Ο Ραντ στένεψε τα μάτια και κοίταξε τον κουρνιαχτό που είχε σηκωθεί μπροστά τους, τρεις-τέσσερις στροφές του δρόμου παραπέρα. Ο Ματ ήδη έτρεχε προς το φυσικό φράχτη των θάμνων στο πλάι του δρόμου. Τα φύλλα και τα πυκνά κλαριά των αειθαλών φυτών θα τους έκρυβαν, σαν να ήταν πίσω από πέτρινο τοίχο, αρκεί να έβρισκαν μέρος για να περάσουν από την άλλη μεριά. Το μόνο που υπήρχε στην άλλη πλευρά του δρόμου ήταν, αραιά και πού, οι καφετιοί σκελετοί θάμνων, που έφταναν σε ύψος ως το κεφάλι και πιο πέρα ξεκινούσε ένα χωράφι, που έφτανε στο δάσος μετά από μισό μίλι. Μπορεί να ήταν μέρος αγροκτήματος, που το είχαν εγκαταλείψει πρόσφατα, αλλά δεν πρόσφερε γρήγορη κρυψώνα. Ο Ραντ προσπάθησε να εκτιμήσει την ταχύτητα του σύννεφου της σκόνης και του ανέμου.
Μια ξαφνική σπιλιάδα τίναξε σκόνη ολόγυρά του και έκρυψε τα πάντα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και έσιαξε το απλό, σκούρο κασκόλ, που έκρυβε το στόμα και τη μύτη του. Του το είχε δώσει ένας αγρότης, ένας άνδρας με μακρουλό πρόσωπο και μάγουλα γεμάτα ζάρες από ανησυχία.
“Δεν ξέρω από τι το σκάσατε”, είχε πει, σμίγοντας τα φρύδια με ταραχή, “και δεν θέλω να μάθω. Με καταλαβαίνετε; Η οικογένεια μου”. Έτσι στα ξαφνικά, ο αγρότης είχε βγάλει από την τσέπη του παλτού του δύο μακριά μάλλινα κασκόλ και τους τα είχε δώσει. “Δεν είναι τίποτα, αλλά πάρτε τα. Είναι των αγοριών μου. Έχουν κι άλλα. Δεν με είδατε και δεν με ξέρετε, καταλάβατε; Είναι δύσκολοι καιροί”.
Ο Ραντ είχε το κασκόλ σαν πολύτιμο θησαυρό. Είχε στο νου του έναν κατάλογο με τις καλοσύνες πού τους είχαν κάνει μετά την Ασπρογέφυρα και ήταν μικρός. Του φαινόταν πως δεν θα μάκραινε πολύ.
Ο Ματ έψαχνε γοργά τον ψηλό φράχτη, τραβώντας τα γεμάτα φύλλα κλαριά, με τα μάτια σχεδόν κρυμμένα από το κασκόλ που τύλιγε το κεφάλι του. Ο Ραντ ακούμπησε τη λαβή με το σημάδι του ερωδιού στη ζώνη του, αλλά κατέβασε το χέρι του. Παραλίγο θα προδίδονταν μια φορά που είχαν ανοίξει τρύπα στο φράχτη. Η σκόνη τους πλησίαζε και ήταν ακόμα αρκετά πυκνή. Άρα δεν ήταν ο άνεμος. Τουλάχιστον δεν έβρεχε. Η βροχή έκανε τη σκόνη να κατακαθίζει. Όσο δυνατά κι αν έβρεχε, το πατημένο χώμα του δρόμου ποτέ δεν γινόταν λάσπη, αλλά όταν έβρεχε δεν υπήρχε σκόνη. Η σκόνη ήταν η μόνη τους προειδοποίηση, πριν πλησιάσει κανείς και τους ακούσει. Μερικές φορές δεν προλάβαιναν.
“Εδώ”, είπε ο Ματ χαμηλόφωνα, και χώθηκε στο φράχτη.
Ο Ραντ έτρεξε γρήγορα σε κείνο το σημείο. Κάποιος είχε ανοίξει τρύπα κάποτε. Ο φράχτης, εν μέρει, είχε ξανακλείσει και από απόσταση ενός μέτρου έμοιαζε να είναι στερεός όπως αλλού, αλλά από κοντά υπήρχε μονάχα μια λεπτή κουρτίνα κλαριών. Ο Ραντ, καθώς έμπαινε, άκουσε άλογα να έρχονται. Δεν ήταν ο άνεμος.
Ζάρωσε πίσω από το σχεδόν ακάλυπτο άνοιγμα, σφίγγοντας τη λαβή του σπαθιού του, καθώς οι καβαλάρηδες προχωρούσαν. Πέντε... έξι... επτά. Άνδρες, απλά ντυμένοι, αλλά τα σπαθιά και τα δόρατά τους έδεχναν πως δεν ήταν χωρικοί. Μερικοί φορούσαν δερμάτινες τουνίκες με μεταλλικά καρφιά, και δύο είχαν στρογγυλά ατσαλένια κράνη Ίσως να ήταν φύλακες εμπόρων, που δεν τους είχε προσλάβει ακόμα ο επόμενος πελάτης. Ίσως.
Ένας φύλακας γύρισε αδιάφορα το βλέμμα προς το φράχτη, καθώς περνούσε από το άνοιγμα και ο Ραντ τράβηξε ένα πόντο το σπαθί του. Ο Ματ γύμνωσε τα δόντια σιωπηλά, σαν στριμωγμένος ασβός, μισοκλείνοντας τα μάτια πάνω από το κασκόλ του. Το χέρι του ήταν μέσα στο παλτό του· πάντα έσφιγγε το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ, όταν υπήρχε κίνδυνος. Ο Ραντ δεν ήταν πια σίγουρος αν ήθελε να προστατευτεί ο ίδιος, ή να προστατέψει το εγχειρίδιο με το ρουμπίνι στη λαβή. Τώρα τελευταία ο Ματ έμοιαζε, μερικές φορές, να ξεχνά πως είχε τόξο.
Οι καβαλάρηδες πέρασαν με ήρεμο τροχασμό κι έδειχναν να πηγαίνουν σε συγκεκριμένο προορισμό, αλλά χωρίς μεγάλη βιασύνη. Η σκόνη πέρασε το φράχτη.
Ο Ραντ περίμενε να σβήσει ο ήχος των οπλών και μετά έβγαλε επιφυλακτικά το κεφάλι από την τρύπα. Το σύννεφο της σκόνης ήταν μακριά πιο κάτω στο δρόμο, προς την κατεύθυνση που ακολουθούσαν και οι ίδιοι. Προς τα ανατολικά, ο ουρανός ήταν καθαρός. Βγήκε στο δρόμο, παρακολούθησε το πέπλο της σκόνης να κινείται προς τα δυτικά.
“Δεν έψαχναν εμάς”, είπε, κάπως ανάμεσα σε δήλωση και ερώτηση.
Ο Ματ βγήκε πίσω του, κοίταξε επιφυλακτικά μπρος-πίσω. “Μπορεί”, είπε. “Μπορεί”.
Ο Ραντ δεν είχε ιδέα πώς το εννοούσε, αλλά ένευσε. Μπορεί. Το ταξίδι τους στο Δρόμο του Κάεμλυν δεν είχε αρχίσει μ’ αυτό τον τρόπο.
Πολλές φορές μετά απ’ όταν είχαν φύγει από την Ασπρογέφυρα, ο Ραντ καταλάβαινε πως είχε γυρίσει και κοίταζε το δρόμο πίσω τους. Μερικές φορές τύχαινε να δει κάποιον που του έκοβε την ανάσα, άλλοτε κάποιον ψηλό κι αδύνατο που έτρεχε, άλλοτε έναν κοκαλιάρη ασπρομάλλη σε κάρο πλάι στον οδηγό, μα πάντα έβγαινε πως ήταν πραματευτής, ή αγρότης που πήγαινε στην αγορά, ποτέ ο Θομ Μέριλιν. Η ελπίδα έσβησε, καθώς περνούσαν οι μέρες.
Υπήρχε αρκετή κίνηση στο δρόμο. Υπήρχαν άμαξες και κάρα, έφιπποι και πεζοί. Ταξίδευαν ένας-ένας ή κατά ομάδες, ή σε καραβάνια με πολλές άμαξες εμπόρων, ή καβαλάρηδες παρέα. Δεν φρακάριζαν το δρόμο και συχνά δεν φαινόταν τίποτα, εκτός από τα άφυλλα δέντρα που ακολουθούσαν τη γραμμή του σκληρού χωματόδρομου, αλλά υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι που ταξίδευαν απ’ όσους είχε δει ο Ραντ ποτέ στους Δύο Ποταμούς.
Οι περισσότεροι ταξίδευαν στην ίδια κατεύθυνση με τον Ραντ και τον Ματ, ανατολικά, κατά το Κάεμλυν. Μερικές φορές οι δυο τους έκαναν μέρος της διαδρομής στο κάρο κάποιου αγρότη, ένα μίλι, πέντε μίλια, αλλά πιο συχνά περπατούσαν. Απέφευγαν τους ιππείς· όταν εντόπιζαν έστω κι έναν καβαλάρη από μακριά, τσακίζονταν να βγουν από το δρόμο και να κρυφτούν μέχρι να περάσει. Κανείς δεν φορούσε μαύρο μανδύα και ο Ραντ, πραγματικά, δεν πίστευε πως ένας Ξέθωρος θα τους επέτρεπε να τον δουν να πλησιάζει, αλλά δεν υπήρχε λόγος να το ρισκάρουν. Στην αρχή το μόνο που φοβούνταν ήταν ο Ημιάνθρωπος.
Το πρώτο χωριό μετά την Ασπρογέφυρα έμοιαζε τόσο πολύ με το Πεδίο του Έμοντ, που το βήμα του Ραντ βάρυνε όταν το είδε. Καλαμοσκεπές με αμφικλινείς στέγες, νοικοκυρές με ποδιές, που κουτσομπόλευαν πάνω από τους φράχτες ανάμεσα στα σπίτια τους και παιδιά που έπαιζαν στο λιβάδι του χωριού. Τα μαλλιά των γυναικών έπεφταν στους ώμους τους δίχως πλεξούδες και άλλα μικροπράγματα επίσης ήταν διαφορετικά, μα η γενική εικόνα ήταν σαν το σπίτι τους. Αγελάδες βοσκούσαν στο λιβάδι, χήνες διέσχιζαν το δρόμο κορδωμένες. Τα παιδιά κουτρουβαλούσαν γελώντας στο χώμα, στα σημεία που είχε χαθεί όλο το γρασίδι. Δεν γύρισαν καν να κοιτάξουν τον Ραντ και τον Ματ που περνούσαν. Κάτι ακόμα που ήταν αλλιώτικο. Εδώ οι ξένοι δεν ήταν παράξενο θέαμα· δύο ακόμα δεν άξιζαν δεύτερη ματιά. Τα σκυλιά του χωριού απλώς σήκωσαν το κεφάλι για να μυρίσουν, καθώς οι δυο τους προχωρούσαν· κανένα δεν σάλεψε.
Βράδιαζε καθώς διέσχιζαν το χωριό και ο Ραντ ένιωσε να τον τρώει η νοσταλγία για το σπίτι, καθώς τα φώτα άναβαν στα παράθυρα. Όπως και αν φαίνεται, ψιθύρισε μια φωνούλα στο νου του, δεν είναι η πατρίδα. Ακόμα κι αν μπεις σ’ ένα απ’ αυτά τα σπίτια, δεν θα βρεις εκεί τον Ταμ. Αν ήταν, θα μπορούσες να τον κοπάζεις κατάματα; Τώρα ξέρεις, έτσι δεν είναι; Με εξαίρεση κάτι λεπτομέρειες, όπως το από πού έρχεσαι και ποιος είσαι. Δεν ήταν όνειρα τον πυρετού. Καμπούριασε τους ώμους, προσπαθώντας να διώξει το κοροϊδευτικό γέλιο που ακούστηκε στο κεφάλι του. Και δεν σταματάς εδώ, χλεύασε η φωνή. Όταν δεν είσαι από πουθενά, όλα τα μέρη είναι ίδια και ο Σκοτεινός σε έχει σημαδέψει.
Ο Ματ τον τράβηξε από το μανίκι, αλλά ο Ραντ πήρε το χέρι του και κοίταξε τα σπίτια. Δεν ήθελε να σταματήσει, αλλά ήθελε να τα δει και να τα θυμάται. Μοιάζει τόσο πολύ με το σπίτι σον, αλλά δεν θα το ξαναδείς, ε;
Ο Ματ τον ξανατράβηξε. Το πρόσωπό του ήταν τεταμένο και η επιδερμίδα γύρω από το στόμα και τα μάτια χλωμή. “Έλα”, μουρμούρισε ο Ματ. “Έλα”. Κοίταξε το χωριό, σαν να υποψιαζόταν πως κάτι κρυβόταν εκεί. “Έλα. Ακόμα δεν μπορούμε να σταματήσουμε”.
Ο Ραντ στριφογύρισε επιτόπου, κοιτάζοντας ολόκληρο το χωριό και αναστέναξε. Δεν απείχαν πολύ από την Ασπρογέφυρα. Αν ο Μυρντράαλ μπορούσε να περάσει από το τείχος της Ασπρογέφυρας χωρίς να φανεί, δεν θα δυσκολευόταν καθόλου να ψάξει αυτό το χωριουδάκι. Άφησε τον Ματ να τον παρασύρει στην ύπαιθρο παραπέρα και οι καλαμοσκεπές έμειναν πίσω.
Έψαχναν ακόμα όταν έπεσε η νύχτα και βρήκαν μέρος με το φεγγαρόφωτο, κάτω από μερικούς θάμνους που είχαν ακόμα τα νεκρά φύλλα τους. Γέμισαν τις κοιλιές τους από το παγωμένο νερό ενός ρηχού ρυακιού εκεί κοντά και κουλουριάστηκαν στο χώμα, τυλιγμένοι με τους μανδύες τους, δίχως φωτιά. Η φωτιά θα φαινόταν το κρύο ήταν προτιμότερο.
Ο Ραντ ξυπνούσε συχνά, ταραγμένος από τις αναμνήσεις και, κάθε φορά, άκουγε τον Ματ να μουρμουρίζει και να σαλεύει στον ύπνο του. Δεν είχε δει όνειρο, αυτό θα το θυμόταν, αλλά δεν κοιμόταν καλά. Ποτέ δεν θα ξαναδείς το σπίτι σου.
Δεν ήταν η μόνη νύχτα που περνούσαν, έχοντας μονάχα τους μανδύες τους για προστασία από τον άνεμο και, μερικές φορές, από τη βροχή, που τους έλουζε παγωμένη. Δεν ήταν η μόνη φορά που δειτινούσαν με κρύο νερό και τίποτα άλλο. Οι δυο μαζί είχαν αρκετά νομίσματα για να φάνε μερικές φορές σε πανδοχείο, αλλά ένα κρεβάτι θα τους έπεφτε ακριβό. Τα πράγματα κόστιζαν περισσότερο έξω από τους Δύο Ποταμούς, πιο πολύ σ’ αυτή την όχθη του Αρινέλε παρά στο Μπάερλον. Έπρεπε να φυλάξουν για ώρα ανάγκης τα χρήματα που τους είχαν απομείνει.
Ένα βραδάκι ο Ραντ ανέφερε το εγχειρίδιο με το ρουμπίνι στη λαβή, ενώ προχωρούσαν στο δρόμο. Οι κοιλιές τους ήταν τόσο άδειες, που ούτε καν γουργούριζαν, ο αδύναμος ήλιος έστεκε χαμηλά και το μόνο που φαινόταν για να περάσουν τη νύχτα ήταν πάλι θάμνοι. Σκοτεινά σύννεφα πύκνωναν στον ουρανό, έτοιμα να βρέξουν τη νύχτα. Ο Ραντ ήλπισε να ήταν τυχεροί. Μπορεί να έριχναν απλώς λίγη παγωμένη ψιχάλα.
Έκανε μερικά βήματα ακόμα και μετά κατάλαβε ότι ο Ματ είχε σταματήσει. Σταμάτησε κι αυτός, κούνησε τα δάχτυλά του στις μπότες του. Τουλάχιστον ένιωθε τα πόδια του ζεστά. Χαλάρωσε τα λουριά στους ώμους του. Η τυλιγμένη κουβέρτα του και το μαζεμένο παλτό του Ματ δεν ήταν βαριά, αλλά ακόμα και μερικά κιλά βάραιναν πολύ μετά από αρκετά μίλια πορεία με άδειο στομάχι. “Τι έγινε, Ματ;” είπε.
“Γιατί καίγεσαι τόσο να το πουλήσεις;” ρώτησε επιτακτικά ο Ματ. “Εγώ το βρήκα, στο κάτω-κάτω. Σκέφτηκες καθόλου ότι ίσως θέλω να το κρατήσω; Τουλάχιστον για λίγο. Αν θέλεις να πουλήσεις κάτι, πούλα το παλιόσπαθο!”
Ο Ραντ χάιδεψε τη λαβή με το σήμα του ερωδιού. “Το σπαθί μου το έδωσε ο πατέρας μου. Ήταν δικό του. Δεν θα σου ζητούσα να πουλήσεις κάτι που σου είχε δώσει ο πατέρας σου. Μα το αίμα και τις στάχτες, Ματ, σου αρέσει να πεινάς; Και, τέλος πάντων, αν έβρισκα κάποιον να το πουλήσω, πόσο θα μας έδινε; Τι να το κάνει ένας αγρότης το σπαθί; Μ’ αυτό το ρουμπίνι μπορεί να βγάζαμε αρκετά για να φτάσουμε το Κάεμλυν με άμαξα. Μπορεί και στην Ταρ Βάλον. Και θα τρώγαμε πάντα σε πανδοχείο και θα κοιμόμασταν κάθε βράδυ σε κρεβάτι. Μήπως σου αρέσει να περπατήσουμε το μισό κόσμο και να κοιμόμαστε στο χώμα;” Αγριοκοίταξε τον Ματ κι αυτός του ανταπέδωσε το βλέμμα.
Στάθηκαν έτσι στη μέση του δρόμου, ώσπου ξαφνικά ο Ματ σήκωσε αμήχανα τους ώμους και χαμήλωσε το βλέμμα. “Σε ποιον να το πουλήσω, Ραντ; Ένας αγρότης, αναγκαστικά, θα μας πλήρωνε με κότες· δεν θα μπορούσαμε να αγοράσουμε άμαξα με κότες. Και αν το έδειχνα καν σε κάποιο χωριό που περάσαμε, μάλλον θα έλεγαν ότι το κλέψαμε. Μόνο το Φως ξέρει τι θα γινόταν μετά”.
Μετά από λίγο, ο Ραντ ένευσε απρόθυμα. “Έχεις δίκιο. Το ξέρω. Συγνώμη· δεν ήθελα να σου βάλω τις φωνές. Είναι που πεινάω και τα πόδια μου πονάνε”.
“Και τα δικά μου”. Ξαναπήραν το δρόμο, περπατώντας πιο κουρασμένα απ’ όσο πριν. Ο άνεμος δυνάμωσε, τίναξε σκόνη στα πρόσωπά τους. “Και τα δικά μου”. Ο Ματ έβηξε.
Σε κάποια αγροκτήματα έβρισκαν ένα πιάτο φαΐ και περνούσαν μερικά βράδια μακριά από το κρύο. Οι θημωνιές ήταν, σχεδόν, εξίσου ζεστές μ’ ένα δωμάτιο που είχε τζάκι, τουλάχιστον σε σύγκριση με τον ύπνο κάτω από τους θάμνους. Ακόμα κι όταν δεν υπήρχε μουσαμάς, μπορούσαν να τρυπώσουν μέσα και να μείνουν στα στεγνά, αν η βροχή δεν ήταν πυκνή. Μερικές φορές ο Ματ τολμούσε να κλέψει αυγά και, κάποια φορά, δοκίμασε να αρμέξει αγελάδα, που την είχαν αφήσει δεμένη αφύλαχτη σε ένα χωράφι για να βοσκήσει. Οι περισσότερες αγροικίες όμως είχαν σκυλιά και τα σκυλιά στις αγροικίες φύλαγαν καλά. Ο Ραντ πίστευε πως το να τρέχουν δυο μίλια με τα σκυλιά να γαβγίζουν πίσω τους παραήταν υψηλό τίμημα για δυο-τρία αυγά, ειδικά όταν τα σκυλιά έκαναν ώρες να φύγουν και να τους αφήσουν να κατέβουν από το δέντρο στο οποίο είχαν καταφύγει. Πιο πολύ μετάνιωνε για τις χαμένες ώρες.
Μπορεί του Ραντ να μην του άρεσε, αλλά προτιμούσε να πλησιάζει τα αγροτόσπιτα στ’ ανοιχτά, μέρα-μεσημέρι. Μερικές φορές οι αγρότες ούτως ή άλλως αμολούσαν τα σκυλιά, δίχως να πουν λέξη, επειδή οι φήμες και οι καιροί ήταν τέτοιοι, που όσοι ζούσαν απομονωμένοι ένιωθαν νευρικότητα μπροστά σε ξένους. Αλλά συχνά κατέληγαν να κόβουν ξύλα, ή να κουβαλούν νερό για καμιά ώρα, με αντάλλαγμα ένα πιάτο φαΐ και ένα κρεβάτι, έστω κι αν το κρεβάτι ήταν ένας σωρός άχυρα στον αχυρώνα. Αλλά μια-δυο ώρες που έκαναν αγγαρείες στο φως της μέρας, σήμαιναν ότι μια-δυο ώρες έμεναν στο ίδιο σημείο και ο Μυρντράαλ είχε μια-δυο ώρες περισσότερες για να τους προφτάσει. Μερικές φορές αναρωτιόταν πόσα μίλια την ώρα μπορούσε να κάνει ένας Ξέθωρος. Τσιγκουνευόταν κάθε λεπτό που έχαναν - λιγότερο, βέβαια, όταν καταβρόχθιζε τη σούπα που είχε μαγειρέψει η νοικοκυρά. Και όταν δεν είχαν φαγητό, μπορεί να ήξερε ότι, τουλάχιστον, δεν είχαν σπαταλήσει λεπτό, αλλά αυτό δεν βοηθούσε την άδεια κοιλιά τους. Ο Ραντ δεν μπορούσε να αποφασίσει τι ήταν χειρότερο, να πεινούν, ή να χάνουν το χρόνο τους, αλλά ο Ματ δεν ανησυχούσε μονάχα για την κοιλιά του, ή γι’ αυτόν που τους καταδίωκε.
“Τι ξέρουμε γι’ αυτούς, στο κάτω-κάτω;” ζήτησε να μάθει ο Ματ ένα απόγευμα, εκεί που καθάριζαν τα χωρίσματα σε ένα μικρό αγρόκτημα.
“Μα το Φως, Ματ, τι ξέρουν αυτοί για μας;” Ο Ραντ φτερνίστηκε. Δούλευαν γυμνοί από τη μέση και πάνω· το σώμα τους κολλούσε ιδρώτα και άχυρα και κόκκοι σκόνης από τα άχυρα έπλεαν στον αέρα. “Αυτό που ξέρω είναι ότι θα μας φιλέψουν ψητό αρνί και θα μας δώσουν κανονικό κρεβάτι να κοιμηθούμε”.
Ο Ματ έχωσε το δικράνι στα άχυρα και την κοπριά και με σμιγμένα τα φρύδια λοξοκοίταξε τον αγρότη, που ερχόταν από το πίσω μέρος του αχυρώνα, κρατώντας στο ένα χέρι κουβά και στο άλλο σκαμνί για το άρμεγμα. Ήταν ένας άνδρας με καμπουριασμένους ώμους, επιδερμίδα τραχιά σαν πετσί και αραιά, γκρίζα μαλλιά. Ο αγρότης κοντοστάθηκε, όταν είδε τον Ματ να τον κοιτάζει, έπειτα τράβηξε το βλέμμα και βγήκε γρήγορα από τον αχυρώνα, χύνοντας στη βιασύνη του γάλα από το χείλος του κουβά.
“Κάτι ετοιμάζει, σου λέω”, είπε ο Ματ. “Είδες που δεν ήθελε να με κοιτάξει στα μάτια; Γιατί είναι τόσο καλοί σε δυο περιπλανώμενους που είδαν νια πρώτη φορά στη ζωή τους; Εδώ σε θέλω”.
“Η γυναίκα του είπε ότι της θυμίζουμε τα εγγόνια της. Πάψε να ανησυχείς γι’ αυτούς. Αυτό που πρέπει να μας ανησυχεί είναι πίσω μας. Ελπίζω”.
“Κάτι ετοιμάζει”, μουρμούρισε ο Ματ.
Όταν τελείωσαν, ξεπλύθηκαν στη γούρνα που ήταν μπροστά στο στάβλο, ενώ οι σκιές τους απλώνονταν μακριές στο φως του ήλιου που βασίλευε. Ο Ραντ σκουπίστηκε με το πουκάμισό του, καθώς πλησίαζαν την αγροικία. Ο αγρότης τους αντάμωσε στην πόρτα. Έγερνε στην πολεμική ράβδο του με επιτηδευμένη στάση άνεσης. Πίσω του, η γυναίκα του έσφιγγε την ποδιά στα χέρια και κοίταζε πάνω από τον ώμο του, μασώντας τα χείλια της. Ο Ραντ αναστέναξε· φαινόταν πως δεν τους θύμιζαν πια τα εγγόνια τους.
“Απόψε θα έρθουν να μας δουν τα παιδιά μας”, είπε ο ηλικιωμένος. “Και τα τέσσερα. Το είχα ξεχάσει. Έρχονται και τα τέσσερα. Μεγάλα παλικάρια. Χεροδύναμα. Όπου να ’ναι θα έρθουν. Δεν έχουμε το κρεβάτι που σας είπαμε”.
Η γυναίκα του άπλωσε ένα μικρό μπογαλάκι, δεμένο με πετσέτα. “Πάρτε. Είναι ψωμί, τυρί, τουρσί, αρνάκι. Φτάνει να φάτε κανά-δυο φορές. Πάρτε”. Το όλο ρυτίδες πρόσωπό της τους παρακαλούσε να το πάρουν και να φύγουν.
Ο Ραντ πήρε το δεματάκι. “Ευχαριστώ. Καταλαβαίνω. Έλα, Ματ”.
Ο Ματ τον ακολούθησε, γκρινιάζοντας, ενώ φορούσε το πουκάμισό του. Ο Ραντ σκέφτηκε πως το καλύτερο θα ήταν να προχωρήσουν όσο πιο πολύ μπορούσαν, πριν σταθούν για να φάνε. Ο γερο-αγρότης είχε σκύλο.
Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα. Τρεις μέρες πιο πριν, ενώ δούλευαν, τους είχαν αμολήσει τα σκυλιά. Τα σκυλιά και ο αγρότης και οι δύο γιοι του, που ανέμιζαν στειλιάρια, τους κυνήγησαν ως το Δρόμο του Κάεμλυν και μισό μίλι παραπέρα, πριν σταματήσουν. Ο Ραντ και ο Ματ μόλις που είχαν προλάβει να πάρουν τα πράγματά τους και να τρέξουν. Ο αγρότης κρατούσε τόξο με τραβηγμένο το βέλος με την πλατιά μύτη.
“Μην ξαναγυρίσετε, ακούτε;” τους είχε φωνάξει από πίσω. “Δεν ξέρω τι ετοιμάζετε, αλλά δεν θέλω να ξαναδώ τα ύπουλα τα μάτια σας μπροστά μου!”
Ο Ματ έπιασε το τόξο του κι έκανε να γυρίσει, αλλά τον τράβηξε ο Ραντ. “Τρελάθηκες;” Ο Ματ τον κοίταξε σκυθρωπά, τουλάχιστον όμως συνέχισε να τρέχει.
Ο Ραντ, μερικές φορές, αναρωτιόταν αν άξιζε τον κόπο να σταματούν σε αγροκτήματα. Όσο πιο πολύ προχωρούσαν, τόσο πιο καχύποπτος γινόταν ο Ματ με τους ξένους και τόσο πιο δύσκολα το έκρυβε. Ούτε και ήθελε να το κρύψει. Για την ίδια δουλειά τους έδιναν όλο και λιγότερο φαγητό και μερικές φορές δεν τους πρόσφεραν καν τον αχυρώνα για να πλαγιάσουν. Αλλά τότε ο Ραντ σκέφτηκε μια λύση σε όλα τα προβλήματά τους, ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε, και του ήρθε στη φάρμα των Γκρίνγουελ,
Ο αφέντης Γκρίνγουελ και η γυναίκα του είχαν εννιά παιδιά και το μεγαλύτερο ήταν μια κοπέλα, το πολύ ένα χρόνο μικρότερη από τον Ραντ και τον Ματ. Ο αφέντης Γκρίνγουελ ήταν ένας γεροδεμένος άνδρας και με τόσα παιδιά μάλλον δεν είχε ανάγκη από άλλη βοήθεια, αλλά τους κοίταξε από πάνω ως κάτω, είδε τα βρώμικα από το ταξίδι ρούχα και τις σκονισμένες μπότες και δήλωσε πως πάντα βρισκόταν δουλειά για μερικά χέρια ακόμα. Η κυρά Γκρίνγουελ είπε ότι, αν ήθελαν να φάνε στο τραπέζι τους, δεν θα κάθονταν φορώντας αυτά τα καταλερωμένα ρούχα. Ήταν έτοιμη να βάλει μπουγάδα και μερικά παλιόρουχα του άνδρα της θα τους έρχονταν κουτί για να δουλέψουν. Χαμογέλασε όπως το έλεγε και, για μια στιγμή, του Ραντ του θύμισε την κυρά αλ’Βερ, αν και τα μαλλιά της ήταν κίτρινα- δεν είχε δει άλλοτε μαλλιά με τέτοιο χρώμα. Ακόμα και ο Ματ έδειξε να χαλαρώνει λιγάκι, όταν τον άγγιξε το χαμόγελό της. Η μεγαλύτερη κόρη ήταν κάτι διαφορετικό.
Η Έλσε, μια όμορφη μελαχρινή με μεγάλα μάτια, τους χαμογελούσε πονηρά κάθε φορά που δεν την έβλεπαν οι γονείς της. Ενώ αυτοί μετέφεραν βαρέλια και σακιά με σιτάρι στον στάβλο, εκείνη έγερνε πάνω από την πόρτα ενός χωρίσματος, μασώντας την άκρη της κοτσίδας της και κοιτάζοντας τους. Πιο πολύ κοίταζε τον Ραντ. Εκείνος προσπάθησε να την αγνοήσει, αλλά μετά από μερικά λεπτά έβαλε το πουκάμισο που του είχε δανείσει ο αφέντης Γκρίνγουελ. Ήταν στενό στους ώμους και κοντό, αλλά ήταν καλύτερο από το τίποτα. Η Έλσε γέλασε δυνατά όταν το φόρεσε. Ο Ραντ σκέφτηκε πως αυτή τη φορά δεν θα έφταιγε ο Ματ, όταν θα τους έδιωχναν.
Ο Πέριν θα ήξερε πώς να τα βγάλει πέρα, σκέφτηκε. Κάτι θα έβρισκε να πει και σε λίγο η κοπέλα θα γελούσε με τ’ αστεία του, αντί να κάθεται και να χαζεύει. Μόνο που δεν του ερχόταν τίποτα να πει, κανένα αστείο. Κάθε φορά που κοίταζε προς το μέρος της, εκείνη του έστελνε τέτοιο χαμόγελο, που ο πατέρας της θα ξαμολούσε τα σκυλιά αν το έβλεπε. Κάποια στιγμή, είπε στον Ραντ πως της άρεσαν οι ψηλοί. Όλα τα αγόρια στις γύρω φάρμες ήταν κοντά. Ο Ματ κάγχασε με άσχημο ύφος. Ο Ραντ ευχήθηκε να μπορούσε να πει κάποιο αστείο και προσπάθησε να αφοσιωθεί στο δικράνι του.
Τα μικρότερα παιδιά του φαίνονταν σαν ευλογία. Η επιφυλακτικότητα του Ματ υποχωρούσε όταν γύρω του υπήρχαν παιδιά. Μετά το δείπνο, βολεύτηκαν όλοι μπροστά στο τζάκι. Ο αφέντης Γκρίνγουελ καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα βάζοντας ταμπάκο στην πίπα του και η κυρά Γκρίνγουελ έβγαλε το κουτί με τα σύνεργα της ραπτικής της και πήρε τα πουκάμισά τους, που τα είχε πλύνει. Ο Ματ έβγαλε τα πολύχρωμα μπαλάκια του Θομ και άρχισε να τα παίζει. Αυτό το έκανε μονάχα όταν υπήρχαν παιδιά. Τα παιδιά γέλασαν, όταν υποκρινόταν πως του έπεφταν τα μπαλάκια και τα άρπαζε την τελευταία στιγμή και χειροκρότησαν, βλέποντας τα σιντριβάνια και τα οχτάρια και τον κύκλο που έκανε με έξι μπαλάκια, που, παραλίγο, θα του έπεφταν στ’ αλήθεια. Αλλά το χάρηκαν και ο αφέντης Γκρίνγουελ με την κυρά του ζητωκραύγαζαν δυνατά, σαν τα παιδιά τους. Όταν ο Ματ τελείωσε και έσκυψε, κάνοντας μια υπόκλιση φανταχτερή σαν του Θομ, ο Ραντ έβγαλε από τη θήκη το φλάουτο του Θομ.
Ποτέ δεν έπιανε το όργανο δίχως θλίψη. Όταν άγγιζε τα σπειροειδή ποικίλματά του από χρυσό και ασήμι ένιωθε σαν να άγγιζε τη μνήμη του Θομ. Ποτέ δεν έπιανε την άρπα, παρά μόνο για να δει αν ήταν απείραχτη και στεγνή ―ο Θομ πάντα έλεγε πως η άρπα δεν ήταν για τα αδέξια χέρια ενός αγρστόπαιδου- αλλά, κάθε φορά που κάποιος αγρότης τους επέτρεπε να μείνουν, πάντα έπαιζε ένα σκοπό στο φλάουτο μετά το δείπνο. Ήταν απλώς κάτι παραπανίσιο για να ξεπληρώσει τον αγρότη και ίσως ένας τρόπος για να κρατά ζωντανή την ανάμνηση του Θομ.
Τώρα που ο Ματ είχε δημιουργήσει μια κεφάτη ατμόσφαιρα με τα μπαλάκια, ο Ραντ έπαιξε το “Τρία Κορίτσια στο Λιβάδι”. Ο αφέντης και η κυρά Γκρίνγουελ χτυπούσαν ρυθμικά παλαμάκια και τα πιο μικρά παιδιά χόρευαν τριγύρω, ακόμα και το πιο μικρό αγοράκι, το οποίο μόλις μπορούσε να περπατήσει, που χτυπούσε τα πόδια με το ρυθμό του τραγουδιού. Ο Ραντ ήξερε πως δεν θα κέρδιζε βραβείο στο Μπελ Τάιν, αλλά, μετά τα μαθήματα του Θομ, δεν θα ντρεπόταν να διαγωνιστεί.
Η Έλσε καθόταν σταυροπόδι μπροστά στη φωτιά και, όταν ο Ραντ χαμήλωσε το φλάουτο μετά την τελευταία νότα, έγειρε μπροστά μ’ ένα αργόσυρτα αναστεναγμό και του χαμογέλασε. “Παίζεις τόσο ωραία. Ποτέ δεν άκουσα κάτι τόσο ωραίο”.
Η κυρά Γκρίνγουελ ξαφνικά σταμάτησε να ράβει και έριξε μια ματιά στη θυγατέρα της με το φρύδι υψωμένο, έπειτα κοίταξε εξεταστικά τον Ραντ.
Εκείνος είχε πιάσει τη θήκη για να βάλει το φλάουτο, αλλά κάτω από το βλέμμα της άφησε τη θήκη να πέσει και μαζί παραλίγο θα έπεφτε και το φλάουτο. Αν τον κατηγορούσε ότι έκανε τα γλυκά μάτια στην κόρη της... Απελπισμένος, ξανάφερε το φλάουτο στα χείλη και έπαιξε άλλο ένα τραγούδι και μετά άλλο ένα κι άλλο ένα. Η κυρά Γκρίνγουελ τον κοίταζε συνεχώς. Έπαιξε το “Ο Άνεμος που Σείει την Ιτιά” και το “Ο Γυρισμός από το Πέρασμα του Τάργουιν” και το “Ο Πετεινός της Κυράς Αϋνόρα” και το “Η Γέρικη Μαύρη Αρκούδα”.
Ήταν αργά το βράδυ, όταν τελικά ο αφέντης Γκρίνγουελ σηκώθηκε από την πολυθρόνα, γελώντας πνιχτά και τρίβοντας τα χέρια. “Μπορεί να μη διασκεδάζουμε συχνά έτσι, αλλά τέτοια ώρα έπρεπε να κοιμόμαστε. Εσείς που ταξιδεύετε έχετε δικές σας ώρες, αλλά στη φάρμα οι δουλειές αρχίζουν από το χάραμα. Για να πω την αλήθεια, παλικάρια μου, έχει τύχει να πληρώσω λεφτά σε πανδοχείο για παράσταση που δεν ήταν καλύτερη από τη δικιά σας. Χειρότερη κιόλας”.
“Νομίζω ότι τους αξίζει μια ανταμοιβή, πατέρα”, είπε η κυρά Γκρίνγουελ, καθώς σήκωνε το μικρότερο αγόρι της, που είχε κοιμηθεί από ώρα μπροστά στο τζάκι. “Ο στάβλος δεν είναι μέρος για ύπνο. Ας κοιμηθούν στο δωμάτιο της Έλσε απόψε κι αυτή θα κοιμηθεί μαζί μου”.
Η Έλσε έκανε μια γκριμάτσα. Δεν σήκωσε το κεφάλι της, αλλά ο Ραντ την είδε. Του φάνηκε ότι την είχε δει και η μητέρα της.
Ο αφέντης Γκρίνγουελ ένευσε. “Ναι, ναι, καλύτερα εκεί παρά στον στάβλο. Αν δεν σας πειράζει να κοιμηθείτε δύο σ’ ένα κρεβάτι, δηλαδή”. Ο Ραντ κοκκίνισε· η κυρά Γκρίνγουελ ακόμα τον κοίταζε. “Θα ’θελα να ακούσω κι άλλο φλάουτο. Και να δω να παίζετε τα μπαλάκια. Να σας πω, έχω κάτι δουλίτσες να κάνετε αύριο και—”
“Θα θέλουν να ξεκινήσουν νωρίς, πατέρα”, τον έκοψε η κυρά Γκρίνγουελ. “Το άλλο χωριό που θα βρουν στο δρόμο τους είναι το Άριεν και, αν θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους στο πανδοχείο, θα πρέπει να περπατήσουν όλη μέρα για να φτάσουν πριν νυχτώσει”.
“Ναι, κυρά”, είπε ο Ραντ, “έτσι είναι. Και σ’ ευχαριστώ”.
Τον κοίταξε χαμογελώντας με σφιγμένα χείλη, σαν να ήξερε πολύ καλά πως το ευχαριστώ του δεν ήταν μονάχα για τη συμβουλή της, αλλά για κάτι πέρα από το φαΐ και το ζεστό κρεβάτι.
Όλόκληρη την επόμενη μέρα ο Ματ τον δούλευε για την Έλσε, καθώς προχωρούσαν στο δρόμο. Ο Ραντ πάσχιζε να αλλάξει κουβέντα και το πρώτο που του ερχόταν στο μυαλό ήταν η υπόδειξη να παίξουν στο πανδοχείο. Το πρωί, με την Έλσε να δείχνει μουτρωμένη και την κυρά Γκρίνγουελ να τους κοιτάζει με ύφος που έλεγε πως ευτυχώς τους ξεφορτωνόταν χωρίς να γίνει μεγάλη ζημιά, η ιδέα ήταν ένας τρόπος για να κλείσει το στόμα του Ματ. Όταν έφτασαν στο άλλο χωριό, ήταν κάτι διαφορετικό.
Ενώ σουρούπωνε, μπήκαν στο μοναδικό πανδοχείο του Άριεν και ο Ραντ μίλησε στον πανδοχέα. Έπαιξαν το “Πέραμα του Ποταμού” —που ο πανδοχέας το ονόμαζε “Αγαπημένη Σάρα”— και την αρχή από το “Ο Δρόμος για το Νταν Άριν” και ο Ματ έπαιξε λίγο με τα μπαλάκια και το αποτέλεσμα ήταν ότι εκείνο το βράδυ κοιμήθηκαν σε κρεβάτι και έφαγαν ψητές πατάτες και καυτό βοδινό κρέας. Μπορεί βεβαίως να ήταν το μικρότερο δωμάτιο του πανδοχείου και να βρισκόταν στο πίσω μέρος κάτω από τα πρόστεγα, αλλά ήταν κρεβάτι κάτω από στέγη. Και, κατά τη γνώμη του Ραντ, το καλύτερο ήταν που όλη τη μέρα είχαν ταξιδέψει χωρίς να χάσουν ώρα. Και οι πελάτες του πανδοχείου δεν έδειχναν να ενοχλούνται, που ο Ματ τους κοίταζε καχύποπτα. Μερικοί, μάλιστα, κοιτάζονταν και μεταξύ τους με μισό μάτι. Τέτοιους καιρούς ήταν συνηθισμένη η δυσπιστία απέναντι στους ξένους και στα πανδοχεία πάντα υπήρχαν ξένοι.
Ο Ραντ εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε καλύτερο από κάθε άλλη φορά από τότε που είχαν φύγει από την Ασπρογέφυρα, παρά το ότι μοιραζόταν το ίδιο κρεβάτι με τον Ματ, που όλη τη νύχτα μουρμούριζε. Το πρωί ο πανδοχέας προσπάθησε να τους πείσει να μείνουν κανά-δυο μέρες ακόμα, αλλά, όταν είδε ότι δεν γινόταν τίποτα, φώναξε έναν αγρότη με τσιμπλιασμένα μάτια, που το βράδυ είχε πιει μερικά ποτηράκια παραπάνω και δεν είχε μπορέσει να πάει με το κάρο σπίτι. Μια ώρα μετά, ο Ραντ και ο Ματ ήταν πέντε μίλια ανατολικότερα, ξαπλωμένοι ανάσκελα στα άχυρα του κάρου του Ήζιλ Φόρνεϋ.
Αυτός έγινε ο τρόπος που ταξίδευαν. Με λίγη τύχη κι αν έβρισκαν ένα-δυο κάρα ή άμαξες για να τους πάρουν, σχεδόν πάντα κατάφερναν να φτάσουν στο επόμενο χωριό πριν σκοτεινιάσει. Αν το χωριό είχε περισσότερα από ένα πανδοχεία, τότε οι ιδιοκτήτες τους έκαναν πλειστηριασμό μόλις άκουγαν το φλάουτο του Ραντ και έβλεπαν τον Ματ να παίζει μπαλάκια. Οι δυο μαζί δεν έφτιαχναν έναν κανονικό Βάρδο, αλλά οι πιο πολλοί χωρικοί σπάνια έβλεπαν κάτι καλύτερο. Αν η πολιτειούλα είχε και δεύτερο, ή και τρίτο πανδοχείο, αυτό σήμαινε ότι θα είχαν καλύτερο δωμάτιο, μεγαλύτερες μερίδες και καλύτερο κρέας και, μερικές φορές, κάποια χάλκινα στην τσέπη όταν έφευγαν. Τα πρωινά, σχεδόν πάντα έβρισκαν κάποιον να τους πάρει μαζί του, κάποιον αγρότη, που είχε ξενυχτήσει πίνοντας, κάποιον έμπορο, που τον είχαν διασκεδάσει και δεν τον πείραζε αν θα κάθονταν στο πίσω μέρος της άμαξάς του. Ο Ραντ άρχισε να σκέφτεται πως δεν θα είχαν άλλα προβλήματα πριν το Κάεμλυν. Αλλά μετά έφτασαν στους Τέσσερις Βασιλιάδες.