26 Η Ασπρογέφυρα

Όταν, επιτέλους, έσβησε και η τελευταία τρεμάμενη νότα, ο Ματ χαμήλωσε το φλάουτο του Θομ με τις ασημόχρυσες αυλακιές· καταλάβαινε κανείς με αρκετή δυσκολία πως το κομμάτι ήταν το, “Ο Άνεμος που Σείει τις Ιτιές”. Ο Ραντ πήρε τα χέρια από τα αυτιά του. Ένας ναύτης, που τύλιγε ένα σχοινί στο κατάστρωμα εκεί κοντά, άφησε ένα δυνατό στεναγμό ανακούφισης. Για λίγο, οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν το νερό που χτυπούσε το κύτος, το ρυθμικό τρίξιμο των κουπιών και, μερικές φορές, το μουρμούρισμα των ξαρτιών, που τα κουνούσε ο άνεμος, σαν να ήταν χορδές. Ο αέρας φυσούσε κόντρα στην πλώρη του Αφρόνερου και τα άχρηστα πανιά ήταν μαζεμένα.

“Μάλλον θα πρέπει να σε ευχαριστήσω”, μουρμούρισε τελικά ο Θομ Μέριλιν, “που μου έμαθες πόσο αληθινό είναι το παλιό ρητό. Όσο και να προσπαθήσει κανείς, το γουρούνι δεν μαθαίνει φλάουτο”. Ο ναύτης ξέσπασε σε γέλια και ο Ματ σήκωσε το φλάουτο, σαν να ήθελε να του το πετάξει. Ο Θομ άρπαξε σβέλτα το όργανο από τη γροθιά του Ματ και το έβαλε στη σκληρή δερμάτινη θήκη του. “Νόμιζα ότι όλοι οι βοσκοί περνούν την ώρα τους στο κοπάδι, παίζοντας αυλό ή φλάουτο. Καλά να πάθω, όταν πιστεύω κάτι που δεν ξέρω από πρώτο χέρι”.

“Ο Ραντ είναι βοσκός”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. “Αυτός παίζει αυλό, όχι εγώ”.

“Ναι, πράγματι, έχει κάποια ικανότητα. Ίσως πρέπει να ασχοληθούμε με τα μπαλάκια, αγόρι μου. Τουλάχιστον εκεί δείχνεις κάποιο ταλέντο”.

“Θομ”, είπε ο Ραντ, “δεν ξέρω γιατί κουράζεσαι τόσο”. Έριξε μια ματιά στον ναύτη και χαμήλωσε τη φωνή. “Στο κάτω-κάτω, δεν προσπαθούμε να γίνουμε στ’ αλήθεια Βάρδοι. Το κάνουμε μόνο για να κρυφτούμε, μέχρι να βρούμε τη Μουαραίν και τους άλλους”.

Ο Θομ τράβηξε την άκρη του μουστακιού του και φάνηκε να εξετάζει το λείο, σκούρο καφέ δέρμα της θήκης του φλάουτου στα πόδια του. “Κι αν δεν τους βρείτε, μικρέ μου; Δεν ξέρεις καν ότι είναι ζωντανοί”.

“Είναι ζωντανοί”, είπε σταθερά ο Ραντ. Στράφηκε στον Ματ για υποστήριξη, αλλά ο Ματ είχε σμίξει τα φρύδια με δύναμη, το στόμα του ήταν μια λεπτή γραμμή και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο κατάστρωμα. “Μίλα, ντε”, του είπε ο Ραντ. “Δεν μπορεί να θύμωσες τόσο επειδή δεν μπορείς να παίξεις φλάουτο. Ούτε κι εγώ ξέρω να παίζω καλά- Ποτέ άλλοτε δεν ήθελες να ασχοληθείς με το φλάουτο”.

Ο Ματ σήκωσε το βλέμμα, ακόμα συνοφρυωμένος. “Κι αν είναι πεθαμένοι;” είπε με απαλή φωνή. “Πρέπει να δεχτούμε τα γεγονότα, έτσι δεν είναι;”

Εκείνη τη στιγμή ο σκοπός στο κατάρτι φώναξε, “Η Ασπρογέφυρα! Η Ασπρογέφυρα μπροστά μας!”

Ο Ραντ για ένα ατέλειωτο λεπτό κοίταξε κατάματα τον Ματ, μέσα στην φασαρία των ναυτών που ετοιμάζονταν για να δέσουν. Δεν ήθελε να πιστέψει πως ο Ματ θα έλεγε τέτοιο πράγμα με τόση άνεση. Ο Ματ τον αγριοκοίταξε, με το κεφάλι σκυμμένο ανάμεσα στους ώμους. Ο Ραντ ήθελε να πει τόσα πολλά, αλλά δεν μπορούσε να τα βάλει σε λέξεις. Έπρεπε να πιστεύουν πως οι άλλοι ζούσαν. Έπρεπε. Γιατί; του γκρίνιαξε μια φωνή βαθιά στο μυαλό του. Για να τελειώσουν όλα σαν μια από τις ιστορίες τον Θομ; Οι ήρωες βρίσκουν το θησαυρό και νικούν τον κακό και ζουν ευτυχισμένα; Μερικές ιστορίες δεν τελειώνουν έτσι. Μερικές φορές ακόμα και οι ήρωες πεθαίνουν. Είσαι ήρωας, Ραντ αλ’Θορ; Είσαι ήρωας, βοσκέ;

Ξαφνικά ο Ματ κοκκίνισε και τράβηξε το βλέμμα. Ο Ραντ, ξεφεύγοντας από τις σκέψεις του, πετάχτηκε και πλησίασε την κουπαστή μέσα στην ανακατωσούρα. Ο Ματ τον ακολούθησε αργά, χωρίς να κάνει τον παραμικρό κόπο να αποφύγει τους ναύτες που έτρεχαν μπροστά του.

Οι άνδρες του πληρώματος ορμούσαν δεξιά κι αριστερά στο πλοίο, με τα γυμνά τους πόδια να βροντοχτυπούν στο κατάστρωμα, τραβούσαν σχοινιά, έδεναν κάποια ξάρτια και έλυναν άλλα. Κάποιοι ανέβαζαν δερμάτινους σάκους παραγεμισμένους μαλλί, που κόντευαν να σκάσουν, άλλοι ετοίμαζαν παλαμάρια, χοντρά σαν τον καρπό του Ραντ. Παρά τη φούρια τους, δούλευαν με την αυτοπεποίθηση ανθρώπων που τα έχουν κάνει όλα αυτά χιλιάδες φορές, αλλά ο καπετάνιος Ντόμον πηγαινοερχόταν στο κατάστρωμα, φωνάζοντας διαταγές και βλαστημώντας εκείνους που δεν έκαναν όσο γρήγορα ήθελε.

Η προσοχή του Ραντ ήταν όλη στραμμένη σ’ αυτό που βρισκόταν μπροστά, που εμφανιζόταν μπροστά τους, καθώς έστριβαν μια καμπή του Αρινέλε. Είχε ακούσει γι’ αυτό, σε τραγούδια και παραμύθια και ιστορίες πραματευτάδων, αλλά τώρα θα έβλεπε το θρύλο με τα μάτια του.

Η Άσπρη Γέφυρα πετούσε πάνω από το φαρδύ ποτάμι, διπλή στο ύψος από το κατάρτι του Αφρόνερου, μπορεί και παραπάνω, ενώ από τη μια άκρη ως την άλλη έλαμπε, κάτασπρη σαν γάλα στο φως του ήλιου, μαζεύοντάς μέσα της την ανταύγειά του. Αραχνοΰφαντα υποστυλώματα από το ίδιο υλικό χώνονταν στο δυνατό ρεύμα κι έμοιαζαν πολύ αδύναμα για να κρατήσουν το βάρος και το ύψος της γέφυρας. Έμοιαζε μονοκόμματη, σαν να την είχαν σμιλέψει από μια και μόνο πέτρα, ή να την είχε πλάσει χέρι γίγαντα, πλατιά και ψηλή και δρασκέλιζε το ποτάμι με ανάλαφρη χάρη, που έκανε το μάτι να ξεχνά, σχεδόν, το μέγεθός της. Έκανε την πόλη, που απλωνόταν γύρω από το άκρο της στη δυτική όχθη, να φαντάζει μικρή κι ασήμαντη, παρ’ όλο που η Ασπρογέφυρα ήταν πολύ μεγαλύτερη από το Χωράφι του Έμοντ· είχε σπίτια από πέτρα και τούβλο, μεγάλα σαν του Τάρεν Φέρυ και ξύλινες προβλήτες, σαν λεπτά δάχτυλα που τρυπούσαν το ποτάμι. Πλήθος βαρκούλες γέμιζαν τον Αρινέλε, με ψαράδες που έσερναν δίχτυα. Και πάνω απ’ όλα ορθωνόταν και έλαμπε η Ασπρη Γέφυρα.

“Μοιάζει με γυαλί”, μονολόγησε ο Ραντ.

Ο καπετάνιος Ντόμον κοντοστάθηκε δίπλα του και έχωσε τους αντίχειρες στην πλατιά ζώνη του. “Όχι, παλικάρι μου. Ό,τι κι αν είναι, δεν είναι γυαλί. Ακόμα κι όταν βρέχει με το τουλούμι, δεν γλιστράει. Η πιο γερή σμίλη και το πιο δυνατό χέρι δεν έχουν κάνει σημάδι πάνω της”.

“Απομεινάρι από την Εποχή των Θρύλων”, είπε ο Θομ. “Πάντα αυτό πίστευα”.

Ο καπετάνιος γρύλισε σκυθρωπά. “Μπορεί. Αλλά πάντως χρειαζούμενη. Μπορεί να την έφτιαξαν άλλοι. Δεν χρειάζεται να είναι έργο των Άες Σεντάι, που να με φάει η μοίρα μου. Δεν χρειάζεται να είναι τόσο παλιά. Πιάσ’ το γερά, βλάκα!” Άρχισε να τρέχει.

Ο Ραντ την κοίταξε μ’ ακόμα περισσότερο θαυμασμό. Από την Εποχή των Θρύλων. Άρα την είχαν κάνει οι Άες Σεντάι. Γι’ αυτό ένιωθε έτσι ο καπετάνιος Ντόμον, παρά τα όσα έλεγε για τα θαύματα και τα παράξενα του κόσμου. Έργο των Άες Σεντάι. Άλλο να το ακούς, άλλο να το βλέπεις και να το αγγίζεις. Το ξέρεις αυτό, ε; Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι μια σκιά κυμάτισε μέσα στην άσπρη σαν το γάλα κατασκευή. Πήρε το βλέμμα αλλού, κοίταξε τις προβλήτες που πλησίαζαν, αλλά η γέφυρα ακόμα ορθωνόταν στην άκρη του ματιού του.

“Τα καταφέραμε, Θομ”, είπε, ύστερα βίασε τον εαυτό του να γελάσει. “Και χωρίς ανταρσία”.

Ο Βάρδος απλώς γρύλισε και φύσηξε το μουστάκι του, αλλά δύο ναύτες, που ετοίμαζαν ένα καλώδιο εκεί κοντά, αγριοκοίταξαν τον Ραντ και ξανάσκυψαν βιαστικά στη δουλειά τους. Εκείνος έκοψε το γέλιο και προσπάθησε να μην τους ξανακοιτάξει, ενώ το πλοίο έφτανε στην Ασπρογέφυρα.

Το Αφρόνερο ήρθε στριφτά, με μια γαλήνια κίνηση, στην πρώτη προβλήτα, που τα χοντρά καδρόνια της στηρίζονταν σε βαριούς, πισσωμένους πάσσαλους και ακινητοποιήθηκε με μια ανάποδη κίνηση των κουπιών, που έκανε το νερό να αφρίσει γύρω από τις παλάμες τους. Οι κωπηλάτες τα τράβηξαν μέσα και οι ναύτες έριξαν καλώδια στους εργάτες της προκυμαίας, που τα έδεσαν με περίτεχνες κινήσεις, ενώ άλλοι ναύτες έριξαν τους σάκους με το μαλλί στο πλάι, για να μην κάνουν ζημιά οι πάσσαλοι στο σκαρί.

Πριν καν το πλοίο έρθει στα ίσα και δέσει στην προβλήτα, άμαξες φάνηκαν στην άκρη της. Ήταν ψηλές και βερνικωμένες με μαύρο χρώμα που άστραφτε και καθεμιά είχε ένα όνομα γραμμένο στην πόρτα με μεγάλα γράμματα, με χρυσή ή ασημένια μπογιά. Οι επιβάτες των αμαξών ανέβηκαν τρέχοντας μόλις έπεσε η σανιδόσκαλα· ήταν άνδρες με λεία, καθαρά πρόσωπα, που φορούσαν μακριά βελούδινα παλτά και μανδύες με μεταξωτή φόδρα και τον καθένα τους ακολουθούσε ένας απλά ντυμένος υπηρέτης, κουβαλώντας ένα κουτί για χρήματα με σιδερένια δεσίματα.

Πλησίασαν τον καπετάνιο Ντόμον με προσποιητά χαμόγελα, που χάθηκαν, όταν ξαφνικά βρυχήθηκε μπροστά τους. “Εσύ!” Έδειξε μ’ ένα χοντρό δάχτυλο πιο πέρα, σταματώντας επιτόπου τον Φλόραν Γκελμπ. Η μελανάδα, που είχε αφήσει η μπότα του Ραντ στο μέτωπο του Γκελμπ, είχε ξεθωριάσει, αλλά εκείνος ακόμα άγγιζε πού και πού το σημείο για να το θυμάται. “Τελευταία φορά που κοιμήθηκες στη σκοπιά στο πλοίο μου! Και σε κάθε πλοίο, αν μου πέφτει λόγος. Διάλεξε από πού θα κατέβεις ―από τη μεριά της αποβάθρας, ή του ποταμού― αλλά φύγε από το πλοίο μου, τώρα!”

Ο Γκελμπ σήκωσε τους ώμους και τα μάτια του, αστράφτοντας με μίσος, κοίταξαν τον Ραντ και τους φίλους του, ειδικά τον Ραντ, με ένα βλέμμα φαρμακερό. Ο νευρώδης άνδρας κοίταξε ολόγυρά του για να βρει υποστήριξη, αλλά το πρόσωπό του δεν έδειχνε ελπίδα. Ένας-ένας, όλοι οι άνδρες του πληρώματος άφησαν τη δουλειά τους και σηκώθηκαν, αντιγυρίζοντάς του ψυχρά το βλέμμα. Του Γκελμπ του κόπηκαν τα γόνατα, αλλά μετά τους ξανακοίταξε, δυο φορές πιο άγρια απ’ όσο πριν. Μουρμούρισε μια βλαστήμια και όρμησε κάτω, στα καταλύματα του πληρώματος. Ο Ντόμον έστειλε δυο άνδρες στο κατόπι του για να μην κάνει καμιά βρομοδουλειά και τον αποχαιρέτησε μ’ ένα γρύλισμα. Όταν ο καπετάνιος στράφηκε πάλι σ’ αυτούς, οι έμποροι συνέχισαν τα χαμόγελα και τις υποκλίσεις, σαν να μην τους είχε διακόψει.

Με μια λέξη του Θομ, ο Ματ και ο Ραντ μάζεψαν τα υπάρχοντά τους. Κανείς τους δεν είχε πολλά, εκτός από τα ρούχα που φορούσε. Ο Ραντ είχε την κουβέρτα, τα σακίδια της σέλας και το σπαθί του πατέρα του. Κράτησε το σπαθί του για μια στιγμή και τον κατέκλυσε η νοσταλγία, με τόση δύναμη που τα μάτια του έτσουξαν. Αναρωτήθηκε αν θα έβλεπε ποτέ τον Ταμ. Ή το σπίτι του, ίσως; Σπίτι. Όλη σον τη ζωή θα τρέχεις, θα τρέχεις και θα φοβάσαι τα ίδια σον

τα όνειρα. Αναστέναξε σύγκορμος και πέρασε τη ζώνη στη μέση του, πάνω από το παλτό του.

Ο Γκελμπ ξανανέβηκε στο κατάστρωμα, ακολουθούμενος από τις δύο σκιές του. Κοίταζε ευθεία μπροστά του, αλλά ο Ραντ πάλι ένιωθε το μίσος του να βγαίνει σαν κύματα. Με τη ράχη αλύγιστη και το πρόσωπο βλοσυρό, ο Γκελμπ κατέβηκε τη σανιδόσκαλα και χώθηκε στο αραιό πλήθος του μόλου, σπρώχνοντας τον κόσμο. Σ’ ένα λεπτό είχε χαθεί από το βλέμμα του πίσω από τις άμαξες των εμπόρων.

Δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι στο μόλο κι αυτοί οι λίγοι ήταν απλά ντυμένοι εργάτες, ψαράδες που μπάλωναν δίχτυα και μερικοί κάτοικοι της πόλης, που είχαν έρθει για να δουν το πρώτο πλοίο της χρονιάς, που είχε κατέβει από τη Σαλδαία. Υπήρχαν κοπέλες, αλλά καμιά δεν ήταν η Εγκουέν και πουθενά δεν φαινόταν η Μουαραίν, ο Λαν, ή κάποιος απ’ αυτούς που πρόσμενε ο Ραντ.

“Μπορεί να μην κατέβηκαν στο μόλο”, είπε.

“Μπορεί”, απάντησε κοφτά ο Θομ. Σήκωσε στη ράχη τις θήκες των οργάνων του με προσοχή. “Εσείς οι δύο να έχετε το νου σας για τον Γκελμπ. Θα κάνει φασαρία, αν μπορέσει. Θέλουμε να περάσουμε από την Ασπρογέφυρα τόσο ήσυχα, που όταν θα φύγουμε, πέντε λεπτά αργότερα να μην μας θυμάται κανένας”.

Οι μανδύες τους ανέμιζαν στον αέρα, καθώς προχωρούσαν προς τη σανιδόσκαλα. Ο Ματ είχε το τόξο περασμένο διαγώνια στο στήθος του. Ακόμα και μετά τις μέρες που είχαν περάσει στο πλοίο, μερικοί ναύτες το κοίταξαν πάλι· τα δικά τους τόξα ήταν κοντά.

Ο καπετάνιος Ντόμον άφησε τους εμπόρους για να βρει τον Θομ στη σανιδόσκαλα.

“Με αφήνεις τώρα, Βάρδε; Δεν αλλάζεις γνώμη; Τραβάω για το Ίλιαν, όπου ο κόσμος τιμά και σέβεται τους Βάρδους. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος στον κόσμο για την τέχνη σου. Θα φτάσουμε πριν τη Γιορτή του Σέφαν. Οι διαγωνισμοί, ξέρεις. Εκατό χρυσά μάρκα σε όποιον εξιστορήσει καλύτερα το Μεγάλο Κυνήγι τον Κέρατος”,

“Σπουδαίο βραβείο, καπετάνιε”, απάντησε ο Θομ, υποκλινόμενος μεγαλοπρεπώς και ανεμίζοντας περίτεχνα το μανδύα του, με τρόπο που έκανε τα μπαλώματα να πεταρίσουν, “και σπουδαίοι αγώνες, που δικαίως παρασύρουν τραγουδιστές απ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά”, πρόσθεσε ξερά, “φοβάμαι πως η τσέπη μας δεν αντέχει τις τιμές που ζητάς”.

“Α, ναι, τώρα που το λες...” Ο καπετάνιος έβγαλε ένα δερμάτινο πουγκί από την τσέπη του παλτού του και το πέταξε στον Θομ. Το πουγκί κουδούνισε, όταν εκείνος το έπιασε. “Τα ναύλα πίσω και κάτι ακόμα. Η ζημιά δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο νόμιζα και δούλεψες με το παραπάνω για τα ναύλα σου, με τις ιστορίες και την άρπα σου. Ίσως μπορέσω να σου δώσω άλλα τόσα, αν μείνεις στο πλοίο ως τη Θάλασσα των Καταιγίδων. Και μπορώ να σε κατεβάσω στο Ίλιαν. Εκεί ένας καλός Βάρδος μπορεί να κάνει την τύχη του, ακόμα και χωρίς τους αγώνες”.

Ο Θομ κοντοστάθηκε, ζυγίζοντας το πουγκί στην παλάμη του, αλλά μίλησε ο Ραντ. “Θα συναντήσουμε φίλους εδώ πέρα, καπετάνιε, και θα πάμε μαζί στο Κάεμλυν. Θα δούμε άλλοτε το Ίλιαν”.

Ο Θομ στράβωσε το στόμα του πικρόχολα, ύστερα φύσηξε τα μακριά μουστάκια του και έχωσε το πουγκί στην τσέπη του. “Ίσως, αν οι άνθρωποι που θα συναντήσουμε δεν είναι εδώ, καπετάνιε”.

“Εντάξει”, είπε ξινά ο Ντόμον. “Σκέψου το. Κρίμα που δεν μπορώ να κρατήσω τον Γκελμπ στο πλοίο για να βγάζουν οι άλλοι το θυμό τους πάνω του, όμως ό,τι λέω το κάνω. Μάλλον θα πρέπει να τους έχω πιο λάσκα τώρα, έστω κι αν κάνουμε τριπλάσιο χρόνο από το κανονικό για να φτάσουμε στο Ίλιαν. Τέλος πάντων, μπορεί εκείνοι οι Τρόλοκ στ’ αλήθεια να κυνηγούσαν εσάς τους τρεις”,

Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια, αλλά έμεινε σιωπηλός, όμως ο Ματ δεν έδειξε την ίδια προσοχή.

“Γιατί νομίζεις πως δεν μας κυνηγούσαν;” ζήτησε να μάθει. “Ήθελαν τον ίδιο θησαυρό που ψάχναμε κι εμείς”.

“Μπορεί”, είπε ο καπετάνιος, χωρίς να δείχνει ότι είχε πειστεί. Πέρασε τα χοντρά του δάχτυλα μέσα από τη γενειάδα του, έπειτα έδειξε την τσέπη, στην οποία είχε βάλει το πουγκί ο Θομ. “Τα διπλά απ’ αυτά αν έρθεις, για να ξεοκάνε οι άνδρες από τη σκληρή δουλειά. Σκέψου το. Σαλπάρω με το πρώτο φως της αυγής”. Έστριψε ακαριαία και ξαναπήγε στους εμπόρους απλώνοντας τα χέρια, καθώς ζητούσε συγνώμη που τους καθυστερούσε.

Ο Θομ ακόμα δίσταζε, ο Ραντ όμως τον έσπρωξε στη σανιδόσκαλα, χωρίς να του δώσει ευκαιρία για αντιρρήσεις και ο Βάρδος αφέθηκε να τον οδηγήσει. Ένα μουρμουρητό διέτρεξε τον κόσμο στην αποβάθρα, όταν είδαν το μπαλωμένο μανδύα του Θομ και μερικοί ρώτησαν να μάθουν πού θα έπαιζε. Σιγά που θα περνούσαμε απαρατήρητοι, σκέφτηκε ο Ραντ με απελπισία. Ως το ηλιοβασίλεμα όλη η Ασπρογέφυρα θα μάθαινε ότι είχε έρθει Βάρδος στην πόλη. Βίασε τον Θομ να πάει πιο γρήγορα και εκείνος, βυθισμένος στη σιωπή και την κατήφεια, δεν προσπάθησε καν να σταματήσει για να απολαύσει την προσοχή του πλήθους.

Οι οδηγοί των αμαξών κοίταξαν τον Θομ με ενδιαφέρον από τα ψηλά καθίσματά τους, προφανώς, όμως, η αξιοπρέπεια της θέσης τους δεν τους επέτρεπε να κραυγάσουν. Ο Ραντ, μην έχοντας ιδέα πού θα πήγαιναν, έστριψε στο δρόμο που ακολουθούσε το ποτάμι και περνούσε κάτω από τη γέφυρα.

“Πρέπει να βρούμε τη Μουαραίν και τους άλλους”, είπε. “Και γρήγορα. Έπρεπε να είχαμε σκεφτεί να αλλάξουμε το μανδύα του Θομ.”.

Ο Θομ ξαφνικά τινάχτηκε και σταμάτησε απότομα. “Κάποιος πανδοχέας θα μπορούσε να μας πει αν είναι εδώ, ή αν πέρασαν από την πόλη. Ο σωστός πανδοχέας. Αυτοί ξέρουν όλα τα νέα και τα κουτσομπολιά. Αν δεν είναι εδώ...” Το βλέμμα του ταξίδεψε από τον Ραντ στον Ματ και αντιστρόφως. “Εμείς οι τρεις πρέπει να μιλήσουμε”. Ξεκίνησε με κατεύθυνση προς την πόλη, με τον μανδύα του να ανεμίζει γύρω από τους αστραγάλους του, φεύγοντας από το ποτάμι. Ο Ραντ και ο Ματ αναγκάστηκαν να ανοίξουν το βήμα για να τον προλάβουν.

Η πλατιά, κατάλευκη αψίδα, που έδινε στην πόλη το όνομά της, δέσποζε πάνω από την Ασπρογέφυρα, τόσο από μακριά όσο και από κοντά, αλλά από τη στιγμή που ο Ραντ βρέθηκε στους δρόμους, συνειδητοποίησε ότι η πόλη ήταν εξίσου μεγάλη με το Μπάερλον, αν και δεν είχε τόση κοσμοσυρροή. Στους δρόμους περνούσαν μερικά κάρα, που τα έσερνε άλογο ή βόδι, ή γαϊδούρι, ή άνθρωπος, αλλά δεν υπήρχαν άμαξες. Αυτές, μάλλον, ανήκαν όλες στους εμπόρους και είχαν μαζευτεί στην αποβάθρα.

Μαγαζιά κάθε λογής γέμιζαν τους δρόμους και πολλοί από τους ιδιοκτήτες δούλευαν μπροστά στα καταστήματά τους, κάτω από τις πινακίδες που τις κουνούσε ο αέρας. Οι δύο νεαροί πέρασαν μπροστά από έναν άνδρα που γάνωνε κατσαρόλες και έναν ράφτη, που είχε βγάλει ένα τόπι ύφασμα στο φως για να το δει ο πελάτης. Ένας παπουτσής, που καθόταν στην πόρτα του, χτυπούσε με το σφυρί τη φτέρνα μιας μπότας. Πλανόδιοι διαλαλούσαν ότι ακόνιζαν μαχαίρια και ψαλίδια, ή προσπαθούσαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των περαστικών για τα φρούτα και τα λαχανικά που είχαν στους λερωμένους δίσκους τους, αλλά η ανταπόκριση πάντα ήταν μικρή. Τα καταστήματα που πουλούσαν τρόφιμα είχαν την ίδια θλιβερή όψη που θυμόταν ο Ραντ από το Μπάερλον. Ακόμα και οι ιχθυοπώλες είχαν να δείξουν μονάχα μικρούς σωρούς από ψαράκια, παρά τις τόσες βάρκες στο ποτάμι. Οι καιροί ακόμα δεν ήταν δύσκολοι, όμως όλοι καταλάβαιναν τι τους περίμενε, αν ο καιρός δεν άλλαζε σύντομα και τα πρόσωπα που δεν είχαν τα φρύδια σμιγμένα με ανησυχία έμοιαζαν να ατενίζουν κάτι αθέατο, κάτι δυσάρεστο.

Εκεί που κατέληγε η Ασπρογέφυρα, στο κέντρο της πόλης, υπήρχε μια μεγάλη πλατεία, με πέτρες που τις είχαν φθείρει γενιές ολόκληρες από πόδια και τροχούς αμαξών. Υπήρχαν πανδοχεία σ’ όλη την πλατεία και μαγαζιά και ψηλά σπίτια από κόκκινα τούβλα, με πινακίδες με τα ίδια ονόματα που είχε δει ο Ραντ στις άμαξες της αποβάθρας. Ο Θομ χώθηκε σ’ ένα απ’ αυτά τα πανδοχεία, διαλέγοντάς το, φαινομενικά, στην τύχη. Η πινακίδα πάνω από την πόρτα, που σάλευε στον αέρα, έδειχνε στη μια μεριά έναν άνδρα, που περπατούσε με ένα μπόγο στην πλάτη, στην άλλη μεριά τον ίδιο άνδρα με το κεφάλι σε μαξιλάρι και ανήγγειλε Το Ξαπόσταμα του Στρατοκόπου.

Η κοινή αίθουσα ήταν άδεια, με μόνη εξαίρεση τον χοντρό πανδοχέα, που έβγαζε μπύρα από ένα βαρέλι και δύο άνδρες με τραχιά εργατικά ρούχα σε ένα τραπέζι στο βάθος, που κοίταζαν σκυθρωπά τα ποτήρια τους. Μόνο ο πανδοχέας σήκωσε το βλέμμα, όταν μπήκαν. Ένας τοίχος, που έφτανε σε ύψος ώμου, χώριζε τη αίθουσα στα δύο, μπρος και πίσω, με τραπέζια και τζάκια που μούγκριζαν και στις δύο πλευρές. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αφηρημένα, αν όλοι οι πανδοχείς ήταν χοντροί και έχαναν τα μαλλιά τους.

Ο Θομ έτριψε τα χέρια ζωηρά και σχολίασε το όψιμο κρύο στον πανδοχέα που πλησίασε, παράγγειλε καυτό κρασί με καρυκεύματα, ύστερα πρόσθεσε χαμηλόφωνα, “Υπάρχει μέρος για να μιλήσουμε εγώ και οι φίλοι μου χωρίς να μας ενοχλούν;”

Ο πανδοχέας έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού το χαμηλό τοίχο. “Το μόνο που έχω είναι η άλλη μεριά, εκτός αν θέλετε να πάρετε δωμάτιο. Για τους ναύτες που έρχονται από το ποτάμι. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι μισοί του πληρώματος έχουν έχθρα με τους άλλους μισούς. Δεν θέλω να μου διαλύσουν το μαγαζί με τους καυγάδες τους, γι’ αυτό τους κρατώ χωριστά”. Όσο μιλούσε, κοίταζε το μανδύα του Θομ και τώρα έγειρε το κεφάλι με ένα πονηρό βλέμμα. “Θα μείνεις; Καιρό έχει να έρθει Βάρδος. Ο κόσμος θα πληρώσει καλά λεφτά για να ξαλαφρώσει λιγάκι. Θα σου κόψω κάτι από το λογαριασμό για το δωμάτιο και το φαγητό σου”.

Απαρατήρητοι, σκέφτηκε δύσθυμα ο Ραντ.

“Είσαι πολύ γενναιόδωρος”, είπε ο Θομ, με μια κομψή υπόκλιση. “Ίσως δεχτώ την προσφορά σου. Προς το παρόν, όμως, θέλουμε να μείνουμε μόνοι”.

“Θα φέρω το κρασί σας. Έχει καλά λεφτά εδώ για τους Βάρδους”.

Τα τραπέζια στην άλλη πλευρά του τοίχου ήταν άδεια, αλλά ο Θομ διάλεξε ένα που ήταν ακριβώς στη μέση του χώρου. “Για να μην στήσει αυτί κανείς χωρίς να τον καταλάβουμε”, τους εξήγησε. “Τον ακούσατε αυτόν; Θα κόψει κάτι από το λογαριασμό. Μα, εγώ και μόνο με το να κάθομαι εδώ θα του φέρω διπλή πελατεία. Ο έντιμος πανδοχέας δίνει στον Βάρδο στέγη και φαγητό και βάζει και κάτι από πάνω”.

Το γυμνό τραπέζι δεν ήταν πολύ καθαρό και το πάτωμα είχαν μέρες να το σκουπίσουν, αν όχι βδομάδες. Ο Ραντ κοίταξε γύρω του κι έκανε μια γκριμάτσα. Ο αφέντης αλ’Βερ δεν θα άφηνε το πανδοχείο του να βρωμίσει τόσο, ακόμα και αν χρειαζόταν να σηκωθεί άρρωστος από το κρεβάτι για να το φροντίσει. “Το μόνο που θέλουμε είναι μερικές πληροφορίες. Το θυμάσαι;”

“Γιατί εδώ;” ζήτησε να μάθει ο Ματ. “Περάσαμε άλλα πανδοχεία, που φαίνονταν πιο καθαρά”.

“Ευθεία από τη γέφυρα”, είπε ο Θομ, “είναι ο δρόμος για το Κάεμλυν. Όποιος περνάει από την Ασπρογέφυρα έρχεται από αυτή την πλατεία, εκτός αν πάει από το ποτάμι και ξέρουμε ότι οι φίλοι σας δεν πήγαν από κει. Αν δεν μάθουμε τίποτα γι’ αυτούς εδώ, τότε δεν υπάρχει τίποτα. Αφήστε εμένα να μιλήσω. Θέλει προσοχή”.

Τότε εμφανίστηκε ο πανδοχέας, κρατώντας στο ένα χέρι τρία χτυπημένα κασσιτερένια ποτήρια από τη λαβή. Ο χοντρός τίναξε μια πετσέτα προς το τραπέζι, δήθεν ότι σκούπιζε, άφησε τα ποτήρια και πήρε τα λεφτά του Θομ. “Αν μείνεις, δεν θα πληρώνεις το ποτό σου. Έχουμε καλό κρασί”.

Το χαμόγελο του Θομ δεν έφτασε ως τα μάτια του. “Θα το σκεφτώ, πανδοχέα. Τι νέα υπάρχουν; Λείπαμε και δεν ακούσαμε τίποτα”.

“Μεγάλα νέα, να τι. Μεγάλα νέα”.

Ο πανδοχέας έριξε την πετσέτα στον ώμο του και πήρε μια καρέκλα. Σταύρωσε τα χέρια του και τα στήριξε στο τραπέζι, βολεύτηκε αναστενάζοντας βαθιά και είπε τι ανακούφιση ένιωθε, που, επιτέλους, καθόταν να ξεκουράσει τα πόδια του. Το όνομά του ήταν Μπάρτιμ και άρχισε να μιλά για τα πόδια του με λεπτομέρειες, για τους κάλους και τα πρηξίματα και τις τόσες ώρες ορθοστασία και τι χρησιμοποιούσε για να τα βάλει να μουλιάσουν, ώσπου ο Θομ ξαναρώτησε για τα νέα και τότε ο πανδοχέας άρχισε να τους λέει, χωρίς να πάψει να μιλά σχεδόν καθόλου.

Τα νέα ήταν μεγάλα, όπως είχε πει. Ο Λογκαίν, ο ψεύτικος Δράκοντας, είχε συλληφθεί μετά από μια μεγάλη μάχη κοντά στο Λάγκαρντ, καθώς προσπαθούσε να μετακινήσει το στρατό του από την Γκεάλνταν στο Δάκρυ. Για τις Προφητείες, αν ήξεραν; Ο Θομ ένευσε και ο Μπάρτιμ συνέχισε. Οι δρόμοι στα νότια ήταν γεμάτοι κόσμο και οι τυχεροί ήταν εκείνοι που κουβαλούσαν κάποια υπάρχοντά τους στους ώμους τους. Χιλιάδες, που το έσκαγαν προς κάθε κατεύθυνση.

“Κανένας, φυσικά” ―ο Μπάρτιμ χασκογέλασε ειρωνικά- “δεν είχε πάρει το μέρος του Λογκαίν. Α, όχι, δεν θα βρείτε πολλούς να παραδέχονται κάτι τέτοιο τώρα. “Όλοι είναι πρόσφυγες, που προσπαθούν να βρουν ασφαλές μέρος από τις φασαρίες”.

Φυσικά, για να συλληφθεί ο Λογκαίν είχαν αναμιχθεί οι Άες Σεντάι. Ο Μπάρτιμ έφτυσε στο πάτωμα λέγοντάς το και ξανάφτυσε, όταν είπε ότι πήγαιναν τον ψεύτικο Δράκοντα βόρεια, στην Ταρ Βάλον. Ο Μπάρτιμ ήταν αξιοπρεπής άνθρωπος, είπε, ευυπόληπτος και, αν όλες οι Άες Σεντάι γύρναγαν στη Μάστιγα απ’ όπου είχαν έρθει και έπαιρναν την Ταρ Βάλον μαζί τους, αυτουνού δεν θα του καιγόταν καρφάκι. Αν ήταν στο χέρι του, δεν θα πλησίαζε καν μια Άες Σεντάι. Βεβαίως, είχε ακούσει ότι σταματούσαν σε όλα τα χωριά και τις πόλεις στο δρόμο τους προς το βορρά για να επιδείξουν τον Λογκαίν. Για να δείξουν σ’ όλους ότι ο ψεύτικος Δράκοντας είχε συλληφθεί και ο κόσμος ήταν πάλι ασφαλής. Θα του άρεσε να το δει, ακόμα κι αν έπρεπε να πλησιάσει Άες Σεντάι. Ένιωθε τον πειρασμό να πάει στο Κάεμλυν.

“Θα τον πάνε εκεί για να τον δείξουν στη Βασίλισσα Μοργκέιζ”. Ο πανδοχέας άγγιξε το μέτωπό του με σεβασμό. “Ποτέ δεν έχω δει τη Βασίλισσα. Πρέπει να ’χει δα κανείς τη Βασίλισσά του, δεν συμφωνείς;”

Ο Λογκαίν μπορούσε να κάνει “πράγματα” και από τον τρόπο που έπαιξαν τα μάτια του Μπάρτιμ και η γλώσσα του έγλειψε τα χείλη του, ήταν σαφές αυτό που εννοούσε. Είχε δει τον τελευταίο ψεύτικο Δράκοντα, πριν δυο χρόνια, όταν τον γυρνούσαν στα χωριά, αλλά εκείνος ήταν άλλος ένας απ’ αυτούς που νομίζουν πως μπορούν να γίνουν βασιλιάδες. Εκείνη τη φορά δεν είχαν χρειαστεί Άες Σεντάι. Οι στρατιώτες τον είχαν αλυσοδεμένο σ’ ένα κάρο. Ένας μελαγχολικός τύπος, που βογκούσε στην καρότσα του κάρου και σκέπαζε το κεφάλι με τα χέρια, όταν του πετούσαν πέτρες, ή τον τρυπούσαν με ραβδιά. Αυτό το έκαναν πολλοί και οι στρατιώτες δεν τους εμπόδιζαν, όσο δεν τον σκότωναν. Ήταν καλύτερο να δει ο κόσμος ότι εκείνος ο άνθρωπος δεν ήταν τίποτα ξεχωριστό. Δεν μπορούσε να κάνει “πράγματα”. Αυτός ο Λογκαίν όμως θα ήταν μεγάλο θέαμα. Ο Μπάρτιμ θα είχε να το λέει στα εγγόνια του. Αρκεί να κατάφερνε να ξεφύγει από το πανδοχείο.

Ο Ραντ άκουγε, με ενδιαφέρον κάθε άλλο παρά προσποιητό. Όταν ο Πάνταν Φάιν είχε φέρει στο Πεδίο του Έμοντ το νέο για τον ψεύτικο Δράκοντα, για έναν άνδρα που μπορούσε πραγματικά να χειριστεί τη Δύναμη, ήταν η μεγαλύτερη είδηση που είχε φτάσει τα τελευταία χρόνια «πους Δύο Ποταμούς. Αυτά που είχαν συμβεί είχαν κάνει τον Ραντ να το ξεχάσει, αλλά οι άνθρωποι εκεί θα το συζητούσαν για χρόνια και θα το μετέφεραν στα εγγόνια τους. Ο Μπάρτιμ μάλλον θα έλεγε στα δικά του ότι είχε δει τον Λογκαίν, είτε τον έβλεπε είτε όχι. Κανένας δεν θα σκεφτόταν ποτέ ότι αυτά που είχαν συμβεί σε κάποιους χωρικούς από τους Δύο Ποταμούς άξιζαν να συζητηθούν, εκτός αν ήταν κι ο ίδιος από τους Δύο Ποταμούς.

“Απ’ αυτό θα μπορούσε να πλάσει ιστορία κανείς”, είπε ο Θομ, “μια ιστορία που θα τη λένε μετά από χίλια χρόνια. Μακάρι να ήμουν εκεί”. Αυτό έμοιαζε να είναι η καθαρή αλήθεια και ο Ραντ το πίστεψε. “Ίσως προσπαθήσω να τον δω ούτως ή άλλως. Δεν είπες ποιο δρόμο παίρνουν. Ίσως υπάρχουν κι άλλοι ταξιδιώτες εδώ γύρω; Μπορεί να έχουν μάθει τη διαδρομή”.

Ο Μπάρτιμ κούνησε αδιάφορα το χέρι του με τα παχουλά δάχτυλα. “Βόρεια, μόνο αυτό ξέρουμε εδώ πέρα. Αν θες να τον δεις, πήγαινε στο Κάεμλυν. Μόνο αυτό ξέρω κι αν ξέρει κάποιος κάτι στην Ασπρογέφυρα το μαθαίνω”.

“Δεν αμφιβάλλω”, είπε γλυκά ο Θομ. “Φαντάζομαι ότι πολλοί ξένοι που περνούν σταματούν εδώ. Η πινακίδα σου μου τράβηξε το βλέμμα από τη ρίζα της Ασπρης Γέφυρας”.

“Κι όχι μόνο από τα δυτικά, αυτό λέω. Πριν δυο μέρες, ήταν ένας τύπος εδώ, ένας Ιλιανός, με μια διακήρυξη όλο σφραγίδες και κορδέλες. Τη διάβασε εδώ, μπροστά στην πλατεία. Έλεγε ότι θα την πήγαινε ως τα Όρη της Ομίχλης, μπορεί ακόμα και ως τον Ωκεανό Άρυθ, αν τα περάσματα ήταν ανοιχτά. Είπε ότι είχαν στείλει ανθρώπους να τη διαβάσουν σ’ όλες τις χώρες του κόσμου”. Ο πανδοχέας κούνησε το κεφάλι. “Τα Όρη τη Ομίχλης. Άκουσα ότι η ομίχλη τα κουκουλώνει όλο το χρόνο και είναι πράγματα μέσα στην ομίχλη, που θα σου ξεκολλήσουν το κρέας. από τα κόκαλα πριν προλάβεις να το σκάσεις”. Ο Ματ κρυφογέλασε κι ο Μπάρτιμ τον κοίταξε αυστηρά.

Ο Θομ έσκυψε μπροστά με προσμονή. “Τι έλεγε η διακήρυξη;”

“Μα, για το κυνήγι του Κέρατος, φυσικά”, αναφώνησε ο Μιιάρτιμ. “Δεν το είπα; Οι Ιλιανοί καλούν όσους είναι πρόθυμοι να αφιερώσουν τη ζωή τους στο κυνήγι, να μαζευτούν στο Ίλιαν. Το φαντάζεσαι; Να αφιερώσεις τη ζωή σου σε ένα θρύλο; Θα βρουν μερικούς χαζούς, αυτό φαντάζομαι. Ο κόσμος έχει μπόλικους χαζούς. Αυτός ο τύπος ισχυριζόταν ότι έρχεται το τέλος του κόσμου. Η τελευταία μάχη με τον Σκοτεινό”. Χασκογέλασε, αλλά το γέλιο του είχε κάτι κούφιο, σαν άνθρωπος που γελά για να πείσει τον εαυτό του ότι πραγματικά υπάρχει κάτι αστείο. “Μάλλον νομίζουν ότι, για να γίνει αυτό, πρέπει να βρεθεί πρώτα το Κέρας του Βαλίρ. Εσύ τι λες γι’ αυτό;” Μάσησε στοχαστικά το δάχτυλό του για λίγο. “Βέβαια, μετά από αυτό το χειμώνα, δεν ξέρω αν έχουν άδικο. Ο χειμώνας, ο τύπος αυτός ο Λογκαίν και οι άλλοι δύο πριν απ’ αυτόν. Γιατί βγαίνουν όλοι αυτοί τα τελευταία χρόνια και λένε ότι είναι ο Δράκοντας; Και ο χειμώνας. Κάτι θα σημαίνει. Τι λες;”

Ο Θομ δεν φάνηκε να τον ακούει. Με απαλή φωνή, ο Βάρδος άρχισε να απαγγέλλει μονολογώντας.

“Στην τελευταία απεγνωσμένη μάχη

για να μην έρθει η μεγάλη νύχτα,

τα όρη στέκουν φύλακες

και οι νεκροί θα φρουρούν,

γιατί ο τάφος δεν είναι εμπόδιο στο κάλεσμά μου”.

“Αυτό είναι”. Ο Μπάρτιμ χαμογέλασε, σαν να έβλεπε ήδη πλήθη να του δίνουν λεφτά, ακούγοντας τον Θομ. “Αυτό είναι. Το Μεγάλο Κυνήγι τον Κέρατος. Πες το και θα μαζευτεί πήχτρα ο κόσμος. Όλοι έχουν τα έχουν μάθει για τη διακήρυξη”.

Ο Θομ ακόμα έμοιαζε να είναι σε δικό του κόσμο κι έτσι ο Ραντ είπε, “Ψάχνουμε για κάποιους φίλους, που θα έρχονταν από δω. Από τα δυτικά. Πέρασαν πολλοί ξένοι την περασμένη ή την προπερασμένη βδομάδα;”

“Μερικοί”, είπε ο Μπάρτιμ αργά. “Πάντα κάποιοι έρχονται κι από τα ανατολικά κι από τα δυτικά”. Τους κοίταξε, επιφυλακτικός πια. “Πώς είναι αυτοί οι φίλοι σας;”

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα του, αλλά ο Θομ, που ξαφνικά είχε επιστρέψει από κει που είχε χαθεί, τον έκοψε με μια έντονη ματιά. Ο Βάρδος αναστέναξε αγανακτισμένα και στράφηκε στον πανδοχέα.

“Δύο άνδρες και τρεις γυναίκες”, είπε απρόθυμα. “Μπορεί να είναι μαζί, μπορεί και όχι”· Έδωσε μια πρόχειρη περιγραφή τους, σκιτσάροντας τον καθένα με λίγες λέξεις, που αρκούσαν για να τους αναγνωρίσει κανείς, χωρίς να προδίδουν τι ήταν αυτοί οι πέντε.

Ο Μπάρτιμ έτριψε το κεφάλι του, ανακατεύοντας τα αραιά μαλλιά του και σηκώθηκε αργά. “Ξέχνα που είπα να παίξεις εδώ, Βάρδε. Και μάλιστα θα μου έκανες χάρη αν έπινες το κρασί σου κι έφευγες. Κι αν έχεις λίγο μυαλό, θα φύγεις από την Ασπρογέφυρα”.

“Ρωτούσε κι άλλος γι’ αυτούς;” Ο Θομ ήπιε μια γουλιά, λες και η απάντηση ήταν το πιο ασήμαντο πράγμα στον κόσμο και κοίταξε τον πανδοχέα, υψώνοντας το φρύδι. “Ποιος ήταν;”

Ο Μπάρτιμ ξανάτριψε τα μαλλιά του και κούνησε αβέβαια τα πόδια, έτοιμος να φύγει, έπειτα ένευσε. “Πριν μια βδομάδα, κάπου εκεί γύρω, απ’ όσο νομίζω, ένας ποντικομούρης τύπος ήρθε από τη γέφυρα. Όλοι είπαν ότι ήταν σαλεμένος. Μιλούσε μονάχος του, δεν σταματούσε να σαλεύει, ακόμα και όταν στεκόταν ακίνητος. Ρωτούσε για τους ίδιους ανθρώπους... μερικούς απ’ αυτούς. Ρωτούσε σαν να είχε σημασία, έπειτα έκανε σαν να μην τον ένοιαζε η απάντηση. Τις μισές φορές έλεγε ότι έπρεπε να τους περιμένει εδώ, τις άλλες μισές ότι έπρεπε να φύγει, ότι βιαζόταν. Τη μια στιγμή κλαψούριζε και ικέτευε, την άλλη πρόσταζε σαν βασιλιάς. Κανά-δυο φορές έμπλεξε και θα τον ξυλοφόρτωναν κι ας ήταν τρελός. Η Σκοπιά, παραλίγο, θα τον έπαιρνε συνοδεία για τη δική του ασφάλεια. Έφυγε για το Κάεμλυν την ίδια μέρα, μιλώντας στον εαυτό του και κλαίγοντας. Είπα, σαλεμένος”.

Ο Ραντ έριξε μια ερωτηματική ματιά στον Θομ και τον Ματ και εκείνοι κούνησαν το κεφάλι. Αν αυτός ο ποντικομούρης τους έψαχνε, δεν μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν.

“Είσαι σίγουρος ότι ήθελε τους ίδιους ανθρώπους;” ρώτησε ο Ραντ.

“Μερικούς απ’ αυτούς. Τον πολεμιστή και τη γυναίκα με τα μεταξωτά. Αλλά δεν τον ένοιαζε γι’ αυτούς. Ήθελε τρία χωριατόπαιδα”. Το βλέμμα του έπεσε στον Ραντ και τον Ματ και στράφηκε αλλού, τόσο γρήγορα που ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος αν το είχε δει, ή αν το είχε φανταστεί. “Τους έψαχνε μ’ απελπισία. Αλλά ήταν τρελός, όπως είπα”.

Ο Ραντ ανατρίχιασε και αναρωτήθηκε ποιος να ήταν ο τρελός και γιατί τους έψαχνε. Σκοτεινόφιλος; Ο Μπα’άλζαμον θα έστελνε τρελό;

“Ήταν τρελός, όμως ο άλλος...” Ο Μπάρτιμ κοίταξε πέρα ταραγμένος και η γλώσσα του έτρεξε στα χείλη του, σαν να μην έβρισκε αρκετό σάλιο για να τα υγράνει. “Την άλλη μέρα... την άλλη μέρα ήρθε ο άλλος για πρώτη φορά”. Έμεινε σιωπηλός.

“Ο άλλος;” τον παρακίνησε τελικά ο Θομ.

Ο Μπάρτιμ κοίταξε ολόγυρά του, αν και αυτή η πλευρά της χωρισμένης αίθουσας ήταν ακόμα άδεια, μ’ εξαίρεση την παρέα τους. Σηκώθηκε μάλιστα στις μύτες των ποδιών του και κοίταξε πάνω από το χαμηλό τοίχο. Όταν, τελικά, άνοιξε το στόμα του, άρχισε να μιλά χαμηλόφωνα και βιαστικά.

“Είναι όλος στα μαύρα. Τραβά την κουκούλα του μανδύα του για να μη βλέπεις το πρόσωπό του, αλλά τον νιώθεις να σε κοιτάζει, τον νιώθεις, σαν να σου καρφώνουν κομμάτι πάγου στη ραχοκοκαλιά σου. Μου... μου μίλησε”. Το πρόσωπό του συσπάστηκε και μάσησε για λίγο το χείλος του, πριν συνεχίσει. “Ακουγόταν σαν φίδι, που σέρνεται σε πεσμένα φύλλα. Μου πάγωσε το στομάχι. Κάθε φορά που ξαναγυρνά, κάνει τις ίδιες ερωτήσεις. Τις ίδιες ερωτήσεις που έκανε ο τρελός. Κανένας δεν τον βλέπει να έρχεται — ξαφνικά φανερώνεται εκεί, μέρα ή νύχτα, και σε παγώνει όπως στέκεσαι. Οι άνθρωποι άρχισαν να κοιτούν πάνω από τον ώμο τους. Το χειρότερο είναι ότι οι φύλακες της πύλης λένε ότι δεν πέρασε ποτέ από τις πύλες, είτε έρχοντας, είτε φεύγοντας”.

Ο Ραντ προσπάθησε να κρατήσει το πρόσωπό του ανέκφραστο· έσφιγγε το σαγόνι του, τόσο που τον πονούσαν τα δόντια. Ο Ματ κατσούφιαζε και ο Θομ περιεργαζόταν το κρασί του. Ανάμεσά τους κρεμόταν η λέξη που κανείς τους δεν ήθελε να πει. Μυρντράαλ.

“Νομίζω πως θα το θυμόμουν, αν ποτέ συναντούσα τέτοιον”, είπε ο Θομ μετά από ένα λεπτό.

Ο Μπάρτιμ ανεβοκατέβαζε το κεφάλι με ορμή. “Κάψε με, αν θα το θυμόσουν, λέει. Μα την αλήθεια του Φωτός, θα το θυμόσουν. Θέλει... θέλει τους ίδιους με τον τρελό, μόνο που λέει ότι υπάρχει κι ένα κορίτσι ανάμεσά τους. Και” —έριξε μια λοξή ματιά στον Θομ― “και ένας ασπρομάλλης Βάρδος”.

Τα φρύδια του Θομ πετάχτηκαν ψηλά, με ανυπόκριτη έκπληξη, ο Ραντ ήταν βέβαιος γι’ αυτό. “Ασπρομάλλη Βάρδο; Ε, δεν είμαι ο μοναδικός Βάρδος στον κόσμο που τον έχουν πάρει τα χρόνια. Σε διαβεβαιώ, δεν ξέρω αυτόν τον τύπο και δεν μπορεί να έχει λόγους για να ψάχνει εμένα”.

“Μπορεί να είναι κι έτσι”, είπε ο Μπάρτιμ σκυθρωπά. “Δεν το είπε νέτα-σκέτα, αλλά είχα την εντύπωση ότι θα θύμωνε, αν κάποιος προσπαθούσε να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους, ή να τους κρύψει. Τέλος πάντων, θα σου πω τι του είπα. Δεν είδα κανέναν, ούτε άκουσα να λένε γι’ αυτούς κι αυτή είναι η αλήθεια. Για κανέναν τους”, είπε με νόημα. Ξαφνικά βρόντηξε στο τραπέζι τα λεφτά του Θομ. “Μόνο πιείτε το κρασί σας και φύγετε. Εντάξει; Εντάξει;” Και απομακρύνθηκε με βαριά βήματα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του.

“Ξέθωρος”, είπε ξέπνοα ο Ματ, όταν ο πανδοχέας είχε φύγει. “Έπρεπε να καταλάβω ότι θα μας έψαχναν εδώ”.

“Και θα ξανάρθει”, είπε ο Θομ, σκύβοντας πάνω από το τραπέζι και χαμηλώνοντας τη φωνή του. “Λέω να γυρίσουμε κρυφά στο πλοίο και να δεχτούμε την προσφορά του καπετάνιου Ντόμον. Το κυνήγι θα πιάσει το δρόμο προς το Κάεμλυν, ενώ εμείς θα πηγαίνουμε προς το Ίλιαν, χίλια μίλια μακριά από κει που μας περιμένουν οι Μυρντράαλ”.

“Όχι”, είπε ο Ματ με σταθερή φωνή. “Ή περιμένουμε τη Μουαραίν και τους άλλους στην Ασπρογέφυρα, ή συνεχίζουμε προς το Κάεμλυν. Το ένα ή το άλλο, Θομ. Αυτό αποφασίσαμε”.

“Αυτό είναι τρελό, αγόρι μου. Τα πράγματα άλλαξαν. Ακουσε με τώρα. Ό,τι και να λέει ο πανδοχέας, όταν ένα Μυρντράαλ τον κοιτάξει, θα του πει τα πάντα για μας, από το τι ήπιαμε μέχρι πόση σκόνη είχαμε στις μπότες μας”. Ο Ραντ ανατρίχιασε, θυμήθηκε τη δίχως μάτια ματιά του Ξέθωρου. “Όσο για το Κάεμλυν... Νομίζεις πως οι Ημιάνθρωποι δεν ξέρουν ότι θέλεις να πας στην Ταρ Βάλον; Είναι καλή στιγμή για να βρίσκεσαι σε ένα πλοίο που πάει προς το νότο”.

“Όχι, Θομ”. Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία από το στόμα του Ραντ, καθώς σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να είναι χίλια μίλια από κει που έψαχναν οι Ξέθωροι, αλλά πήρε μια βαθιά ανάσα και κατάφερε να μιλήσει με σιγουριά. “Όχι”.

“Σκέψου, αγόρι μου. Το Ίλιαν! Δεν υπάρχει λαμπρότερη πόλη στο πρόσωπο της γης. Και το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος! Τετρακόσια χρόνια έχει να γίνει Κυνήγι του Κέρατος. Ένας ολόκληρος κύκλος ιστοριών προσμένουν να γεννηθούν. Σκέψου το μόνο. Ποτέ δεν ονειρεύτηκες κάτι τέτοιο. Όταν πια οι Μυρντράαλ καταλάβουν πού πήγες, θα είσαι γέρος και γκριζομάλλης και τόσο μπουχτισμένος από τα εγγόνια σου, που δεν θα σε νοιάζει αν σε βρουν”.

Το πρόσωπο του Ραντ σφίχτηκε με πείσμα. “Πόσες φορές θα πω όχι; Θα μας βρουν, όπου και να πάμε. Οι Ξέθωροι θα περιμένουν και στο Ίλιαν. Και πώς θα γλιτώσουμε από τα όνειρα; Θέλω να μάθω τι μου συμβαίνει και γιατί, Θομ. Θα πάω στην Ταρ Βάλον. Με τη Μουαραίν, αν μπορώ· χωρίς αυτήν, αν χρειαστεί. Μόνος, αν χρειαστεί. Πρέπει να μάθω”.

“Όμως το Ίλιαν, αγόρι μου. Και μια ασφαλής διέξοδος, στο ποτάμι, ενώ εκείνοι θα σε ψάχνουν σε άλλη κατεύθυνση. Μα το αίμα και τις στάχτες, τα όνειρα δεν πειράζουν”.

Ο Ραντ έμεινε σιωπηλός. Τα όνειρα δεν πειράζουν; Αν σε τρυπήσει αγκάθι σε όνειρο, το αίμα δεν είναι πραγματικό; Ευχήθηκε, σχεδόν, να είχε πει στον Θομ και για εκείνο το όνειρο. Τολμάς να μιλήσεις σε κανέναν; Ο Μπα’άλζαμον είναι στα όνειρά σον, αλλά τώρα τι βρίσκεται ανάμεσα στο όνειρο και στο ξύπνημα; Σε ποιον τολμάς να πεις ότι ο Σκοτεινός σε αγγίζει;

Ο Θομ φάνηκε να καταλαβαίνει. Η έκφραση του Βάρδου μαλάκωσε. “Ακόμα κι αυτά τα όνειρα, παλικάρι μου. Δεν είναι παρά όνειρα, σωστά; Για τ’ όνομα του Φωτός, Ματ, μίλα του. Ξέρω ότι εσύ τουλάχιστον δεν θέλεις να πας στην Ταρ Βάλον”.

Ο Ματ κοκκίνισε, λίγο από ντροπή και λίγο από θυμό. Απέφυγε να κοιτάξει τον Ραντ και, αντίθετα, έριξε μια μουτρωμένη ματιά στον Θομ. “Γιατί κάνεις τόση φασαρία; Θέλεις να γυρίσεις στο πλοίο; Γύρνα στο πλοίο. Εμείς θα τα βγάλουμε πέρα”.

Οι αδύνατοι ώμοι του Βάρδου τραντάχτηκαν από ένα σιωπηλό γέλιο, αλλά η φωνή του ήταν θυμωμένη. “Νομίζετε ότι ξέρετε αρκετά για τους Μυρντράαλ, ώστε να το σκάσετε μόνοι σας, ε; Είστε έτοιμοι να μπείτε στην Ταρ Βάλον μόνοι σας και να παραδοθείτε στην Έδρα της Άμερλιν; Μπορείτε, έστω, να ξεχωρίσετε το ένα Άτζα από το άλλο; Το Φως να με κάψει, αγόρι μου, αν νομίζεις ότι μπορείτε να πάτε στην Ταρ Βάλον μόνοι σας τότε πείτε μου να φύγω”.

“Φύγε”, μούγκρισε ο Ματ, χώνοντας το χέρι στο μανδύα του. Ο Ραντ κατάλαβε έκπληκτος ότι έσφιγγε το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ, ίσως έτοιμος να το χρησιμοποιήσει.

Τρανταχτά γέλια ακούστηκαν από την άλλη μεριά του χαμηλού τοίχου, που χώριζε την αίθουσα και μια κοροϊδευτική φωνή μίλησε δυνατά.

“Τρόλοκ; Άντε φόρα μανδύα Βάρδου, άνθρωπέ μου. Είσαι μεθυσμένος! Τρόλοκ! Παραμυθάκια από τις Μεθόριους!”

Τα λόγια έσβησαν το θυμό, σαν νερό που πέφτει σε φωτιά. Ακόμα και ο Ματ μισογύρισε προς τον τοίχο, ανοίγοντας τα μάτια διάπλατα.

Ο Ραντ σηκώθηκε ίσα για να δει πάνω από τον τοίχο, έπειτα ξανάσκυψε, νιώθοντας ναυτία. Στην άλλη μεριά καθόταν ο Φλόραν Γκελμπ, σε ένα τραπέζι προς τα πίσω, μαζί με τους δύο άνδρες που ήταν μέσα από πριν. Γελούσαν μαζί του, αλλά τον άκουγαν. Ο Μπάρτιμ σκούπιζε ένα τραπέζι, που ήθελε επειγόντως σκούπισμα και δεν κοίταζε τον Γκελμπ και τους δύο άνδρες, αλλά άκουγε· έτριβε και ξανάτριβε το ίδιο σημείο με την πετσέτα του και έγερνε προς τους άνδρες, έτοιμος σχεδόν να πέσει.

“Ο Γκελμπ”, ψιθύρισε ο Ραντ ξαναπέφτοντας στην καρέκλα του και οι άλλοι τινάχτηκαν. Ο Θομ κοίταξε εξεταστικά την δική τους πλευρά της αίθουσας.

Από την άλλη πλευρά του τοίχου, παρενέβη η φωνή του δεύτερου άνδρα. “Όχι, όχι, κάποτε οι Τρόλοκ υπήρχαν. Αλλά σκοτώθηκαν όλοι στους Πολέμους των Τρόλοκ”.

“Παραμυθάκια από τις Μεθόριους”, επανέλαβε ο πρώτος.

“Είναι αλήθεια σου λέω”, διαμαρτυρήθηκε με δυνατή φωνή ο Γκελμπ. Έχω πάει στις Μεθόριους. Έχω δει Τρόλοκ κι εκείνοι εκεί ήταν Τρόλοκ, όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Αυτοί οι τρεις είπαν ότι οι Τρόλοκ τους κυνηγούσαν, αλλά εγώ ξέρω τι έγινε. Γι’ αυτό δεν έμεινα στο Αφρόνερο. Εδώ και καιρό είχα τις υποψίες μου για τον Μπέυλ Ντόμον, αλλά αυτοί είναι σίγουρα Σκοτεινόφιλοι. Σας λέω...” Τα υπόλοιπα πνίγηκαν μέσα στα γέλια και τα βρώμικα αστεία.

Ο Ραντ αναρωτήθηκε πόση ώρα τους έμενε, πριν ακούσει ο πανδοχέας την περιγραφή “αυτών των τριών”. Αν δεν την είχε ακούσει ήδη. Αν δεν σκεφτόταν αμέσως τους τρεις ξένους που είχε ήδη δει. Δεν μπορούσαν να φτάσουν στην πόρτα χωρίς να περάσουν δίπλα από το τραπέζι του Γκελμπ.

“Μπορεί το πλοίο να μην είναι κακή ιδέα”, μουρμούρισε ο Ματ, αλλά ο Θομ κούνησε το κεφάλι.

“Όχι πια”. Ο Βάρδος μίλησε γοργά, με χαμηλή φωνή. Έβγαλε το δερμάτινο πουγκί, που του είχε δώσει ο καπετάνιος Ντόμον και χώρισε βιαστικά τα χρήματα σε τρεις στοίβες. “Αυτή η ιστορία θα κάνει το γύρο της πόλης μέσα σε μια ώρα, είτε την πιστέψει κανείς είτε όχι και ο Ημιάνθρωπος μπορεί να την ακούσει ανά πάσα στιγμή. Ο Ντόμον θα σαλπάρει αύριο το πρωί. Στην καλύτερη περίπτωση, θα έχει Τρόλοκ να τον κυνηγούν ώσπου να φτάσει στο Ίλιαν. Το μισοπεριμένει, για κάποιο λόγο, αλλά αυτό δεν μας ωφελεί. Δεν υπάρχει άλλη λύση, παρά να το βάλουμε στα πόδια και να μην κοιτάξουμε πίσω ούτε στιγμή”.

Ο Ματ έχωσε γρήγορα στην τσέπη τα χρήματα που είχε βάλει μπροστά του ο Θομ. Ο Ραντ πήρε τα δικά του πιο αργά. Το νόμισμα που του είχε δώσει η Μουαραίν δεν ήταν ανάμεσά τους. Ο Ντόμον του είχε δώσει ασήμι ίσου βάρους, αλλά ο Ραντ, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει, θα προτιμούσε να είχε το νόμισμα της Άες Σεντάι. Έχωσε τα χρήματα στην τσέπη του και κοίταξε ερωτηματικά τον Βάρδο.

“Σε περίπτωση που χωριστούμε”, εξήγησε ο Θομ. “Μάλλον δεν θα χωριστούμε, αλλά, αν συμβεί... θα τα βγάλετε πέρα μόνοι σας μια χαρά. Είστε καλά παιδιά. Μην μπλέξετε με Άες Σεντάι, αν αγαπάτε τη ζωή σας”.

“Νόμιζα ότι θα ερχόσουν μαζί μας”, είπε ο Ραντ.

“Έρχομαι, αγόρι μου. Έρχομαι. Αλλά πλησιάζουν και το Φως μόνο ξέρει. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Δεν πιστεύω να γίνει τίποτα”. Ο Θομ κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας τον Ματ. “Ελπίζω να μην σε πειράζει πια που θα μείνω μαζί σας”, είπε ξερά.

Ο Ματ σήκωσε τους ώμους. Κοίταξε τους άλλους δύο, ξανασήκωσε τους ώμους. “Είμαι νευρικός. Δεν μπορώ να βρω λίγη ησυχία. Κάθε φορά που σταματάμε να πάρουμε μια ανάσα, να σου κι αυτοί εκεί να μας κυνηγούν. Νιώθω σαν να με κοιτάζει συνέχεια κάποιος από πίσω. Τι θα κάνουμε;”

Γέλια ξέσπασαν από την άλλη πλευρά του τοίχου, και ο Γκελμπ προσπάθησε μεγαλόφωνα να πείσει τους δύο άνδρες ότι έλεγε αλήθεια. Πόση ώρα ακόμα; αναρωτήθηκε ο Ραντ. Κάποια στιγμή ο Μπάρτιμ θα συνδύαζε τους τρεις τους με τους τρεις που έλεγε ο Γκελμπ.

Ο Θομ τράβηξε την καρέκλα του και σηκώθηκε, αλλά προχώρησε σκύβοντας. Αν κάποιος κοίταζε τον τοίχο από την άλλη μεριά, δεν θα τον έβλεπε. Τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν, ψιθυρίζοντας, “Κάνετε ησυχία”.

Τα παράθυρα δεξιά κι αριστερά από το τζάκι της δικής τους πλευράς έβγαζαν σ’ ένα σοκάκι. Ο Θομ κοίταξε ένα παράθυρο με προσοχή και το τράβηξε, μόνο όσο χρειαζόταν για να χωρέσουν. Το παράθυρο δεν έκανε σχεδόν καθόλου θόρυβο, τίποτα που να μπορούσε να ακουστεί ένα μέτρο πιο πέρα, μέσα στα γέλια και τη συζήτηση από την άλλη πλευρά του τοίχου.

Όταν βγήκαν στο σοκάκι, ο Ματ έκανε αμέσως να πάει στο δρόμο, αλλά ο Θομ τον έπιασε από το μπράτσο. “Μη βιάζεσαι”, του είπε ο Βάρδος. “Να δούμε πρώτα τι κάνουμε”. Ο Θομ χαμήλωσε πάλι το παράθυρο όσο μπορούσε απ’ έξω και γύρισε για να κοιτάξει το σοκάκι.

Ο Ραντ ακολούθησε το βλέμμα του Θομ. Με εξαίρεση πεντ’ έξι βαρέλια για βρόχινο νερό, που ήταν στον τοίχο του πανδοχείου και το διπλανό κτίριο, ένα ραφτάδικο, το σοκάκι ήταν άδειο και το πατημένο χώμα ξερό και γεμάτο σκόνη.

“Γιατί το κάνεις αυτό;” ζήτησε πάλι να μάθει ο Ματ. “Θα ήσουν πιο ασφαλής αν μας άφηνες. Γιατί μένεις μαζί μας;”

Ο Θομ τον κοίταξε για λίγο. “Είχα έναν ανιψιό, τον Όγουυν”, είπε κουρασμένα, βγάζοντας το μανδύα του. Άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του σ’ ένα σωρό στην κουβέρτα του, βάζοντας προσεκτικά τις θήκες των εργαλείων πάνω-πάνω. “Ο μοναχογιός του αδερφού μου, που ήταν ο μόνος ζωντανός συγγενής μου. Είχε μπλέξει σε μια φασαρία με τις Άες Σεντάι, αλλά εγώ ήμουν απασχολημένος με... άλλα πράγματα. Δεν ξέρω τι θα μπορούσα να κάνω, αλλά, όταν τελικά προσπάθησα, ήταν πολύ αργά. Ο Όγουυν πέθανε μετά από μερικά χρόνια. Θα μπορούσατε να πείτε ότι τον σκότωσαν οι Άες Σεντάι”. Ανασηκώθηκε, χωρίς να τους κοιτά. Η φωνή του ήταν ακόμα σταθερή, αλλά ο Ραντ είδε δάκρυα στα μάτια του, καθώς γύριζε το κεφάλι. “Αν μπορέσω να σας γλιτώσω από την Ταρ Βάλον, ίσως σταματήσω να σκέφτομαι τον Όγουυν. Περιμένετε εδώ”. Αποφεύγοντας τα μάτια τους, πλησίασε βιαστικά την είσοδο του σοκακιού και σταμάτησε πριν φτάσει εκεί. Έριξε μια γρήγορη ματιά ολόγυρα, προχώρησε στο δρόμο αμέριμνα και εξαφανίστηκε από τα μάτια τους.

Ο Ματ μισοσηκώθηκε για να τον ακολουθήσει, έπειτα ξανακάθισε. “Δεν θα τα παρατούσε”, είπε, αγγίζοντας τις δερμάτινες θήκες των οργάνων. “Πίστεψες το παραμύθι του;”

Ο Ραντ γονάτισε υπομονετικά πίσω από τα βαρέλια. “Τι έχεις πάθει, Ματ; Δεν είναι αυτό το φυσικό σου. Μέρες έχω να σ’ ακούσω να γελάς”.

“Δεν μου αρέσει να με κυνηγούν σαν λαγό”, είπε ο Ματ απότομα. Αναστέναξε, ακούμπησε το κεφάλι στον τούβλινο τοίχο του πανδοχείου. Ακόμα κι έτσι έμοιαζε να είναι σε υπερένταση. Τα μάτια του κοίταζαν επιφυλακτικά. “Συγνώμη. Είναι που τρέχουμε τόσον καιρό, είναι όλοι αυτοί οι ξένοι και... και τα πάντα. Έγινα νευρικός. Κοιτάζω κάποιον και αμέσως αναρωτιέμαι, αν θα μιλήσει για μας στους Ξέθωρους, αν θα μας εξαπατήσει, αν θα μας κλέψει, αν... Φως μου, Ραντ, εσύ δεν είσαι νευρικός;”

Ο Ραντ γέλασε, μ’ ένα κοφτό ξερό γελάκι από το βάθος του λαρυγγιού του. “Είμαι τόσο τρομαγμένος, που δεν νιώθω νευρικότητα”.

“Τι λες να έκαναν οι Άες Σεντάι στον ανιψιό του;”

“Δεν ξέρω”, είπε αμήχανα ο Ραντ. Ήξερε μόνο έναν τρόπο για τον οποίο θα έμπλεκε ένας άνδρας με τις Άες Σεντάι. “Νομίζω δεν ήταν σαν εμάς”.

“Όχι. Όχι σαν εμάς”.

Για λίγο στάθηκαν ακουμπισμένοι στον τοίχο, χωρίς να μιλούν. Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος πόση ώρα περίμεναν. Μάλλον μερικά λεπτά, αλλά έμοιαζε μια ολόκληρη ώρα που περίμεναν να γυρίσει ο Θομ, που περίμεναν να ανοίξουν ο Μπάρτιμ και ο Γκελμπ το παράθυρο και να τους κατηγορήσουν για Σκοτεινόφιλους. Ύστερα, ένας άνδρας έστριψε και μπήκε στο σοκάκι, ένας ψηλός άνδρας με την κουκούλα του μανδύα του ανεβασμένη για να κρύβει το πρόσωπό του, ένας άνδρας με μανδύα, που έμοιαζε μαύρος σαν τη νύχτα κόντρα στο φως του δρόμου.

Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος, σφίγγοντας το σπαθί του Ταμ με τόση δύναμη, που τον πόνεσαν οι αρθρώσεις. Το στόμα του στέγνωσε· κατάπιε μερικές φορές, αλλά αυτό δεν βοήθησε. Ο Ματ σηκώθηκε και στάθηκε μισοσκυμμένος, με το χέρι κάτω από το μανδύα του.

Ο άνδρας ήρθε πιο κοντά και το λαρύγγι του Ραντ σφιγγόταν με κάθε βήμα του. Ξαφνικά ο άλλος σταμάτησε και κατέβασε την κουκούλα του. Τα γόνατα του Ραντ παραλίγο θα λύγιζαν. Ήταν ο Θομ.

“Αφού δεν με αναγνωρίσατε” ―ο Βάρδος χαμογέλασε πλατιά- “η μεταμφίεση θα πετύχει και στις πύλες”.

Ο Θομ πέρασε από δίπλα τους και άρχισε να παίρνει πράγματα από το μπαλωμένο μανδύα του και να τα βάζει στον καινούργιο, τόσο γρήγορα, που ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Τώρα έβλεπε πως ο καινούργιος μανδύας είχε σκούρο καφέ χρώμα. Ανάσανε βαθιά, τραχιά· ακόμα ένιωθε σαν να του έσφιγγε κάποιος το λαιμό. Καφέ, όχι μαύρος. Ο Ματ είχε ακόμα το χέρι κάτω από το μανδύα του και κοίταζε την πλάτη του Θομ, σαν να σκεφτόταν ακόμα να χρησιμοποιήσει το εγχειρίδιο.

Ο Θομ τους κοίταξε, μετά τους ξανακοίταξε πιο έντονα. “Δεν είναι τώρα ώρα για νευράκια”. Δίπλωσε επιδέξια τον παλιό του μανδύα κι έκανε ένα δέμα με τις θήκες των οργάνων του, με τα μπαλώματα κρυμμένα από τη μέσα μεριά. “Θα βγούμε εκεί ένας― ένας, από κοντά, για να βλεπόμαστε. Έτσι δεν θα μας πολυθυμούνται. Δεν μπορείς να περπατάς πιο καμπουριαστά;” είπε στον Ραντ. “Με τέτοιο μπόι είναι σαν να κρατάς λάβαρο”. Έριξε το μπόγο στην πλάτη του και σηκώθηκε, ανεβάζοντας πάλι την κουκούλα. Δεν έμοιαζε καθόλου με τον ασπρομάλλη Βάρδο. Ήταν απλώς άλλος ένας ταξιδιώτης, ένας άνθρωπος τόσο φτωχός, που δεν του περίσσευαν λεφτά ούτε για άλογο, πόσο μάλλον για άμαξα. “Πάμε να φύγουμε. Πολύ χασομερήσαμε”.

Ο Ραντ συμφωνούσε απολύτως μαζί του, αλλά και πάλι κοντοστάθηκε, πριν βγει από το σοκάκι στην πλατεία. Κανένας από το αραιό πλήθος δεν τους έριξε δεύτερη ματιά —οι περισσότεροι δεν τους κοίταξαν καν— αλλά οι ώμοι του ήταν σφιγμένοι, καθώς περίμενε για την κραυγή “Σκοτεινόφιλος”, που μετέτρεπε τους φυσιολογικούς ανθρώπους σε όχλο έτοιμο για έγκλημα. Κοίταξε πέρα-δώθε την ακάλυπτη περιοχή, τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν στις καθημερινές δουλειές τους. Όταν ξανακοίταξε, ένας Μυρντράαλ είχε ήδη διασχίσει τη μισή πλατεία.

Από πού είχε έρθει ο Ξέθωρος, δεν μπορούσε ούτε καν να το μαντέψει, αλλά πλησίαζε τους τρεις τους με αργό, απειλητικό βήμα, ένα σαρκοφάγο με το θήραμά του μπροστά στο βλέμμα του. Οι άνθρωποι στρέφονταν αλλού από τη μορφή με τη μαύρη κουκούλα, απέφευγαν να την κοιτάξουν. Η πλατεία άρχισε να αδειάζει, καθώς ο κόσμος αποφάσιζε πως είχε δουλειές αλλού.

Η μαύρη κουκούλα έκανε τον Ραντ να μαρμαρώσει επιτόπου. Προσπάθησε να καλέσει το κενό, αλλά ήταν σαν προσπαθούσε να πιάσει σύννεφο καπνού. Το κρυμμένο βλέμμα του Ξέθωρου τον έσχισε ως το κόκαλο κι έκανε το μεδούλι του κομμάτια πάγου.

“Μην κοιτάς το πρόσωπό του”, μουρμούρισε ο Θομ. Η φωνή του βγήκε τρεμάμενη και σπασμένη κι ακουγόταν σαν να πάλευε με την κάθε λέξη. “Που να σε κάψει το Φως, μην κοιτάς το πρόσωπό του!”

Ο Ραντ τράβηξε το βλέμμα του —παραλίγο θα βογκούσε· ένιωθε σαν να ξεκολλούσε βδέλλα από το πρόσωπό του- αλλά, ακόμα και κοιτάζοντας τις πλάκες της πλατείας, έβλεπε τον Μυρντράαλ να έρχεται, μια γάτα που έπαιζε με ποντίκια, διασκεδάζοντας με τις αδύναμες προσπάθειες τους να ξεφύγουν, ώσπου τελικά τα σαγόνια της θα έκλειναν. Ο Ξέθωρος είχε διανύσει τη μισή απόσταση. “Έτσι θα στεκόμαστε;” μουρμούρισε. “Πρέπει να τρέξουμε... να το σκάσουμε”. Αλλά δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια του.

Ο Ματ είχε βγάλει τελικά το εγχειρίδιο με το ρουμπίνι στη λαβή, κρατώντας το με χέρι που έτρεμε. Τα χείλη του είχαν τραβηχτεί πίσω κι αποκάλυπταν τα δόντια του με μια έκφραση αγριάδας και φόβου.

“Νομίζεις...” Ο Θομ σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί και συνέχισε βραχνά. “Νομίζεις πως μπορείς να τρέξεις πιο γρήγορα από αυτόν, μικρέ;” Άρχισε να μουρμουρίζει μόνος του· η μόνη λέξη που καταλάβαινε ο Ραντ ήταν “Όγουυν”. Ξαφνικά ο Θομ μούγκρισε, “Κακώς έμπλεξα μαζί σας. Κακώς”. Κατέβασε από τη ράχη του το δέμα με το μανδύα και τον έριξε στα χέρια του Ραντ. “Πρόσεχε τα αυτά. Όταν πω τρέξτε, να τρέξετε και να μη σταματήσετε πουθενά, μέχρι να φτάσετε στο Κάεμλυν. Η Ευλογία της Βασίλισσας. Ένα πανδοχείο. Κοίτα να το θυμάσαι, σε περίπτωση που... Κοίτα να το θυμάσαι”.

“Δεν καταλαβαίνω”, είπε ο Ραντ. Ο Μυρντράαλ τώρα ήταν, το πολύ, είκοσι βήματα πιο πέρα. Ο Ραντ ένιωθε σαν να είχε βαρίδια από μολύβι στα πόδια του.

“Κοίτα να το θυμάσαι!” γρύλισε ο Θομ, “Η Ευλογία της Βασίλισσας. Τώρα. ΤΡΕΞΤΕ!”

Τους έσπρωξε για να ξεκινήσουν, με τα χέρια του στους ώμους τους και ο Ραντ στην αρχή παραπάτησε και μετά έτρεξε σκοντάφτοντας, με τον Ματ στο πλευρό του.

“ΤΡΕΞΤΕ!” Και ο Θομ επίσης είχε ξεκινήσει, με ένα μακρόσυρτο, άναρθρο βρυχηθμό. Όχι στο κατόπι τους, αλλά προς τον Μυρντράαλ. Τα χέρια του έκαναν μια μεγαλοπρεπή κίνηση, σαν να έδινε παράσταση δίνοντας τον καλύτερο εαυτό του και εμφανίστηκαν δύο εγχειρίδια. Ο Ραντ σταμάτησε, αλλά ο Ματ τον τράβηξε.

Ο Ξέθωρος ήταν κι αυτός το ίδιο ξαφνιασμένος. Το νωχελικό βήμα του πάγωσε. Το χέρι του πλησίασε τη λαβή του μαύρου σπαθιού που κρεμόταν στη μέση του, αλλά τα μακριά πόδια του Βάρδου κάλυψαν γρήγορα την απόσταση. Ο Θομ έπεσε στον Μυρντράαλ, πριν εκείνος μισοτραβήξει τη μαύρη λεπίδα και κουτρουβάλησαν και οι δύο στο έδαφος. Οι λιγοστοί άνθρωποι, που ήταν ακόμα στην πλατεία, το έβαλαν στα πόδια.

“ΤΡΕΞΤΕ!” Ο αέρας στην πλατεία άστραψε, με ένα γαλάζιο χρώμα που έκαιγε τα μάτια και ο Θομ άρχισε να ουρλιάζει, αλλά, ακόμα και μέσα στο ουρλιαχτό του, κατάφερε να πει μια λέξη. “ΤΡΕΞΤΕ!”

Ο Ραντ τον υπάκουσε. Τα ουρλιαχτά του Βάρδου τον καταδίωξαν.

Αγκαλιάζοντας σφιχτά του δέμα του Βάρδου, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο πανικός εξαπλώθηκε από την πλατεία στην πόλη, καθώς ο Ραντ και ο Ματ το έσκαγαν στην κορυφή ενός κύματος φόβου. Οι μαγαζάτορες εγκατέλειπαν την πραμάτεια τους, καθώς τα αγόρια περνούσαν. Τα πατζούρια έκλειναν με πάταγο μπροστά σε βιτρίνες και φοβισμένα πρόσωπα πρόβαλλαν στα παράθυρα των σπιτιών και ξαναχάνονταν. Άνθρωποι, που δεν ήταν αρκετά κοντά για να δουν, έτρεχαν στους δρόμους σαν παλαβοί, δίχως να προσέχουν τίποτα. Έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον και όσοι έπεφταν κάτω, ή ξανασηκώνονταν, ή τους ποδοπατούσαν οι άλλοι. Η Ασπρογέφυρα έβραζε, σαν μυρμηγκοφωλιά που κάποιος την είχε κλωτσήσει.

Καθώς τα δύο αγόρια έτρεχαν ξέφρενα προς τις πύλες, ο Ραντ ξαφνικά θυμήθηκε τι είχε πει ο Θομ για το ύψος του. Δίχως να βραδύνει το τρέξιμό του, ζάρωσε όσο μπορούσε, χωρίς να δείχνει ότι ζάρωνε. Αλλά οι πύλες, χοντρό ξύλο δεμένο με μαύρο σίδερο, έστεκαν ανοιχτές. Οι δύο φύλακες της πύλης, που φορούσαν ατσάλινα κράνη και σιδηρόπλεχτες τουνίκες πάνω από κόκκινα παλτά με άσπρα κολάρα, που έμοιαζαν φτηνά, κρατούσαν τους λογχοπέλεκείς τους και κοίταζαν ανήσυχα την πόλη. Ένας από τους δύο κοίταξε τον Ραντ και τον Ματ, αλλά δεν ήταν οι μόνοι που έτρεχαν να βγουν από τις πύλες. Ένα ποτάμι ανθρώπων κυλούσε από κει, λαχανιασμένοι άνδρες, που σφιχταγκάλιαζαν τις γυναίκες τους, δακρυσμένες γυναίκες, που κουβαλούσαν μωρά κι έσερναν παιδιά που έκλαιγαν, ωχροί μαγαζάτορες, που φορούσαν ακόμα τις ποδιές τους και έσφιγγαν αφηρημένα τα εργαλεία τους.

Ο Ραντ, καθώς έτρεχε ζαλισμένος, σκέφτηκε πως δεν θα έμενε κανείς που να ξέρει το δρόμο που είχαν πάρει. Ο Θομ. Φως μου, σώσε με, ο Θομ.

Ο Ματ παραπάτησε δίπλα του, ξαναβρήκε την ισορροπία του και έτρεξαν μέχρι που ξεπέρασαν και τους τελευταίους που το έσκαγαν, έτρεξαν ώσπου η πόλη και η Άσπρη Γέφυρα είχαν χαθεί πίσω τους.

Ο Ραντ τελικά έπεσε στα γόνατα, εκεί στο χώμα, πίνοντας αέρα με το γδαρμένο λαρύγγι του με μεγάλες τραχιές ανάσες. Ο δρόμος πίσω τους εκτεινόταν άδειος, ώσπου χανόταν από το βλέμμα ανάμεσα σε άφυλλα δέντρα. Ο Ματ τον σκούντησε.

“Έλα. Έλα”, του είπε ο Ματ λαχανιασμένα. Το πρόσωπό του ήταν λερωμένο από ιδρώτα και σκόνη, και έμοιαζε έτοιμος να σωριαστεί χάμω. “Πρέπει να συνεχίσουμε”.

“Ο Θομ”, είπε ο Ραντ. Έσφιξε στην αγκαλιά του το μανδύα του Θομ· μέσα εκεί ήταν οι σκληροί όγκοι από τις θήκες των οργάνων. “Ο Θομ”.

“Είναι πεθαμένος. Το είδες. Το άκουσες. Φως μου, Ραντ, είναι πεθαμένος!”

“Νομίζεις ότι και η Εγκουέν και η Μουαραίν και οι άλλοι πέθαναν κι αυτοί. Αν είναι πεθαμένοι, γιατί τους κυνηγούν ακόμα οι Μυρντράαλ; Για απάντησε μου;”

Ο Ματ έπεσε στα γόνατα δίπλα του στο χώμα. “Εντάξει. Μπορεί να ζουν, Αλλά ο Θομ — Το είδες! Μα το αίμα και τις στάχτες, Ραντ, το ίδιο μπορεί να πάθουμε κι εμείς”.

Ο Ραντ ένευσε αργά. Ο δρόμος πίσω τους ήταν ακόμα άδειος. Μισοπερίμενε —ή τουλάχιστον ήλπιζε- ότι θα έβλεπε να έρχεται ο Θομ, με αργό βήμα, φυσώντας τα μουστάκια του, λέγοντάς τους τι μπελάς που ήταν οι δυο τους. Η Ευλογία της Βασίλισσας στο Κάεμλυν. Σηκώθηκε όρθιος με κόπο και έριξε το δέμα του Θομ στην πλάτη του μαζί με την κουβέρτα του. Ο Ματ τον κοίταξε, επιφυλακτικά, στενεύοντας τα μάτια.

“Πάμε να φύγουμε”, είπε ο Ραντ, και πήρε το δρόμο που έβγαζε στο Κάεμλυν. Στην αρχή ο Ματ μουρμούρισε και μετά από λίγο πρόφτασε τον Ραντ.

Προχώρησαν με βαριά βήματα στο σκονισμένο δρόμο, με τα κεφάλια σκυμμένα, χωρίς να μιλούν. Ο άνεμος έριχνε κονιοστρόβιλους, που στριφογυρνούσαν ολόγυρα τους. Μερικές φορές ο Ραντ κοίταζε πίσω, αλλά ο δρόμος πάντα ήταν άδειος.

Загрузка...