Η Μπέλα προχωρούσε ήρεμα κάτω από τον ασθενικό ήλιο, λες και οι τρεις λύκοι που έτρεχαν λίγο παραπέρα ήταν τα σκυλιά του χωριού, αλλά ο τρόπος που τους κοίταζε πού και πού, γυρίζοντας τα μάτια και δείχνοντας μόνο το ασπράδι τους, έδειχνε ότι δεν ένιωθε καθόλου ήρεμη. Η Εγκουέν στη ράχη της φοράδας ήταν σε εξίσου άσχημη κατάσταση. Παρακολουθούσε συνεχώς τους λύκους με την άκρη του ματιού της και, μερικές φορές, έστριβε στη σέλα για να κοιτάξει ολόγυρα. Ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι η Εγκουέν κοίταζε να δει την υπόλοιπη αγέλη, αν και το διέψευδε με θυμό όταν της το ανέφερε, διέψευδε ότι φοβόταν τους λύκους που τους ακολουθούσαν, διέψευδε ότι ανησυχούσε για το υπόλοιπο της αγέλης και το τι έκαναν τα μέλη της. Το διέψευδε και ξανακοίταζε, με τα μάτια τέσσερα, γλείφοντας τα χείλη της ανήσυχα.
Η υπόλοιπη αγέλη ήταν πολύ μακριά· θα μπορούσε να της το είχε πει. Ποιο το όφελος, ακόμα κι αν με πίστευε; Ειδικά αν με πίστευε. Δεν ήθελε να θίξει αυτό το ζήτημα, αν δεν αναγκαζόταν. Δεν ήθελε να σκεφτεί πώς το ήξερε. Ο γουνοφορεμένος άνδρας προχωρούσε μπροστά τους, μοιάζοντας μερικές φορές με λύκο και ποτέ δεν κοίταζε τριγύρω, όταν εμφανίζονταν η Σταχτιά, ο Αλτης και ο Άνεμος, αλλά το ήξερε κι αυτός.
Τα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ, είχαν ξυπνήσει το πρώτο εκείνο πρωινό και είχαν βρει τον Ιλάυας να ψήνει κι άλλο λαγό και να τους παρακολουθεί ανέκφραστος. Με εξαίρεση την Σταχτιά, τον Άλτη και τον Άνεμο, δεν φαίνονταν άλλοι λύκοι. Στο χλωμό πρώτο φως, υπήρχαν ακόμα βαθιές σκιές κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά και τα γυμνά δέντρα παραπέρα έμοιαζαν με ξεκοκαλισμένα δάχτυλα.
“Εδώ γύρω είναι”, απάντησε ο Ιλάυας, όταν τον ρώτησε η Εγκουέν πού είχε πάει το υπόλοιπο κοπάδι. “Είναι αρκετά κοντά για να βοηθήσουν, αν φανεί ανάγκη. Αρκετά μακριά για να αποφύγουν τα μπλεξίματα των ανθρώπων, αν μας τύχουν. Είτε νωρίς είτε αργά, πάντα υπάρχουν μπλεξίματα, όταν βρίσκονται δυο άνθρωποι μαζί. Αν τους χρειαστούμε, θα είναι εδώ”.
Κάτι τσίγκλιζε το νου του Πέριν, καθώς δάγκωνε το ψητό λαγό.
Μια κατεύθυνση, που την ένιωθε αόριστα. Φυσικά! Από κει βρήκαν το... Ξαφνικά, το καυτό ζουμί στο στόμα του έχασε κάθε γεύση.
Δοκίμασε τους βολβούς, που είχε μαγειρέψει ο Ιλάυας στα κάρβουνα είχαν γεύση γογγυλιού― αλλά του είχε κοπεί η όρεξη.
Όταν ξεκινούσαν, η Εγκουέν είχε επιμείνει να ανεβαίνουν όλοι με τη σειρά στη Μπέλα και ο Πέριν δεν είχε κάνει καν τον κόπο να διαφωνήσει.
“Πρώτα είναι η δική σου σειρά”, της είπε.
Εκείνη ένευσε. “Και μετά εσύ, Ιλάυας”.
“Μου φτάνουν τα πόδια μου”, είπε ο Ιλάυας. Κοίταξε την Μπέλα και η φοράδα γύρισε τα μάτια της, σαν να ήταν κι αυτός λύκος. “Εκτός αυτού, δεν νομίζω ότι θέλει να την καβαλήσω”.
“Χαζομάρες”, απάντησε η Εγκουέν με σίγουρη φωνή. “Δεν υπάρχει λόγος να σε πιάνει το πείσμα. Το λογικό είναι να ανεβαίνουν όλοι. Απ’ ό,τι λες, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας”.
“Είπα όχι, κοπέλα μου”.
Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και ο Πέριν αναρωτήθηκε, αν θα κατάφερνε να αναγκάσει τον Ιλάυας όπως έκανε μ’ αυτόν, αλλά μετά κατάλαβε ότι η Εγκουέν στεκόταν με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να λέει λέξη. Ο Ιλάυας την κοίταζε, απλώς την κοίταζε, με κείνα τα κίτρινα μάτια λύκου. Η Εγκουέν έκανε ένα βήμα πίσω, κοιτάζοντας τον κοκαλιάρη άνδρα, έγλειψε τα χείλη της και έκανε άλλο ένα βήμα πίσω. Πριν ο Ιλάυας στρίψει για να φύγει, η Εγκουέν είχε φτάσει οπισθοχωρώντας ως την Μπέλα και είχε ανέβει βιαστικά στη ράχη της. Όταν ο άνδρας γύρισε και πήρε το δρόμο για να τους οδηγήσει νότια, ο Πέριν σκέφτηκε πως και το χαμόγελό του έμοιαζε λυκίσιο.
Τρεις μέρες ταξίδευαν μ’ αυτό τον τρόπο, προχωρώντας πεζή και καβάλα όλη μέρα, σταματώντας μονάχα όταν έπεφτε το σούρουπο. Ο Ιλάυας έμοιαζε να χλευάζει τη φούρια των πρωτευουσιάνων, αλλά δεν χασομερούσε, όταν είχε να πάει κάπου.
Οι τρεις λύκοι σπάνια φαίνονταν. Κάθε νύχτα έρχονταν για λίγο στη φωτιά και, μερικές φορές, έκαναν μια σύντομη παρουσία Κατά τη διάρκεια της μέρας, αλλά και τότε ακόμα εμφανίζονταν Κάπου κοντά τη στιγμή που δεν το περίμενε κανείς και εξαφανίζονταν Με τον ίδιο τρόπο. Ο Πέριν όμως ήξερε ότι ήταν εκεί πέρα και ήξερε πού βρίσκονταν. Ήξερε πότε ερευνούσαν την περιοχή μπροστά και πότε παρακολουθούσαν το δρόμο, που άφηνε πίσω της η ομάδα των ανθρώπων. Ήξερε πότε είχαν φύγει από το συνηθισμένο τόπο Κυνηγιού των λύκων και ότι η Σταχτιά είχε στείλει πίσω την αγέλη να περιμένει. Μερικές φορές οι τρεις που απέμεναν χάνονταν από το νου του, αλλά αντιλαμβανόταν ότι επέστρεφαν, πολύ πριν πλησιάσουν Κοντά και τους δει. Ακόμα και όταν τα δέντρα λιγόστεψαν και απέμεναν μονάχα σκόρπιες συστάδες, που τις χώριζαν πλατιές εκτάσεις μαραμένης από το κρύο χλόης, οι λύκοι ήταν σαν φαντάσματα, όταν δεν ήθελαν να φανούν, αλλά ο Πέριν μπορούσε ανά πάσα στιγμή τους δείξει με το δάχτυλό του. Δεν ήξερε πώς το ήξερε και προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν απλώς η φαντασία του που του έπαιζε παιχνίδια, αλλά δεν πειθόταν. Το ήξερε, όπως το ήξερε ο Ιλάυας.
Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τους λύκους, αλλά συνεχώς τρύπωναν στις σκέψεις του. Από τότε που είχε συναντήσει τον Ιλάυας και τους λύκους δεν είχε ονειρευτεί τον Μπα’άλζαμον. Τα όνειρα του, όσα θυμόταν ξυπνώντας, ήταν για καθημερινά πράγματα, που θα μπορούσε να τα είχε ονειρευτεί και στο σπίτι του... πριν το Μπάερλον... πριν τη Νύχτα του Χειμώνα. Φυσιολογικά όνειρα — με κάτι επιπλέον. Σε κάθε όνειρο που θυμόταν, εκεί που σηκωνόταν από το καμίνι του αφέντη Λούχαν για να σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπό του, ή χόρευε με τα κορίτσια του χωριού στο Πράσινο, ή σήκωνε το κεφάλι εκεί που διάβαζε ένα βιβλίο μπροστά στο τζάκι και, είτε ήταν κάπου έξω, είτε ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, πάντα υπήρχε κοντά λύκος. Ο λύκος πάντα του είχε γυρισμένη την πλάτη και ο Πέριν πάντα ήξερε —στα όνειρα του φαινόταν να είναι η φυσιολογική κατάσταση των πραγμάτων, ακόμα και στην τραπεζαρία της Άλσμπετ Λούχαν- ότι τα κίτρινα μάτια του λύκου παρακολουθούσαν για να δουν μήπως ερχόταν κάτι, φύλαγαν για κάτι, που ίσως ερχόταν. Τα όνειρα του φαινόταν παράξενα μονάχα όταν ήταν ξύπνιος.
Τρεις μέρες ταξίδευαν. Η Σταχτιά, ο Άλτης και ο Άνεμος έφερναν λαγούς και σκίουρους και ο Ιλάυας έδειχνε φυτά που τρώγονταν, μερικά εκ των οποίων ο Πέριν τα αναγνώριζε. Μια φορά ένας λαγός είχε ξεπηδήσει σχεδόν κάτω από τις οπλές της Μπέλας· πριν ο Πέριν προλάβει να βάλει πέτρα στη σφεντόνα του, ο Ιλάυας τον είχε πετύχει με το μακρύ μαχαίρι του είκοσι βήματα πιο πέρα. Μια άλλη φορά ο Ιλάυας είχε πετύχει έναν παχύ φασιανό στο φτερό με το τόξο του. Έτρωγαν πολύ καλύτερα απ’ όσο τότε που ήταν μόνοι τους. Ο Πέριν δεν ήξερε τι ένιωθε η Εγκουέν, αλλά ήξερε ότι ήταν πρόθυμη να πεινάσει, προκειμένου να ξεκόψει από τους λύκους. Είχαν περάσει τρεις μέρες και ήταν απόγευμα.
Ένα δασύλλιο βρισκόταν μπροστά τους, μεγαλύτερο από κάθε άλλο, δάσος σχεδόν, πλάτους τεσσάρων μιλίων. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει στο δυτικό ουρανό, ρίχνοντας λοξές σκιές στα δεξιά τους και ο αέρας δυνάμωνε. Ο Πέριν ένιωσε ότι οι λύκοι άφηναν το πόστο τους πίσω από την ομάδα και προχωρούσαν μπροστά, χωρίς να βιάζονται. Δεν είχαν μυρίσει, ούτε είχαν δει τίποτα επικίνδυνο. Η Εγκουέν καβαλίκευε την Μπέλα, όπως ήταν η σειρά της. Ήταν ώρα να δουν πού θα στρατοπέδευαν τη νύχτα και το δασύλλιο θα τους εξυπηρετούσε.
Όπως πλησίαζαν στα δέντρα, τρία μαστίφ εμφανίστηκαν ξαφνικά, σκυλιά με φαρδιά μουσούδα, ψηλά σαν τους λύκους και κάπως βαρύτερα, που γρύλιζαν και έδειχναν τα δόντια τους. Σταμάτησαν αμέσως μόλις βγήκαν στα ανοιχτά, αλλά μόνο δέκα μέτρα τα χώριζαν από τους ανθρώπους και τα σκούρα μάτια τους έλαμπαν με φονική διάθεση.
Η Μπέλα, που ήταν ήδη στα όριά της λόγω των λύκων, χλιμίντρισε και παραλίγο θα έριχνε κάτω την Εγκουέν, όμως ο Πέριν αμέσως άρχισε να στριφογυρνά τη σφεντόνα του. Δεν ήταν ανάγκη να πιάσει τσεκούρι για τα σκυλιά· μια πέτρα στα παίδια θα έδιωχνε και το πιο κακό σκυλί.
Ο Ιλάυας του έκανε νόημα με το χέρι, δίχως να πάρει το βλέμμα από τα σκυλιά που στέκονταν ακίνητα. “Χσσστ! Δεν θέλουμε τέτοια τώρα!”
Ο Πέριν τον κοίταξε μπερδεμένος, αλλά άφησε τη σφεντόνα να σταματήσει και στο τέλος την κατέβασε στο πλευρό του. Η Εγκουέν κατάφερε να συγκρατήσει την Μπέλα και στάθηκαν κοιτάζοντας τα σκυλιά επιφυλακτικά.
Οι τρίχες των μαστίφ ήταν σηκωμένες και τα αυτιά τους κατεβασμένα πίσω και τα μουγκρητά τους θύμιζαν σεισμό. Ξαφνικά ο Ιλάυας σήκωσε το δάχτυλό του στο ύψος του ώμου και σφύριξε· ήταν ένα μακρύ, στριγκό σφύριγμα, που υψωνόταν όλο και περισσότερο και δεν είχε σταματημό. Τα μουγκρητά κόπηκαν. Τα σκυλιά έκαναν ένα βήμα πίσω, κλαψουρίζοντας και στρίβοντας το κεφάλι, σαν να ήθελαν να φύγουν, αλλά κάτι τα κρατούσε. Τα μάτια τους ήταν συνεχώς καρφωμένα στο δάχτυλο του Ιλάυας.
Ο Ιλάυας χαμήλωσε αργά το χέρι του και ο τόνος του σφυρίγματός του χαμήλωσε μαζί του. Τα σκυλιά το ακολούθησαν, ώσπου βρέθηκαν ξαπλωμένα στο χώμα με τις γλώσσες να κρέμονται. Τρεις ουρές ανεβοκατέβαιναν.
“Βλέπετε”, είπε ο Ιλάυας, πλησιάζοντας τα σκυλιά. “Τα όπλα δεν χρειάζονται”. Τα μαστίφ του έγλειψαν τα χέρια κι εκείνος έξυσε τα μεγάλα κεφάλια τους και χάιδεψε τα αυτιά τους. “Δείχνουν πιο άγρια απ’ όσο είναι. Ήθελαν να μας φοβίσουν και θα δάγκωναν μόνο αν κάναμε να μπούμε στα δέντρα. Τέλος πάντων, τώρα δεν πειράζει. Μπορούμε να φτάσουμε στο άλλο σύδεντρο πριν σκοτεινιάσει”.
Όταν ο Πέριν κοίταξε την Εγκουέν, εκείνη είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Έκλεισε κι αυτός το δικό του, χτυπώντας τα δόντια.
Ο Ιλάυας χάιδευε ακόμα τα σκυλιά και μελετούσε το δασύλλιο. “Εκεί είναι οι Τουάθα’αν. Οι Ταξιδιώτες”. Εκείνοι τον κοίταξαν ανέκφραστα κι αυτός πρόσθεσε, “Μάστορες”.
“Μάστορες;” αναφώνησε ο Πέριν. “Πάντα ήθελα γα δω τους Μάστορες. Καμιά φορά στήνουν τις σκηνές τους στην άλλη μεριά του ποταμού, κοντά στο Τάρεν Φέρυ, αλλά δεν έρχονται στους Δύο Ποταμούς, απ’ ό,τι ξέρω. Δεν ξέρω γιατί δεν έρχονται”.
Η Εγκουέν ξεφύσηξε. “Μάλλον επειδή οι άνθρωποι στο Τάρεν Φέρυ είναι κλεφταράδες σαν τους Μάστορες. Στο τέλος θα έκλεβαν ο ένας τον άλλον. Αφέντη Ιλάυας, αν πραγματικά υπάρχουν Μάστορες εδώ κοντά, δεν θα έπρεπε να συνεχίσουμε; Δεν θέλουμε να κλέψουν την Μπέλα και.. ε, δεν έχουμε πολλά, όμως όλοι ξέρουν ότι οι Μάστορες αρπάζουν τα πάντα”.
“Ακόμα και βρέφη;” ρώτησε ξερά ο Ιλάυας. “Κλέβουν παιδιά και τα λοιπά;” Έφτυσε και η Εγκουέν κοκκίνισε. Κυκλοφορούσαν ιστορίες για κλεμμένα μωρά, συνήθως από τον Τσεν Μπούι, ή κάποιον από τους Κόπλιν, ή τους Κόνγκαρ. Τις άλλες ιστορίες τις ήξερε όλος ο κόσμος. “Οι Μάστορες μερικές φορές με αρρωσταίνουν, αλλά δεν είναι κλέφτες. Έχω δει και πολύ χειρότερους”.
“Σε λίγο θα σκοτεινιάσει, Ιλάυας”, είπε ο Πέριν. “Κάπου θα πρέπει να σταματήσουμε. Γιατί όχι μαζί τους, αν μας θέλουν;” Η κυρά Λούχαν είχε μια κατσαρόλα, που την είχε γανώσει ένας Μάστορας και ορκιζόταν ότι ήταν καλύτερη από καινούργια. Ο αφέντης Λούχαν δεν χαιρόταν, που η γυναίκα του έλεγε καλά λόγια για δουλειά των Μαστόρων, αλλά ο Πέριν ήθελε να δει πώς το έκαναν. Όμως ο Ιλάυας έδειχνε κάπως απρόθυμος και δεν καταλάβαινε γιατί. “Υπάρχει λόγος να μην πάμε μαζί τους;”
Ο Ιλάυας κούνησε το κεφάλι, αλλά η στάση των ώμων του και τα σφιγμένα χείλη του έδειχναν ακόμα απροθυμία. “Και δεν πάμε; Μόνο μην δίνετε σημασία σ’ αυτά που λένε. Όλο βλακείες. Κανονικά οι Μάστορες κάνουν ό,τι νομίζουν, αλλά είναι φορές που θέλουν επισημότητα, γι’ αυτό κάνετε ό,τι κάνω. Και μην φανερώνετε τα μυστικά σας. Δεν είναι ανάγκη να τα πείτε όλα στον κόσμο”.
Τα σκυλιά τους ακολούθησαν, κουνώντας τις ουρές τους, καθώς ο Ιλάυας τους οδηγούσε στα δέντρα. Ο Πέριν ένιωσε τους λύκους να πάνε πιο αργά και κατάλαβε πως δεν θα έμπαιναν. Δεν φοβούνταν τα σκυλιά —περιφρονούσαν τα σκυλιά, που είχαν εγκαταλείψει την ελευθερία τους για να κοιμούνται πλάι στη φωτιά- αλλά απέφευγαν τους ανθρώπους.
Ο Ιλάυας περπατούσε με σίγουρο βήμα, σαν να ήξερε το δρόμο και κοντά στην καρδιά του δασυλλίου φάνηκαν οι άμαξες των Μαστόρων, σκορπισμένες ανάμεσα στις βελανιδιές και τις μελίες.
Όπως όλοι στο Πεδίο του Έμοντ, ο Πέριν είχε ακούσει πολλά για τους Μάστορες, έστω κι αν δεν είχε αντικρίσει ποτέ κανέναν και η κατασκήνωση ήταν ακριβώς όπως την περίμενε. Οι άμαξες τους ήταν μικρά σπίτια πάνω σε ρόδες, ψηλά ξύλινα κουτιά, λουστραρισμένα και βαμμένα με λαμπερά χρώματα, κόκκινα και γαλάζια και κίτρινα και πράσινα και με κάποιες αποχρώσεις που δεν ήξερε το όνομα τους. Οι Ταξιδιώτες έκαναν δουλειές απογοητευτικά συνηθισμένες —μαγείρευαν, έραβαν, φρόντιζαν παιδιά, διόρθωναν σέλες- αλλά τα ρούχα τους ήταν ακόμα πιο φανταχτερά από τις άμαξές τους κι έμοιαζαν να είναι διαλεγμένα τυχαία· μερικές φορές τα παλτά και τα παντελόνια, ή τα φορέματα και τα σάλια, συνδυάζονταν με τρόπο που του πονούσαν τα μάτια. Έμοιαζαν με πεταλούδες σε χωράφι με αγριολούλουδα.
Τέσσερις ή πέντε άνδρες, εδώ κι εκεί στην κατασκήνωση, έπαιζαν βιολιά και φλάουτα και κάποιοι Μάστορες χόρευαν, σαν κολιμπρί με τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Παιδιά και σκυλιά έτρεχαν, παίζοντας ανάμεσα στις φωτιές. Τα σκυλιά ήταν μαστίφ, σαν εκείνα που είχαν δει οι ταξιδιώτες, αλλά τα παιδιά τους τραβούσαν τα αυτιά και τις ουρές και ανέβαιναν στις πλάτες τους και τα μεγαλόσωμα σκυλιά δέχονταν τα πάντα με απόλυτη ηρεμία. Τα τρία σκυλιά, που συνόδευαν τον Ιλάυας με τις γλώσσες τους να κρέμονται, κοίταζαν τον γενειοφόρο σαν να ήταν ο καλύτερος φίλος τους. Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του. Ήταν τόσο μεγάλα, που μπορούσαν να φτάσουν στο λαιμό του, αν ανασηκώνονταν λιγάκι.
Η μουσική σταμάτησε απότομα και ο Πέριν συνειδητοποίησε ότι όλοι οι Μάστορες κοίταζαν την παρέα τους. Ακόμα και τα παιδιά και τα σκυλιά στάθηκαν ακίνητα και κοίταζαν, επιφυλακτικά, σαν να ήταν έτοιμα να το βάλουν στα πόδια.
Για μια στιγμή η σιωπή ήταν απόλυτη και μετά ένας άνδρας με νευρώδες κορμί, γκριζομάλλης και κοντός, βγήκε μπροστά και υποκλίθηκε με σοβαρότητα στον Ιλάυας. Φορούσε κόκκινο παλτό με ψηλό κολάρο και φαρδύ ανοιχτοπράσινο παντελόνι με τα μπατζάκια βαλμένα στις μπότες, που έφταναν ως το γόνατο. “Καλωσήρθες στις φωτιές μας. Ξέρεις το τραγούδι;”
Ο Ιλάυας υποκλίθηκε με ίδιο τρόπο, ακουμπώντας τα δύο χέρια στο στήθος του. “Το καλωσόρισμά σου μου ζεσταίνει το πνεύμα, Μάχντι, όπως οι φωτιές σου ζεσταίνουν τη σάρκα, μα δεν ξέρω το τραγούδι”.
“Τότε θα συνεχίσουμε να το αναζητούμε”, είπε τελετουργικά ο γκριζομάλλης. “Όπως ήταν, έτσι θα γίνει, αρκεί να θυμηθούμε, να αναζητήσουμε και να βρούμε”. Έδειξε τις φωτιές χαμογελώντας και η φωνή του έγινε πιο ανάλαφρη και κεφάτη. “Το φαΐ γίνεται. Ελάτε στην παρέα μας”.
Σαν να ήταν αυτό το σινιάλο, η μουσική ξανάρχισε και τα παιδιά ξανάρχισαν να γελούν και να τρέχουν μαζί με τα σκυλιά. Όλοι ξανάπιασαν αυτό που έκαναν, λες και οι νεοφερμένοι ήταν φίλοι, που τους είχαν δεχθεί από καιρό.
Ο γκριζομάλλης κοντοστάθηκε και κοίταξε τον Ιλάυας. “Οι... άλλοι φίλοι σου; Θα μείνουν πέρα; Τρομάζουν τα κακόμοιρα τα σκυλιά”.
“Θα μείνουν πέρα, Ράεν”. Υπήρχε ένα ίχνος περιφρόνησης στον τρόπο που ο Ιλάυας κούνησε το κεφάλι του. “Θα ’πρεπε να το έχεις μάθει πια”.
Ο γκριζομάλλης άπλωσε τα χέρια, σαν να ήθελε να πει πως τίποτα δεν είναι βέβαιο. Καθώς γύριζε για να τους οδηγήσει στην κατασκήνωση, η Εγκουέν ξεπέζεψε και πλησίασε τον Ιλάυας. “Είστε φίλοι;” Ένας χαμογελαστός Μάστορας ήρθε για να πάρει την Μπέλα· η Εγκουέν έδωσε απρόθυμα τα γκέμια, όταν ο Ιλάυας ξεφύσηξε ειρωνικά.
“Γνωριζόμαστε”, απάντησε κοφτά ο άνδρας με τα γούνινα ρούχα.
“Το όνομά του είναι Μάχντι;” είπε ο Πέριν.
Ο Ιλάυας κάτι γρύλισε χαμηλόφωνα. “Το όνομά του είναι Ράεν. Μάχντι είναι ο τίτλος του. Αναζητητής. Είναι ο αρχηγός αυτής της ομάδας. Μπορείς να τον λες Αναζητητή, αν το άλλο σου φαίνεται αλλόκοτο. Δεν τον πειράζει”.
“Τι ήταν αυτό που είπε για κάποιο τραγούδι;” ρώτησε η Εγκουέν.
“Αυτός είναι ο λόγος που ταξιδεύουν”, είπε ο Ιλάυας, “ή τουλάχιστον έτσι λένε. Ψάχνουν για ένα τραγούδι. Αυτό αναζητά ο Μάχντι. Λένε ότι το έχασαν στο Τσάκισμα του Κόσμου και, αν μπορέσουν να το ξαναβρούν, τότε θα ξαναρθεί ο παράδεισος της Εποχής των Θρύλων”. Κοίταξε την κατασκήνωση και ξεφύσηξε. “Δεν ξέρουν καν ποιο είναι το τραγούδι· ισχυρίζονται πως θα το καταλάβουν, όταν το βρουν. Δεν ξέρουν καν πως θα φέρει τον παράδεισο, αλλά ψάχνουν κοντά στα τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα, από το Τσάκισμα. Εγώ λέω πως θα ψάχνουν μέχρι να σταματήσει να γυρνά ο Τροχός”.
“Εφτασαν στη φωτιά του Ράεν στο κέντρο της κατασκήνωσης. Η άμαξα του Αναζητητή ήταν κίτρινη με κόκκινα στολίσματα και οι ακτίνες των ψηλών τροχών με τα κόκκινα στεφάνια ήταν εναλλάξ κόκκινες και κίτρινες. Μια παχουλή γυναίκα, ωχρή σαν τον Ράεν, αλλά με μάγουλα που διατηρούνταν απαλά, βγήκε από την άμαξα και κοντοστάθηκε στα σκαλιά του πίσω μέρους της, ρίχνοντας στους ώμους της ένα σάλι με γαλάζια μπορντούρα. Η μπλούζα της ήταν κίτρινη και η φούστα της κόκκινη· τα χρώματα έλαμπαν. Ο συνδυασμός έκανε τον Πέριν ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια και η Εγκουέν άφησε έναν πνιχτό ήχο.
Όταν η γυναίκα είδε τους ανθρώπους που συνόδευαν τον Ράεν, κατέβηκε χαμογελώντας φιλικά. Ήταν η Ίλα, γυναίκα του Ράεν, ένα κεφάλι ψηλότερή του και σε λίγο έκανε τον Πέριν να ξεχάσει τα χρώματα των ρούχων της. Η μητρική συμπεριφορά της του θύμιζε την κυρά αλ’Βερ και τον έκανε να νιώσει ευπρόσδεκτος, από το πρώτο της χαμόγελο.
Η Ίλα χαιρέτησε τον Ιλάυας, σαν να ήταν παλιός γνωστός, αλλά με κάπως απόμακρο τρόπο, που φάνηκε να πληγώνει τον Ράεν. Ο Ιλάυας της χαμογέλασε ξερά και ένευσε. Ο Πέριν και η Εγκουέν συστήθηκαν κι εκείνη έσφιξε τα χέρα τους στα δικά της, με περισσότερη ζεστασιά απ’ όσο είχε δείξει στον Ιλάυας και μάλιστα αγκάλιασε την Εγκουέν.
“Μα είσαι πανέμορφη, κοπέλα μου”, είπε, πιάνοντας χαμογελαστά το πηγούνι της Εγκουέν. “Θα ’χεις ξεπαγιάσει. Κάτσε κοντά στη φωτιά. Καθίστε όλοι. Το φαΐ κοντεύει να γίνει”.
Είχαν βάλει πεσμένους κορμούς γύρω από τη φωτιά για να κάθονται. Ο Ιλάυας αρνήθηκε ακόμα κι αυτή την παραχώρηση στον πολιτισμό και ξαπλώθηκε στο χώμα. Σιδερένια τρίποδα κρατούσαν δύο κατσαρολάκια πάνω από τις φλόγες και ένας φούρνος ήταν ακουμπισμένος στα κάρβουνα στην άκρη. Τα πρόσεχε η Ίλα.
Όπως ο Πέριν και οι άλλοι έπαιρναν τις θέσεις τους, ένας λιγνός νεαρός, που φορούσε πράσινα ριγέ ρούχα, πλησίασε τη φωτιά. Αγκάλιασε τον Ράεν και φίλησε την Ίλα και κοίταξε ατάραχα τον Ιλάυας και τους δύο από το Πεδίο του Έμοντ. Ήταν περίπου συνομήλικος του Πέριν και κινούνταν σαν να ήταν έτοιμος να αρχίσει το χορό.
“Λοιπόν, Άραμ” -είπε η Ίλα χαμογελώντας τρυφερά- “είπες, για αλλαγή, να φας με τον παππού και τη γιαγιά σου, ε;” Κοίταξε με το ίδιο χαμόγελο την Εγκουέν, ενώ έσκυβε για να ανακατέψει το κατσαρολάκι που κρεμόταν πάνω από τη φωτιά. “Απορώ γιατί”.
Ο Άραμ πήρε άνετη μισογονατισμένη στάση, με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατά του, απέναντι στην Εγκουέν, από την άλλη μεριά της φωτιάς. “Με λένε Άραμ”, της είπε με χαμηλή, γεμάτη αυτοπεποίθηση φωνή. Δεν φαινόταν πια να αντιλαμβάνεται άλλη παρουσία εκτός από τη δική της. “Περίμενα το πρώτο τριαντάφυλλο της άνοιξης και τώρα το βρίσκω στη φωτιά του παππού μου”.
Ο Πέριν φανταζόταν πως η Εγκουέν θα χαχάνιζε περιφρονητικά, αλλά είδε πως η Εγκουέν κοίταζε τον Άραμ κατάματα. Ξανακοίταξε τον νεαρό Μάστορα. Παραδέχθηκε πως ο νεαρός ήταν εμφανίσιμος και με το παραπάνω. Μετά από λίγο, ο Πέριν κατάλαβε ποιον του θύμιζε. Τον Γουίλ αλ’Σην, που όλα τα κορίτσια τον έτρωγαν με τα μάτια και ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη του, όταν ερχόταν από το Ντέβεν Ράιντ στο Πεδίο του Έμοντ. Ο Γουίλ φλερτάριζε μ’ όλες τις κοπέλες που έβρισκε και κατάφερνε να πείθει την καθεμιά τους ότι απλώς ήταν ευγενικός με τις άλλες.
“Τα σκυλιά σας”, είπε μεγαλόφωνα ο Πέριν, ξαφνιάζοντας την Εγκουέν, “μοιάζουν μεγάλα σαν αρκούδες. Με παραξένεψε που αφήνετε τα παιδιά να παίζουν μαζί τους”.
Το χαμόγελο του Άραμ μισοκρύφτηκε, αλλά, όταν κοίταξε τον Πέριν, χαμογέλασε με μεγαλύτερη σιγουριά από πριν. “Δεν σε πειράζουν. Παίζουν θέατρο για να διώξουν τον κίνδυνο και για να μας προειδοποιήσουν, αλλά είναι εκπαιδευμένα σύμφωνα με την Οδό του Φύλλου”.
“Την Οδό του Φύλλου;” είπε η Εγκουέν. “Τι είναι αυτό;”
Ο Αραμ έδειξε τα δέντρα, με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της. “Το φύλλο ζει τη ζωή που του μέλλεται και δεν αντιμάχεται τον αέρα που το παρασέρνει. Το φύλλο δεν βλάπτει τίποτα και τελικά πέφτει για να θρέψει καινούργια φύλλα. Έτσι θα ’πρεπε να κάνουν και οι άνδρες. Και οι γυναίκες”. Η Εγκουέν του αντιγύρισε το βλέμμα, με ένα αχνό αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλα.
“Μα τι σημαίνει αυτό;” είπε ο Πέριν. Ο Αραμ τον κοίταξε ενοχλημένος, αλλά του απάντησε ο Ράεν.
“Σημαίνει ότι κανένας άνδρας δεν πρέπει να βλάπτει άλλον, για οποιονδήποτε λόγο”. Τα μάτια του Αναζητητή στράφηκαν στον Ιλάυας. “Δεν υπάρχει δικαιολογία για τη βία. Καμία. Ποτέ”.
“Κι αν κάποιος σου επιτεθεί;” επέμεινε ο Πέριν. “Αν κάποιος σε χτυπήσει, ή πάει να σε κλέψει, ή να σε σκοτώσει;”
Ο Ράεν αναστέναξε, καρτερικά, σαν να μην έβλεπε ο Πέριν κάτι, που για τον ίδιο ήταν φως-φανάρι. “Αν κάποιος ήθελε με χτυπήσει, θα τον ρωτούσα γιατί θέλει να κάνει τέτοιο πράγμα. Αν και πάλι ήθελε να με χτυπήσει, θα έτρεχα, όπως και αν ήθελε να με ληστέψει, ή να με σκοτώσει. Καλύτερα να τον άφηνα να πάρει αυτό που θέλει, ακόμα και τη ζωή μου, παρά να χρησιμοποιήσω βία. Και θα ήλπιζα να μην πάθαινε μεγάλο κακό”.
“Μα είπες πως δεν θα τον έβλαπτες”, είπε ο Πέριν.
“Όχι εγώ, αλλά η βία βλάπτει, τόσο αυτόν που τη χρησιμοποιεί, όσο κι αυτόν που την υφίσταται”. Ο Πέριν έδειξε να αμφιβάλλει. “Θα μπορούσες να κόψεις δέντρο με το τσεκούρι σου”, είπε ο Ράεν. “Το τσεκούρι ασκεί βία στο δέντρο και γλιτώνει απείραχτο. Έτσι το βλέπεις; Το ξύλο είναι μαλακό, αν συγκριθεί με το ατσάλι, αλλά το κοφτερό ατσάλι κόβοντας στομώνει και ο χυμός του δέντρου θα το σκουριάσει και θα το φάει. Το δυνατό τσεκούρι ασκεί βία στο ανήμπορο δέντρο και βλάπτεται και το ίδιο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους, αν και η ζημιά είναι στο πνεύμα”.
“Αλλά—”
“Αρκετά”, μούγκρισε ο Ιλάυας, διακόπτοντας τον Πέριν. “Ράεν, δεν φτάνει που προσπαθείς να προσηλυτίσεις το νεαρόκοσμο στα χωριά μ’ αυτές τις βλακείες — σχεδόν παντού σε βάζει σε μπελάδες, ε; Αλλά δεν έφερα αυτούς τους δυο εδώ για να πέσουν στα χέρια σου. Παράτα τα”.
“Και να τους αφήσω στα δικά σου;” είπε η Ίλα, ενώ έτριβε βότανα με τις παλάμες της και τα έριχνε σε ένα από τα κατσαρολάκια. Η φωνή της ήταν ήρεμη, αλλά τα χέρια της έτριβαν τα βότανα με απότομες κινήσεις. “Θα τους διδάξεις το δικό σου τρόπο — ή σκοτώνεις, ή πεθαίνεις; Θα τους οδηγήσεις στη μοίρα που αναζητάς για τον εαυτό σου, να πεθάνεις ολομόναχος με τα κοράκια και τους... τους φίλους σου να τσακώνονται για το πτώμα σου;”
“Ειρήνη, Ίλα”, είπε απαλά ο Ράεν, σαν να τα είχε ακούσει αυτά κι ακόμα περισσότερα εκατοντάδες φορές. “Τον καλωσορίσαμε στη φωτιά μας, γυναίκα μου”.
Η Ίλα υποχώρησε, αλλά ο Πέριν πρόσεξε ότι δεν ζήτησε συγνώμη. Αντίθετα, κοίταξε τον Ιλάυας και κούνησε το κεφάλι της λυπημένα, έπειτα τίναξε τα χέρια της και άρχισε να βγάζει κουτάλια και πήλινες γαβάθες από ένα κόκκινο σεντούκι στο πλαϊνό της άμαξας.
Ο Ράεν στράφηκε πάλι στον Ιλάυας. “Παλιέ μου φίλε, πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι δεν πάμε να προσηλυτίσουμε κανέναν. Όταν οι άνθρωποι των χωριών νιώθουν περιέργεια για τους τρόπους μας, απαντούμε τις ερωτήσεις τους. Είναι αλήθεια πως συχνότερα ρωτούν οι νεότεροι και μερικές φορές κάποιος απ’ αυτούς έρχεται μαζί μας, όταν συνεχίζουμε το ταξίδι μας, αλλά γίνεται με τη δική του ελεύθερη βούληση”.
“Πήγαινε να το πεις αυτό στην αγρότισσα, που μόλις βρήκε ότι ο γιος, ή η θυγατέρα της, το έσκασαν μαζί με τους Μάστορες”, είπε ειρωνικά ο Ιλάυας. “Αυτός είναι ο λόγος που οι πόλεις δεν σας αφήνουν ούτε καν να κατασκηνώσετε κοντά τους. Τα χωριά σας ανέχονται, επειδή διορθώνετε διάφορα πράγματα, αλλά οι πόλεις δεν σας έχουν ανάγκη και δεν θέλουν να πείθετε τους νεαρούς να το σκάσουν”.
“Δεν ξέρω τι επιτρέπουν οι πόλεις”. Η υπομονή του Ράεν έμοιαζε ανεξάντλητη. Δεν φαινόταν καθόλου να έχει θυμώσει. “Στις πόλεις πάντα υπάρχουν βίαιοι άνθρωποι. Πάντως δεν νομίζω ότι το τραγούδι θα βρεθεί σε πόλη”.
“Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, Αναζητητή”, είπε ο Πέριν αργά, “αλλά... Να, δεν επιδιώκω τη βία. Νομίζω ότι χρόνια έχω να παλέψω με κάποιον, αν εξαιρέσεις τους αγώνες στις γιορτές. Αλλά, αν κάποιος με χτυπήσει, θα του ανταποδώσω το χτύπημα. Αν δεν το ανταποδώσω, θα είναι σαν να τον ενθαρρύνω να πιστέψει πως μπορεί να με ξαναχτυπήσει όποτε θέλει. Μερικοί νομίζουν πως μπορούν να εκμεταλλευτούν τους άλλους και, αν δεν τους δείξεις το αντίθετο, θα κάνουν τον νταή στους πιο αδύνατους”.
“Μερικοί”, είπε ο Άραμ περίλυπος, “δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα ταπεινότερα ένστικτά τους”. Το είπε ρίχνοντας στον Πέριν μια ματιά, καθιστώντας σαφές πως δεν μιλούσε για τους νταήδες που έλεγε ο Πέριν.
“Πάω στοίχημα ότι συχνά το βάζεις στα πόδια”, είπε ο Πέριν και το πρόσωπο του νεαρού Μάστορα σκλήρυνε, με τρόπο που δεν είχε την παραμικρή σχέση με την Οδό του Φύλλου.
“Νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον”, είπε η Εγκουέν, αγριοκοιτώντας τον Πέριν, “να γνωρίζω κάποιον που δεν πιστεύει πως οι μύες του είναι η λύση όλων των προβλημάτων”.
Ο Αραμ ξαναβρήκε το κέφι του και σηκώθηκε, προσφέροντας της το χέρι του μ’ ένα χαμόγελο. “Να σου δείξω την κατασκήνωση μας. Μπορούμε να χορέψουμε”.
“Θα μου άρεσε αυτό”. Του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Η Ίλα έβγαλε μερικά καρβέλια ψωμί από το φούρνο και σηκώθηκε. “Μα το φαγητό είναι έτοιμο, Αραμ”.
“Θα φάω με τη μητέρα μου”, είπε ο Αραμ πάνω από τον ώμο του, καθώς τραβούσε την Εγκουέν μακριά από την άμαξα, πιάνοντάς την από το χέρι. “Θα φάμε και οι δύο με τη μητέρα μου”. Αστραψε ένα θριαμβικό χαμόγελο στον Πέριν. Η Εγκουέν γελούσε καθώς έτρεχαν.
Ο Πέριν σηκώθηκε όρθιος, έπειτα σταμάτησε. Η Εγκουέν δεν θα πάθαινε τίποτα, αν όλοι εδώ ακολουθούσαν την Οδό των Φύλλων, όπως έλεγε ο Ράεν. Κοίταξε τον Ράεν και την Ίλα, που κοίταζαν κατηφείς τον εγγονό τους και είπε, “Λυπάμαι. Είμαι καλεσμένος και δεν έπρεπε να—”
“Μη λες χαζομάρες”, είπε παρηγορητικά η Ίλα. “Δικό του ήταν το σφάλμα, όχι δικό σου. Κάθισε να φας”.
“Ο Αραμ είναι ένας μπερδεμένος νεαρός”, πρόσθεσε λυπημένα ο Ράεν. “Είναι καλό παιδί, αλλά μερικές φορές νομίζω ότι βρίσκει δύσκολη την Οδό των Φύλλων. Φοβούμαι πως κάποιοι έτσι νιώθουν. Σε παρακαλώ. Η φωτιά μου είναι δική σου. Σε παρακαλώ.”
Ο Πέριν κάθισε αργά, νιώθοντας ακόμη αμηχανία. “Τι γίνεται με αυτούς που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τη Οδό;” ρώτησε. “Εννοώ τους Μάστορες”.
Ο Ράεν και η Ίλα αντάλλαξαν μια ανήσυχη ματιά και ο Ράεν είπε, “Μας εγκαταλείπουν. Οι Χαμένοι πάνε να ζήσουν στα χωριά”.
Η Ίλα κοίταξε προς τα κει που είχε πάει ο εγγονός της. “Οι Χαμένοι δεν βρίσκουν ευτυχία”. Αναστέναξε, μα το πρόσωπό της, όταν άρχισε να μοιράζει τις γαβάθες και τα κουτάλια, ήταν γαλήνιο.
Ο Πέριν κοίταξε το χώμα και ευχήθηκε να μην είχε ρωτήσει. Κανένας δεν μιλούσε, όσο η Ίλα γέμιζε τις γαβάθες με πηχτό βραστό από λαχανικά και έβγαζε χοντρές φέτες από το ξεροψημένο ψωμί της, ούτε και όσο έτρωγαν. Το βραστό ήταν θαυμάσιο και ο Πέριν έφαγε τρεις γαβάθες. Πρόσεξε, χαμογελώντας, πως ο Ιλάυας άδειασε τέσσερις.
Μετά το φαγητό ο Ράεν γέμισε την πίπα του και ο Ιλάυας έβγαλε τη δική του και τη γέμισε από το δερμάτινο σακούλι του Ράεν. Τις άναψαν, τις πάτησαν και τις ξανάναψαν και έγειραν πίσω σιωπηλά. Η Ίλα πήρε το πλεκτό της. Από τον ήλιο είχε απομείνει μονάχα μια κόκκινη πυρά πάνω από τις δεντροκορφές στα δυτικά. Οι Μάστορες ετοιμάζονταν για τη νύχτα, αλλά η φασαρία δεν σταμάτησε, απλώς άλλαξε. Οι μουσικοί που έπαιζαν, όταν έμπαιναν στην κατασκήνωση, είχαν αντικατασταθεί από άλλους και τώρα αυτοί, που χόρευαν στο φως που έριχναν οι φωτιές, ήταν ακόμα περισσότεροι από πριν και οι σκιές τους παιχνίδιζαν στις άμαξες. Μερικές φορές ακούγονταν δυνατές ανδρικές φωνές. Ο Πέριν γλίστρησε πιο κάτω μπροστά στον κορμό που καθόταν και τον μισοπήρε ο ύπνος.
Μετά από λίγο, ο Ράεν είπε, “Ιλάυας, επισκέφθηκες άλλους Τουάθα’αν από την τελευταία φορά που ήρθες σε μας, πέρυσι την άνοιξη;”
Τα μάτια του Πέριν άνοιξαν και μισόκλεισαν πάλι.
“Όχι”, απάντησε ο Ιλάυας με την πίπα στο στόμα. “Δεν μου αρέσει ο πολύς κόσμος”.
Ο Ράεν γέλασε πνιχτά. “Ειδικά ο κόσμος που ζει με τρόπο τόσο διαφορετικό από το δικό σου, ε; Όχι, παλιέ μου φίλε, μην ανησυχείς. Εδώ και χρόνια έχω εγκαταλείψει την ελπίδα ότι θα ακολουθήσεις την Οδό. Αλλά άκουσα μια ιστορία μετά την τελευταία φορά που ανταμώσαμε και, αν δεν την έχεις ακούσει, μπορεί να σε ενδιαφέρει. Εμένα μ’ ενδιαφέρει και την άκουσα πολλές φορές, κάθε φορά που συναντούσαμε άλλους του Λαού”.
“Ακούω”.
“Αρχίζει την άνοιξη πριν δυο χρόνια, με μια ομάδα του Λαού που διέσχιζαν την Ερημιά από το βορινό δρόμο”.
Τα μάτια του Πέριν άνοιξαν απότομα. “Την Ερημιά; Την Ερημιά του Άελ; Διέσχιζαν την Ερημιά του Αελ;”
“Μερικοί μπορούν να μπουν στην Ερημιά δίχως να τους πειράξει κανείς”, είπε ο Ιλάυας, “Βάρδοι, πραματευτάδες, αν είναι τίμιοι. Οι Τουάθα’αν συνεχώς διασχίζουν την Ερημιά. Κάποτε την περνούσαν έμποροι της Καιρχίν, πριν το Δένδρο και τον Πόλεμο του Αελ”.
“Οι Αελίτες μας αποφεύγουν”, είπε θλιμμένα ο Ράεν, “αν και πολλοί από μας προσπάθησαν να μιλήσουν μαζί τους. Μας παρακολουθούν από απόσταση, αλλά δεν μας πλησιάζουν, μήτε μας αφήνουν να τους πλησιάσουμε. Μερικές φορές ανησυχώ, μήπως και ξέρουν το τραγούδι, αν και φαντάζομαι πως, μάλλον, είναι απίθανο. Στους Αελίτες, οι άνδρες δεν τραγουδούν, ξέρεις. Δεν είναι παράξενο; Από τη στιγμή που ένα αγόρι των Αελιτών γίνει άνδρας, δεν τραγουδά τίποτα, παρά μόνο ύμνους της μάχης, ή το μοιρολόι που έχουν για τους νεκρούς. Άκουσα να τραγουδούν πάνω από τους νεκρούς τους και πάνω από αυτούς που σκότωσαν. Αυτό το τραγούδι θα ’κανε και τις πέτρες να κλάψουν”. Η Ίλα, που τον άκουγε, συμφώνησε, ενώ έπλεκε.
Ο Πέριν ξανασκέφτηκε μερικά πράγματα στα γρήγορα. Νόμιζε πως οι Μάστορες ήταν συνεχώς φοβισμένοι, έτσι που έλεγαν ότι συνεχώς έτρεχαν για να φύγουν, αλλά κανένας φοβητσιάρης δεν θα σκεφτόταν να περάσει την Ερημιά του Άελ. Απ’ ό,τι είχε ακούσει, κανένας συνετός άνθρωπος δεν θα τολμούσε να περάσει την Ερημιά.
“Αν πας να μου πεις ιστορία για κάνα τραγούδι”, άρχισε να λέει ο Ιλάυας, όμως ο Ράεν κούνησε το κεφάλι του.
“Όχι, παλιέ μου φίλε, αυτή δεν είναι για τραγούδι. Δεν ξέρω για τι είναι”. Κοίταξε τον Πέριν. “Οι νεαροί Αελίτες συχνά ταξιδεύουν στην Ερημιά. Μερικοί από τους νεαρούς πάνε μόνοι, πιστεύοντας, για κάποιο λόγο, ότι κλήθηκαν να σκοτώσουν τον Σκοτεινό. Οι περισσότεροι πηγαίνουν κατά μικρές ομάδες. Για να κυνηγήσουν Τρόλοκ”. Ο Ράεν κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του και, όταν συνέχισε, η φωνή του ήταν βαριά. “Πριν δύο χρόνια μια ομάδα του Λαού, που διέσχιζε την Ερημιά εκατό περίπου μίλια νότια της Μάστιγας, βρήκε μια απ’ αυτές τις ομάδες”.
“Κοπέλες”, είπε η Ίλα, θλιμμένη σαν τον σύζυγό της. “Σχεδόν κοριτσάκια”.
Ο Πέριν άφησε έναν ήχο έκπληξης και ο Ιλάυας του χαμογέλασε ειρωνικά.
“Οι κοπέλες των Αελιτών δεν είναι αναγκασμένες να προσέχουν το σπίτι και να μαγειρεύουν, αν δεν θέλουν, αγόρι μου. Όσες θέλουν να γίνουν πολεμίστριες, μπαίνουν σε μια από τις κοινωνίες των πολεμιστών, τις Φαρ Νταρέις Μάι, τις Κόρες του Δόρατος και πολεμούν δίπλα στους άνδρες”.
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Ο Ιλάυας γέλασε πνιχτά με την έκφρασή του.
Ο Ράεν συνέχισε την ιστορία και η φωνή του πρόδιδε απέχθεια και σαστισμάρα. Οι κοπέλες ήταν όλες πεθαμένες εκτός από μία, που κι αυτή ξεψυχούσε. Πλησίασε τις άμαξες τους, σερνάμενη στο χώμα. Ήταν φανερό ότι ήξερε ποιοι ήταν οι Τουάθα’αν. Η αηδία της ήταν μεγαλύτερη από τον πόνο της, αλλά είχε ένα μήνυμα, τόσο σημαντικό γι’ την ίδια, που έπρεπε να το μεταφέρει σε κάποιον, ακόμα και σε μας, πριν πεθάνει. Οι άνδρες πήγαν να δουν, αν μπορούσαν να βοηθήσουν τις άλλες —το αίμα της έδειχνε το δρόμο — αλλά ήταν όλες πεθαμένες και είχαν σκοτώσει τους τριπλούς Τρόλοκ”.
Ο Ιλάυας ανακάθισε και η πίπα, παραλίγο, θα του έπεφτε από το στόμα. “Εκατό μίλια βαθιά στην Ερημιά; Αδύνατον! Ντζέβικ Κ’Σαρ, έτσι ονομάζουν την Ερημιά οι Τρόλοκ. Γη Θανάτου. Δεν θα πήγαιναν εκατό μίλια στην Ερημιά, ακόμα κι αν τους οδηγούσαν όλοι οι Μυρντράαλ της Μάστιγας”.
“Ξέρεις πολλά για τους Τρόλοκ, Ιλάυας”, είπε ο Πέριν.
“Συνέχισε την ιστορία σου”, είπε ο Ιλάυας στον Ράεν με τραχιά φωνή.
“Από τα τρόπαια που είχαν οι Αελίτισσες, ήταν φανερό ότι γυρνούσαν από τη Μάστιγα. Οι Τρόλοκ τις είχαν ακολουθήσει, αλλά, όπως έδειχναν τα ίχνη, λίγοι μόνο επέζησαν κι επέστρεψαν αφού σκότωσαν τις Αελίτισσες. Όσο για την κοπέλα, δεν άφηνε κανέναν να την αγγίξει, ούτε ακόμα και για να της περιποιηθεί τις πληγές. Αλλά άρπαξε τον Αναζητητή εκείνης της ομάδας από το παλτό και να τι του είπε, κατά λέξη. “Χαμένε, ο Φυλλοκαύτης θέλει να τυφλώσει τον Οφθαλμό του Κόσμου. Θέλει να σφάξει το Μέγα Ερπετό. Χαμένε, προειδοποίησε το Λαό. Έρχεται ο Τυφλωτής. Πες τους να ετοιμαστούν για Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή. Πες τους...” Και τότε πέθανε. Φυλλοκαύτης και Τυφλωτής”, είπε, γυρνώντας προς τον Πέριν, “είναι ονόματα που έχουν δώσει οι Αελίτες στον Σκοτεινό, τα άλλα λόγια της όμως δεν τα καταλαβαίνω. Όμως εκείνη τα θεωρούσε τόσο σημαντικά, που πλησίασε εκείνους που αντιπαθούσε για να τα πει με την τελευταία ανάσα της. Μα για ποιους; Εμείς είμαστε ο Λαός, αλλά δεν νομίζω να το εννοούσε για μας. Για τους Αελίτες; Δεν θα μας άφηναν να τους το πούμε, ακόμα και αν προσπαθούσαμε”. Αφησε ένα βαθύ αναστεναγμό. “Αποκάλεσε εμάς Χαμένους. Πρώτη φορά καταλαβαίνω πόσο μας απεχθάνονται”. Η Ίλα ακούμπησε το πλεχτό της στα γόνατα της και χάιδεψε απαλά τα μαλλιά του.
“Κάτι που έμαθαν στη Μάστιγα”, είπε στοχαστικά ο Ιλάυας. “Αλλά δεν βγαίνει νόημα. Να σφάξει το Μέγα Ερπετό; Να σκοτώσει τον ίδιο το χρόνο; Και να τυφλώσει τον Οφθαλμό του Κόσμου; Σαν να λέμε θα κάνει την πέτρα να πεινάσει. Μπορεί να παραμιλούσε, Ράεν. Ήταν πληγωμένη, πέθαινε, μπορεί να τα είχε χάσει. Μπορεί να μην ήξερε καν ποιοι ήταν εκείνοι οι Τουάθα’αν”.
“Ήξερε τι έλεγε και σε ποιον το έλεγε. Γι’ αυτήν μετρούσε πιο πολύ από τη ζωή της και εμείς δεν μπορούμε καν να το καταλάβουμε. Όταν σε είδα να έρχεσαι, σκέφτηκα πως ίσως θα βρίσκαμε επιτέλους την απάντηση, εφόσον ήσουν” —ο Ιλάυας έκανε μια γοργή κίνηση με το χέρι του και ο Ράεν άλλαξε τα λόγια που θα έλεγε- “είσαι φίλος και ξέρεις πολλά παράξενα πράγματα”.
“Όχι γι’ αυτό”, είπε ο Ιλάυας, με τόνο που έδωσε τέλος στη συζήτηση. Έπεσε σιωπή γύρω από τη φωτιά, που έσπαζε μόνο από τη μουσική και τα γέλια που έρχονταν από τα άλλα σημεία της νυχτωμένης κατασκήνωσης.
Ο Πέριν ξάπλωνε με τους ώμους ακουμπισμένους σε ένα κορμό κοντά στη φωτιά και έσπαζε το νου του να καταλάβει το μήνυμα της Αελίτισσας, αλλά, όπως δεν είχαν βγάλει νόημα ο Ράεν και ο Ιλάυας, δεν έβγαζε ούτε κι αυτός. Ο Οφθαλμός του Κόσμου. Τον είχε δει στα όνειρα του, κάποιες φορές, αλλά δεν ήθελε να σκέφτεται εκείνα τα όνειρα. Ο Ιλάυας, όμως. Ήταν ένα ερώτημα που ο Πέριν ήθελε να μάθει την απάντησή του. Τι θα έλεγε ο Ράεν για τον γενειοφόρο και γιατί τον είχε κόψει ο Ιλάυας; Ούτε και σ’ αυτό είχε τύχη. Προσπαθούσε να φανταστεί πώς ήταν οι Αελίτισσες — πήγαιναν στη Μάστιγα, εκεί που μονάχα Πρόμαχοι έμπαιναν, απ’ όσο ήξερε· πολεμούσαν τους Τρόλοκ. Τότε άκουσε την Εγκουέν, που γύριζε τραγουδώντας.
Σηκώθηκε και πήγε να τη συναντήσει, λίγο πέρα από το φως της φωτιάς. Εκείνη σταμάτησε, τον κοίταξε γέρνοντας το κεφάλι. Στο σκοτάδι δεν φαινόταν η έκφρασή της.
“Πολύ ώρα λείπεις”, της είπε. “Πέρασες καλά;”
“Φάγαμε με τη μητέρα του”, του απάντησε εκείνη. “Και μετά χορέψαμε... και γελάσαμε. Μου φαίνεται σαν να πέρασαν χρόνια από την τελευταία φορά που χόρεψα”.
“Μου θυμίζει τον Γουίλ αλ’Σην. Ήσουν έξυπνη και δεν τον άφησες να σε τυλίξει”.
“Ο Άραμ είναι ευγενικό παιδί και έχει πλάκα”, απάντησε η Εγκουέν με ένταση. “Με κάνει να γελάω”.
Ο Πέριν αναστέναξε. “Συγνώμη. Χαίρομαι που χόρεψες και πέρασες καλά”.
Εκείνη ξαφνικά τον αγκάλιασε, κλαίγοντας, με το πρόσωπο στο πουκάμισό του. Της χάιδεψε αδέξια τα μαλλιά. Ο Ραντ θα ήξερε τι να κάνει, σκέφτηκε. Ο Ραντ ήταν άνετος με τα κορίτσια. Όχι σαν τον Πέριν, που δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει. “Σου είπα συγνώμη, Εγκουέν. Στ’ αλήθεια χαίρομαι που χόρεψες και πέρασες καλά. Στ’ αλήθεια”.
“Πες μου ότι είναι ζωντανοί”, μουρμούρισε, γέρνοντας στο στήθος του.
“Τι;”
Εκείνη έκανε λιγάκι πίσω, πιάνοντας τον ακόμα από τα μπράτσα και τον κοίταξε στο σκοτάδι. “Ο Ραντ και ο Ματ. Οι άλλοι. Πες μου ότι είναι ζωντανοί”.
Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε αβέβαια γύρω του. “Είναι ζωντανοί”, είπε στο τέλος.
“Ωραία”. Σκούπισε γοργά τα δάκρια με τα δάχτυλα της. “Αυτό ήθελα να ακούσω. Καληνύχτα, Πέριν. Καλόν ύπνο”. Στάθηκε στις μύτες των ποδιών, τον φίλησε στο μάγουλο και τον προσπέρασε τρέχοντας, πριν αυτός προλάβει να πει λέξη.
Στράφηκε για να την παρακολουθήσει. Η Ίλα σηκώθηκε για να την ανταμώσει και οι δύο γυναίκες μπήκαν στην άμαξα, μιλώντας χαμηλόφωνα. Ο Ραντ ίσως να το καταλάβαινε, σκέφτηκε, εγώ όμως όχι.
Μακριά, μέσα στη νύχτα, οι λύκοι ούρλιαξαν για την πρώτη ακίδα της νέας σελήνης κοντά στον ορίζοντα και ο Πέριν ένιωσε ρίγος. Αύριο θα είχε καιρό για να ανησυχήσει πάλι για τους λύκους. Έκανε λάθος. Περίμεναν να τον χαιρετήσουν στα όνειρά του.