Ο Λαν κατέβηκε τα σκαλοπάτια, λέγοντας στους υπόλοιπους να ξεπεζέψουν και να τον ακολουθήσουν, οδηγώντας τα άλογά τους μέσα στην ομίχλη. Και πάλι, ήταν αναγκασμένοι να πιστέψουν ότι ο Πρόμαχος ήξερε πού πήγαιναν. Η ομίχλη στροβιλιζόταν γύρω από τα γόνατα του Ραντ, έκρυβε τις κνήμες του, κάλυπτε ό,τι ήταν μακρύτερα από ένα μέτρο. Δεν ήταν τόσο πυκνή, όσο έξω από το χωριό, αλλά ο Ραντ δύσκολα διέκρινε τους συντρόφους του.
Ακόμα κανένας δεν σάλευε μέσα στη νύχτα, εκτός από την ομάδα τους. Μερικά παράθυρα ακόμα είχαν φωτιστεί, αλλά η πυκνή καταχνιά τα έκανε να μοιάζουν με θαμπά μπαλώματα και συχνά το μόνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν αυτές οι αμυδρές λάμψεις. Άλλα σπίτια, που φαίνονταν κάπως περισσότερο, έδειχναν να πλέουν σε μια θάλασσα σύννεφων, ή να ξεπροβάλλουν απότομα από την ομίχλη, ενώ τα γειτονικά τους έμεναν κρυμμένα κι έτσι έμοιαζαν να στέκουν έρημα και μόνα.
Ο Ραντ προχωρούσε μουδιασμένος μετά τη μεγάλη διαδρομή που είχαν διανύσει κι αναρωτήθηκε, αν υπήρχε τρόπος να κάνουν τον υπόλοιπο δρόμο ως την Ταρ Βάλον με τα πόδια. Όχι ότι εκείνη τη στιγμή του ήταν πιο ευχάριστο να πάει περπατώντας παρά καβάλα, όμως το μόνο σημείο του σώματός του που δεν τον πονούσε ήταν οι πατούσες. Τουλάχιστον ήταν μαθημένος στο περπάτημα.
Μόνο μία φωνή υψώθηκε, αρκετά για να την ακούσει ο Ραντ. “Πρέπει να το κάνεις”, είπε η Μουαραίν, απαντώντας σε κάτι που είχε πει ο Λαν χωρίς να ακουστεί. “Ούτως ή άλλως θα θυμάται πολλά κι αυτό δεν διορθώνεται. Αν ξεχωρίζω ανάμεσα στις άλλες σκέψεις του...”
Ο Ραντ έστρωσε δύσθυμα το βρεγμένο μανδύα στους ώμους του, ενώ ακολουθούσε τους άλλους από κοντά. Ο Ματ και ο Πέριν γκρίνιαζαν, μουρμούριζαν μέσα από τα δόντια τους κι έβγαζαν πνιχτά επιφωνήματα κάθε φορά που χτυπούσαν τα δάχτυλα των ποδιών τους σε μια πέτρα, ή σε κάτι άλλο αθέατο. Κι ο Θομ Μέριλιν επίσης γκρίνιαζε και στα αυτιά του Ραντ έφταναν λέξεις όπως, “ζεστό φαγάκι” και “φωτιά” και “ζαχαρωμένο κρασί”, αλλά ούτε ο Πρόμαχος, ούτε η Άες Σεντάι έδιναν σημασία. Η Εγκουέν προχωρούσε αμίλητη, με την ράχη ίσια και το κεφάλι ψηλά. Και τα δικά της βήματα ήταν οδυνηρά και διστακτικά, βεβαίως, επειδή ούτε αυτή ήταν μαθημένη στην ιππασία.
Ο Ραντ σκέφτηκε σκυθρωπά ότι η Εγκουέν είχε βρει την περιπέτεια που ζητούσε και, όσο τη ζούσε, μάλλον δεν θα πρόσεχε λεπτομέρειες, όπως η ομίχλη, η υγρασία και η παγωνιά. Του φαινόταν πως υπήρχε διαφορά στον τρόπο που έβλεπες τα πράγματα, ανάλογα με το αν επιζητούσες την περιπέτεια, ή αν στην επέβαλλαν. Αναμφίβολα, οι ιστορίες μπορούσαν να παρουσιάσουν με συναρπαστικό τρόπο το να καλπάζεις στην καταχνιά, κυνηγημένος από Ντραγκχάρ και άλλα πλάσματα, που το Φως μόνο ήξερε τι ήταν. Η Εγκουέν μπορεί να ένιωθε ρίγη ευχαρίστησης· ο Ραντ απλώς ένιωθε παγωμένος και βρεγμένος και χαιρόταν που ήταν πάλι μέσα σε χωριό, έστω κι αν αυτό ήταν το Τάρεν Φέρυ.
Ξαφνικά έπεσε σε κάτι μεγάλο και ζεστό μέσα στη θολούρα: το άλογο του Λαν. Ο Πρόμαχος και η Μουαραίν είχαν σταματήσει και το ίδιο έκαναν και οι άλλοι, χαϊδεύοντας τα ζώα τους, τόσο για να τα παρηγορήσουν, όσο και για να παρηγορηθούν οι ίδιοι. Εδώ η ομίχλη ήταν κάπως πιο αραιά και διακρίνονταν μεταξύ τους πιο καθαρά απ’ όσο πριν, αλλά δεν αρκούσε αυτό για να δουν καλύτερα γύρω τους. Τα πόδια τους ακόμα κρύβονταν μέσα σε χαμηλά ρεύματα ομίχλης, όμοια με γκρίζα νερά πλημμύρας. Τα σπίτια έμοιαζαν να έχουν βουλιάξει.
Ο Ραντ οδήγησε επιφυλακτικά τον Κλάουντ λιγάκι μπροστά και ξαφνιάστηκε, όταν άκουσε τις μπότες του να ξύνουν σανίδες.
Ήταν η αποβάθρα του πλοιαρίου. Οπισθοχώρησε προσεκτικά, κάνοντας και το άλογο να βαδίσει προς τα πίσω. Είχε ακούσει πώς ήταν η αποβάθρα του Τάρεν Φέρυ — μια γέφυρα που δεν έβγαζε πουθενά, παρά μόνο στο πέραμα. Έλεγαν ότι ο Τάρεν ήταν πλατύς και βαθύς, με ύπουλα ρεύματα, που μπορούσαν να ρουφήξουν και τον πιο γερό κολυμβητή. Ο Ραντ φαντάστηκε πως θα ήταν πλατύτερος από το Νερό της Οινοπηγής. Αν έβαζες και την ομίχλη... Ένιωσε ανακούφιση, όταν τα πόδια του άγγιξαν πάλι χώμα.
Ένα άγριο “Χσσστ!” ακούστηκε από τον Λαν, διαπεραστικό σαν το κρύο. Ο Πρόμαχος τους έκανε νόημα, έτρεξε στον Πέριν και παραμέρισε το μανδύα του γεροδεμένου νεαρού, αποκαλύπτοντας το μεγάλο τσεκούρι. Ο Ραντ, υπάκουα, παρ’ όλο που ακόμα δεν καταλάβαινε, τίναξε κι ο ίδιος το μανδύα πάνω από τον ώμο του για να δείξει το σπαθί του. Καθώς ο Λαν έτρεχε γοργά πίσω στο άλογό του, φώτα που ταλαντεύονταν φάνηκαν στην ομίχλη και μουντά βήματα τους πλησίασαν.
Έξι άνδρες, με απαθή πρόσωπα και κουρελιασμένα ρούχα, ακολουθούσαν τον αφέντη Χαϊτάουερ. Οι δαυλοί που κρατούσαν έδιωχναν ένα μέρος της ομίχλης από γύρω τους. Όταν σταμάτησαν, όλα τα μέλη της ομάδας από το Πεδίο του Έμοντ φαίνονταν καθαρά, περικυκλωμένα από έναν γκρίζο τοίχο, που έμοιαζε πιο παχύς χάρη στο φως που αντανακλούσε. Ο περαματάρης τους κοίταξε εξεταστικά, με το στενό του πρόσωπο γερμένο και τη μύτη του να σουφρώνει, σαν νυφίτσα που μυρίζεται την αύρα μήπως βρει κάποια παγίδα.
Ο Λαν ακούμπησε στη σέλα του, φαινομενικά ανέμελα, αλλά το χέρι του ακουμπούσε επιδεικτικά στη μακριά λαβή του σπαθιού του. Έδινε την εντύπωση ελατηρίου που περίμενε να τιναχτεί.
Ο Ραντ αντέγραψε βιαστικά την πόζα του Πρόμαχου —τουλάχιστον τη λεπτομέρεια του χεριού στη λαβή. Δεν πίστευε πως θα πετύχαινε να πάρει αυτή την χαλαρή στάση, που φαινόταν θανατηφόρα. Θα γελάσουν αν προσπαθήσω.
Ο Πέριν χαλάρωσε τη θηλιά που κρατούσε το τσεκούρι του και στύλωσε τα πόδια του στη γη. Ο Ματ ακούμπησε το χέρι στη φαρέτρα του, αν και ο Ραντ δεν μπορούσε να υπολογίσει σε τι κατάσταση θα ήταν η χορδή της μετά από τόση ώρα σ’ αυτή την υγρασία. Ο Θομ Μέριλιν προχώρησε μπροστά με μια μεγαλοπρεπή κίνηση και ύψωσε το χέρι του, γυρνώντας το αργά. Ξαφνικά, έκανε μια επιτηδευμένη χειρονομία και ένα εγχειρίδιο στριφογύρισε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Χτύπησε τη λαβή στην παλάμη του και, παίρνοντας ξαφνικά αμέριμνο ύφος, άρχισε να καθαρίζει τα νύχια του.
Ένα γάργαρο, χαμηλόφωνο γελάκι ακούστηκε από τη Μουαραίν. Η Εγκουέν χειροκρότησε, σαν να παρακολουθούσε παράσταση στη Γιορτή, ύστερα σταμάτησε και έδειξε συντετριμμένη, αν και ένα χαμόγελο παιχνίδιζε στο στόμα της.
Ο Χαϊτάουερ δεν φαινόταν να διασκεδάζει. Έριξε μια επίμονη ματιά στον Θομ, έπειτα ξερόβηξε δυνατά για να καθαρίσει το λαιμό του. “Κάτι είπατε ότι θα δίνατε κι άλλο χρυσάφι για το πέρασμα”. Τους ξανακοίταξε μ’ ένα κατσούφικο, πονηρό βλέμμα. “Αυτό που μου δώσατε πριν τώρα είναι σε σίγουρο μέρος, ακούτε; Κανένας σας δεν μπορεί να το βρει”.
“Το υπόλοιπο χρυσάφι”, του είπε ο Λαν, “θα πέσει στα χέρια σου όταν βρεθούμε στην αντίπερα όχθη”. Το δερμάτινο πουγκί που κρεμόταν στη μέση του κουδούνισε, καθώς το τίναζε.
Τα μάτια του περαματάρη, για μια στιγμή, στράφηκαν προς τα κει, στο τέλος όμως συμφώνησε. “Να ξεκινάμε, λοιπόν”, μουρμούρισε και ανέβηκε στο πέραμα, ακολουθούμενος από τους έξι βοηθούς του. Η ομίχλη χανόταν από γύρω τους καθώς προχωρούσαν γκρίζα πλοκάμια τους αγκάλιαζαν από πίσω, γεμίζοντας γοργά το σημείο στο οποίο ήταν πριν. Ο Ραντ τάχυνε το βήμα για να τους προφτάσει.
Το πέραμα ήταν ένα ξύλινο πλεούμενο με ψηλά πλαϊνά, στο οποίο ανέβαιναν από μια ράμπα που υψωνόταν κι έκλεινε. Σχοινιά, χοντρά σαν ανθρώπινος καρπός, περνούσαν δεξιά κι αριστερά του, σχοινιά που ήταν δεμένα σε ογκώδεις πάσσαλους στην αποβάθρα κι εξαφανίζονταν πάνω από το ποτάμι μέσα στη νύχτα. Οι βοηθοί του περαματάρη έβαλαν τους δαυλούς σε σιδερένιες γωνιές στα πλαϊνά του περάματος, περίμεναν να ανεβάσουν όλοι τα άλογά τους και τράβηξαν τη ράμπα. Το κατάστρωμα έτριξε κάτω από τις οπλές των αλόγων και τα πόδια που σέρνονταν και το πέραμα σάλεψε από το βάρος.
Ο Χαϊτάουερ μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και τους γρύλισε να κρατήσουν τα άλογα ακίνητα και να μείνουν στο κέντρο για να μην εμποδίζουν τους τραβηχτές του. Φώναζε τους βοηθούς του και τους τα έψελνε, καθώς ετοίμαζαν το πέραμα για το ταξίδι του, όμως, ό,τι κι αν έλεγε, οι άνδρες δούλευαν το ίδιο ράθυμα κι ο ίδιος τα έλεγε με μισή καρδιά και συχνά έκοβε τις φωνές για να υψώσει το δαυλό του και να κοιτάξει μέσα στην ομίχλη. Τελικά σταμάτησε εντελώς να φωνάζει και πήγε στην πλώρη, όπου στάθηκε ατενίζοντας την αχλύ που σκέπαζε το ποτάμι. Δεν κουνήθηκε, παρά μόνο όταν του άγγιξε το μπράτσο ένας βοηθός του· τότε τινάχτηκε και τον αγριοκοίταξε.
“Τι; Α. Εσύ είσαι; Έτοιμοι; Καιρός ήταν. Άντε, άνθρωπε μου, τι στέκεσαι;” Κούνησε τα χέρια, χωρίς να προσέχει το δαυλό, ή τα άλογα που σάλεψαν και προσπάθησαν να κάνουν πίσω. “Φύγαμε! Πάμε! Κουνηθείτε!” Ο άνδρας απομακρύνθηκε νωχελικά για να εκτελέσει τη διαταγή του και ο Χαϊτάουερ κοίταξε άλλη μια φορά την ομίχλη που ήταν μπροστά τους, τρίβοντας ανήσυχα το ελεύθερο χέρι του στο μπροστινό μέρος του παλτού του.
Το πέραμα τραντάχτηκε, όταν λύθηκαν οι πρυμάτσες του και το πήρε το ρεύμα και μετά τραντάχτηκε πάλι, όταν το κράτησαν τα ρεμούλκια. Οι τραβηχτές, τρεις σε κάθε πλευρά, έπιασαν τα σχοινιά στο μπροστά μέρος του περάματος και άρχισαν με κόπο να περπατούν προς τα πίσω, μουρμουρίζοντας ανήσυχα, καθώς το πλοιάριο προχωρούσε στον ποταμό που ήταν τυλιγμένος στα γκρίζα.
Η αποβάθρα εξαφανίστηκε, όταν την τύλιξε η αχλύς και ουρές ομίχλης πέρασαν πάνω από το πλεούμενο, ανάμεσα στους πυρσούς. Το πέραμα κλυδωνίστηκε αργά στο ρεύμα του ποταμού. Μόνη κίνηση ήταν τα σταθερά βήματα των τραβηχτών που πήγαιναν μπροστά, έπιαναν τα σχοινιά και οπισθοχωρούσαν τραβώντας. Κανένας δεν μιλούσε. Οι χωρικοί έμεναν όσο μπορούσαν πιο κοντά στο κέντρο του περάματος. Είχαν ακούσει ότι ο Τάρεν ήταν πολύ πιο πλατύς από τα ποταμάκια τα οποία ήξεραν μέσα στην ομίχλη τους φαινόταν αχανής.
Μετά από λίγη ώρα, ο Ραντ πλησίασε τον Λαν. Ποτάμια σαν αυτό, που δεν μπορούσες να τα περπατήσεις, να τα κολυμπήσεις, ούτε καν να δεις την άλλη όχθη τους, προκαλούσαν νευρικότητα σε όσους δεν είχαν δει κάτι πλατύτερο, ή βαθύτερο, από τις λιμνούλες του Νεροδάσους. “Στ’ αλήθεια θα προσπαθούσαν να μας κλέψουν;” ρώτησε χαμηλόφωνα. “Έκανε σαν να φοβόταν μήπως τον κλέψουμε εμείς”.
Ο Πρόμαχος κοίταξε τον περαματάρη και τους βοηθούς του —κανένας δεν έμοιαζε να ακούει- και ύστερα του απάντησε, εξίσου χαμηλόφωνα.
“Με την κρυψώνα της ομίχλης... ε, μερικές φορές οι άνθρωποι φέρονται στους ξένους αλλιώς όταν φαίνονται κι αλλιώς όταν είναι κρυμμένες οι πράξεις τους. Κι εκείνοι, που αμέσως σκέφτονται το κακό μπροστά στον ξένο, είναι αυτοί που πιο γρήγορα θα του έκαναν κακό. Λυτός εδώ..., πιστεύω πως θα πουλούσε τη μάνα του στους Τρόλοκ για βραστό, αν η τιμή ήταν σωστή. Ξαφνιάζομαι λιγάκι που το ρωτάς. Άκουσα πώς μιλάνε οι άνθρωποι στο Πεδίο του Έμοντ για εκείνους του Τάρεν Φέρυ”.
“Ναι, αλλά... Να, όλοι λένε πως... Αλλά δεν μου πέρασε από το νου πως στ’ αλήθεια θα...” Ο Ραντ αποφάσισε να ξεχάσει όσα νόμιζε πως ήξερε για τους ανθρώπους πέρα από το δικό του χωριό. “Ίσως πει στον Ξέθωρο ότι περάσαμε το ποτάμι”, είπε τελικά. “Μπορεί να φέρει τους Τρόλοκ πίσω μας”.
Ο Λαν γέλασε πνιχτά. “Άλλο να κλέψει ξένο, άλλο να έχει πάρε-δώσε με Ημιάνθρωπο. Ειλικρινά, τον φαντάζεσαι να περνά απέναντι Τρόλοκ, όσο χρυσάφι κι αν του προσφέρουν, ειδικά μ’ αυτή την ομίχλη; Ή ακόμα και να μιλά με Μυρντράαλ, αν μπορεί να κάνει αλλιώς; Με τη σκέψη και μόνο θα έτρεχε ένα μήνα δίχως να σταματήσει. Δεν νομίζω πως θα πρέπει να ανησυχούμε για Σκοτεινόφιλους στο Τάρεν Φέρυ. Όχι εδώ πέρα. Είμαστε ασφαλείς... προς το παρόν, έστω. Από αυτά τα μούτρα, τουλάχιστον. Πρόσεχε”.
Ο Χαϊτάουερ, που μέχρι τώρα κοίταζε την ομίχλη μπροστά, είχε γυρίσει. Με το στενό του πρόσωπο να προβάλλει μπροστά και με τον πυρσό υψωμένο κοίταξε τον Λαν και τον Ραντ, σαν να τους έβλεπε για πρώτη φορά. Κάτω από τα πόδια των τραβηχτών και το σούρσιμο των οπλών τα σανίδια του καταστρώματος έτριζαν. Ο περαματάρης ξαφνικά έκανε μια γκριμάτσα, όταν συνειδητοποίησε ότι τον έβλεπαν που τους έβλεπε. Τινάχτηκε και γύρισε για να δει την πέρα όχθη, ή ό,τι άλλο έψαχνε στην ομίχλη.
“Μην λες άλλα”, είπε ο Λαν, με φωνή τόσο χαμηλή, που ο Ραντ δυσκολεύτηκε να τον καταλάβει. “Δεν είναι καλές μέρες αυτές για να μιλάμε για τους Τρόλοκ, τους Σκοτεινόφιλους, ή τον Πατέρα του Ψεύδους, με τα παράξενα αυτιά που μας ακούνε. Με τέτοιες κουβέντες θα πάθεις χειρότερα από το να ζωγραφίσουν το Δόντι του Δράκοντα στην πόρτα σου”.
Ο Ραντ δεν είχε διάθεση για άλλες ερωτήσεις. Τον τύλιξε ο ζόφος, βαρύτερα από πριν. Σκοτεινόφιλοι! Λες και πριν δεν είχαν αρκετές σκοτούρες με τους Ξέθωρους και τους Τρόλοκ και τα Ντραγκχάρ. Τουλάχιστον τους Τρόλοκ τους καταλάβαινες εξ όψεως.
Ξαφνικά, πάσσαλοι ξεπρόβαλαν μπροστά τους στην καταχνιά. Το πέραμα κουτούλησε την πέρα όχθη, οι τραβηχτές έτρεξαν να δέσουν γρήγορα το πλοιάριο και να κατεβάσουν την άλλη ράμπα, που έπεσε μ’ ένα γδούπο, ενώ ο Ματ και ο Πέριν δήλωναν μεγαλοφώνως πως ο Τάρεν δεν είχε ούτε το μισό πλάτος απ’ όσο είχαν ακούσει. Ο Λαν κατέβασε τον επιβήτορά του από τη ράμπα, ακολουθούμενος από τη Μουαραίν και τους υπόλοιπους. Όταν ο Ραντ, ο τελευταίος, κατέβασε τον Κλάουντ πίσω από τη Μπέλα, ο αφέντης Χαϊτάουερ τους φώναξε φουρκισμένος.
“Για ελάτε, τώρα! Για ελάτε! Πού είναι το χρυσάφι μου;”
“Θα αμειφθείς”, ακούστηκε η φωνή της Μουαραίν, βαθιά από την ομίχλη. Οι μπότες του Ραντ μετά τη ράμπα άγγιξαν μια ξύλινη αποβάθρα. “Κι ένα ασημένιο μάρκο για κάθε άνδρα σου”, πρόσθεσε η Άες Σεντάι, “για το γρήγορο πέρασμα”.
Ο περαματάρης δίστασε, με το πρόσωπο του σκυμμένο μπροστά, σαν να οσμιζόταν κίνδυνο, αλλά οι τραβηχτές ξεσηκώθηκαν μόλις άκουσαν για ασήμι. Μερικοί στάθηκαν για να αρπάξουν δαυλούς, όλοι όμως κατέβηκαν με βαριά βήματα τη ράμπα, πριν προφτάσει ο Χαϊτάουερ να ανοίξει το στόμα του. Ο περαματάρης μούτρωσε και ακολούθησε το πλήρωμά του.
Οι οπλές του Κλάουντ άφηναν κούφιους κρότους στην ομίχλη, καθώς ο Ραντ προχωρούσε επιφυλακτικά στην αποβάθρα. Η γκρίζα θολούρα εδώ ήταν πυκνή, όσο και πάνω από το ποτάμι. Στην αρχή της αποβάθρας ο Πρόμαχος μοίραζε νομίσματα, περικυκλωμένος από τους δαυλούς του Χαϊτάουερ και των ανθρώπων του. Όλοι οι άλλοι, εκτός από τη Μουαραίν, περίμεναν μαζεμένοι κι ανήσυχοι λίγο παραπέρα. Η Άες Σεντάι στεκόταν κοιτάζοντας τον ποταμό, αλλά το τι έβλεπε ήταν κάτι που ο Ραντ δεν μπορούσε να καταλάβει. Τρεμούλιασε και ανέβασε το μανδύα του, αν και είχε ρουφήξει υγρασία. Τώρα πια είχε βγει έξω από τους Δύο Ποταμούς και του φαινόταν ότι βρισκόταν πολύ πιο μακριά από όσο ήταν το πλάτος ενός ποταμού.
“Να”, είπε ο Λαν, δίνοντας το τελευταίο νόμισμα στον Χαϊτάουερ. “Όπως συμφωνήσαμε”. Δεν έκανε να πάρει το πουγκί του και ο άνδρας με πρόσωπο τρωκτικού το κοίταξε άπληστα.
Η αποβάθρα τρεμούλιασε μ’ ένα δυνατό τριγμό. Ο Χαϊτάουερ τινάχτηκε όρθιος, γύρισε το κεφάλι προς το πέραμα, που το κουκούλωνε η καταχνιά. Οι πυρσοί που είχαν μείνει στο πλοιάριο ήταν δύο αμυδρές, θολές κηλίδες φωτός. Η αποβάθρα βόγκηξε και μ’ ένα βροντερό πάταγο από ξύλα που έσπαζαν οι δύο λάμψεις τινάχτηκαν κι άρχισαν να περιστρέφονται. Η Εγκουέν άφησε μια κραυγή και ο Θομ βλαστήμησε.
“Λύθηκε!” ούρλιαξε ο Χαϊτάουερ. Αρπαξε τους τραβηχτές του και τους έσπρωξε στην αποβάθρα. “Το πέραμα λύθηκε, βλάκες! Πιάστε το! Πιάστε το!”
Οι τραβηχτές έκαναν τρεκλίζοντας μερικά βήματα, ενώ τους έσπρωχνε ο Χαϊτάουερ, ύστερα σταμάτησαν. Τα θαμπά φώτα στο πέραμα στριφογυρνούσαν ολοένα και γρηγορότερα. Η ομίχλη από πάνω τους στροβιλίστηκε, παρασύρθηκε σε μια ελικοειδή κίνηση. Η αποβάθρα σείστηκε. Οι ήχοι των ξύλων που έσπαζαν και σχίζονταν γέμισαν τον αέρα, καθώς το πέραμα άρχισε να διαλύεται.
“Ρουφήχτρα”, είπε ένας τραβηχτής, με φωνή όλο δέος.
“Δεν έχει ρουφήχτρες στον Τάρεν”, είπε ο Χαϊτάουερ. Έμοιαζε να του έχουν κοπεί τα γόνατα. “Ποτέ δεν είχε ρουφήχτρες...”
“Ατυχές περιστατικό”. Η φωνή της ήταν κούφια μέσα στην ομίχλη, που έκανε το σώμα της σκιά καθώς έφευγε από το ποτάμι.
“Ατυχές”, συμφώνησε ο Λαν ανέκφραστα. “Φαίνεται πως θα αργήσεις να περάσεις άλλους από το ποτάμι. Είναι κακοτυχία που έχασες το σκάφος σου, ενώ εργαζόσουν για μας”. Έψαξε πάλι στο πουγκί του, που ήταν έτοιμο στο χέρι του. “Πρέπει να είναι αρκετή ανταμοιβή”.
Ο Χαϊτάουερ κοίταξε για μια στιγμή το χρυσάφι, που έλαμπε στο χέρι του Λαν κάτω από το φως των πυρσών, έπειτα οι ώμοι του καμπούριασαν και το βλέμμα του πέταξε στους άλλους που είχε μεταφέρει. Η ομάδα από το Πεδίο του Έμοντ στεκόταν σιωπηλή, θαμπή μέσα στην ομίχλη. Με μια φοβισμένη, άναρθρη κραυγή, ο περαματάρης άρπαξε τα νομίσματα από τον Λαν, γύρισε σαν σβούρα και έτρεξε στην ομίχλη. Οι τραβηχτές του ήταν μόνο μισό βήμα πίσω του και οι δαυλοί τους γρήγορα χάθηκαν, καθώς ανηφόριζαν την όχθη αντίθετα από τη φορά του ποταμού.
“Τίποτε άλλο δεν μας κρατά εδώ πέρα”, είπε η Άες Σεντάι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα το ασυνήθιστο. Απομακρύνθηκε από την αποβάθρα και ανηφόρισε την όχθη, οδηγώντας τη λευκή φοράδα της.
Ο Ραντ στάθηκε πλάι στο κρυμμένο ποτάμι. Μπορεί να ήταν τυχαίο. Δεν έχει ρουφήχτρες, έτσι είπε, αλλά... Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως όλοι είχαν φύγει. Ανέβηκε βιαστικά την ανηφορίτσα της όχθης.
Τρία βήματα παραπέρα, η πυκνή ομίχλη έσβηνε και χανόταν. Σταμάτησε αμέσως και κοίταξε πίσω. Σαν μια γραμμή να έσχιζε την ακροποταμιά, από τη μια πλευρά κρεμόταν γκρίζα καταχνιά κι από την άλλη άστραφτε ο καθαρός νυχτερινός ουρανός, που ήταν ακόμα σκοτεινός, παρ’ όλο που η διαύγεια του φεγγαριού έδειχνε πως η αυγή δεν θα αργούσε.
Ο Πρόμαχος και η Άες Σεντάι στέκονταν και διαβουλεύονταν πλάι στα άλογά τους, λίγο πέρα από τα σύνορα της ομίχλης. Οι άλλοι ήταν συναγμένοι λιγάκι πιο πέρα· ακόμα και στο φεγγαρόλουστο σκοτάδι η ταραχή τους ήταν φανερή. Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στον Λαν και τη Μουαραίν και όλοι, εκτός από την Εγκουέν, έγερναν πίσω, σαν να μην μπορούσαν να διαλέξουν, αν προτιμούσαν να χάσουν το ζευγάρι, ή να το πλησιάσουν υπερβολικά. Ο Ραντ, τραβώντας τον Κλάουντ, έκανε με ταχύ βήμα τις τελευταίες απλωσιές κι έφτασε στο πλευρό της Εγκουέν, που του χαμογέλασε πλατιά. Του φάνηκε πως η λάμψη στα μάτια της δεν οφειλόταν μόνο στο φως του φεγγαριού.
“Ακολουθεί το ποτάμι, σαν να το ζωγράφισε κάποιος με πένα”, έλεγε η Μουαραίν με τόνο ικανοποίησης. “Δεν υπάρχουν ούτε δέκα γυναίκες στην Ταρ Βάλον που να μπορούν να το κάνουν αβοήθητες. Για να μην πω, από την πλάτη ενός αλόγου που καλπάζει”.
“Δεν θέλω να παραπονεθώ, Μουαραίν Σεντάι”, είπε ο Θομ, με ασυνήθιστη γι’ αυτόν διστακτικότητα, “αλλά δεν θα ήταν καλύτερο αν μας έκρυβες λίγο ακόμα; Ας πούμε, ως το Μπάερλον; Αν αυτό το Ντραγκχάρ κοιτάξει απ’ αυτή την όχθη, ό,τι κερδίσαμε θα το χάσουμε”.
“Τα Ντραγκχάρ δεν είναι πολύ έξυπνα, αφέντη Μέριλιν”, είπε ξερά η Άες Σεντάι. “Επίφοβα και θανάσιμα, με οξεία όραση αλλά ελάχιστη νοημοσύνη. Θα πει στον Μυρντράαλ ότι αυτή η όχθη του ποταμού είναι άδεια, αλλά ο ποταμός είναι σκεπασμένος με ομίχλη για πολλά μίλια και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ο Μυρντράαλ θα ξέρει ότι έτσι καταβάλλω περισσότερο κόπο. Θα πρέπει να υπολογίσει ότι ίσως διαφύγουμε κατεβαίνοντας το ποτάμι και αυτό θα τον καθυστερήσει. Θα πρέπει να μοιράσει τις δυνάμεις του. Η ομίχλη μάλλον θα κρατήσει αρκετά κι έτσι δεν θα είναι βέβαιος αν δεν κάναμε μέρος της διαδρομής με πλοίο. Θα μπορούσα, αντιθέτως, να επεκτείνω την ομίχλη λιγάκι προς το Μπάερλον, αλλά τότε το Ντραγκχάρ θα έκανε λίγες μόνο ώρες για να ψάξει στο ποτάμι και ο Μυρντράαλ θα ήξερε ακριβώς προς τα πού κατευθυνόμαστε”.
Ο Θομ ξεφύσηξε και κούνησε το κεφάλι. “Ζητώ συγνώμη, Άες Σεντάι. Ελπίζω να μην σε πρόσβαλα”.
“Ε, Μου... ε, Άες Σεντάι”. Ο Ματ κοντοστάθηκε και ξεροκατάπιε δυνατά. “Το πέραμα... ε.... μήπως εσύ... θέλω να πω... δεν καταλαβαίνω γιατί...” Τα λόγια του ξεψύχησαν και η σιωπή ήταν τόσο βαθιά, που ο πιο δυνατός ήχος που άκουγε ο Ραντ ήταν η δική του ανάσα.
Τελικά η Μουαραίν μίλησε και η φωνή της γέμισε παγωνιά την άδεια σιωπή. “Όλοι θέλετε εξηγήσεις, αλλά, αν σας εξηγούσα κάθε πράξη μου, δεν θα προλάβαινα να κάνω τίποτα άλλο”. Στο φως του φεγγαριού, η Άες Σεντάι έμοιαζε με κάποιον τρόπο ψηλότερη, σχεδόν ορθωνόταν απειλητικά από πάνω τους. “Μάθετε κάτι. Σκοπεύω να φτάσετε ασφαλείς στην Ταρ Βάλον. Αυτό είναι το μόνο που πρέπει να ξέρετε”.
“Αν κάτσουμε κι άλλο εδώ”, είπε ο Λαν, “το Ντραγκχάρ δεν θα χρειαστεί να ψάξει στο ποτάμι. Αν θυμάμαι καλά...” Οδήγησε το άλογά του στην ανηφόρα της όχθης του ποταμού.
Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν κάτι να είχε χαλαρώσει στο στήθος του μ’ αυτή την κίνηση του Πρόμαχου. Άκουσε κι άλλους να κάνουν το ίδιο, ακόμα και τον Θομ και θυμήθηκε ένα παλιό γνωμικό. Καλύτερα να φτύσεις στο μάτι λύκου, παρά να θυμώσεις μια Άες Σεντάι. Η ένταση όμως είχε πέσει. Η Μουαραίν δεν ορθωνόταν από πάνω τους· μόλις που έφτανε ως το στήθος του.
“Δεν φαντάζομαι να μπορούσαμε να ξεκουραστούμε λιγάκι”, είπε ο Πέριν με ελπίδα, τονίζοντας τα λόγια του μ’ ένα χασμουρητό. Η Εγκουέν, που έγερνε στη Μπέλα, αναστέναξε κουρασμένα.
Ο Ραντ πρώτη φορά την άκουγε να βγάζει ήχο που να μοιάζει με παράπονο. Ίσως τώρα αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά δεν είναι καμιά θαυμαστή περιπέτεια. Έπειτα θυμήθηκε με κάποια ενοχή ότι η Εγκουέν, αντίθετα από αυτόν, δεν κοιμόταν όλη τη μέρα. “Πρέπει να ξεκουραστούμε, Μουαραίν Σεντάι”, είπε. “Στο κάτω-κάτω, όλη τη νύχτα ήμασταν στα άλογα”.
“Τότε προτείνω να δούμε τι μας έχει ο Λαν”, είπε η Μουαραίν. “Ελάτε”.
Ανηφόρισαν την όχθη πίσω της, μπήκαν στο δάσος πέρα από το ποτάμι. Τα γυμνά κλαριά έκαναν τις σκιές πιο πυκνές. Εκατό απλωσιές από τον Τάρεν έφτασαν σε ένα σκούρο λοφάκι πλάι σε ένα ξέφωτο. Εδώ μια παλιά πλημμύρα είχε σκάψει και είχε αναποδογυρίσει μια ολόκληρη συστάδα δέντρων και τα είχε ενώσει, δημιουργώντας ένα μεγάλο και πυκνό σύμφυρμα, μια φαινομενικά συμπαγή μάζα από κορμούς και κλαδιά και ρίζες. Η Μουαραίν σταμάτησε και ξαφνικά ένα φως εμφανίστηκε χαμηλά στο έδαφος, που έβγαινε από το σωρό των δέντρων.
Ο Λαν, κρατώντας μπροστά του ένα κοντό δαυλό, βγήκε έρποντας από κάτω από το σωρό και σηκώθηκε. “Δεν είχαμε ανεπιθύμητους επισκέπτες”, είπε στη Μουαραίν. “Και τα ξύλα που άφησα είναι ακόμα στεγνά, έτσι άναψα φωτιά. Θα ξεκουραστούμε στα ζεστά”.
“Περίμενες ότι θα σταματήσουμε εδώ;” είπε έκπληκτη η Εγκουέν.
“Φαινόταν πιθανό μέρος”, αποκρίθηκε ο Λαν. “Μου αρέσει να είμαι προετοιμασμένος, αν συμβεί κάτι”.
Η Μουαραίν πήρε το δαυλό του. “Θα περιποιηθείς τα άλογα; Όταν τελειώσεις, θα κάνω ό,τι μπορώ για να τους ξεκουράσω όλους. Αυτή τη στιγμή θέλω να μιλήσω στην Εγκουέν. Εγκουέν;”
Ο Ραντ είδε τις δύο γυναίκες να σκύβουν και να χάνονται στο μεγάλο σωρό των κορμών. Υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα, που μόλις αρκούσε για να περάσει κανείς έρποντας. Το φως του δαυλού χάθηκε.
Ο Λαν είχε συμπεριλάβει σάκους ταΐσματος και λίγη βρώμη στις προμήθειές τους, αλλά εμπόδισε τους άλλους να ξεσελώσουν τα άλογά τους. Αντίθετα, έβγαλε τα πέδικλα που είχε στα εφόδιά τους. “Θα αναπαύονταν καλύτερα χωρίς τις σέλες, αλλά, αν χρειαστεί να φύγουμε γρήγορα, ίσως να μην έχουμε χρόνο να τα ξανασελώσουμε”.
“Δεν βλέπω να θέλουν ξεκούραση”, είπε ο Πέριν, καθώς προσπαθούσε να ταιριάξει το σάκο ταΐσματος στη μουσούδα του αλόγου του. Το άλογο τίναξε λίγο το κεφάλι του και μετά τον άφησε να δέσει τα λουριά. Κι ο Ραντ, επίσης, δυσκολεύτηκε με τον Κλάουντ και χρειάστηκαν τρεις προσπάθειες για να περάσει το μουσαμαδένιο σάκο από τη μύτη του αλόγου.
“Τη χρειάζονται”, τους είπε ο Λαν. Έβαλε το πέδικλο στο άλογό του και σηκώθηκε. “Εντάξει, μπορούν να τρέξουν κι άλλο. Θα τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούν, αν τα αφήσουμε, μέχρι τη στιγμή που θα πέσουν νεκρά από εξάντληση, χωρίς να το καταλάβουν. Θα προτιμούσα να μην είχε κάνει η Μουαραίν Σεντάι αυτό που έκανε, αλλά ήταν αναγκαίο”. Χάιδεψε το λαιμό του αλόγου του κι εκείνο κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω, σαν σε ανταπόκριση στο άγγιγμα του Πρόμαχου. “Τις επόμενες μέρες θα πρέπει να πηγαίνουμε αργά, μέχρι να συνέλθουν. Πιο αργά απ’ όσο θα ήθελα. Αλλά, με λίγη τύχη, δεν θα χρειαστεί κάτι παραπάνω”.
“Αυτό είναι...;” Ο Ματ ξεροκατάπιε δυνατά. “Αυτό εννοούσε εκείνη; Για την κούρασή μας;”
Ο Ραντ χάιδεψε το λαιμό του Κλάουντ και κοίταξε πέρα στο πουθενά. Παρά τα όσα είχε κάνει η Άες Σεντάι για τον Ταμ, ο Ραντ δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη πάνω του. Φως μου, σχεδόν παραδέχθηκε ότι βούλιαζε το πέραμα.
“Κάτι τέτοιο”. Ο Λαν γέλασε πνιχτά. “Αλλά μην ανησυχείς μήπως πεθάνεις κι εσύ από την κούραση. Εκτός αν τα πράγματα χειροτερέψουν πολύ. Πες ότι είναι σαν να κοιμήθηκες μια νύχια παραπάνω”.
Η στριγκλιά ενός Ντραγκχάρ αντιλάλησε ξαφνικά στο ομιχλώδες ποτάμι. Ακόμα και τα άλογα πάγωσαν. Ξανακούστηκε, πιο κοντά αυτή τη φορά, και ξανά, τρυπώντας το κρανίο του Ραντ σαν βελόνα. Έπειτα, οι στριγκλιές απομακρύνθηκαν και έσβησαν για τα καλά.
“Τύχη”, είπε χαμηλόφωνα ο Λαν. “Μας ψάχνει στο ποτάμι”. Σήκωσε τους ώμους και συνέχισε με πρακτικό ύφος. “Ας μπούμε μέσα. Δεν θα έλεγα όχι για λίγο ζεστό τσάι και κάτι για να κόψω την πείνα μου”.
Πρώτος ο Ραντ σύρθηκε στα τέσσερα, μέσα από το άνοιγμα στον κόμπο των δέντρων και κατηφόρισε μια κοντή σήραγγα. Στην άκρη της σταμάτησε, γονατιστός. Μπροστά υπήρχε ένας χώρος με ακανόνιστο σχήμα, μια ξύλινη σπηλιά, αρκετή για να τους χωρέσει όλους. Η οροφή, από κορμούς και κλαδιά, ήταν χαμηλή και μόνο οι γυναίκες μπορούσαν να σταθούν. Υπήρχε αναμμένη φωτιά σε ένα στρώμα από ποταμίσιες πέτρες, με τον καπνό να ανεβαίνει ψηλά· ένα αεράκι απάλλασσε το χώρο από τον καπνό, αλλά η στέγη και οι τοίχοι ήταν σφιχτοπλεγμένοι και δεν φαινόταν απ’ έξω ούτε σπίθα από τη φωτιά. Η Μουαραίν και η Εγκουέν, με τους μανδύες πεταμένους στην άκρη, κάθονταν σταυροπόδι, αντικριστά δίπλα στη φωτιά.
“Η Μία Δύναμη”, έλεγε η Μουαραίν, “προέρχεται από την Αληθινή Πηγή, την κινητήρια δύναμη της Δημιουργίας, τη δύναμη που έκανε ο Δημιουργός για να γυρνά τον Τροχό του Χρόνου”. Ένωσε τα χέρια μπροστά της και τα έσπρωξε το ένα κόντρα στο άλλο. “Το σαϊντίν, το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής και το σαϊντάρ, το θηλυκό μισό, δουλεύουν το ένα εναντίον του άλλου και ταυτοχρόνως μαζί, για να προσφέρουν αυτή τη δύναμη. Το σαϊντίν” -ύψωσε το ένα χέρι, το άφησε να πέσει- “έχει μολυνθεί από το άγγιγμα του Σκοτεινού, σαν νερό με ένα λεπτό στρώμα ταγγισμένου λαδιού που επιπλέει στην επιφάνεια. Το νερό είναι ακόμα αγνό, αλλά δεν μπορείς να το αγγίξεις χωρίς να αγγίξεις το μόλυσμα. Μόνο το σαϊντάρ είναι ασφαλές για να το χρησιμοποιήσει κανείς”. Η Εγκουέν καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στον Ραντ. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, αλλά εκείνη έγερνε μπροστά συνεπαρμένη.
Ο Ματ σκούντησε τον Ραντ από πίσω, του μουρμούρισε κάτι και μπήκε στη σπηλιά των δέντρων. Η Μουαραίν και η Εγκουέν αγνόησαν τον ερχομό του. Πίσω του ήρθαν και στριμώχτηκαν και οι άλλοι, έβγαλαν τους μουσκεμένους μανδύες τους, κάθισαν αναπαυτικά γύρω από τη φωτιά, άπλωσαν τα χέρια στη ζεστασιά της. Ο Λαν, ο τελευταίος που μπήκε, πήρε φλασκιά και δερμάτινους σάκους από μια εσοχή του τοίχου, έβγαλε ένα κατσαρολάκι, και άρχισε να ετοιμάζει τσάι. Δεν έδωσε σημασία σ’ αυτά που έλεγαν οι γυναίκες, αλλά οι φίλοι του Ραντ, σιγά-σιγά, έπαψαν να ζεσταίνουν τα χέρια στη φωτιά και γύρισαν να τις βλέπουν απροκάλυπτα. Ο Θομ έκανε πως αφιέρωνε όλο του το ενδιαφέρον στο γέμισμα της περίπλοκα σκαλισμένης πίπας του, αλλά τον πρόδιδε ο τρόπος που έγερνε προς τις γυναίκες. Η Μουαραίν και η Εγκουέν φέρονταν σαν να ήταν μόνες.
“Όχι”, είπε η Μουαραίν, απαντώντας σε μια ερώτηση που δεν είχε ακούσει ο Ραντ, “η Αληθινή Πηγή δεν μπορεί να στερέψει, όπως και ο τροχός του μύλου δεν μπορεί να κάνει το ποτάμι να στερέψει. Η Πηγή είναι το ποτάμι· οι Άες Σεντάι είναι ο τροχός”.
“Και στ’ αλήθεια, νομίζεις ότι μπορώ να μάθω;” ρώτησε η Εγκουέν. Το πρόσωπό της άστραφτε από ενθουσιασμό. Ο Ραντ ποτέ δεν την είχε δει τόσο όμορφη, ή τόσο απόμακρη. “Μπορώ να γίνω Άες Σεντάι;”
Ο Ραντ πήδηξε πάνω, χτυπώντας το κεφάλι του στη χαμηλή οροφή από κούτσουρα. Ο Θομ Μέριλιν τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε πάλι κάτω.
“Μην είσαι βλάκας”, μουρμούρισε ο Βάρδος. Κοίταξε τις γυναίκες —δεν έδειχναν να έχουν προσέξει τη σκηνή- και έριξε στον Ραντ ένα βλέμμα συμπάθειας. “Το ζήτημα έχει φύγει από τα χέρια σου, αγόρι μου”.
“Παιδί μου”, είπε ήρεμα η Μουαραίν, “ελάχιστοι άνθρωποι μαθαίνουν να αγγίζουν την Αληθινή Πηγή και να χρησιμοποιούν τη Μία Δύναμη. Μερικοί μαθαίνουν περισσότερα, μερικοί λιγότερα. Υπάρχουν μόνο μια χούφτα άνθρωποι, μαζί κι εσύ, που δεν χρειάζονται να μάθουν. Ή, τουλάχιστον, θα σου έρθει το άγγιγμα της Πηγής, είτε το θέλεις είτε όχι. Δίχως όμως τη διδασκαλία που θα μπορέσεις να λάβεις στην Ταρ Βάλον δεν θα μάθεις ποτέ να τη διαβιβάζεις πλήρως και ίσως να μην επιβιώσεις. Φυσικά, οι άνδρες, στους οποίους γεννιέται μέσα τους η ικανότητα να αγγίζουν το σαϊντίν, πεθαίνουν, αν δεν τους βρουν και δεν τους ειρηνέψει το Κόκκινο Άτζα...”
Ο Θομ γρύλισε βαθιά στο λαρύγγι του και ο Ραντ σάλεψε αμήχανα. Αντρες σαν αυτούς για τους οποίους μιλούσε η Άες Σεντάι ήταν σπάνιοι ―σ’ όλη του τη ζωή είχε ακούσει μόνο για τρεις- και οι ζημιές που έκαναν, πριν τους βρουν οι Άες Σεντάι, ήταν πάντα τόσο μεγάλες που τα νέα έφταναν μακριά, σαν νέα για πολέμους, ή σεισμούς που κατέστρεφαν πόλεις. Ποτέ δεν είχε καταλάβει τι έκαναν τα Άτζα. Σύμφωνα με τις ιστορίες, υπήρχαν ομάδες μεταξύ των Άες Σεντάι, που έμοιαζαν, πάνω απ’ όλα, να μηχανορραφούν και να τσακώνονται μεταξύ τους, αλλά σ’ όλες τις ιστορίες ένα σημείο ήταν σαφές. Το Κόκκινο Άτζα είχε ως πρωταρχικό καθήκον να εμποδίσει άλλο ένα Τσάκισμα του Κόσμου και το έκανε κυνηγώντας όσους άνδρες είχαν ονειρευτεί, έστω, να χαλιναγωγήσουν τη Μία Δύναμη. Ο Ματ και ο Πέριν, ξαφνικά, ευχήθηκαν να βρίσκονταν στα σπίτια τους, στα κρεβάτια τους.
“...αλλά πεθαίνουν και μερικές από τις γυναίκες. Είναι δύσκολο να μάθεις δίχως οδηγό. Οι γυναίκες που δεν βρίσκουμε, όσες ζήσουν, συχνά γίνονται... να, σ’ αυτά τα μέρη μια τέτοια ίσως γινόταν Σοφία του χωριού της”. Η Άες Σεντάι σταμάτησε, σκεπτική. “Το αρχαίο αίμα είναι δυνατό στο Πεδίο του Έμοντ, το αρχαίο αίμα τραγουδά. Κατάλαβα τι είσαι τη στιγμή που σε είδα. Καμία Άες Σεντάι δεν μπορεί να σταθεί μπροστά σε μια γυναίκα που μπορεί να διαβιβάζει, ή που είναι κοντά στην αλλαγή της, χωρίς να το νιώσει”. Έψαξε στο σακούλι που είχε στη ζώνη της και έβγαλε το μικρό γαλάζιο πετράδι με τη χρυσή αλυσίδα, που φορούσε νωρίτερα στα μαλλιά της. “Είσαι πολύ κοντά στην αλλαγή σου, στο πρώτο άγγιγμα. Το καλύτερο θα είναι να σε καθοδηγήσω. Έτσι θα αποφύγεις τις... δυσάρεστες παρενέργειες, που έχουν όλοι όσοι πρέπει να βρουν το δρόμο μόνοι τους”.
Η Εγκουέν κοίταξε την πέτρα με μάτια διάπλατα και έγλειψε αρκετές φορές τα χείλη. “αυτό... έχει τη Δύναμη;”
“Και βέβαια όχι”, είπε απότομα η Μουαραίν. “Παιδί μου, δεν έχουν Δύναμη τα πράγματα. Ακόμα κι ένα ανγκριάλ είναι απλώς εργαλείο. Αυτό εδώ δεν είναι παρά μια όμορφη γαλάζια πέτρα. Αλλά μπορεί να βγάλει φως. Να”.
Τα χέρια της Εγκουέν έτρεμαν, καθώς η Μουαραίν ακουμπούσε την πέτρα στα ακροδάχιυλά της. Έκανε να οπισθοχωρήσει, αλλά η Άες Σεντάι με το ένα χέρι έπιασε τα δικά της και με το άλλο άγγιξε απαλά το κεφάλι της Εγκουέν.
“Κοίτα την πέτρα”, είπε απαλά η Άες Σεντάι. “Έτσι είναι καλύτερα, παρά να ψάχνεις μόνη σου στα τυφλά. Καθάρισε το μυαλό σου και άσε τον εαυτό σου να αιωρείται. Υπάρχει μόνο η πέτρα και το κενό. Θα αρχίσω εγώ. Αιωρήσου και άσε με να σε καθοδηγήσω. Μην κάνεις σκέψεις. Αιωρήσου”.
Τα δάχτυλα του Ραντ κρατούσαν με δύναμη τα γόνατά του· έσφιγγε τα σαγόνια, τόσο που πονούσαν. Πρέπει να αποτύχει. Πρέπει.
Φως άνθισε στην πέτρα, μόνο μια γαλάζια αστραπή που χάθηκε, όχι δυνατότερη από φως πυγολαμπίδας, αλλά το πρόσωπό του συσπάστηκε, σαν να τον είχε τυφλώσει. Η Εγκουέν και η Μουαραίν ατένιζαν μέσα στην πέτρα, με πρόσωπα ανέκφραστα. Αλλη μια αστραπή φάνηκε και ύστερα άλλη μία, ώσπου το κυανό φως παλλόταν, σαν καρδιά που χτυπούσε. Είναι η Άες Σεντάι, σκέφτηκε απελπισμένα. Το κάνει η Μουαραίν. Όχι η Εγκουέν.
Ένα τελευταίο, ασθενικό τρεμόσβημα και η πέτρα έμεινε απλό μπιχλιμπίδι. Ο Ραντ κράτησε την ανάσα του.
Η Εγκουέν για λίγο συνέχισε να ατενίζει το μικρό πετράδι και ύστερα ύψωσε το βλέμμα στη Μουαραίν. “Νόμισα... νόμισα πως ένιωσα... κάτι, αλλά... Ίσως να έκανες λάθος για μένα. Λυπάμαι που σπατάλησες το χρόνο σου”.
“Δεν σπατάλησα τίποτα, παιδί μου”. Ένα μειδίαμα ικανοποίησης πέταξε στα χείλη της Μουαραίν. “Το τελευταίο φως ήταν μόνο δικό σου”.
“Ναι;” αναφώνησε η Εγκουέν, αλλά βυθίστηκε πάλι στην απελπισία. “Μα μόλις που φαινόταν”.
“Τώρα κάνεις σαν χαζό χωριατοκόριτσο. Οι περισσότερες από αυτές που έρχονται στην Ταρ Βάλον πρέπει να μελετούν πολλούς μήνες, πριν κάνουν αυτό που έκανες μόλις τώρα. Ίσως φτάσεις μακριά. Ίσως, ακόμα και στην Έδρα της Άμερλιν, κάποια μέρα, αν μελετάς και δουλεύεις σκληρά”.
“Εννοείς...;” Με μια κραυγή αγαλλίασης, η Εγκουέν αγκάλιασε την Άες Σεντάι. “Σ’ ευχαριστώ. Ραντ, άκουσες; Θα γίνω Άες Σεντάι!”