Και η Σκιά έπεσε στη Γη και ο Κόσμος σείστηκε συθέμελα. Οι ωκεανοί αποτραβήχτηκαν και τα όρη καταβροχθίσθηκαν και τα έθνη σκόρπισαν στις οκτώ άκρες του Κόσμου. Το φεγγάρι ήταν σαν αίμα και ο ήλιος σαν στάχτες. Οι θάλασσες έβρασαν και οι ζωντανοί ζήλεψαν τους νεκρούς. Τα πάντα ρήμαξαν και τα πάντα χάθηκαν, εκτός από τις αναμνήσεις και μια ανάμνηση πάνω απ’ όλες, γι’ αυτόν που έφερε τη Σκιά και το Τσάκισμα του Κόσμου. Κι αυτόν τον ονόμασαν Δράκοντα.
Κι έτσι συνέβη τον καιρό εκείνο, όπως είχε συμβεί πριν και θα συνέβαινε και μετά, το Σκότος κειτόταν πυκνό πάνω στη γη και βάραινε τις καρδιές των ανθρώπων και τα φυτά δεν φύτρωναν και η ελπίδα πέθαινε. Και οι άνθρωποι ανέκραξαν προς τον Δημιουργό, λέγοντας, Ω Φως των Ουρανών, Φως του Κόσμου, ας γεννηθεί από το βουνό ο Επαγγελθείς, όπως λένε οι προφητείες, όπως τις εποχές ας περασμένες και τις εποχές τις μελλούμενες. Ας τραγουδήσει ο Πρίγκιπας του Πρωινού στη γη, για να θεριέψουν τα φυτά και να γεννηθούν αμνοί στις κοιλάδες. Το χέρι του Άρχοντα της Αυγής ας μας προστατέψει από το Σκότος και το μεγάλο σπαθί της δικαιοσύνης ας μας υπερασπιστεί. Ας ξανακαλπάσει ο Δράκοντας στους άνεμους του χρόνου.