Πριν πέσουν για ύπνο, η Μουαραίν γονάτισε πλάι σε όλους και τους άγγιξε έναν-έναν με τα χέρια της, Ο Λαν μούγκρισε πως αυτός δεν είχε ανάγκη και δεν έπρεπε να κουράζεται, αλλά δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Η Εγκουέν ήταν πρόθυμη να δοκιμάσει αυτή την εμπειρία και ο Ματ με τον Πέριν έδειχναν καθαρά ότι τη φοβούνταν, αλλά επίσης φοβούνταν να πουν όχι. Ο Θομ τραβήχτηκε απότομα μακριά από τα χέρια της Άες Σεντάι, αλλά εκείνη άρπαξε το γκριζομάλλικο κεφάλι του, με μια ματιά που δεν δεχόταν αντιρρήσεις. Ο Βάρδος ήταν συνοφρυωμένος όση ώρα κράτησε αυτό. Εκείνη του χαμογέλασε κοροϊδευτικά όταν πήρε τα χέρια της. Ο Θομ κατσούφιασε κι άλλο, αλλά φάνηκε αναζωογονημένος. Όπως όλοι.
Ο Ραντ είχε χωθεί σε μια εσοχή του ακανόνιστου τοίχου, όπου έλπιζε ότι θα περνούσε απαρατήρητος. Τα μάτια του θέλησαν να κλείσουν από μόνα τους, όταν ακούμπησε πίσω στα σωριασμένα ξύλα, αλλά δεν τους το επέτρεψε. Έκλεισε με τη γροθιά του το στόμα του για να πνίξει ένα χασμουρητό. Λίγος ύπνος, μια-δυο ώρες και θα ξεκουραζόταν. Η Μουαραίν όμως δεν τον ξέχασε.
Έκανε μια γκριμάτσα, όταν τα δροσερά δάχτυλά της άγγιξαν το πρόσωπό του και είπε, “Δεν-” Τα μάτια του γούρλωσαν με θαυμασμό. Η κούραση βγήκε από μέσα του, σαν νερό που κυλούσε δε λοφοπλαγιά· τα πονάκια και τα μουδιάσματα έγιναν θαμπές αναμνήσεις και χάθηκαν. Την κοίταξε χάσκοντας. Εκείνη απλώς χαμογέλασε και πήρε τα χέρια της.
“Έγινε”, του είπε, και καθώς στεκόταν μπροστά του μ’ ένα χαμόγελο κούρασης, ο Ραντ θυμήθηκε πως δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο για τον εαυτό της. Πράγματι, η Μουαραίν ήπιε λίγο τσάι, αρνήθηκε να πάρει από το ψωμί και το τυρί που πήγε να της δώσει ο Λαν και κουλουριάστηκε κοντά στη φωτιά. Φάνηκε να αποκοιμιέται την ίδια στιγμή που κουκουλώθηκε με το μανδύα της.
Οι άλλοι, όλοι εκτός από τον Λαν, ξάπλωναν για να κοιμηθούν όπου έβρισκαν μέρος για να απλώσουν το κορμί τους, αλλά ο Ραντ δεν καταλάβαινε γιατί. Ένιωθε σαν να είχε ήδη κοιμηθεί ολόκληρη νύχτα σε καλό κρεβάτι. Όμως, μόλις έγειρε πίσω στον τοίχο των ξύλων, ο ύπνος τον παρέσυρε. Όταν, μετά από μια ώρα, τον κέντρισε ο Λαν για να σηκωθεί, ένιωθε σαν να ξεκουραζόταν τρεις μέρες συνέχεια.
Ο Πρόμαχος τους ξύπνησε όλους, εκτός από τη Μουαραίν, και φρόντισε να μην ακουστεί κανένας ήχος που θα την ενοχλούσε. Ακόμα κι έτσι, δεν τους άφησε να μείνουν πολύ σ’ αυτή τη βολική σπηλιά των δέντρων. Πριν βρεθεί ρ ήλιος μια πιθαμή πάνω από τον ορίζοντα, είχαν καθαρίσει κάθε ίχνος, που θα φανέρωνε πως είχε περάσει κανείς από κει και είχαν ανέβει όλοι στα άλογα με κατεύθυνση το Μπάερλον, πηγαίνοντας αργά, για να μην τα εξαντλήσουν. Τα μάτια της Άες Σεντάι ήταν σκοτεινά, αλλά καθόταν σταθερά στη σέλα, με το κορμί ίσιο.
Η ομίχλη ακόμα απλωνόταν πυκνή πάνω από το ποτάμι, ένας γκρίζος τοίχος, που αντιστεκόταν στις προσπάθειες του αδύναμου ήλιου να την κάψει, κρύβοντας τη θέα των Δύο Ποταμών. Ο Ραντ κοίταζε πάνω από τον ώμο του καθώς προχωρούσαν, ελπίζοντας να δει μια τελευταία εικόνα, έστω και του Τάρεν Φέρυ, ώσπου η ομιχλώδης όχθη χάθηκε από τα μάτια του.
“Δεν φανταζόμουν πως θα βρισκόμουν ποτέ τόσο μακριά από το σπίτι”, είπε, όταν τελικά τα δέντρα έκρυψαν την ομίχλη και το ποτάμι. “Θυμάστε που κάποτε ο Λόφος της Βίγλας φαινόταν μακρινός;” Πριν δυο μέρες, τότε ήταν. Σαν να πέρασαν χρόνια.
“Σε κανά-δυο μήνες θα γυρίσουμε”, είπε ο Πέριν με ζορισμένη φωνή. “Σκεφτείτε τι θα έχουμε να λέμε”.
“Ακόμα και οι Τρόλοκ δεν μπορεί να μας κυνηγούν για πάντα”, είπε ο Ματ. “Κάψε με, δεν μπορούν”. Κοίταξε γύρω του, βαριαναστέναξε και σωριάστηκε στη σέλα, σαν να μην πίστευε λέξη απ’ όσα είχαν ειπωθεί.
“Άντρες!” είπε η Εγκουέν περιφρονητικά. “Όλο σαχλαμάρες για περιπέτειες ήσασταν και τώρα που τις ζείτε αρχίσατε να λέτε κιόλας για το σπίτι”. Κράτησε το κεφάλι της ψηλά, όμως ο Ραντ πρόσεξε ένα τρέμουλο στη φωνή της, τώρα που τίποτα δεν φαινόταν από τους Δύο Ποταμούς.
Ούτε η Μουαραίν, ούτε ο Λαν έκαναν καμία προσπάθεια για να τους καθησυχάσουν, ούτε μια λέξη για να τους πουν ότι φυσικά και θα ξαναγυρνούσαν. Προσπάθησε να μην σκεφτεί τι σήμαινε αυτό. Ακόμα και τώρα, που ήταν ξεκούραστος, είχε μέσα του πολλές αμφιβολίες και δεν ήθελε άλλες. Κάθισε στη σέλα του καμπουριάζοντας και είδε, σαν σε όνειρο, ότι φρόντιζε τα πρόβατα μαζί με τον Ταμ, σε ένα λιβάδι με πλούσιο γρασίδι και κορυδαλλούς που κελαηδούσαν ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Είδε ότι πήγαινε στο Πεδίο του Έμοντ, με το Μπελ Τάιν όπως ήταν κανονικά, είδε ότι χόρευε στο Πράσινο, με μόνη έγνοια του μήπως έχανε το βήμα και σκόνταφτε. Κατάφερε να χαθεί εκεί για πολλή ώρα.
Το ταξίδι στο Μπάερλον κράτησε σχεδόν μια βδομάδα. Ο Λαν μουρμούριζε ότι βραδυπορούσαν, μα ήταν ο ίδιος που όριζε το ρυθμό τους και ανάγκαζε τους άλλους να τον ακολουθούν. Δεν ήταν τόσο επιεικής με τον εαυτό του, ή το άλογό του, τον Μαντάρμπ —που, όπως είπε, σήμαινε “Λεπίδα” στην Παλιά Γλώσσα. Ο Πρόμαχος καθημερινά ταξίδευε διπλή απόσταση από τους υπόλοιπους, με τον μανδύα του που άλλαζε χρώματα να ανεμίζει, καθώς κάλπαζε μπροστά για να ανιχνεύσει ό,τι τους περίμενε, ή έμενε πίσω για να δει τα ίχνη τους. Εκείνους που προσπάθησαν να κάνουν πιο γρήγορα, τους έβαζε στη θέση τους με μερικά τσουχτερά λόγια, για την ανάγκη να φροντίζουν τα άλογά τους και τους ρωτούσε με καυστικό τόνο, αν θα τα έβγαζαν πέρα πεζή με τους Τρόλοκ. Ακόμα και η Μουαραίν δεν γλίτωνε από τη γλώσσα του, όταν άφηνε τη λευκή φοράδα της να ταχύνει το βήμα. Αλντίμπ, έτσι λεγόταν η φοράδα· “Δυτικός Άνεμος”, στην Παλιά Γλώσσα, ο άνεμος που φέρνει τις ανοιξιάτικες βροχές.
Οι περιπολίες του Πρόμαχου δεν εντόπισαν ίχνος που να δείχνει ότι τους καταδίωκαν, ή ότι τους είχαν στήσει ενέδρα. Μιλούσε μόνο στη Μουαραίν γι’ αυτά που έβλεπε και χαμηλόφωνα, ώστε να μην μπορούν να τον ακούσουν και η Άες Σεντάι πληροφορούσε τους άλλους για ό,τι, κατά τη γνώμη της, έπρεπε να ξέρουν. Στην αρχή, ο Ραντ, κοίταζε εξίσου συχνά πάνω από τον ώμο του, όσο και μπροστά του. Δεν ήταν ο μόνος. Στην αρχή, ο Πέριν, συχνά άγγιζε το τσεκούρι του με το δάχτυλο και ο Ματ προχωρούσε με ένα βέλος έτοιμο στο τόξο του. Αλλά η περιοχή δεν είχε ούτε Τρόλοκ, ούτε μορφές με μαύρους μανδύες, ο ουρανός ήταν άδειος από Ντραγκχάρ. Ο Ραντ, σιγά-σιγά, πίστεψε πως είχαν ξεφύγει.
Δεν υπήρχε μέρος για να κρυφτούν, ακόμα και στα πιο πυκνά σημεία του δάσους. Ο χειμώνας ήταν δριμύς στα βόρεια του Τάρεν, όπως και στους Δύο Ποταμούς. Συστάδες από πεύκα ή έλατα, ή σημύδες και λιγοστά σανταλόδεντρα και δάφνες πού και πού, στόλιζαν ένα δάσος, που κατά τα άλλα ήταν γεμάτο γυμνά, γκρίζα κλαριά. Ούτε ακόμα και οι αφροξυλιές δεν είχαν φύλλα. Μόνο κάποια σκόρπια χλωρά βλαστάρια ξεχώριζαν στις εκτάσεις από μαραμένα, καφετιά χορτάρια, τα οποία μένουν μετά τα χιόνια του χειμώνα. Κι εδώ, επίσης, τα περισσότερα φυτά που κατόρθωναν να φυτρώσουν, δεν ήταν παρά τσουκνίδες και σκληρά γαϊδουράγκαθα και ζιζάνια. Στο γυμνό χώμα του δάσους υπήρχε ακόμα λίγο χιόνι, μπαλώματα εδώ κι εκεί, κάτω από τα χαμηλότερα κλαριά των αειθαλών. Όλοι τυλίγονταν σφιχτά με τους μανδύες τους, γιατί το αδύναμο φως του ήλιου δεν άφηνε καθόλου ζέστη και το κρύο της νύχτας τους περόνιαζε. Όπως στους Δύο Ποταμούς, έτσι κι εδώ δεν υπήρχαν πουλιά στον αέρα, ούτε καν κοράκια.
Προχωρούσαν, αργά μεν, αλλά κάθε άλλο παρά αμέριμνα. Ο Βόρειος Δρόμος —ο Ραντ ακόμα έτσι τον έλεγε, αν και υποψιαζόταν πως εδώ, βόρεια του Τάρεν, ίσως να είχε άλλο όνομα- είχε ακόμα κατεύθυνση προς το βορρά, όμως, κατόπιν επιμονής του Λαν, ακολουθούσαν μια φιδίσια διαδρομή, στρίβοντας συνεχώς μέσα στο δάσος και ξαναβγαίνοντας στο δρόμο με το σκληρό, πατημένο χώμα. Η όψη ενός χωριού ή ενός αγροκτήματος, ή οποιουδήποτε ίχνους ανθρώπων ή πολιτισμού, τους ανάγκαζε να κάνουν παράκαμψη μιλίων για να το αποφύγουν, αν και ήταν λίγα αυτά τα περιστατικά. Όλη την πρώτη μέρα ο Ραντ δεν είχε δει το παραμικρό σημάδι, με εξαίρεση το δρόμο, ότι είχε πατήσει ποτέ άνθρωπος σε κείνα τα δάση. Του πέρασε από το μυαλό πως, ακόμα και όταν είχε πάει στη ρίζα των Ορέων της Ομίχλης, δεν ήταν τόσο απομακρυσμένος από τον ανθρώπινο κόσμο όσο τώρα.
Όταν είδε το πρώτο αγρόκτημα —ένα μεγάλο ξύλινο σπίτι, ένας ψηλός αχυρώνας με μυτερή καλαμοσκεπή και με καπνό να βγαίνει από μια πέτρινη καμινάδα- ένιωσε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός.
“Δεν είναι διαφορετικό από τα σπίτια στην πατρίδα”, είπε ο Πέριν, κοιτάζοντας συνοφρυωμένος τα μακρινά κτίρια, που μόλις φαινόταν ανάμεσα από τα δέντρα. Στην αυλή πηγαινοέρχονταν άνθρωποι, που ακόμα δεν είχαν αντιληφθεί τους ταξιδιώτες.
“Πώς δεν είναι”, είπε ο Ματ. “Μόνο που είμαστε μακριά και δεν φαίνεται καλά”.
“Σου λέω, δεν είναι διαφορετικό”, επέμεινε ο Πέριν.
“Πρέπει να ’ναι. Στο κάτω-κάτω, είμαστε βόρεια από το Τάρεν”.
“Σιωπή εσείς οι δύο”, γρύλισε ο Λαν. “Δεν θέλουμε να φανούμε, το ξεχάσατε; Από δω”. Στράφηκε προς τα δυτικά, για να κάνει κύκλο γύρω από το αγρόκτημα μέσα από τα δέντρα.
Ο Ραντ, κοιτάζοντας πίσω, σκέφτηκε πως ο Πέριν είχε δίκιο. Το αγρόκτημα έμοιαζε το ίδιο με κάθε αγρόκτημα του Πεδίου του Έμοντ. Ένα αγοράκι ανέβαζε νερό από το πηγάδι και, πίσω από ένα σιδερένιο φράχτη, κάποια μεγαλύτερα αγόρια πρόσεχαν πρόβατα. Είχε ακόμα και ξηραντήριο, για τον καπνό. Αλλά κι ο Ματ είχε δίκιο. Είμαστε βόρεια τον Τάρεν. Πρέπει να είναι διαφορετικό.
Πάντα σταματούσαν όσο υπήρχε ακόμα φως στον ουρανό, για να διαλέξουν μέρος επικλινές ώστε να φεύγουν τα νερά και προστατευμένο από τον άνεμο, που σπάνια καταλάγιαζε και απλώς άλλαζε κατεύθυνση. Η φωτιά που άναβαν ήταν πάντα μικρή και δεν την έβλεπες αν πήγαινες λίγα μέτρα παραπέρα κι όταν έφτιαχναν το τσάι έσβηναν τις φλόγες και έθαβαν τα κάρβουνα.
Στην πρώτη στάση τους, πριν χαθεί ο ήλιος, ο Λαν άρχισε να διδάσκει τα αγόρια τι να κάνουν με τα όπλα τους. Ξεκίνησε με το τόξο. Όταν είδε τον Ματ να ρίχνει τρία βέλη από τα εκατό βήματα σε ένα κόμπο, μεγάλο σαν ανθρώπινο κεφάλι, στο ροζιασμένο κορμό μιας πεθαμένης σημύδας, είπε στους άλλους να πάρουν τη θέση του. Ο Πέριν μιμήθηκε το κατόρθωμα του Ματ και ο Ραντ, επικαλούμενος τη φλόγα και το κενό, την άδεια γαλήνη που έκανε το τόξο μέρος του εαυτού του, ή τον εαυτό του μέρος του τόξου, έριξε τα τρία βέλη του έτσι που οι μύτες τους να ακουμπάνε. Ο Ματ τον συγχάρηκε μ’ ένα χτύπημα στον ώμο.
“Τώρα, αν είχατε όλοι τόξα”, είπε ξερά ο Πρόμαχος όταν τους είδε να χαμογελούν πλατιά, “και αν οι Τρόλοκ συμφωνούσαν να πλησιάσουν τόσο που να μην μπορείτε να τα χρησιμοποιήσετε...” Τα χαμόγελά τους χάθηκαν απότομα. “Για να δω τι μπορώ να σας μάθω για την περίπτωση που έρθουν τόσο κοντά”.
Έδειξε στον Πέριν λίγα για τη χρήση εκείνου του τσεκουριού με τη μεγάλη λεπίδα· ήταν άλλο να παίζεις με το τσεκούρι, ή να κόβεις ξύλα κι άλλο να το υψώνεις μπροστά σε κάποιον, ή σε κάτι, οπλισμένο. Έβαλε τον μεγαλόσωμο μαθητευόμενο σιδερά να αρχίσει μια σειρά ασκήσεων για μπλοκάρισμα, απόκρουση και χτύπημα και έκανε το ίδιο με τον Ραντ και το σπαθί του. Δεν ήταν τα τρελά άλματα και τα κοψίματα, που έβλεπε με το νου του ο Ραντ όποτε σκεφτόταν ότι το χρησιμοποιούσε, αλλά ομαλές κινήσεις, που έρεαν η μια στην άλλη, σχεδόν ένας χορός.
“Δεν αρκεί να κουνάς τη λεπίδα”, είπε ο Λαν, “αν και μερικοί έτσι νομίζουν. Τη μεγαλύτερη σημασία την έχει το μυαλό. Άδειασε το νου σου, βοσκέ. Άδειασε τον από το μίσος και το φόβο, από τα πάντα. Κάψε τα. Κι εσείς εκεί, για ακούστε. Μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε με το τσεκούρι ή το τόξο, με δόρυ ή με ράβδο, ή ακόμα και με τα γυμνά χέρια σας”.
Ο Ραντ τον κοίταξε. “Η φλόγα και το κενό”, είπε απορώντας. “Αυτό δεν εννοείς; Μου το δίδαξε ο πατέρας μου”.
Ο Πρόμαχος, σε απάντηση του έριξε μια δυσερμήνευτη ματιά. “Κράτα το σπαθί όπως σου έδειξα, βοσκέ. Δεν μπορώ έναν χωριάτη με λασπωμένα πόδια να τον κάνω ξιφομάχο μέσα σε μια ώρα, ίσως όμως σου μάθω πώς να μην κόψεις το πόδι σου”.
Ο Ραντ αναστέναξε και κράτησε το σπαθί όρθιο μπροστά του με τα δύο χέρια. Η Μουαραίν τους παρακολουθούσε ανέκφραστη, το άλλο βράδυ όμως είπε στον Λαν να συνεχίσει τα μαθήματα.
Το δείπνο ήταν πάντα ίδιο με το μεσημεριανό και το πρωινό, ψωμί και τυρί και ξεραμένο κρέας, μόνο που το συνόδευαν με ζεστό τσάι, αντί για νερό. Τα βράδια ο Θομ τους διασκέδαζε. Ο Λαν δεν άφηνε τον Βάρδο να παίξει άρπα, ή φλάουτο —δεν χρειαζόταν να ξεσηκώσουν την ύπαιθρο, έλεγε ο Πρόμαχος- αλλά ο Θομ έπαιζε μπαλάκια και διηγούνταν ιστορίες. Έλεγε το, “Ο Μάρα και οι Τρεις Ανόητοι Βασιλιάδες”, ή μια από τις εκατοντάδες διηγήσεις που κυκλοφορούσαν για τον Άνλα, τον Σοφό Συμβουλάτορα, ή κάτι όλο δόξα και περιπέτεια, όπως Το Μεγάλο Κυνήγι τον Κέρατος, πάντα όμως το τέλος ήταν ευτυχισμένο και όλοι γυρνούσαν ολόχαροι στην πατρίδα.
Όμως, παρ’ όλο που η περιοχή γύρω τους ήταν ειρηνική, χωρίς Τρόλοκ να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στα δέντρα, χωρίς Ντραγκχάρ μέσα στα σύννεφα, του Ραντ του φαινόταν πως κατάφερναν να προκαλούν ένταση από μόνοι τους, κάθε φορά που υπήρχε ο κίνδυνος να χαλαρώσουν.
Υπήρχε το πρωινό που η Εγκουέν ξύπνησε και άρχισε να ξεπλέκει τα μαλλιά της. Ο Ραντ την παρακολούθησε με την άκρη του ματιού καθώς τύλιγε την κουβέρτα του. Κάθε βράδυ, όταν έσβηναν τη φωτιά, όλοι χώνονταν στις κουβέρτες τους, με εξαίρεση την Εγκουέν και την Άες Σεντάι. Οι δύο γυναίκες πάντα πήγαιναν χωριστά από τους άλλους, μιλούσαν για μια-δυο ώρες κι επέστρεφαν όταν οι άλλοι είχαν κοιμηθεί. Η Εγκουέν βούρτσισε τα μαλλιά της —εκατό φορές· ο Ραντ τις μέτρησε- ενώ ο ίδιος σέλωνε τον Κλάουντ και έδενε τα σακίδια και την κουβέρτα στη σέλα. Έπειτα, η Εγκουέν έβαλε κατά μέρος τη βούρτσα της, άπλωσε τα άδετα μαλλιά της στους ώμους της και σήκωσε την κουκούλα του μανδύα της.
Έκπληκτος, τη ρώτησε, “Τι κάνεις;” Εκείνη τον λοξοκοίταξε, χωρίς να του απαντήσει. Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη κουβέντα που της έλεγε τις τελευταίες δύο μέρες, μετά τη βραδιά στο καταφύγιο από κορμούς, στην όχθη του Τάρεν, αλλά αυτό δεν τον σταμάτησε. “Όλη τη ζωή σου περίμενες να κάνεις τα μαλλιά σου πλεξούδα και τώρα την παρατάς; Γιατί; Επειδή εκείνη δεν τα δένει;”
“Οι Άες Σεντάι δεν κάνουν τα μαλλιά τους πλεξούδα”, είπε η Εγκουέν απλά. “Εκτός αν το θέλουν”.
“Δεν είσαι Άες Σεντάι. Είσαι η Εγκουέν αλ’Βερ από το Πεδίο του Έμοντ και, αν σε έβλεπε από μια μεριά ο Κύκλος των Γυναικών, θα τους ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι”.
“Οι υποθέσεις του Κύκλου των Γυναικών δεν είναι δική σου δουλειά, Ραντ. Και θα γίνω Άες Σεντάι. Μόλις φτάσω στην Ταρ Βάλον”.
Εκείνος ξεφύσηξε. “Μόλις φτάσεις στην Ταρ Βάλον. Γιατί; Φως μου, για απάντησε μου. Δεν είσαι Σκοτεινόφιλη”.
“Νομίζεις ότι η Μουαραίν Σεντάι είναι Σκοτεινόφιλη; Αυτό νομίζεις;” Γύρισε για να τον κοιτάξει, με τις γροθιές της σφιγμένες και του φάνηκε ότι θα τον χτυπούσε. “Παρ’ όλο που έσωσε το χωριό; Παρ’ όλο που έσωσε τον πατέρα σου;”
“Δεν ξέρω τι είναι, όμως ό,τι κι αν είναι, αυτό δεν λέει τίποτα για τις υπόλοιπες. Οι ιστορίες—”
“Μην γίνεσαι παιδί, Ραντ! Άσε τις ιστορίες κι άνοιξε τα μάτια”.
“Τα μάτια μου την είδαν να βουλιάζει το πέραμα! Πες πως δεν είναι έτσι! Όταν βάζεις μια ιδέα στο μυαλό σου δεν αλλάζεις γνώμη, ακόμα κι αν σου πει κάποιος ότι πας να περπατήσεις στο νερό. Ανάθεμα το Φως, αν δεν ήσουν τόσο χαζή θα το καταλάβαινες-!”
“Είμαι χαζή, ε; Να σου πω κάτι, Ραντ! Είσαι ο πιο πεισματάρης, ο πιο ξεροκέφαλος-!”
“Εσείς οι δύο, θέλετε να ξυπνήσετε όλο τον κόσμο από δω ως τον Τάρεν;” ρώτησε ο Πρόμαχος.
Ο Ραντ, όπως στεκόταν εκεί με το στόμα ανοιχτό, προσπαθώντας να μιλήσει, κατάλαβε ξαφνικά ότι φώναζε. Ότι και οι δύο φώναζαν.
Η Εγκουέν κοκκίνισε σαν παπαρούνα, στριφογύρισε κι απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας “Άντρες!”, κάτι που έμοιαζε να απευθύνεται τόσο στον Πρόμαχο, όσο και στον ίδιο.
Ο Ραντ κοίταξε μαζεμένα τους υπόλοιπους. Όλοι τον κοίταζαν, όχι μόνο ο Πρόμαχος. Ο Ματ και ο Πέριν, κατάχλομοι. Ο Θομ, με σφιγμένο κορμί σαν να ήταν έτοιμος να τρέξει ή να πολεμήσει. Η Μουαραίν. Το πρόσωπο της Άες Σεντάι ήταν ανέκφραστο, αλλά τα μάτια της έμοιαζαν να τρυπούν το κεφάλι του. Προσπάθησε απεγνωσμένα να θυμηθεί τι ακριβώς είχε πει για τις Άες Σεντάι και τους Σκοτεινόφιλους.
“Είναι ώρα να πηγαίνουμε”, είπε η Μουαραίν. Γύρισε προς την Αλντίμπ και ο Ραντ ανατρίχιασε, σαν να τον είχαν αφήσει να βγει από παγίδα. Αναρωτήθηκε μήπως είχε γίνει αυτό ακριβώς.
Δυο νύχτες μετά, μπροστά στη χαμηλή φωτιά, ο Ματ έγλειψε κάτι κομματάκια τυριού που είχαν μείνει στα δάχτυλα του και είπε, “Ξέρετε, νομίζω ότι μας έχασαν”. Ο Λαν κάπου είχε χαθεί στη νύχτα, για να ρίξει μια τελευταία ματιά. Η Μουαραίν και η Εγκουέν είχαν πάει κατά μέρος για τη συζήτησή τους. Ο Θομ λαγοκοιμόταν κρατώντας την πίπα του και οι νεαροί άνδρες είχαν τη φωτιά ολόδική τους.
Ο Πέριν, που σκάλιζε νωχελικά τα κάρβουνα με ένα κλαρί, απάντησε, “Αν μας έχασαν, γιατί ο Λαν ψάχνει συνέχεια;” Ο Ραντ, στα πρόθυρα του ύπνου όπως ξάπλωνε, γύρισε την πλάτη στη φωτιά.
“Μας έχασαν τότε, στο Τάρεν Φέρυ”. Ο Ματ ξάπλωσε, με τα δάχτυλά του πλεγμένα πίσω από το κεφάλι του, ατενίζοντας τον ουρανό με το φεγγάρι του. “Αν στ’ αλήθεια ήθελαν εμάς”.
“Νομίζεις ότι το Ντραγκχάρ μας κυνηγούσε επειδή μας συμπάθησε;” ρώτησε ο Πέριν.
“Λέω, πάψτε να ανησυχείτε για τους Τρόλοκ και τα λοιπά και καθίστε να σκεφτείτε πώς θα δούμε τον κόσμο. Είμαστε εδώ που λένε οι ιστορίες. Με τι λέτε να μοιάζει μια αληθινή πόλη;”
“Πάμε στο Μπάερλον”, είπε νυσταγμένα ο Ραντ, αλλά ο Ματ ξεφύσηξε.
“Καλό το Μπάερλον, αλλά είδα τον παλιό χάρτη που έχει ο αφέντης αλ’Βερ. Αν στρίψουμε νότια, όταν φτάσουμε στο Κάεμλυν, ο δρόμος φτάνει ως το Ίλιαν και ακόμα παραπέρα”.
“Τι το ξεχωριστό έχει το Ίλιαν;” είπε ο Πέριν μ’ ένα χασμουρητό.
“Κατ’ αρχάς”, απάντησε ο Ματ, “το Ίλιαν δεν είναι τίγκα Αες Σε—”
Έπεσε σιωπή και ο Ραντ ξαφνικά βρέθηκε σε εγρήγορση. Η Μουαραίν είχε γυρίσει νωρίς. Μαζί της ήταν η Εγκουέν, αλλά η Άες Σεντάι, που στεκόταν στην άκρη του φωτεινού κύκλου της φωτιάς, ήταν αυτή που τραβούσε την προσοχή τους. Ο Ματ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με το στόμα ακόμα να χάσκει κοιτάζοντας την. Τα μάτια της Μουαραίν έπιαναν το φως σαν να ήταν σκούρα, γυαλισμένα πετράδια. Ο Ραντ, ξαφνικά, αναρωτήθηκε πόση ώρα στεκόταν εκεί.
“Τα παλικάρια απλώς έλεγαν-” άρχισε να λέει ο Θομ, αλλά η Μουαραίν δεν τον άφησε.
“Λίγες μέρες ανάπαυλας και είστε έτοιμοι να τα παρατήσετε”. Η γαλήνια, σταθερή φωνή της ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το βλέμμα της. “Μια-δυο μέρες ησυχίας και ήδη ξεχάσατε τη Νύχτα του Χειμώνα”.
“Δεν ξεχάσαμε”, είπε ο Πέριν. “Απλώς-” Η Άες Σεντάι, χωρίς να υψώσει τη φωνή της, τον έκοψε κι αυτόν.
“Έτσι νιώθετε όλοι; Είστε έτοιμοι να τρέξετε στο Ίλιαν και να ξεχάσετε τους Τρόλοκ και τους Ημιάνθρωπους και τα Ντραγκχάρ;” Τα μάτια της ταξίδεψαν πάνω τους —η αντίθεση ανάμεσα στη σκληρή λάμψη τους και στον απλό τόνο της φωνής της τάραξε τον Ραντ — αλλά δεν έδωσε σε κανέναν ευκαιρία να μιλήσει. “Ο Σκοτεινός κυνηγάει εσάς τους τρεις, τον έναν, ή όλους σας και, αν σας αφήσω να τρέχετε όπου θέλετε, θα σας πιάσει. Στέκομαι ενάντια σε ό,τι θέλει ο Σκοτεινός, οπότε ακούστε αυτό που θα σας πω και καταλάβετε ότι είναι αλήθεια. Για να μην σας πάρει ο Σκοτεινός, θα σας σκοτώσω εγώ η ίδια”.
Η φωνή της, τόσο φυσιολογική, έπεισε τον Ραντ. Η Άες Σεντάι θα έκανε ακριβώς αυτό που είχε πει, αν πίστευε πως ήταν αναγκαίο. Δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, και δεν ήταν ο μόνος. Ακόμα και ο Βάρδος άρχισε να ροχαλίζει πολύ ώρα μετά από τότε που έσβησαν και τα τελευταία κάρβουνα. Αυτή τη φορά, η Μουαραίν δεν πρόσφερε τη βοήθειά της.
Οι βραδινές συζητήσεις, μεταξύ της Εγκουέν και της Μουαραίν, ήταν για τον Ραντ μια μόνιμη ενόχληση. Όποτε χάνονταν στο σκοτάδι, φεύγοντας από τους άλλους για να μείνουν μόνες, αναρωτιόταν τι έλεγαν, τι έκαναν. Τι έκανε η Άες Σεντάι στην Εγκουέν;
Μια νύχτα, ο Ραντ περίμενε ώσπου να βολευτούν όλοι, με τον Θομ να ροχαλίζει, σαν πριόνι που έκοβε ρόζο βελανιδιάς. Τότε απομακρύνθηκε, τυλιγμένος στην κουβέρτα του. Με τη δεξιοτεχνία που είχε αποκτήσει κυνηγώντας κουνέλια, περπάτησε με τις σκιές του φεγγαριού, ώσπου βρέθηκε κουλουριασμένος στη ρίζα μιας ψηλής σημύδας, ενός δέντρου με σκληρά, πλατιά φύλλα, τόσο κοντά που άκουγε τη Μουαραίν και την Εγκουέν, που κάθονταν σε έναν πεσμένο κορμό με μια μικρή λάμπα για φως.
“Ρώτα”, έλεγε η Μουαραίν “και αν μπορώ να σου το πω τώρα, θα απαντήσω. Πρέπει να καταλάβεις ότι υπάρχουν πολλά για τα οποία ακόμα δεν είσαι έτοιμη, πράγματα που δεν μπορείς να μάθεις, αν δεν έχεις μάθει άλλα πράγματα, τα οποία απαιτούν να μάθεις κι άλλα πράγματα πριν. Αλλά ρώτα, ό,τι θέλεις”.
“Οι Πέντε Δυνάμεις”, είπε αργά η Εγκουέν. “Η Γη, ο Αέρας, η Φωτιά, το Νερό και το Πνεύμα. Δεν φαίνεται δίκαιο να είναι οι άντρες πιο δυνατοί στο χειρισμό της Γης και της Φωτιάς. Γιατί να έχουν τις ισχυρότερες δυνάμεις;”
Η Μουαραίν γέλασε. “Αυτό νομίζεις, παιδί μου; Υπάρχει βράχος, τόσο σκληρός, που να μην μπορούν να τον σκάψουν ο αέρας και το νερό, φωτιά, τόσο δυνατή, που το νερό να μην την πνίγει και ο αέρας να μην τη σβήνει;”
Η Εγκουέν έμεινε σιωπηλή για λίγη ώρα, σκάβοντας το χώμα με το δάχτυλο του ποδιού της. “Αυτοί... ήταν αυτοί που... που προσπάθησαν να ελευθερώσουν τον Σκοτεινό και τους Αποδιωγμένους, ε; Οι άνδρες Άες Σεντάι;” Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε πιο γοργά. “Οι γυναίκες δεν είχαν αναμιχθεί. Αυτοί που τρελάθηκαν και τσάκισαν τον κόσμο ήταν οι άνδρες”.
“Φοβάσαι”, είπε βλοσυρά η Μουαραίν. “Αν είχες μείνει στο Πεδίο του Έμοντ, κάποτε θα γινόσουν Σοφία. Αυτό δεν ήταν το σχέδιο της Νυνάβε; Ή θα έμπαινες στον Κύκλο των Γυναικών και θα φρόντιζες τις υποθέσεις του χωριού, ενώ το Συμβούλιο του Χωριού θα νόμιζε πως αυτό είχε το πάνω χέρι. Αλλά εσύ έκανες το αδιανόητο. Έφυγες από το Πεδίο του Έμοντ, έφυγες από τους Δύο Ποταμούς, αναζητώντας περιπέτειες. Ήθελες να το κάνεις και την ίδια στιγμή το φοβόσουν. Και αρνείσαι πεισματικά να παραδοθείς στο φόβο σου. Αλλιώς δεν θα με ρωτούσες πώς μπορεί μια γυναίκα να γίνει Άες Σεντάι. Αλλιώς δεν θα πατούσες έθιμα και συνήθειες”.
“Όχι”, διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν. “Δεν φοβάμαι. Θέλω να γίνω Άες Σεντάι”.
“Καλύτερα να φοβόσουν, αλλά ελπίζω να κρατήσεις αυτή την πεποίθηση. Τώρα πια, ελάχιστες γυναίκες έχουν την ικανότητα να μυηθούν και πολύ λιγότερες είναι αυτές που το επιθυμούν”. Η φωνή της Μουαραίν ηχούσε νοσταλγική. “Σίγουρα ποτέ δεν έχουν εμφανιστεί δύο μαζί στο ίδιο χωριό. Το αρχαίο αίμα είναι ακόμα δυνατό στους Δύο Ποταμούς”.
Ο Ραντ σάλεψε στις σκιές. Ένα κλαράκι έσπασε κάτω από το πόδι του. Αμέσως μαρμάρωσε, κράτησε την ανάσα του ιδρωμένος, αλλά οι δύο γυναίκες δεν σήκωσαν το βλέμμα.
“Δύο;” αναφώνησε η Εγκουέν. “Ποια άλλη; Είναι η Κάρι; Η Κάρι Θέην; Η Λάρα Αγιέλαν;”
Η Μουαραίν πλατάγισε τη γλώσσα της με αγανάκτηση, ύστερα είπε αυστηρά, “Ξέχνα ότι σου το είπα. Φοβάμαι πως ο δικός της δρόμος στρίβει αλλού. Ασχολήσου με τα δικά σου. Δεν διάλεξες εύκολο δρόμο”.
“Δεν θα γυρίσω πίσω”, είπε η Εγκουέν.
“Ας είναι έτσι. Μα ακόμα θέλεις διαβεβαιώσεις κι εγώ δεν μπορώ να σου τις δώσω, με τον τρόπο που θέλεις”.
“Δεν καταλαβαίνω”.
“Θέλεις να ακούσεις ότι οι Άες Σεντάι είναι καλές κι αγνές, ότι το Τσάκισμα του Κόσμου το προκάλεσαν εκείνοι οι κακοί οι άνδρες και όχι οι γυναίκες. Εντάξει, το έκαναν οι άνδρες, αλλά δεν είχαν περισσότερη κακία από άλλους. Ήταν παράφρονες, όχι κακοί. Οι Άες Σεντάι που θα βρεις στην Ταρ Βάλον είναι άνθρωποι, διόλου διαφορετικές από άλλες γυναίκες, παρά μόνο στην ικανότητα που μας χωρίζει. Είναι γενναίες και δειλές, δυνατές κι αδύναμες, ευγενικές και άσπλαχνες, καλόκαρδες και ψυχρές. Όταν κάποια γίνεται Άες Σεντάι δεν αλλάζει αυτό που είναι”.
Η Εγκουέν ανάσανε βαθιά. “Μάλλον αυτό φοβόμουν, ότι θα με άλλαζε η Δύναμη. Αυτό και τους Τρόλοκ. Και... Μουαραίν Σεντάι, στο όνομα του Φωτός, γιατί ήρθαν οι Τρόλοκ στο Πεδίο του Έμοντ;”
Η Άες Σεντάι γύρισε το κεφάλι και τα μάτια της κοίταξαν την κρυψώνα του Ραντ. Η ανάσα του σκάλωσε στο λαιμό του· το βλέμμα της ήταν σκληρό, όπως τότε που τους είχε απειλήσει και ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι μπορούσε να τον δει, τρυπώντας τα χοντρά κλαδιά της σημύδας. Φως μου, τι θα κάνει αν με βρει να κρυφακούω;
Προσπάθησε να γίνει ένα με τις βαθιές σκιές. Με το βλέμμα του καρφωμένο στις γυναίκες, το πόδι του πιάστηκε σε μια ρίζα και μόλις που κατάφερε να μην κουτρουβαλήσει στους νεκρούς θάμνους, οι οποίοι θα τον φανέρωναν με το τρίξιμο των κλαδιών τους, που θα ακουγόταν σαν πυροτεχνήματα. Έτρεξε λαχανιασμένος στα τέσσερα, κάνοντας ησυχία μάλλον κατά τύχη. Η καρδιά του χτυπούσε, τόσο βροντερά, που σκέφτηκε ότι θα τον πρόδιδε. Βλάκα! Κρυφακούς μια Άες Σεντάι!
Γύρισε στους άλλους που κοιμούνταν και χώθηκε σιωπηλά ανάμεσά τους. Ο Λαν κουνήθηκε λίγο όταν ο Ραντ ξάπλωσε στο χώμα και τράβηξε την κουβέρτα του, όμως χαλάρωσε πάλι μ’ ένα στεναγμό. Απλώς είχε γυρίσει στον ύπνο του. Ο Ραντ ανάσανε βαθιά, σιωπηλά.
Μετά από μια στιγμή, από το σκοτάδι εμφανίστηκε η Μουαραίν και σταμάτησε σε σημείο που να μπορεί να κοιτάξει προσεκτικά τις ξαπλωμένες φιγούρες. Το φεγγαρόφωτο σχημάτιζε μια άλω γύρω της. Ο Ραντ έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αναπνέει ήρεμα, ενώ ταυτόχρονα έστηνε αυτί για να ακούσει τυχόν βήματα που πλησίαζαν. Δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια, η Μουαραίν είχε χαθεί.
Όταν τελικά τον πήρε ο ύπνος, ήταν ταραγμένος και γεμάτος ανήσυχα όνειρα, στα οποία όλοι οι άνδρες στο Πεδίο του Έμοντ ισχυρίζονταν πως ήταν ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας και όλες οι γυναίκες είχαν γαλάζια πετράδια στα μαλλιά, σαν εκείνο που φορούσε η Μουαραίν. Δεν προσπάθησε άλλη φορά να κρυφακούσει τη Μουαραίν και την Εγκουέν.
Το αργό ταξίδι τους συνεχίστηκε για έκτη μέρα. Ο κρύος ήλιος γλίστρησε αργά προς τις κορυφές των δέντρων, ενώ λίγα αραιά σύννεφα ταξίδευαν ψηλά προς το νότο. Ο άνεμος δυνάμωσε για μια στιγμή και ο Ραντ τράβηξε το μανδύα στους ώμους του, μουρμουρίζοντας. Αναρωτήθηκε, αν θα έφταναν ποτέ στο Μπάερλον. Η απόσταση, που είχαν ταξιδέψει μετά το ποτάμι, ήδη ήταν μεγαλύτερη από την απόσταση μεταξύ Τάρεν Φέρυ και Λευκού Ποταμού, όμως ο Λαν, όταν τον ρωτούσαν, έλεγε ότι ήταν ένα ταξιδάκι, δεν άξιζε να το λέει κανείς ταξίδι. Ο Ραντ ένιωθε χαμένος.
Ο Λαν φάνηκε μπροστά τους στο δάσος, επιστρέφοντας από την εξόρμηση του. Τράβηξε τα γκέμια και ακολούθησε τη Μουαραίν από δίπλα, με το κεφάλι του σκυμμένο κοντά στο δικό της.
Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα, αλλά δεν ρώτησε τίποτα. Ο Λαν ποτέ δεν έδινε σημασία όταν του έκαναν τέτοιες ερωτήσεις.
Απ’ όλα τα μέλη της ομάδας, μόνο η Εγκουέν φάνηκε να προσέχει το γυρισμό του, τόσο πολύ είχαν συνηθίσει αυτή την τακτική και έμεινε κι αυτή πιο πίσω. Μπορεί η Άες Σεντάι να φερόταν σαν να ήταν η Εγκουέν υπεύθυνη για τους χωρικούς του Πεδίου του Έμοντ, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως είχε λόγο όταν ο Πρόμαχος έδινε αναφορά. Ο Πέριν κουβαλούσε το τόξο του Ματ βυθισμένος στη σιωπή και την περίσκεψη, που έμοιαζαν να τους καταλαμβάνουν όλο και πιο συχνά όσο απομακρύνονταν από τους Δύο Ποταμούς. Χάρη στο αργό βάδισμα των αλόγων, ο Ματ μπορούσε να εξασκείται, παίζοντας με τρία πετραδάκιά, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Θομ Μέριλιν. Όχι μόνο ο Λαν, αλλά και ο Βάρδος έδινε μαθήματα κάθε βράδυ.
Ο Λαν τελείωσε με τη Μουαραίν, ό,τι κι αν ήταν αυτό που της έλεγε κι εκείνη γύρισε επιτόπου στη σέλα για να κοιτάξει τους άλλους. Ο Ραντ προσπάθησε να μην κοκαλώσει, όταν το βλέμμα της πέρασε από πάνω του. Μήπως τον είχε κοιτάξει μια στιγμή παραπάνω από τους άλλους; Είχε τη δυσάρεστη αίσθηση πως η Μουαραίν ήξερε ποιος κρυφάκουγε στο σκοτάδι εκείνη τη νύχτα.
“Ε, Ραντ”, φώναξε ο Ματ, “μπορώ να παίξω τέσσερα στα χέρια μου!” Ο Ραντ κούνησε το χέρι του σε απάντηση, χωρίς να κοιτάξει πίσω. “Σου είπα ότι θα έφτανα τα τέσσερα πριν από σένα. Και — κοίτα!”
Είχαν περάσει ένα χαμηλό λόφο και από κάτω τους, ένα μόλις μίλι παραπέρα, με το δρόμο να περνά μέσα από τα γυμνά δέντρα και τις μακριές σκιές του δειλινού, απλωνόταν το Μπάερλον. Ο Ραντ άφησε μια πνιχτή ανάσα, χαμογελώντας και χάσκοντας μαζί.
Ένα τείχος από κορμούς δέντρων, σχεδόν επτά μέτρα ψηλό, περικύκλωνε την πόλη, με ξύλινους πύργους για σκοπιές, σκορπισμένες κατά μήκος του. Μέσα του, στέγες με λιθοκέραμα και κεραμίδια έλαμπαν στον ήλιο που έγερνε και τούφες καπνού έβγαιναν από τις καμινάδες. Εκατοντάδες καμινάδες. Πουθενά δεν φαινόταν καλαμοσκεπή. Ένας φαρδύς δρόμος περνούσε ανατολικά της πόλης και ένας άλλος δυτικά και στον καθένα υπήρχαν πάνω από δέκα άμαξες και τα διπλάσια κάρα με βόδια, που πήγαιναν προς τον ξύλινο τοίχο. Κοντά στην πόλη υπήρχαν σκόρπια αγροκτήματα, περισσότερα προς το βορρά και λιγοστά κοντά στο δάσος του νότου, αλλά αυτά σχεδόν δεν υπήρχαν μπροστά στο βλέμμα του Ραντ. Είναι πιο μεγάλη από το Πεδίο τον Έμοντ και το Λόφο της Βίγλας και το Ντέβεν Ράιντ μαζί! Και το Τάρεν Φέρυ, ίσως.
“Έτσι λοιπόν είναι οι πόλεις”, είπε ο Ματ χαμηλόφωνα, γέρνοντας μπροστά, πάνω από το λαιμό του αλόγου του, για να κοιτάξει.
Ο Πέριν μόνο κούνησε το κεφάλι. “Πώς μπορούν να ζουν τόσοι άνθρωποι μαζί σε ένα μέρος;”
Η Εγκουέν απλώς κοιτούσε.
Ο Θομ Μέριλιν έριξε μια ματιά στον Ματ κι έπειτα σήκωσε ικετευτικά το βλέμμα και φύσηξε το μουστάκι του. “Πόλη!” είπε ρουθουνίζοντας.
“Κι εσύ, Ραντ;” είπε η Μουαραίν. Τι γνώμη έχεις τώρα που πρωτοβλέπεις το Μπάερλον;”
“Νομίζω πως είναι μακριά από την πατρίδα”, είπε εκείνος αργά, κάνοντας τον Ματ να γελάσει κοφτά.
“Έχεις δρόμο ακόμα μπροστά σου”, είπε η Μουαραίν. “Πολύ δρόμο. Αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή, παρά μόνο να τρέχετε και να κρύβεστε και να τρέχετε πάλι σ’ όλη τη ζωή σας. Που θα ήταν πολύ σύντομη. Πρέπει να το θυμάστε αυτό, όταν το ταξίδι δυσκολεύει. Δεν έχετε επιλογή”.
Ο Ραντ αντάλλαξε ματιές με τον Ματ και τον Πέριν. Η έκφρασή τους έλεγε πως σκέφτονταν τα ίδια κι εκείνοι. Πώς μπορούσε η Μουαραίν να μιλά για επιλογές μετά απ’ όσα είχε πει; Η Άες Σεντάι διάλεξε για μας.
Η Μουαραίν συνέχισε να μιλά, σαν να μην ήταν ολοφάνερες οι σκέψεις τους. “Ο κίνδυνος ξαναρχίζει εδώ. Εντός των τειχών, να προσέχετε τι λέτε. Πάνω απ’ όλα, μην αναφέρετε Τρόλοκ ή Ημιανθρώπους, ή ό,τι σχετικό. Δεν πρέπει ούτε καν να σκεφτείτε τον Σκοτεινό. Μερικοί στο Μπάερλον αγαπούν πολύ λιγότερο τις Άες Σεντάι απ’ όσο τις αγαπούν στο Πεδίο του Έμοντ και ίσως να υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι”. Η Εγκουέν άφησε μια πνιχτή κραυγή και ο Πέριν κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Ο Ματ χλόμιασε, αλλά η Μουαραίν συνέχισε να μιλά ατάραχη. “Δεν πρέπει να τραβήξουμε την προσοχή”. Ο Λαν είχε βγάλει το μανδύα του, που έπαιρνε αποχρώσεις του γκρίζου και του πράσινου και έβαζε έναν σκούρο καφέ, που ήταν πιο συνηθισμένος, αν και καλοραμμένος και φτιαγμένος από καλό ύφασμα. Ο μανδύας του που άλλαζε χρώματα έγινε ένα εξόγκωμα σε ένα σακίδιο της σέλας του. “Δεν χρησιμοποιούμε τα δικά μας ονόματα εδώ πέρα”, συνέχισε η Μουαραίν. “Εδώ είμαι γνωστή ως Αλυς και ο Λαν είναι ο Άτρα. Να το θυμάστε. Ωραία. Να περάσουμε τα τείχη, πριν μας προλάβει η νύχτα. Οι πύλες της Μπάερλον κλείνουν από τη δύση του ήλιου ως την ανατολή”.
Με τον Λαν να τους οδηγεί, κατηφόρισαν το λόφο και πέρασαν το δάσος, πλησιάζοντας το τείχος από κορμούς. Ο δρόμος περνούσε δίπλα από δέκα περίπου αγροκτήματα —κανένα δεν ήταν κοντά και από τους ανθρώπους που τελείωναν τις δουλειές τους, κανένας δεν φάνηκε να προσέχει τους ταξιδιώτες- και κατέληγε σε μια βαριά ξύλινη πύλη, ασφαλισμένη με πλατιές μπάρες από μαύρο σίδερο. Ήταν κλειδωμένη, παρ’ όλο που ο ήλιος ακόμα δεν είχε δύσει.
Ο Λαν πλησίασε το τείχος και τράβηξε ένα ξεφτισμένο σκοινί, που κρεμόταν δίπλα στις πόρτες. Ένα καμπανάκι ακούστηκε από την άλλη πλευρά του τείχους. Από το πάνω μέρος του τείχους πρόβαλλε και τους έριξε μια καχύποπτη ματιά ένα μαραμένο πρόσωπο, που φορούσε ένα φθαρμένο υφασμάτινο σκούφο. Τους αγριοκοίταξε ανάμεσα από τις κομμένες άκρες δύο κορμών, τρεις ολόκληρες απλωσιές ψηλότερα από τα κεφάλια τους.
“Τι γίνεται εκεί κάτω, ε; Βράδιασε και δεν ανοίγουμε την πύλη. Βράδιασε, είπα. Να πάτε από γύρω, στην Πύλη της Λευκής Γέφυρας, αν θέλετε να —” Η φοράδα της Μουαραίν βγήκε σε σημείο που να τη βλέπει καθαρά ο άνδρας πάνω στο τείχος. Ξαφνικά, οι ρυτίδες του έγιναν πιο βαθιές καθώς χαμογελούσε, φανερώνοντας ότι του έλειπαν κάποια δόντια και φάνηκε να διστάζει, αν θα έπρεπε να μιλήσει ή να κάνει το καθήκον του. “Δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ, κυρά. Περίμενε. Κατεβαίνω αμέσως. Στάσου. Έρχομαι. Έρχομαι”.
Το κεφάλι εξαφανίστηκε, αλλά ο Ραντ τον άκουγε που τους ξανάλεγε να σταθούν εκεί και ότι κατέβαινε. Η δεξιά πόρτα, τρίζοντας δυνατά μετά από τόση αχρηστία, άνοιξε αργά προς τα έξω. Σταμάτησε όταν είχε ανοίξει τόσο, που μόλις χωρούσε να περάσει ένα άλογο και ο φύλακας της πύλης πρόβαλε το κεφάλι από το άνοιγμα, τους άστραψε πάλι ένα, σχεδόν φαφούτικο, χαμόγελο και βγήκε από το δρόμο τους. Η Μουαραίν ακολούθησε τον Λαν, με την Εγκουέν ακριβώς πίσω τους.
Ο Ραντ έβαλε τον Κλάουντ να ακολουθήσει την Μπέλα και βρέθηκε σε ένα στενό δρόμο, με ψηλούς ξύλινους φράχτες και μεγάλες αποθήκες δίχως παράθυρα, με πλατιές, σφιχτοκλεισμένες πόρτες. Η Μουαραίν και ο Λαν είχαν ήδη κατέβει από τα άλογα και μιλούσαν με τον ρυτιδιασμένο φύλακα της πύλης, έτσι ξεπέζεψε κι ο Ραντ.
Ο ανθρωπάκος, που φορούσε χιλιομπαλωμένο μανδύα και παλτό, κρατούσε αδέξια το σκούφο στα χέρια και έσκυβε το κεφάλι όποτε μιλούσε. Κοίταξε τους άλλους που ξεπέζευαν πίσω από τον Λαν και τη Μουαραίν και κούνησε το κεφάλι. “Χωριάτες”. Χαμογέλασε πλατιά. “Μπα, κυρά Άλυς, μαζεύεις χωριάτες με άχυρα στα μαλλιά τους;” Μετά το βλέμμα του έπεσε στον Θομ Μέριλιν. “Εσύ δεν είσαι βοσκός. Θυμάμαι που σε άφησα να περάσεις πριν λίγο καιρό, το θυμάμαι καλά. Δεν τους άρεσαν τα κολπάκια σου εκεί στα χωριά, ε, Βάρδε;”
“Ελπίζω ότι θα θυμηθείς να ξεχάσεις που μας άφησες να περάσουμε, αφέντη Άβιν”, είπε ο Λαν, αφήνοντας ένα νόμισμα στην παλάμη του, “Και που μας άφησες να ξαναμπούμε”.
“Δεν είναι ανάγκη, αφέντη Άτρα. Δεν είναι ανάγκη. Με πληρώσατε με το παραπάνω όταν βγήκατε. Με το παραπάνω”. Πάντως, ο Άβιν έκανε το νόμισμα να εξαφανιστεί με επιδεξιότητα Βάρδου. “Δεν το ’πα σε κανέναν και ούτε θα το πω. Ούτε και στους Λευκομανδίτες”, κατέληξε σκοτεινιάζοντας. Σούφρωσε τα χείλη έτοιμος να φτύσει, έπειτα κοίταξε τη Μουαραίν και κατάπιε.
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια, αλλά δεν άνοιξε το στόμα. Ούτε και οι άλλοι μίλησαν, αν και φαινόταν ότι του Ματ αυτό του ερχόταν δύσκολο. Τέκνα τον Φωτός, θαύμασε ο Ραντ. Οι ιστορίες που έλεγαν για τα Τέκνα οι πραματευτάδες και οι έμποροι και οι φύλακες των εμπόρων τους ανέφεραν άλλοτε με θαυμασμό και άλλοτε με μίσος, όμως όλες συμφωνούσαν πως τα Τέκνα μισούσαν εξίσου τις Άες Σεντάι και τους Σκοτεινόφιλους. Αναρωτήθηκε μήπως είχαν μπλέξει ακόμα χειρότερα.
“Τα Τέκνα είναι στο Μπάερλον;” ζήτησε να μάθει ο Λαν.
“Πώς δεν είναι”, είπε ο φύλακας της πύλης, με το κεφάλι να ανεβοκατεβαίνει. “Ήρθαν την ίδια μέρα που φύγατε, αν θυμάμαι καλά. Εδώ όλοι τους βλέπουν με μισό μάτι. Κανένας δεν το λέει, βέβαια”.
“Είπαν για ποιο λόγο είναι εδώ;” ρώτησε με ένταση η Μουαραίν.
“Για ποιο λόγο είναι εδώ, κυρά;” Ο Άβιν τόσο πολύ ξαφνιάστηκε που το κεφάλι του έμεινε ακίνητο. “Και βέβαια είπαν για ποιο — Α, το ξέχασα. Ήσουν στα χωριά. Μάλλον δεν άκουγες παρά μόνο πρόβατα να βελάζουν. Λένε, ότι ήρθαν εδώ γι’ αυτά που γίνονται κάτω στη Γκεάλνταν. Ο Δράκοντας, ξέρεις — τέλος πάντων, εκείνος που λέει ότι είναι Δράκοντας. Λένε ότι ετοιμάζει κάτι κακό —κι εγώ έτσι φαντάζομαι- και ήρθαν για να τον σταματήσουν, μόνο που κείνος είναι κάτω στη Γκεάλνταν, όχι εδώ. Πρόφαση για να χώσουν τη μύτη τους σε ξένες υποθέσεις, έτσι νομίζω εγώ. Κάποιοι ζωγράφισαν κιόλας το Δόντι του Δράκοντα σε μερικές πόρτες”. Αυτή τη φορά έφτυσε.
“Έκαναν πολλή φασαρία λοιπόν;” είπε ο Λαν και ο Άβιν κούνησε το κεφάλι δυνατά.
“Όχι πως δεν θέλουν, νομίζω, αλλά ο Κυβερνήτης δεν τους έχει εμπιστοσύνη. Αφήνει να μπαίνουν στην πόλη μέχρι δέκα τη φορά κι αυτό τους κάνει να σκυλιάζουν. Οι υπόλοιποι, έτσι άκουσα, έχουν κάνει στρατόπεδο λίγο πιο πέρα στα βόρεια. Οι αγρότες εκεί, πάω στοίχημα ότι τους έχει πιάσει σύγκρυο. Τα Τέκνα που μπαίνουν στην πόλη τριγυρνούν με τους άσπρους μανδύες και κοιτάνε τον κοσμάκη με ύφος. Περπατάτε στο Φως, λένε, και είναι διαταγή. Παραλίγο θα πιάνονταν στα χέρια με τους αμαξάδες και τους μεταλλωρύχους και τους μεταλλουργούς και τους άλλους, ακόμα και με τους Βιγλάτορες, αλλά ο Κυβερνήτης θέλει να υπάρχει γαλήνη και ως τα τώρα υπάρχει. Αν κυνηγούν το κακό, για πες μου, γιατί δεν πηγαίνουν στη Σαλδαία; Ή κάτω στη Γκεάλνταν; Έγινε μεγάλη μάχη εκεί, λένε. Πολύ μεγάλη”.
Η Μουαραίν ανάσανε απαλά. “Άκουσα ότι οι Άες Σεντάι θα πήγαιναν στη Γκεάλνταν”.
“Ναι, κυρά, πήγαν”. Το κεφάλι του Άβιν άρχισε πάλι να ανεβοκατεβαίνει. “Πήγαν στη Γκεάλνταν κι έτσι άρχισε η μάχη, απ’ ό,τι άκουσα. Λένε ότι πέθαναν μερικές Άες Σεντάι. Μπορεί όλες. Ξέρω ότι είναι κόσμος που δεν θέλει τις Άες Σεντάι, αλλά εγώ λέω, ποιος άλλος θα πάει να σταματήσει έναν ψεύτικο Δράκοντα; Ε; Κι εκείνους τους βλάκες, που νομίζουν μπορούν να γίνουν άντρες Άες Σεντάι και τα λοιπά. Τι γίνεται μ’ αυτούς; Βέβαια, κάποιοι λένε —όχι οι Λευκομανδίτες, εντάξει; ούτε κι εγώ, αλλά κάποιοι- ότι μπορεί αυτός ο τύπος να είναι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Άκουσα ότι κάνει πράγματα. Χιλιάδες τον ακολουθούν”.
“Μην είσαι βλάκας”, είπε ο Λαν απότομα, και ο Άβιν φάνηκε να πληγώνεται.
“Εγώ λέω μόνο αυτά που άκουσα, εντάξει; Μονάχα αυτά που άκουσα, αφέντη Άτρα. Λένε κάποιοι ότι πάει τα στρατεύματά του προς τα ανατολικά και τα νότια, κατά το Δάκρυ”. Μίλησε πιο βαριά, με νόημα. “Λένε πως τους ονομάζει Λαό του Δράκοντα”.
“Τα ονόματα δεν σημαίνουν τίποτα”, είπε γαλήνια η Μουαραίν. Αν την είχε ταράξει κάτι απ’ όσα είχε ακούσει, δεν το έδειχνε. “Αν ήθελες, θα μπορούσες να ονομάσεις και το μουλάρι σου Λαό του Δράκοντα”.
“Μάλλον όχι, κυρά”, χαχάνισε ο Άβιν. “Δεν υπάρχει περίπτωση, τώρα που κυκλοφορούν εδώ Λευκομανδίτες. Ούτε φαντάζομαι να καλοβλέπει κανένας άλλος αυτό το όνομα. Καταλαβαίνω τι θες να πεις, αλλά... α, όχι, κυρά. Όχι το μουλάρι μου”.
“Αναμφιβόλως, μια συνετή απόφαση”, είπε η Μουαραίν. “Τώρα πρέπει να πηγαίνουμε”.
“Και μη στενοχωριέσαι, κυρά”, είπε ο Άβιν, χαμηλώνοντας το κεφάλι, “εγώ δεν είδα κανέναν”. Όρμηξε στην πύλη και άρχισε να την κλείνει, τραβώντας τη με κοφτές, απότομες κινήσεις. “Δεν είδα κανέναν, δεν είδα τίποτα”. Η πύλη έκλεισε μ’ ένα πνιχτό κρότο κι αυτός κατέβασε το σύρτη μ’ ένα σχοινί. “Η αλήθεια, κυρά, είναι πως η πύλη έχει μέρες ν’ ανοίξει”.
“Το Φως να σε φωτίσει, Άβιν”, είπε η Μουαραίν.
Ακολουθώντας την, απομακρύνθηκαν από την πύλη. Ο Ραντ κοίταξε πίσω μια φορά και είδε τον Άβιν να στέκεται μπροστά στην πύλη. Έμοιαζε να γυαλίζει ένα νόμισμα με την άκρη του μανδύα του και να χασκογελά.
Η διαδρομή που πήραν περνούσε από βρώμικους δρόμους, με φάρδος μόνο όσο δύο άμαξες, δίχως ανθρώπους, γεμάτους αποθήκες και μερικούς ψηλούς ξύλινους φράχτες. Ο Ραντ, για λίγο, βρέθηκε πίσω από τον Βάρδου. “Θομ, τι ήταν αυτό που είπε για το Δάκρυ και για το Λαό του Δράκοντα; Το Δάκρυ είναι μια μακρινή πόλη στη Θάλασσα των Καταιγίδων, ε;”
“Ο Κύκλος της Κάρεδον”, είπε ο Θομ απότομα.
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια. Οι Προφητείες τον Δράκοντα. “Στους Δύο Ποταμούς κανένας δεν διηγείται τις... αυτές τις ιστορίες. Τουλάχιστον κανένας στο Πεδίο του Έμοντ. Η Σοφία θα τον έγδερνε ζωντανό”.
“Τι άλλο να ’κανε”, είπε ξερά ο Θομ. Έριξε μια ματιά στη Μουαραίν, που ήταν μπροστά με τον Λαν, είδε ότι δεν θα τους άκουγε από αυτή την απόσταση και συνέχισε. “Το Δάκρυ είναι το μεγαλύτερο λιμάνι στη Θάλασσα των Καταιγίδων και η Πέτρα του Δακρίου είναι το φρούριο που το προστατεύει. Λέγεται, ότι η Πέτρα είναι το πρώτο φρούριο που χτίστηκε μετά το Τσάκισμα του Κόσμου και τόσον καιρό δεν έπεσε ποτέ, αν και πολλοί στρατοί το προσπάθησαν. Μια Προφητεία λέει ότι η Πέτρα του Δακρίου δεν θα πέσει, αν δεν έρθει στην Πέτρα ο Λαός του Δράκοντα. Μια άλλη λέει ότι η Πέτρα δεν θα πέσει, μέχρι το χέρι του Δράκοντα να κρατήσει το Ανέγγιχτο Σπαθί”. Ο Θομ έκανε μια γκριμάτσα. “Η άλωση της Πέτρας θα είναι μεγάλη απόδειξη ότι ο Δράκοντας ξαναγεννήθηκε. Είθε να στέκει η Πέτρα μέχρι να γίνω ένα με το χώμα”.
“Το ανέγγιχτο σπαθί;”
“Έτσι λέει. Δεν ξέρω αν στ’ αλήθεια είναι σπαθί. Ό,τι κι αν είναι, βρίσκεται στην Καρδιά της Πέτρας, την κεντρική πολιτεία του φρουρίου. Εκεί, μόνο οι Μεγάλοι Άρχοντες του Δακρίου μπορούν να μπουν και ποτέ δεν λένε τι βρίσκεται μέσα της Ή, τουλάχιστον, δεν το λένε στους Βάρδους”.
Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια. “Η Πέτρα δεν θα πέσει μέχρι να κρατήσει ο Δράκοντας το σπαθί, αλλά πώς μπορεί να γίνει αυτό, αν η Πέτρα δεν έχει ήδη πέσει; Λένε πως ο Δράκοντας είναι Μεγάλος Άρχοντας του Δακρίου;”
“Αυτό είναι μάλλον απίθανο”, είπε ξερά ο Βάρδος. “Το Δάκρυ μισεί ό,τι έχει να κάνει με τη Δύναμη πιο πολύ απ’ όσο το Αμαντορ και το Αμαντορ είναι το προπύργιο των Παιδιών του Φωτός”.
“Πώς μπορεί λοιπόν να βγει αληθινή η Προφητεία;” ρώτησε ο Ραντ. “Δεν με πειράζει αν δεν ξαναγεννηθεί ποτέ ο Δράκοντας, αλλά μια προφητεία που δεν μπορεί να εκπληρωθεί δεν έχει νόημα. Είναι σαν μια ιστορία, που στόχος της θα ήταν να πιστέψουν οι άνθρωποι ότι ο Δράκοντας ποτέ δεν θα ξαναγεννηθεί. Έτσι είναι;”
“Όλο ερωτήσεις κάνεις, μικρέ”, είπε ο Θομ. “Μια προφητεία που εύκολα εκπληρώνεται δεν θα άξιζε, έτσι δεν είναι;” Ξαφνικά, η φωνή του ζωήρεψε. “Εδώ είμαστε, λοιπόν. Ό,τι κι αν είναι κι αυτό”.
Ο Λαν είχε σταματήσει σε ένα τμήμα ενός ξύλινου φράχτη, που είχε ύψος όσο ένας άνθρωπος και δεν έδειχνε διαφορετικό από πολλά άλλα που είχαν περάσει. Είχε χώσει τη λεπίδα του εγχειριδίου του ανάμεσα σε δύο σανίδες και την ανεβοκατέβαζε. Ξαφνικά γρύλισε ικανοποιημένος, την τράβηξε και ένα μέρος του φράχτη άνοιξε, σαν πύλη. Ο Ραντ είδε πως πράγματι ήταν πύλη, αν και φτιαγμένη έτσι ώστε κανονικά να ανοίγει μόνο από την άλλη πλευρά. Έτσι έδειχνε ο μεταλλικός σύρτης, που είχε υψώσει ο Λαν με το εγχειρίδιό του.
Η Μουαραίν μπήκε αμέσως, τραβώντας πίσω της την Αλντίμπ. Ο Λαν έκανε νόημα στους άλλους να την ακολουθήσουν και μπήκε τελευταίος, κλείνοντας πίσω του την πύλη.
Όταν ο Ραντ πέρασε από την άλλη πλευρά του φράχτη, είδε ότι ήταν στην αυλή του στάβλου ενός πανδοχείου. Οχλαγωγία ακουγόταν από την κουζίνα του κτιρίου, αλλά αυτό που τον εντυπωσίασε ήταν το μέγεθος του: κάλυπτε τη διπλάσια έκταση απ’ όσο το Πανδοχείο της Οινοπηγής και είχε ύψος τριών ορόφων. Τα μισά παράθυρα έλαμπαν στο σούρουπο που βάθαινε. Απόρησε με την πόλη, που είχε τόσους ξένους μέσα της.
Μόλις βγήκαν στην αυλή του στάβλου, τρεις άνδρες με βρώμικες μουσαμαδένιες ποδιές εμφανίστηκαν στις πλατιές, αψιδωτές πόρτες του πελώριου στάβλου. Ο ένας τους, ένας νευρώδης τύπος που ήταν ο μόνος που δεν κρατούσε δικράνι για κοπριά στα χέρια, βγήκε μπροστά ανεμίζοντας τα χέρια.
“Ε, εσείς! Δεν μπορείτε να μπείτε από δω! Πρέπει να πάτε από μπροστά!”
Το χέρι του Λαν πήγε πάλι στο πουγκί του, αλλά την ίδια στιγμή άλλος ένας άντρας, κοιλαράς σαν τον αφέντη αλ’Βερ, βγήκε βιαστικά από το πανδοχείο. Τούφες μαλλιών πετάγονταν πάνω από τα αυτιά του και η αστραφτερή, κάτασπρη ποδιά του ήταν σίγουρο σημάδι πως αυτός ήταν ο πανδοχέας.
“Δεν πειράζει, Ματς”, είπε ο νεοφερμένος. “Δεν πειράζει. Είναι καλεσμένοι, τους περιμένουμε. Περιποιήσου τα άλογά τους. Πρόσεξέ τα”.
Ο Ματς χτύπησε το μέτωπό του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του, έπειτα έκανε νόημα στους δύο συντρόφους του να τον βοηθήσουν. Ο Ραντ και οι άλλοι κατέβασαν βιαστικά τα σακίδιά τους και τις κουβέρτες τους και ο πανδοχέας στράφηκε στη Μουαραίν. Υποκλίθηκε βαθιά και μίλησε με ειλικρινές χαμόγελο,
“Καλωσήρθες, κυρά Άλυς. Καλωσήρθες. Χαίρομαι που σας βλέπω και σένα και τον αφέντη Άτρα. Χαίρομαι πολύ. Για να πω την αλήθεια, ανησύχησα, έτσι που τρέχατε στα χωριά, μ’ όλα αυτά που γίνονται. Θέλω να πω, τέτοιες μέρες, που ο καιρός τρελάθηκε και οι λύκοι ουρλιάζουν τα βράδια κοντά στα τείχη”. Χτύπησε και με τα δύο χέρια την ολοστρόγγυλη κοιλιά του και κούνησε το κεφάλι. “Όλο μιλάω και σας πήρα τα αυτιά, αντί να σας πάω μέσα. Ελάτε. Ελάτε. Θα θέλετε ζεστό φαΐ και βολικό κρεβάτι. Και εδώ είναι το καλύτερο στο Μπάερλον. Το απολύτως καλύτερο”.
“Και ζεστό μπάνιο, φαντάζομαι, αφέντη Φιτς;” είπε η Μουαραίν και η Εγκουέν έκανε σαν ηχώ, με λαχτάρα, “Ναι, ναι”.
“Μπάνιο;” είπε ο πανδοχέας. “Το πιο καλό και το πιο καυτό στο Μπάερλον. Ελάτε. Καλωσήρθατε στο Ελάφι και το Λιοντάρι. Καλωσήρθατε στο Μπάερλον”.