11 Ο Δρόμος για το Τάρεν Φέρυ

Τα άλογα ήταν παραταγμένα το ένα πίσω από το άλλο στο σκληρό, πατημένο χώμα του Βόρειου Δρόμου· οι χαίτες και οι ουρές τους πετούσαν προς τα πίσω, καθώς έτρεχαν προς το βορρά και οι οπλές κρατούσαν ένα σταθερό ρυθμό. Οδηγούσε ο Λαν, ένα μαύρο άλογο και ένας σκιοντυμένος καβαλάρης, που ήταν σχεδόν αόρατοι στην παγωμένη νύχτα. Η λευκή φοράδα της Μουαραίν, που δεν έχανε ούτε μια δρασκελιά δίπλα στον επιβήτορα, ήταν μια χλωμή θολούρα που χιμούσε στο σκοτάδι. Τα υπόλοιπα ακολουθούσαν σχηματίζοντας μια κοντή γραμμή, σαν να ήταν δεμένα σ’ ένα σκοινί που κατέληγε στα χέρια του Πρόμαχου.

Ο Ραντ κάλπαζε τελευταίος, με τον Θομ Μέριλιν λίγο πιο μπροστά του και τους άλλους να μισοφαίνονται πιο μπροστά. Ο Βάρδος δεν γύριζε καθόλου το κεφάλι, προτιμώντας να στρέφει τα μάτια εκεί που πήγαιναν και όχι σ’ αυτό από το οποίο ξέφευγαν. Αν εμφανίζονταν πίσω τους Τρόλοκ, ή ο Ξέθωρος με το σιωπηλό άλογο, ή εκείνο το ιπτάμενο πλάσμα, το Ντραγκχάρ, τότε θα ήταν δουλειά του Ραντ να σημάνει συναγερμό.

Ανά διαστήματα μερικών λεπτών στράβωνε το σβέρκο του για να δει πίσω, ενώ κρατιόταν από τη χαίτη και τα χαλινάρια του Κλάουντ. Το Ντραγκχάρ... Ο Θομ είχε πει πως ήταν χειρότερο από τους Τρόλοκ και του Ξέθωρους. Αλλά ο ουρανός ήταν άδειος και στο έδαφος το βλέμμα του αντάμωνε μονάχα σκοτάδι και σκιές. Σκιές που μπορούσαν να κρύψουν ολόκληρο στρατό.

Τώρα, που το γκρίζο άλογο ήταν ελεύθερο να τρέξει, έσχιζε τη νύχτα σαν φάντασμα, κρατώντας άνετα το ρυθμό που επέβαλλε ο επιβήτορας του Λαν. Και ο Κλάουντ ήθελε να πάει ακόμα πιο γρήγορα. Ήθελε να προφτάσει το μαύρο άλογο, πάσχιζε να προφτάσει το μαύρο. Ο Ραντ έπρεπε να κρατά τα γκέμια σταθερά για να το συγκρατεί. Ο Κλάουντ ορμούσε κόντρα στο χαλινάρι του, λες και πίστευε ότι βρισκόταν σε αγώνα και σε κάθε βήμα πολεμούσε με τον Ραντ για το ποιος θα είχε το πάνω χέρι. Ο Ραντ κρατιόταν από τη σέλα και τα γκέμια με όλους τους μύες τεντωμένους. Η μεγάλη του ευχή ήταν να μην καταλάβει το άλογο πόσο ταραγμένος ήταν. Αν τον καταλάβαινε, θα έχανε το μοναδικό πραγματικό πλεονέκτημα που είχε, όσο μικρό κι αν ήταν.

Ξαπλώνοντας χαμηλά στο σβέρκο του αλόγου, ο Ραντ κοίταζε με ανήσυχο βλέμμα τη Μπέλα και την αναβάτιδα της. Όταν είχε πει ότι η ταλαιπωρημένη φοράδα θα άντεχε στο ρυθμό των άλλων, δεν εννοούσε ότι θα έτρεχαν. Ως τώρα η Μπέλα τα προλάβαινε, τρέχοντας τόσο γρήγορα, που ο Ραντ δεν το περίμενε. Ο Λαν δεν ήθελε την Εγκουέν ανάμεσά τους. Αραγε, θα έκοβε ταχύτητα αν η Μπέλα έμενε πίσω; Ή θα προσπαθούσε να την εγκαταλείψει; Η Άες Σεντάι και ο Πρόμαχος πίστευαν πως ο Ραντ και οι φίλοι ήταν, με κάποιον τρόπο, σημαντικοί, αλλά ο Ραντ, παρά τα όσα είχε πει η Μουαραίν για τον Τροχό, δεν φανταζόταν πως θεωρούσαν σημαντική και την Εγκουέν.

Αν η Μπέλα έμενε πίσω, θα έμενε πίσω μαζί της κι ας έλεγαν ό,τι ήθελαν ο Λαν και η Μουαραίν. Πίσω, εκεί που ήταν ο Ξέθωρος και οι Τρόλοκ. Πίσω, εκεί που ήταν το Ντραγκχάρ. Μ’ όλη του την καρδιά και την απελπισία φώναξε σιωπηλά στην Μπέλα να τρέξει σαν αστραπή, προσπάθησε σιωπηλά να της δώσει δύναμη. Τρέξε! Το δέρμα του τον έτρωγε, ένιωθε τα κόκαλα του σαν να ήταν παγωμένα κι έτοιμα να ανοίξουν στα δύο. Βοήθα την, Φως, τρέξε! Και η Μπέλα έτρεχε.

Συνέχισαν να καλπάζουν προς το βορρά, μέσα στη νύχτα, με το χρόνο να ξεθωριάζει και να γίνεται μια ασαφής θολούρα. Μερικές φορές εμφανίζονταν φώτα από αγροικίες και ύστερα χάνονταν γρήγορα, σαν να ήταν φανταστικά. Τα ξερά, προειδοποιητικά γαυγίσματα των σκυλιών έσβηναν πίσω τους, ή κόβονταν απότομα, όταν τα σκυλιά πίστευαν πως τους είχαν διώξει. Έτρεχαν στο σκοτάδι, που το απάλυνε μόνο το υγρό, χλωμό φεγγαρόφωτο, σε ένα σκοτάδι όπου ξεπρόβαλλαν, ξαφνικά, δέντρα κατά μήκος του δρόμου και ύστερα χάνονταν. Τα υπόλοιπα τα κύκλωνε η μαυρίλα και κάποια μοναχικά κρωξίματα νυχτοπουλιών, απόμακρα και θρηνητικά, ενοχλούσαν το σταθερό βροντοκόπημα των οπλών.

Ξαφνικά ο Λαν έκοψε ταχύτητα, και μετά σταμάτησε τη φάλαγγα των αλόγων. Ο Ραντ δεν ήξερε να πει πόση ώρα ταξίδευαν, αλλά ένιωθε ένα μαλακό πόνο στα πόδια του, που έσφιγγαν τη σέλα. Μπροστά τους, μέσα στη νύχτα, λαμπύριζαν φώτα, σαν σμήνος από πυγολαμπίδες, που στεκόταν σε ένα σημείο ανάμεσα στα δέντρα.

Ο Ραντ έσμιξε τα μπερδεμένος τα φρύδια, καθώς κοίταζε τα φώτα και μετά έβγαλε μια πνιχτή κραυγή έκπληξης. Οι πυγολαμπίδες ήταν παράθυρα, τα παράθυρα των σπιτιών που γέμιζαν τις πλαγιές και την κορυφή ενός λόφου. Ήταν ο Λόφος της Βίγλας. Δεν πίστευε ότι είχαν κάνει τόσο δρόμο. Μάλλον, ποτέ άλλοτε δεν είχε γίνει αυτό το ταξίδι τόσο γρήγορα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Λαν, ο Ραντ και ο Θομ Μέριλιν ξεπέζεψαν. Ο Κλάουντ στάθηκε με σκυμμένο το κεφάλι, με τα πλευρά του να ανεβοκατεβαίνουν. Στο σβέρκο και στους ώμους του ζώου ανάβλυζε ιδρώτας, που ήταν σχεδόν αόρατος στο σκούρο τρίχωμα του γκρίζου αλόγου. Ο Ραντ σκέφτηκε πως ο Κλάουντ, αν δεν αναπαυόταν, δεν θα μπορούσε να κουβαλήσει τίποτα άλλο.

“Όσο κι αν θέλω να αφήσω πίσω μας όλα αυτά τα χωριά”, ανακοίνωσε ο Θομ, “δεν θα έλεγα όχι σε λίγες ώρες ξεκούρασης. Νομίζω πως έχουμε αρκετό προβάδισμα;”

Ο Ραντ τεντώθηκε, τρίβοντας με το χέρι τη ράχη του. “Ας προχωρήσουμε πιο πάνω, αν είναι να μείνουμε στο Λόφο της Σκοπιάς την υπόλοιπη νύχτα”.

Μια τυχαία σπιλιάδα του ανέμου τους έφερε ένα απόσπασμα τραγουδιού από το χωριό και μυρωδιές κουζίνας, που του γέμισαν το στόμα σάλια. Στο Λόφο της Βίγλας ακόμα γιόρταζαν. Κανένας Τρόλοκ δεν είχε ταράξει το Μπελ Τάιν τους. Έψαξε με το βλέμμα να βρει την Εγκουέν. Έγερνε πάνω στην Μπέλα, κατάκοπη. Και οι άλλοι κατέβαιναν από τα άλογά τους, αναστενάζοντας και τεντώνοντας τους πονεμένους μύες τους. Μόνο ο Πρόμαχος και η Άες Σεντάι δεν έδειχναν την παραμικρή κούραση.

“Δεν θα έλεγα όχι για κάνα τραγουδάκι”, είπε κουρασμένος ο Ματ. “Και ίσως για λίγη καυτή κρεατόπιτα από αρνάκι στο Άσπρο Αγριογούρουνο”. Κοντοστάθηκε και πρόσθεσε, “Ποτέ δεν πήγα πιο πέρα από το Λόφο της Βίγλας. Το Ασπρο Αγριογούρουνο δεν είναι τόσο καλό σαν το Πανδοχείο της Οινοπηγής”.

“Το Άσπρο Αγριογούρουνο δεν είναι κακό”, είπε ο Πέριν. “Μια κρεατόπιτα και για μένα. Και τσαγάκι ζεστό, πολύ τσάι, να διώξει το κρύο από τα κόκαλά μου”.

“Δεν θα κάνουμε στάση πριν περάσουμε το Τάρεν”, είπε απότομα ο Λαν. “Μερικά λεπτά το πολύ”.

“Μα τα άλογα”, διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ. “Θα τα σκοτώσουμε αν συνεχίσουμε απόψε. Μουαραίν, λες—”

Την είχε δει με την άκρη του ματιού που τριγυρνούσε ανάμεσα στα άλογα, αλλά δεν είχε προσέξει τι έκανε εκεί. Τώρα τον προσπέρασε και άγγιξε το λαιμό του Κλάουντ. Ο Ραντ σταμάτησε να μιλά. Ξαφνικά το άλογο τίναξε το κεφάλι του μ’ ένα απαλό χρεμέτισμα, τραβώντας σχεδόν τα γκέμια από τα χέρια του Ραντ. Το γκρίζο άλογο έκανε ένα βήμα πλάγια, σχεδόν χορεύοντας, ξεκούραστο σαν να είχε περάσει μια βδομάδα στο στάβλο. Δίχως να πει λέξη, η Μουαραίν πήγε στην Μπέλα.

“Δεν ήξερα ότι μπορεί να κάνει τέτοιο πράγμα”, είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ στον Λαν, με μάγουλα κατακόκκινα.

“Εσύ ειδικά θα έπρεπε να το υποψιαστείς”, απάντησε ο Πρόμαχος. “Την είδες με τον πατέρα σου. Θα ξεπλύνει κάθε κούραση. Πρώτα από τα άλογα, έπειτα από σας”.

“Από μας. Όχι από σένα;”

“Όχι από μένα, γιδοβοσκέ. Δεν έχω ανάγκη ακόμα. Μόνο ένας από όλους μας θα συνεχίσει το δρόμο κουρασμένος. Να εύχεσαι να μην κουραστεί πολύ, πριν φτάσουμε στην Ταρ Βάλον”.

“Πολύ για ποιο πράγμα;” ρώτησε ο Ραντ τον Πρόμαχο.

“Είχες δίκιο για την Μπέλα, Ραντ”, είπε η Μουαραίν, που στεκόταν δίπλα στη φοράδα. ” Έχει καλή καρδιά και πείσμα μεγάλο, όσο και όλοι σας στους Δύο Ποταμούς. Αν και φαίνεται παράξενο, ίσως είναι λιγότερο κουρασμένη απ’ όλους”.

Ένα ουρλιαχτό τρύπησε το σκοτάδι, ένας ήχος, σαν άνδρας που πέθαινε κάτω από κοφτερά μαχαίρια και χαμηλά πάνω από την ομάδα ήχησαν φτερά. Η νύχτα βάθυνε από τη σκιά που τους σάρωσε. Με πανικόβλητους χρεμετισμούς, τα άλογα ξεσηκώθηκαν.

Ο άνεμος των φτερών του Ντραγκχάρ χτύπησε τον Ραντ, με μια αίσθηση σαν να είχε αγγίξει γλίτσα, σαν να γλιστρούσε στη μουσκεμένη θολούρα ενός εφιάλτη. Δεν πρόλαβε ούτε να φοβηθεί, επειδή ο Κλάουντ πετάχτηκε ψηλά, ουρλιάζοντας κι αυτός, τινάζοντας και στρίβοντας απελπισμένα το σώμα του, σαν να ήθελε να διώξει κάτι που είχε κολλήσει πάνω του. Ο Ραντ, όπως κρατούσε τα γκέμια τραβήχτηκε και παρασύρθηκε στο χώμα, ενώ το μεγαλόσωμο γκρίζο άλογο ούρλιαζε, σαν να του έσχιζαν λύκοι τα πλευρά.

Κατάφερε κάπως να κρατήσει τα γκέμια· στηρίχθηκε όμως στα πόδια και στο άλλο χέρι του και σηκώθηκε όρθιος, πηδώντας και παραπατώντας δεξιά κι αριστερά για να μην ξαναπέσει. Η ανάσα του ήταν τραχιά, λαχανιασμένη, απελπισμένη. Δεν μπορούσε να αφήσει τον Κλάουντ να το σκάσει. Άπλωσε με αγωνία το χέρι, κατάφερε με δυσκολία να πιάσει το λουρί. Ο Κλάουντ σηκώθηκε όρθιος, τραβώντας τον στον αέρα· ο Ραντ κρατήθηκε όπως-όπως, ελπίζοντας ενάντια σε κάθε ελπίδα ότι το άλογο θα ηρεμούσε.

Όταν ξανάπεσε, το τράνταγμα έκανε τα δόντια του Ραντ να χτυπήσουν με δύναμή, αλλά ξαφνικά το γκρίζο άλογο έμεινε ακίνητο, τρέμοντας, με τα ρουθούνια να ανοιγοκλείνουν, τα μάτια να κοιτούν πέρα-δώθε, τα πόδια αλύγιστα. Κι ο Ραντ έτρεμε και σχεδόν κρεμόταν από τα γκέμια. Κι αυτό το χαζό, πρέπει να τρόμαξε από το χτύπημα, σκέφτηκε. Πήρε τρεις-τέσσερις βαθιές, τρεμάμενες ανάσες. Μόνο τότε μπόρεσε να κοιτάξει γύρω του και να δει τι είχαν πάθει οι άλλοι.

Στην ομάδα τους επικρατούσε χάος. Οι σύντροφοι του έσφιγγαν τα γκέμια και προσπαθούσαν, δίχως επιτυχία, να καλμάρουν τα άλογα, που τίναζαν τα κεφάλια και ορθώνονταν, σέρνοντάς τους πέρα-δώθε μέσα στην αταξία και τη σύγχυση. Μόνο δύο δεν έμοιαζαν να έχουν πρόβλημα με τα άτια τους. Η Μουαραίν καθόταν ευθυτενής στη σέλα της και η λευκή φοράδα απομακρυνόταν με χαριτωμένες κινήσεις από την αναταραχή, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα το ασυνήθιστο. Ο Λαν, πεζός, έψαχνε με το βλέμμα τον ουρανό, κρατώντας στο ένα χέρι το σπαθί και στο άλλο τα γκέμια· ο μαύρος επιβήτορας με το αστραφτερό τρίχωμα στεκόταν ήσυχος δίπλα του.

Η χαρούμενη φασαρία του Λόφου της Βίγλας είχε πάψει. Θα πρέπει να είχαν ακούσει την κραυγή κι εκείνοι που βρίσκονταν στο χωριό. Ο Ραντ ήξερε ότι θα έστηναν αυτί για λίγο και ίσως θα κοίταζαν να δουν τι γινόταν και μετά θα συνέχιζαν το γλεντοκόπημά τους. Σύντομα θα ξεχνούσαν το περιστατικό, η ανάμνησή του θα ξεθώριαζε με το τραγούδι και το φαγητό και το χορό και τη διασκέδαση. Όταν θα έφταναν τα νέα από το Πεδίο του Έμοντ, ίσως κάποιοι να το θυμόνταν και να αναρωτιόνταν. Ένα βιολί άρχισε να παίζει και μετά από λίγο το συνόδευσε μια φλογέρα. Το χωριό ξανάπιανε το γλέντι.

“Στα άλογα!” διέταξε κοφτά ο Λαν. Θηκάρωσε το σπαθί του και πήδηξε στο άλογο. “Το Ντραγκχάρ δεν θα φανερωνόταν, αν δεν είχε ήδη αναφέρει τη θέση μας στον Μυρντράαλ”. Άλλη μια στριγκλιά ήχησε ψηλά από πάνω τους, πιο αμυδρή, αλλά όχι πιο ήμερη. Η μουσική από το Λόφο της Βίγλας σταμάτησε πάλι σπασμωδικά. “Τώρα μας ακολουθεί, βάζει σημάδι για τον Ημιάνθρωπο. Δεν θα αργήσει”.

Τα άλογα, τώρα που ήταν ξεκούραστα, αλλά και φοβισμένα, χοροπηδούσαν επιτόπου και απομακρύνονταν από τους χωρικούς που προσπαθούσαν να ιππεύσουν. Ο Θομ Μέριλιν, βλαστημώντας, ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στη σέλα και οι άλλοι δεν άργησαν να τον μιμηθούν. Όλοι, εκτός από έναν.

“Βιάσου, Ραντ!” φώναξε η Εγκουέν. Το Ντραγκχάρ στρίγκλισε άλλη μια φορά και η Μπέλα έκανε μερικά βήματα, πριν η κοπέλα τη συγκρατήσει. “Βιάσου!”

Ο Ραντ συνειδητοποίησε ξαφνιασμένος πως, αντί να ανέβει στον Κλάουντ, είχε καθίσει εκεί ατενίζοντας τον ουρανό, προσπαθώντας μάταια να εντοπίσει την πηγή αυτών των κακόβουλων τσιρίδων. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ασυναίσθητα είχε τραβήξει το σπαθί του Ταμ, λες και θα πολεμούσε το ιπτάμενο πλάσμα.

Κοκκίνισε, νιώθοντας χαρά που τον έκρυβε η νύχτα. Με το ένα χέρι να κρατά τα γκέμια, ξανάβαλε αδέξια το σπαθί του στο θηκάρι, ρίχνοντας μια γοργή ματιά στους άλλους. Η Μουαραίν, ο Λαν και η Εγκουέν τον κοίταζαν, αν και δεν μπορούσε να πει πόσο καθαρά τον έβλεπαν στο φως του φεγγαριού. Οι άλλοι πάσχιζαν να συγκρατήσουν τα άλογά τους και δεν του έδιναν σημασία. Έπιασε μ’ ένα χέρι το μπροστάρι της σέλας κι ανέβηκε με ένα άλμα, σαν να έκανε αυτή την κίνηση όλη του τη ζωή. Αν οι φίλοι του είχαν προσέξει το σπαθί, σίγουρα θα είχε να τ’ ακούσει αργότερα. Τότε θα είχε καιρό για να ανησυχήσει.

Μόλις ανέβηκε στη σέλα ξεκίνησαν πάλι καλπάζοντας, πήραν το δρόμο και πέρασαν δίπλα από το λόφο που έμοιαζε με θόλο. Τα σκυλιά του χωριού τους γάβγισαν δεν είχαν περάσει εντελώς απαρατήρητοι. Ή μπορεί τα σκυλιά να μυρίστηκαν Τρόλοκ, σκέφτηκε ο Ραντ, Τα γαυγίσματα και τα φώτα του χωριού γρήγορα χάθηκαν πίσω τους.

Κάλπαζαν ο ένας πάνω στον άλλο, σαν κουβάρι, και τα άλογα μόνο που δεν τρίβονταν μεταξύ τους. Ο Λαν τους διέταξε να απλωθούν, αλλά κανένας δεν ήθελε να μείνει μόνος στη νύχτα. Μια κραυγή ακούστηκε από ψηλά. Ο Πρόμαχος τα παράτησε και τους άφησε να τρέχουν ομαδόν.

Ο Ραντ ήταν κοντά, πίσω από τη Μουαραίν και τον Λαν και το γκρίζο άλογά του μοχθούσε για να μπει ανάμεσα στο μαύρο του Πρόμαχου και τη λεπτή φοράδα της Άες Σεντάι. Η Εγκουέν και ο τραγουδιστής έτρεχαν δεξιά κι αριστερά του, ενώ οι φίλοι του Ραντ ήταν κολλημένοι πίσω του. Ο Κλάουντ, παρακινημένος από τις κραυγές του Ντραγκχάρ, έβαζε τα δυνατά του και ο Ραντ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον σταματήσει, ακόμα κι αν ήθελε, αλλά δεν κέρδιζε εκατοστό πίσω από τα άλλα δύο άλογα.

Η στριγκλιά του Ντραγκχάρ έσχισε τη νύχτα.

Η θαρραλέα Μπέλα κάλπαζε, με το λαιμό τεντωμένο και την ουρά και τη χαίτη της να πετιούνται στον άνεμο που δημιουργούσε η ίδια, και κρατούσε το ρυθμό των πιο μεγάλων αλόγων. Η Άες Σεντάι κάτι άλλο έκανε, δεν της γιάτρεψε μόνο την κούραση.

Το φεγγαρόφωτο φανέρωνε ένα χαμόγελο έξαψης και αγαλλίασης στο πρόσωπο της Εγκουέν. Η πλεξούδα της εκτεινόταν προς τα πίσω, σαν τις χαίτες των αλόγων και ο Ραντ ήταν βέβαιος πως για τη λάμψη των ματιών της δεν έφταιγε μόνο το φεγγάρι. Έμεινε να χάσκει από την έκπληξη του, ώσπου κατάπιε ένα δαγκωσέμι που τον έκανε να ξεσπάσει σε βήχα.

Ο Λαν πρέπει να είχε ρωτήσει κάτι, επειδή η Μουαραίν ξαφνικά φώναξε, μέσα στον άνεμο και το βροντοκόπημα των οπλών, “Δεν μπορώ! Ειδικά από τη ράχη ενός αλόγου που καλπάζει. Δεν σκοτώνονται εύκολα, ακόμα κι όταν φαίνονται. Πρέπει να τρέξουμε και να ελπίζουμε”.

Πέρασαν μέσα από ένα απομεινάρι ομίχλης, αραιό και ψηλό, το πολύ όσο τα γόνατα των αλόγων. Ο Κλάουντ το πέρασε με δυο δρασκελιές και ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια, διερωτώμενος μήπως το είχε φανταστεί. Δεν μπορεί να υπήρχε ομίχλη μια τόσο κρύα νύχτα. ’Αλλο ένα κουρελιασμένο γκρίζο συννεφάκι τους ανάγκασε να κάνουν στο πλάι, μιας και ήταν μεγαλύτερο από το πρώτο. Μεγάλωνε, σαν να ανάβλυζε από το χώμα. Από πάνω τους, το Ντραγκχάρ ούρλιαξε με οργή. Για μια στιγμή τους τύλιξε η ομίχλη και ύστερα χάθηκε, επανεμφανίστηκε και έμεινε πίσω τους. Η παγωμένη αχλύς άφησε μια παγερή υγρασία στο πρόσωπο και στα χέρια του Ραντ. Έπειτα, ένα ωχρόγκριζο τείχος πρόβαλε μπροστά τους και τους κουκούλωσε ξαφνικά. Ήταν πυκνό κι έκανε τον ήχο των οπλών τους να ακούγεται πνιγμένος και οι κραυγές από ψηλά ακούγονταν σαν να περνούσαν από τοίχο. Ο Ραντ, με δυσκολία διέκρινε τις μορφές της Εγκουέν και του Θομ Μέριλιν δίπλα του.

Ο Λαν δεν έκοψε ταχύτητα. “Υπάρχει ένα μόνο μέρος που μπορεί να πηγαίνουμε”, φώναξε και η φωνή του ήχησε κούφια και απόμακρη.

“Οι Μυρντράαλ είναι πονηροί”, απάντησε η Μουαραίν. “Θα στρέψω την πονηριά του εναντίον του”. Συνέχισαν να καλπάζουν σιωπηλά.

Η γκριζόμαυρη ομίχλη έκρυβε και τον ουρανό και τη γη κι έτσι οι καβαλάρηδες, που είχαν γίνει και οι ίδιοι σκιές, έμοιαζαν να πλέουν στα σύννεφα της νύχτας. Ακόμα και τα πόδια των αλόγων τους έμοιαζαν να έχουν εξαφανιστεί.

Ο Ραντ ανακάθισε στη σέλα του, προσπαθώντας να αποφύγει την παγερή ομίχλη. Αλλο ήταν να ξέρει ότι η Μουαραίν είχε δυνάμεις, ακόμα και να τη βλέπει να τις ασκεί κι άλλο ήταν να του βρέχουν το δέρμα τα πράγματα που δημιουργούσε. Κατάλαβε ότι κρατούσε την ανάσα του και έβρισε τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να φτάσει στο Τάρεν Φέρυ χωρίς να πάρει αναπνοή. Η Μουαραίν είχε χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη στον Ταμ, ο οποίος κατόπιν έμοιαζε να είναι εντάξει. Πάντως, ο Ραντ έπρεπε να πιέζει τον εαυτό του να πάρει ανάσα. Ο αέρας ήταν βαρύς, αλλά παρά το κρύο που ήταν δυνατότερο, δεν ήταν διαφορετικός από κάθε άλλη νύχτα με ομίχλη. Αυτό σκέφτηκε, αλλά δεν το πολυπίστευε.

Ο Λαν τους πρότρεψε να μην απομακρύνονται, να μένουν κοντά, για να βλέπουν ο ένας το περίγραμμα του άλλου στην υγρή, παγωμένη θολούρα. Αλλά ο Πρόμαχος δεν έκοψε ταχύτητα. Πλάι-πλάι, ο Λαν και η Μουαραίν, οδηγούσαν την ομάδα στην ομίχλη, σαν να έβλεπαν καθαρά τι υπήρχε μπροστά τους. Οι άλλοι δεν μπορούσαν παρά να τους εμπιστευθούν και να τους ακολουθήσουν. Και να ελπίζουν.

Οι στριγκλιές που τους καταδίωκαν εξασθένησαν καθώς τα άλογα συνέχιζαν τον καλπασμό τους, και ύστερα χάθηκαν, αλλά αυτό δεν τους ανακούφισε πολύ. Όλα ήταν σαβανωμένα και κρυμμένα, το δάσος και οι αγροικίες, το φεγγάρι και ο δρόμος. Όταν περνούσαν κοντά από κάποιο αγρόκτημα, τα σκυλιά εξακολουθούσαν να γαβγίζουν με κούφιο κι απόμακρο ήχο μέσα στη γκρίζα αχλύ, μα δεν ακουγόταν άλλος ήχος, παρά μόνο οι βροντερές οπλές των αλόγων τους. Σε κείνη τη μονότονη, σταχτιά ομίχλη τίποτα δεν άλλαζε. Τίποτα δεν έδειχνε το πέρασμα του χρόνου, παρά μόνο οι πόνοι που δυνάμωναν στους μηρούς και τις ράχες τους.

Ο Ραντ ήταν βέβαιος πως είχαν περάσει ώρες. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά τα γκέμια και δεν ήξερε αν μπορούσε να τα αφήσει και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να ξαναπερπατήσει κανονικά. Μόνο μια φορά είχε κοιτάξει πίσω. Πίσω του έτρεχαν σκιές στην ομίχλη, δεν μπορούσε όμως να πει με βεβαιότητα πόσες ήταν. Ή, ακόμα, αν ήταν στ’ αλήθεια οι φίλοι του. Η παγωνιά και η υγρασία τρυπούσαν το μανδύα και το παλτό του και το πουκάμισό του, περόνιαζαν τα κόκαλά του. Το μόνο σημάδι που έδειχνε ότι προχωρούσαν ήταν η ορμή του αέρα, που έπεφτε στο πρόσωπό του και οι μύες του αλόγου του, που τεντώνονταν και χαλάρωναν. Πρέπει να είχαν περάσει ώρες.

“Σιγά”, φώναξε απότομα ο Λαν. “Τραβήξτε τα γκέμια”.

Ο Ραντ ξαφνιάστηκε, τόσο που ο Κλάουντ χώθηκε ανάμεσα στον Λαν και τη Μουαραίν, βγήκε μπροστά και προχώρησε καμιά δεκαριά μέτρα. Ο Ραντ τον σταμάτησε και στάθηκε για να κοιτάξει.

Σπίτια ξεπρόβαλλαν μέσα από την ομίχλη σε όλες τις μεριές, σπίτια που του φαίνονταν ασυνήθιστα ψηλά. Δεν είχε ξαναδεί αυτό το μέρος, αλλά είχε ακούσει πολλές περιγραφές. Αυτό το ύψος οφειλόταν στα ψηλά θεμέλια από κοκκινόπετρα, που ήταν απαραίτητα όταν την άνοιξη έλιωναν οι πάγοι στα Όρη της Ομίχλης και ο Τάρεν πλημμύριζε τις όχθες του. Είχαν φτάσει στο Τάρεν Φέρυ.

Ο Λαν πέρασε δίπλα του με το μαύρο επιβήτορά του. “Μην σε πιάνει ενθουσιασμός, βοσκέ”.

Αμήχανα, ο Ραντ ξαναπήρε τη θέση του δίχως εξήγηση και η ομάδα μπήκε στο χωριό. Τα μάγουλά του έκαιγαν και, προς το παρόν, η ομίχλη ήταν ευπρόσδεκτη.

Ένα μοναχικό σκυλί, αθέατο στην παγερή ομίχλη, τους γάβγισε μανιασμένο και μετά το έβαλε στα πόδια. Σε μερικά σπίτια τα παράθυρα φωτίζονταν, καθώς κάποιοι ξυπνούσαν νωρίς. Εκτός από το σκυλί, κανένας ήχος δεν τάραζε την τελευταία ώρα της νύχτας, παρά μόνο οι οπλές των αλόγων τους.

Ο Ραντ είχε γνωρίσει κάποιους από το Τάρεν Φέρυ. Προσπάθησε να θυμηθεί τα λίγα που ήξερε γι’ αυτούς. Σπάνια κατέβαιναν στα “χαμωχώρια”, όπως τα αποκαλούσαν, σηκώνοντας τη μύτη σαν να είχαν μυρίσει κάτι άσχημο. Οι λίγοι τους οποίους είχε συναντήσει είχαν παράξενα ονόματα, όπως Χίλτοπ και Στόουνμποουτ. Απαντες οι κάτοικοι του Τάρεν Φέρυ είχαν τη φήμη ότι ήταν ύπουλοι και μπαμπέσηδες. Αν έσφιγγες το χέρι κάποιου από το Τάρεν Φέρυ, έλεγαν, έπρεπε μετά να μετρήσεις τα δάχτυλα σου.

Ο Λαν και η Μουαραίν σταμάτησαν μπροστά σε ένα ψηλό, σκοτεινό σπίτι, που ήταν ολόιδιο με τα υπόλοιπα του χωριού. Ομίχλη στροβιλίστηκε σαν καπνός γύρω από τον Πρόμαχο, που κατέβηκε μ’ ένα σάλτο από τη σέλα και ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά που οδηγούσαν στην εξώπορτα, η οποία άρχιζε ψηλά πάνω από το δρόμο στο ύψος των κεφαλιών τους. Ο Λαν έφτασε στο κεφαλόσκαλο και άρχισε να βροντά τη γροθιά του στην πόρτα.

“Νόμιζα ότι θέλαμε ησυχία”, μουρμούρισε ο Ματ.

Ο Λαν συνέχισε να χτυπά. Ένα φως φάνηκε στο παράθυρο του διπλανού σπιτιού και κάποιος φώναξε θυμωμένα, αλλά ο Πρόμαχος δεν έπαψε το βροντοκόπημά του.

Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και φάνηκε ένας άνδρας που φορούσε νυχτικιά, η οποία ανέμισε γύρω από τους γυμνούς αστραγάλους του. Κρατούσε στο χέρι μια λάμπα λαδιού, που φώτιζε ένα στενό πρόσωπο με μυτερά χαρακτηριστικά. Άνοιξε με θυμό το στόμα του και ύστερα έμεινε χάσκοντας, καθώς το βλέμμα του έπεφτε στην ομίχλη. “Τι είναι αυτό;” είπε. “Τι είναι αυτό;” Γκρίζα παγωμένα πλοκάμια κουλουριάστηκαν, μπαίνοντας λίγο μέσα από την πόρτα κι ο άνδρας έκανε βιαστικά ένα βήμα πίσω.

“Αφέντη Χαϊτάουερ ”, είπε ο Λαν. “Είσαι ο άνθρωπος που χρειάζομαι. Θέλουμε να περάσουμε απέναντι με το πέραμά σου”.

“Ούτε που είδε ποτέ του ψηλό πύργο”, τον κορόιδεψε ο Ματ. Ο Ραντ έκανε νόημα στον φίλο του να σωπάσει. Ο άνδρας με το στενό πρόσωπο σήκωσε τη λάμπα πιο ψηλά και τους κοίταξε καχύποπτα.

Μετά από ένα λεπτό, ο αφέντης Χαϊτάουερ είπε εριστικά, “Το πέραμα περνά με το φως της μέρας. Όχι νυχτιάτικα. Ποτέ. Και όχι με τέτοια ομίχλη. Να ξανάρθετε όταν βγει ο ήλιος και φύγει η θολούρα”.

Έκανε να γυρίσει την πλάτη, αλλά ο Λαν τον έπιασε από τον καρπό. Ο περαματάρης άνοιξε το στόμα του θυμωμένα. Στο φως της λάμπας άστραψε το χρυσάφι, καθώς ο Πρόμαχος άρχισε να μετρά νομίσματα ένα-ένα στην παλάμη του άλλου. Ο Χαϊτάουερ έγλειψε τα χείλη με το κουδούνισμα των νομισμάτων και πόντο-πόντο το κεφάλι του πλησίασε το χέρι του, σαν να μην πίστευε στα μάτια του.

“Και άλλα τόσα”, είπε ο Λαν, “όταν βρεθούμε ασφαλείς στην άλλη πλευρά. Αλλά φεύγουμε τώρα”.

“Τώρα;” Ο περαματάρης μάσησε το κάτω χείλος του και κούνησε ελαφρά τα πόδια του μπρος-πίσω, έπειτα ένευσε απότομα.

“Τώρα, λοιπόν. Άσε το χέρι μου. Πρέπει να ξυπνήσω τους τραβηχτές. Λες να τραβώ το πέραμα μόνος μου;”

“Θα περιμένω στο πέραμα”, είπε ρητά ο Λαν. “Δεν θα περιμένω πολύ”. Άφησε τον καρπό του περαματάρη.

Ο αφέντης Χαϊτάουερ έσφιξε τα νομίσματα στο στήθος του, συμφώνησε μ’ ένα νεύμα της κεφαλής και έκλεισε την πόρτα με το γοφό του.

Загрузка...