33 Το Σκοτάδι Περιμένει

Κάτω από έναν μολυβί ουρανό το κάρο με τους μεγάλους τροχούς προχωρούσε με μικρά τραντάγματα στο Δρόμο του Κάεμλυν προς τα ανατολικά. Ο Ραντ ανασηκώθηκε από τα άχυρα στο πίσω μέρος της και κοίταξε από το πλάι. Ένιωσε ότι τα χέρια του θα μάκραιναν αντί να τον τραβήξουν και, για μια στιγμή, το κεφάλι του φάνηκε ότι ήθελε να τραβήξει ευθεία στον ουρανό, αλλά μετά ηρέμησε. Πιάστηκε με τους αγκώνες από τα όρθια πηχάκια στα πλαϊνά και κοίταξε τη γη που έμενε πίσω τους. Ο ήλιος ήταν ακόμα κρυμμένος πίσω από μουντά σύννεφα, ακριβώς από πάνω τους και το κάρο έμπαινε σε άλλο ένα χωριό με σπιτάκια φτιαγμένα από κόκκινα τούβλα και σκεπασμένα με κλήματα. Μετά τους Τέσσερις Βασιλιάδες, τα χωριά βρίσκονταν όλο και πιο κοντά μεταξύ τους.

Ο κόσμος χαιρετούσε, ή κουνούσε φιλικά το χέρι στον Χάυαμ Κιντς, τον αγρότη στον οποίο ανήκε το κάρο. Ο αφέντης Κιντς, ένας λιγομίλητος άνθρωπος με ξερό δέρμα, αντιχαιρετούσε κάθε φορά με μερικές λέξεις, χωρίς να βγάλει την πίπα από το στόμα. Με τα δόντια του σφιγμένα, αυτά που έλεγε ήταν σχεδόν ακατανόητα, αλλά ακούγονταν φιλικά κι έμοιαζαν να ικανοποιούν τους άλλους· καταπιάνονταν πάλι με τις δουλειές τους δίχως δεύτερη ματιά στο κάρο. Κανένας δεν έδειχνε να δίνει σημασία στους δύο επιβάτες του κάρου.

Στα μάτια του Ραντ φάνηκε το πανδοχείο του χωριού. Ήταν ασβεστωμένο, με γκρίζα πέτρινη οροφή. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν, ένευαν φιλικά κι έκαναν νοήματα μεταξύ τους. μερικοί στέκονταν για να μιλήσουν. Ήξεραν ο ένας τον άλλον. Οι περισσότεροι ήταν χωρικοί, αν έκρινε από τα ρούχα τους — φορούσαν μπότες και παντελόνια και παλτά όχι πολύ διαφορετικά από τα δικά του, αν και με υπερβολική αγάπη για τις πολύχρωμες ρίγες. Οι γυναίκες φορούσαν βαθιά καπέλα, που έκρυβαν τα πρόσωπά τους και λευκές ποδιές με ρίγες. Μπορεί να ήταν όλοι ντόπιοι. Αλλάζει τίποτα;

ξαπλώθηκε πάλι στα άχυρα και έβλεπε ανάμεσα από τις πατούσες του το χωριό που χανόταν πίσω. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου βρίσκονταν περιφραγμένα χωράφια, οι συνηθισμένοι φράχτες από θάμνους, που έμοιαζαν προσεκτικά κλαδεμένοι και μικρές αγροικίες με καμινάδες από κόκκινα τούβλα που έβγαζαν καπνό. Τα κοντινά δασύλλια οι χωρικοί τα ξύλευαν περιοδικά για καυσόξυλα κι έτσι περιποιημένα που ήταν πιο πολύ θύμιζαν κήπο. Μα τα κλαριά τους υψώνονταν σαν κοκαλιάρικα χέρια στον ουρανό, άφυλλα, όπως και τα άγρια δάση στα δυτικά.

Μια σειρά από άμαξες, που ερχόταν από απέναντι, είχε πιάσει τη μέση ταυ δρόμου, αναγκάζοντας το κάρο να πάει στην άκρη. Ο αφέντης Κιντς τράβηξε την πίπα στην άκρη του στόματος του και έφτυσε μέσα από τα δόντια του. Συνέχισε χωρίς να σταματήσει, έχοντας το νου του να μην μπλέξει η ρόδα στο θαμνοφράχτη. Το στόμα του σφίχτηκε, καθώς έβλεπε το καραβάνι των εμπόρων.

Ούτε οι αμαξάδες, που κροτάλιζαν τα μαστίγιά τους πάνω από τις οκτάδες των αλόγων, ούτε οι αγριωποί φρουροί, που κάθονταν καμπουριαστά στις σέλες τους πλάι στις άμαξες, δεν κοίταξαν το κάρο. Ο Ραντ τους είδε να φεύγουν, νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στήθος. Είχε το χέρι κάτω από το μανδύα κι έσφιγγε τη λαβή του σπαθιού, ώσπου τους πέρασε και η τελευταία άμαξα.

Όταν το καραβάνι βρέθηκε πίσω τους, με προορισμό το χωριό απ’ όπου μόλις είχαν περάσει, ο Ματ, που καθόταν στη θέση δίπλα στον αγρότη, έστριψε και έγειρε για να αντικρίσει τα μάτια του Ραντ. Το κασκόλ που φορούσε, όταν είχε σκόνη, σκίαζε τα μάτια του, τυλιγμένο και δεμένο χαμηλά στο μέτωπό του. Ακόμα κι έτσι, τα μισόκλεινε στο γκρίζο φως της μέρας. “Είδες τίποτα εκεί πίσω;” τον ρώτησε χαμηλόφωνα. “Οι άμαξες;”

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι, και ο Ματ ένευσε. Ούτε κι εκείνος είχε δει τίποτα.

Ο αφέντης Κιντς τους έριξε ένα βλέμμα με την άκρη του ματιού, αλλά ξανάλλαξε θέση στην πίπα του και τίναξε τα γκέμια. Αυτό ήταν όλο, μα τους είχε προσέξει. Το άλογο τάχυνε λιγάκι το βήμα.

“Τα μάτια σου πονούν ακόμα;” ρώτησε ο Ραντ.

Ο Ματ άγγιξε το κασκόλ που τύλιγε το κεφάλι του. “Όχι. Όχι πολύ. Μόνο αν κοιτάξω ίσια τον ήλιο. Εσύ; Νιώθεις καλύτερα;”

“Λιγάκι”. Ο Ραντ συνειδητοποίησε πως πράγματι ένιωθε καλύτερα. Ήταν απορίας άξιο που ξεπερνούσε τόσο γρήγορα αυτή την άρρωστη αίσθηση. Και κάτι παραπάνω, ήταν ένα δώρο από το Φως. Πρέπει να είναι το Φως. Πρέπει.

Ξαφνικά μια ομάδα εφίππων προσπέρασε το κάρο, με κατεύθυνση προς τα δυτικά, όπως και οι άμαξες των εμπόρων. Μακριά λευκά κολάρα κρέμονταν πάνω από τη σιδηρόπλεχτη αρματωσιά τους και οι μανδύες και οι χιτώνες τους ήταν κόκκινα, σαν τις στολές των φυλάκων της πύλης στην Ασπρογέφυρα, όμως όλα ήταν φτιαγμένα με μεγαλύτερη προσοχή και ταίριαζαν καλύτερα. Τα κωνικά κράνη των ανδρών έλαμπαν, σαν να ήταν ασημένια. Οι άνδρες κάθονταν στα άλογα με την πλάτη ίσια. Λεπτές κόκκινες κορδέλες πετάριζαν, δεμένες από τις κεφαλές των λογχών τους και όλες τις λόγχες τις κρατούσαν με την ίδια γωνία.

Μερικοί απ’ αυτούς κοίταξαν το κάρο, καθώς περνούσαν συντεταγμένοι κατά δύο φάλαγγες. Ένα κλουβί από ατσάλι έκρυβε κάθε πρόσωπο. Ο Ραντ χάρηκε που ο μανδύας του έκρυβε το σπαθί του. Μερικοί ένευσαν στον αφέντη Κιντς, απλώς για να τον χαιρετήσουν κι όχι σαν να τον ήξεραν. Ο αφέντης Κιντς ένευσε με τον ίδιο τρόπο, παρ’ όλο, όμως, που η έκφρασή του δεν άλλαξε, υπήρχε κάτι επιδοκιμαστικό στην κίνηση του.

Τα άλογά τους προχωρούσαν με ήρεμο βηματισμό, όμως το κάρο πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση κι έτσι προσπέρασαν γρήγορα. Ο Ραντ τους μέτρησε μ’ ένα μικρό μέρος του μυαλού του. Δέκα... είκοσι... τριάντα... τριάντα δύο. Σήκωσε το κεφάλι για να δει τις φάλαγγες να προχωρούν στο Δρόμο του Κάεμλυν.

“Ποιοι ήταν;” ρώτησε ο Ματ, μαζί με απορία και καχυποψία.

“Οι Φρουροί της Βασίλισσας”, είπε ο αφέντης Κιντς δαγκώνοντας την πίπα του. Το βλέμμα του ήταν στο δρόμο μπροστά τους. “Δεν πάνε παραπέρα από την Πηγή του Μπρην, εκτός αν τους καλέσουν. Όχι σαν τα παλιά τα χρόνια”. Ρούφηξε την πίπα του, ύστερα πρόσθεσε, “Φαντάζομαι ότι τώρα υπάρχουν μέρη του Βασιλείου που κάνουν πάνω από χρόνο να δουν τους Φρουρούς. Όχι όπως τα παλιά τα χρόνια”.

“Τι κάνουν;” ρώτησε ο Ραντ.

Ο αγρότης τον κοίταξε. “Επιβάλλουν την ειρήνη της Βασίλισσας και τηρούν το νόμο της Βασίλισσας”. Ένευσε, σαν να του άρεσε το άκουσμα της φράσης και πρόσθεσε, “Βρίσκουν τους κακούργους και τους πηγαίνουν στο δικαστή. Μμμφ!” Άφησε ένα πυκνό, μακρύ σύννεφο καπνού. “Πρέπει να είστε από πολύ μακριά για να μην ξέρετε τη Φρουρά της Βασίλισσας. Από πού έρχεστε;”

“Από μακριά”, είπε ο Ματ, ενώ την ίδια στιγμή ο Ραντ έλεγε, “Από τους Δύο Ποταμούς”. Μόλις το ξεστόμισε, ευχήθηκε να μπορούσε να το πάρει πίσω. Ακόμα δεν σκεφτόταν καθαρά. Εκεί που προσπαθούσαν να κρυφτούν, πήγαινε κι έλεγε ένα όνομα, που θα χτυπούσε σαν καμπάνα αν το άκουγε Ξέθωρος.

Ο αφέντης Κιντς κοίταξε τον Ματ με την άκρη του ματιού του και, για λίγο, στάθηκε καπνίζοντας την πίπα του σιωπηλός. “Αυτό κι αν είναι μακρινό μέρος”, είπε τελικά. “Σχεδόν στα σύνορα του Βασιλείου. Αλλά τα πράγματα πρέπει να είναι χειρότερα απ’ ό,τι νόμιζα, αν υπάρχουν μέρη στο Βασίλειο που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν καν τους Φρουρούς της Βασίλισσας. Δεν είναι καθόλου σαν τα παλιά τα χρόνια”.

Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι θα απαντούσε ο αφέντης αλ’Βερ, αν κάποιος του έλεγε πως οι Δύο Ποταμοί είναι μέρος του Βασιλείου κάποιας Βασίλισσας. Υπέθετε πως ήταν η Βασίλισσα του Άντορ. Ίσως ο δήμαρχος να το ήξερε — ήξερε πολλά πράγματα, που ξάφνιαζαν τον Ραντ — και μπορεί να το ήξεραν κι άλλοι, αλλά δεν είχε ακούσει ποτέ να το αναφέρει κανείς. Οι Δύο Ποταμοί ήταν οι Δύο Ποταμοί. Κάθε χωριό έλυνε μόνο του τα προβλήματά του κι αν κάποια δυσκολία αφορούσε κι άλλα χωριά, τότε οι δήμαρχοι και τα Συμβούλια των Χωριών την έλυναν μεταξύ τους.

Ο αφέντης Κιντς τράβηξε τα γκέμια και το κάρο σταμάτησε. “Δεν πάω παραπέρα”. Ένας στενός καρόδρομος οδηγούσε προς το βορρά· εκεί φαίνονταν αρκετές αγροικίες πέρα από χωράφια, που ήταν οργωμένα, αλλά δίχως σπαρτά. “Σε δυο μέρες φτάνετε στο Κάεμλυν. Δηλαδή θα φτάνατε, αν άντεχαν τα πόδια του φίλου σου”.

Ο Ματ κατέβηκε μ’ έναν πήδο, μάζεψε το τόξο και τα άλλα πράγματά του και βοήθησε τον Ραντ να κατέβει από το πίσω μέρος του κάρου. Το φορτίο του Ραντ τον βάραινε και τα πόδια του έτρεμαν, αλλά έσπρωξε το χέρι του Ματ και προσπάθησε να κάνει μερικά βήματα μόνος του. Ακόμα ένιωθε έτοιμος να πέσει, αλλά τα πόδια του τον κράτησαν. Φάνηκαν να δυναμώνουν, καθώς τα χρησιμοποιούσε.

Ο αγρότης δεν ξεκίνησε αμέσως. Τους κοίταξε εξεταστικά για ένα λεπτό, ρουφώντας την πίπα του. “Αν θέλετε, μπορείτε να αναπαυτείτε μια-δυο μέρες στο σπίτι μου. Δεν είναι μεγάλη καθυστέρηση, φαντάζομαι. Ό,τι αρρώστια κι αν είναι αυτή που σ’ έπιασε, λεβέντη μου... ε, η γριούλα μου κι εγώ περάσαμε κάθε αρρώστια που βάζει ο νους σου πριν γεννηθείς, το ίδιο και τα παιδιά μας. Και, μάλλον, θα έχεις περάσει το στάδιο που είναι κολλητική”.

Τα μάτια του Ματ στένεψαν και ο Ραντ συνοφρυώθηκε. Δεν είναι όλοι μπλεγμένοι σ’ αυτό. Δεν μπορεί να είναι όλοι.

“Σ’ ευχαριστώ”, είπε, “αλλά είμαι εντάξει. Ειλικρινά. Πόσο μακριά είναι το άλλο χωριό;”

“Το Κάρυσφορντ; Περπατώντας, θα φτάσετε πριν σκοτεινιάσει”. Ο αφέντης Κιντς έβγαλε την πίπα από το στόμα και σούφρωσε σκεπτικός τα χείλη, πριν συνεχίσει. “Στην αρχή σας πέρασα για μαθητευόμενους, που το ’χαν σκάσει, αλλά τώρα μου φαίνεται πως τρέχετε να φύγετε από κάτι πιο σοβαρό. Δεν ξέρω τι. Δεν με νοιάζει. Απ’ όσο ξέρω να κρίνω τους ανθρώπους, λέω πως δεν είστε Σκοτεινόφιλοι και δεν πρόκειται να ληστέψετε, ή να κάνετε κακό σε κανέναν. Κυκλοφορούν πολλοί χειρότεροι στο δρόμο αυτούς τους καιρούς. Έμπλεξα κι εγώ μια-δυο φορές, όταν ήμουν στην ηλικία σας. Αν θέλετε μέρος να μείνετε, χωρίς να σας δει κανένα μάτι, το αγρόκτημά μου είναι πέντε μίλια πιο πέρα” ―έδειξε τον καρόδρομο με μια κίνηση του κεφαλιού― “και ποτέ κανένας δεν έρχεται εκεί. Όποιος και να σας κυνηγάει, δεν θα σας βρει εκεί”. Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, σαν να ένιωθε αμήχανος που είχε μιλήσει τόσο πολύ.

“Πού ξέρεις με τι μοιάζουν οι Σκοτεινόφιλοι;” ζήτησε να μάθει ο Ματ. Απομακρύνθηκε από το κάρο και έχωσε το χέρι στο παλτό του. “Τι ξέρεις για τους Σκοτεινόφιλους;”

Το πρόσωπο το αφέντη Κιντς σφίχτηκε. “Όπως σας βολεύει”, είπε και έκανε έναν ξερό κρότο με τη γλώσσα για να ξεκινήσει το άλογό του. Το κάρο κατηφόρισε το στενό μονοπάτι και ο αγρότης δεν κοίταξε πίσω του.

Ο Ματ κοίταξε τον Ραντ και η βλοσυρή έκφραση του προσώπου του υποχώρησε. “Συγνώμη, Ραντ. Χρειάζεσαι μέρος για να ξεκουραστείς. Ίσως αν τρέξουμε πίσω του...” Σήκωσε τους ώμους. “Δεν μπορώ να ξεφύγω από την αίσθηση ότι όλοι μας κυνηγούν. Φως μου, μακάρι να ήξερα γιατί μας κυνηγούν. Μακάρι να τελείωναν όλα. Μακάρι...” Η φωνή του ξεψύχησε.

“Δεν χάθηκαν όλοι οι καλοί άνθρωποι”, είπε ο Ραντ. Ο Ματ έκανε να πάρει τον καρόδρομο, σφίγγοντας τα σαγόνια, σαν να ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει, αλλά ο Ραντ τον σταμάτησε. “Δεν μπορούμε να σταματήσουμε μόνο και μόνο για να ξεκουραστούμε, Ματ. Εκτός αυτού, δεν νομίζω ότι υπάρχει μέρος για να κρυφτούμε”.

Ο Ματ ένευσε, με ολοφάνερη ανακούφιση. Προσπάθησε να πάρει μερικά από τα πράγματα που βάραιναν τον Ραντ, τα σακίδια, τη θήκη της άρπας που ήταν τυλιγμένη στο μανδύα του Θομ, αλλά ο Ραντ τα κράτησε. Στ’ αλήθεια ένιωθε τα πόδια του πιο δυνατά. Αυτό που μας κυνηγά; Σκέφτηκε, καθώς άρχιζαν να περπατούν στο δρόμο. Δεν μας κυνηγά. Μας περιμένει,

Η βροχή συνέχισε να πέφτει όλη τη νύχτα, καθώς έφευγαν παραπατώντας από τον Κεφάτο Καροτσέρη, σφυροκοπώντας τους αλύπητα, σαν τις βροντές στον μαύρο ουρανό, που τον έσχιζαν οι αστραπές. Σε λίγα λεπτά τα ρούχα τους είχαν μουλιάσει- μια ώρα αργότερα ο Ραντ ένιωθε ότι και το δέρμα του είχε μουλιάσει, αλλά είχαν αφήσει πίσω τους Τέσσερις Βασιλιάδες. Ο Ματ στο σκοτάδι ήταν σχεδόν τυφλός και μισόκλεινε με πόνο τα μάτια, προσπαθώντας να κοιτάξει όταν έπεφταν οι αστραπές, που έκαναν τα δέντρα, για μια στιγμή, να ξεχωρίζουν σαν σκελετοί. Ο Ραντ τον οδηγούσε από το χέρι, αλλά ο Ματ έκανε κάθε βήμα ψάχνοντας αβέβαια μπροστά του. Το μέτωπο του Ραντ είχε γεμίσει ζάρες από την ανησυχία. Αν ο Ματ δεν ανακτούσε την όρασή του, θα συνέχιζαν το ταξίδι τους με ρυθμό μπουσουλήματος. Δεν θα ξέφευγαν.

Ο Ματ φάνηκε να νιώθει τις σκέψεις του. Παρά την κουκούλα του μανδύα του, η βροχή κολλούσε τα μαλλιά στο μέτωπό του. “Ραντ”, είπε, “δεν θα με παρατήσεις, ε; Αν δεν μπορώ να σε προφτάσω;”

“Δεν θα σε παρατήσω”. Ο Ραντ έσφιξε πιο δυνατά το χέρι του φίλου του. “Δεν θα σε παρατήσω ό,τι κι αν γίνει”. Το Φως να μας βοηθήσει! Από πάνω τους μπουμπούνισε ένας κεραυνός και ο Ματ παραπάτησε, πέφτοντας σχεδόν και παραλίγο θα παρέσυρε και τον Ραντ. “Πρέπει να σταματήσουμε, Ματ. Αν συνεχίσουμε, θα σπάσεις κανένα πόδι”.

“Ο Γκόουντ”. Μια αστραπή φώτισε τη νύχτα ακριβώς από πάνω τους, τη στιγμή που μιλούσε ο Ματ και η βροντή έπνιξε κάθε άλλο ήχο, αλλά, στη λάμψη της, ο Ραντ κατόρθωσε να διαβάσει το όνομα στα χείλη του Ματ.

“Πέθανε”. Πρέπει να πέθανε. Φως μου, μακάρι να έχει πεθάνει.

Οδήγησε τον Ματ σε κάτι θάμνους, που του είχε φανερώσει η αστραπή. Είχαν μερικά φύλλα και θα πρόσφεραν κάποιο καταφύγιο από την ανελέητη βροχή. Δεν ήταν το καταφύγιο που θα πρόσφερε ένα μεγάλο δέντρο, αλλά δεν ήθελε να ρισκάρει τον επόμενο κεραυνό. Ίσως την επόμενη φορά να μην ήταν τόσο τυχερά...

Κουλουριάστηκαν μαζί κάτω από τους θάμνους, προσπάθησαν να απλώσουν τους μανδύες τους για να κάνουν μια μικρή σκηνή πάνω από τους θάμνους. Είχαν γίνει μούσκεμα, αλλά δεν θα ήταν άσχημο αν γλίτωναν από το ακατάπαυστο μαστίγωμα της βροχής. Ζάρωσαν κολλητά για να μοιραστούν τη λίγη ζέστη που απέμενε στα κορμιά τους. Στάζοντας ολόκληροι, με τις σταγόνες να πέφτουν περνώντας από τους μανδύες τους, αποκοιμήθηκαν τρέμοντας.

Ο Ραντ κατάλαβε αμέσως πως ήταν όνειρο. Ήταν πάλι στους Τέσσερις Βασιλιάδες, αλλά η πόλη, εκτός απ’ αυτόν, ήταν άδεια. Υπήρχαν οι άμαξες, μα όχι άνθρωποι, ούτε άλογα, ούτε σκυλιά. Τίποτα ζωντανό. Ήξερε, όμως, ότι κάποιος τον περίμενε.

Όπως προχωρούσε στους αυλακωμένους από τις ρόδες δρόμους, τα κτίρια έμοιαζαν να θολώνουν, καθώς έμεναν πίσω του.

Όταν γυρνούσε το κεφάλι, όλα ήταν εκεί, στέρεα, μα η ασάφεια παρέμενε στις άκρες της όρασης του. Ήταν λες και υπήρχαν μονάχα όσα έβλεπε κι αυτά μονάχα όταν τα έβλεπε. Ήταν σίγουρος πως, αν γυρνούσε γρήγορα, θα έβλεπε... Δεν ήταν σίγουρος τι, μα ένιωθε ταραχή και μόνο που το σκεφτόταν.

Μπροστά του εμφανίστηκε ο Κεφάτος Καροτσέρης. Κατά κάποιον τρόπο, το φανταχτερό χρώμα του έμοιαζε γκρίζο και άψυχο. Μπήκε μέσα. Εκεί ήταν ο Γκόουντ, σ’ ένα τραπέζι.

Αναγνώρισε τον άνδρα μονάχα από τα ρούχα του, από τα μετάξια και τα σκουρόχρωμα βελούδα. Το δέρμα του Γκόουντ ήταν κόκκινο, καμένο και σκασμένο και έσταζε. Το πρόσωπό του ήταν σχεδόν ένα κρανίο και τα χείλη του είχαν ζαρώσει, γυμνώνοντας δόντια και ούλα. Καθώς ο Γκόουντ γυρνούσε το κεφάλι, ένα μέρος των μαλλιών του έσπασε και έπεσε κι έγιναν μαύρη σκόνη όταν χτύπησαν τον ώμο του. Τα δίχως βλέφαρα μάτια του κοίταξαν τον Ραντ.

“Αρα, είσαι νεκρός”, είπε ο Ραντ. Ξαφνιάστηκε που δεν φοβόταν. Ίσως επειδή αυτή τη φορά ήξερε πως ήταν όνειρο.

“Ναι”, είπε η φωνή του Μπα’άλζαμον, “αλλά σε βρήκε. Αυτό αξίζει κάποια ανταμοιβή, δεν νομίζεις;”

Ο Ραντ γύρισε και ανακάλυψε πως μπορούσε να νιώσει φόβο, ακόμα και γνωρίζοντας πως όλα ήταν όνειρο. Τα ρούχα του Μπα’άλζαμον είχαν το χρώμα του ξεραμένου αίματος, και στο πρόσωπό του πάλευαν οργή και μίσος και θρίαμβος.

“Βλέπεις, νεαρούλη, δεν μπορείς να μου κρύβεσαι για πάντα. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα σε βρω. Αυτό που σε προστατεύει σε κάνει επίσης ευάλωτο. Τη μια στιγμή κρύβεσαι, την άλλη ανάβεις φωτιά για σινιάλα. Έλα σε μένα, νεαρέ”-. Άπλωσε το χέρι του στον Ραντ. “Αν χρειαστεί να σε στριμώξουν τα λαγωνικά μου, ίσως σε δαγκώσουν. Ζηλεύουν αυτό που θα γίνεις, όταν θα γονατίσεις στα πόδια μου. Είναι το πεπρωμένο σου. Ανήκεις σε μένα”. Η καμένη γλώσσα του Γκόουντ έκανε ένα θυμωμένο, βιαστικό, μασημένο ήχο.

Ο Ραντ προσπάθησε να γλείψει τα χείλη του, αλλά δεν είχε σάλιο στο στόμα. “Όχι”, κατόρθωσε να πει και μετά μπόρεσε να μιλήσει πιο εύκολα. “Ανήκω σε μένα. Όχι σε σένα. Ποτέ. Σε μένα. Αν με σκοτώσουν οι Σκοτεινόφιλοί σου, δεν θα με αποκτήσεις ποτέ”.

Οι φωτιές στο πρόσωπο του Μπα’άλζαμον ζέσταναν το δωμάτιο τόσο που ο αέρας τρεμούλιασε. “Ζωντανός ή νεκρός, νεαρούλη μου, είσαι δικός μου. Ο τάφος ανήκει σε μένα. Ευκολότερα νεκρός, αλλά καλύτερα ζωντανός. Καλύτερα για σένα, νεαρούλη. Στα περισσότερα πράγματα οι ζωντανοί έχουν μεγαλύτερη δύναμη”. Ο Γκόουντ έβγαλε πάλι ένα γουργουριστό ήχο. “Ναι, καλό μου κυνηγόσκυλο. Να η ανταμοιβή σου”.

Ο Ραντ κοίταξε τον Γκόουντ, τη στιγμή που το σώμα του διαλυόταν και γινόταν σκόνη. Για μια στιγμή, το καμένο πρόσωπο πήρε μια έκφραση ανυπέρβλητης αγαλλίασης, που την τελευταία στιγμή έγινε φρίκη, σαν να είχε δει να τον περιμένει κάτι αναπάντεχο. Τα άδεια, βελούδινα ρούχα του Γκόουντ έπεσαν στην καρέκλα και στο πάτωμα ανάμεσα στις στάχτες.

Όταν γύρισε, το απλωμένο χέρι του Μπα’άλζαμον είχε γίνει γροθιά. “Είσαι δικός μου, νεαρούλη, ζωντανός ή νεκρός. Ο Οφθαλμός του Κόσμου δεν θα σε υπηρετήσει. Σε σημαδεύω για δικό μου”. Η γροθιά άνοιξε και πετάχτηκε μια σφαίρα φωτιάς. Χτύπησε τον Ραντ στο πρόσωπο κι εξερράγη, καίγοντάς τον.

Ο Ραντ ξύπνησε στο σκοτάδι και τινάχτηκε μπροστά, ενώ στο πρόσωπό του έσταζε νερό, περνώντας από τους μανδύες τους. Το χέρι του έτρεμε, καθώς άγγιζε τα μαγουλά του. Το δέρμα του είχε μια απαλή αίσθηση, σαν να είχε καεί από τον ήλιο.

Ξαφνικά πρόσεξε ότι ο Ματ στριφογυρνούσε και βογκούσε στον ύπνο του. Τον τράνταξε και ο Ματ ξύπνησε κλαψουρίζοντας.

“Τα μάτια μου! Ω, Φως, τα μάτια μου! Πήρε τα μάτια μου!”

Ο Ραντ τον έσφιξε στο στήθος του, τον αγκάλιασε, σαν να ήταν μωρό. “Είσαι καλά, Ματ. Είσαι καλά. Δεν θα μας πειράξει. Δεν θα τον αφήσουμε”. Ένιωθε τον Ματ να τρέμει, να κλαίει με λυγμούς πάνω του. “Δεν μπορεί να μας πειράξει”, ψιθύρισε και ευχήθηκε να το πίστευε. Αυτό που σε προστατεύει σε κάνει ευάλωτο. Στ’ αλήθεια τρελαίνομαι.

Λίγο πριν το πρώτο φως της μέρας η νεροποντή υποχώρησε και το τελευταίο ψιλόβροχο σταμάτησε με τον ερχομό της αυγής. Τα σύννεφα έμειναν εκεί, απειλητικά, μερικές ώρες μέσα στο πρωινό. Τότε ο άνεμος δυνάμωσε, έσπρωξε τα σύννεφα στο νότο, φανέρωσε έναν ήλιο που δεν ζέσταινε και άρχισε να τρυπώνει τσουχτερός μέσα στα μουσκεμένα ρούχα τους. Δεν είχαν ξανακοιμηθεί, αλλά φόρεσαν νυσταγμένοι τους μανδύες τους και ξεκίνησαν ιτρος τα ανατολικά, με τον Ραντ να οδηγεί τον Ματ από το χέρι. Μετά από λίγο, ο Ματ ένιωθε αρκετά καλά ώστε να παραπονεθεί για την κατάσταση της χορδής του τόξου του μετά τη βροχή. Ο Ραντ, όμως, δεν τον άφησε να σταματήσει και να βγάλει στεγνή από την τσέπη του, όχι ακόμα.

Λίγο μετά το μεσημέρι βγήκαν σε άλλο ένα χωριό. Ο Ραντ ανατρίχιασε κι άλλο, βλέποντας χαριτωμένα τούβλινα σπιτάκια και καμινάδες που κάπνιζαν, αλλά έμεινε μακριά από κει και οδήγησε τον Ματ προς τον νότο, περνώντας μέσα από δασάκια και χωράφια. Είδε μονάχα έναν αγρότη που δούλευε με το φτυάρι σε ένα λασπωμένο χωράφι, αλλά χώθηκε στα δέντρα και πρόσεξε να μην φανούν. Η προσοχή του αγρότη ήταν στραμμένη στη δουλειά του, αλλά ο Ραντ δεν τον άφησε από τα μάτια του, μέχρι να απομακρυνθούν και να χαθούν. Αν ζούσαν κάποιοι από τους άνδρες του Γκόουντ, μην βρίσκοντας στο χωριό κανέναν που να τους είχε δει, ίσως να πίστευαν ότι ο Ραντ και ο Ματ μετά τους Τέσσερις Βασιλιάδες είχαν πάρει το νότιο δρόμο. Ξαναβγήκαν στο δρόμο όταν το χωριό χάθηκε από τα μάτια τους. Με το περπάτημα τα ρούχα τους μπορεί να μην είχαν στεγνώσει, αλλά, τουλάχιστον, δεν έσταζαν νερό.

Μια ώρα δρόμο μετά την πόλη, ένας αγρότης τους πήρε με το κάρο του, που ήταν το μισό γεμάτο άχυρα. Ο Ραντ ήταν αφηρημένος, έτσι όπως ανησυχούσε για τον Ματ και είχε αιφνιδιαστεί. Αν και το απογευματινό φως ήταν τόσο αδύναμο, ο Ματ έκρυβε τα μάτια του από τον ήλιο με το χέρι, κοίταζε με στενεμένα μάτια μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρα και γκρίνιαζε αδιάκοπα ότι ο ήλιος έλαμπε. Όταν ο Ραντ άκουσε τους κρότους του κάρου, ήταν ήδη πολύ αργά. Ο βρεγμένος δρόμος έπινε τους ήχους και το κάρο με τα δύο άλογά του βρισκόταν μόνο πενήντα μέτρα πίσω τους και ο οδηγός τους κοίταξε.

Προς μεγάλη έκπληξη του Ραντ, ο άνθρωπος σταμάτησε και προσφέρθηκε να τους πάρει. Ο Ραντ δίστασε, αλλά ήταν αργά για να περάσουν απαρατήρητοι και, αν αρνούνταν να ανέβουν, το περιστατικό θα έμενε στη μνήμη του οδηγού. Βοήθησε τον Ματ να ανέβει στη θέση πλάι στον αγρότη και μετά ανέβηκε κι ο ίδιος πίσω του.

Ο Άλπερτ Μαλ ήταν ένας άνδρας δίχως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με τετράγωνο πρόσωπο και τετράγωνα χέρια, γεμάτος ρυτίδες και ρόζους από τη σκληρή δουλειά και τις έγνοιες. Ήθελε να μιλήσει με κάποιον. Οι αγελάδες του είχαν στερέψει από γάλα, οι κότες του δεν γεννούσαν πια και το λιβάδι του ήταν κατάξερο. Για πρώτη φορά από τότε που θυμόταν είχε αναγκαστεί να αγοράσει άχυρα και ο “γέρο-Μπέιν” του είχε δώσει μονάχα μισό φόρτωμα. Αναρωτιόταν αν θα είχε καθόλου δικό του σανό φέτος, αν θα έβγαζε οποιαδήποτε σοδειά.

“Η Βασίλισσα θα ’πρεπε να κάνει κάτι, που το Φως να τη φωτίζει”, μουρμούρισε, χτυπώντας ευλαβικά αλλά αφηρημένα το μέτωπό του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του.

Δεν κοίταζε σχεδόν καθόλου τον Ραντ και τον Ματ, αλλά, όταν τους άφησε πλάι στο στενό, αυλακωμένο δρομάκι που έβγαζε στο αγρόκτημά του, κοντοστάθηκε, έπειτα είπε, σχεδόν μονολογώντας, “Δεν ξέρω από τι τρέχετε να φύγετε και δεν θέλω να ξέρω. Έχω γυναίκα και παιδιά. Καταλαβαίνετε; Η οικογένειά μου. Είναι δύσκολοι καιροί για να βοηθάς ξένους”.

Ο Ματ πήγε να χώσει το χέρι του στο παλτό του, αλλά ο Ραντ έπιασε τον καρπό του και τον κράτησε. Στάθηκε στο δρόμο, κοιτάζοντας τον άνδρα δίχως να μιλά.

“Αν ήμουν καλός άνθρωπος”, είπε ο Μαλ, “κι έβρισκα δυο παλικάρια μούσκεμα ως το κόκαλο, θα τους έδινα μέρος να στεγνώσουν, να ζεσταθούν μπροστά στο τζάκι μου. Αλλά είναι δύσκολοι καιροί, και με ξένους... Δεν ξέρω από τι τρέχετε να φύγετε και δεν θέλω να μάθω. Με καταλαβαίνετε; Η οικογένειά μου”. Ξαφνικά έβγαλε από την τσέπη του δύο μάλλινα σκουρόχρωμα κασκόλ, μακριά και χοντρά. “Δεν είναι τίποτα, αλλά πάρτε τα. Είναι των αγοριών μου. Έχουν άλλα. Δεν με ξέρετε, εντάξει; Είναι δύσκολοι καιροί”.

“Δεν σε είδαμε καν”, συμφώνησε ο Ραντ καθώς έπαιρνε τα κασκόλ. “Είσαι καλός άνθρωπος. Ο καλύτερος που βρήκαμε εδώ και μέρες”.

Ο αγρότης στην αρχή έδειξε έκπληξη, ύστερα ευγνωμοσύνη. Πήρε τα γκέμια και ξεκίνησε με τα άλογά του στον καρόδρομο. Πριν κάνει τη στροφή, ο Ραντ είχε πάρει τον Ματ και τον οδηγούσε στο Δρόμο του Κάεμλυν.

Ο άνεμος δυνάμωσε καθώς πλησίαζε η νύχτα. Ο Ματ άρχισε να ρωτά πάτε θα σταματούσαν, αλλά ο Ραντ όλο και προχωρούσε, σέρνοντας πίσω του τον Ματ, ψάχνοντας για καταφύγιο καλύτερο από ένα μέρος κάτω από το φράχτη των θάμνων. Έτσι όπως ήταν, με τα ρούχα να κολλάνε πάνω τους μουσκεμένα και τον αέρα να τσούζει, δεν ήξερε αν θα άντεχαν άλλη μια βραδιά στην ύπαιθρο. Η νύχτα έπεσε χωρίς ο Ραντ να έχει δει τίποτα. Ο παγερός άνεμος έκανε το μανδύα του να πεταρίζει. Και τότε, στο σκοτάδι μπροστά τους, είδε φώτα. Ένα χωριό.

Το χέρι του χώθηκε στην τσέπη του και ψηλάφησε τα νομίσματα που είχε. Έφταναν και με το παραπάνω για να φάνε και να πιάσουν δωμάτιο για δύο. Ένα δωμάτιο για να γλιτώσουν από την παγωμένη νύχτα. Αν είχαν μείνει έξω, στον αέρα και στο κρύο με τα υγρά ρούχα τους, όποιος τους έβρισκε μάλλον θα έβρισκε δύο πτώματα. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να μην τραβήξουν την προσοχή κανενός. Δεν θα έπαιζε φλάουτο και ο Ματ, με τα μάτια του σε τέτοια κατάσταση, δεν μπορούσε φυσικά να κάνει επίδειξη με μπαλάκια. Ξανάπιασε το χέρι του Ματ και ξεκίνησε προς τα φώτα που τους προσκαλούσαν.

“Πότε θα σταματήσουμε;” ξαναρώτησε ο Ματ. Έτσι όπως κοίταζε μπροστά, με το κεφάλι να τεντώνεται, ίσως να μην έβλεπε ούτε καν τον Ραντ, πόσο μάλλον τα φώτα του χωριού.

“Όταν βρούμε κάπου ζεστά”, απάντησε.

Φωτεινές λιμνούλες από τα παράθυρα των σπιτιών φώτιζαν τους δρόμους και άνθρωποι περπατούσαν, χωρίς να τους μέλει αυτό που ίσως βρισκόταν εκεί στο σκοτάδι. Το μόνο πανδοχείο ήταν ένα ισόγειο κτίσμα με ακανόνιστα κολλητά δωμάτια, που έμοιαζαν να έχουν προστεθεί το ένα μετά το άλλο δίχως σχέδιο, καθώς περνούσαν τα χρόνια. Η εξώπορτα άνοιξε για να βγει κάποιος και τον ακολούθησε ένα κύμα γέλιου.

Ο Ραντ μαρμάρωσε εκεί στο δρόμο, καθώς στο νου του αντήχησαν τα μεθυσμένα γέλια του Κεφάτου Καροτσέρη. Είδε τον άνδρα να προχωρά σκαμπανεβάζοντας στο δρόμο και ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Φρόντισε ώστε ο μανδύας του να κρύβει το σπαθί. Γέλια τον έλουσαν.

Οι λάμπες που κρέμονταν από το ψηλό ταβάνι έριχναν λαμπρό φως στο δωμάτιο κι αμέσως είδε κι ένιωσε τη διαφορά από το πανδοχείο του Σαμλ Χέικ. Κατ’ αρχάς, εδώ δεν υπήρχε μέθη. Η αίθουσα ήταν γεμάτη ανθρώπους που έμοιαζαν να είναι εργαζόμενοι άνθρωποι του χωριού και, παρ’ όλο που δεν ήταν νηφάλιοι, ήταν κάθε άλλο παρά σουρωμένοι. Το γέλιο ήταν πραγματικό, αν και φορές-φορές βεβιασμένο. Ήταν άνθρωποι που γελούσαν για να ξεχάσουν τα βάσανά τους, αν και το κέφι τους ήταν αληθινό. Η κοινή αίθουσα ήταν παστρεμένη και καθαρή και τη ζέσταινε το τζάκι στο βάθος με τη φωτιά που μπουμπούνιζε. Τα χαμόγελα που έριχναν οι σερβιτόρες ήταν ζεστά σαν τη φωτιά και, όταν γελούσαν, ο Ραντ καταλάβαινε ότι γελούσαν επειδή ήθελαν.

Ο πανδοχέας ήταν καθαρός σαν το μαγαζί του, με μια αστραφτερή άσπρη ποδιά γύρω από την κοιλιά του. Ο Ραντ χάρηκε βλέποντας ότι ήταν ευτραφής άνθρωπος· αμφέβαλλε αν θα εμπιστευόταν ποτέ άλλοτε λιγνό πανδοχέα. Το όνομά του ήταν Ρούλαν Ωλγουάιν ―ο Ραντ σκέφτηκε πως ήταν καλός οιωνός, μιας και το όνομα είχε κάτι από τους ήχους του Πεδίου του Έμοντ— τους κοίταξε από πάνω ως κάτω κι έπειτα ανέφερε με ευγένεια πως θα πλήρωναν προκαταβολικά.

“Δεν λέω πως είστε τέτοιοι, καταλαβαίνετε, αλλά είναι μερικοί στο δρόμο αυτές τις μέρες, που, όταν έρθει το πρωί, δεν έχουν διάθεση να πληρώσουν. Μου φαίνεται πως είναι πολλοί οι νεαροί που πάνε για το Κάεμλυν”,

Ο Ραντ δεν προσβλήθηκε, έτσι μουσκεμένος και ταλαιπωρημένος που φαινόταν. Όταν όμως ο αφέντης Ωλγουάιν ανέφερε την τιμή, τα μάτια του γούρλωσαν και ο Ματ έκανε έναν ήχο σαν να είχε σφηνώσει κάτι στο λαιμό του.

Τα προγούλια του πανδοχέα τρεμούλιασαν, καθώς κουνούσε το κεφάλι του λυπημένα, αλλά φαινόταν ότι αυτό του είχε ξανατύχει. “Είναι δύσκολοι καιροί”, είπε καρτερικά. “Δεν περισσεύει τίποτα και ό,τι υπάρχει κοστίζει το πενταπλάσιο από παλιά. Βάζω το χέρι μου στη φωτιά, τον άλλο μήνα θα είναι πιο ακριβά”.

Ο Ραντ έβγαλε τα χρήματά του και κοίταξε τον Ματ. Το στόμα του Ματ σφίχτηκε με πείσμα. “Θέλεις να κοιμηθείς στους θάμνους;” ρώτησε ο Ραντ. Ο Ματ αναστέναξε και άδειασε απρόθυμα την τσέπη του. Όταν πλήρωσαν, ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα, βλέποντας τα λίγα που έμεναν για να τα μοιραστούν.

Αλλά δέκα λεπτά αργότερα έτρωγαν βραστό σε ένα τραπέζι στη γωνιά κοντά στο τζάκι και βουτούσαν στο ζουμί το ψωμί τους. Οι μερίδες δεν ήταν όσο μεγάλες θα ’θελε ο Ραντ, αλλά ήταν καυτές και χορταστικές. Σιγά-σινά η ζέστη από το τζάκι έφτασε ως τα κόκαλά του. Προσποιήθηκε ότι το βλέμμα του ήταν στο πιάτο του, αλλά παρακολουθούσε την πόρτα με προσοχή. Όσοι μπαινόβγαιναν έμοιαζαν με αγρότες, αλλά αυτό δεν αρκούσε για να κατευνάσει το φόβο του.

Ο Ματ έτρωγε αργά, απολαμβάνοντας την κάθε μπουκιά, αν και γκρίνιαζε για το φως από τις λάμπες. Μετά από λίγο έβγαλε το κασκόλ που του είχε δώσει ο Άλπερτ Μαλ και το τύλιξε γύρω από το μέτωπό του, κατεβάζοντάς το έτσι που να κρύβει τα μάτια. Αυτό τράβηξε μερικά βλέμματα, τα οποία ο Ραντ έλπιζε ότι θα απέφευγαν. Τελείωσε το φαΐ του βιαστικά, σκούντησε τον Ματ να τελειώσει κι αυτός και μετά ρώτησε τον αφέντη Ωλγουάιν για το δωμάτιό τους.

Ο πανδοχέας φάνηκε να ξαφνιάζεται που θα ξάπλωναν τόσο νωρίς, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο. Πήρε ένα κερί, τους πέρασε από ένα λαβύρινθο διαδρόμων και τους πήγε σε ένα μικρό δωμάτιο με δύο στενά κρεβάτια, σε μια μακρινή άκρη του πανδοχείου. Όταν έφυγε, ο Ραντ έριξε τα μπαγκάζια του πλάι στο κρεβάτι του, άφησε το μανδύα σε μια καρέκλα, και έπεσε στο σκέπασμα του κρεβατιού ντυμένος. Τα ρούχα του ήταν ακόμα υγρά και τον ενοχλούσαν, αλλά, αν χρειάζονταν να τρέξουν, ήθελε να είναι έτοιμος. Δεν έβγαλε ούτε τη ζώνη και κοιμήθηκε με το χέρι στη λαβή του σπαθιού.

Το πρωί τον ξύπνησε απότομα το λάλημα ενός πετεινού. Έμεινε ξαπλωμένος, είδε την αυγή να φωτίζει το παράθυρο και αναρωτήθηκε αν τολμούσε να κοιμηθεί λίγο ακόμα. Να κοιμηθεί τη μέρα, τη στιγμή που θα μπορούσαν να ταξιδεύουν. Χασμουρήθηκε και τα σαγόνια του έτριξαν.

“Ε”, φώναξε ο Ματ, “μπορώ να δω!” Ανακάθισε στο κρεβάτι, κοιτάζοντας το δωμάτιο με μισόκλειστα μάτια. “Λιγάκι. Το πρόσωπό σου ακόμα το βλέπω θολό, αλλά καταλαβαίνω ποιος είσαι. Ήξερα ότι θα καλυτέρευα. Απόψε θα βλέπω πιο καλά από σένα. Ξανά”.

Ο Ραντ πετάχτηκε από το κρεβάτι, ξύστηκε, μάζεψε το μανδύα του. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα, αφού είχαν στεγνώσει πάνω του, και τον φαγούριζαν. “Χάνουμε το φως της μέρας”, είπε. Ο Ματ σηκώθηκε εξίσου γρήγορα κι αυτός άρχισε να ξύνεται.

Ο Ραντ ένιωθε μια χαρά. Βρίσκονταν σε απόσταση μια ημέρας από τους Τέσσερις Βασιλιάδες και δεν είχαν φανεί οι άνδρες του Γκόουντ. Μια μέρα πιο κοντά στο Κάεμλυν, όπου θα τους περίμενε η Μουαραίν. Θα τους περίμενε. Όταν ξαναντάμωναν με την Άες Σεντάι και τον Πρόμαχο, δεν θα τους ένοιαζαν πια οι Σκοτεινόφιλοι. Ήταν παράξενο που πρόσμενε τόσο να βρει μια Άες Σεντάι. Φως μου, όταν ξαναδώ τη Μουαραίν, θα τη φιλήσω! Γέλασε με τη σκέψη. Ένιωθε τόσο καλά, που επένδυσε για πρωινό λίγα από τα νομίσματά τους, τα οποία λιγόστευαν — ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί και μια κανάτα κρύο γάλα από την αποθήκη.

Έτρωγαν στο πίσω μέρος της κοινής αίθουσας, όταν μπήκε ένας νεαρός, ένα χωριατόπαιδο, όπως φαινόταν, που προχωρούσε καμαρωτός και στριφογύριζε στο δάχτυλο ένα μάλλινο σκούφο με φτερό. Ο μόνος άλλος στην αίθουσα ήταν ένας γέρος που σκούπιζε· ούτε που σήκωσε τα μάτια από τη σκούπα του. Το βλέμμα του νεαρού χτένισε την αίθουσα, αλλά, όταν έπεσε στον Ραντ και τον Ματ, ο σκούφος έπεσε από το δάχτυλο του. Τους κοίταζε ένα ολόκληρο λεπτό, μετά άρπαξε το σκούφο από το πάτωμα, τους ξανακοίταξε, πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μελαχρινά, σγουρά μαλλιά του. Τελικά πλησίασε το τραπέζι τους, σέρνοντας τα πόδια.

Ήταν μεγαλύτερος από τον Ραντ, αλλά στάθηκε, κοιτάζοντάς τους με σεβασμό. “Πειράζει να καθίσω;” ρώτησε και αμέσως ξεροκατάπιε, σαν να είχε πει λάθος πράγμα.

Ο Ραντ σκέφτηκε ότι ίσως ήλπιζε να μοιραστεί μαζί τους το πρωινό τους, αν και έδειχνε σαν να μπορούσε να πληρώσει. Το γαλάζιο ριγέ πουκάμισό του είχε κεντημένο κολάρο και ο σκούρος μπλε μανδύας του είχε κεντίδια σ’ όλο το στρίφωμα. Οι δερμάτινες μπότες του ποτέ δεν είχαν ταλαιπωρηθεί, απ’ όσο έβλεπε ο Ραντ. Του έκανε νόημα να πιάσει μια καρέκλα.

Ο Ματ τον κοίταξε έντονα, καθώς ο νεαρός τραβούσε μια καρέκλα στο τραπέζι. Ο Ραντ δεν διέκρινε αν ο Ματ τον αγριοκοίταζε, ή απλώς προσπαθούσε να δει καθαρά. Πάντως το συνοφρυωμένα βλέμμα του Ματ έφερε αποτέλεσμα. Ο νεαρός πάγωσε πριν καθίσει κανονικά και χαμήλωσε για να αγγίξει την καρέκλα μόνο όταν ένευσε ο Ραντ.

“Πώς είναι το όνομά σου;” ρώτησε ο Ραντ.

“Το όνομά μου; Το όνομά μου. Α... λέγετέ με Παιτρ”. Τα μάτια του πετιόνταν εδώ κι εκεί νευρικά. “Ε... αυτό δεν ήταν δική μου ιδέα, καταλαβαίνετε. Πρέπει να το κάνω. Δεν ήθελα, αλλά με ανάγκασαν. Πρέπει να το καταλάβετε. Δεν—”

Ο Ραντ ένιωσε ν’ αναστατώνεται και ο Ματ μούγκρισε, “Σκοτεινόφιλος”.

Ο Παιτρ τινάχτηκε και μισοσηκώθηκε από την καρέκλα του και κοίταξε ταραγμένος την αίθουσα, σαν να υπήρχαν πενήντα άτομα που τους άκουγαν. Το κεφάλι του γέρου έσκυβε ακόμα πάνω από τη σκούπα και η προσοχή του ήταν στραμμένη στο πάτωμα. Ο Παιτρ ξανακάθισε και κοίταξε αβέβαια από τον Ραντ στον Ματ και το ανάποδο. Ο ιδρώτας μαζεύτηκε σε χάντρες στο πάνω χείλι του. Η κατηγορία θα έκανε τον καθένα να ιδρώσει, μα δεν είπε λέξη για να την αρνηθεί.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του αργά. Μετά τον Γκόουντ, ήξερε πως οι Σκοτεινόφιλοι δεν είχαν κατ’ ανάγκην το Δόντι του Δράκοντα στο μέτωπό τους, αλλά αυτός ο Παιτρ, αν δεν λογάριαζες τα ρούχα του, θα ταίριαζε μια χαρά στο Πεδίο του Έμοντ. Τίποτα πάνω του δεν μιλούσε για σκοτωμούς, ή κάτι χειρότερο. Κανένας δεν θα του έριχνε δεύτερη ματιά. Τουλάχιστον ο Γκόουντ ήταν... διαφορετικός.

“Αφησέ μας ήσυχους”, είπε ο Ραντ. “Και πες στους φίλους σου να μας αφήσουν ήσυχους. Δεν θέλουμε τίποτα απ’ αυτούς και δεν θα πάρουν τίποτα από μας”.

“Αν δεν φύγεις”, πρόσθεσε άγρια ο Ματ, “θα σε ξεμπροστιάσω. Να δεις τι λένε γι’ αυτό οι φίλοι σου στο χωριό”.

Ο Ραντ ευχήθηκε να μην το εννοούσε. Δεν θα έμπλεκε σε φασαρίες μονάχα ο Παιτρ, αλλά και οι δύο τους.

Ο Παιτρ φάνηκε να παίρνει την απειλή στα σοβαρά. Το πρόσωπό του άσπρισε. “Άκουσα τι.. τι έγινε στους Τέσσερις Βασιλιάδες. Ένα μέρος του. Τα νέα ταξιδεύουν. Έχουμε τρόπους να μαθαίνουμε τι γίνεται. Αλλά εδώ δεν υπάρχει κανείς για να σας παγιδεύσει. Είμαι μόνος και... και απλώς θέλω να μιλήσουμε”.

“Για τι;” ρώτησε ο Ματ, ενώ την ίδια στιγμή ο Ραντ έλεγε, “Δεν μας νοιάζει”. Κοιτάχτηκαν και ο Ματ σήκωσε τους ώμους. “Δεν μας νοιάζει”, είπε.

Ο Ραντ ήπιε το γάλα που είχε απομείνει και έχωσε την άκρη του καρβελιού στην τσέπη του. Τώρα που τα χρήματά τους είχαν σχεδόν εξανεμιστεί, ίσως αυτό να ήταν το επόμενο γεύμα τους.

Πώς μπορούσαν να φύγουν από το πανδοχείο; Αν ο Παιτρ ανακάλυπτε πως ο Ματ ήταν σχεδόν τυφλός, θα το έλεγε σε άλλους... στους άλλους Σκοτεινόφιλους. Κάποτε ο Ραντ είχε δει ένα λύκο να ξεκόβει ένα κουτσό πρόβατο από το κοπάδι· υπήρχαν κι άλλοι λύκοι τριγύρω και ο Ραντ δεν μπορούσε ούτε να αφήσει το κοπάδι, ούτε να σημαδέψει με το τόξο το λύκο που κρυβόταν στα φυτά. Μόλις το πρόβατο βρέθηκε μόνο του, βελάζοντας από τρόμο, τρέχοντας ξέφρενα, όσο μπορούσε στα τρία πόδια του, ο ένας λύκος που το κυνηγούσε έγινε, ως δια μαγείας, δέκα. Η ανάμνηση του έφερνε αναγούλα. Και δεν μπορούσαν ούτε να μείνουν εκεί που ήταν. Ακόμα κι αν ο Παιτρ έλεγε αλήθεια πως ήταν μόνος του, πόσο θα έκαναν οι άλλοι να έρθουν;

“Ώρα να φεύγουμε, Ματ”, είπε, και κράτησε την ανάσα του. Καθώς ο Ματ σηκωνόταν, ο Ραντ τράβηξε πάνω του το βλέμμα του Παιτρ, λέγοντας, “Άφησέ μας ήσυχους, Σκοτεινόφιλε. Δεν θα το ξαναπώ. Ά-φη-σέ-μας”.

Ο Παιτρ ξεροκατάπιε και έγειρε πίσω στην καρέκλα του· στο πρόσωπό του δεν είχε απομείνει ούτε στάλα αίμα. Ο Ραντ σκέφτηκε τους Μυρντράαλ.

Όταν ξανακοίταξε τον Ματ, ο Ματ είχε σηκωθεί όρθιος και οι αδέξιες κινήσεις του είχαν περάσει απαρατήρητες. Ο Ραντ κρέμασε βιαστικά στους ώμους του τα σακίδια και τα άλλα δέματα, προσπαθώντας, εν τω μεταξύ, να κρύβει το σπαθί με το μανδύα. Μπορεί ο Παιτρ να ήξερε ήδη γι’ αυτό· μπορεί ο Γκόουντ να το είχε πει στον Μπα’άλζαμον και ο Μπα’άλζαμον να το είχε πει στον Παιτρ· αλλά δεν το πίστευε. Του φαινόταν πως ο Παιτρ είχε μονάχα μια θολή ιδέα για όσα είχαν συμβεί στους Τέσσερις Βασιλιάδες. Γι’ αυτό ήταν τόσο φοβισμένος.

Το περίγραμμα της πόρτας, που ήταν συγκριτικά φωτεινότερο, βοήθησε τον Ματ να πάει κατευθείαν προς τα κει. Ο Ραντ τον ακολούθησε από κοντά, ενώ προσευχόταν να μην σκοντάψει. Ένιωθε ευγνώμων, που ο Ματ είχε ν ακολουθήσει ίσιο δρόμο δίχως εμπόδια, χωρίς τραπέζια ή καρέκλες μπροστά του.

Ο Παιτρ πίσω του ξαφνικά πήδηξε όρθιος. “Περιμένετε”, είπε απεγνωσμένα. “Πρέπει να περιμένετε”.

“Άφησέ μας ήσυχους”, είπε ο Ραντ δίχως να κοιτάξει πίσω. Κόντευαν στην πόρτα και ο Ματ ακόμα δεν είχε σκοντάψει.

“Μα, ακούστε με”, είπε ο Παιτρ και έπιασε τον Ραντ από τον ώμο για να τον σταματήσει.

Εικόνες άστραψαν στο μυαλό του Ραντ. Ο Τρόλοκ, ο Ναργκ, να του επιτίθεται μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ο Μυρντράαλ να τον απειλεί στο Ελάφι και το Λιοντάρι στο Μπάερλον. Ημιάνθρωποι παντού, Ξέθωροι να τους κυνηγούν στη Σαντάρ Λογκόθ, να τους πλησιάζουν στην Ασπρογέφυρα. Σκοτεινόφιλοι παντού. Στριφογύρισε, το χέρι του σφίχτηκε. “Είπα, άσε μας ήσυχους!” Η γροθιά του πέτυχε τον Παιτρ στη μύτη.

Ο Σκοτεινόφιλος έπεσε με τον πισινό του και έμεινε στο πάτωμα, κοιτάζοντας τον Ραντ. Αίμα κυλούσε από τη μύτη του. “Δεν θα ξεφύγετε”, είπε θυμωμένα. “Όσο δυνατός και να είσαι, ο Μέγας Άρχοντας του Σκότους είναι δυνατότερος. Η Σκιά θα σας καταπιεί!”

Από το βάθος της κοινής αίθουσας ακούστηκε μια πνιχτή κραυγή και ο κρότος του κονταριού μιας σκούπας που έπεφτε στο πάτωμα. Ο ηλικιωμένος με τη σκούπα τελικά τους είχε ακούσει. Στεκόταν κοιτάζοντας τον Παιτρ με γουρλωμένα τα μάτια. Το αίμα είχε χαθεί από το γέρικο πρόσωπό του και το στόμα του ανοιγόκλεινε, αλλά δεν έβγαζε ήχο. Ο Παιτρ τον κοίταξε για μια στιγμή, έπειτα έφτυσε μια βρισιά και πήδηξε όρθιος, βγήκε από το ξενοδοχείο και χύθηκε στο δρόμο, σαν να τον καταδίωκαν πεινασμένοι λύκοι. Ο γέρος έστρεψε την προσοχή του στον Ραντ και τον Ματ, χωρίς να δείχνει λιγότερο φοβισμένος.

Ο Ραντ έβγαλε τον Ματ από το πανδοχείο και τον οδήγησε έξω από το χωριό όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ενώ αφουγκραζόταν μήπως άκουγε ήχους καταδίωξης· και η απουσία της ακουγόταν δυνατή στ’ αυτιά του.

“Μα το αίμα και τις στάχτες”, μούγκρισε ο Ματ, “πάντα είναι κοντά, πάντα ξοπίσω μας. Ποτέ δεν θα ξεφύγουμε”.

“Όχι, δεν είναι κοντά μας”, είπε ο Ραντ. “Αν ο Μπα’άλζαμον ήξερε πως είμαστε εδώ, λες να βασιζόταν σ’ αυτόν τον τύπο; Θα έστελνε έναν άλλο Γκόουντ και είκοσι-τριάντα μπράβους. Ακόμα κυνηγούν, μα δεν θα ξέρουν, παρά μόνο όταν τους το πει ο Παιτρ και μπορεί στ’ αλήθεια να είναι μόνος. Ποιος ξέρει, ίσως αναγκαστεί να πάει ο ίδιος μέχρι τους Τέσσερις Βασιλιάδες”.

“Μα είπε—”

“Δεν με νοιάζει”. Δεν είχε καταλάβει ποιον εννοούσε ο Ματ, αλλά δεν άλλαζε τίποτα. “Δεν θα σταυρώσουμε τα χέρια να περιμένουμε να μας πιάσουν”.

Εκείνη τη μέρα, έξι άτομα σταμάτησαν να τους πάρουν για σύντομες διαδρομές. Ένας αγρότης τους είπε ότι ένας τρελός στο πανδοχείο της Αγοράς του Σέραν ισχυριζόταν πως υπήρχαν Σκοτεινόφιλοι στο χωριό. Ο αγρότης σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει από τα γέλια· συνεχώς σκούπιζε τα δάκρια από τα μάγουλά του. Σκοτεινόφιλοι στην Αγορά του Σέραν! Ήταν η πιο καλή ιστορία που είχε ακούσει, από τότε που ο Άκλεϋ Φάρεν είχε μεθύσει και είχε περάσει όλη τη νύχτα στη στέγη του πανδοχείου.

Ένας άλλος άνδρας, ένας αμαξουργός, με τα πλαϊνά του κάρου του γεμάτα εργαλεία που κρέμονταν και με δύο ρόδες άμαξας φορτωμένες πίσω, τους είπε διαφορετική ιστορία. Είκοσι Σκοτεινόφιλοι είχαν κάνει σύναξη στην Αγορά του Σέραν. Άνδρες με στρεβλωμένα κορμιά, γυναίκες ακόμα χειρότερες, όλοι πανβρώμικοι και κουρελήδες. Μια ματιά αν σου έριχναν, σου λύνονταν τα γόνατα και το στομάχι σου ανακατευόταν και τα αηδιαστικά γέλια τους αντηχούσαν στ’ αυτιά σου για ώρες και το κεφάλι σου πήγαινε να σπάσει. Τους είχε δει με τα μάτια του, από μακριά, από ασφαλή απόσταση. Αν δεν έκανε κάτι η Βασίλισσα, τότε κάποιος θα έπρεπε να ζητήσει βοήθεια από τα Τέκνα του Φωτός. Κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι.

Ένιωσαν ανακούφιση όταν ο αμαξουργός τους κατέβασε.

Με τον ήλιο να χαμηλώνει πίσω τους, μπήκαν σ’ ένα χωριουδάκι, που έμοιαζε πολύ με την Αγορά του Σέραν. Ο Δρόμος του Κάεμλυν χώριζε το χωριό ακριβώς στη μέση, αλλά και στις δύο πλευρές του δρόμου ξεπρόβαλλαν σειρές από τούβλινα σπιτάκια με καλαμοσκεπές. Κλήματα σκέπαζαν τα φύλλα, με αραιά φύλλα. Το χωριό είχε ένα πανδοχείο, ένα μικρό μέρος, που δεν ήταν μεγαλύτερο από το Πανδοχείο της Οινοπηγής, με μια πινακίδα κρεμασμένη μπροστά που έτριζε, καθώς πηγαινοερχόταν στον άνεμο. Ο Άνθρωπος της Βασίλισσας.

Τόσο παράξενο, να σκέφτεται ότι το Πανδοχείο της Οίνοπηγής ήταν μικρό. Ο Ραντ θυμόταν τότε που πίστευε ότι δεν μπορούσαν να υπάρχουν μεγαλύτερα κτίρια. Μόνο τα παλάτια ήταν μεγαλύτερα. Αλλά τώρα είχε δει κάποια πράγματα και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως, όταν επέστρεφε στο χωριό, τίποτα δεν θα του φαινόταν το ίδιο. Αν επιστρέψεις ποτέ.

Κοντοστάθηκε μπροστά στο πανδοχείο, αλλά, ακόμα κι αν οι τιμές στον Άνθρωπο της Βασίλισσας ήταν χαμηλότερες από την Αγορά του Σέραμ, οι δυο τους πάλι δεν θα είχαν αρκετά για τροφή ή στέγη.

Ο Ματ είδε πού κοίταζε και χτύπησε την τσέπη με τα πολύχρωμα μπαλάκια του Θομ. “Βλέπω αρκετά καλά, αρκεί να μην δοκιμάσω τίποτα μπερδεμένο”. Τα μάτια του καλυτέρευαν, παρ’ όλο που ακόμα φορούσε το κασκόλ στο μέτωπο και τη μέρα μισόκλεινε τα μάτια, όταν κοίταζε τον ουρανό. Όταν ο Ραντ δεν απάντησε, ο Ματ συνέχισε. “Δεν μπορεί να υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι σε όλα τα πανδοχεία από δω ως το Κάεμλυν. Εκτός αυτού, δεν θέλω να κοιμηθώ στους θάμνους, αφού μπορώ να κοιμηθώ σε κρεβάτι”. Όμως δεν έκανε να πλησιάσει το πανδοχείο, απλώς στάθηκε, περιμένοντας τον Ραντ.

Μετά από μια στιγμή, ο Ραντ ένευσε. Ένιωθε πιο κουρασμένος από κάθε άλλη φορά, από τότε που είχαν φύγει από το σπίτι. Τα κόκαλά του πονούσαν και μόνο που σκεφτόταν ότι θα περνούσαν μια νύχτα στο ύπαιθρο. Τώρα σον έρχονται όλα μαζεμένα. Το τρέξιμο, οι ψαρές που κοιτούσες πάνω από τον ώμο σον.

“Δεν μπορεί να είναι παντού”, συμφώνησε.

Με το πρώτο βήμα που έκανε στο πανδοχείο, αναρωτήθηκε μήπως ήταν λάθος του. Το μέρος ήταν καθαρό, μα πήχτρα στον κόσμο. Όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα και μερικοί έγερναν στους τοίχους, επειδή δεν είχαν πουθενά να κάτσουν. Από τον τρόπο που έτρεχαν οι σερβιτόρες ανάμεσα στα τραπέζια με φουριόζικες ματιές —και ο πανδοχέας επίσης— φαινόταν πως η πελατεία ήταν μεγαλύτερη από το συνηθισμένο. Παραήταν πολύς ο κόσμος για ένα τόσο μικρό χωριό. Εύκολα ξεχώριζες όσους δεν ήταν τακτικοί. Δεν ήταν ντυμένοι διαφορετικά από τους άλλους, αλλά πρόσεχαν μόνο το φαγητό και το πιοτό τους. Οι ντόπιοι χάζευαν και τους ξένους.

Ο βόμβος των συζητήσεων κρεμόταν στην ατμόσφαιρα, τόσο που ο πανδοχέας τους πήρε στην κουζίνα, όταν ο Ραντ του έδωσε να καταλάβει πως ήθελε να του μιλήσει. Κι εκεί ήταν σχεδόν τα ίδια, με τον μάγειρα και τους βοηθούς του να βροντούν τα σκεύη και να πηγαινοέρχονται.

Ο πανδοχέας σκούπισε το πρόσωπό του με ένα μεγάλο μαντήλι, “Μάλλον πάτε κι εσείς στο Κάεμλυν για να δείτε τον ψεύτικο Δράκοντα, όπως όλοι οι άλλοι βλάκες του Βασιλείου. Θα είστε έξι στο δωμάτιο και δυο-τρεις στο κρεβάτι, κι αν δεν σας κάνει, δεν έχω τίποτα άλλο για σας”.

Ο Ραντ έπιασε το λογύδριό του νιώθοντας ταραχή. Με τόσους ανθρώπους στο δρόμο, οι μισοί θα μπορούσαν να είναι Σκοτεινόφιλοι και δεν υπήρχε τρόπος να τους καταλάβουν. Ο Ματ επέδειξε την ταχυδακτυλουργική του ικανότητα με τα μπαλάκια ―περιορίστηκε στα τρία μπαλάκια και πάλι ήταν πολύ προσεκτικός- και ο Ραντ έβγαλε το φλάουτο του Θομ. Ο πανδοχέας, έχοντας ακούσει μόνο καμιά δεκαριά νότες από το “Η Γέρικη Μαύρη Αρκούδα”, ένευσε ανυπόμονα.

“Μου κάνετε. Θέλω κάποιον να τους κάνει να ξεχάσουν αυτόν τον Λογκαίν. Είχαμε τρεις καυγάδες ως τώρα για το αν είναι στ’ αλήθεια ο Δράκοντας. Βολέψτε τα πράγματά σας στη γωνία κι εγώ πάω να ετοιμάσω το μέρος που θα παίξετε. Αν έχει χώρο. Βλάκες. Ο κόσμος είναι γεμάτος βλάκες, που δεν τους κόβει να κάτσουν στ’ αυγά τους. Αυτοί κάνουν όλες τις φασαρίες. Ανθρωποι που δεν κάθονται στ’ αυγά τους”. Ξανασκούπισε το πρόσωπό του και βγήκε βιαστικά από την κουζίνα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του.

Ο μάγειρας και οι βοηθοί του δεν έδιναν σημασία στον Ραντ και τον Ματ. Ο Ματ συνεχώς έστρωνε το κασκόλ στο κεφάλι του, το ανέβαζε, κοίταζε το φως ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, το ξανακατέβαζε. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν έβλεπε αρκετά για να κάνει κάτι πιο περίπλοκο από το να παίξει τρία μπαλάκια. Όσα για τον ίδιο...

Ο Ραντ ένιωσε την ταραχή στο στομάχι του να δυναμώνει. Έπεσε σ’ ένα κοντό σκαμνί, κρατώντας το κεφάλι και με τα δύο χέρια. Η κουζίνα του φαινόταν κρύα. Ανατρίχιασε. Ο αέρας ήταν γεμάτος ατμούς· οι κουζίνες και οι φούρνοι έτριζαν από την κάψα. Τα ρίγη του δυνάμωσαν, τα δόντια του χτυπούσαν. Τύλιξε τα χέρια γύρω από το σώμα του, αλλά αυτό δεν τον βοήθησε. Ένιωθε τα κόκαλά του να παγώνουν.

Κατάλαβε αμυδρά τον Ματ να τον ρωτά κάτι, να τον τραντάζει από τον ώμο και κάποιον να βρίζει και να βγαίνει τρέχοντας από την κουζίνα. Έπειτα ήταν εκεί και ο πανδοχέας, με τον μάγειρα δίπλα του συνοφρυωμένο και ο Ματ τσακωνόταν μεγαλόφωνα και με τους δύο. Ο Ραντ δεν ξεχώριζε τι έλεγαν οι λέξεις ήταν ένα βουητό στ’ αυτί του και δεν μπορούσε να σκεφτεί.

Ξαφνικά ο Ματ τον έπιασε από το χέρι, τον τράβηξε να σηκωθεί. Όλα τα πράγματά τους ―σακίδια, κουβέρτες, το δέμα του Θομ με τις θήκες των οργάνων— κρεμόταν από τους ώμους του Ματ μαζί με το τόξο του. Ο πανδοχέας τους κοίταζε, σκουπίζοντας ταραγμένος το πρόσωπό του. Ο Ραντ, τρεκλίζοντας, στηριγμένος στον Ματ, άφησε τον φίλο του να τον οδηγήσει στην πίσω πόρτα.

“Σ-σ-συγνώμη, Μ-μ-ματ”, κατάφερε να πει. Δεν μπορούσε να σταματήσει τα δόντια του που χτυπούσαν. “Π-π-πρέπει να... ή-ή-ήταν η... βροχή. Ά-ά-άλη μ-μια... βραδιά έξω... δ-δεν π-πειράζει... νομίζω”. Το λυκόφως απλωνόταν στον ουρανό, με μια χούφτα άστρα να το τρυπούν.

“Κάθε άλλο”, είπε ο Ματ. Προσπαθούσε να φανεί κεφάτος, αλλά ο Ραντ άκουγε την κρυμμένη αγωνία. “Φοβήθηκε ότι θα ακουγόταν πως υπάρχει κάποιος άρρωστος στο πανδοχείο του. Του είπα ότι, αν μας έδιωχνε, θα σε έβγαζα στην κοινή αίθουσα. Τα μισά δωμάτιά του θα άδειαζαν σε δέκα λεπτά. Ό,τι και να λέει για τους βλάκες, αυτό δεν το θέλει”.

“Τότε π-πού;”

“Εδώ”, είπε ο Ματ, κι άνοιξε την πόρτα του στάβλου, με τους μεντεσέδες να τρίζουν δυνατά.

Μέσα ήταν πιο σκοτεινά απ’ όσο έξω και ο αέρας μύριζε άχυρα και σπόρους και άλογα, με μια δυνατή, διάχυτη μυρωδιά κοπριάς. Όταν ο Ματ τον άφησε στο γεμάτο άχυρα πάτωμα, ο Ραντ διπλώθηκε στα δυο, με το στήθος στα γόνατα, τα χέρια του να τον τυλίγουν, τρέμοντας σύγκορμος. Άκουσε τον Ματ να σκοντάφτει και να βρίζει και να σκοντάφτει ξανά και ύστερα ένα μεταλλικό πάταγο. Ξαφνικά άνθισε ένα φως. Ο Ματ ύψωσε μια γέρικη χιλιοχτυπημένη λάμπα.

Αν το πανδοχείο ήταν γεμάτο, το ίδιο ήταν και ο στάβλος. Σε κάθε χώρισμα υπήρχε ένα άλογο και μερικά ύψωσαν το κεφάλι για να δουν το φως. Ο Ματ έριξε μια ματιά στη σκάλα που έβγαζε στο πατάρι με το άχυρο, έπειτα κοίταξε τον Ραντ, που ήταν ζαρωμένος στο πάτωμα και κούνησε το κεφάλι.

“Πού να ανέβεις εκεί πάνω”, μουρμούρισε ο Ματ. Κρέμασε τη λάμπα σ’ ένα καρφί, σκαρφάλωσε τη σκάλα και άρχισε να ρίχνει κάτω αγκαλιές άχυρα. Ξανακατέβηκε βιαστικά, έφτιαξε ένα κρεβάτι στο πίσω μέρος του στάβλου και έβαλε τον Ραντ να ξαπλώσει. Τον σκέπασε και με τους δύο μανδύες τους, αλλά ο Ραντ τους πέταξε σχεδόν αμέσως.

“Ζέστη”, μουρμούρισε. Ήξερε αόριστα ότι μόλις πριν από μια στιγμή κρύωνε, αλλά τώρα ένιωθε σαν να ήταν σε φούρνο. Τράβηξε το γιακά του, τίναξε το κεφάλι του. “Ζέστη”. Ένιωσε το χέρι του Ματ στο μέτωπό του.

“Έρχομαι αμέσως”, είπε ο Ματ κι εξαφανίστηκε.

Έμεινε να στριφογυρίζει με σπασμούς, δεν ήξερε πόση ώρα, ώσπου ο Ματ ξαναγύρισε με ένα φορτωμένο πιάτο στο ένα χέρι, μια κανάτα στο άλλο και δύο άσπρα φλιτζάνια να κρέμονται από τα χερούλια τους από τα δάχτυλά του.

“Δεν έχουν Σοφία εδώ”, είπε, πέφτοντας στα γόνατα πλάι στον Ραντ. Γέμισε ένα φλιτζάνι και το έφερε στο στόμα του Ραντ. Ο Ραντ το ήπιε σαν να είχε μέρες να πιει· έτσι ένιωθε. “Δεν ξέρουν καν τι θα πει Σοφία. Έχουν μια που τη λένε Μάνα-Μπρυν, αλλά σε κάποια γυναίκα έχει πάει να την ξεγεννήσει και κανένας δεν ξέρει πότε θα γυρίσει. Βρήκα ψωμί και τυρί και λουκάνικο. Ο καλός μας ο αφέντης Ίνλοου θα μας δώσει ό,τι θέλουμε, αρκεί να μην μας δουν οι καλεσμένοι του. Να, δοκίμασε λίγο”.

Ο Ραντ γύρισε το κεφάλι μακριά από το φαγητό. Η όψη του, η ίδια η σκέψη του, έκανε το στομάχι του να αναγουλιάζει. Μετά από λίγο, ο Ματ αναστέναξε και κάθισε να φάει. Ο Ραντ κοίταζε αλλού και προσπαθούσε να μην ακούει.

Τον ξανάπιασαν τα ρίγη και μετά ο πυρετός, νια να ξαναπάρουν τη θέση του τα ρίγη και μετά πάλι ο πυρετός. Ό Ματ τον σκέπαζε όταν έτρεμε και του έδινε νερό, όταν παραπονιόταν ότι διψούσε. Η νύχτα κυλούσε και ο στάβλος σάλευε στο τρεμοφέγγισμά της λάμπας. Σκιές έπαιρναν μορφή και κινούνταν μόνες τους. Έπειτα είδε τον Μπα’άλζαμον να προχωρά στο στάβλο, με μάτια πύρινα, ανάμεσα σε δυο Μυρντράαλ, που τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα βαθιά στις μαύρες κουκούλες τους.

Με τα δάχτυλα να απλώνονται στη λαβή του σπαθιού του, προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, ουρλιάζοντας, “Ματ! Ματ, ήρθαν! Φως μου, ήρθαν!”

Ο Ματ ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα, εκεί που καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα κόντρα στον τοίχο. “Τι; Σκοτεινόφιλοι; Πού;”

Ο Ραντ, με γόνατα που έτρεμαν, έδειξε απελπισμένα πιο πέρα στο στάβλο... κι έμεινε χάσκοντας. Εκεί σάλευαν σκιές και ένα άλογο ανεβοκατέβαζε τα πόδια στον ύπνο του. Τίποτα παραπάνω. Ξανάπεσε στα άχυρα.

“Μονάχα εμείς είμαστε εδώ”, είπε ο Ματ. “Άσε με να το πάρω”. Άπλωσε το χέρι στη ζώνη του Ματ, αλλά ο Ραντ έσφιξε πιο δυνατά τη λαβή.

“Όχι. Όχι. Πρέπει να το κρατήσω. Είναι ο πατέρας μου. Το καταλαβαίνεις; Είναι ο π-πατέρας μ-μου!” Τον κατέκλυσαν πάλι τα ρίγη, αλλά κρατήθηκε από το σπαθί, σαν να ήταν η σωτηρία του. “Ο π-πατέρας μ-μου!” Ο Ματ δεν ξαναπροσπάθησε να του το πάρει και τον σκέπασε πάλι με τους μανδύες.

Ήρθαν κι άλλες επισκέψεις μέσα στη νύχτα, ενώ ο Ματ κοιμόταν. Ο Ραντ καμιά φορά δεν ήταν σίγουρος αν ήταν αληθινές ή όχι. Μερικές φορές κοίταζε τον Ματ, που είχε γερμένο το κεφάλι στο στήθος κι αναρωτιόταν αν θα τις έβλεπε κι αυτός, αν ξυπνούσε.

Η Εγκουέν βγήκε από τις σκιές, με τα μαλλιά της τυλιγμένα σε μια μεγάλη, μελαχρινή πλεξούδα, όπως ήταν στο Πεδίο του Έμοντ, με μια πονεμένη, θρηνητική έκφραση στο πρόσωπο. “Γιατί μας εγκατέλειψες;” τον ρώτησε. “Πεθάναμε επειδή μας εγκατέλειψες”.

Ο Ραντ κούνησε αδύναμα το κεφάλι, ξαπλωμένος στα άχυρα. “Όχι, Εγκουέν, δεν ήθελα να σας εγκαταλείψω. Σε παρακαλώ”.

“Πεθάναμε όλοι”, είπε εκείνη θλιβερά, “και ο θάνατος είναι το βασίλειο του Σκοτεινού. Είμαστε στα χέρια του Σκοτεινού, επειδή μας παράτησες”.

“Όχι. Δεν είχα άλλη επιλογή, Εγκουέν. Σε παρακαλώ. Εγκουέν, μην φεύγεις. Γύρνα πίσω, Εγκουέν!”

Μα εκείνη στράφηκε στις σκιές κι έγινε σκιά.

Η έκφραση της Μουαραίν ήταν γαλήνια, αλλά το πρόσωπό της ήταν κατάχλομο. Ο μανδύας της θύμιζε σάβανο και η φωνή της μαστίγιο. “Πολύ σωστά, Ραντ αλ’Θορ. Δεν έχεις επιλογή. Πρέπει να πας στην Ταρ Βάλον, αλλιώς ο Σκοτεινός θα σε κάνει δικό του. Μια αιωνιότητα αλυσοδεμένος στη Σκιά. Μόνο οι Άες Σεντάι μπορούν να σε σώσουν τώρα. Μόνο οι Άες Σεντάι”.

Ο Θομ του χαμογέλασε σαρδόνια. Τα ρούχα του Βάρδου ήταν μαυρισμένα κουρέλια, που τον άφηναν να βλέπει τις λάμψεις, καθώς Ο Θομ πάλευε με τον Ξέθωρο για να τους δώσει χρόνο να ξεφύγουν. Η σάρκα κάτω από τα κουρέλια ήταν καμένη, καρβουνιασμένη. “Αν εμπιστευθείς τις Άες Σεντάι, αγόρι μου, θα εύχεσαι να είχες πεθάνει. Μην ξεχνάς, το τίμημα για τη βοήθεια των Άες Σεντάι είναι πάντα μικρότερο απ’ όσο μπορείς να πιστέψεις, πάντα μεγαλύτερο απ’ όσο μπορείς να φανταστείς. Και ποιο Άτζα θα σε βρει πρώτα, ε; Το Κόκκινο; Ίσως το Μαύρο. Καλύτερα να το βάλεις στα πόδια, αγόρι μου. Βάλε το στα πόδια”.

Το βλέμμα του Λαν ήταν σκληρό σαν γρανίτης και αίμα σκέπαζε το πρόσωπό του. “Παράξενο να βλέπει κανείς σπαθί με το σημάδι του ερωδιού σε χέρια βοσκού. Είσαι άξιός του; Μακάρι να είσαι. Τώρα είσαι μόνος. Δεν έχεις τίποτα να στηριχτείς πίσω σου και τίποτα μπροστά σου και ο καθένας μπορεί να είναι Σκοτεινόφιλος”.

Χαμογέλασε μ’ ένα λυκίσιο χαμόγελο και αίμα χύθηκε από το στόμα του. “Ο καθένας”.

Ήρθε ο Πέριν, κατηγορώντας τον, ικετεύοντας τη βοήθειά του. Η κυρά αλ’Βερ, κλαίγοντας για την κόρη της, και ο Μπέυλ Ντόμον, βρίζοντάς τον που είχε φέρει τους Ξέθωρους στο πλοίο του, και ο αφέντης Φιτς, που έσφιγγε τα χέρια του πάνω από τις στάχτες του πανδοχείου του, και η Μιν, που ούρλιαζε στην αρπάγη ενός Τρόλοκ, άνθρωποι που ήξερε, άνθρωποι που μόλις τους είχε γνωρίσει. Αλλά το χειρότερο ήταν ο Ταμ. Ο Ταμ στεκόταν από πάνω του, σμίγοντας τα φρύδια και κουνώντας το κεφάλι και δεν έλεγε λέξη.

“Πρέπει να μου πεις”, τον ικέτεψε ο Ραντ. “Ποιος είμαι; Πες μου, σε παρακαλώ. Ποιος είμαι; Ποιος είμαι;” φώναξε.

“Ησύχασε, Ραντ”.

Ο Ραντ, για μια στιγμή, πίστεψε πως του απαντούσε ο Ταμ, ύστερα, όμως, είδε ότι ο Ταμ είχε χαθεί. Ο Ματ έσκυβε από πάνω του, υψώνοντας ένα κύπελλο με νερό στα χείλη του.

“Μην ξεσηκώνεσαι. Είσαι ο Ραντ αλ’Θορ, να ποιος, ο πιο κακάσχημος και ο πιο ξεροκέφαλος στους Δύο Ποταμούς. Για δες, ίδρωσες! Έπεσε ο πυρετός”.

“Ο Ραντ αλ’Θορ;” ψιθύρισε ο Ραντ. Ο Ματ ένευσε· ο Ραντ ένιωσε τόση ανακούφιση, που αποκοιμήθηκε δίχως καν να πιει το νερό.

Ήταν ένας ύπνος ανενόχλητος από όνειρα —τουλάχιστον απ’ όσο θυμόταν- αλλά τόσο ανάλαφρος, που τα μάτια του Ραντ άνοιγαν κάθε φορά που ο Ματ ερχόταν να δει πως ήταν. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκε, αν τελικά ο Ματ κατόρθωνε καθόλου να κοιμηθεί, αλλά αποκοιμήθηκε πάλι, πριν το καλοσκεφτεί.

Η στριγκλιά των μεντεσέδων της πόρτας τον ξύπνησε για τα ’ καλά, αλλά στην αρχή έμεινε ξαπλωμένος στα άχυρα κι ευχόταν να κοιμόταν ακόμα. Όταν κοιμόταν δεν ένιωθε το σώμα του. Οι μύες του πονούσαν σαν στραγγισμένα κουρέλια και δεν του έμενε στάλα δύναμη. Προσπάθησε αδύναμα να σηκώσει το κεφάλι· το κατάφερε με τη δεύτερη προσπάθεια.

Ο Ματ καθόταν στη συνηθισμένη θέση του, ακουμπώντας στον τοίχο, μισό βήμα πέρα από τον Ραντ. Το σαγόνι του έγερνε στο στήθος του, που υψωνόταν κι έπεφτε με τον ομαλό ρυθμό του βαθιού ύπνου. Το μαντήλι είχε γλιστρήσει κι έκρυβε τα μάτια του.

Ο Ραντ κοίταξε την πόρτα.

Μια γυναίκα στεκόταν εκεί, κρατώντας την ανοιχτή με το χέρι. Στην αρχή φάνηκε μονάχα σαν μια σκοτεινή μορφή με φόρεμα, με το περίγραμμα να διαγράφεται στο θαμπό φως πριν την αυγή και μετά μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο Ραντ στο φως της λάμπας την είδε πιο καθαρά. Έμοιαζε συνομήλικη της Νυνάβε, έτσι του φάνηκε, αλλά δεν ήταν χωρική. Το ανοιχτοπράσινο μετάξι του φορέματός της τρεμόπαιζε καθώς περπατούσε. Ο μανδύας της είχε ένα λαμπερό, απαλό γκρίζο χρώμα και ένα καλοδουλεμένο δαντελένιο διχτάκι κρατούσε τα μαλλιά της. Έπαιξε με το βαρύ χρυσό περιδέραιό της, καθώς κόιταζε σκεφτικά τον Ματ και τον Ραντ.

“Ματ”, είπε ο Ραντ, και μετά, πιο δυνατά, “Ματ!”

Ο Ματ ξεφύσηξε και παραλίγο θα έπεφτε καθώς ξυπνούσε. Έτριψε τα νυσταγμένα μάτια του και κοίταξε τη γυναίκα.

“Ήρθα να δω το άλογό μου”, είπε εκείνη, κάνοντας μια αόριστη χειρονομία προς τα χωρίσματα. Όμως δεν πήρε τα μάτια της από πάνω τους. Είσαι άρρωστος;”

“Μια χαρά είναι”, είπε ο Ματ μουδιασμένα. “Κρύωσε από τη βροχή, αυτό είναι όλο”.

“Ίσως θα έπρεπε να τον κοιτάξω”, είπε εκείνη. “Κάτι ξέρω από...”

Ο Ραντ αναρωτήθηκε μήπως ήταν Άες Σεντάι. Δεν ήταν μόνο τα ρούχα της εκτός τόπου, αλλά και το όλο αυτοπεποίθηση φέρσιμό της, ο τρόπος που ύψωνε το κεφάλι, σαν να ήταν έτοιμη να δώσει διαταγές. Και αν είναι Άες Σεντάι, από ποιο Άτζα;

“Είμαι καλά τώρα”, της είπε. “Στ’ αλήθεια, δεν είναι ανάγκη”.

Εκείνη όμως προχώρησε στο. στάβλο, ανασηκώνοντας το φόρεμά της και πατώντας προσεκτικά με τα γκρίζα, ελαφρά παπούτσια της. Γονάτισε πλάι του, κάνοντας μια γκριμάτσα όταν ένιωσε το άχυρο και άγγιξε το μέτωπό του.

“Δεν έχεις πυρετό”, του είπε, μελετώντας τον με σμιγμένα τα φρύδια. Ήταν όμορφη, αν και με σκληρά χαρακτηριστικά, αλλά δεν είχε καθόλου ζεστασιά το πρόσωπό της. Μα ούτε και φαινόταν ψυχρό· απλώς δεν έδειχνε να διαθέτει το παραμικρό συναίσθημα.

“Όμως ήσουν άρρωστος. Ναι. Ναι. Κι ακόμα αδύναμος, σαν μωρό. Νομίζω...” Έχωσε το χέρι στο μανδύα της και ξαφνικά όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που ο Ραντ το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να βγάλει μια πνιγμένη κραυγή.

Το χέρι της βγήκε αστραπιαία από το μανδύα της· κάτι έλαμψε, καθώς η γυναίκα ορμούσε στον Ματ περνώντας πάνω από τον Ραντ. Ο Ματ έπεσε στο πλάι με μια σειρά απότομων κινήσεων και ακούστηκε ο μουντός κρότος μετάλλου που χώνεται σε ξύλο. Όλα έγιναν σε μια στιγμή και ύστερα επικράτησε ησυχία.

Ο Ματ ήταν μισοξαπλωμένος, με το ένα χέρι να σφίγγει τον καρπό της, λίγο πάνω από το εγχειρίδιο που είχε καρφώσει η γυναίκα στο σημείο του τοίχου όπου πριν βρισκόταν το στήθος του και με το άλλο χέρι του κρατούσε τη λεπίδα από τη Σαντάρ Λογκόθ στο λαιμό της.

Η γυναίκα, χωρίς να κουνά τίποτα άλλο εκτός από τα μάτια της, προσπάθησε να κοιτάξει το εγχειρίδιο που κρατούσε ο Ματ. Γούρλωσε τα μάτια της, πήρε μια τραχιά ανάσα και προσπάθησε να κάνει πίσω, αλλά ο Ματ δεν ξεκόλλησε το λεπίδα από το δέρμα της. Τότε η γυναίκα έμεινε ασάλευτη, σαν άγαλμα.

Ο Ραντ έγλειψε τα χείλη και κοίταξε τη σκηνή πάνω του. Του φαινόταν πως, ακόμα κι αν δεν ήταν τόσο αδύναμος, δεν θα μπορούσε να σαλέψει. Έπειτα το βλέμμα του έπεσε στο εγχειρίδιό της και το στόμα του ξεράθηκε. Το ξύλο γύρω από τη λεπίδα μαύριζε. Λεπτά πλοκάμια καπνού υψώνονταν από τη μαυρισμένη περιοχή.

“Ματ! Ματ, το εγχειρίδιό της!”

Ο Ματ έριξε μια ματιά, έπειτα ξανακοίταξε τη γυναίκα, αλλά αυτή δεν είχε κουνηθεί. Έγλειφε τα χείλη της νευρικά. Ο Ματ της έβγαλε με βία το χέρι από τη λαβή και την έσπρωξε. Εκείνη έγειρε πίσω, σωριάστηκε κάτω και στηρίχτηκε, φέρνοντας τα χέρια πίσω της, κοιτάζοντας ακόμα τη λεπίδα στο χέρι του. “Μην κουνηθείς ρούπι”, της είπε. “Θα σε μαχαιρώσω αν κουνηθείς. Πίστεψέ με, θα το κάνω”. Εκείνη ένευσε αργά· τα μάτια της δεν άφησαν στιγμή το εγχειρίδιο του Ματ. “Πρόσεχέ την, Ραντ”.

Ο Ραντ δεν ήξερε τι θα έκανε, αν η γυναίκα σηκωνόταν —μπορεί να φώναζε· το σίγουρο ήταν πως δεν θα μπορούσε να την καταδιώξει, αν το έσκαγε— αλλά εκείνη κάθισε εκεί ασάλευτη και ο Ματ ξεκόλλησε το εγχειρίδιό της από τον τοίχο. Η μαύρη περιοχή σταμάτησε να μεγαλώνει, αν και συνέχισε να βγαίνει αμυδρός καπνός.

Ο Ματ κοίταξε γύρω του να βρει μέρος για να βάλει το εγχειρίδιο και μετά το έδωσε στον Ραντ. Εκείνος το πήρε επιφυλακτικά, σαν να ήταν ζωντανή οχιά. Φαινόταν συνηθισμένο, αν και περίτεχνα διακοσμημένο, είχε κάτασπρη φιλντισένια λαβή και στενή, αστραφτερή λεπίδα, όχι μεγαλύτερη από την παλάμη του. Δεν ήταν παρά ένα εγχειρίδιο. Όμως είχε δει τι μπορούσε να κάνει. Η λαβή δεν ήταν καν ζεστή, αλλά το χέρι του άρχισε να ιδρώνει. ’Ηλπισε να μην του έπεφτε στα άχυρα.

Η γυναίκα δεν σάλεψε από κει που ήταν πεσμένη, καθώς έβλεπε τον Ματ να στρέφεται αργά προς το μέρος της. Τον κοίταξε, σαν αναρωτιόταν ποιες θα ήταν οι επόμενες κινήσεις του, αλλά ο Ραντ είδε το βλέμμα του Ματ να σκληραίνει ξαφνικά, είδε το χέρι του να σφίγγει δυνατά το εγχειρίδιο. “Ματ, όχι!”

“Προσπάθησε να με σκοτώσει, Ραντ. Θα σκότωνε κι εσένα. Είναι Σκοτεινόφιλη”. Ο Ματ πρόφερε τη λέξη σαν να έφτυνε.

“Αλλά εμείς δεν είμαστε τέτοιοι”, είπε ο Ραντ. Η γυναίκα άφησε μια πνιγμένη φωνή, σαν να είχε συνειδητοποιήσει μόλις τώρα τι σκόπευε να κάνει ο Ματ. “Δεν είμαστε τέτοιοι, Ματ”.

Ο Ματ, για μια στιγμή, έμεινε παγωμένος, με τη λεπίδα στο χέρι του να καθρεφτίζει το φως της λάμπας. Έπειτα ένευσε. “Πήγαινε κατά κει”, είπε στη γυναίκα, δείχνοντας με το εγχειρίδιο την πόρτα που έβγαζε στην αίθουσα όπου πετάλωναν τα άλογα.

Εκείνη σηκώθηκε αργά, κοντοστάθηκε για να τινάξει τα άχυρα από το φόρεμά της. Ακόμα κι όταν προχώρησε προς την κατεύθυνση που της είχε δείξει ο Ματ, βάδιζε αργά, σαν να μην υπήρχε λόγος να βιαστεί. Αλλά ο Ραντ πρόσεξε πως κοίταζε επιφυλακτικά το εγχειρίδιο με το ρουμπίνι στη λαβή που κρατούσε ο Ματ. “Θα ’πρεπε να πάψετε να αντιστέκεστε”, είπε η γυναίκα. “Θα ήταν το καλύτερο, τελικά. Θα δείτε”.

“Το καλύτερο;” είπε ειρωνικά ο Ματ, τρίβοντας το στήθος του στο σημείο που θα χωνόταν η λεπίδα της, αν δεν την είχε αποφύγει. “Πήγαινε εκεί”.

Εκείνη σήκωσε τους ώμους της και υπάκουσε. “Αυτό ήταν σφάλμα. Υπάρχει μεγάλη... σύγχυση για το τι έπαθε εκείνος ο εγωιστής ο Γκόουντ. Για να μην αναφέρω τον ηλίθιο που προκάλεσε πανικό στην Αγορά του Σέραν, όποιος κι αν ήταν. Κανένας δεν ξέρει πώς και τι συνέβη εκεί. Αυτό σημαίνει ότι η κατάσταση γίνεται πιο επικίνδυνη για σας, δεν καταλαβαίνετε; Θα έχετε τιμητικές θέσεις, αν έρθετε στον Μέγα Άρχοντα ελεύθερα με τη θέληση σας, αλλά, όσο τρέχετε, θα βρίσκεστε υπό καταδίωξη και ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί τότε;”

Ο Ραντ ένιωσε ρίγος. Τα λαγωνικά μου ζηλεύουν και ίσως σε δαγκώσουν.

“Δηλαδή σας στρίμωξαν δυο χωριατόπαιδα”. Ο Ματ γέλασε βλοσυρά. “Μπορεί εσείς οι Σκοτεινόφιλοι να μην είστε τόσο επικίνδυνοι όσο μου έλεγαν”. Ανοιξε διάπλατα την πόρτα της αίθουσας όπου πετάλωναν τα άλογα και έκανε ένα βήμα πίσω.

Εκείνη έκανε ένα βήμα στην αίθουσα και κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας τον πάνω από τον ώμο της. Το βλέμμα της ήταν πάγος και η φωνή της ακόμα πιο παγερή. “Θα μάθετε πόσο επικίνδυνοι είμαστε. Όταν έρθει εδώ ο Μυρντράαλ—”

Τα λόγια της, ό,τι κι αν ήθελε να πει, κόπηκαν απότομα, όταν ο Ματ βρόντηξε την πόρτα και τη σύρτωσε. Όταν γύρισε προς τον Ραντ, είχε ένα ανήσυχο βλέμμα. “Ξέθωρος”, είπε δαγκωμένα, ξαναχώνοντας το εγχειρίδιο στο παλτό του. “Έρχεται εδώ, λέει. Πώς είναι τα πόδια σου;”

“Δεν μπορώ να χορέψω”, μουρμούρισε ο Ραντ, “αλλά, αν μου δώσεις ένα χεράκι να σηκωθώ, θα καταφέρω να περπατήσω”. Κοίταξε τη λεπίδα που κρατούσε και ανατρίχιασε, “Μα το αίμα και τις στάχτες, θα τρέξω”.

Ο Ματ φορτώθηκε βιαστικά τα πράγματά τους και τράβηξε τον Ραντ για να σηκωθεί. Τα πόδια του Ραντ τρεμούλιαζαν και αναγκαζόταν να στηρίζεται στον φίλο του για να μην πέσει, αλλά προσπάθησε να μην τον καθυστερεί. Κράτησε το εγχειρίδιο της γυναίκας σε κάποια απόσταση από το σώμα του. Πέρα από την πόρτα υπήρχε ένας κουβάς με νερό. Πέταξε εκεί το εγχειρίδιο καθώς περνούσαν. Όταν η λεπίδα μπήκε στο νερό, ακούστηκε ένα τσίριγμα και υψώθηκε ατμός. Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα και προσπάθησε να ταχύνει το βήμα του.

Τώρα που είχε έρθει το φως, υπήρχε αρκετός κόσμος στους δρόμους, ακόμα καν τόσο νωρίς. Πήγαιναν στις δουλειές τους όμως και κανένας δεν προλάβαινε να κοιτάξει δύο νεαρούς που έφευγαν από το χωριό, μιας και κυκλοφορούσαν τόσοι ξένοι. Ο Ραντ, πάντως, έσφιξε τους μύες του και προσπάθησε να ισιώσει το κορμί του. Με κάθε βήμα που έκανε αναρωτιόταν μήπως κάποιοι από τους ανθρώπους που έτρεχαν ήταν Σκοτεινόφιλοι. Μήπως κάποιοι περιμένουν τη γυναίκα με το εγχειρίδιο; Μήπως τον Ξέθωρο;

Ένα μίλι έξω από το χωριό, η δύναμή του εξαντλήθηκε. Τη μια στιγμή προχωρούσε λαχανιασμένος, κρεμασμένος από τον Ματ· την άλλη, ήταν και οι δυο σωριασμένοι στο χώμα. Ο Ματ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου.

“Πρέπει να συνεχίσουμε”, είπε ο Ματ. Έξυσε τα μαλλιά του, έπειτα τράβηξε το κασκόλ χαμηλά, λίγο πάνω από τα μάτια του. “Κάποια στιγμή κάποιος θα την ξεκλειδώσει και μετά θα μας ξαναπιάσουν στο κυνήγι”.

“Το ξέρω”, είπε λαχανιασμένος ο Ραντ. “Το ξέρω. Βάλε ένα χεράκι”.

Ο Ματ τον τράβηξε να σηκωθεί, αλλά ο Ραντ έμεινε εκεί, τρέμοντας, καταλαβαίνοντας ότι έτσι δεν έβγαινε τίποτα. Ένα βήμα να ’κανε, θα έπεφτε πάλι κατάμουτρα.

Ο Ματ τον συγκράτησε και στάθηκε, περιμένοντας ανυπόμονα να τους περάσει ένα κάρο με άλογα που ερχόταν από το χωριό. Γρύλισε με έκπληξη, όταν το κάρο έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε μπροστά τους. Ένας άνδρας με τραχύ πρόσωπο τους κοίταξε από τη θέση του οδηγού.

“Έπαθε τίποτα;” ρώτησε ο άνδρας δαγκώνοντας την πίπα του.

“Μονάχα κουρασμένος είναι”, είπε ο Ματ.

Ο Ραντ είδε ότι αυτή η εξήγηση δεν έφτανε, έτσι όπως στηριζόταν στον Ματ. Άφησε τον Ματ και έκανε ένα βήμα παραπέρα. Τα πόδια του τρεμούλιασαν, αλλά έβαλε όλη του τη βούληση για να μείνει όρθιος. “Έχω να κοιμηθώ δυο μέρες”, είπε. “Έφαγα κάτι που με πείραξε. Τώρα είμαι καλύτερα, αλλά δεν έχω κοιμηθεί”.

Ο άνδρας φύσηξε ένα σύννεφο καπνού από την άκρη του στόματός τον. “Πάτε στο Κάεμλυν, ε; Αν είχα τα χρόνια σας, μπορεί να πήγαινα κι εγώ να δω αυτόν τον ψεύτικο Δράκοντα”.

“Ναι”. Ο Ματ ένευσε. “Αυτό είναι. Πάμε να δούμε τον ψεύτικο Δράκοντα”.

“Ανεβείτε λοιπόν. Ο φίλος σου πίσω. Αν τον ξαναπιάσει, καλύτερα να είναι στα άχυρα, όχι εδώ. Με λένε Χάυαμ Κιτς”.

Загрузка...