14 Το Ελάφι και το Λιοντάρι

Στο εσωτερικό του πανδοχείου επικρατούσε χάος, όπως προμηνούσαν οι ήχοι που ακούγονταν μέχρι έξω. Η ομάδα από το Πεδίο του Έμοντ μπήκε από την πίσω πόρτα, ακολουθώντας τον αφέντη Φιτς και βυθίστηκε σ’ ένα ποτάμι ανδρών και γυναικών, που φορούσαν ποδιές και κρατούσαν ψηλά στα χέρια πιατέλες με φαγητά και δίσκους με ποτά. Οι σερβιτόροι μουρμούριζαν απολογητικά, όταν τους έκοβαν το δρόμο, αλλά δεν βράδυναν το βήμα τους. Ένας άνδρας πήρε βιαστικά οδηγίες από τον αφέντη Φιτς και έσπευσε να εξαφανιστεί.

“Φοβάμαι πως το πανδοχείο είναι σχεδόν πλήρες”, είπε ο πανδοχέας στη Μουαραίν. “Είμαστε ο ένας πάνω στον άλλον. Όλα τα πανδοχεία της πόλης είναι έτσι. Τέτοιο χειμώνα που περάσαμε... ε, μόλις καθάρισε ο καιρός και μπόρεσαν να κατέβουν από τα βουνά, μας κατέκλυσαν —ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη- μας κατέκλυσαν άνδρες από τα ορυχεία και μεταλλουργοί, που έλεγαν τις πιο φρικτές ιστορίες. Για λύκους και άλλα χειρότερα. Ιστορίες από κείνες που λένε οι άνδρες, όταν έχουν περάσει μαζί το χειμώνα σε αποκλεισμένο μέρος. Δεν νομίζω να έχει απομείνει κανείς εκεί πάνω, τόσους πολλούς έχουμε εδώ. Αλλά μη φοβάσαι. Μπορεί να είμαστε λιγουλάκι στριμωγμένοι, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ για σένα και τον αφέντη Άτρα. Και για τους φίλους σου, φυσικά”. Έριξε κανά δυο ματιές όλο περιέργεια στον Ραντ και τους άλλους· με εξαίρεση τον Θομ, τα ρούχα τους έδειχναν ανθρώπους από χωριό και ο Θομ, με το μανδύα Βάρδου που φορούσε, ήταν κι αυτός αλλόκοτος συνταξιδιώτης για την “κυρά Αλυς” και τον “αφέντη Ατρα”. “Να ’σαι σίγουρη, θα κάνω ό,τι μπορώ”.

Ο Ραντ κοίταζε το πανδαιμόνιο γύρω του και παραμέριζε για να μην τον πατήσουν, αν και οι βοηθοί έδειχναν να προσέχουν. Σκέφτηκε τον αφέντη αλ’Βερ και τη γυναίκα του, που κρατούσαν το Πανδοχείο της Οινοπηγής με λίγη βοήθεια από τις κόρες τους.

Ο Ματ και ο Πέριν έσκυψαν και κοίταξαν με ενδιαφέρον την κοινή αίθουσα, απ’ όπου έρχονταν κατά κύματα τα γέλια και τα τραγούδια και οι χαρωπές φωνές, κάθε φορά που άνοιγε η πλατιά πόρτα στην άκρη του διαδρόμου. Ο Πρόμαχος μουρμούρισε ότι ήθελε να μάθει τα νέα, πέρασε με βλοσυρό ύφος την πόρτα που ανοιγόκλεινε και τον κατάπιε η χαρούμενη ατμόσφαιρα.

Ο Ραντ ήθελε να τον ακολουθήσει, αλλά ακόμα πιο πολύ ήθελε να κάνει μπάνιο. Δεν θα έλεγε όχι, αν ήταν να πάει κατευθείαν στον κόσμο που διασκέδαζε, αλλά ήξερε ότι θα εκτιμούσαν περισσότερο την παρουσία του αν ήταν καθαρός. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Ματ και ο Πέριν ένιωθαν το ίδιο· ο Ματ κρυφοξυνόταν.

“Αφέντη Φιτς”, είπε η Μουαραίν, “άκουσα ότι υπάρχουν Τέκνα του Φωτός στο Μπάερλον. Υπάρχει περίπτωση να κάνουν φασαρία;”

“Α, μην ανησυχείς γι’ αυτούς, κυρά Αλυς. Έπιασαν το ίδιο τροπάρι. Λένε ότι υπάρχει μια Άες Σεντάι στην πόλη”. Η Μουαραίν ύψωσε το φρύδι και ο πανδοχέας άπλωσε τα παχουλά χέρια του. “Μην ανησυχείς. Έχουν ξανακάνει το ίδιο κόλπο. Δεν υπάρχει Άες Σεντάι στο Μπάερλον και ο Κυβερνήτης το ξέρει. Οι Λευκομανδίτες νομίζουν ότι, άμα παρουσιάσουν ως Άες Σεντάι κάποια γυναίκα που αυτοί θα ισχυρίζονται ότι είναι Άες Σεντάι, ο κόσμος θα τους αφήσει όλους να περάσουν τα τείχη. Ε, φαντάζομαι ότι μερικοί θα τους άφηναν. Ναι μεν κάποιοι θα τους άφηναν, αλλά οι περισσότεροι ξέρουν τι μαγειρεύουν οι Λευκομανδίτες και υποστηρίζουν τον Κυβερνήτη. Κανένας δεν θέλει να πάθει κακό κάποια άκακη γριούλα για να βρουν τα Τέκνα πρόσχημα και να συδαυλίσουν τα πάθη”.

“Χαίρομαι που το ακούω”, είπε ξερά η Μουαραίν. Ακούμπησε το μπράτσο του πανδοχέα. “Η Μιν είναι ακόμα εδώ; Αν είναι, θέλω να της μιλήσω”.

Ο Ραντ δεν άκουσε την απάντηση του αφέντη Φιτς, επειδή τότε κατέφθασαν οι βοηθοί που θα τους οδηγούσαν στα μπάνια. Η Μουαραίν και η Εγκουέν χάθηκαν πίσω από μια παχουλή, χαμογελαστή γυναίκα που κρατούσε μια αγκαλιά πετσέτες. Ο Βάρδος και ο Ραντ και οι φίλοι του ακολούθησαν έναν μικροκαμωμένο μελαχρινό, ονόματι Άρα.

Ο Ραντ δοκίμασε να ρωτήσει τον Αρα για το Μπάερλον, αλλά εκείνος δεν άνοιξε το στόμα του, παρά μόνο για να πει ότι ο Ραντ είχε παράξενη προφορά, όμως η πρώτη θέα της αίθουσας των μπάνιων έδιωξε από το μυαλό του Ραντ κάθε άλλη σκέψη για συζήτηση. Δώδεκα ψηλές, χάλκινες μπανιέρες σχημάτιζαν κύκλο στο πλακοστρωμένο πάτωμα, το οποίο είχε απαλή κλίση προς μια απορροή στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας με τους πέτρινους τοίχους. Πίσω από κάθε μπανιέρα υπήρχε ένα σκαμνί με μια μεγάλη, προσεκτικά διπλωμένη πετσέτα και ένα μεγάλο κομμάτι κίτρινο σαπούνι και μαύρα σιδερένια καζάνια γεμάτα νερό ζεσταίνονταν πάνω σε φωτιές κατά μήκος ενός τοίχου. Στον απέναντι τοίχο, τα ξύλα που καίγονταν μέσα σε ένα βαθύ τζάκι ζέσταιναν κι άλλο την αίθουσα.

“Σχεδόν σαν το Πανδοχείο της Οινοπηγής, στο χωριό”, είπε ο Πέριν, δείχνοντας την πίστη που είχε στον τόπο του, αν και δίχως προσήλωση στην αλήθεια.

Ο Θομ γέλασε κοφτά και ο Ματ χαχάνισε. “Είχαμε έναν Κόπλιν μαζί μας και δεν το ξέραμε”.

Ο Ραντ τράβηξε το μανδύα του και έβγαλε τα ρούχα του, ενώ ο Άρα γέμιζε τέσσερις μπανιέρες. Ο Ραντ διάλεξε μια μπανιέρα και οι άλλοι τον μιμήθηκαν αμέσως. Έβγαλαν τα ρούχα τους και τα πέταξαν ανάκατα στα σκαμνιά και ο Άρα έφερε στον καθέναν τους ένα μεγάλο κουβά με καυτό νερό και μια κουτάλα. Όταν τελείωσε, κάθισε σε ένα σκαμνί κοντά στην πόρτα, έγειρε στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα και φάνηκε να χάνεται στις σκέψεις του.

Χωρίς να πολυμιλούν σαπουνίστηκαν και έριξαν αχνιστό νερό με τις κουτάλες για να ξεπλύνουν τη λέρα που είχε μαζευτεί όλη τη βδομάδα. Έπειτα, μπήκαν στις μπανιέρες για να μουλιάσουν ο Άρα είχε κάνει το νερό τόσο καυτό, που για να μπουν χρειάστηκαν αργές κινήσεις που τονιζόταν από απολαυστικούς στεναγμούς. Ο αέρας του δωματίου, που ήταν ζεστός, έγινε καυτός και γέμισε ατμούς. Γι’ αρκετή ώρα οι μόνοι ήχοι ήταν κάποιες αργόσυρτες εκπνοές ανακούφισης, καθώς οι σφιγμένοι μύες τους χαλάρωναν και από τα κόκαλα τους έφευγε η παγωνιά, που είχαν καταλήξει να τη θεωρούν μόνιμη.

“Θέλετε τίποτα άλλο;” ρώτησε ξαφνικά ο Αρα. Δεν είχε βάση για να λέει για την προφορά των άλλων τόσο αυτός, όσο και ο αφέντης Φιτς έμοιαζαν να έχουν το στόμα γεμάτο χυλό. “Καμιά πετσέτα ακόμα; Ζεστό νερό;”

“Τίποτα”, είπε ο Θομ με μπουμπουνιστή φωνή. Χωρίς να ανοίξει τα μάτια, ανέμισε τεμπέλικα το χέρι. “Πήγαινε να χαρείς το βράδυ σου. Αργότερα θα φροντίσω να αποζημιωθείς και με το παραπάνω για τις υπηρεσίες σου”. Χαμήλωσε στη μπανιέρα και το νερό τον σκέπασε ολόκληρο, εκτός από τα μάτια και τη μύτη του.

Ο Αρα κοίταξε τα σκαμνιά πίσω από τις μπανιέρες, όπου ήταν στοιβαγμένα τα ρούχα και τα άλλα υπάρχοντά τους. Το βλέμμα του πέρασε από το τόξο, αλλά στάθηκε πιο πολύ στο σπαθί του Ραντ και το τσεκούρι του Πέριν. “Έχει φασαρίες και στα χωριά;” είπε απότομα. “Στα Ποτάμια, πώς τα λέτε;”

“Τους Δύο Ποταμούς”, είπε ο Ματ, προφέροντας καθαρά την κάθε λέξη. “Λέγονται Δύο Ποταμοί. Όσο για τις φασαρίες, τι-”;

“Τι εννοείς, “και στα χωριά”;” ρώτησε ο Ματ. “Υπάρχουν φασαρίες εδώ;”

Ο Πέριν, που απολάμβανε το μπάνιο, μουρμούρισε, “Ωραία! Ωραία!” Ο Θομ ανασηκώθηκε λιγάκι και άνοιξε τα μάτια.

“Εδώ;” Ο Άρα ξεφύσηξε. “Φασαρίες; Δεν είναι φασαρίες οι μπουνιές που πέφτουν ανάμεσα σε μεταλλωρύχους, στους δρόμους αργά τα μεσάνυχτα. Ή όταν...” Σταμάτησε και τους κοίταξε για μια στιγμή. “Εννοούσα φασαρίες, όπως στην Γκεάλνταν”, είπε τελικά. “Μπα, δεν φαντάζομαι. Το μόνο που έχει στα χωριά είναι πρόβατα, ε; Με το συμπάθιο. Θέλω να πω, ότι εκεί έχετε ησυχία. Πάντως, ο χειμώνας ήταν παράξενος. Παράξενα πράγματα στα βουνά. Χτες άκουσα ότι στη Σαλδαία υπάρχουν Τρόλοκ. Αλλά αυτή είναι στις Μεθόριους, ε;” Τελείωσε με το στόμα ανοιχτό, έπειτα το έκλεισε απότομα, δείχνοντας έκπληκτος που είχε πει τόσα.

Ο Ραντ είχε ταραχτεί με τη λέξη Τρόλοκ και προσπάθησε να το κρύψει, στύβοντας μια πετσέτα μπροστά στο πρόσωπό του. Χαλάρωσε όταν ο βοηθός συνέχισε να μιλά, αλλά δεν έμειναν όλοι με το στόμα κλειστό.

“Τρόλοκ!” χασκογέλασε ο Ματ. Ο Ραντ του πέταξε νερό, αλλά ο Ματ σκούπισε το πρόσωπό του χαμογελώντας πλατιά. “Κάτσε να σου πω για Τρόλοκ”.

Ο Θομ μίλησε για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχε μπει στην μπανιέρα. “Δεν το κόβεις καλύτερα; Βαρέθηκα να μου λες τις ιστορίες μου”.

“Είναι Βάρδος”, είπε ο Πέριν και ο Άρα του έριξε μια περιφρονητική ματιά.

“Τον είδα τον μανδύα του. Θα δώσεις παράσταση;”

“Μια στιγμή”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. “Τι θα πει ότι λέω τις ιστορίες του Θομ; Μπας και-;”

“Δεν τις λες τόσο καλά όσο ο Θομ”, τον διέκοψε βιαστικά ο Ραντ και ο Πέριν παρενέβη λέγοντας: “Τις παραστολίζεις, πας να τις κάνεις καλύτερες και δεν σου βγαίνουν”.

“Κι επίσης τις μπερδεύεις”, πρόσθεσε ο Ραντ. “Καλύτερα άσε να τις λέει ο Θομ”.

Μιλούσαν όλοι τόσο γρήγορα, που ο Άρα τους κοίταξε χάσκοντας. Κι ο Ματ, επίσης, είχε σταθεί κοιτάζοντάς τους, σαν να είχαν τρελαθεί όλοι έτσι ξαφνικά. Ο Ραντ αναρωτήθηκε, πώς θα μπορούσε να τον σταματήσει χωρίς να του ορμήξει.

Η πόρτα άνοιξε μ’ ένα πάταγο και μπήκε ο Λαν, με τον καφέ μανδύα του ριγμένο στον ώμο, μαζί με ένα ρεύμα δροσερού αέρα, που για μια στιγμή έκανε την ομίχλη να αραιώσει.

“Λοιπόν”, είπε ο Πρόμαχος, τρίβοντας τα χέρια, “αυτό ακριβώς περίμενα”. Ο Άρα έπιασε έναν κουβά, αλλά ο Λαν του έκανε νόημα να τον αφήσει. “Άσε, θα το κάνω μόνος μου”. Άφησε το μανδύα του σε ένα σκαμνί, έβγαλε το βοηθό από το δωμάτιο, παρά τις διαμαρτυρίες του, και έκλεισε καλά την πόρτα. Περίμενε εκεί μια στιγμή, γέρνοντας το κεφάλι για να αφουγκραστεί και, όταν στράφηκε πάλι προς τους άλλους, η φωνή του ήταν σκληρή και το βλέμμα που έριξε στον Ματ πετούσε φλόγες. “Καλά που γύρισα τώρα, αγρότη. Δεν ακούς όταν σου μιλάνε;”

“Δεν έκανα τίποτα”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. “Μόνο για τους Τρόλοκ θα του έλεγα, όχι για...” Σταμάτησε, έγειρε πίσω για να αποφύγει το βλέμμα του Πρόμαχου και ακούμπησε στη ράχη της μπανιέρας.

“Μην μιλάς για τους Τρόλοκ”, είπε ο Λαν με ζοφερό τόνο. “Μην σκέφτεσαι καν τους Τρόλοκ”. Ξεφυσώντας θυμωμένα, άρχισε να γεμίζει μια μπανιέρα. “Μα το αίμα και τις στάχτες, μην το ξεχνάς, ο Σκοτεινός έχει μάτια και αυτιά εκεί που δεν το περιμένεις. Και αν τα Τέκνα του Φωτός μάθαιναν ότι σε κυνηγούν Τρόλοκ, θα τρελαίνονταν για να σε πιάσουν στα χέρια τους. Γι’ αυτούς θα ήταν σαν να χαρακτηριζόσουν Σκοτεινόφιλος. Μπορεί να μην είσαι συνηθισμένος σε αυτά, αλλά μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας μην εμπιστεύεσαι κανέναν, αν δεν σου το έχει πει η κυρά Άλυς, ή εγώ”. Ο Ματ έκανε μια γκριμάτσα, όταν ο Λαν έδωσε τόση έμφαση στο όνομα που χρησιμοποιούσε η Μουαραίν.

“Υπήρχε κάτι που δεν μας έλεγε αυτός ο τύπος”, είπε ο Ραντ. “Κάτι που πίστευε πως ήταν μπελάς, αλλά δεν είπε τι ήταν”.

“Μάλλον τα Τέκνα”, είπε ο Λαν, ενώ έχυνε κι άλλο καυτό νερό στη μπανιέρα του. “Οι πιο πολλοί τους θεωρούν μπελά. Μερικοί όμως όχι, αλλά δεν σας ήξερε καλά και δεν το ρισκάρισε. Δεν ήξερε αν θα τρέχατε να το προφτάσετε στους Λευκομανδίτες”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι· αυτό το μέρος ήδη φαινόταν χειρότερο από το Τάρεν Φέρυ.

“Είπε ότι υπήρχαν Τρόλοκ στη... στη Σαλδαία δεν είπε;” πρόσθεσε ο Πέριν.

Ο Λαν βρόντηξε τον άδειο κουβά του στο πάτωμα. “Θέλετε σώνει και καλά να το συζητήσετε, ε; Στις Μεθόριους πάντα υπάρχουν Τρόλοκ, σιδερά. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας, είμαστε σαν ποντίκια στο χωράφι και δεν θέλουμε την προσοχή κανενός. Αυτό να σκέφτεστε. Η Μουαραίν θέλει να σας πάει όλους στην Ταρ Βάλον ζωντανούς κι εγώ θα το κάνω, αν γίνεται, αλλά, αν πάθει κακό εξαιτίας σας...”

Τελείωσαν το μπάνιο σιωπηλοί και ντύθηκαν αμίλητοι.

Όταν βγήκαν από την αίθουσα με τις μπανιέρες, η Μουαραίν στεκόταν στην άκρη του διαδρόμου, μαζί με μια λιγνή κοπέλα λιγάκι πιο ψηλή. Έτσι τουλάχιστον πίστεψε ο Ραντ, παρ’ όλο που τα μελαχρινά μαλλιά της ήταν κοντοκομμένα και φορούσε ανδρικό πουκάμισο και παντελόνι. Η Μουαραίν κάτι είπε και η κοπέλα έριξε μια σκληρή ματιά στους άνδρες, ένευσε και έφυγε.

“Λοιπόν”, είπε η Μουαραίν καθώς την πλησίαζαν, “είμαι βέβαια πως το μπάνιο σας άνοιξε την όρεξη. Ο αφέντης Φιτς μας έδωσε μια ιδιωτική τραπεζαρία”. Συνέχισε να μιλά για ασημαντότητες, καθώς τους οδηγούσε για τα δωμάτιά τους και για το μεγάλο πλήθος της πόλης και για τον πανδοχέα, που έλπιζε πως ο Θομ θα τιμούσε τους θαμώνες, αν έπαιζε λίγη μουσική και έλεγε κανά-δυο τραγούδια στην κοινή αίθουσα. Δεν ανέφερε καθόλου την κοπέλα, αν ήταν κοπέλα.

Η ιδιωτική αίθουσα είχε ένα γυαλισμένο δρύινο τραπέζι με δώδεκα καρέκλες γύρω του κι ένα χοντρό χαλί στο πάτωμα. Η Εγκουέν, με τα μαλλιά της να λάμπουν πέφτοντας βουρτσισμένα στους ώμους της, ζέσταινε τα χέρια στη φωτιά που τριζοβολούσε στο τζάκι και γύρισε να τους δει όταν μπήκαν μέσα. Ο Ραντ είχε αρκετή ώρα στη διάθεσή του για να σκεφτεί εκεί στα μπάνια. Οι συνεχείς προτροπές του Λαν, που τους έλεγε να μην εμπιστεύονται κανέναν και ειδικά ο Αρα, που φοβόταν να τους μιλήσει, τον είχαν κάνει να σκεφτεί πόσο μόνοι ήταν στ’ αλήθεια. Του φαινόταν πως δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν, παρά μόνο ο ένας τον άλλον και δεν ήταν σίγουρος πόσο μπορούσαν να εμπιστευτούν τη Μουαραίν, ή τον Λαν. Μόνο ο ένας τον άλλον. Και η Εγκουέν ήταν η Εγκουέν. Η Μουαραίν είχε πει ότι αυτό θα της συνέβαινε ούτως ή άλλως, ότι θα άγγιζε την Αληθινή Πηγή. Δεν το έλεγχε, άρα δεν ήταν δικό της σφάλμα. Και ήταν ακόμα η Εγκουέν.

Ανοιξε το στόμα για να ζητήσει συγνώμη, αλλά η Εγκουέν πάγωσε και του γύρισε την πλάτη, πριν αυτός προλάβει να βγάλει άχνα. Κοίταξε σκυθρωπά την πλάτη της, κατάπιε τα λόγια που θα της έλεγε. Καλά, λοιπόν. Αν θέλει να φέρεται έτσι, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα.

Τότε μπήκε ορμητικός ο αφέντης Φιτς, ακολουθούμενος από τέσσερις γυναίκες με άσπρες ποδιές, μακριές όσο η δικιά του. Κουβαλούσαν ένα δίσκο με τρία ψητά κοτόπουλα και άλλους δίσκους γεμάτους ασημικά και πήλινα πιάτα και σκεπασμένες γαβάθες. Οι γυναίκες άρχισαν αμέσως να στρώνουν το τραπέζι, ενώ ο πανδοχέας υποκλινόταν στη Μουαραίν.

“Χίλια συγνώμη, κυρά Άλυς, που σας έκανα να περιμένετε, αλλά με τόσο κόσμο στο πανδοχείο είναι θαύμα που καταφέρνουμε να σερβίρουμε τους πελάτες. Επίσης, φοβάμαι πως το φαγητό δεν είναι το κατάλληλο. Μόνο τα κοτόπουλα και λίγα γογγύλια και μπιζέλια και λιγάκι τυρί για μετά. Όχι, δεν είναι καθόλου, μα καθόλου το κατάλληλο. Ειλικρινά ζητώ συγνώμη”.

“Συμπόσιο”. Η Μουαραίν χαμογέλασε. “Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, είναι πραγματικά συμπόσιο, αφέντη Φιτς”.

Ο πανδοχέας υποκλίθηκε ξανά. Τα ατίθασα μαλλιά του, που πετούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, καθώς συνεχώς περνούσε ανάμεσά τους τα δάχτυλα του, έκαναν την υπόκλιση να μοιάζει κωμική· αλλά το χαμόγελό του ήταν τόσο ευχάριστο, που αν γελούσε κανείς θα γελούσε μαζί του και όχι σε βάρος του. “Ευχαριστώ, κυρά Άλυς. Ευχαριστώ”. Ενώ σηκωνόταν, συνοφρυώθηκε και σκούπισε ένα φανταστικό κόκκο σκόνης από το τραπέζι με την άκρη της ποδιάς του. “Φυσικά, δεν είναι αυτά που θα σου πρόσφερα πριν ένα χρόνο. Κάθε άλλο. Ο χειμώνας. Ναι. Ο χειμώνας. Οι προμήθειες στα κελάρια μου τελειώνουν και η αγορά είναι σχεδόν άδεια. Μα ποιος να κατηγορήσει τους αγρότες; Ποιος; Άγνωστο πότε θα βγάλουν άλλη σοδειά. Άγνωστο. Τα αρνιά και τα μοσχάρια καταλήγουν στο στόμα των λύκων, αντί να φτάσουν στα τραπέζια των ανθρώπων και...”

Ξαφνικά, φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι αυτή η συζήτηση μάλλον δεν θα βοηθούσε τους καλεσμένους του να απολαύσουν το δείπνο τους. “Άμα αρχίσω δεν σταματάω. Η γέρικη γλώσσα μου πάει ροδάνι. Η γέρικη γλώσσα μου. Μάρι, Σίντα, άστε αυτούς τους καλούς ανθρώπους να φάνε στην ησυχία τους”. Έκανε νόημα στις γυναίκες να φύγουν και, καθώς αυτές έβγαιναν από το δωμάτιο, υποκλίθηκε πάλι στη Μουαραίν. “Ελπίζω να σου αρέσει το φαγητό, κυρά Αλυς. Αν θέλεις κάτι άλλο, πες και θα το φέρω. Απλώς πες το. Είναι χαρά μου να εξυπηρετώ εσένα και τον αφέντη Ατρα. Χαρά μου”. Έκανε άλλη μια βαθιά υπόκλιση και έφυγε, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Όσο μιλούσε ο πανδοχέας, ο Λαν έγερνε σ’ έναν τοίχο, σαν να ήταν μισοκοιμισμενος. Τώρα πετάχτηκε και έφτασε στην πόρτα με δύο μεγάλες δρασκελιές. Ακούμπησε το αυτί στο ένα φύλλο, αφουγκράστηκε προσεκτικά, μετρώντας αργά μέχρι τα τριάντα και ύστερα άνοιξε την πόρτα διάπλατα και έβγαλε το κεφάλι στο Χολ. “Έφυγαν”, είπε τελικά, κλείνοντας την πόρτα. “Μπορούμε να μιλήσουμε με ασφάλεια”.

“Ξέρω ότι λες να μην εμπιστευόμαστε κανέναν”, είπε η Εγκουέν, “αλλά, αν υποψιάζεσαι τον πανδοχέα, γιατί να μείνουμε εδώ;”

“Δεν τον υποψιάζομαι περισσότερο απ’ όσο υποψιάζομαι οποιονδήποτε άλλο”, απάντησε ο Λαν. “Βεβαίως, μέχρι να φτάσουμε στην Ταρ Βάλον, υποψιάζομαι τους πάντες. Εκεί θα υποψιάζομαι μόνο τους μισούς”.

Ο Ραντ έκανε να χαμογελάσει, νομίζοντας πως ο Πρόμαχος αστειευόταν. Έπειτα, συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπο του Λαν δεν έδειχνε ίχνος χιούμορ. Πραγματικά θα υποψιαζόταν ανθρώπους στην Ταρ Βάλον. Υπήρχε πουθενά μέρος ασφαλές;

“Υπερβάλλει”, του είπε παρηγορητικά η Μουαραίν. “Ο αφέντης Φιτς είναι καλός άνθρωπος, τίμιος και αξιόπιστος. Αλλά του αρέσει να φλυαρεί και, παρά την καλή του θέληση, ίσως θα έλεγε κάτι στο λάθος αυτί. Εκτός αυτού, ξέρω καλά ότι σε όλα τα πανδοχεία οι καμαριέρες κρυφακούν στις πόρτες και περνούν περισσότερη ώρα κουτσομπολεύοντας, παρά στρώνοντας τα κρεβάτια. Ελάτε, ας καθίσουμε, πριν κρυώσει το φαγητό”.

Κάθισαν γύρω από το τραπέζι, με τη Μουαραίν και τον Λαν στις δύο άκρες του και στην αρχή έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό, μην προλαβαίνοντας ούτε να μιλήσουν. Ίσως να μην ήταν συμπόσιο, αλλά έτσι το ένιωθαν, αφού είχαν περάσει σχεδόν μια βδομάδα τρώγοντας μόνο ψωμί και ξεραμένο κρέας.

Μετά από λίγο, η Μουαραίν ρώτησε, “Τι έμαθες στην κοινή αίθουσα;” Τα μαχαίρια και τα πιρούνια ακινητοποιήθηκαν μετέωρα στον αέρα και όλα τα βλέμματα στράφηκαν στον Πρόμαχο.

“Λίγα τα ευχάριστα”, απάντησε ο Λαν. “Ο Άβιν είχε δίκιο, τουλάχιστον απ’ ό,τι ακούγεται. Έγινε μια μάχη στην Γκεάλνταν και νικητής ήταν ο Λογκαίν. Κυκλοφορούν καμιά δεκαριά διαφορετικές ιστορίες, αλλά σ’ αυτό συμφωνούν όλες”.

Λογκαίν; Αυτός πρέπει να ήταν ο ψεύτικος Δράκοντας. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ραντ άκουγε το όνομά του. Ο Λαν μιλούσε σχεδόν σαν να τον ήξερε.

“Οι Άες Σεντάι;” ρώτησε χαμηλόφωνα η Μουαραίν και ο Λαν κούνησε το κεφάλι.

“Δεν ξέρω. Μερικοί λένε πως σκοτώθηκαν όλες, μερικοί λένε καμία”. Ξεφύσηξε. “Μερικοί, μάλιστα, λένε πως πήγαν με το μέρος του Λογκαίν. Δεν άκουσα τίποτα αξιόπιστο και δεν ήθελα να δείξω ότι με ενδιαφέρει”.

“Ναι”, είπε η Μουαραίν. “Λίγα τα ευχάριστα”. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έστρεψε πάλι την προσοχή της στο τραπέζι. “Και για τη δική μας περίπτωση;”

“Εδώ τα νέα είναι καλύτερα. Δεν υπάρχουν παράξενα συμβάντα, ούτε ξένοι που ίσως να είναι Μυρντράαλ, οπωσδήποτε όχι Τρόλοκ. Και οι Λευκομανδίτες ασχολούνται με τον Κυβερνήτη Άνταν και προσπαθούν να του δημιουργήσουν πρόβλημα, επειδή δεν συνεργάζεται μαζί τους. Δεν θα μας δώσουν σημασία, αν δεν πάμε γυρεύοντας”.

“Ωραία”, είπε η Μουαραίν. “Αυτά συμφωνούν με όσα μου είπε η βοηθός στο μπάνιο. Το κουτσομπολιό έχει και τα καλά του. Τώρα”, είπε, απευθυνόμενη προς όλη τη συντροφιά, “έχουμε ακόμα ένα μακρύ ταξίδι μπροστά μας, αλλά η τελευταία βδομάδα δεν ήταν και τόσο εύκολη, γι’ αυτό προτείνω να μείνουμε εδώ απόψε και αύριο το βράδυ και να φύγουμε νωρίς το επόμενο πρωί”. Οι νεώτεροι χαμογέλασαν πλατιά· θα έβλεπαν πόλη για πρώτη φορά. Η Μουαραίν χαμογέλασε, αλλά συνέχισε λέγοντας, “Τι έχει να πει γι’ αυτό ο αφέντης Άτρα;”

Ο Λαν κοίταξε ανέκφραστος τα φωτισμένα πρόσωπα. “Εντάξει, αν θυμούνται τι τους είπα, έτσι για αλλαγή”.

Ο Θομ ξεφύσηξε μέσα από τις μουστάκες του. “Χωριατόπαιδα, ξαμολημένα σε... σε πόλη”. Ξεφύσηξε ξανά και κούνησε το κεφάλι.

Με το πλήθος που είχε καταλύσει στο πανδοχείο, περίσσευαν μόνο τρία δωμάτια, ένα για τη Μουαραίν και την Εγκουέν και δύο για τους άνδρες. Ο Ραντ μοιράστηκε το ένα με τον Λαν και τον Θομ.

Ήταν στην πίσω μεριά του τρίτου ορόφου, κοντά στα προεξέχοντα πρόστεγα, με ένα μικρό παράθυρο που έβλεπε στην αυλή του στάβλου. Είχε σκοτεινιάσει και το φως από το πανδοχείο σχημάτιζε έξω λιμνούλες. Το δωμάτιο ήταν μικρό και με το παραπανίσιο κρεβάτι που είχαν βάλει για τον Θομ είχε γίνει ακόμα μικρότερο, παρ’ όλο που και τα τρία ήταν στενά. Και σκληρά, όπως διαπίστωσε ο Ραντ όταν έπεσε στο δικό του. Σίγουρα δεν ήταν το καλύτερο δωμάτιο.

Ο Θομ μπήκε στο δωμάτιο, έβγαλε από τη θήκη το φλάουτο και την άρπα του και έφυγε, προβάροντας ήδη μερικές επιβλητικές πόζες. Ο Λαν πήγε μαζί του.

Ήταν παράξενο, σκέφτηκε ο Ραντ, καθώς άλλαζε θέση στο κρεβάτι δίχως να βολεύεται. Πριν μια βδομάδα θα έτρεχε σαν αστραπή στην κοινή αίθουσα για να δει έναν Βάρδο να δίνει παράσταση, έστω και για ν’ ακούσει φήμες ότι θα δινόταν παράσταση. Αλλά άκουγε τον Θομ να λέει τις ιστορίες του κάθε βράδυ εδώ και μια βδομάδα και ο Θομ θα ήταν εκεί και την επόμενη νύχτα και τη μεθεπόμενη και το καυτό μπάνιο είχε χαλαρώσει τους μύες του, που πίστευε ότι θα ήταν πιασμένοι αιωνίως και το πρώτο ζεστό φαΐ που είχε δοκιμάσει αυτή τη βδομάδα του έφερνε λήθαργο. Αναρωτήθηκε νυσταγμένα, αν ο Λαν, στ’ αλήθεια, ήξερε τον ψεύτικο Δράκοντα, τον Λογκαίν. Από κάτω ακούστηκε μια πνιχτή κραυγή, από τους θαμώνες που καλωσόριζαν την άφιξη του Θομ στην κοινή αίθουσα, αλλά ο Ραντ είχε ήδη αποκοιμηθεί.

Ο πέτρινος διάδρομος ήταν σκοτεινός και γεμάτος σκιές, άδειος, εκτός από τον Ραντ. Δεν διέκρινε από πού ερχόταν το φως, το λιγοστό φως που φαινόταν οι γκρίζοι τοίχοι δεν είχαν ούτε κεριά ούτε λάμπες, τίποτα απολύτως που να εξηγεί την αμυδρή λάμψη, που έμοιαζε έτσι απλά να υπάρχει. Ο αέρας έδινε την αίσθηση υγρασίας και κλεισούρας και κάπου στο βάθος έσταζε νερό με σταθερές, κούφιες πιτσιλιές. Όποιο μέρος κι αν ήταν αυτό, δεν ήταν το πανδοχείο. Έσμιξε τα φρύδια, έτριψε το μέτωπό του. Πανδοχείο; Το κεφάλι του πονούσε, και δυσκολευόταν να συγκρατήσει τις σκέψεις. Υπήρχε κάτι σχετικό με.. πανδοχείο; Ό,τι και να ’ταν είχε χαθεί.

Έγλειψε τα χείλη και ευχήθηκε να είχε κάτι να πιει. Διψούσε φοβερά, το στόμα του είχε ξεραθεί. Αυτό που τον κέντρισε ήταν ο ήχος του νερού. Έχοντας μόνο τη δίψα του για κριτήριο, ξεκίνησε, με κατεύθυνση προς εκείνο το σταθερό πλσνκ-πλονκ-πλονκ.

Ο διάδρομος εκτεινόταν δίχως να διασταυρώνεται με άλλους μικρότερους και δίχως την παραμικρή αλλαγή στην όψη. Τα μόνα χαρακτηριστικά ήταν οι άτεχνα φτιαγμένες πόρτες, σε κανονικά διαστήματα, τοποθετημένες σε αντικριστά ζευγάρια δεξιά κι αριστερά του διαδρόμου, που το ξύλο τους ήταν σχισμένο και ξερό, παρά την υγρασία του αέρα. Οι σκιές που απλωνόταν μπροστά του έμεναν αναλλοίωτες και το νερό που έσταζε δεν ακουγόταν πιο κοντά. Μετά από πολλή ώρα, αποφάσισε να δοκιμάσει μια από τις πόρτες. Η πόρτα άνοιξε εύκολα και ο Ραντ μπήκε σε μια απωθητική αίθουσα με πέτρινους τοίχους.

Σ’ έναν τοίχο υπήρχε μια σειρά από καμάρες, που έβγαζαν σε ένα μπαλκόνι από γκρίζες πέτρες και πιο πέρα φαινόταν ένας ουρανός, που σαν κι αυτόν έβλεπε για πρώτη φορά. Αυλακωμένα σύννεφα, μαύρα και γκρίζα, κόκκινα και πορτοκαλιά, περνούσαν τρέχοντας, σαν να τα έσπρωχναν θυελλώδεις άνεμοι και να τα έμπλεκαν ασταμάτητα. Κανένας δεν θα μπορούσε να έχει δει ποτέ τέτοιο ουρανό· δεν μπορούσε να υπάρχει.

Τράβηξε το βλέμμα από το μπαλκόνι, αλλά η υπόλοιπη αίθουσα δεν ήταν πιο ευχάριστη. Παράξενες καμπύλες και αλλόκοτες γωνίες, σαν να είχε κατασκευαστεί ο θάλαμος με τυχαίο λιώσιμο της πέτρας και κολώνες, που έμοιαζαν να φυτρώνουν από το γκρίζο πάτωμα. Φλόγες ξεπηδούσαν από το τζάκι, σαν φωτιά σιδηρουργείου που τη δυνάμωνε η φυσούνα, αλλά δεν ζέσταιναν. Το τζάκι ήταν φτιαγμένο από παράξενες οβάλ πέτρες· έμοιαζαν με απλές πέτρες, όταν το βλέμμα του ήταν πάνω τους, υγρές, παρά τη φωτιά, αλλά, αντίθετα, όταν τις κοίταζε με την άκρη του ματιού του, έμοιαζαν να είναι πρόσωπα, τα πρόσωπα ανδρών και γυναικών, που σπαρταρούσαν με αγωνία, που ούρλιαζαν σιωπηλά. Οι καρέκλες με τις ψηλές ράχες και το γυαλισμένο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου ήταν απολύτως φυσιολογικά, αλλά αυτό απλώς τόνιζε τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της αίθουσας. Ένας καθρέφτης κρεμόταν μόνος του στον τοίχο, αλλά δεν ήταν καθόλου φυσιολογικός. Όταν τον κοίταξε είδε μόνο μια θολούρα, εκεί που θα έπρεπε να είναι το είδωλό του. Το υπόλοιπο δωμάτιο φαινόταν κανονικό, αυτός όμως όχι.

Ένας άνδρας στεκόταν μπροστά στο τζάκι. Δεν τον είχε προσέξει μπαίνοντας. Αν δεν ήξερε ότι ήταν αδύνατον, θα έλεγε ότι κανένας δεν ήταν εκεί προτού κοιτάξει τον άνδρα. Ήταν ντυμένος με σκούρα καλοραμμένα ρούχα κι έμοιαζε να είναι στην ακμή της ωριμότητάς του και ο Ραντ υπέθεσε πως οι γυναίκες θα τον θεωρούσαν ωραίο.

“Αλλη μια φορά συναντιόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο”, είπε ο άνδρας και, για μια στιγμή μόνο, τα μάτια του έγιναν ανοίγματα σε πελώρια σπήλαια φωτιάς.

Ο Ραντ τσίριξε και το έβαλε στα πόδια, τόσο απότομα που βγήκε στο διάδρομο παραπατώντας και έπεσε στην απέναντι πόρτα, ανοίγοντάς την με τη φόρα του. Στροβιλίστηκε και άρπαξε το χερούλι για να μην πέσει κάτω — και βρέθηκε να κοιτά, με γουρλωμένα μάτια, μια πέτρινη αίθουσα με έναν απίστευτο ουρανό, μέσα από τις καμάρες που έβγαζαν σε ένα μπαλκόνι και ένα τζάκι...

“Δεν μου γλιτώνεις τόσο εύκολα”, είπε ο άνδρας.

Ο Ραντ στριφογύρισε, βγήκε τρεκλίζοντας από το δωμάτιο, προσπάθησε να ξαναβρεί την ισορροπία του δίχως να κόψει ταχύτητα. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε διάδρομος. Πάγωσε, μισοσκυμμένος λίγο πιο πέρα από το γυαλισμένο τραπέζι και κοίταξε τον άνδρα δίπλα στο τζάκι. Ήταν προτιμότερο από το να κοιτά τις πέτρες του τζακιού, ή τον ουρανό.

“Είναι όνειρο”, είπε, καθώς ορθωνόταν. Άκουσε πίσω του το κλικ της πόρτας που έκλεινε. “Κάποιος εφιάλτης”. Έκλεισε τα μάτια, σκέφτηκε ότι ξυπνούσε. Όταν ήταν παιδί, η Σοφία είχε πει ότι αν μπορούσες να το κάνεις αυτό μέσα στον εφιάλτη, θα τελείωνε. Η.. Σοφία; Τι; Μακάρι να μην του ξέφευγαν συνεχώς οι σκέψεις του. Μακάρι να μην τον πονούσε το κεφάλι του, τότε θα μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.

Ξανάνοιξε τα μάτια. Το δωμάτιο ήταν πάλι όπως πριν, το μπαλκόνι, ο ουρανός. Ο άνδρας πλάι στο τζάκι.

“Είναι όνειρο;” είπε ο άνδρας. “Έχει σημασία;” Αλλη μια φορά, για μια στιγμή, το στόμα και τα μάτια του έγιναν παραθυράκια σε ένα καμίνι που έμοιαζε να εκτείνεται ως το άπειρο. Η φωνή του δεν άλλαξε· δεν φάνηκε να προσέχει τι είχε συμβεί.

Ο Ραντ τινάχτηκε, λίγο αυτή τη φορά, αλλά κατάφερε να μην τσιρίξει. Είναι όνειρο. Πρέπει να είναι όνειρο. Πάντως οπισθοχώρησε, έφτασε ως την πόρτα χωρίς να παίρνει το βλέμμα από τον άνδρα στο τζάκι και δοκίμασε το χερούλι. Αυτό δεν κουνήθηκε· η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

“Φαίνεσαι διψασμένος”, είπε ο άνδρας στο τζάκι. “Πιες”.

Στο τραπέζι υπήρχε ένα χρυσό κύπελλο που άστραφτε, στολισμένο με ρουμπίνια και αμέθυστους. Προηγουμένως δεν ήταν εκεί. Ο Ραντ ευχήθηκε να σταματούσε να τινάζεται συνεχώς. Ήταν μόνο ένα όνειρο. Το στόμα του το ένιωθε κατάξερο.

“Διψάω, λιγάκι”, είπε, παίρνοντας το κύπελλο. Ο άνδρας έγειρε μπροστά, με το χέρι στη ράχη μιας καρέκλας, παρακολουθώντας τον με προσοχή. Η μυρωδιά του κρασιού με τα καρυκεύματα έκανε τον Ραντ να καταλάβει πόσο πολύ διψούσε, σαν να είχε μέρες να πιει. Έτσι είναι;

Σταμάτησε, λίγο πριν το κύπελλο φτάσει στο στόμα του. Τολύπες καπνού υψώνονταν από τη ράχη της καρέκλας, ανάμεσα από τα δάχτυλα του άνδρα. Κι αυτά τα μάτια τον κοίταζαν με τόση ένταση, φανερώνοντας και κρύβοντας γοργά τις φλόγες.

Ο Ραντ έγλειψε τα χείλη και ακούμπησε το κρασί στο τραπέζι, αδοκίμαστο. “Δεν διψάω όσο νόμιζα”. Ο άνδρας ορθώθηκε απότομα, με πρόσωπο ανέκφραστο. Η απογοήτευσή του δεν θα ήταν πιο φανερή, ακόμα κι αν έβριζε. Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι είχε μέσα το κρασί. Αλλά, φυσικά, η ερώτηση ήταν ανόητη. Όλα αυτά ήταν όνειρο. Τότε γιατί δεν τελειώνει; “Τι θέλεις;” ζήτησε να μάθει. “Ποιος είσαι;”

Φλόγες υψώθηκαν από τα μάτια και το στόμα του άνδρα· ο Ραντ φαντάστηκε πως άκουγε το μουγκρητό τους. “Μερικοί με αποκαλούν Μπα’άλζαμον”.

Ο Ραντ έτρεξε αμέσως στην πόρτα, τράνταξε με μανία το χερούλι. Κάθε σκέψη περί ονείρου είχε χαθεί. Ο Σκοτεινός. Το χερούλι δεν υποχωρούσε, αλλά αυτός συνέχισε να το στρίβει.

“Είσαι εκείνος;” είπε ξαφνικά ο Μπα’άλζαμον. “Δεν μπορείς να μου το κρύβεις για πάντα. Δεν μπορείς να κρύψεις τον εαυτό σου από μένα, ούτε στο ψηλότερο βουνό, ούτε στη βαθύτερη σπηλιά. Σε ξέρω, ως τα μύχια του είναι σου”.

Ο Ραντ γύρισε για να αντικρίσει τον άνδρα — να αντικρίσει τον Μπα’άλζαμον. Ξεροκατάπιε. Ήταν εφιάλτης. Άπλωσε το χέρι για να τραβήξει μια τελευταία φορά το χερούλι, έπειτα όρθωσε το κορμί του.

“Περιμένεις να βρεις δόξα;” είπε ο Μπα’άλζαμον. “Εξουσία; Σου είπαν ότι ο Οφθαλμός του Κόσμου θα σε υπηρετούσε; Τι δόξα και τι εξουσία έχει η μαριονέτα; Τα νήματα που σε κινούν υφαίνονται αιώνες τώρα. Ο πατέρας σου επελέγη από τον Λευκό Πύργο, σαν επιβήτορας που τον έδεσαν και τον πήγαν να κάνει τη δουλειά του. Η μητέρα σου δεν ήταν παρά μια φοράδα, που γέννησε για τα σχέδιά τους. Κι αυτά τα σχέδια οδηγούν στο θάνατό σου”.

Τα χέρια του Ραντ έσφιξαν κι έγιναν γροθιές. “Ο πατέρας μου είναι καλός άνθρωπος, το ίδιο ήταν και η μητέρα μου. Μην μιλάς γι’ αυτούς!”

Οι φλόγες γέλασαν. “Έχεις λοιπόν λίγο σθένος μέσα σου. Μπορεί να είσαι εκείνος. Μα αυτό δεν θα σε ωφελήσει. Η Έδρα της Άμερλιν θα σε χρησιμοποιήσει, ώσπου να καείς, όπως ακριβώς χρησιμοποιήθηκαν ο Ντάβιαν και ο Γιούριαν Στόουνμποου και ο Γκουαίρ Αμαλάσαν και ο Ραολίν Ντάρκσμπεην. Όπως χρησιμοποιείται ο Λογκαίν. Θα σε χρησιμοποιήσουν, μέχρι να μην μείνει τίποτα από σένα”.

“Δεν ξέρω...” Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Εκείνη η μοναχική στιγμή, που γεννήθηκε από το θυμό και του επέτρεψε να δει καθαρά, είχε περάσει. Προσπάθησε να την ξαναβρεί, παρ’ όλο που δεν θυμόταν πώς την είχε βρει την πρώτη φορά. Οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες. Έπιασε μια, σαν σχεδία σε ρουφήχτρα. Πρόφερε τις λέξεις με κόπο και η φωνή του δυνάμωσε όσο μιλούσε. “Είσαι... αιχμαλωτισμένος... στο Σάγιολ Γκουλ. Εσύ και όλοι οι Αποδιωγμένοι... σας αιχμαλώτισε ο Δημιουργός, ως το τέλος του άπειρου χρόνου!”

“Το τέλος του χρόνου;” τον κορόιδεψε ο Μπα’άλζαμον. “Ζεις σαν σκαθάρι κάτω από μια πέτρα και νομίζεις ότι η γλίτσα σου είναι το σύμπαν. Ο θάνατος του χρόνου θα μου δώσει δύναμη, τέτοια που ούτε στα όνειρα σου έχεις δει, σκουλήκι”.

“Είσαι αιχμαλωτισμένος—”

“Ανόητε, δεν με αιχμαλώτισαν ποτέ!” Οι φωτιές του προσώπου του μούγκρισαν, με τόση κάψα που ο Ραντ έκανε ένα βήμα πίσω, σηκώνοντας τα χέρια για να προστατευτεί. Η ζέστη στέγνωσε τον ιδρώτα στις παλάμες του. “Στάθηκα στον ώμο του Λουζ Θέριν Τέλαμον, όταν έκανε την πράξη που του έδωσε το όνομά του. Εγώ του είπα να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του και όσους ήταν αίμα του και όσους ζωντανούς αγαπούσε, ή τον αγαπούσαν. Εγώ του χάρισα μια στιγμή λογικής, για να καταλάβει τι είχε κάνει. Άκουσες ποτέ ψυχή ανθρώπου να ουρλιάζει, σκουλήκι; Μπορούσε τότε να με χτυπήσει. Δεν θα νικούσε, μα μπορούσε να προσπαθήσει. Αντίθετα, κάλεσε την πολύτιμη, τη Μία Δύναμή του, εναντίον του εαυτού του, τόσο που η γη άνοιξε και από μέσα πετάχτηκε το Όρος του Δράκοντα για να δείχνει τον τάφο του.

“Χίλια χρόνια μετά έστειλα τους Τρόλοκ να σπαράξουν το νότο και για τρεις αιώνες ρήμαζαν τον κόσμο. Αυτές οι τυφλές κι ανόητες της Ταρ Βάλον είπαν ότι στο τέλος νικήθηκα, μα το Δεύτερο Σύμφωνο, το Σύμφωνο των Δέκα Εθνών, τσακίστηκε και δεν ξαναγινόταν και ποιος έμεινε τότε να μου αντισταθεί; Μίλησα ψιθυριστά στο αυτί του Αρτουρ του Γερακόφτερου και στα πέρατα της γης πέθαναν Άες Σεντάι. Ψιθύρισα ξανά και ο Υψηλός Βασιλιάς έστειλε τα στρατεύματά του να περάσουν τον Ωκεανό Αρυθ, να περάσουν τη Θάλασσα του Κόσμου κι έτσι σφράγισε δύο ολέθρους. Τον όλεθρο που βρήκε το όνειρο του για μια γη και έναν λαό και έναν άλλο όλεθρο, που δεν έχει έρθει ακόμα. Ήμουν στο νεκροκρέβατό του, όταν του είπαν οι σύμβουλοί του ότι μόνο οι Άες Σεντάι μπορούσαν να του σώσουν τη ζωή. Μίλησα, και διέταξε να ρίξουν τους συμβούλους του στην πυρά Μίλησα, και τα τελευταία λόγια του Υψηλού Βασιλιά ήταν ότι έπρεπε να καταστραφεί η Ταρ Βάλον.

“Όταν δεν άντεξαν να σταθούν μπροστά μου τέτοιοι άνθρωποι, τι μπορείς να κάνεις εσύ, ένα βατραχάκι, σκυμμένο δίπλα σε μια λασπολακούβα του δάσους; Θα με υπηρετήσεις, ή θα χορεύεις στα νήματα των Άες Σεντάι μέχρι να πεθάνεις. Και μετά θα είσαι δικός μου. Οι νεκροί μου ανήκουν!”

“Όχι”, μουρμούρισε ο Ραντ, “όλα αυτά είναι ένα όνειρο. Ένα όνειρο!”

“Νομίζεις πως στα όνειρα σου είσαι ασφαλής; Κοίτα!” πρόσταξε ο Μπα’άλζαμον και το κεφάλι του Ραντ γύρισε μόνο του, χωρίς να το γυρίζει ο ίδιος· δεν ήθελε να δει.

Το κύπελλο είχε χαθεί από το τραπέζι. Στη θέση του καθόταν ένας μεγάλος αρουραίος, που ανοιγόκλεινε τα μάτια στο φως και μυριζόταν τον αέρα επιφυλακτικά. Ο Μπα’άλζαμον λύγισε το δάχτυλο του και ο αρουραίος στρίγκλισε και κύρτωσε την πλάτη, με τα μπροστινά του πόδια να υψώνονται στον αέρα, ενώ ισορροπούσε αδέξια στα πίσω. Το δάχτυλο λύγισε κι άλλο κι ο αρουραίος αναποδογύρισε με μανιασμένες κινήσεις, τινάζοντας τα πόδια προς το τίποτα, τσιρίζοντας με στριγκή φωνή, ενώ η ράχη του κύρτωνε, κύρτωνε συνεχώς. Ακούστηκε ένας οξύς κρότος, σαν κλαράκι που σπάει και ο αρουραίος ρίγησε βίαια και έμεινε ασάλευτος, διπλωμένος σχεδόν στα δύο.

Ο Ραντ ξεροκατάπιε. “Στα όνειρα μπορούν να συμβούν τα πάντα”, μουρμούρισε. Δίχως να κοιτάξει, χτύπησε πάλι την πόρτα με τη γροθιά. Το χέρι του πόνεσε, αλλά δεν ξύπνησε.

“Πήγαινε τότε στις Άες Σεντάι. Πήγαινε στο Λευκό Πύργο και πες τους. Πες στην Έδρα της Αμερλιν γι’ αυτό το... όνειρο”. Ο άνδρας γέλασε· ο Ραντ ένιωσε στο πρόσωπό του τη θερμότητα από τις φλόγες. “Είναι ένας τρόπος για να γλιτώσεις απ’ αυτές. Έτσι δεν θα σε χρησιμοποιήσουν, αφού θα μάθουν αυτό που ξέρω. Αλλά θα σε αφήσουν να ζήσεις, για να διαδίδεις ιστορίες γι’ αυτά που κάνουν; Είσαι τόσο ανόητος που θα πίστευες κάτι τέτοιο; Οι στάχτες πολλών ομοίων σου είναι σκορπισμένες στο Όρος του Δράκοντα”.

“Είναι όνειρο”, είπε λαχανιασμένος ο Ραντ. “Είναι όνειρο και θα ξυπνήσω”.

“Θα ξυπνήσεις;” Ο Ραντ είδε με την άκρη του ματιού το δάχτυλο του άλλου να τον σημαδεύει. “Θα ξυπνήσεις, άραγε;” Το δάχτυλο λύγισε και ο Ραντ ούρλιαξε, καθώς το σώμα του κύρτωνε προς τα πίσω και όλοι οι μύες του τον πίεζαν κι άλλο. “Θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά;”

Ο Ραντ πετάχτηκε σπασμωδικά στο σκοτάδι, με τα χέρια του να σφίγγουν κάτι. Μια κουβέρτα. Από το παράθυρο έπεφτε η αχνή λάμψη του φεγγαριού. Στα άλλα δύο κρεβάτια υπήρχαν σκιερές μορφές. Ένα ροχαλητό ακούστηκε από τη μία, σαν μουσαμάς που σχιζόταν: ο Θομ Μέριλιν. Μερικά κάρβουνα έλαμπαν ανάμεσα στις στάχτες του τζακιού.

Ήταν όνειρο, λοιπόν, σαν εκείνον τον εφιάλτη στο Πανδοχείο της Οινοπηγής τη μέρα του Μπελ Τάιν. Ήταν όλα όσα είχε ακούσει και όσα είχε κάνει, ανακατεμένα με παλιές ιστορίες και χαζομάρες από το πουθενά. Τράβηξε την κουβέρτα στους ώμους του, αλλά αυτό που τον έκανε να τρέμει δεν ήταν το κρύο. Τον πονούσε και το κεφάλι του. Ίσως η Μουαραίν μπορούσε να κάνει κάτι για να σταματήσει αυτά τα όνειρα. Είπε ότι μπορούσε να βοηθήσει όποιον είχε εφιάλτες.

Ξεφύσηξε και ξάπλωσε. Άραγε, τα όνειρα ήταν τόσο άσχημα, που έπρεπε να ζητήσει τη βοήθεια μιας Άες Σεντάι; Από την άλλη μεριά, τι το χειρότερο μπορούσε να κάνει; Είχε αφήσει τους Δύο Ποταμούς, είχε φύγει μαζί με μια Άες Σεντάι. Αλλά τότε δεν είχε επιλογή, φυσικά. Είχε λοιπόν τώρα άλλη διέξοδο παρά να την εμπιστευτεί; Μια Άες Σεντάι; Αυτές οι σκέψεις ήταν χειρότερες κι από το όνειρο. Κουκουλώθηκε με την κουβέρτα, προσπάθησε να βρει τη γαλήνη του κενού, όπως του είχε μάθει ο Ταμ, αλλά ο ύπνος άργησε να έρθει.

Загрузка...