέτρα. Η κυρά Λούχαν δεν άφηνε ποτέ να φέρουν στο σπίτι δουλειές του σιδεράδικου, ή ότι άλλο παρόμοιο. Ο αφέντης Λούχαν αναγκαζόταν να βγάζει τα μαχαίρια της έξω για να τα ακονίσει. Αλλά συνέχισε να μαγειρεύει και δεν είπε κουβέντα για το τσεκούρι. Δεν έβγαλε άχνα, όταν ένας λύκος μπήκε στην κουζίνα από ένα άλλο δωμάτιο του σπιτιού και κουλουριάστηκε ανάμεσα στον Πέριν και την πόρτα της αυλής. Ο Πέριν συνέχισε να ακονίζει το τσεκούρι· σύντομα θα ερχόταν η ώρα να το χρησιμοποιήσει.

Ξαφνικά ο λύκος σηκώθηκε, μουγκρίζοντας βαθιά στο λαρύγγι του και το πυκνό τρίχωμα του σβέρκου του τινάχτηκε ψηλά. Ο Μπα’άλζαμον μπήκε στην κουζίνα από την αυλή. Η κυρά Λούχαν συνέχισε να μαγειρεύει.

Ο Πέριν σηκώθηκε όρθιος με κόπο, ύψωσε το τσεκούρι, αλλά ο Μπα’άλζαμον δεν έδωσε σημασία στο όπλο και, αντίθετα, έστρεψε την προσοχή του στο λύκο. Φλόγες χόρευαν εκεί που έπρεπε να είναι τα μάτια του. “Αυτή είναι η προστασία σου; Το έχω αντιμετωπίσει κι άλλες φορές. Πολλές φορές”.

Λύγισε ένα δάχτυλο και ο λύκος ούρλιαξε, καθώς πεταγόταν φωτιά από τα μάτια και τα αυτιά του και το στόμα του, από το δέρμα του. Η βρώμα από τη σάρκα και τις τρίχες που καίγονταν γέμισε την κουζίνα. Η Άλσμπετ Λούχαν σήκωσε το καπάκι μιας κατσαρόλας και ανακάτεψε το φαγητό με μια ξύλινη κουτάλα.

Ο Πέριν πέταξε κάτω το τσεκούρι και όρμηξε μπροστά, προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, χτυπώντας τις με τα χέρια του. Ο λύκος έγινε μαύρη στάχτη μέσα στις παλάμες του. ο Πέριν οπισθοχώρησε, κοιτάζοντας τον άμορφο καρβουνιασμένο σωρό στο καθαρό πάτωμα της κυράς Λούχαν. Ευχήθηκε να μπορούσε να βγάλει τα λιγδερά αποκαΐδια από τα χέρια του, αναγούλιασε όμως, με τη σκέψη ότι θα τα σκούπιζε στα ρούχα του. Άρπαξε το τσεκούρι, έσφιξε τη λαβή τόσο δυνατά, που οι αρθρώσεις του άφησαν ξερούς κρότους.

“Άσε με ήσυχο!” φώναξε. Η κυρά Λούχαν χτύπησε την κουτάλα στο χείλος της κατσαρόλας και ξανάβαλε το καπάκι, σιγοτραγουδώντας.

“Δεν μπορείς να μου το σκάσεις”, είπε ο Μπα’άλζαμον. “Δεν μπορείς να μου κρυφτείς. Αν είσαι εκείνος, είσαι δικός μου”. Η κάψα από τις φωτιές του προσώπου του ανάγκασε τον Πέριν να κάνει πίσω, ώσπου η πλάτη του βρέθηκε στον τοίχο της κουζίνας. Η κυρά Λούχαν άνοιξε το φούρνο για να δει το ψωμί της. “Ο Οφθαλμός του Κόσμου θα σε κάψει”, είπε ο Μπα’άλζαμον. “Σε σημαδεύω για δικό μου!” Τίναξε το σφιγμένο χέρι του, σαν να πετούσε κάτι· όταν τα δάχτυλά του άνοιξαν, ένα κοράκι όρμηξε στο πρόσωπο του Πέριν.

Ο Πέριν ούρλιαξε, όταν το μαύρο ράμφος του τρύπησε το αριστερό μάτι...

...και ανακάθισε, πιάνοντας το πρόσωπό του, ανάμεσα στις Κοιμισμένες άμαξες του Λαού των Ταξιδιωτών. Αλλά τη θυμόταν, θυμόταν την αγωνία του τρυπήματος.

Ακόμα δεν είχε χαράξει. Ρίγησε και ξαφνικά εμφανίστηκε ο Ιλάυας, που γονάτισε δίπλα του, απλώνοντας το χέρι, σαν να ήθελε να τον ξυπνήσει. Πέρα από τα δέντρα όπου βρίσκονταν οι άμαξες, οι λύκοι ούρλιαξαν, μια κραυγή από τρία λαρύγγια. Μοιραζόταν αυτό που ένιωθαν. Φωτιά. Πόνος. Φωτιά. Μίσος. Μίσος! Σκότωσε!

“Ναι”, είπε ο Ιλάυας με απαλή φωνή. “Είναι ώρα. Σήκω, αγόρι μου. Είναι ώρα να φεύγουμε”.

Ο Πέριν πετάχτηκε από τις κουβέρτες του. Ενώ τις δίπλωνε, ο Ράεν βγήκε από την άμαξά του, τρίβοντας τα τσιμπλιασμένα μάτια του. Ο Αναζητητής έριξε μια ματιά στον ουρανό και πάγωσε, ενώ ήταν ακόμα στα σκαλοπάτια, με τα χέρια ακόμα στο πρόσωπό του. Μόνο τα μάτια του σάλευαν, καθώς μελετούσε τον ουρανό, αν και ο Πέριν δεν μπορούσε να καταλάβει τι κοίταζε. Μερικά σύννεφα έπλεαν στην ανατολή, με τις κοιλιές τους ροζ από τον ήλιο που ακόμα δεν είχε βγει, αλλά δεν φαινόταν τίποτα άλλο. Ο Ράεν έμοιαζε επίσης να αφουγκράζεται και να μυρίζει τον αέρα, αλλά δεν υπήρχε κανένας ήχος εκτός από τον άνεμο στα δέντρα και καμία μυρωδιά εκτός από την αχνή καπνίλα που απέμενε από τις φωτιές που είχαν ανάψει το περασμένο βράδυ.

Ο Ιλάυας επέστρεψε με τα λιγοστά υπάρχοντά του και ο Ράεν κατέβηκε και τα υπόλοιπα σκαλοπάτια. “Πρέπει να αλλάξουμε δρόμο, παλιέ μου φίλε”. Ο Αναζητητής ξανακοίταξε ταραγμένος τον ουρανό. “Θα πάμε αλλού. Θα έρθετε μαζί μας;” Ο Ιλάυας κούνησε το κεφάλι και ο Ράεν ένευσε, σαν να το ήξερε. “Ε, να προσέχεις, παλιέ μου φίλε. Έχει κάτι η σημερινή μέρα...” Έκανε να ξανακοιτάξει, αλλά χαμήλωσε τα μάτια, πριν το βλέμμα ανέβει πιο πάνω από τις οροφές στις άμαξες. “Νομίζω ότι οι άμαξες θα πάνε ανατολικά. Ίσως μέχρι τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου. Ίσως βρούμε ένα στέντιγκ και μείνουμε λιγάκι”.

“Οι μπελάδες δεν μπαίνουν στα στέντιγκ”, συμφώνησε ο Ιλάυας. “Αλλά οι Ογκιρανοί δεν καλοδέχονται τους ξένους”.

“Όλοι καλοδέχονται το Λαό των Ταξιδιωτών”, είπε ο Ράεν και χαμογέλασε πλατιά. “Επίσης, ακόμα και οι Ογκιρανοί έχουν κατσαρόλες και άλλα για γάνωμα. Έλα, ας φάμε πρωινό και θα το συζητήσουμε”.

“Δεν προλαβαίνουμε”, είπε ο Ιλάυας. “Κι εμείς φεύγουμε σήμερα. Το συντομότερο δυνατόν. Φαίνεται πως είναι μέρα για να φεύγεις”.

Ο Ράεν προσπάθησε να τον πείσει να μείνουν, τουλάχιστον για να φάνε και όταν η Ίλα βγήκε από την άμαξα. μαζί με την Εγκουέν πρόσθεσε και τα δικά της επιχειρήματα, αν και όχι με τη θέρμη του συζύγου της. Είπε τα κατάλληλα λόγια, αλλά η ευγένειά της ήταν ψυχρή και ήταν φανερό ότι θα χαιρόταν να δει τον Ιλάυας να φεύγει, αν και όχι την Εγκουέν.

Η Εγκουέν δεν πρόσεξε τις λυπημένες, λοξές ματιές που της έριχνε η Ίλα. Ρώτησε τι γινόταν και ο Πέριν ετοιμάστηκε να την ακούσει να λέει ότι ήθελε να μείνει με τους Τουάθα’αν, αλλά, όταν ο Ιλάυας της εξήγησε, ένενσε σκεφτική και ξαναχώθηκε βιαστικά στην άμαξα για να μάζεψα τα πράγματά της.

Τελικά ο Ράεν σήκωσε τα χέρια. “Εντάξει. Δεν νομίζω να άφησα ποτέ επισκέπτη να φύγει από την κατασκήνωση χωρίς αποχαιρετιστήριο γλέντι, αλλά...” Ξανακοίταξε αβέβαια τον ουρανό. “Ε, νομίζω πως κι εμείς πρέπει να φεύγουμε νωρίς. Μπορεί να φάμε ταξιδεύοντας. Αλλά, τουλάχιστον, ας αποχαιρετιστούν όλοι”.

Ο Ιλάυας προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Ράεν άρχισε να τρέχει από τη μια άμαξα στην άλλη, χτυπώντας τις πόρτες όπου δεν είχαν ξυπνήσει ακόμα. Όταν ήρθε ένας Μάστορας σέρνοντας την Μπέλα, όλοι είχαν βγει έξω, φορώντας τα πιο ωραία και τα πιο λαμπερά τους ρούχα, μια πανδαισία χρωμάτων, που έκανε την άμαξα με τα κίτρινα και κόκκινα του Ράεν και της Ίλα να φαντάζει απλή. Τα μεγάλα σκυλιά διέσχιζαν το πλήθος με τη γλώσσα τους κρεμασμένη, ψάχνοντας κάποιον να τους ξύσει τα αυτιά, ενώ ο Πέριν και οι υπόλοιποι υπέμεναν ατέλειωτες χειραψίες και αγκαλιές. Οι κοπέλες που χόρευαν κάθε νύχτα δεν ήθελαν να αρκεστούν σε απλές χειραψίες και τα αγκαλιάσματά τους έκαναν τον Πέριν να ευχηθεί να μην έφευγαν — ώσπου, ξαφνικά, θυμήθηκε πόσοι άλλοι τον έβλεπαν και το πρόσωπό του έγινε ασορτί με το κάρο του Αναζητητή.

Ο Αραμ τράβηξε την Εγκουέν λιγάκι παράμερα. Ο Πέριν δεν άκουγε τι της έλεγε μέσα στο σαματά των αποχα ρετισμών, αλλά η Εγκουέν κουνούσε το κεφάλι, αργά στην αρχή, πιο σταθερά ύστερα, όταν ο Αραμ άρχισε να χειρονομεί ικετευτικά. Η έκφρασή του άλλαξε, αντί να ικετεύει φαινόταν ότι τσακωνόταν, αλλά η Εγκουέν συνέχισε να κουνά το κεφάλι πεισματάρικα, ώσπου την έσωσε η Ίλα, λέγοντας μερικά τσουχτερά λόγια στον εγγονό της. Ο Άραμ, μουτρωμένος, χώθηκε στο πλήθος, χωρίς να την έχει αποχαιρέτήσει κανονικά. Η Ιλα τον παρακολούθησε που έφευγε, κοντοστάθηκε, έτοιμη να τον ξαναφωνάξει. Κι αυτή νιώθει ανακούφιση, σκέφτηκε ο Πέριν. Ανακούφιση που δεν θέλει να έρθει μαζί μας ― με την Εγκουέν.

Όταν ο Πέριν είχε σφίξει κάθε χέρι, το λιγότερο μια φορά, και είχε αγκαλιάσει κάθε κοπέλα, το λιγότερο δυο φορές, το πλήθος έκανε πίσω, ανοίγοντας λίγο χώρο γύρω από τον Ράεν και την Ίλα και τους τρεις επισκέπτες.

“Ήρθατε εν ειρήνη”, είπε με τυπικότητα ο Ράεν, υποκλινόμενος επίσημα, με τα χέρια στο στήθος. “Αναχωρήστε εν ειρήνη. Οι φωτιές μας πάντα θα σας καλοδέχονται, εν ειρήνη. Η Οδός του Φύλλου είναι η ειρήνη”.

“Η ειρήνη ας είναι πάντα μαζί σου”, απάντησε ο Ιλάυας, “και μαζί με το Λαό”. Δίστασε, έπειτα πρόσθεσε, “Θα βρω το τραγούδι, ή θα το βρει κάποιος άλλος, αλλά το τραγούδι θα τραγουδηθεί, αυτή τη χρονιά ή κάποια που θα έρθει. Όπως ήταν πάντα, έτσι θα ξαναγίνει, κόσμος δίχως τέλος”.

Ο Ράεν ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτος και η Ίλα φάνηκε ολότελα σαστισμένη, αλλά όλοι οι άλλοι Τουάθα’αν απάντησαν μουρμουρίζοντας, “Κόσμος δίχως τέλος. Κόσμος και χρόνος δίχως τέλος”. Ο Ράεν και η σύζυγός του είπαν βιαστικά το ίδιο μετά απ’ όλους.

Κι έπειτα είχε έρθει στ’ αλήθεια η ώρα να φύγουν. Μερικοί τελευταίοι αποχαιρετισμοί, μερικές τελευταίες προτροπές για προσοχή, μερικά τελευταία χαμόγελα και κλεισίματα ματιών και η ομάδα έφευγε από την κατασκήνωση, Ο Ράεν τους συνόδευσε ως εκεί που άρχιζαν τα δέντρα, μ’ ένα ζευγάρι σκυλιά να χοροπηδούν στο πλευρό του.

“Στ’ αλήθεια, παλιέ μου φίλε, πρέπει να προσέχεις πολύ. Αυτή η μέρα... Φοβάμαι πως κάτι μοχθηρό έχει ελευθερωθεί στον κόσμο· ό,τι και να προσποιείσαι, δεν είσαι τόσο μοχθηρός που να μην μπορεί να σε καταβροχθίσει”.

“Η ειρήνη μαζί σου”, είπε ο Ιλάυας.

“Και μαζί σου”, είπε ο Ράεν λυπημένα.

Όταν έφυγε ο Ράεν, ο Ιλάυας συννέφιασε, βλέποντας ότι οι άλλοι δύο τον κοιτούσαν. “Τι κι αν δεν πιστεύω στο παλιοτράγουδό τους”, μούγκρισε. “Γιατί να χαλάσω την τελετή και να τους πικράνω; Σας είπα ότι μερικές φορές θέλουν επισημότητα”.

“Φυσικά”, είπε ευγενικά η Εγκουέν. “Γιατί να τους πικράνεις;” Ο Ιλάυας γύρισε από την άλλη, μουρμουρίζοντας μόνος του.

Η Σταχτιά, ο Άνεμος και ο Άλτης ήρθαν να χαιρετίσουν τον Ιλάυας, χωρίς να παίζουν, όπως είχαν κάνει τα σκυλιά· ήταν η όλο αξιοπρέπεια συνάντηση μεταξύ ίσων. Ο Πέριν ένιωσε τι είχαν πει.

Πύρινα μάτια. Πόνος. Το Δόντι της Καρδιάς. Θάνατος. Το Δόντι της Καρδιάς. Ο Πέριν ήξερε ποιον εννοούσαν. Τον Σκοτεινό. Έλεγαν για το όνειρό του. Το όνειρό τους.

Ανατρίχιασε, καθώς οι λύκοι έτρεχαν μπροστά για να ανιχνεύσουν το δρόμο. Ήταν η σειρά της Εγκουέν να καβαλήσει την Μπέλα και ο Πέριν περπατούσε δίπλα της. Ο Ιλάυας οδηγούσε, ως συνήθως, με σταθερό ρυθμό, κατάλληλο για μεγάλες διαδρομές.

Ο Πέριν δεν ήθελε να σκεφτεί το όνειρό του. Πριν, πίστευε πως με τους λύκους ήταν ασφαλείς. Όχι πλήρης. Δέξου. Γεμάτες καρδίες. Γεμάτο μναλό. Ακόμα παλεύεις. Πλήρης μόνο όταν δεχτείς.

Ανάγκασε τους λύκους να βγουν από το μυαλό του και ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτος. Δεν ήξερε ότι μπορούσε να το κάνει. Αποφάσισε να μην τους αφήσει να ξαναμπούν ποτέ. Ακόμα και στα όνειρα; Δεν ήξερε αν η σκέψη ήταν δική του, ή δική τους.

Η Εγκουέν ακόμα φορούσε το κορδόνι με τις γαλάζιες χάντρες που της είχε δώσει ο Άραμ και ένα κλαράκι με μικρούλικα, λαμπερά κόκκινα φύλλα στα μαλλιά της, άλλο ένα δώρο του νεαρού Τουάθα’αν. Ο Πέριν ήταν σίγουρος πως ο Άραμ είχε προσπαθήσει να την πείσει να μείνει με το Λαό των Ταξιδιωτών. Χαιρόταν που η Εγκουέν δεν είχε υποχωρήσει, αλλά ευχόταν να μην χάιδευε με τόση τρυφερότητα τις χάντρες.

Τελικά της είπε, “Γιατί μιλούσες τόσες ώρες με την Ίλα; Όποτε δεν χόρευες με κείνον τον μακρυπόδαρο, της μιλούσες σαν να ήταν τίποτα μυστικά”.

“Η Ίλα μου έδινε γυναικείες συμβουλές”, του απάντησε αφηρημένα. Ο Πέριν γέλασε και η Εγκουέν του έριξε μια απειλητική ματιά, την οποία εκείνος δεν κατάλαβε.

“Συμβουλές! Εμάς κανένας δεν μας λέει πώς να είμαστε άντρες. Απλώς είμαστε”.

“Ίσως γι’ αυτό τα κάνετε θάλασσα σ’ αυτή τη δουλειά”, είπε η Εγκουέν. Μπροστά τους, ο Ιλάυας άφησε ένα δυνατό κακαριστό γέλιο.

Загрузка...