7 Έξω από το Δάσος

Το πρώτο γκρίζο φως φάνηκε, ενώ ο Ραντ προχωρούσε ακόμα βαριά μέσα στο δάσος. Στην αρχή δεν το είδε. Όταν, τελικά, το πρόσεξε, κοίταξε έκπληκτος το σκοτάδι που χανόταν. Ό,τι κι αν του έλεγαν τα μάτια του, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα, προσπαθώντας να διανύσει την απόσταση από το αγρόκτημα ως το Πεδίο του Έμοντ. Φυσικά, ο Δρόμος του Νταμαριού τη μέρα, παρά τις πέτρες και τις δυσκολίες του, ήταν εντελώς διαφορετικός από το δάσος τη νύχτα. Από την άλλη όμως, του φαινόταν πως είχαν περάσει μέρες, από τότε που είχε δει τον μαυροντυμένο καβαλάρη στο δρόμο, βδομάδες, από τότε που ο Ραντ και ο Ταμ είχαν μπει μέσα για να φάνε. Δεν ένιωθε πια τη λωρίδα που έσκαβε τους ώμους του, αλλά βέβαια δεν ένιωθε τίποτα στους ώμους του, εκτός από ένα μούδιασμα, όπως και στα πόδια του, Η αναπνοή του ήταν ένα κοπιαστικό λαχάνιασμα που, από πολλή ώρα, έκαιγε το λαιμό και τα πνευμόνια του και η πείνα έσφιγγε το στομάχι του και του προκαλούσε αναγούλα.

Ο Ταμ ήταν σιωπηλός αρκετή ώρα τώρα. Ο Ραντ δεν μπορούσε να πει πότε είχαν σταματήσει τα μουρμουρητά, αλλά δεν τολμούσε να κάνει στάση για να δει τον Ταμ. Αν σταματούσε, δεν θα μπορούσε να αναγκάσει τον εαυτό του να ξαναξεκινήσει. Στο κάτω-κάτω, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι έκανε ήδη, όποια κι αν ήταν η κατάσταση του Ταμ. Η μόνη ελπίδα ήταν μπροστά, στο χωριό. Προσπάθησε, κουρασμένος, να ταχύνει το βήμα, αλλά τα αναίσθητα πόδια του συνέχισαν να βαδίζουν αργά. Μόλις που πρόσεχε το κρύο, ή τον άνεμο.

Του ήρθε μια αμυδρή οσμή καπνού, Τουλάχιστον κόντευε να φτάσει, αφού μπορούσε να μυρίσω τις καμινάδες του χωριού. Το κουρασμένο χαμόγελό του όμως χάθηκε, πριν προλάβει να εμφανιστεί και τη θέση του πήρε μια συνοφρυωμένη έκφραση. Ο καπνός ήταν πυκνός στον αέρα — πολύ πυκνός. Με τέτοιο καιρό ίσως να ήταν αναμμένα όλα τα τζάκια του χωριού, αλλά ο καπνός και πάλι ήταν πολύ βαρύς. Με το νου του ξανάδε τους Τρόλοκ στο δρόμο. Τους Τρόλοκ, που έρχονταν από τα ανατολικά, από την κατεύθυνση του Πεδίου του Έμοντ. Κοίταξε μπροστά του, προσπαθώντας να διακρίνει τα πρώτα σπίτια, έτοιμος να ζητήσει βοήθεια με το που θα έβλεπε κάποιον, ακόμα και τον Τσεν Μπούι, ή κάποιον Κόπλιν. Μια φωνούλα στο βάθος του μυαλού του, του είπε να ελπίζει ότι ίσως υπήρχε ακόμα κάποιος που να μπορεί να τον βοηθήσει.

Ένα σπίτι φάνηκε, ξαφνικά, ανάμεσα από τα τελευταία δέντρα με τα γυμνά κλαδιά και με μεγάλη δυσκολία συνέχισε το περπάτημα. Η ελπίδα έγινε άκρατη απελπισία, καθώς έμπαινε παραπατώντας, στο χωριό.

Τα μισά σπίτια του Πεδίου του Έμοντ ήταν κάρβουνα κι αποκαΐδια. Καπνισμένες καμινάδες ξεπρόβαλλαν, σαν βρώμικα δάχτυλα, από τους σωρούς των μαυριομένων δοκαριών. Αραιές τούφες καπνού υψώνονταν ακόμα από τα ερείπια. Χωρικοί με βλοσυρή έκφραση, μερικοί φορώντας ακόμα τις νυχτικιές τους, τριγυρνούσαν στις στάχτες· εδώ ανέσυραν ένα κατσαρολάκι, εκεί απλώς σκάλιζαν, με σβησμένες ελπίδες, τα συντρίμμια μ’ ένα ξύλο. Τα λιγοστά υπάρχοντα τους, που είχαν σωθεί από τις φλόγες, ήταν μαζεμένα στους δρόμους· ψηλοί καθρέφτες και γυαλισμένες σερβάντες και ντουλάπες στέκονταν στη σκόνη ανάμεσα σε καρέκλες και τραπέζια, θαμμένα κάτω από στρωσίδια, κουζινικά και μικροί σωροί ρούχων και προσωπικών αντικειμένων.

Η καταστροφή έμοιαζε να έχει χτυπήσει τυχαία διάφορα σπίτια, σκορπισμένα στο χωριό. Πέντε σπίτια ορθώνονταν άθικτα σε μια σειρά, ενώ αλλού, ένα μοναχικό σπίτι που είχε επιζήσει, έστεκε περικυκλωμένο από τον όλεθρο.

Στην άλλη πλευρά του Νερού της Οινοπηγής, οι τρεις πελώριες φωτιές του Μπελ Τάιν μούγκριζαν, υπό τη φροντίδα μιας ομάδας ανθρώπων. Πυκνές στήλες μαύρου καπνού έγερναν προς τα βόρεια με τον άνεμο, στιγματισμένες από τυχαίες σπίθες. Ένα από τα άτια, ράτσας Ντούραν, του αφέντη αλ’Βερ, έσερνε κάτι που ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει, πηγαίνοντάς το προς τη Γέφυρα των Κάρων και τις φλόγες.

Πριν βγει, καλά-καλά, από τα δέντρα, έτρεξε κοντά του ο Χάραλ Λούχαν, με το πρόσωπο λερωμένο από την καπνίλα, κρατώντας τσεκούρι ξυλοκόπου στο χοντρό χέρι του. Η γεμάτη στάχτες πουκαμίσα του γεροδεμένου σιδερά έφτανε ως τις μπότες του και από ένα σχίσιμο φαινόταν η κόκκινη λωρίδα ενός εγκαύματος στο στήθος του. Έπεσε στο γόνατο, πλάι στο φορείο. Τα μάτια του Ταμ ήταν κλεισμένα και η ανάσα του ήταν αδύναμη και τραχιά.

“Τρόλοκ, αγόρι μου;” ρώτησε ο αφέντης Λούχαν, με φωνή βραχνή από τον καπνό. “Τα ίδια κι εδώ. Τα ίδια κι εδώ. Μπορεί να ήμασταν πιο τυχεροί απ’ όσο μας άξιζε, αν μπορείς να το πιστέψεις. Χρειάζεται τη Σοφία. Πού στο Φως είναι αυτή; Εγκουέν;”

Η Εγκουέν, που έτρεχε με μια αγκαλιά επιδέσμους φτιαγμένους από σχισμένα σεντόνια, κοίταξε προς το μέρος τους χωρίς να σταθεί. Τα μάτια της είδαν κάτι σε απόσταση· σκοτεινοί κύκλοι από κάτω τα έκαναν να μοιάζουν πιο μεγάλα απ’ όσο πραγματικά ήταν. Έπειτα είδε τον Ραντ και σταμάτησε, ανασαίνοντας με ρίγος. “Ω, όχι, Ραντ, ο πατέρας σου; Είναι...; Έλα, θα σε πάω στη Νυνάβε”.

Ο Ραντ ήταν κατάκοπος, αποσβολωμένος, και δεν μίλησε. Όλη τη νύχτα το Πεδίο του Έμοντ ήταν ένας παράδεισος, όπου αυτός κι ο Ταμ θα ήταν ασφαλείς. Τώρα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βλέπει με απόγνωση το λεκιασμένο από τον καπνό φόρεμά της. Πρόσεξε παράξενες λεπτομέρειες, λες και είχαν μεγάλη σημασία. Τα κουμπιά στην πλάτη του φορέματός της ήταν κουμπωμένα στραβά. Και τα χέρια της ήταν καθαρά. Αναρωτήθηκε, γιατί τα χέρια της ήταν καθαρά, τη στιγμή που η καπνιά είχε λεκιάσει τα μάγουλά της.

Ο αφέντης Λούχαν φάνηκε να καταλαβαίνει τι αισθανόταν. Ακούμπησε το τσεκούρι του στους ρυμούς, σήκωσε το πίσω μέρος του φορείου και το έσπρωξε ελαφρά, παρακινώντας τον να ακολουθήσει την Εγκουέν, Ο Ραντ την ακολούθησε, με αβέβαια βήματα, σαν να περπατούσε στον ύπνο του. Αναρωτήθηκε, για λίγο, από πού ήξερε ο αφέντης Λούχαν ότι τα πλάσματα ήταν Τρόλοκ, αλλά η σκέψη δεν κράτησε πολύ. Αν ο Ταμ μπορούσε να τους αναγνωρίσει, δεν υπήρχε λόγος να μην το μπορεί και ο Χάραλ Λούχαν.

“Όλες οι ιστορίες είναι αληθινές”, μουρμούρισε.

“Έτσι φαίνεται, παλικάρι μου”, είπε ο σιδεράς. “Έτσι φαίνεται”.

Ο Ραντ μόλις που τον άκουσε. Προσπαθούσε να ακολουθήσει τη λυγερή μορφή της Εγκουέν. Είχε συνέρθει κάπως και έλπιζε να έκανε η Εγκουέν λίγο πιο γρήγορα, ενώ, στην πραγματικότητα, ήταν εκείνη που συγκρατούσε το βήμα της για να την προλαβαίνουν οι δύο άντρες με το βάρος που σήκωναν. Τους οδήγησε περίπου στη μέση του Πράσινου, στο σπίτι των Κάλντερ. Οι άκρες της καλαμοσκεπής του ήταν καψαλισμένες και η καπνιά λέρωνε τους ασβεστωμένους τοίχους. Από τα σπίτια που, άλλοτε, έστεκαν δεξιά κι αριστερά του τώρα είχαν μείνει μόνο τα θεμέλια και δύο σωροί από στάχτες και καμένα ξύλα. Ο ένας σωρός ήταν το σπίτι του Μπέριν Θέην, ενός από τα αδέρφια του μυλωνά. Το άλλο ήταν του Άμπελ Κώθον. Του πατέρα του Ματ. Ακόμα και οι καμινάδες είχαν γκρεμιστεί.

“Περιμένετε εδώ”, είπε η Εγκουέν και τους κοίταξε με ύφος, σαν να περίμενε απάντηση. Εκείνοι απλώς στάθηκαν αμίλητοι κι αυτή μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της και έτρεξε μέσα.

“Ο Ματ”, είπε ο Ραντ. “Είναι...;”

“Είναι ζωντανός”, είπε ο σιδεράς. Ακούμπησε κάτω την άκρη του φορείου και ίσιωσε το σώμα του αργά. “Τον είδα πριν από λίγο. Είναι θαύμα που ζούμε. Έτσι όπως όρμησαν στο σπίτι και στο σιδεράδικό μου, θα ’λέγε κανείς πως φύλαγα χρυσάφι και πετράδια. Η Άλσμπετ πήρε ένα τηγάνι κι έσπασε το κρανίο ενός. Είδε τις στάχτες του σπιτιού μας σήμερα το πρωί και πήγε να τους κυνηγήσει στο χωριό με το πιο μεγάλο σφυρί που βρήκε στα απομεινάρια του σιδεράδικου, μπας και είχε μείνει κανείς τους εδώ, αντί να το σκάσει. Μου ’ρχεται να τον λυπηθώ, σχεδόν, έτσι και βρει κανέναν”. Έδειξε το σπίτι των Κάλντερ. “Η κυρά Κάλντερ και μερικοί άλλοι πήραν όσους ήταν πληγωμένοι και είχαν χάσει το σπίτι τους. Όταν η Σοφία φροντίσει τον Ταμ, θα του βρούμε ένα κρεβάτι. Μπορεί στο πανδοχείο. Ο δήμαρχος το προσέφερε, αλλά η Νυνάβε είπε ότι οι πληγωμένοι θα θεραπευτούν πιο γρήγορα, αν δεν είναι μαζεμένοι πολλοί μαζί”.

Ο Ραντ έπεσε στα γόνατα. Έβγαλε αργά τα γκέμια και έστρωσε με κόπο τις κουβέρτες του Ταμ. Ο Ταμ ούτε κουνήθηκε, ούτε έβγαλε άχνα, ακόμα κι όταν τον σκούντησαν τα μουδιασμένα χέρια του Ραντ. Τουλάχιστον όμως ανάσαινε ακόμα. Ο πατέρας μου. Τα άλλα ήταν λόγια τον πυρετού. “Αν ξαναγυρίσουν;” είπε βαριά.

“Ο Τροχός υφαίνει, όπως ο Τροχός το θέλει”, είπε κάπως ανήσυχα ο αφέντης Λούχαν. “Αν ξαναγυρίσουν... Ε, τώρα έφυγαν πάντως. Θα μαζέψουμε τα σπασμένα και θα φτιάξουμε τα γκρεμισμένα”. Αναστέναξε και το πρόσωπό του χαλάρωσε, καθώς χτυπούσε την πλάτη του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. Ο Ραντ κατάλαβε τότε ότι κι ο γεροδεμένος άντρας ήταν κουρασμένος όσο κι ο ίδιος, αν όχι περισσότερο. Ο σιδεράς κοίταξε το χωριό κουνώντας το κεφάλι. “Δεν φαντάζομαι να είναι πολύ γιορτινό το Μπελ Τάιν φέτος. Αλλά θα τα βγάλουμε πέρα. Από παλιά, τα βγάζουμε πέρα”. Πήρε το τσεκούρι του και το πρόσωπό του σκλήρυνε. “Έχω δουλειά. Μην στενοχωριέσαι, παλικάρι μου. Η Σοφία θα φροντίσει τον Ταμ και το Φως θα μας φροντίσει όλους. Κι αν όχι το Φως, τότε μόνοι μας. Μην ξεχνάς, είμαστε Διποταμίτες”.

Ο Ραντ, που στεκόταν ακόμα στα γόνατα, κοίταξε το χωριό, καθώς ο σιδεράς απομακρυνόταν, για πρώτη φορά το κοίταξε πραγματικά. Σκέφτηκε πως ο αφέντης Λούχαν είχε δίκιο και ξαφνιάστηκε, επειδή δεν τον ξάφνιαζε αυτό που έβλεπε. Οι άνθρωποι ακόμα έσκαβαν στα ερείπια, αλλά, παρά το λίγο διάστημα που είχε περάσει από τον ερχομό του στο χωριό, οι κινήσεις τους του φαίνονταν ήδη λιγότερο τυχαίες, πιο συγκεκριμένες. Ένιωθε, σχεδόν, την αποφασιστικότητα τους, που δυνάμωνε. Αλλά, αναρωτήθηκε κάτι. Είχαν δει Τρόλοκ· είχαν, άραγε, δει τον μαυροντυμένο καβαλάρη; Είχαν νιώσει το μίσος του;

Η Νυνάβε και η Εγκουέν βγήκαν από το σπίτι των Κάλντερ και ο Ραντ πετάχτηκε όρθιος. Ή, αντίθετα, προσπάθησε να πεταχτεί όρθιος· αλλά ήταν ένα αδέξιο βήμα, που παραλίγο θα τον έριχνε κατάμουτρα στο χώμα.

Η Σοφία γονάτισε πλάι στο φορείο, δίχως να ρίξει στον ίδιο ούτε ματιά. Το πρόσωπο και το φόρεμά της ήταν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση από της Εγκουέν και υπήρχαν οι ίδιοι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της, παρ’ όλο που και τα δικά της χέρια ήταν καθαρά. Ψηλάφισε το πρόσωπο του Ταμ και άνοιξε τα μάτια του με τους αντίχειρές της. Σμίγοντας τα φρύδια της, κατέβασε τις κουβέρτες και χαλάρωσε τον επίδεσμο για να κοιτάξει την πληγή. Πριν μπορέσει να δει ο Ραντ τι υπήρχε από κάτω, ξανάβαλε το κουβαριασμένο ύφασμα στη θέση του. Αναστέναξε, ανέβασε την κουβέρτα και το μανδύα ως το λαιμό του Ταμ με απαλές κινήσεις, σαν να σκέπαζε παιδί στο κρεβατάκι του.

“Δεν γίνεται τίποτα”, του είπε. Στηρίχθηκε στα γόνατά της για να σηκωθεί. “Λυπάμαι, Ραντ”.

Ο Ραντ, για μια στιγμή, στάθηκε χωρίς να καταλαβαίνει, ενώ εκείνη προχωρούσε πάλι προς το σπίτι και μετά όρμηξε ξοπίσω της και την τράβηξε στο πλάι, γυρίζοντάς την προς το μέρος του. “Πεθαίνει”, της φώναξε.

“Το ξέρω”, του είπε απλά, και οι ώμοι του καμπούριασαν με τη βεβαιότητά της.

“Πρέπει να κάνεις κάτι. Πρέπει. Είσαι η Σοφία”.

Οδύνη σκίασε το πρόσωπό της για μια στιγμή και μετά τον αντιμετώπισε πάλι, με μάτια βουλιαγμένα και ύφος αποφασισμένο, με τη φωνή της ασυγκίνητη και σταθερή. “Ναι, είμαι η Σοφία. Ξέρω τι μπορώ να κάνω με τα φάρμακά μου και ξέρω πότε είναι αργά. Λες να μην έκανα κάτι, αν μπορούσα; Αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ, Ραντ. Και υπάρχουν άλλοι, που με χρειάζονται. Ανθρωποι τους οποίους μπορώ να βοηθήσω”.

“Σου τον έφερα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα”, μουρμούρισε εκείνος. Έστω κι αν το χωριό ήταν μισογκρεμισμένο, είχε την ελπίδα της Σοφίας. Τώρα, που την είχε χάσει, ένιωθε άδειος.

“Το ξέρω”, του είπε γλυκά. Αγγιξε το μάγουλό του με το χέρι της. “Δεν είναι δικό σου σφάλμα. Έκανες ό,τι γινόταν. Λυπάμαι, Ραντ, αλλά έχω να φροντίσω άλλους. Φοβάμαι πως οι φασαρίες μας μόλις άρχισαν”.

Την κοίταξε με κενό βλέμμα, ώσπου η πόρτα του σπιτιού έκλεισε πίσω της. Δεν μπορούσε να σχηματίσει στο μυαλό του άλλη σκέψη, παρά μόνο ότι η Σοφία δεν ήθελε να βοηθήσει.

Ξαφνικά, ένα χτύπημα τον ανάγκασε να κάνει ένα βήμα πίσω, καθώς η Εγκουέν έπεφτε πάνω του, αγκαλιάζοντάς τον. Τον έσφιγγε με τόση δύναμη, που κάποια άλλη φορά ο Ραντ θα βογκούσε· τώρα, απλώς κοίταζε σιωπηλά την πόρτα, που πίσω της είχαν χαθεί οι ελπίδες του.

“Λυπάμαι πολύ, Ραντ”, είπε γέρνοντας στο στέρνο του. “Μα το Φως, μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι”.

Την αγκάλιασε μουδιασμένα. “Το ξέρω. Πρέπει... πρέπει να κάνω κάτι, Εγκουέν. Δεν ξέρω τι, αλλά δεν μπορώ να τον αφήσω να...” Η φωνή του έσπασε κι εκείνη τον έσφιξε πιο δυνατά.

“Εγκουέν!” Η Εγκουέν τινάχτηκε, όταν άκουσε τη φωνή της Νυνάβε από το σπίτι. “Εγκουέν, σε χρειάζομαι! Και πλύνε πάλι τα χέρια σου!”

Βγήκε από την αγκαλιά του Ραντ. “Χρειάζεται τη βοήθειά μου, Ραντ”.

“Εγκουέν!”

Του φάνηκε πως άκουσε ένα λυγμό, καθώς η Εγκουέν απομακρυνόταν. Έπειτα χάθηκε κι ο Ραντ έμεινε μόνος του, δίπλα στο φορείο. Για μια στιγμή χαμήλωσε το βλέμμα στον Ταμ, χωρίς να νιώθει τίποτα άλλο, παρά μόνο μια κούφια ανημποριά. Ξαφνικά το πρόσωπό του σκλήρυνε. “Ο δήμαρχος θα ξέρει τι να κάνει”, είπε, και σήκωσε άλλη μια φορά τους ρυμούς. “Ο δήμαρχος θα ξέρει”. Ο Μπραν αλ’Βερ πάντα ήξερε τι να κάνει. Κουρασμένα, πεισματικά, πήρε δρόμο για το Πανδοχείο της Οινοπηγής.

Τον προσπέρασε άλλο ένα άτι Ντούραν, με λουριά από την ιπποσκευή, που δένονταν στους αστράγαλους μιας μεγάλης μορφής, η οποία ήταν τυλιγμένη με μια βρώμικη κουβέρτα. Πίσω από την κουβέρτα σέρνονταν χέρια σκεπασμένα με πυκνές τρίχες και μια γωνιά της ήταν ανεβασμένη και φανέρωνε ένα τραγίσιο κέρατο. Οι Δύο Ποταμοί δεν ήταν μέρος για να βγαίνουν οι ιστορίες αληθινές με τόσο φρικτό τρόπο. Αν οι Τρόλοκ ανήκαν κάπου, ανήκαν στον έξω κόσμο, σε μέρη που είχαν Άες Σεντάι και ψεύτικους Δράκοντες και μόνο το Φως ήξερε τι άλλο, απ’ όσα ζωντάνευαν στις ιστορίες των τραγουδιστών. Όχι στους Δύο Ποταμούς. Όχι στο Πεδίο του Έμοντ.

Καθώς ο Ραντ προχωρούσε στο Πράσινο, οι άνθρωποι του φώναζαν, μερικοί από τα ερείπια των σπιτιών τους, ρωτώντας τον αν ήθελε βοήθεια. Τους άκουγε μόνο σαν μουρμουρητά στο βάθος, ακόμα κι όταν περπατούσαν πλάι του για λίγο, μιλώντας του. Δίχως πραγματική σκέψη, κατάφερε να προφέρει λέξεις, που έλεγαν ότι δεν χρειαζόταν βοήθεια, ότι τα είχε κανονίσει όλα. Όταν τον άφηναν, με ανήσυχες ματιές, μερικές φορές λέγοντας πως θα του έστελναν τη Νυνάβε, δεν το πρόσεχε ούτε αυτό. Το μόνο που επέτρεπε στον εαυτό του να αντιλαμβάνεται ήταν ο στόχος που είχε βάλει με το νου του. Ο Μπραν αλ’Βερ μπορούσε να βοηθήσει τον Ταμ. Με ποιον τρόπο θα το έκανε αυτό, δεν το πολυσκεφτόταν. Αλλά ο δήμαρχος θα μπορούσε να κάνει κάτι, να σκεφτεί κάτι.

Το πανδοχείο είχε γλιτώσει, σχεδόν ολόκληρο, από την καταστροφή, που είχε πάρει το μισό χωριό. Μερικά καψίματα λέρωναν τους τοίχους του, αλλά τα κόκκινα κεραμίδια άστραφταν στο φως του ήλιου, λαμπερά όσο ποτέ. Το μόνο που είχε μείνει από την άμαξα του πραματευτή, όμως, ήταν τα μαυρισμένα σιδερένια στεφάνια των τροχών, που έγερναν πάνω στο καρβουνιασμένο κουτί της άμαξας, που τώρα ήταν πεσμένο στο χώμα. Τα μεγάλα καμπυλωτά στηρίγματα, που κρατούσαν το μουσαμά της σκεπής, έγερναν τρελά, σε άλλη γωνία το καθένα.

Ο Θομ Μέριλιν καθόταν σταυροπόδι στις πέτρες του παλιού θεμέλιου, κόβοντας προσεκτικά μ’ ένα ψαλιδάκι τα καψαλισμένα σημεία από τα μπαλώματα του μανδύα του. Ακούμπησε κάτω το μανδύα και το ψαλιδάκι, όταν πλησίασε ο Ραντ. Δίχως να τον ρωτήσει αν χρειαζόταν, ή αν ήθελε βοήθεια, πήδηξε στο έδαφος και σήκωσε το πίσω μέρος του φορείου.

“Μέσα; Φυσικά, φυσικά. Μην στενοχωριέσαι, αγόρι μου. Η Σοφία σας θα τον κάνει περδίκι. Την είδα να δουλεύει χθες το βράδυ κι έχει καλό χέρι και μαστοριά. Υπάρχουν και χειρότερα. Κάποιοι πέθαναν χθες βράδυ. Όχι πολλοί ίσως, αλλά κι ένας να είχε πεθάνει θα ήταν κρίμα. Ο γερο-Φάιν είναι άφαντος κι αυτό είναι το χειρότερο.

Οι Τρόλοκ τρώνε τα πάντα. Να ευχαριστήσεις το Φως που ο πατέρας σου είναι ακόμα εδώ, ζωντανός, για να τον γιατρέψει η Σοφία”.

Ο Ραντ έσβηνε τις λέξεις -Είναι στ’ αλήθεια ο πατέρας μου!- και η φωνή γινόταν ένας ήχος δίχως νόημα, που δεν θα τον πρόσεχε περισσότερο από βούισμα μύγας. Δεν άντεχε άλλη συμπόνια, άλλες προσπάθειες να του φτιάξουν τη διάθεση, τουλάχιστον όχι τώρα, πριν του πει ο Μπραν αλ’Βερ πώς να βοηθήσει τον Ταμ.

Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά σε κάτι πρόχειρα ζωγραφισμένο στην πόρτα του πανδοχείου, μια καμπύλη, σκαλισμένη με ένα μισοκαμένο ξύλο, ένα καρβουνιασμένο δάκρυ που ισορροπούσε στη μυτερή άκρη του. Τόσα που είχαν συμβεί, δεν ένιωσε μεγάλη έκπληξη, που έβρισκε το Δόντι του Δράκοντα χαραγμένο στην πόρτα του Πανδοχείου της Οινοπηγής. Δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί, άραγε, κάποιος ήθελε να φέρει κακοτυχία στο πανδοχείο, ή να κατηγορήσει τον πανδοχέα και την οικογένειά του ότι ήταν από την πλευρά του κακού. Όμως η νύχτα τον είχε πείσει για ένα πράγμα. Τα πάντα ήταν πιθανά. Τα πάντα.

Ο Βάρδος τον σκούντηξε και ο Ραντ σήκωσε το σύρτη και μπήκε μέσα.

Η κοινή αίθουσα ήταν άδεια, με εξαίρεση τον Μπραν αλ’Βερ και παγωμένη επίσης, γιατί κανείς δεν είχε προλάβει να ανάψει φωτιά. Ο δήμαρχος καθόταν σε ένα τραπέζι και βουτούσε την πένα του σε ένα μελανοδοχείο, σμίγοντας τα φρύδια στοχαστικά, με το ωχρό πρόσωπό του σκυμμένο πάνω σε ένα φύλλο περγαμηνής. Η νυχτικιά του ήταν βιαστικά χωμένη στο παντελόνι του και φούσκωνε στη διόλου αμελητέα κοιλιά του. Έξυνε αφηρημένα το ένα γυμνό του πόδι με τα δάχτυλα του άλλου. Τα πόδια του ήταν βρώμικα, σαν να είχε βγει αρκετές φορές έξω δίχως μπότες, σε πείσμα της παγωνιάς. “Εσύ τι έπαθες τώρα;” απαίτησε να μάθει, δίχως να σηκώσει το βλέμμα. “Μίλα γρήγορα. Έχω ένα κάρο δουλειές να κάνω, πνίγομαι, δεν αδειάζω. Ούτε έχω υπομονή. Λοιπόν; Άντε πες το!”

“Αφέντη αλ’Βερ;” είπε ο Ραντ. “Ο πατέρας μου”.

Το κεφάλι του δημάρχου τινάχτηκε. “Ραντ; Ο Ταμ!” Πέταξε την πένα και έριξε κάτω την καρέκλα του, καθώς πηδούσε όρθιος. “Ίσως το Φως να μην μας εγκατέλειψε τελείως. Φοβόμουν πως ήσασταν και οι δύο πεθαμένοι. Η Μπέλα ήρθε στο χωριό μια ώρα μετά απ’ όταν έφυγαν οι Τρόλοκ ιδρωμένη και λαχανιασμένη, σαν να είχε έρθει καλπάζοντας από το αγρόκτημα και σκέφτηκα... Δεν έχουμε ώρα για τέτοια τώρα. Θα τον ανεβάσουμε πάνω”. Αρπαξε το πίσω μέρος του φορείου, παραμερίζοντας τον Βάρδο με τον ώμο του. “Πήγαινε φέρε τη Σοφία, αφέντη Μέριλιν. Και πες ότι είπα να βιαστεί, αλλιώς θα ’χει να κάνει μαζί μου. Ξεκουράσου, Ταμ. Σε λίγο θα ξαπλώσεις σε ένα ωραίο, μαλακό κρεβάτι. Πήγαινε, Βάρδε, πήγαινε!”

Ο Θομ Μέριλιν βγήκε από την πόρτα, πριν ο Ραντ προλάβει να ανοίξει το στόμα του. “Η Νυνάβε δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Είπε ότι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ήξερα... ήλπιζα ότι κάτι θα σκεφτόσουν”.

Ο αφέντης αλ’Βερ κοίταξε τον Ταμ προσεκτικά, και κούνησε το κεφάλι. “Θα δούμε, αγόρι μου. Θα δούμε”. Αλλά η φωνή του δεν είχε πια πεποίθηση. “Ας τον βάλουμε να ξαπλώσει. Τουλάχιστον να ξεκουραστεί”.

Ο Ραντ ακολούθησε υπάκουα τον δήμαρχο στη σκάλα, που ήταν στο πίσω μέρος της κοινής αίθουσας. Προσπάθησε να διατηρήσει τη βεβαιότητα του πως, με κάποιον τρόπο, όλα θα πήγαιναν καλά για τον Ταμ, αλλά συνειδητοποίησε ότι εξαρχής οι ελπίδες ήταν μικρές και η ξαφνική αμφιβολία στη φωνή του δημάρχου τον είχε κλονίσει.

Στον πρώτο όροφο του πανδοχείου, στην πρόσοψη, υπήρχαν πεντ’ έξι ζεστά, περιποιημένα δωμάτια, με παράθυρα που είχαν θέα στο Πράσινο. Τα χρησιμοποιούσαν κυρίως οι πραματευτές και ο κόσμος που έρχονταν από το Λόφο της Σκοπιάς, ή το Ντέβεν Ράιντ, αλλά οι έμποροι, που κατέφθαναν κάθε χρόνο, πολλές φορές ξαφνιάζονταν βρίσκοντας τόσο βολικά δωμάτια. Τώρα ήταν πιασμένα τα τρία και ο δήμαρχος οδήγησε βιαστικά τον Ραντ σε ένα από τα άδεια.

Παραμέρισε γοργά τις κουβέρτες και το διακοσμητικό μαξιλαράκι από το φαρδύ κρεβάτι και έβαλε τον Ταμ στο παχύ πουπουλένιο στρώμα, με μαξιλάρια από πούπουλα χήνας κάτω από το κεφάλι του. Ο Ταμ δεν έβγαλε άλλο ήχο, πέρα από μια τραχιά ανάσα, καθώς τον μετακινούσαν, ούτε καν ένα βογκητό, αλλά ο δήμαρχος δεν έδωσε σημασία στην ανησυχία του Ραντ και του είπε να ανάψει φωτιά για να σπάσει η παγωνιά του δωματίου. Ο Ραντ έβγαλε ξύλα και προσάναμμα από το κουτί που ήταν δίπλα στο τζάκι, και ο Μπραν τράβηξε τις κουρτίνες για να μπει το φως της μέρας και άρχισε να πλένει απαλά το πρόσωπο του Ταμ. Όταν επέστρεψε ο Βάρδος η δυνατή φωτιά ζέσταινε το δωμάτιο.

“Δεν έρχεται”, ανακοίνωσε ο Θομ Μέριλιν όπως έμπαινε. Αγριοκοίταξε τον Ραντ και τα πυκνά λευκά φρύδια του χαμήλωσαν με ένταση. “Δεν μου είπες ότι τον είχε δει. Μου έβαλε τις φωνές”.

“Σκεφτόμουν... δεν ξέρω... ίσως ο δήμαρχος μπορούσε να κάνει κάτι, να την ανάγκαζε να δει ότι...” Ο Ραντ, με τα χέρια σφιγμένα γροθιές, στράφηκε από το τζάκι προς τον Μπραν. “Αφέντη αλ’Βερ, τι να κάνω;” Ο ευτραφής άνδρας κούνησε το κεφάλι ανήμπορα. Άπλωσε ένα βρεγμένο πανί στο κούτελο του Ταμ και απέφυγε το βλέμμα του Ραντ. “Δεν μπορώ να κάθομαι και να τον βλέπω να πεθαίνει, αφέντη αλ’Βερ. Πρέπει να κάνω κάτι”. Ο Βάρδος έκανε μια μικρή κίνηση με τα πόδια, σαν να ήθελε να μιλήσει. Ο Ραντ στράφηκε προς το μέρος του με προσμονή. “Έχεις καμιά ιδέα; Θα δοκιμάσω τα πάντα”.

“Απλώς αναρωτιόμουν”, είπε ο Θομ, χτυπώντας τη μακριά πίπα του με τον αντίχειρα, “αν ο δήμαρχος ξέρει ποιος ζωγράφισε το Δόντι του Δράκοντα στην πόρτα του”. Έριξε μια ματιά στο κοίλωμα, όπου έμπαινε ο καπνός, έπειτα κοίταξε τον Ταμ και ξανάσφιξε στα δόντια του τη σβησμένη πίπα αναστενάζοντας. “Φαίνεται πως κάποιος δεν τον συμπαθεί πια. Ή μπορεί να μη συμπαθούν τους καλεσμένους του”.

Ο Ραντ του έριξε ένα βλέμμα αηδίας και ξανακοίταξε τη φωτιά. Οι σκέψεις του χόρευαν σαν τις φλόγες και σαν τις φλόγες εστιάζονταν σε ένα σημείο. Δεν θα τα παρατούσε. Δεν θα καθόταν να βλέπει τον Ταμ να πεθαίνει. Ο πατέρας μου, σκέφτηκε με λύσσα. Ο πατέρας μου. Όταν υποχωρούσε ο πυρετός θα το ξεκαθάριζε κι αυτό. Αλλά πρώτα τον πυρετό. Μα πώς;

Ο Μπραν αλ’Βερ έσφιξε τα χείλη, καθώς κοίταζε την πλάτη του Ραντ και η άγρια ματιά που έριξε στον Βάρδο θα έκανε και μια αρκούδα να αλλάξει γνώμη, αλλά ο Θομ απλώς στάθηκε περιμένοντας, σαν να μην την είχε προσέξει.

“Μάλλον είναι δουλειά κάποιου από τους Κόνγκαρ, ή τους Κόπλιν”, είπε τελικά ο δήμαρχος, “αν και μόνο το Φως ξέρει ποιανού. Είναι μεγάλη φάρα και δεν το έχουν σε τίποτα να κακολογήσουν κάποιον, αν έχει κάνει κάτι, ή ακόμα κι αν δεν έχει κάνει τίποτα. Σε σύγκριση μαζί τους, μέλι τρέχει από το στόμα του Τσεν Μπούι”.

“Το κάρο που ήρθε λίγο πριν χαράξει;” ρώτησε ο Βάρδος. “Δεν είχαν πάρει μυρωδιά τους Τρόλοκ και ήθελαν μόνο να μάθουν πότε θα άρχιζε η Γιορτή, σαν να μην έβλεπαν το μισό χωριό να είναι στάχτες και κούτσουρα”.

Ο αφέντης αλ’Βερ ένευσε βλοσυρά. “Ένα παρακλάδι της οικογένειας. Όμως όλοι είναι σχεδόν ίδιοι. Εκείνος ο βλάκας, ο Νταρλ Κόπλιν, τη μισή νύχτα απαιτούσε να διώξω την κυρά Μουαραίν και τον αφέντη Λαν από το πανδοχείο, από το χωριό, λες και θα είχε απομείνει τίποτα από το χωριό, αν δεν ήταν αυτοί”.

Ο Ραντ δεν πολυπρόσεχε τη συζήτηση, αλλά αυτό τον παρότρυνε να μιλήσει. “Τι έκαναν;”

“Να, έφερε σφαιρικές αστραπές από τον ξάστερο ουρανό, μέσα στη νύχτα”, αποκρίθηκε ο αφέντης αλ’Βερ. “Τις έστειλε κατευθείαν πάνω στους Τρόλοκ. Είδες τα δέντρα που τσακίστηκαν έτσι. Οι Τρόλοκ τα ίδια έπαθαν”.

“Η Μουαραίν;” ρώτησε ο Ραντ δύσπιστα και ο δήμαρχος ένευσε.

“Η κυρά Μουαραίν. Και ο αφέντης Λαν ήταν σίφουνας με το σπαθί του. Τι το σπαθί του, ο άνθρωπος από μόνος του είναι όπλο κι έμοιαζε να είναι την ίδια στιγμή παντού. Κάψε με, μα δεν θα το πίστευα, αν δεν έβγαινα έξω να δω...” Έτριψε τη φαλάκρα του. “Νύχτα του Χειμώνα, μόλις είχαν αρχίσει οι επισκέψεις, τα χέρια μας φορτωμένα δώρα και μελόπιτες και τα κεφάλια μας γεμάτα κρασί, μετά άρχισαν να γρυλίζουν τα σκυλιά και έτσι, ξαφνικά, οι δύο τους βγήκαν σαν τρελοί από το πανδοχείο, άρχισαν να τρέχουν σ’ όλο το χωριό, φώναζαν κάτι για Τρόλοκ. Εγώ σκέφτηκα ότι τα είχαν κοπανήσει. Μα... Τρόλοκ; Ύστερα, πριν καταλάβει κανένας τι γινόταν, αυτά... αυτά τα πλάσματα ήταν στους δρόμους, μαζί μας, έκοβαν ανθρώπους με τα σπαθιά τους, πυρπολούσαν σπίτια, αλυχτούσαν και σου πάγωναν το αίμα”. Έβγαλε ένα ήχο αηδίας από το λαρύγγι του. “Τρέχαμε, σαν κοτόπουλα σε κοτέτσι που μπήκε αλεπού, αλλά μετά ο αφέντης Λαν μας έδωσε λίγο κουράγιο”.

“Μην είσαι τόσο σκληρός”, είπε ο Θομ. “Αναλόγως την κατάσταση τα πήγες μια χαρά. Δεν σκότωσαν αυτοί οι δύο όλους τους οι Τρόλοκ που κείτονται εκεί”.

“Μμμ... ναι, τέλος πάντων”. Ο αφέντης αλ’Βερ τίναξε τους ώμους του. “Πού να το πιστέψει κανείς. Μια Άες Σεντάι στο Πεδίο του Έμοντ. Και ο αφέντης Λαν είναι Πρόμαχος”.

“Άες Σεντάι;” ψιθύρισε ο Ραντ. “Δεν μπορεί. Της μίλησα. Δεν είναι... Δεν...”

“Νόμιζες ότι έχουν ταμπέλες;” είπε πικρόχολα ο δήμαρχος. ““Άες Σεντάι” γραμμένο στην πλάτη, ίσως και “Κίνδυνος, μην Πλησιάζετε”;” Ξαφνικά χαστούκισε το μέτωπό του. “Άες Σεντάι. Είμαι γέρος, βλάκας, και ξεμωραίνομαι. Υπάρχει μια πιθανότητα, Ραντ, αν είσαι πρόθυμος να τη δεχτείς. Δεν μπορώ να σου πω να το κάνεις και δεν ξέρω αν θα είχα το κουράγιο, αν ήμουν στη θέση σου”.

“Μια πιθανότητα;” είπε ο Ραντ. “Θα ρισκάρω τα πάντα, αρκεί να βοηθήσει κάτι”.

“Οι Άες Σεντάι μπορούν να θεραπεύουν, Ραντ. Κάψε με, παλικάρι μου, έχεις ακούσει τις ιστορίες. Μπορούν να θεραπεύσουν κι όταν τα φάρμακα δεν κάνουν τίποτα. Βάρδε, αυτά έπρεπε να τα ξέρεις καλύτερα από μένα. Οι ιστορίες των Βάρδων είναι γεμάτες Άες Σεντάι. Γιατί δεν μιλάς και μ’ αφήνεις να κλαψουρίζω;”

“Είμαι ξένος στα μέρη σας”, είπε ο Θομ, κοιτάζοντας με λαχτάρα τη σβησμένη πίπα του, “και ο νοικοκύρης Κόπλιν δεν είναι ο μόνος που δεν θέλει πάρε-δώσε με τις Άες Σεντάι. Καλύτερα να ήταν δική σου ιδέα”.

“Μια Άες Σεντάι”, μουρμούρισε ο Ραντ, προσπαθώντας να σκεφτεί τι κοινά είχε η γυναίκα που του είχε χαμογελάσει με τις ιστορίες. Η βοήθεια των Άες Σεντάι μερικές φορές ήταν χειρότερη από το να μη σε βοηθά κανείς, έτσι έλεγαν οι ιστορίες, σαν φαρμάκι στην πίτα και τα δώρα τους πάντα είχαν αγκίστρι μέσα, σαν δόλωμα. Ξαφνικά, το νόμισμα στην τσέπη του, το νόμισμα που του είχε δώσει η Μουαραίν, του φάνηκε να είναι αναμμένο κάρβουνο. Του ήρθε να το βγάλει αμέσως από το παλτό του και να το πετάξει από το παράθυρο.

Κανένας δεν θέλει να μπλέξει με τις Άες Σεντάι, παλικάρι μου , είπε αργά ο δήμαρχος. “Είναι η μόνη πιθανότητα που βλέπω, αλλά δεν είναι ελαφριά απόφαση. Δεν μπορώ να σου πω τι να κάνεις, αλλά εγώ μόνο καλά είδα από την κυρά Μουαραίν... τη Μουαραίν Σεντάι, μάλλον έτσι θα έπρεπε να τη λέω. Μερικές φορές” —έριξε μια ματιά με νόημα προς τον Ταμ- “πρέπει να ρισκάρεις, ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες”.

Μερικές από τις ιστορίες λένε κάποιες υπερβολές”, πρόσθεσε ο Θομ, σαν να του έβγαζαν τις λέξεις με το τσιγκέλι. “Κάποιες. Εκτός αυτού, αγόρι μου, τι άλλο μπορείς να κάνεις;”

Τίποτα”, είπε ο Ραντ αναστενάζοντας. Ο Ταμ ακόμα δεν είχε σαλέψει καθόλου· τα μάτια του ήταν βουλιαγμένα, σαν να είχε περάσει μια βδομάδα που ήταν άρρωστος. “Θα... θα πάω να τη βρω”.

Πέρα από τις γέφυρες”, είπε ο Βάρδος, “εκεί που... ξεφορτώνονται τους πεθαμένους Τρόλοκ. Αλλά πρόσεχε, αγόρι μου. Οι Άες Σεντάι ό,τι κάνουν το κάνουν για δικούς τους λόγους και δεν είναι πάντα οι λόγοι που νομίζουν οι άλλοι”.

Στο τέλος είχε υψώσει τη φωνή του, για να τον ακούσει ο Ραντ καθώς έφευγε. Ο Ραντ κρατούσε τη λαβή του σπαθιού, για να μην μπλέκει το θηκάρι στα πόδια του όπως έτρεχε, αλλά δεν θα χασομερούσε για να το βγάλει. Κατηφόρισε τα σκαλιά και βγήκε τρέχοντας από το πανδοχείο, έχοντας ξεχάσει προς στιγμήν την κούραση του. Αν υπήρχε ελπίδα για τον Ταμ, όσο μικρή κι αν ήταν, μπορούσε να αντέξει την κούραση μιας άυπνης νύχτας, τουλάχιστον για λίγο. Το ότι αυτή η πιθανότητα ερχόταν από μια Άες Σεντάι και ποιο θα ήταν το κόστος, δεν ήθελε να το σκέφτεται. Όσο για το να βρεθεί, πραγματικά, πρόσωπο με πρόσωπο με μια Άες Σεντάι... Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να κάνει πιο γρήγορα.

Οι πυρές βρίσκονταν αρκετά πιο πέρα από τα τελευταία σπίτια, προς το βορρά, προς τη μεριά του Δυτικού Δάσους, από το δρόμο προς το Λόφο της Βίγλας. Ο άνεμος έπαιρνε τις μαύρες στήλες του καπνού μακριά από το χωριό, αλλά, ακόμα κι έτσι, μια αηδιαστική γλυκερή βρώμα γέμιζε τον αέρα, σαν ψητό που έχει μείνει πολλές ώρες στη σούβλα. Ο Ραντ ένιωσε αναγούλα με τη μυρωδιά και μετά ξεροκατάπιε, όταν κατάλαβε τι ήταν. Να σε τι θα χρησιμοποιούσαν τις φωτιές του Μπελ Τάιν. Οι άντρες που φρόντιζαν τις φωτιές είχαν δέσει πανιά στη μύτη και το στόμα τους, αλλά οι γκριμάτσες τους έδειχναν καθαρά ότι το ξύδι που μούσκευε τα πανιά δεν αρκούσε. Ακόμα κι αν εξαφάνιζε τη βρώμα, ήξεραν ότι η βρώμα ήταν ακόμα εκεί και ήξεραν τι έκαναν.

Δύο από τους άντρες έλυναν τα γκέμια ενός μεγάλου αλόγου Ντούραν, που ήταν δεμένα στους αστραγάλους ενός Τρόλοκ. Ο Λαν, μισογονατισμένος πλάι στο πτώμα, είχε παραμερίσει την κουβέρτα, αποκαλύπτοντας τους ώμους του Τρόλοκ και το κεφάλι του με την κατσικίσια μουσούδα. Καθώς ο Ραντ έτρεχε, ο Πρόμαχος έβγαλε ένα μεταλλικό διακριτικό, μια σμαλτωμένη τρίαινα, κόκκινη σαν αίμα, από τον ώμο της μαύρης, πλεχτής πανοπλίας του Τρόλοκ.

“Κο’μπαλ”, δήλωσε. Έριξε το διακριτικό στην παλάμη του, έτσι ώστε αυτό αναπήδησε, πιάνοντάς το στον αέρα μ’ ένα γρυλισμό. “Επτά φυλές, ως τώρα”.

Η Μουαραίν, που καθόταν σταυροπόδι στο χώμα, λίγο πιο πέρα, κούνησε το κεφάλι κουρασμένα. Στα γόνατά της είχε ένα ραβδί γεμάτο σκαλισμένες κληματσίδες και λουλούδια και το φόρεμά της είχε τσαλακωμένη εμφάνιση, δείχνοντας πως ήταν πολυφορεμένο. “Επτά φυλές. Επτά! Τόσες ποτέ δεν συνεργάστηκαν μεταξύ τους μετά τους Πολέμους των Τρόλοκ. Όλο άσχημα νέα μαθαίνουμε. Φοβάμαι, Λαν. Νόμιζα πως είχαμε ένα προβάδισμα, αλλά ίσως να είμαστε πολύ πιο πίσω από κάθε άλλη φορά”.

Ο Ραντ την κοίταξε, μην μπορώντας να πει κουβέντα. Μια Άες Σεντάι. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν θα την έβλεπε αλλιώς, τώρα που ήξερε ποια... που ήξερε τι έβλεπε και με έκπληξη ένιωσε πως, πράγματι, δεν έμοιαζε διαφορετική. Δεν έδειχνε τόσο άσπιλη, τώρα που οι τούφες των μαλλιών της πετούσαν δεξιά κι αριστερά και είχε ένα σημάδι καπνιάς στη μύτη, αλλά, επίσης, δεν φαινόταν πραγματικά αλλαγμένη. Ίσως να υπήρχε κάτι σε μια Άες Σεντάι, που να μαρτυρά την ταυτότητά της. Από την άλλη μεριά, αν η εξωτερική της εμφάνιση καθρέφτιζε τον εσωτερικό της κόσμο και, αν οι ιστορίες ήταν αληθινές, τότε θα έπρεπε να μοιάζει περισσότερο με Τρόλοκ παρά με μια κομψή γυναίκα, που διατηρούσε την αξιοπρέπειά της ακόμα κι όταν καθόταν στο χώμα. Και μπορούσε να βοηθήσει τον Ταμ. Όποιο κι αν ήταν το κόστος, πρώτο του μέλημα ήταν ο Ταμ.

Πήρε μια βαθιά ανάσα. “Κυρά Μουαραίν... θέλω να πω, Μουαραίν Σεντάι”. Γύρισαν και οι δύο να τον κοιτάξουν κι αυτός πάγωσε μπροστά στο βλέμμα της. Δεν ήταν το γαλήνιο, χαμογελαστό βλέμμα που θυμόταν ο Ραντ από το Πράσινο. Το πρόσωπό της ήταν κουρασμένο, αλλά τα σκούρα μάτια της ήταν μάτια γερακιού. Άες Σεντάι. Καταστροφείς του Κόσμου. Μαριονετίστες, που τραβούσαν τα νήματα και έκαναν θρόνους και έθνη να χορεύουν, σε σχέδια που ήξεραν μόνο οι γυναίκες της Ταρ Βάλον.

“Λίγο ακόμα φως στο σκοτάδι”, μουρμούρισε η Άες Σεντάι. Ύψωσε τη φωνή της. “Τι όνειρα βλέπεις, Ραντ αλ’Θορ;” Εκείνος την κοίταξε. “Τα όνειρά μου;”

“Μια τέτοια νύχτα φέρνει άσχημα όνειρα, Ραντ. Αν βλέπεις εφιάλτες πρέπει να μου πεις. Μερικές φορές μπορώ να βοηθήσω”. “Δεν έχω κανένα πρόβλημα με... Είναι ο πατέρας μου. Πληγώθηκε. Δεν είναι παρά μια γρατζουνιά, αλλά τον ψήνει ο πυρετός. Η Σοφία δεν βοηθά. Λέει πως δεν μπορεί. Αλλά οι ιστορίες-” Εκείνη ύψωσε το φρύδι, κι αυτός έκανε μια παύση και ξεροκατάπιε. Φως μου, υπάρχει ιστορία με Άες Σεντάι, που να μην τις δείχνει με το μέρος τον κακού; Κοίταξε τον Πρόμαχο, όμως ο Λαν έδειχνε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον πεθαμένο Τρόλοκ, παρά για όσα είχε να πει ο Ραντ. Αμήχανος, μπροστά στο βλέμμα της, συνέχισε λέγοντας, “Εγώ... ε... λένε πως οι Άες Σεντάι ξέρουν να θεραπεύουν. Αν μπορείς να τον βοηθήσεις... ό,τι μπορείς να κάνεις γι’ αυτόν... όποιο κι αν είναι το κόστος... θέλω να πω...” Ανάσανε βαθιά και κατέληξε, μιλώντας γοργά. “Θα πληρώσω οποιοδήποτε τίμημα, αν τον βοηθήσεις. Ό,τι θέλεις”. “Οποιοδήποτε τίμημα”, είπε στοχαστικά η Μουαραίν, μονολογώντας σχεδόν. “Θα μιλήσουμε αργότερα για το αντίτιμο, Ραντ, αν μιλήσουμε για κάτι τέτοιο. Δεν υπόσχομαι τίποτα. Η Σοφία σας ξέρει τι κάνει. Θα κάνω ό,τι μπορώ, αλλά οι δυνάμεις μου δεν φτάνουν για να εμποδίσω τον Τροχό να κυλήσει”.

“Ο θάνατος κάποτε φτάνει σε όλους”, είπε ο Πρόμαχος βλοσυρά, “εκτός αν υπηρετούν τον Σκοτεινό κι αυτό το τίμημα μόνο ανόητοι το πληρώνουν”.

Η Μουαραίν χασκογέλασε. “Μην είσαι τόσο κατσούφης, Λαν. Έχουμε κάποιο λόγο να το γιορτάζουμε. Δεν είναι σπουδαίος λόγος, αλλά υπάρχει”. Στηρίχθηκε στο ραβδί και σηκώθηκε όρθια. “Πήγαινε με στον πατέρα σου, Ραντ. Θα τον βοηθήσω, όσο μπορώ. Πολλοί εδώ αρνήθηκαν κάθε βοήθεια από μένα. Κι αυτοί έχουν ακούσει τις ιστορίες”, πρόσθεσε στεγνά.

“Είναι στο πανδοχείο”, είπε ο Ραντ. “Από δω. Και σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ!”

Τον ακολούθησαν, αλλά προχωρούσε γρήγορα και τους άφησε πίσω. Βράδυνε το βήμα του ανυπόμονα και περίμενε να τον προφτάσουν, ύστερα όρμηξε πάλι μπροστά και έπρεπε πάλι να περιμένει.

“Βιαστείτε, παρακαλώ”, τους παρακίνησε. Τόσο πολύ βιαζόταν να πάει βοήθεια στον Ταμ, που δεν του είχε περάσει από το νου το θράσος που έδειχνε, μιλώντας έτσι σε μια Άες Σεντάι. “Ψήνεται στον πυρετό”.

Ο Λαν τον αγριοκοίταξε. “Δεν βλέπεις ότι είναι κουρασμένη; Ακόμα και με ένα ανγκριάλ, αυτό που έκανε χθες βράδυ ήταν σαν να έτρεχε σ’ όλο το χωριό μ’ ένα σάκο πέτρες στην πλάτη. Δεν ξέρω αν το αξίζεις, βοσκέ, ό,τι κι αν λέει εκείνη”.

Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια και δεν μίλησε.

“Ήρεμα, φίλε μου”, είπε η Μουαραίν. Δίχως να κόψει το βήμα της, άγγιξε τον ώμο του Πρόμαχου. Ο Λαν ορθωνόταν δίπλα της, προστατευτικά, σαν να μπορούσε να της δώσει δύναμη απλώς πλησιάζοντας την. “Το μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς να με φροντίζεις. Γιατί να μην σκέφτεται κι αυτός το ίδιο για τον πατέρα του;” Ο Λαν συννέφιασε, αλλά έμεινε σιωπηλός. “Κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ, Ραντ, σου ορκίζομαι—”

Ο Ραντ δεν ήξερε τι να πιστέψει, τη σκληράδα των ματιών της, ή τη γαλήνη της φωνής της — που έδειχνε εξουσία, μάλλον, παρά πραότητα. Ή ίσως τα δύο να ταίριαζαν. Άες Σεντάι. Τώρα πια είχε δεσμευθεί. Ακολούθησε το βήμα τους και προσπάθησε να μη σκέφτεται ποιο να ήταν το αντίτιμο, για το οποίο θα συζητούσαν αργότερα.

Загрузка...