36 Ο Ιστός του Σχήματος

Ο αφέντης Γκιλ τους πήγε σε ένα απόμερο τραπέζι της κοινής αίθουσας και έβαλε μια σερβιτόρα να τους φέρει φαγητό. Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι όταν είδε τα πιάτα, που είχαν το καθένα μερικές λεπτές φέτες βοδινό με πηχτή σάλτσα, μια κουταλιά σινάπι και δύο πατάτες. Μα το κούνησε πικρά και καρτερικά, όχι θυμωμένα. Ο πανδοχέας είχε πως όλα ήταν λιγοστά. Ο Ραντ πήρε το μαχαίρι και το πιρούνι και αναρωτήθηκε τι θα γινόταν, όταν πια δεν θα υπήρχε τίποτα. Το μισογεμάτο πιάτο του τότε θα έμοιαζε με τσιμπούσι. Ένιωσε ρίγος.

Ο αφέντης Γκιλ είχε διαλέξει τραπέζι μακριά από τους άλλους και κάθισε με την πλάτη στη γωνία, απ’ όπου έβλεπε όλη την αίθουσα. Κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει και να κρυφακούσει χωρίς να τον δουν. Όταν έφυγε η σερβιτόρα, είπε χαμηλόφωνα, “Τώρα, για πείτε μου τι μπελάς σας βρήκε. Αν είναι να βοηθήσω, καλύτερα να ξέρω που πάω να μπλέξω”.

Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ, αλλά ο Ματ κοίταζε συνοφρυωμένος το πιάτο του, σαν να ήταν θυμωμένος με την πατάτα που έκοβε. Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. “Ούτε κι εγώ το καταλαβαίνω καλά”, ήταν τα πρώτα λόγια του.

Είπε την ιστορία απλά και δεν ανέφερε για Τρόλοκ και Ξέθωρους. Όταν κάποιος τους πρόσφερε βοήθεια, δεν θα ήταν καλό να του πει ότι όλα είχαν σχέση με μύθους. Αλλά δεν του φάνηκε σωστό να υποβαθμίσει τον κίνδυνο, δεν θα ήταν σωστό να αναμίξει κάποιον, που δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού θα έμπλεκε. Κάποιοι κυνηγούσαν τον Ραντ και τον Ματ και επίσης μερικούς φίλους τους. Αυτοί οι άνθρωποι εμφανίζονταν εκεί που δεν το περίμεναν και ήταν άκρως επικίνδυνοι και σκόπευαν να σκοτώσουν τον ίδιο και τους φίλους του, αν όχι κάτι χειρότερο. Η Μουαραίν είπε ότι μερικοί ήταν Σκοτεινόφιλοι. Ο Θομ δεν εμπιστευόταν απολύτως τη Μουαραίν, αλλά έμενε μαζί τους λόγω του ανιψιού του, έτσι τους είχε πει. Προσπαθώντας να φτάσουν στην Ασπρογέφυρα είχαν χωριστεί μετά από μια επίθεση και μετά, στην Ασπρογέφυρα, ο Θομ είχε πεθάνει, καθώς τους έσωζε από άλλη μια επίθεση. Και υπήρχαν και άλλες τέτοιες απόπειρες. Ο Ραντ ήξερε ότι η ιστορία είχε κενά, αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να σκαρφιστεί στα γρήγορα, δίχως να αποκαλύψει περισσότερα απ’ όσα θα ήταν ασφαλές.

“Απλώς συνεχίσαμε, μέχρι που φτάσαμε στο Κάεμλυν”, εξήγησε. “Αυτό ήταν το αρχικό πλάνο. Στο Κάεμλυν και ύστερα στην Ταρ Βάλον”. Ανασάλεψε άβολα στην άκρη της καρέκλας του. Μετά από τόσο καιρό που τα κρατούσε όλα κρυφά, ένιωθε παράξενα, λέγοντας σε κάποιον έστω και αυτά. “Αν μείνουμε σ’ αυτή τη διαδρομή, θα μας βρουν και οι άλλοι, κάποια στιγμή”.

“Αν ζουν”, μουρμούρισε ο Ματ, σκυμμένος στο πιάτο του.

Ο Ραντ ούτε που κοίταξε τον Ματ. Κάτι τον ανάγκασε να προσθέσει, “Θα έχεις μπελάδες, αν μας βοηθήσεις”.

Ο αφέντης Γκιλ κούνησε αδιάφορα το παχουλό χέρι του. “Δεν μπορώ να πω πως θέλω μπελάδες, αλλά δεν θα είναι η πρώτη φορά που μπλέκω. Οι άτιμοι οι Σκοτεινόφιλοι δεν θα μας κάνουν να γυρίσω την πλάτη σε φίλους του Θομ. Γι’ αυτή τη φίλη σας από το βορρά, τώρα — αν έρθει, θα το μάθω. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν το νου τους σ’ όσους του είδους της έρχονται και φεύγουν και τα νέα μαθεύονται”.

Ο Ραντ δίστασε, έπειτα ρώτησε, “Και η Ελάιντα;”

Κι ο πανδοχέας δίστασε και τελικά κούνησε το κεφάλι. “Δεν νομίζω. Ίσως, αν δεν είχατε σχέση με τον Θομ. Θα το έβρισκε και τότε πού θα καταλήγατε; Ποιος να ξέρει. Μπορεί σε κάνα κελί. Μπορεί κάπου χειρότερα. Λένε ότι έχει τρόπο να αισθάνεται τα πράγματα, τι συνέβη, τι μέλλει να συμβεί. Λένε ότι πάει κατευθείαν σε ό,τι θέλεις να κρύψεις. Δεν ξέρω, αλλά δεν θα το ρισκάριζα. Αν δεν ήταν ο Θομ, θα μπορούσατε να πάτε στους Φρουρούς. Αυτοί θα ξεμπέρδευαν με τους Σκοτεινόφιλους στο πι και φι. Αλλα ακόμα κι αν μπορούσατε να τον κρατήσετε κρυφό από τους Φρουρούς, τα νέα θα έφταναν στο αυτί της Ελάιντα μόλις θα λέγατε για Σκοτεινόφιλους και τότε θα ήσασταν πάλι εκεί που ξεκινήσαμε”.

“Όχι στους Φρουρούς”, συμφώνησε ο Ραντ. Ο Ματ ένευσε με ενθουσιασμό, μπούκωσε το στόμα του με το πιρούνι και γέμισε το πηγούνι του σάλτσα.

“Το πρόβλημα είναι ότι έμπλεξες με θέματα που αγγίζουν τα πολιτικά, παλικάρι μου, και τα πολιτικά είναι ένας ομιχλώδης βάλτος, γεμάτος φίδια”.

“Μα το―” άρχισε να λέει ο Ραντ, αλλά ο πανδοχέας έκανε ξαφνικά μια γκριμάτσα και η καρέκλα έτριξε κάτω από τον όγκο του, όταν ξαφνικά ίσιωσε το κορμί του.

Η μαγείρισσα στεκόταν στην είσοδο της κουζίνας, σκουπίζοντας τα χέρια με την ποδιά της. Όταν είδε τον πανδοχέα να την κοιτάζει, του έκανε νόημα να έρθει και ξαναχάθηκε στην κουζίνα.

“Λες κι είμαι παντρεμένος μαζί της”. Ο αφέντης Γκιλ αναστέναξε. “Βρίσκει τι θέλει διόρθωμα πριν εγώ καταλάβω ότι χάλασε. Τη μια βούλωσαν οι σωλήνες, την άλλη μπούκωσαν τα λούκια, την παράλλη είναι τα ποντίκια. Το μαγαζί το έχω καθαρό, καταλαβαίνετε, αλλά με τόσο κόσμο που γέμισε η πόλη, τα ποντίκια είναι παντού. Όταν μαζεύεται κόσμος έρχονται ποντίκια και ξαφνικά έπεσαν στο Κάεμλυν σαν πανούκλα. Πού να σας πω τι τιμή φτάνει αυτό τον καιρό μια καλή γάτα, μια γάτα που να πιάνει ποντίκια. Το δωμάτιό σας είναι στη σοφίτα. Θα πω στα κορίτσια ποιο είναι· όλες θα ξέρουν να σας ανεβάσουν. Και μη στενοχωριέστε για Σκοτεινόφιλους. Μπορεί οι Λευκομανδίτες να μην μου γεμίζουν το μάτι, αλλά μ’ αυτούς από τη μια μεριά και με τους Φρουρούς από την άλλη, οι βρωμεροί Σκοτεινόφιλοι δεν τολμούν να φανούν στο Κάεμλυν”. Η καρέκλα του έτριξε πάλι, όταν την έσπρωξε πίσω για να σηκωθεί. “Ελπίζω να μην είναι πάλι τα λούκια”.

Ο Ραντ ξαναγύρισε στο πιάτο του, μα είδε πως ο Ματ δεν έτρωγε πια. “Νόμιζα ότι πεινούσες”, είπε. Ο Ματ συνέχισε να κοιτάζει το φαγητό του, σπρώχνοντας μια πατάτα σε κύκλο με το πιρούνι του. “Πρέπει να φας, Ματ. Πρέπει να είμαστε γεροί για να φτάσουμε στην Ταρ Βάλον”.

Ο Ματ άφησε ένα πικρό γελάκι. “Στην Ταρ Βάλον! Τόσον καιρό ήταν το Κάεμλυν. Η Μουαραίν θα μας περίμενε στο Κάεμλυν. Θα βρίσκαμε τον Πέριν και την Εγκουέν στο Κάεμλυν. Όλα θα ήταν μια χαρά, αν φτάναμε στο Κάεμλυν. Ε, φτάσαμε και τίποτα δεν είναι μια χαρά. Δεν είναι εδώ ούτε η Μουαραίν, ούτε ο Πέριν, ούτε κανένας. Τώρα όλα θα είναι μια χαρά αν φτάσουμε στην Ταρ Βάλον”.

Είμαστε ζωντανοί”, είπε ο Ραντ, πιο απότομα απ’ όσο σκόπευε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να συγκρατήσει τον τόνο του. “Είμαστε ζωντανοί. Μια χαρά ως εδώ. Και ο σκοπός μου είναι να μην πάθω τίποτα. Ο σκοπός μου είναι να μάθω γιατί είμαστε τόσο σημαντικοί. Δεν θα τα παρατήσω”.

“Τέτοια κοσμοπλημμύρα και ο καθένας μπορεί να είναι Σκοτεινόφιλος. Ο αφέντης Γκιλ σαν πολύ γρήγορα υποσχέθηκε να μας βοηθήσει. Τι σόι άνθρωπος είναι αυτός, που αψηφά Άες Σεντάι και Σκοτεινόφιλους; Δεν είναι φυσικό. Ένας σωστός άνθρωπος θα μας έλεγε να φύγουμε, ή... ή... ή κάτι θα έλεγε”.

“Φάε”, είπε με απαλή φωνή ο Ραντ και τον κοίταξε, ώσπου ο Ματ έφερε στο στόμα μια μπουκιά βοδινό.

Ο Ραντ άφησε τα χέρια του να ξεκουραστούν πλάι στο πιάτο του για λίγο, πιέζοντάς τα στο τραπέζι για να μην τρέμουν. Ήταν τρομαγμένος. Όχι λόγω του αφέντη Γκιλ, φυσικά, αλλά από λόγους είχαν αρκετούς. Τα ψηλά τείχη της πόλης δεν μπορούσαν να σταματήσουν έναν Ξέθωρο. Ίσως θα έπρεπε να πει γι’ αυτό στον πανδοχέα. Όμως, ακόμα κι αν ο Γκιλ τον πίστευε, θα τους βοηθούσε αν σκεφτόταν πως, ανά πάσα στιγμή, μπορούσε να φανεί ένας Ξέθωρος στην Ευλογία της Βασίλισσας; Και τα ποντίκια. Μπορεί τα ποντίκια να καλοπερνούσαν εκεί που υπήρχε πολυκοσμία, αλλά ο Ραντ θυμόταν το όνειρο, που δεν ήταν όνειρο, τότε στο Μπάερλον, και μια μικρή ραχοκοκαλιά που έσπαζε. Μερικές φορές ο Σκοτεινός χρησιμοποιεί τα πτωματοφάγα σαν μάτια του, είχε πει ο Λαν. Κοράκια, ποντίκια...

Έφαγε, μα, όταν τελείωσε, δεν θυμόταν τη γεύση ούτε μιας μπουκιάς.

Μια σερβιτόρα, εκείνη που γυάλιζε τα καντηλέρια όταν είχαν μπει, τους πήγε στη σοφίτα. Ένα χωνευτό παράθυρο τρυπούσε τον επικλινή τοίχο· υπήρχαν δύο κρεβάτι, από ένα στα δεξιά και τα αριστερά του παραθύρου. Και κρεμαστάρια πλάι στην πόρτα για να κρεμούν τα ρούχα τους. Η κοπέλα με τα μαύρα μάτια έπαιζε με τη φούστα της και χασκογελούσε όποτε κοίταζε τον Ραντ. Ήταν όμορφη, όμως αυτός ήξερε πως, αν της έλεγε κάτι, θα ρεζιλευόταν. Βλέποντάς την, ευχόταν να είχε τον τρόπο του Πέριν με τα κορίτσια· χάρηκε βλέποντάς την να φεύγει.

Περίμενε ότι ο Ματ δεν θα το άφηνε έτσι ασχολίαστο, αλλά μόλις εκείνη έφυγε, ο Ματ έπεσε σ’ ένα κρεβάτι, ακόμα φορώντας τις μπότες και το μανδύα του και γύρισε ώστε ν’ αντικρίζει τον τοίχο.

Ο Ραντ κρέμασε τα πράγματά του, κοιτάζοντας την πλάτη του Ματ. Του φαινόταν πως ο Ματ είχε το χέρι στο παλτό και έσφιγγε πάλι εκείνο το εγχειρίδιο,

“Θα μείνεις έτσι ξαπλωμένος να κρύβεσαι;” είπε τελικά.

“Είμαι κουρασμένος”, μουρμούρισε ο Ματ.

“Έχουμε κι άλλα να ρωτήσουμε τον αφέντη Γκιλ. Ίσως μας πει πώς να βρούμε την Εγκουέν και τον Πέριν. Αν δεν έχασαν τα άλογά τους, ίσως τώρα να έχουν φτάσει στο Κάεμλυν”.

“Είναι πεθαμένοι”, είπε ο Ματ στον τοίχο.

Ο Ραντ κοντοστάθηκε, έπειτα εγκατέλειψε την προσπάθεια. Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του, ελπίζοντας ότι ο Ματ στ’ αλήθεια θα κοιμόταν.

Κάτω, όμως, ο αφέντης Γκιλ ήταν άφαντος, παρ’ όλο που το κοφτερό βλέμμα της μαγείρισσας έλεγε ότι κι εκείνη τον έψαχνε. Ο Ραντ κάθισε για λίγο στην κοινή αίθουσα, αλλά κατέληξε να κοιτάζει όλους τους πελάτες που έμπαιναν, όλους τους ξένους, που θα μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε, ή οτιδήποτε, ειδικά τη στιγμή που πρόβαλλε ακόμα η σιλουέτα τους, μια μαύρη μανδυοφορεμένη μορφή στην είσοδο. Ένας Ξέθωρος στην αίθουσα θα ήταν σαν αλεπού σε κοτέτσι.

Ένας Φρουρός μπήκε από το δρόμο. Ο άνδρας με την κόκκινη στολή σταμάτησε στην πόρτα, κοίταξε ψυχρά όσους μέσα στην αίθουσα έμοιαζαν να είναι από άλλα μέρη. Ο Ραντ κάρφωσε το βλέμμα στο τραπεζομάντιλο, όταν η ματιά του Φρουρού έπεσε πάνω του· όταν ξανασήκωσε τα μάτια, είχε φύγει.

Η μαυρομάτα περνούσε με μια αγκαλιά πετσέτες. “Έρχονται που και πού”, του εκμυστηρεύθηκε καθώς προχωρούσε. “Για να προλάβουν φασαρίες. Έχουν το νου τους σε όσους είναι πιστοί στη Βασίλισσα. Δεν έχει να κάνει με σένα”. Χασκογέλασε.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Δεν είχε να κάνει μ’ αυτόν. Φυσικά και δεν θα ερχόταν ο Φρουρός να τον ρωτήσει αν ήξερε τον Θομ Μέριλιν. Γινόταν ίδιος και χειρότερος με τον Ματ. Έσπρωξε την καρέκλα του πιο πίσω.

Μια άλλη σερβιτόρα κοίταζε το λάδι στις λάμπες του τοίχου.

“Υπάρχει άλλο δωμάτιο για να καθίσω;” τη ρώτησε. Δεν ήθελε να ξανανέβει πάνω και να κρυφτεί εκεί με τον Ματ, που είχε κλειστεί στον εαυτό του. “Ίσως κάποια ιδιωτική τραπεζαρία, που δεν έχει κόσμο;”

“Υπάρχει η βιβλιοθήκη”. Του έδειξε μια πόρτα “Από κει, στα δεξιά, στο τέλος του διαδρόμου. Μπορεί να είναι άδεια τέτοια ώρα”.

“Σ’ ευχαριστώ. Αν δεις τον αφέντη Γκιλ, μπορείς να του πεις ότι, αν του περισσεύει λίγη ώρα, ο Ραντ αλ’Θορ θέλει να του μιλήσει;”

“Θα του το πω”, είπε εκείνη και μετά χαμογέλασε πλατιά. “Κι η μαγείρισσα τον θέλει”.

Ο πανδοχέας μάλλον κρυβόταν, σκέφτηκε ο Ραντ, καθώς πήγαινε στην πόρτα.

Όταν μπήκε στο δωμάτιο που του είχε πει, σταμάτησε κι απέμεινε να κοιτάζει. Τα ράφια πρέπει να είχαν τριακόσια ή τετρακόσια βιβλία, περισσότερα απ’ όσα είχε δει ποτέ στο ίδιο μέρος. Ντυμένα με ύφασμα, δερματόδετα με επίχρυσες ράχες. Ελάχιστα είχαν ξύλινα εξώφυλλα. Τα μάτια του καταβρόχθισαν τους τίτλους, διάλεξαν παλιά αγαπημένα. Τα Ταξίδια τον Τζάιν τον Γοργοπόδαρου. Τα Δοκίμια τον Γουίλιμ τον Μανέτσίς. Του κόπηκε η ανάσα στη θέα ενός δερματόδετου αντίτυπου του Ταξίδια με τους Θαλασσινούς. Ο Ταμ πάντα ήθελε να το διαβάσει.

Είδε με το νου του τον Ταμ να γυρνά το βιβλίο στα χέρια του χαμογελώντας, να το νιώθει, πριν καθίσει μπροστά στο τζάκι για να το διαβάσει καπνίζοντας την πίπα του. Το χέρι του έσφιξε το σπαθί του με μια αίσθηση απώλειας, μια αίσθηση κενού, που έσβησε τη χαρά του για τα βιβλία.

Κάποιος έβηξε πίσω του για να καθαρίσει το λαιμό του κατ ο Ραντ, ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μόνος του. Γύρισε, έτοιμος να απολογηθεί για την αγένειλά του. Είχε συνηθίσει να είναι ψηλότερος απ’ όσους συναντούσε, αλλά αυτή τη φορά το βλέμμα Του συνέχισε να ταξιδεύει ψηλά, ακόμα πιο ψηλά και το στόμα του άνοιξε. Έπειτα η ματιά του έφτασε σε ένα κεφάλι, που πλησίαζε το ύψους τριών μέτρων ταβάνι. Μια μύτη πλατιά όσο το πρόσωπο, τόσο φαρδιά, που ήταν μάλλον μουσούδα παρά μύτη. Φρύδια που κρέμονταν σαν ουρές, περνώντας δίπλα από χλωμά μάτια, μεγάλα σαν πιατάκια του τσαγιού. Αυτιά που πετιόνταν κατέληγαν σε φουντωτές μύτες, περνώντας μέσα από μια πυκνή, μελαχρινή λεοντή. Τρόλοκ! Άφησε μια κραυγή και προσπάθησε να οπισθοχωρήσει και να βγάλει το σπαθί του. Τα πόδια του μπερδεύτηκαν και σωριάστηκε κάτω.

“Μακάρι να μην κάνατε έτσι εσείς οι άνθρωποι”, μπουμπούνισε μια φωνή, που αντηχούσε σαν τύμπανο. Τα φουντωτά αυτιά συσπάστηκαν απότομα και η φωνή γέμισε λύπη. “Τόσο λίγοι μας θυμάστε. Μπορεί να είναι δικό μας το σφάλμα. Λίγοι από μας έρχονται κοντά στους ανθρώπους, από τότε που έπεσε η Σκιά στις Οδούς. Αυτό έγινε... α, έξι γενιές πέρασαν. Ήταν ακριβώς μετά τους Πολέμους των Τρόλοκ”. Το δασύτριχο κεφάλι κουνήθηκε και άφησε ένα αναστεναγμό, που θα ταίριαζε σε ταύρο. “Πολύς καιρός, πολύς καιρός, ενώ είναι τόσο λίγοι αυτοί που ταξιδεύουν και βλέπουν, που είναι σαν να μην υπάρχει κανείς”.

Ο Ραντ στάθηκε εκεί μια στιγμή με το στόμα του ορθάνοιχτο, κοιτώντας· η οπτασία φορούσε μπότες, που φάρδαιναν στα δάχτυλα και ανέβαιναν ως τα γόνατα και σκούρο μπλε παλτό, που κούμπωνε από το λαιμό ως τη μέση και μετά φάρδαινε και κατέβαινε ως τις μπότες, σαν κιλτ πάνω από φαρδύ παντελόνι. Στο ένα χέρι κρατούσε βιβλίο, το οποίο φαινόταν συγκριτικά μικροσκοπικό, ενώ ένα δάχτυλο, τόσο μεγάλο που έκανε για τρία, έκανε το σελιδοδείκτη.

“Νόμιζα ότι ήσουν-” άρχισε να λέει, έπειτα συγκρατήθηκε. “Τι είσ―;” Ούτε κι αυτό ήταν καλύτερο. Σηκώθηκε όρθιος και άπλωσε το χέρι του επιφυλακτικά. “Το όνομά μου είναι Ραντ αλ’Θορ”.

Ένα χέρι, μεγάλο σαν χοιρινό μπούτι, κατάπιε το δικό του· το συνόδευε μια επίσημη υπόκλιση. “Λόιαλ, γιος του Άρεντ, του γιου του Χάλαν. Το όνομά σου τραγουδά στ’ αυτιά μου, Ραντ αλ’Θορ”.

Ήταν κάπως εξωπραγματικό. Ακόμα δεν ήξερε τι ήταν ο Λόιαλ. Τα πελώρια δάχτυλα του Λόιαλ τον έσφιγγαν απροσδόκητα απαλά, όμως ένιωσε ανακούφιση όταν τράβηξε το χέρι του.

“Εσείς οι άνθρωποι εύκολα εξάπτεστε”, είπε ο Λόιαλ με το μπάσο μπουμπουνητό του. “Φυσικά, είχα ακούσει όλες τις ιστορίες και είχα διαβάσει τα βιβλία, αλλά δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Την πρώτη μου μέρα στο Κάεμλυν δεν πίστευα ότι έβλεπα τόση αναταραχή. Τα παιδιά έκλαιγαν, οι γυναίκες τσίριζαν, ένας όχλος με κυνήγησε σ’ όλη την πόλη, ανεμίζοντας ρόπαλα και μαχαίρια και δαυλούς, φωνάζοντας, “Τρόλοκ!” Φοβάμαι πως είχα ταραχτεί λιγάκι. Ποιος ξέρει τι θα γινόταν, αν δεν είχε έρθει ένα απόσπασμα των Φρουρών της Βασίλισσας”.

“Ευτυχώς”, είπε αχνά ο Ραντ.

“Ναι, αλλά ακόμα και οι Φρουροί έμοιαζαν να με φοβούνται όσο και οι άλλοι. Είμαι τέσσερις μέρες τώρα στο Κάεμλυν και δεν κατάφερα να ξεμυτίσω από το πανδοχείο. Ο καλός αφέντης Γκιλ μου ζήτησε, μάλιστα, να μην κάθομαι στην κοινή αίθουσα”. Τα αυτιά του τινάχτηκαν. “Όχι ότι δεν μου πρόσφερε κάθε φιλοξενία, καταλαβαίνεις. Αλλά έγινε κάποια φασαρία την πρώτη νύχτα. Όλοι οι άνθρωποι φαίνεται πως ήθελαν να φύγουν αμέσως. Τόσες φωνές και ουρλιαχτά, όλοι προσπαθούσαν να βγουν την ίδια στιγμή από την πόρτα. Μπορεί να τραυματιζόταν κανείς”.

Ο Ραντ κοίταζε συνεπαρμένος τα αυτιά που σάλευαν.

“Ειλικρινά σου λέω, δεν έφυγα από το στέντιγκ για να δω τέτοια πράγματα”.

“Είσαι Ογκιρανός!” αναφώνησε ο Ραντ. “Στάσου. Έξι γενιές; Είπες για τους Πολέμους των Τρόλοκ! Πόσων χρονών είσαι;” Κατάλαβε ότι ήταν αγένεια τη στιγμή που οι λέξεις έβγαιναν από τα χείλη του, αλλά ο Λόιαλ, αντί να προσβληθεί, έδειξε αμηχανία.

“Ενενήντα χρονών”, είπε δαγκωμένα ο Ογκιρανός. “Μόνο δέκα χρόνια μένουν για να απευθυνθώ στο Κούτσουρο. Νομίζω πως οι Πρεσβύτεροι έπρεπε να με αφήσουν να μιλήσω, αφού προσπαθούσαν να αποφασίσουν αν μπορούσα να φύγω ή όχι. Αλλά πάντα ανησυχούν για εκείνους που βγαίνουν Έξω, όποια κι αν είναι η ηλικία τους. Εσείς οι άνθρωποι είστε τόσο βιαστικοί, τόσο άστατοι”. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και έκανε μια μικρή υπόκλιση. “Σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις. Δεν έπρεπε να το πω. Αλλά συνεχώς πολεμάτε, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει λόγος”.

“Δεν πειράζει”, είπε ο Ραντ. Ακόμα προσπαθούσε να συλλάβει την ηλικία του Λόιαλ. Ήταν μεγαλύτερος από τον Τσεν Μπούι, αλλά δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να... Κάθισε σε μια από τις καρέκλες με την ψηλή ράχη. Ο Λόιαλ πήρε μια άλλη, διθέσια, τη γέμισε ολόκληρη. Καθιστός ήταν ψηλότερος από όσο θα ήταν οι περισσότεροι άνδρες όρθιοι. “Τουλάχιστον σε άφησαν να φύγεις”.

Ο Λόιαλ κοίταξε το πάτωμα, σουφρώνοντας τη μύτη του και τρίβοντας την μ’ ένα χοντρό δάχτυλο. “Να, μιας και λέμε γι’ αυτό. Βλέπεις, στο Κούτσουρο δεν είχαν καιρό που συναντιόνταν, ούτε χρόνο, αλλά, απ’ αυτά που άκουγα, καταλάβαινα πως μέχρι να πάρουν απόφαση θα ήμουν αρκετά μεγάλος για να φύγω δίχως την άδειά τους. Φοβάμαι πως θα πουν ότι έβαλα μακρύ στειλιάρι στο τσεκούρι μου, αλλά εγώ... σηκώθηκα κι έφυγα. Οι Πρεσβύτεροι πάντα έλεγαν πως ήμουν θερμόαιμος και φοβάμαι πως απέδειξα ότι έχουν δίκιο. Αναρωτιέμαι, αν έχουν καταλάβει ότι έφυγα; Αλλά έπρεπε να φύγω”.

Ο Ραντ δάγκωσε τα χείλη για να μη γελάσει. Αν ο Λόιαλ ήταν από τους θερμόαιμους, τότε ο Ραντ μπορούσε να φανταστεί πώς θα ήταν οι περισσότεροι Ογκιρανοί. Δεν είχαν καιρό που συναντιόνταν, ούτε χρόνο; Ο αφέντης αλ’Βερ θα κουνούσε το κεφάλι απορημένα. Αν μια συνάντηση του Συμβουλίου του Χωριού κρατούσε μισή μέρα, όλοι θα ήταν νευρικοί που είχε τραβήξει τόσο, ακόμα και ο Χάραλ Λούχαν. Τον κατέκλυσε η νοσταλγία και ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος, καθώς θυμόταν τον Ταμ, την Εγκουέν, το Πανδοχείο της Οινοπηγής, το Μπελ Τάιν στο Λιβάδι, σε πιο ευτυχισμένους καιρούς. Απόδιωξε τις αναμνήσεις.

“Αν δεν σε πειράζει που ρωτώ”, είπε, βήχοντας για να καθαρίσει το λαιμό του, “γιατί ήθελες τόσο πολύ να πας... ε, Έξω; Εγώ εύχομαι να μην είχα φύγει ποτέ από το σπίτι μου”.

“Μα, για να δω”, είπε ο Λόιαλ, σαν να ήταν το πιο φανερό πράγμα στον κόσμο. “Διάβασα τα βιβλία, τις αφηγήσεις των ταξιδιωτών και άρχισε να καίει μέσα μου η ανάγκη να δω, όχι μόνο να διαβάζω”. Τα χλωμά του μάτια έλαμψαν και τα αυτιά του πάγωσαν. “Μελέτησα το παραμικρό που μπορούσα να βρω για τα ταξίδια, για τις Οδούς, για τα έθιμα στις χώρες των ανθρώπων, για τις πόλεις που σας φτιάξαμε μετά το Τσάκισμα του Κόσμου. Κι όσο περισσότερο διάβαζα, τόσο πιο σίγουρος ήμουν πως έπρεπε να βγω Έξω, να πάω στα μέρη που ήμασταν κάποτε και να δω με τα μάτια μου τα άλση”.

Ο Ραντ βλεφάρισε. “Τα άλση;”

“Ναι, τα άλση. Τα δέντρα. Φυσικά, λίγα μόνο από τα Μεγάλα Δέντρα ορθώνονται στον ουρανό για να κρατήσουν ζωντανές τις αναμνήσεις των στέντιγκ”. Η καρέκλα του έτριξε, καθώς έσκυβε μπροστά, χειρονομώντας, κρατώντας ακόμα το βιβλίο. Τα μάτια του έλαμπαν πιο πολύ από κάθε άλλη φορά και τα αυτιά του σχεδόν τρεμούλιαζαν. “Κυρίως χρησιμοποιούσαν τα δέντρα της γης και του μέρους. Δεν μπορείς να κάνεις τη γη να στραφεί εναντίον του εαυτού της. Τουλάχιστον όχι για μεγάλο διάστημα· η γη θα ξεσηκωθεί. Πρέπει να πλάσεις το όραμα σύμφωνα με τη γη, όχι τη γη σύμφωνα με το όραμα. Σε κάθε άλσος φύτεψαν κάθε δέντρο που μπορούσε να μεγαλώσει και να θεριέψει σε κείνο το μέρος, όλα ισορροπημένα μεταξύ τους, όλα τοποθετημένα για να συμπληρώνουν τα άλλα, για να μεγαλώσουν καλύτερα, φυσικά, αλλά, επίσης, με τρόπο που η ισορροπία τους να είναι ένα τραγούδι για το μάτι και την καρδιά. Α, τα βιβλία έλεγαν για άλση, που έκαναν τους Πρεσβύτερους να γελούν και να κλαίνε την ίδια στιγμή, για άλση που θα παρέμεναν χλωρά στις μνήμες για πάντα”.

“Και οι πόλεις;” ρώτησε ο Ραντ. Ο Λόιαλ τον κοίταξε μπερδεμένος. “Οι πόλεις. Οι πόλεις που έφτιαξαν οι Ογκιρανοί. Εδώ, για παράδειγμα. Το Κάεμλυν, Δεν φτιάξατε εσείς οι Ογκιρανοί το Κάεμλυν; Έτσι λένε οι ιστορίες”.

“Να δουλεύεις την πέτρα..” Ανασήκωσε τους ογκώδεις ώμους του. “Αυτό ήταν απλώς κάτι που είχε γίνει γνωστό στα χρόνια μετά το Τσάκισμα, κατά την Εξορία, όταν ακόμα προσπαθούσαμε να ξαναβρούμε το στέντιγκ. Ε, ωραίο είναι, θα έλεγα, μα όχι αληθινό. Όσο και να προσπαθήσεις —και διάβασα ότι οι Ογκιρανοί που έχτισαν αυτές τις πόλεις έβαλαν τα δυνατά τους— δεν μπορείς να κάνεις την πέτρα να ζήσει. Μερικοί ακόμα δουλεύουν την πέτρα, αλλά μόνο επειδή εσείς οι άνθρωποι χαλάτε τα κτίρια τόσο συχνά με τους πολέμους σας. Όταν πέρασα από την... ε... Καιρχίν, έτσι λέγεται τώρα, υπήρχαν μερικοί Ογκιρανοί. Ευτυχώς ήταν από άλλο στέντιγκ ΚΙ έτσι δεν ήξεραν για μένα, αλλά τους φάνηκε ύποπτο που ήμουν Έξω μόνος, τόσο μικρός. Πάλι καλά, δηλαδή, που δεν είχα λόγο να μείνω κι άλλο εκεί. Βλέπεις, όπως και να ’χει, το να δουλεύουμε την πέτρα είναι κάτι που μας επιβλήθηκε από το πλέξιμο του Σχήματος· τα άλση βγήκαν από την καρδιά”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Οι μισές ιστορίες με τις οποίες είχε μεγαλώσει μόλις είχαν διαψευσθεί. “Δεν ήξερα ότι οι Ογκιρανοί πιστεύουν στο Σχήμα, Λόιαλ”.

“Φυσικά και πιστεύουμε. Ο Τροχός του Χρόνου υφαίνει το Σχήμα των Εποχών και οι ζωές είναι τα νήματα που υφαίνει. Κανένας δεν ξέρει πώς θα πλεχτεί το νήμα της ζωής του στο Σχήμα, ή πώς θα πλεχτεί το νήμα ενός λαού. Μας έδωσε το Τσάκισμα του Κόσμου και την Εξορία και την Πέτρα και τη Λαχτάρα. Και τελικά μας ξανάδωσε τα στέντιγκ πριν πεθάνουμε. Μερικές φορές νομίζω, πως ο λόγος που εσείς οι άνθρωποι είστε έτσι όπως είστε είναι επειδή τα νήματά σας είναι τόσο κοντά. Πρέπει να τρυπώνουν εδώ κι εκεί στην πλέξη. Α, για δες, το ξανάκανα. Οι Πρεσβύτεροι λένε πως εσείς οι άνθρωποι δεν θέλετε να σας θυμίζουν πόσο λίγο καιρό ζείτε. Ελπίζω να μην πλήγωσα τα αισθήματά σου”.

Ο Ραντ γέλασε και κούνησε το κεφάλι. “Καθόλου. Μου φαίνεται πως θα ήταν ωραίο να ζούσαμε όσο κι εσείς, αλλά ποτέ μου δεν το σκέφτηκα. Νομίζω πως όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι, αν έφταναν στην ηλικία του Τσεν Μπούι”.

“Είναι πολύ ηλικιωμένος αυτός;”

Ο Ραντ απλώς ένευσε. Δεν ήθελε να εξηγήσει πως ο γέρο — Τσεν δεν είχε τα χρόνια του Λόιαλ.

“Καλά”, είπε ο Λόιαλ, “μπορεί η ζωή σας να είναι σύντομη, αλλά κάνετε τόσα πράγματα, τρέχετε πέρα-δώθε, δεν κάθεστε ούτε στιγμή. Κι έχετε ολόκληρο τον κόσμο στη διάθεσή σας. Εμείς οι Ογκιρανοί είμαστε δεσμευμένοι στα στέντιγκ μας”.

“Είσαι Έξω”.

“Για λίγο διάστημα, Ραντ. Αλλά στο τέλος θα πρέπει να επιστρέψω. Αυτός ο κόσμος είναι δικός σου, δικός σου και του είδους σου. Τα στέντιγκ είναι δικά μου. Εδώ ’Εξω υπάρχει μεγάλη ανακατωσούρα Και τόσα πολλά έχουν αλλάξει απ’ αυτά που διάβασα”.

“Ε, τα πράγματα αλλάξουν με τον καιρό. Κάποια αλλάζουν, τέλος πάντων”.

“Κάποια; Οι μισές πόλεις που διάβαζα δεν υπάρχουν πια, ενώ οι υπόλοιπες είναι γνωστές με διαφορετικά ονόματα. Πάρε την Καιρχίν. Το σωστό όνομα της πόλης είναι Αλ’καϊρ’ραχιενάλεν, Λόφος της Χρυσής Αυγής. Δεν το θυμούνται καν, παρά την ανατολή του ήλιου που έχουν στα λάβαρά τους. Και το άλσος εδώ. Αμφιβάλλω αν το περιποιήθηκε κανείς μετά τους Πολέμους των Τρόλοκ. Τώρα δεν είναι παρά άλλο ένα δάσος για να κόβουν ξύλα για το τζάκι. Τα Μεγάλα Δέντρα χάθηκαν και κανένας δεν τα θυμάται. Κι εδώ; Το Κάεμλυν είναι ακόμα Κάεμλυν, αλλά αφήνουν την πόλη να απλωθεί μέσα στο άλσος. Δεν απέχουμε ούτε πεντακόσια βήματα από το κέντρο του εδώ που καθόμαστε — από κει που θα έπρεπε να είναι το κέντρο. Δεν απέμεινε ούτε ένα δέντρο. Πήγα και στο Δάκρυ και στο Ίλιαν. Διαφορετικά ονόματα, καθόλου μνήμες. Υπάρχει μόνο ένα χορτολίβαδο για τα άλογά τους εκεί που ήταν το άλσος στο Δάκρυ και στο Ίλιαν το άλσος είναι το πάρκο του Βασιλιά, όπου κυνηγά ελάφια και δεν αφήνουν να μπει κανείς μέσα χωρίς την άδειά του. Τα πάντα άλλαξαν, Ραντ. Πολύ φοβάμαι πως θα βρω την ίδια κατάσταση όπου και να πάω. Όλα τα άλση εξαφανισμένα, όλες τις μνήμες χαμένες, όλα τα όνειρα νεκρά”.

“Δεν μπορείς να τα παρατήσεις, Λόιαλ. Ποτέ δεν μπορείς να τα παρατήσεις. Αν το κάνεις, προτιμότερος θα ήταν ο θάνατος”. Ο Ραντ έγειρε πίσω στην καρέκλα του όσο πιο βιαστικά μπορούσε, με το πρόσωπο κατακόκκινο. Περίμενε πως ο Ογκιρανός θα γελούσε μαζί του, αντίθετα, όμως, ο Λόιαλ συμφώνησε με σοβαρό ύφος.

“Ναι, έτσι δεν κάνετε εσείς οι άνθρωποι;” Η φωνή του Ογκιρανού άλλαξε, σαν να απήγγειλε κάτι. “Μέχρι να χαθεί ο ίσκιος, μέχρι να χαθεί το νερό στη Σκιά, γυμνώνοντας τα δόντια, ουρλιάζοντας ανυπάκουα με την τελευταία ανάσα, για να φτύσουμε στο μάτι του Τυφλωτή την Τελευταία Μέρα”. Ο Λόιαλ έγειρε το δασύτριχο κεφάλι του με προσμονή, αλλά ο Ραντ δεν είχε ιδέα τι πρόσμενε.

Πέρασε ένα λεπτό που ο Λόιαλ περίμενε και δεύτερο και τα μακριά φρύδια του έσμιξαν με απορία. Αλλά συνέχισε να περιμένει. Και ο Ραντ ένιωσε αμήχανος μέσα στη σιωπή.

“Τα Μεγάλα Δέντρα”, είπε τελικά ο Ραντ, για να σπάσει κάτι τη σιωπή. “Είναι σαν το Αβεντεσόρα;”

Ο Λόιαλ ανακάθισε απότομα· η καρέκλα του έσκουξε και έτριξε, τόσο δυνατά, που του Ραντ του φάνηκε πως θα διαλυόταν. “Ξέρεις πολύ καλά. Εσύ, πιο πολύ από τους άλλους”.

“Εγώ; Πού να ξέρω;”

“Μου κάνεις κάποιο αστείο; Μερικές φορές εσείς οι Αελίτες τα πιο παράξενα πράγματα τα βρίσκετε αστεία”.

“Τι; Δεν είμαι Αελίτης! Είμαι από τους Δύο Ποταμούς. Ποτέ μου δεν είδα Αελίτη!”

Ο Λόιαλ κούνησε το κεφάλι και οι φούντες των αυτιών του έπεσαν προς τα έξω. “Βλέπεις; Όλα άλλαξαν και τα μισά απ’ όσα ξέρω είναι άχρηστα. Ελπίζω να μην σε προσέβαλα. Είμαι σίγουρος πως οι Δύο Ποταμοί σου είναι πολύ ωραίο μέρος, όπου και να ’ναι”.

“Κάποιος μου είπε ότι κάποτε λεγόταν Μανέθερεν”, είπε ο Ραντ. “Δεν το είχα ακούσει άλλη φορά, αλλά ίσως εσύ...”

Τα αυτιά του Ογκιρανού είχαν πεταχτεί ψηλά από χαρά. “Α! Ναι. Η Μανέθερεν”. Οι τούφες ξανάπεσαν. “Υπήρχε εκεί ένα θαυμάσιο άλσος. Ο πόνος σου τραγουδά στην καρδιά μου, Ραντ αλ’θορ. Δεν μπορούσαμε να έρθουμε εγκαίρως”.

Ο Λόιαλ υποκλίθηκε από κει που καθόταν και ο Ραντ του ανταπέδωσε την υπόκλιση. Υποψιαζόταν πως ο Λόιαλ θα είχε πληγωθεί, αν αυτό δεν είχε ήδη συμβεί. Και πως θα τον θεωρούσε, το λιγότερο, αγενή. Αναρωτήθηκε, αν ο Λόιαλ πίστευε πως είχε παρόμοιο είδος αναμνήσεων με τον ίδιο. Οι άκρες του στόματος και των ματιών του Ογκιρανού ήταν στραμμένες προς τα κάτω, σαν να μοιραζόταν τον πόνο του Ραντ για την απώλεια, λες και η καταστροφή δεν ήταν κάτι που είχε συμβεί κοντά στα δύο χιλιάδες χρόνια πριν, κάτι που ο Ραντ ήξερε μονάχα από την ιστορία της Μουαραίν.

Μετά από λίγο, ο Λόιαλ αναστέναξε. “Ο Τροχός γυρίζει”, είπε, “και κανείς δεν ξέρει το γύρισμά του. Αλλά έχεις κάνει τόσο δρόμο από το σπίτι σου, όσο κι εγώ από το δικό μου. Μεγάλη απόσταση, όπως είναι τώρα τα πράγματα. Όταν οι Οδοί ήταν ανοιχτές, φυσικά — μα αυτό είναι παρελθόν. Πες μου, τι σε φέρνει τόσο μακριά; Υπάρχει κάτι που θέλεις κι εσύ να δεις;”

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα του για να πει ότι είχαν έρθει να δουν τον ψεύτικο Δράκοντα — και δεν μπόρεσε. Ίσως επειδή ο Λόιαλ έκανε σαν να μην ήταν μεγαλύτερος από τον Ραντ, ασχέτως του αν ήταν ενενήντα χρονών. Ίσως για τους Ογκιρανούς τα ενενήντα να ήταν η ηλικία του Ραντ. Είχε περάσει πολύς καιρός που δεν μπορούσε να μιλήσει πραγματικά σε κάποιον γι’ αυτά που συνέβαιναν. Πάντα υπήρχε ο φόβος ότι ο άλλος θα ήταν Σκοτεινόφιλος, ή ότι αυτό θα πίστευε για τον Ραντ, Ο Ματ ήταν τόσο κλεισμένος στον εαυτό του, τρέφοντας μόνος τις υποψίες και τους φόβους του, που δεν ήταν για να μιλήσει μαζί του. Ο Ραντ άρχισε να λέει στον Λόιαλ για τη Νύχτα του Χειμώνα. Δεν ήταν μια αόριστη ιστορία για Σκοτεινόφιλους· είπε την αλήθεια για τους Τρόλοκ που έσπασαν την πόρτα και για τον Ξέθωρο στο Δρόμο του Νταμαριού.

Ένα μέρος του εαυτού του φρικιούσε μ’ αυτό που έκανε, αλλά έμοιαζε σαν να είχε γίνει δύο άνθρωποι. Ο ένας προσπαθούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό, ενώ ο άλλος ένιωθε ανακούφιση, που τελικά μπορούσε να τα πει όλα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τραύλιζε και κόμπιαζε και πηδούσε μπρος-πίσω στην ιστορία που έλεγε. Για τη Σαντάρ Λογκόθ και τους φίλους που είχε χάσει στη νύχτα, χωρίς να ξέρει αν ήταν νεκροί ή ζωντανοί. Για τον Ξέθωρο στην Ασπρογέφυρα και τον Θομ, που πέθανε για να γλιτώσουν. Τον Ξέθωρο στο Μπάερλον. Τους Σκοτεινόφιλους αργότερα, τον Χάουαλ Γκόουντ και το αγόρι που τους φοβόταν και τη γυναίκα που προσπάθησε να σκοτώσει τον Ματ. Τον Ημιάνθρωπο έξω από τη Χήνα και το Στέμμα.

Όταν άρχισε να μιλά, εξίσου ξέφρενα, για τα όνειρα, ακόμα και το μέρος του εαυτού του που ήθελε να μιλήσει ένιωσε σύγκρυο. Δάγκωσε τη γλώσσα του, έσφιξε τα δόντια. Ανασαίνοντας βαριά μέσα από τη μύτη του, παρακολούθησε επιφυλακτικά τον Ογκιρανό, ελπίζοντας ότι θα τα περνούσε για απλούς εφιάλτες. Το Φως ήξερε πως όλα έμοιαζαν σαν εφιάλτης, ή σαν κάτι που θα έκανε τον καθένα να δει εφιάλτες. Ίσως ο Λόιαλ απλώς να σκεφτόταν πως τρελαινόταν. Ίσως...

“Τα’βίρεν”, είπε ο Λόιαλ Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια. “Τι;”

Τα’βίρεν”. Ο Λόιαλ έτριψε το μυτερό αυτί του μ’ ένα κοντόχοντρο δάχτυλο και σήκωσε ελαφρά τους ώμους. “Ο Πρεσβύτερος Χάμαν πάντα έλεγε πως είχα αλλού το νου μου, αλλά εγώ μερικές φορές άκουγα. Ξέρεις, φυσικά, πώς είναι πλεγμένο το Σχέδιο,”

“Δεν έκατσα ποτέ να το σκεφτώ”, είπε αργά ο Ραντ. “Έτσι είναι”.

“Α, ναι, περίπου. Όχι ακριβώς. Βλέπεις, ο Τροχός του Χρόνου πλέκει το Σχήμα των Εποχών και τα νήματα που χρησιμοποιεί είναι ζωές. Δεν είναι πάντα αναλλοίωτο το Σχήμα. Αν κάποιος προσπαθήσει να αλλάξει την πορεία της ζωής του και το Σχήμα έχει χώρο, ο Τροχός συνεχίζει να πλέκει και το συμπεριλαμβάνει κι αυτό. Πάντα υπάρχει χώρος για μικρές αλλαγές, αλλά, μερικές φορές, το Σχήμα απλώς δεν δέχεται μια μεγάλη αλλαγή, όσο σκληρά κι αν προσπαθήσεις. Το αντιλαμβάνεσαι;”

Ο Ραντ ένευσε. “Θα μπορούσα να ζήσω στο αγρόκτημα, ή στο Πεδίο του Έμοντ, αυτό θα ήταν μικρή αλλαγή. Αν ήθελα όμως να γίνω βασιλιάς...” γέλασε και ο Λόιαλ του χαμογέλασε τόσο πλατιά, που το πρόσωπό του φάνηκε να ανοίγει στα δύο. Τα δόντια του ήταν άσπρα και πλατιά σαν σμίλες.

“Ναι, έτσι είναι. Αλλά μερικές φορές η αλλαγή διαλέγει εσένα, ή τη διαλέγει ο Τροχός για σένα. Και, μερικές φορές, ο Τροχός στρίβει το νήμα μιας ζωής, ή αρκετά νήματα, με τρόπο που όλα τα γειτονικά νήματα αναγκάζονται να στροβιλιστούν γύρω του. Κι αυτά παρασύρουν κι άλλα νήματα κι εκείνα άλλα και πάει λέγοντας. Το πρώτο στρίψιμο για να γίνει ο Ιστός είναι το τα’βίρεν και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το αλλάξεις, μέχρι να αλλάξει το ίδιο το Σχέδιο. Ο Ιστός —τα’μάραλ’άιλεν, λέγεται― μπορεί να κρατήσει βδομάδες, ή χρόνια. Μπορεί να πιάσει μια πόλη, ή ακόμα και ολόκληρο το Σχήμα. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος ήταν τα’βίρεν. Το ίδιο και ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας, θα έλεγα”. Αφησε ένα βροντερό χαχανητό. “Ο Πρεσβύτερος Χάμαν θα με καμάρωνε. Ζαλιζόμουν όταν μιλούσε και τα βιβλία για τα ταξίδια ήταν πιο ενδιαφέροντα, αλλά μερικές φορές άκουγα”.

“Πολύ ωραία όλα αυτά”, είπε ο Ραντ, “αλλά δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν με μένα. Βοσκός είμαι, όχι άλλος ένας Γερακόφτερος. Ούτε ο Ματ, ούτε ο Πέριν, είναι τέτοιο πράγμα. Είναι... γελοίο”.

“Δεν είπα ότι ήσουν, αλλά και μόνο που σε άκουγα να λες την ιστορία σου σχεδόν ένιωθα το Σχήμα να στροβιλίζεται και δεν έχω τέτοιο Ταλέντο. Είσαι Τα’βίρεν, δεν χωρά συζήτηση. Κι εσύ και ίσως οι φίλοι σου”. Ο Ογκιρανός κοντοστάθηκε, τρίβοντας σκεφτικά την άκρη της πλατιάς μύτης του. Τελικά ένευσε, σαν να είχε καταλήξει σε μια απόφαση. “Θέλω να ταξιδέψω μαζί σου, Ραντ”.

Για μια στιγμή ο Ραντ στάθηκε κοιτάζοντάς τον, απορώντας αν είχε ακούσει καλά. “Μαζί μου;” Αναφώνησε, όταν ξαναβρήκε τη φωνή του. “Δεν άκουσες τι έλεγα για...;” Ξαφνικά κοίταξε την πόρτα. Ήταν καλά κλεισμένη και τόσο παχύ το φύλλο, που, αν κάποιος κρυφάκουγε από την άλλη μεριά, θα ακουγόταν μονάχα μουρμουρητά, ακόμα κι αν κολλούσε το αυτί στο ξύλο. Πάντως συνέχισε, χαμηλώνοντας τη φωνή. “Αυτόν που με κυνηγά; Αλλά νόμιζα ότι ήθελες να δεις τα δέντρα σου”.

“Υπάρχει ένα θαυμάσιο άλσος στην Ταρ Βάλον και μου είπαν ότι οι Άες Σεντάι το περιποιούνται καλά. Εκτός αυτού, δεν θέλω να δω μονάχα τα άλση. Ίσως να μην είσαι άλλος ένας Άρτουρ ο Γερακόφτερος, αλλά, τουλάχιστον για ένα διάστημα, ένα μέρος του κόσμου θα επηρεάζεται από σένα, ίσως ήδη επηρεάζεται από σένα. Ακόμα και ο Πρεσβύτερος Χάμαν θα ήθελε να το δει”.

Ο Ραντ δίστασε. Θα ήταν ωραίο, αν είχε μαζί του κάποιον ακόμα. Έτσι που φερόταν ο Ματ, ήταν σαν να μην είχε παρέα. Ο Ογκιρανός θα ήταν μια φιλική παρουσία. Ίσως να ήταν νέος, όπως μετρούσαν τις ηλικίες οι Ογκιρανοί, αλλά, σαν τον Ταμ, δεν έμοιαζε να τον πτοεί τίποτα. Και ο Λόιαλ είχε δει τόσα μέρη και ήξερε για άλλα. Κοίταξε τον πλατυπρόσωπο Ογκιρανό, που καθόταν εκεί σαν προσωποποίηση της υπομονής. Καθόταν εκεί και καθιστός ήταν ψηλότερος απ’ όσο οι περισσότεροι όρθιοι. Πώς να κρύψεις κάποιον που έχει τρία μέτρα μπόι; Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι.

“Δεν μου φαίνεται καλή ιδέα, Λόιαλ. Ακόμα κι αν μας βρει η Μουαραίν εδώ πέρα, όλος ο δρόμος για την Ταρ Βάλον θα είναι γεμάτος κινδύνους. Αν δεν μας βρει...” Αν δεν μας βρει, τότε είναι Πεθαμένη, το ίδιο και οι άλλοι. Αχ, Εγκουέν. Τίναξε το κεφάλι του. Η Εγκουέν δεν ήταν πεθαμένη και η Μουαραίν θα τους έβρισκε.

Ο Λόιαλ τον κοίταξε με συμπόνια και άγγιξε τον ώμο του Ραντ. “Είμαι σίγουρος πως οι φίλοι σου είναι καλά, Ραντ”.

Ο Ραντ τον ευχαρίστησε νεύοντας. Ένιωθε ένα σφίξιμο στο λαιμό και δεν μπορούσε να μιλήσει.

“Θέλεις τουλάχιστον να μιλάμε μερικές φορές;” Ο Λόιαλ αναστέναξε κι ήταν σαν βαθύ μπουμπουνητό. “Και να παίζουμε καμιά παρτίδα λίθους; Μέρες έχω να μιλήσω σε κάποιον, με εξαίρεση τον καλό αφέντη Γκιλ κι αυτός συνήθως είναι απασχολημένος. Η μαγείρισσα τον έχει τρελάνει στις δουλειές. Μήπως είναι αυτή η πραγματική ιδιοκτήτρια του πανδοχείου;”

“Φυσικά, θα μιλάω μαζί σου”. Η φωνή του ήταν τραχιά. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και προσπάθησε να χαμογελάσει. “Κι αν ανταμώσουμε στην Ταρ Βάλον, θα μου δείξεις το άλσος της”. Πρέπει να είναι όλοι τους καλά. Ας δώσει το Φως να είναι όλοι καλά

Загрузка...