52 Δεν Υπάρχει Ούτε Αρχή Ούτε Τέλος

Κατάλαβε τον ήλιο, πρώτα, που ταξίδευε σ’ έναν ανέφελο ουρανό και γέμιζε τα μάτια του, που δεν ανοιγόκλειναν. Έμοιαζε να προχωρά σπασμωδικά, να στέκει μέρες ακίνητος, έπειτα να χιμά μπροστά με μια πινελιά φωτός, να τινάζεται με κραδασμούς προς τον μακρινό ορίζοντα, με τη μέρα να περνά μαζί του. Φως. Αυτό κάτι πρέπει να σημαίνει. Η σκέψη ήταν κάτι το καινούριο. Μπορώ να σκεφτώ. Εγώ να σκεψτώ. Μετά ήρθε ο πόνος, η μνήμη του πυρετού που τον τυραννούσε, οι μώλωπες από τους σπασμούς και που τον έριχναν πέρα-δώθε σαν κούκλα. Και μια βρώμα. Μια λιγδερή καΐλα, που γέμιζε τα ρουθούνια και το κεφάλι του.

Γύρισε από την άλλη μεριά με μύες που πονούσαν, σηκώθηκε στα χέρια και τα γόνατα. Κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει τις λιγδερές στάχτες στις οποίες κειτόταν, στάχτες σκορπισμένες, που σπίλωναν την πέτρα της λοφοκορφής. Μαζί με τα αποκαΐδια υπήρχαν ανακατεμένα κουρέλια από ένα σκουροπράσινο ύφασμα, κομματάκια καμένα στις άκρες που είχαν γλιτώσει από τις φλόγες.

Ο Άγκινορ.

Το στομάχι του ανακατεύτηκε. Προσπάθησε να σκουπίσει τις μαύρες κηλίδες της στάχτης από τα ρούχα του και τινάχτηκε μακριά από τα υπολείμματα του Αποδιωγμένου. Τα χέρια του γλιστρούσαν αδύναμα, χωρίς να προχωρά σχεδόν καθόλου. Προσπάθησε να στηριχτεί και στα δύο χέρια κι έπεσε προς τα μπρος. Ένα απόκρημνο χάσμα πρόβαλε κάτω από το πρόσωπο του, ένα λείο πέτρινο τείχος, που άρχισε να στριφογυρνά μπροστά στα μάτια του, καθώς το βάθος τον καλούσε. Όλα γύριζαν μέσα στο κεφάλι του και έκανε εμετό από το χείλος του γκρεμού.

Τρέμοντας, σύρθηκε πίσω με την κοιλιά, ώσπου μπροστά στα μάτια του υπήρχε μόνο γερός βρόχος και μετά ξάπλωσε ανάσκελα, λαχανιασμένος. Με αρκετή δυσκολία, έβγαλε το σπαθί από τη θήκη. Λίγες στάχτες μόνο έμεναν από το κόκκινο πανί. Τα χέρια του έτρεμαν, όταν το σήκωσε μπροστά στο πρόσωπο του· χρειάστηκε και τα δύο του χέρια για να το σηκώσει. Ήταν μια λεπίδα με το σημάδι του ερωδιού -Το σημάδι του ερωδιού; Ναι. Ο Ταμ. Ο πατέρας μου― αλλά και πάλι ήταν από απλό ατσάλι. Τρεις φορές προσπάθησε με τρεμουλιαστά χέρια για να την ξαναβάλει στο θηκάρι. Ήταν κάτι διαφορετικό. Ή υπήρχε κι άλλο σπαθί

“Το όνομά μου”, είπε μετά από λίγο, “είναι Ραντ αλ’Θορ”. Κι άλλη μια ανάμνηση χτύπησε το κεφάλι του σαν μολυβένια μπάλα και βόγκηξε. “Ο Σκοτεινός”, ψιθύρισε. “Ο Σκοτεινός είναι νεκρός”. Δεν υπήρχε πια λόγος να φυλάγεται. “Ο Σαϊ’τάν είναι νεκρός”. Ο κόσμος φάνηκε να τραντάζεται. Το σώμα του σείστηκε μ’ ένα βουβό γέλιο, ώσπου από τα μάτια του κύλησαν δάκρια. “Ο Σαϊ’τάν είναι νεκρός!” Γέλασε προς τον ουρανό. Άλλες αναμνήσεις. “Εγκουέν!” Αυτό το όνομα σήμαινε κάτι σημαντικό.

Σηκώθηκε όρθιος με πόνο, τρέμοντας σαν ιτιά στον άνεμο, και πέρασε τρεκλίζοντας δίπλα από τις στάχτες του Άγκινορ, χωρίς να τις κοιτάξει. Δεν έχει πια σημασία. Το πρώτο, το απότομο μέρος της πλαγιάς, το κατέβηκε μάλλον πέφτοντας παρά περπατώντας, κουτρουβαλώντας και γλιστρώντας από θάμνο σε θάμνο. Όταν έφτασε σε πιο επίπεδο έδαφος, οι μώλωπές του τον πονούσαν ακόμα περισσότερο, αλλά βρήκε δύναμη να σταθεί, οριακά. Εγκουέν. Άρχισε να τρέχει, σκοντάφτοντας. Φύλλα και πέταλα λουλουδιών έπεφταν και τον έλουζαν, καθώς χωνόταν μέσα στη χαμηλή βλάστηση. Πρέπει να τη βρω. Ποια είναι;

Τα χέρια και τα πόδια του πιο πολύ έμοιαζαν να ανεμίζουν σαν μακριά φύλλα γρασιδιού παρά να πηγαίνουν εκεί που τα ήθελε. Τρεκλίζοντας, έπεσε σε ένα δέντρο, βρόντηξε στον κορμό του, τόσο δυνατά που μούγκρισε. Φύλλα έπεσαν βροχή στο κεφάλι του, καθώς πίεζε το πρόσωπό του στον τραχύ φλοιό και έσφιγγε το δέντρο για να μην πέσει χάμω. Εγκουέν. Άφησε το δέντρο και συνέχισε βιαστικά. Ξαναέγειρε σχεδόν αμέσως, κόντεψε να πέσει, αλλά ανάγκασε τα πόδια του να κάνουν πιο γρήγορα, να τρέξουν προς την κατεύθυνση της πτώσης, έτσι που προχώρησε παραπατώντας με σεβαστή ταχύτητα, ενώ συνεχώς ήταν ένα μόνο βήμα πριν το σημείο να πέσει στα μούτρα του. Η κίνηση έκανε τα πόδια του πιο δεκτικά στις διαταγές του. Βρέθηκε σιγά-οιγά να τρέχει όρθιος, με τα χέρια του να πηγαινοέρχονται και τα μακριά του πόδια να τον κατεβάζουν στο λόφο με άλματα. Βγήκε με ορμή στο ξέφωτο, που τώρα το μισογέμιζε η μεγάλη βελανιδιά που σημάδευε τον τάφο του Θαλερού. Υπήρχε η λευκή πέτρινη αψίδα, που ήταν σημαδεμένη με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, αλλά και ο βαθύς μαυρισμένος λάκκος, όπου η φωτιά και ο αέρας είχαν προσπαθήσει να παγιδέψουν τον Άγκινορ και είχαν αποτύχει.

“Εγκουέν! Εγκουέν, πού είσαι;” Μια όμορφη κοπέλα ύψωσε τα μεγάλα μάτια της· καθόταν γονατιστή κάτω από τα μακριά κλαδιά, με λουλούδια και καφετιά φύλλα βελανιδιάς στα μαλλιά της. Ήταν λεπτή και νέα και φοβισμένη. Ναι, αυτή είναι. Φυσικά. “Εγκουέν, δόξα στο Φως που είσαι καλά”.

Υπήρχαν άλλες δύο γυναίκες μαζί της, η μια με τρομαγμένα μάτια και μακριά πλεξούδα, που είχε ακόμα μερικούς αυγερινούς να τη στολίζουν. Η άλλη κειτόταν ξαπλωμένη, με το κεφάλι στο μαξιλάρι που σχημάτιζαν οι διπλωμένοι μανδύες, ενώ ο δικός της ουρανί μανδύας δεν κατάφερνε να κρύψει το κουρελιασμένο φόρεμα της. Φαίνονταν καμένα σημεία και κοψίματα στο πολυτελές ύφασμα και το πρόσωπό της ήταν χλωμό, αλλά είχε τα μάτια ανοιχτά. Η Μουαραίν. Ναι, η Άες Σεντάι. Και η Σοφία, η Νυνάβε. Και οι τρεις γυναίκες τον κοίταζαν με διαπεραστικό βλέμμα, χωρίς να ανοιγοκλείνουν τα μάτια.

“Είσαι καλά, ε; Εγκουέν Δεν σε πείραξε”. Τώρα μπορούσε να περπατήσει χωρίς να παραπατά —και μόνο που την έβλεπε ήθελε να το ρίξει στο χορό, χωρίς να λογαριάζει τις μελανάδες και τα άλλα — όμως αισθάνθηκε ωραία, όταν κάθισε σταυροπόδι δίπλα τους.

“Δεν τον είδα, μετά απ’ όταν με—” Κοίταζε το πρόσωπό του αβέβαια. “Κι εσύ, Ραντ;”

“Καλά είμαι”. Γέλασε. Άγγιξε το μάγουλό της και αναρωτήθηκε αν είχε φανταστεί την κίνηση που έκανε αυτή, σαν να αποτραβιόταν λιγάκι. “Με λίγη ξεκούραση και θα γίνω περδίκι. Νυνάβε; Μουαραίν Σεντάι;” Τα ονόματα ήταν σαν καινούργια στο στόμα του.

Τα μάτια της Σοφίας ήταν γέρικα, αρχαία στο νεαρό πρόσωπό της, αλλά κούνησε το κεφάλι της. “Μερικές μελανιές”, είπε, κοιτάζοντάς τον συνεχώς. “Η Μουαραίν είναι η μόνη... η μόνη από μας που έπαθε κάτι σοβαρό”.

“Πιο πολύ η περηφάνια μου πληγώθηκε”, είπε εκνευρισμένα η Άες Σεντάι, τραβώντας το μανδύα που είχε για κουβέρτα. Φαινόταν σαν να ήταν άρρωστη καιρό, ή σαν κάποιος να την είχε κακομεταχειριστεί, αλλά, παρά τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, το βλέμμα της ήταν σκληρό και γεμάτο δύναμη. “Ο Άγκινορ ξαφνιάστηκε και θύμωσε που τον συγκράτησα τόση ώρα, αλλά, ευτυχώς, δεν προλάβαινε να ασχοληθεί μαζί μου. Ξαφνιάστηκα κι εγώ που τον κράτησα τόσο. Στην Εποχή των Θρύλων, ο Άγκινορ ήταν σχεδόν ισάξιος στη δύναμη με τον Σφαγέα και τον Ισαμαήλ”.

“Ο Σκοτεινός και όλοι οι Αποδιωγμένοι”, απήγγειλε η Εγκουέν με αχνή, αβέβαια φωνή, “είναι παγιδευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ, παγιδευμένοι από τον Δημιουργό...” Πήρε μια βαθιά, τραχιά ανάσα.

“Ο Άγκινορ και ο Μπάλταμελ πρέπει να ήταν παγιδευμένοι κοντά στην επιφάνεια”. Η Μουαραίν είχε ύφος σαν να το είχε εξηγήσει κι άλλοτε και την ενοχλούσε που τα ξανάλεγε. “Το σφράγιστρο της φυλακής του Σκοτεινού εξασθένισε αρκετά ώστε να ελευθερωθούν. Ας είμαστε ευχαριστημένοι που δεν ελευθερώθηκαν κι άλλοι Αποδιωγμένοι. Αν συνέβαινε αυτό, θα τους είχαμε δει”.

“Δεν έχει σημασία”, είπε ο Ραντ. “Ο Άγκελμαρ και ο Μπάλταμελ είναι νεκροί, το ίδιο και ο Σαϊ’—”

“Ο Σκοτεινός”, τον έκοψε η Άες Σεντάι. Ακόμα και άρρωστη, η φωνή της ήταν σταθερή και τα μαύρα μάτια της επιβάλλονταν. “Καλύτερα να τον αποκαλούμε ακόμα Σκοτεινό. Ή τουλάχιστον Μπα’άλζαμον”.

Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους. “Όπως επιθυμείς. Αλλά είναι νεκρός. Ο Σκοτεινός είναι νεκρός. Τον σκότωσα. Τον έκαψα με...” Τότε τον πλημμύρισαν και οι υπόλοιπες μνήμες κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η Μία Δύναμη. Χειρίστηκα τη Μια Δύναμη. Κανένας άνδρας δεν μπορεί να... Έγλειψε τα χείλη του, που ξαφνικά είχαν στεγνώσει. Μια σπιλιάδα αέρα έκανε τα φύλλα γύρω τους να στροβιλιστούν, αλλά δεν ήταν πιο παγωμένη από την καρδιά του. Τον κοίταζαν, οι τρεις τους. Τον παρακολουθούσαν. Δεν ανοιγόκλειναν καν τα μάτια. Άπλωσε το χέρι στην Εγκουέν και αυτή τη φορά σίγουρα δεν ήταν στη φαντασία του ότι τραβήχτηκε μακριά του. “Εγκουέν;” Γύρισε το πρόσωπό της αλλού και ο Ραντ κατέβασε το χέρι του.

Ξαφνικά τον αγκάλιασε και έγειρε το πρόσωπό της στο στήθος του. “Συγνώμη, Ραντ. Συγνώμη. Δεν με νοιάζει. Ειλικρινά”. Οι ώμοι της τραντάζονταν. Του φάνηκε πως έκλαιγε. Της χάιδεψε αδέξια τα μαλλιά και κοίταξε τις άλλες δύο γυναίκες πάνω από το κεφάλι της.

“Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει”, είπε αργά η Νυνάβε, “αλλά είσαι ακόμα ο Ραντ αλ’Θορ από το Πεδίο του Έμοντ. Αλλά, που το Φως να με βοηθήσει, που το Φως να μας βοηθήσει όλους, είσαι πολύ επικίνδυνος, Ραντ”. Ο Ραντ έκανε ένα μορφασμό μπροστά στο βλέμμα της Σοφίας, που έδειχνε ότι λυπόταν, αλλά και ταυτόχρονα ότι ήδη αποδεχόταν αυτή την απώλεια.

“Τι συνέβη;” είπε η Μουαραίν. “Πες μου τα πάντα!”

Και με το βλέμμα της πάνω του επιτακτικό, της τα είπε. Ήθελε να φύγει, να το συντομέψει, να παραλείψει πράγματα, αλλά τα μάτια της Άες Σεντάι τα έβγαλαν όλα από μέσα του. Δάκρια κύλησαν στο πρόσωπό του όταν μίλησε για την Κάρι αλ’Θορ. Τη μητέρα του. Αυτό το τόνισε. “Είχε τη μητέρα μου. Τη μητέρα μου!” Το πρόσωπο της Νυνάβε έδειξε συμπόνια και πόνο, αλλά το βλέμμα της Άες Σεντάι τον έσπρωξε πιο πέρα, στο σπαθί του Φωτός! στο κόψιμο του μαύρου λώρου και στις φλόγες που κατέφαγαν τον Μπα’άλζαμον. Τα χέρια της Εγκουέν σφίχτηκαν γύρω του, σαν να ήθελε να τον πάρει μακριά από αυτά που είχαν συμβεί. “Αλλά δεν ήμουν εγώ”, κατέληξε. “Το Φως... με παρέσυρε. Δεν ήμουν πραγματικά εγώ. Δεν αλλάζει κάτι μ’ αυτό;”

“Από την αρχή είχα τις υποψίες μου”, είπε η Μουαραίν. “Οι υποψίες όμως δεν είναι απόδειξη. Όταν σου έδωσα το δώρο, το νόμισμα, και έκανα εκείνη την δέσμευση, κανονικά θα έπρεπε να υπακούς πρόθυμα σ’ ό,τι ήθελα, όμως αντιστεκόσουν, αμφισβητούσες. Αυτό μου είπε κάτι, αλλά δεν έφτανε. Το αίμα της Μανέθερεν ήταν πάντα δυνατό και πιο πολύ όταν ο Ήμον πέθανε και η καρδιά της Έλντριν ράγισε. Έπειτα ήταν η Μπέλα”.

“Η Μπέλα;” είπε ο Ραντ. Τίποτα δεν αλλάζει.

Η Άες Σεντάι ένευσε. “Στο Λόφο της Σκοπιάς, η Μπέλα δεν με χρειαζόταν για να διώξω την κούραση της· κάποιος το είχε κάνει ήδη. Εκείνη τη νύχτα μπορούσε να τρέξει πιο γρήγορα και από τον Μαντάρμπ. Έπρεπε να είχα σκεφτεί ποιον είχε στην πλάτη της. Με Τρόλοκ στο κατόπι μας, ένα Ντραγκχάρ πάνω από τα κεφάλια μας και έναν Ημιάνθρωπο, που το Φως μόνο ήξερε πού βρισκόταν, πρέπει να φοβόσουν πολύ ότι η Εγκουέν θα έμενε πίσω από τους άλλους. Χρειαζόσουν κάτι, με τρόπο που δεν είχες χρειαστεί ποτέ κάτι στη ζωή σου και άπλωσες στο ένα πράγμα που μπορούσε να σου το δώσει. Το σαϊντίν”.

Ο Ραντ ανατρίχιασε. Ένιωθε τόσο κρύο που τον πονούσαν τα δάχτυλα “Αν δεν το ξανακάνω ποτέ, αν δεν το ξαναγγίξω ποτέ, δεν θα...” Δεν μπορούσε να το πει. Δεν θα τρελαινόταν. Δεν θα κατέστρεφε τη γη και τους ανθρώπους γύρω του. Δεν θα πέθαινε, σαπίζοντας ζωντανός.

“Ίσως”, είπε η Μουαραίν. “Θα ήταν πολύ ευκολότερο, αν υπήρχε κάποιος να σε διδάξει, αλλά μπορεί να γίνει, με μια ύστατη πράξη βούλησης”.

“Μπορείς να με διδάξεις. Σ£γουρα, θα-” Σταμάτησε, όταν είδε την Άες Σεντάι να κουνά το κεφάλι.

“Μπορεί η γάτα να διδάξει το σκύλο να σκαρφαλώνει σε δέντρα, Ραντ; Μπορεί το ψάρι να μάθει στο πουλί να πετάει; Ξέρω το σαϊντάρ, αλλά δεν μπορώ να σου μάθω τίποτα για το σαϊντίν. Αυτοί που μπορούσαν είναι νεκροί εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Ίσως να είσαι όσο πεισματάρης χρειάζεται, όμως. Ίσως η βούληση σου να είναι αρκετά ισχυρή”.

Η Εγκουέν ανασηκώθηκε, σκουπίζοντας τα κοκκινισμένα μάτια της με τη ράχη της παλάμης. Έδειχνε σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά, όταν άνοιξε το στόμα, δεν βγήκε ήχος. Τουλάχιστον δεν αποτραβιέται. Τουλάχιστον μπορεί να με βλέπει χωρίς να βάζει τις φωνές.

“Οι άλλοι;” ρώτησε ο Ραντ.

“Ο Λαν τους πήρε στο σπήλαιο”, είπε η Νυνάβε. “Ο Οφθαλμός χάθηκε, αλλά υπάρχει κάτι στη μέση της λιμνούλας, μια κρυστάλλινη στήλη και σκαλιά που φτάνουν ως αυτήν. Ο Ματ και ο Πέριν ήθελαν πρώτα να ψάξουν για σένα —το ίδιο και ο Λόιαλ— αλλά η Μουαραίν είπε...” Κοίταξε μπερδεμένη την Άες Σεντάι. Η Μουαραίν της αντιγύρισε γαλήνια το βλέμμα “Είπε ότι δεν έπρεπε να ενοχλήσουμε όσο...”

Ο λαιμός του σφίχτηκε τόσο, που σχεδόν δεν μπορούσε να ανασάνει. Θα γυρίσουν το πρόσωπο άλλον, όπως έκανε η Εγκουέν; Θα ουρλιάξουν και θα τρέξουν σαν να ήμουν Ξέθωρος; Η Μουαραίν μίλησε σαν να μην είχε προσέξει το πρόσωπό του, που είχε ασπρίσει σαν χαρτί.

“Υπήρχε μια τεράστια ποσότητα της Μίας Δύναμης στον Οφθαλμό. Ακόμα και την Εποχή των Θρύλων, λίγοι θα μπορούσαν να διαβιβάσουν αβοήθητοι τόση πολλή χωρίς να σκοτωθούν. Πολύ λίγοι”.

Τους το είπες;” είπε ο Ραντ βραχνά. “Αν το ξέρουν όλοι...”

“Μόνο στον Λαν”, είπε καλοσυνάτα η Μουαραίν. “Πρέπει να το ξέρει. Και στη Νυνάβε και την Εγκουέν, γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που θα γίνουν. Οι άλλοι δεν έχουν ανάγκη, ακόμη”.

“Γιατί όχι;” Το σφίξιμο στο λαρύγγι του έκανε τη φωνή του να βγαίνει τραχιά. “Θα θέλεις να με ειρηνέψεις, ε; Αυτό δεν κάνουν οι Άες Σεντάι στους άνδρες που μπορούν να χειριστούν τη Δύναμη; Τους αλλάζουν έτσι ώστε να μην μπορούν; Τους κάνουν ασφαλείς; Ο Θομ είπε ότι οι άνδρες που έχουν ειρηνευτεί πεθαίνουν, επειδή δεν θέλουν πια να ζήσουν. Γιατί δεν λες ότι θα με πάρεις στην Ταρ Βάλον για να με γαληνέψουν;”

“Είσαι τα’βίρεν”, απάντησε η Μουαραίν. “Ίσως το Σχήμα δεν ξεμπέρδεψε ακόμα μαζί σου”.

Ο Ραντ ανακάθισε. “Στα όνειρα, ο Μπα’άλζαμον είπε ότι η Ταρ Βάλον και η Έδρα της Άμερλιν θα προσπαθούσαν να με χρησιμοποιήσουν. Είπε ονόματα και τώρα τα θυμάμαι. Ραολίν Ντάρκσμπεην και Γκουαίρ Αμαλάσαν. Γιούριαν Στόουνμποου. Ντάβιαν. Λογκαίν”. Πιο δύσκολο του ήταν να πει το τελευταίο. Η Νυνάβε χλόμιασε και η Εγκουέν έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, αλλά ο Ραντ συνέχισε θυμωμένα. “Όλοι τους ψεύτικοι Δράκοντες. Μην πας να το αρνηθείς. Ε λοιπόν, δεν θα με χρησιμοποιήσουν. Δεν είμαι ένα εργαλείο, που μπορείς να το πετάξεις στα σκουπίδια όταν φθαρεί”.

“Όταν ένα εργαλείο είναι φτιαγμένο για συγκεκριμένο σκοπό, δεν είναι ταπεινωτικό να χρησιμοποιηθεί γι’ αυτό το σκοπό” —η φωνή της Μουαραίν ήταν τραχιά σαν τη δική του- “αλλά εκείνος που πιστεύει τον Πατέρα του Ψεύδους ταπεινώνει τον εαυτό του. Λες ότι δεν θα αφήσεις να σε χρησιμοποιήσουν και μετά αφήνεις τον Σκοτεινό να χαράξει την πορεία σου, σαν κυνηγόσκυλο, που το έστειλε ο αφέντης του να κυνηγήσει λαγό”.

Οι γροθιές του σφίχτηκαν, γύρισε το κεφάλι από την άλλη. Αυτό έμοιαζε πολύ με εκείνα που είχε πει ο Μπα’άλζαμον. “Δεν είμαι κυνηγόσκυλο κανενός. Μ’ άκουσες; Κανενός!”

Ο Λόιαλ και οι άλλοι φάνηκαν στην αψίδα και ο Ραντ βιάστηκε να σηκωθεί όρθιος, κοιτάζοντας τη Μουαραίν.

“Δεν θα το μάθουν”, είπε η Άες Σεντάι, “αν δεν δώσει το Σχήμα”.

Οι φίλοι του είχαν πλησιάσει. Ο Λαν προπορευόταν, μοιάζοντας σκληρός όπως πάντα, αλλά και κάπως κουρασμένος. Είχε έναν επίδεσμο της Νυνάβε στους κροτάφους και περπατούσε με μουδιασμένο βήμα. Πίσω του, ο Λόιαλ κουβαλούσε ένα μεγάλο χρυσό κιβώτιο, περίτεχνα δουλεμένο και στολισμένο με ασήμι. Μόνο ένας Ογκιρανός θα μπορούσε να το σηκώσει αβοήθητος. Ο Πέριν αγκάλιαζε ένα μεγάλο πακέτο από διπλωμένο λευκό πανί και ο Ματ κρατούσε στις δυο του χούφτες του κάτι σαν κομμάτια από κάτι κεραμικό.

“Τελικά έζησες”. Ο Ματ γέλασε. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και έδειξε με το κεφάλι τη Μουαραίν. “Δεν μας άφηνε να ψάξουμε για σένα. Είπε. ότι έπρεπε να βρούμε τι έκρυβε ο Οφθαλμός. Εγώ θα πήγαινα, ούτως ή άλλως, αλλά η Νυνάβε και η Εγκουέν πήραν το μέρος της και μ’ έβαλαν να μπω στην αψίδα, σχεδόν με τις κλωτσιές”.

“Τώρα είσαι εδώ”, είπε ο Πέριν, “και δεν φαίνεσαι πολύ ταλαιπωρημένος”. Τα μάτια του δεν έλαμπαν, αλλά τώρα οι ίριδες ήταν ολόκληρες κίτρινες, “Αυτό είναι το σημαντικό. Είσαι εδώ και κάναμε αυτό που ήρθαμε να κάνουμε, ό,τι κι αν ήταν. Η Μουαραίν Σεντάι λέει ότι τελειώσαμε και μπορούμε να φύγουμε. Σπίτι, Ραντ. Που να με κάψει το Φως, πόσο θέλω να πάω σπίτι”.

“Χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό, βοσκέ”, είπε με χοντρή φωνή ο Λαν. “Βλέπω ότι. κράτησες το σπαθί σου. Ίσως τώρα μάθεις να το χρησιμοποιείς”. Ο Ραντ ένιωσε μια ξαφνική συμπάθεια για τον Πρόμαχο· ο Λαν ήξερε, αλλά, τουλάχιστον στην επιφάνεια, δεν είχε αλλάξει τίποτα. Σκέφτηκε πως για τον Λαν, ίσως, ούτε από μέσα δεν είχε αλλάξει τίποτα.

“Πρέπει να πω”, είπε ο Λόιαλ, ακουμπώντας το κιβώτιο κάτω, “ότι το ταξίδι με τους τα’βίρεν αποδείχθηκε ακόμα πιο ενδιαφέρον απ’ όσο περίμενα”. Τα αυτιά του συσπώνταν με βία. “Αν γίνει πιο ενδιαφέρον, θα γυρίσω ευθύς αμέσως στο Στέντιγκ Σανγκτάι, θα ομολογήσω τα πάντα στον Πρεσβύτερο Χάμαν και ποτέ δεν θα ξαναφήσω τα βιβλία μου”. Ξαφνικά ο Ογκιρανός χαμογέλασε πλατιά και το πλατύ του στόμα φάνηκε σαν να άνοιγε το κεφάλι του στα δύο. “Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, Ραντ αλ’Θορ. Ο Πρόμαχος είναι ο μόνος από αυτούς τους τρεις που δείχνει κάποιο ενδιαφέρουν για τα βιβλία, και δεν μιλά. Τι έπαθες; Εμείς τρέξαμε και κρυφτήκαμε στο δάσος, μέχρι που η Μουαραίν Σεντάι έστειλε τον Λαν να μας βρει, αλλά δεν μας άφησε να ψάξουμε για σένα. Γιατί έλειψες τόσο, Ραντ;”

“Αρχισα να τρέχω”, είπε αυτός αργά, “ώσπου έπεσα σε μια πλαγιά και χτύπησα το κεφάλι σε μια πέτρα. Νομίζω ότι κατάφερα να πετύχω όλες τις πέτρες καθώς κουτρουβαλούσα”. Αστό θα εξηγούσε τους μώλωπες του. Κοίταξε την Άες Σεντάι και τη Νυνάβε και την Εγκουέν, αλλά η έκφρασή τους δεν άλλαξε καθόλου. “Όταν συνήρθα, είχα χαθεί και τελικά κατάφερα να ξαναβρεθώ εδώ πέρα. Νομίζω ότι ο Άγκινορ είναι νεκρός, έχει καεί. Βρήκα κάτι στάχτες και κομμάτια του μανδύα του”.

Τα ψέματα ηχούσαν κούφια στα αυτιά του. Δεν καταλάβαινε γιατί οι άλλοι δεν γελούσαν με περιφρόνηση και δεν του ζητούσαν να πει την αλήθεια, αλλά οι φίλοι του ένευσαν, τα δέχθηκαν και μουρμούρισαν λόγια συμπαράστασης, καθώς μαζεύονταν γύρω από την Άες Σεντάι για να της δείξουν τι είχαν βρει.

“Βοηθήστε με να σηκωθώ”, είπε η Μουαραίν. Η Νυνάβε και η Εγκουέν τη σήκωσαν σε καθιστή θέση· ακόμα κι έτσι, έπρεπε να τη στηρίζουν.

“Πώς μπορεί να ήταν αυτά τα πράγματα μέσα στον Οφθαλμό”, είπε ο Ματ, “χωρίς να καταστραφούν σαν τον βράχο;”

“Δεν τοποθετήθηκαν εκεί για να καταστραφούν”, είπε κοφτά η Άες Σεντάι, ενώ παραμέρισε τις υπόλοιπες ερωτήσεις τους σμίγοντας τα φρύδια, καθώς έπαιρνε από τον Ματ τα κομμάτια του αγγείου, που ήταν μαύρα και άσπρα και αστραφτερά.

Του Ραντ του έμοιαζαν να είναι παλιατσαρίες, αλλά η Μουαραίν τα ταίριαξε μ’ επιδεξιότητα στο χώμα πλάι της, σχηματίζοντας έναν τέλειο κύκλο, μεγάλο σαν ανδρικό χέρι. Το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, η Φλόγα της Ταρ Βάλον ενωμένη με το Δόντι του Δράκοντα, μαύρο πλάι σε άσπρο. Για μια στιγμή, η Μουαραίν έμεινε κοιτώντας το, με πρόσωπο ανέκφραστο, έπειτα πήρε το μαχαίρι από τη ζώνη της και το έδωσε στον Λαν, κάνοντας νόημα προς τον κύκλο.

Ο Πρόμαχος ξεχώρισε το πιο μεγάλο κομμάτι, κατόπιν ύψωσε το μαχαίρι ψηλά και το κατέβασε μ’ όλη του τη δύναμη. Μια σπίθα πετάχτηκε, το θραύσμα αναπήδησε με την ορμή του χτυπήματος και η λεπίδα έσπασε μ’ ένα οξύ κρακ. Ο Λαν εξέτασε το σπασμένο κομμάτι που είχε μείνει στη λαβή και το πέταξε κατά μέρος. “Το καλύτερο ατσάλι από το Δάκρυ”, είπε ξερά.

Ο Ματ άρπαξε το θραύσμα και γρύλισε, έπειτα το έδειξε στους άλλους. Πάνω του δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι.

“Κουεντιγιάρ”, είπε η Μουαραίν, “Καρδιόπετρα. Κανένας δεν κατάφερε να το κατασκευάσει μετά την Εποχή των Θρύλων και ακόμα και τότε το κατασκεύαζαν μόνο για τους πιο σημαντικούς σκοπούς. Από τη στιγμή που θα κατασκευαστεί, τίποτα δεν μπορεί να το σπάσει. Ούτε καν και η Μία Δύναμη, που να τη χρησιμοποιεί η σπουδαιότερη Άες Σεντάι που έζησε ποτέ, βοηθούμενη από το πιο ισχυρό σα-ανγκριάλ. Όποια δύναμη κι αν στρέψει κανείς εναντίον της Καρδιόπετρας, απλώς θα την κάνει δυνατότερη”.

“Τότε πώς...;” Ο Ματ με το κομμάτι που κρατούσε έκανε μια χειρονομία προς τα άλλα.

“Αυτή ήταν μια από τις επτά σφραγίδες στη φυλακή του Σκοτεινού”, είπε η Μουαραίν. Ο Ματ πέταξε το κομμάτι, σαν να τον είχε κάψει. Για μια στιγμή, τα μάτια του Πέριν φάνηκαν πάλι σαν να έλαμπαν. Η Άες Σεντάι άρχισε να μαζεύει ήρεμα τα θραύσματα.

“Δεν έχει σημασία πια”, είπε ο Ραντ. Οι φίλοι του τον κοίταξαν παράξενα και ευχήθηκε να είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό.

“Φυσικά”, αποκρίθηκε η Μουαραίν. Όμως έβαλε προσεκτικά όλα τα κομμάτια στο σακίδιό της. “Φέρε μου το κιβώτιο”. Ο Λόιαλ το σήκωσε και το πλησίασε κοντά της.

Ο πεπλατυσμένος κύβος από ασήμι και χρυσό έμοιαζε να είναι συμπαγής, αλλά τα δάχτυλα της Άες Σεντάι ψηλάφισαν τα περίτεχνα στολίδια, πίεσαν, και με ένα ξαφνικό κλικ ένα καπάκι άνοιξε, σαν να είχε ελατήρια. Ένα κουλουριασμένο, χρυσό κέρας φώλιαζε μέσα του. Παρά τη λάμψη του, έμοιαζε απλό μπροστά στο κιβώτιο που το κρατούσε.

Τα μόνα σημάδια ήταν μια γραμμή από ασημένια γραφή, χαραγμένη στην άκρη του ανοίγματος. Η Μουαραίν σήκωσε το κέρας σαν να σήκωνε μωρό. “Αυτό πρέπει να μεταφερθεί στο Ίλιαν”, είπε απαλά.

“Στο Ίλιαν!” Ο Πέριν μούγκρισε. “Αυτό είναι σχεδόν στη Θάλασσα των Καταιγίδων, τόσο νότια από το σπίτι όσο είμαστε βόρεια τώρα”.

“Είναι...” Ο Λόιαλ σταμάτησε για να ξαναβρεί την ανάσα του. “Είναι δυνατόν να...;”

“Ξέρεις να διαβάζεις την Παλιά Γλώσσα;” ρώτησε η Μουαραίν και, όταν εκείνος ένευσε, του έδωσε το κέρας.

Ο Ογκιρανός το έπιασε απαλά σαν κι αυτήν και το χοντρό του δάχτυλο ακολούθησε απαλά τις γραμμές της γραφής. Τα μάτια του γούρλωσαν και ξαναγούρλωσαν και τα αυτιά του στάθηκαν ολόρθα. “Τία μι άβεν Μοριντίν ισάιντε βαντίν”, ψιθύρισε. “Ο τάφος δεν είναι εμπόδιο στο κάλεσμά μου”.

“Το Κέρας του Βαλίρ”. Για πρώτη φορά ο Πρόμαχος φαινόταν πραγματικά ταραγμένος· είχε μια νότα δέους η φωνή του.

Την ίδια στιγμή η Νυνάβε είπε με τρεμάμενη φωνή, “Για να καλέσει τους ήρωες των περασμένων Εποχών από τους νεκρούς για να πολεμήσουν τον Σκοτεινό”.

“Που να καώ!” είπε μαλακά ο Ματ.

Ο Λόιαλ ακούμπησε ευλαβικά το κέρας πάλι στη χρυσή φωλιά του.

“Αρχισα να το ξανασκέφτομαι”, είπε η Μουαραίν. “Ο Οφθαλμός του Κόσμου έγινε για τη μεγαλύτερη ανάγκη που θα αντιμετώπιζε ποτέ ο κόσμος, αλλά φτιάχτηκε για τον τρόπο με τον οποίο... εμείς... τον χρησιμοποιήσαμε, ή μήπως για να φυλά αυτά τα πράγματα; Γρήγορα, το τελευταίο, δείξε το μου”.

Μετά τα πρώτα δύο, ο Ραντ καταλάβαινε την απροθυμία του Πέριν. Ο Λαν και ο Ογκιρανός του πήραν το άσπρο δέμα όταν δίστασε και το ξεδίπλωσαν ανάμεσά τους. Ένα μακρύ, λευκό λάβαρο απλώθηκε και ο αέρας το σήκωσε. Ο Ραντ έμεινε χάσκοντας. Όλο το λάβαρο έμοιαζε μονοκόμματο, ούτε υφασμένο, ούτε βαμμένο, ούτε κεντημένο. Μια μορφή σαν ερπετού, με πορφυρά και χρυσά χρώματα, απλωνόταν από τη μια μεριά ως την άλλη, αλλά είχε φολιδωτά άκρα και τα πόδια του είχαν πέντε μακριά, χρυσά γαμψώνυχα το καθένα και ένα μεγάλο κεφάλι με χρυσή λεοντή και μάτια σαν τον ήλιο. Έμοιαζε να κινείται έτσι όπως ανέμιζε το λάβαρο, με τις φολίδες του να λαμπυρίζουν σαν πολύτιμα μέταλλα και πετράδια, έμοιαζε ζωντανό και του Ραντ του φάνηκε ότι το άκουγε να βρυχάται αγέρωχα.

“Τι είναι;” είπε.

Η Μουαραίν απάντησε αργά, “Το λάβαρο του Άρχοντα του Πρωινού, όταν οδηγούσε τις δυνάμεις του Φωτός εναντίον της Σκιάς. Το λάβαρο του Λουζ Θέριν Τέλαμον. Το λάβαρο του Δράκοντα”. Του Λόιαλ παραλίγο θα του έπεφτε η άκρη που κρατούσε.

“Που να καώ!” είπε αχνά ο Ματ.

“Θα τα πάρουμε μαζί μας όταν φύγουμε”, είπε η Μουαραίν. “Δεν τοποθετήθηκαν εδώ κατά τύχη και πρέπει να μάθω περισσότερα”. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν το σακίδιό της, στο οποίο βρισκόταν τα κομμάτια της θρυμματισμένης σφραγίδας. “Είναι πολύ αργά τώρα για να ξεκινήσουμε. Θα αναπαυτούμε και θα φάμε, αλλά θα φύγουμε νωρίς. Η Μάστιγα είναι ολόγυρά μας, όχι απέναντι, όπως ήταν στη Μεθόριο, και είναι ισχυρή. Χωρίς τον Θαλερό, αυτό το μέρος δεν θα αντέξει πολύ. Αφήστε με κάτω”, είπε στη Νυνάβε και την Εγκουέν. “Πρέπει να αναπαυτώ”.

Ο Ραντ συνειδητοποίησε αυτό που έβλεπε τόση ώρα χωρίς να το προσέχει. Νεκρά, καφετιά φύλλα έπεφταν από τη μεγάλη βελανιδιά. Νεκρά φύλλα σχημάτιζαν στο χώμα ένα πυκνό χαλί που θρόιζε και ανακατεμένα μαζί τους ήταν τα πέταλα, που έπεφταν από χιλιάδες λουλούδια. Όταν ο Θαλερός ήταν ζωντανός συγκρατούσε τη Μάστιγα, μα ήδη η Μάστιγα σκότωνε τα περισσότερα απ’ αυτά που είχε φτιάξει.

“Αυτό ήταν, ε;” ρώτησε τη Μουαραίν. “Τελείωσε”.

Η Άες Σεντάι γύρισε το κεφάλι της στους μανδύες που είχε για μαξιλάρι. Τα μάτια της έμοιαζαν βαθιά, σαν τον Οφθαλμό του Κόσμου. “Κάναμε αυτό που ήρθαμε εδώ να κάνουμε. Από δω και πέρα μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου όπως υφαίνει το Σχήμα. Φάε, ύστερα κοιμήσου, Ραντ αλ’Θορ. Κοιμήσου και ονειρέψου το σπίτι σου”.

Загрузка...