Ο Ραντ στριφογύρισε και γονάτισε πλάι στη θέση του οδηγού. Δεν κρατήθηκε και γέλασε με ανακούφιση. “Τα καταφέραμε, Ματ! Στο είπα ότι θα τα...”
Οι λέξεις έσβησαν στο στόμα του, όταν η ματιά του έπεσε στο Κάεμλυν. Μετά το Μπάερλον, ακόμα πιο πολύ μετά τα ερείπια της Σαντάρ Λογκόθ, πίστευε πως ήξερε τι όψη θα είχε μια σπουδαία πόλη, αλλά αυτό.. αυτό δεν το χωρούσε ο νους του.
Έξω από το μεγάλο τείχος, συνωθούνταν κτίρια, σαν να είχε μαζέψει κάποιος όλα τα χωριά που είχαν περάσει ως εδώ και τα είχε ακουμπήσει δίπλα-δίπλα, κολλητά μεταξύ τους. Οι ψηλότεροι όροφοι των πανδοχείων έσκυβαν πάνω από κεραμιδένιες στέγες σπιτιών και κοντόχοντρες αποθήκες, πλατιές, δίχως παράθυρα, στριμώχνονταν δίπλα τους. Κόκκινα τούβλα και γκρίζες πέτρες και άσπρος γύψος, ανάκατα κι ανάμικτα, απλώνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Το Μπάερλον θα χανόταν εκεί χωρίς ν’ αφήσει ίχνος και η Ασπρογέφυρα θα βούλιαζε είκοσι φορές, δίχως να κάνει ούτε κύμα.
Και το τείχος καθ’ αυτό. Το απόκρημνο τείχος, ύψους είκοσι μέτρων, με ασημένιες και λευκές πινελιές, απλωνόταν, διαγράφοντας ένα μεγάλο κύκλο, καμπυλώνοντας προς το βορρά και το νότο και ο Ραντ αναρωτήθηκε μέχρι πού έφτανε. Σ’ όλο του το μήκος υψωνόταν στρογγυλοί πύργοι, που πρόβαλλαν πάνω από το ίδιο το τείχος και στην κορυφή του καθενός κόκκινα και λευκά λάβαρα πετάριζαν στον μέρα. Από μέσα από το τείχος κρυφοκοίταζαν άλλοι πύργοι, λεπτοί πύργοι, ακόμα πιο ψηλοί από τους εξωτερικούς. Και θόλοι άστραφταν λευκοί και χρυσαφένιοι στον ήλιο. Χίλιες ιστορίες είχαν ζωγραφίσει πόλεις στο νου του, μεγάλες πόλεις βασιλιάδων και βασιλισσών, με θρόνους και δυνάμεις και θρύλους και το Κάεμλυν ταίριαξε σ’ αυτές τις εικόνες βαθιά στο νου του, όπως το νερό ταιριάζει στην κανάτα.
Το κάρο έτριξε, προχωρώντας στο φαρδύ δρόμο προς την πόλη, προς τις πύλες που τις πλαισίωναν πύργοι. Από κείνες τις πύλες έβγαιναν οι άμαξες ενός καραβανιού εμπόρων, κάτω από μια πέτρινη καμάρα που χωρούσε να περάσει γίγαντας, ή δέκα γίγαντες δίπλα-δίπλα. Στις δύο πλευρές του δρόμου υπήρχαν μαγαζιά δίχως τοίχους, με κόκκινες και μοβ κεραμιδοσκεπές που άστραφταν, με μαντριά και χωρίσματα για ζώα ανάμεσά τους. Τα μοσχαράκια μουγκάνιζαν, τα βόδια βοούσαν, οι χήνες ρέκαζαν, οι κότες κακάριζαν, οι κατσίκες βληχούσαν, τα πρόβατα βέλαζαν και οι άνθρωποι παζάρευαν με αγριοφωνάρες. Ένας τοίχος από θόρυβο έπεσε πάνω τους μετά τις πύλες του Κάεμλυν.
“Τι σας έλεγα;” Ο Μπουντ έπρεπε να φωνάζει δυνατά για να ακούγεται. “Η πιο λαμπρή πόλη στον κόσμο. Την έφτιαξαν Ογκιρανοί, ξέρετε. Δηλαδή έφτιαξαν την Έσω Πόλη και το Παλάτι. Τόσο παλιό είναι το Κάεμλυν. Το Κάεμλυν, όπου η καλή μας Βασίλισσα Μοργκέις, που το Φως να τη φωτίζει, κάνει τους νόμους και κρατά την ειρήνη για το Άντορ. Η πιο λαμπρή πόλη στον κόσμο”.
Ο Ραντ θα συμφωνούσε. Έχασκε με το στόμα ανοιχτό και ήθελε να κρύψει με τα χέρια τα αυτιά του για να μην ακούει το πανδαιμόνιο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος ανθρώπους, που συνωστιζόταν, όπως γινόταν με το Μπελ Τάιν στο Λιβάδι, στο Πεδίο του Έμοντ. Θυμήθηκε, που κάποτε σκεφτόταν πως ήταν απίστευτο το πλήθος στο Μπάερλον και, παραλίγο, θα έβαζε τα γέλια. Κοίταξε τον Ματ και χαμογέλασε. Ο Ματ είχε κρύψει τα αυτιά με τα χέρια του και οι ώμοι του ήταν καμπουριασμένοι, σαν να ήθελε να βάλει κι αυτούς από πάνω.
“Πώς θα κρυφτούμε εδώ πέρα;” ζήτησε να μάθει, όταν είδε ότι ο Ραντ τον κοίταζε. “Πώς να βρούμε ποιον να εμπιστευτούμε ανάμεσα σε τόσο κόσμο; Τόσος κόσμος, που να πάρει. Φως μου, τι φασαρία!”
Ο Ραντ κοίταξε τον Μπουντ πριν απαντήσα. Ο αγρότης χάζευε την πόλη. Μέσα στον ορυμαγδό, ίσως να μην είχε ακούσει. Πάντως ο Ραντ μίλησε στο αυτί του Ματ. “Πώς θα μας βρουν σε τόσο κόσμο; Δεν καταλαβαίνεις, κοκορόμυαλε; Θα είμαστε ασφαλείς, αν βάλεις ποτέ χαλινάρι στη γλώσσα σου, που να πάρει!” Έδειξε με το χέρι του τα πάντα γύρω τους, τα μαγαζιά, τα τείχη της πόλης μπροστά τους. “Δες, Ματ! Τα πάντα μπορούν να συμβούν εδώ. Τα πάντα! Μπορεί να βρούμε ακόμα και τη Μουαραίν να μας περιμένει και την Εγκουέν, και τους άλλους”.
“Αν ζουν. Αν θες τη γνώμη μου, όλοι είναι πεθαμένοι, σαν τον Βάρδο”.
Το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπο του Ραντ και τα μάτια του στράφηκαν στις πύλες που πλησίαζαν. Τα πάντα μπορούσαν να συμβούν σε μια πόλη σαν το Κάεμλυν. Κράτησε πεισματικά αυτή τη σκέψη στο νου του.
Το άλογο δεν μπορούσε να προχωρήσει πιο γρήγορα, όσο και να τίναζε τα γκέμια ο Μπουντ· όσο πλησίαζαν στις πύλες το πλήθος πύκνωνε, οι άνθρωποι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον, στριμώχνονταν στα κάρα και τις άμαξες που πήγαιναν μέσα. Ο Ραντ χάρηκε, βλέποντας πως πολλοί ήταν νεαροί, πεζοί, γεμάτοι σκόνες, δίχως πολλά μπαγκάζια. Όποια κι αν ήταν η ηλικία τους, πολλοί από το πλήθος έδειχναν ότι είχαν ταξιδέψει αρκετά· τα κάρα ήταν ξεχαρβαλωμένα, τα άλογα κατάκοπα, τα ρούχα τσαλακωμένα από πολλές νύχτες ύπνου στην ύπαιθρο, τα μάπα κουρασμένα. Αυτά τα μάτια όμως, είτε ήταν κουρασμένα είτε όχι, ήταν καρφωμένα στις πύλες, λες και θα χανόταν η κούραση μόλις περνούσαν τα τείχη.
Πεντ’ έξι Φρουροί της Βασίλισσας στέκονταν στις πύλες. Οι Κοντοί κόκκινοι-και-λευκοί χιτώνες, με τις στιλβωμένες αρματωσιές από ελάσματα και αλισυδωτό πλέγμα, έκαναν έντονη αντίθεση με τον κόσμο που χυνόταν από την πέτρινη καμάρα. Με πλάτες ίσιες Ναι τα κεφάλια ψηλά, κοίταζαν τους νεοφερμένους με απέχθεια και επιφυλακτικότητα. Ήταν φανερό ότι θα προτιμούσαν να διώχνουν τους περισσότερους απ’ αυτούς που έμπαιναν. Δεν εμπόδιζαν κανέναν όμως, απλώς κρατούσαν ανοιχτό το δρόμο για όσους έβγαιναν από την πόλη και έβαζαν τις φωνές σε όσους βιάζονταν πολύ.
“Μείνετε στις θέσεις σας. Μην σπρώχνετε. Μην σπρώχνετε, που να σας τυφλώσει το Φως! Όλοι χωράνε, το Φως να μας βοηθά. Μείνετε στις θέσεις σας”.
Το κάρο του Μπουντ πέρασε τις πύλες με την αργή παλίρροια του πλήθους και μπήκε στο Κάεμλυν.
Η πύλη υψωνόταν σε χαμηλούς λόφους, σαν σε σκαλιά που ανέβαιναν προς το κέντρο. Άλλο ένα τείχος περικύκλωνε αυτό το κέντρο, αστραφτερό και κατάλευκο, περνώντας πάνω από τους λόφους. Μέσα του υπήρχαν κι άλλοι πύργοι και θόλοι, λευκοί και χρυσοί και πορφυροί και, έτσι ψηλά που στέκονταν στους λόφους, έμοιαζαν να κοιτάζουν αφ’ υψηλού όλο το Κάεμλυν. Ο Ραντ σκέφτηκε πως αυτή θα πρέπει να ήταν η Έσω Πόλη που έλεγε ο Μπουντ.
Ο Δρόμος του Κάεμλυν άλλαξε μόλις μπήκαν στην πόλη κι έγινε μία πλατιά λεωφόρος, που τη χώριζαν στη μέση πλατιές λωρίδες από χλόη και δέντρα Η χλόη είχε ένα καφετί χρώμα και τα κλαριά των δέντρων ήταν γυμνά, αλλά οι άνθρωποι προχωρούσαν, σαν να μην έβλεπαν τίποτα ασυνήθιστο, γελούσαν, μιλούσαν, τσακώνονταν, έκαναν ό,τι κάνουν οι άνθρωποι. Σαν να μην είχαν ιδέα ότι φέτος δεν είχε έρθει άνοιξη και ίσως να μην ερχόταν καθόλου. Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι δεν έβλεπαν, είτε επειδή δεν μπορούσαν, είτε επειδή δεν ήθελαν. Δεν κοίταζαν τα άφυλλα κλαριά και περπατούσαν στη μαραμένη χλόη δίχως να κοιτάζουν κάτω. Ό,τι δεν έβλεπαν, μπορούσαν να το αγνοήσουν ό,τι δεν έβλεπαν, δεν υπήρχε.
Ο Ραντ, χάσκοντας μπροστά στην πόλη και τους ανθρώπους, ξαφνιάστηκε, όταν το κάρο έστριψε σε ένα πλαϊνό δρομάκι, στενότερο από τη λεωφόρο, που όμως ήταν διπλό στο φάρδος από όλους τους δρόμους στο Πεδίο του Έμοντ. Ο Μπουντ σταμάτησε το άλογο και γύρισε να τους κοιτάξει διστακτικά. Εδώ η κυκλοφορία ήταν κάπως πιο αραιή· οι άνθρωποι περνούσαν γύρω από το κάρο δίχως να βραδύνουν το βήμα.
“Τι κρύβεις κάτω από το μανδύα σου, είναι στ’ αλήθεια αυτό που λέει ο Χόλντγουιν;”
Ο Ραντ ετοιμαζόταν να ρίξει τα σακίδια στον ώμο του. Δεν βλεφάρισε καν. “Τι θες να πεις;” Κι η φωνή του ήταν σταθερή. Ένιωσε ξινίλα στο στομάχι, αλλά η φωνή του ήταν σταθερή.
Ο Ματ έπνιξε το χασμουρητό του με το ένα χέρι, όμως το άλλο χώθηκε στο παλτό του ―ο Ραντ ήξερε πως έσφιγγε το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ― και τα μάτια του κάτω από το κασκόλ είχαν ένα τραχύ, κυνηγημένο βλέμμα. Ο Μπουντ απέφυγε να κοιτάξει τον Ματ, σαν να ήξερε πως το κρυμμένο χέρι κρατούσε όπλο.
“Δεν εννοώ τίποτα. Κοίτα, τώρα, αφού άκουσες ότι ερχόμουν στο Κάεμλυν, ήσουν εκεί αρκετή ώρα και άκουσες και τα υπόλοιπα. Αν ήθελα την αμοιβή, θα έβρισκα μια αφορμή να μπω στη Χήνα και το Στέμμα, να μιλήσω στον Χόλντγουιν. Αλλά δεν μου αρέσει ο Χόλντγουιν και δεν μου αρέσει ο φίλος του, καθόλου μα καθόλου. Μου φαίνεται ότι πιο πολύ ψάχνει για σας παρά για... παρά για κάτι άλλο”.
“Δεν ξέρω τι θέλει”, είπε ο Ραντ. “Δεν τον έχουμε ξαναδεί”. Μπορεί να ήταν αλήθεια· δεν ξεχώριζε τον έναν Ξέθωρο από τον άλλον.
“Μάλιστα Το λοιπόν, όπως είπα, εγώ δεν ξέρω τίποτα και δεν θέλω να μάθω. Από μπελάδες στον κόσμο άλλο τίποτα, δεν χρειάζεται να ψάξω από πάνω”.
Ο Ματ αργούσε να μαζέψει τα πράγματά του και, μέχρι να κατέβει από το κάρο ο Ραντ, είχε βγει στο δρόμο. Ο Ραντ τον περίμενε ανυπόμονα. Ο Ματ ήρθε με άκαμπτες κινήσεις από το κάρο, με το τόξο και τη φαρέτρα και την κουβέρτα στην αγκαλιά του, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του. Κάτω από τα μάτια του υπήρχαν βαριές σκιές.
Το στομάχι του Ραντ γουργούρισε, και το πρόσωπό του μόρφασε. Με την πείνα που ένιωθε και τους ξινούς σπασμούς στα σπλάχνα του, φοβήθηκε πως θα έκανε εμετό. Ο Ματ τον κοίταζε με προσμονή. Προς τα πού πάμε; Τι κάνουμε τώρα;
Ο Μπουντ έγειρε και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ο Ραντ πήγε ελπίζοντας να ακούσει συμβουλές για το Κάεμλυν.
“Εγώ θα το έκρυβα...” Ο γέρος αγρότης κοντοστάθηκε και κοίταξε γύρω του επιφυλακτικά. Άνθρωποι περνούσαν δεξιά κι αριστερά από το κάρο, αλλά, με εξαίρεση κάποιες βρισιές, επειδή έκλεινε το δρόμο, κανένας δεν έδινε σημασία. “Μην το φοράς”, είπε, “κρύψε το, πούλα το. Χάρισέ το. Αυτή είναι η συμβουλή μου. Αυτό το πράγμα τραβά τα βλέμματα και μου φαίνεται πως δεν το θέλεις”.
Ίσιωσε το κορμί, έκανε έναν ξερό κρότο με τη γλώσσα για να ξεκινήσει το άλογό του και συνέχισε στο γεμάτο κόσμο δρόμο δίχως άλλη λέξη, δίχως να ρίξει μια ματιά πίσω. Ένα κάρο γεμάτο βαρέλια κύλησε προς το μέρος τους με δυνατές κλαγγές. Ο Ραντ πήδηξε για να το αποφύγει και, όταν ξανακοίταξε, ο Μπουντ και το κάρο του δεν φαίνονταν πια.
“Τι κάνουμε τώρα;” ζήτησε να μάθει ο Ματ. Έγλειψε τα χείλη, κοίταξε με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά τον κόσμο που συνωθούνταν γύρω τους και τα κτίρια που ορθώνονταν, φτάνοντας ακόμα και σε ύψος πέντε ορόφων πάνω από το έδαφος. “Είμαστε στο Κάεμλυν, μα τι κάνουμε;” Λεν σκέπαζε πια τα αυτιά του, αλλά τα χέρια του συσπώνταν, σαν να ήθελε να τα ξανασκεπάσει. Μια βοή σκέπαζε την πόλη, ο χαμηλός, σταθερός βόμβος εκατοντάδων ανθρώπων που δούλευαν, χιλιάδων ανθρώπων που μιλούσαν. Ο Ραντ ένιωθε σαν να ήταν μέσα σε μια γιγαντιαία κυψέλη, που βούιζε συνεχώς. “Ακόμα κι αν είναι εδώ, Ραντ, πώς θα μπορέσομε να τους βρούμε μέσα σ’ όλα αυτά;”
“Η Μουαραίν θα μας βρει”, είπε ο Ραντ αργά. Η απεραντοσύνη της πόλης ήταν ένα βάρος στους ώμους του· ήθελε να ξεφύγα, να κρυφτεί από τους ανθρώπους και το θόρυβο. Παρά τα μαθήματα του Ταμ, του ξέφευγε το κενό και το βλέμμα του τραβούσε εκεί την πόλη. Αντίθετα, συγκεντρώθηκε σ’ ό,τι υπήρχε γύρω του, αγνόησε ό,τι βρισκόταν παραπέρα. Αν κοίταζε μόνο το δρόμο, του θύμιζε το Μπάερλον. Το Μπάερλον, το τελευταίο μέρος που πίστευαν όλοι πως ήταν ασφαλείς. Κανένας πια δεν είναι ασφαλής. Μπορεί να πέθαναν όλοι. Τι θα κάνεις τότε;
“Ζουν! Η Εγκουέν ζει!” είπε άγρια. Αρκετοί περαστικοί τον κοίταξαν παράξενα.
“Μπορεί”, είπε ο Ματ. “Μπορεί. Κι αν δεν μας βρει η Μουαραίν; Αν δεν μας βρει κανείς, εκτός από τον... τον...” Ανατρίχιασε, μην μπορώντας να το πει.
“Θα το σκεφτούμε όταν συμβεί”, είπε σταθερά στον Ματ. “Αν συμβεί”. Η χειρότερη περίπτωση θα ήταν να αναζητήσουν την Ελάιντα, την Άες Σεντάι στο Παλάτι. Ακόμα και η Ταρ Βάλον θα ήταν προτιμότερη. Δεν ήξερε αν ο Ματ θυμόταν αυτό που είχε πει ο Θομ για το Κόκκινο Άτζα —και το Μαύρο― αλλά ο ίδιος δεν το είχε βγάλει από το μυαλό του. Το στομάχι του πάλι τον σούβλισε, “Ο Θομ είπε να βρούμε ένα πανδοχείο που λέγεται Η Ευλογία της Βασίλισσας. Θα πάμε πρώτα εκεί”.
“Πώς; Δεν έχουμε λεφτά ούτε για ένα πιάτο φαΐ”.
“Τουλάχιστον είναι μια αρχή. Ο Θομ πίστευε πως εκεί θα βρούμε βοήθεια”.
“Δεν μπορώ να... Ραντ, είναι παντού”. Ο Ματ χαμήλωσε το βλέμμα στις πλάκες του δρόμου κι έδειξε σαν να προσπαθούσε να ζαρώσει, να ξεφύγει από τους ανθρώπους που ήταν ολόγυρά του. “Όπου κι αν πηγαίνουμε, εκείνοι είναι στο κατόπι μας, ή μας περιμένουν. Θα είναι και στην Ευλογία της Βασίλισσας. Δεν μπορώ.. Δεν... Τίποτα δεν σταματά τους Ξέθωρους”.
Ο Ραντ άρπαξε τον Ματ από το γιακά, προσπαθώντας να μην τρέμει το χέρι του. Χρειαζόταν τον Ματ. Μπορεί οι άλλοι να ήταν ζωντανοί —Φως μου, σε παρακαλώ!- αλλά εδώ, τώρα, υπήρχαν μόνο αυτός και ο Ματ. Η σκέψη πως θα συνέχιζε μόνος του... Ξεροκατάπιε, γεύτηκε χολή.
Έριξε μια γρήγορη ματιά ολόγυρά του. Κανένας δεν φαινόταν να έχει ακούσει τον Ματ, που είχε μιλήσει για Ξέθωρους· οι άνθρωποι προσπερνούσαν, απορροφημένοι στους δικούς τους μπελάδες. Πλησίασε το πρόσωπό του στο πρόσωπο του Ματ. “Δεν φτάσαμε ως εδώ;” Ρώτησε, ψιθυρίζοντας βραχνά. “Ακόμα δεν μας έπιασαν. Μπορούμε να φτάσουμε ως το τέλος, αν δεν τα παρατήσουμε. Δεν θα σηκώσω τα χέρια να τους περιμένω, σαν πρόβατο για σφάξιμο. Δεν τα παρατάω! Λοιπόν; Θα κάτσεις εδώ μέχρι να πεθάνεις από την πείνα; Ή μέχρι να έρθουν μ’ ένα τσουβάλι για να σε αρπάξουν;”
Άφησε τον Ματ και απομακρύνθηκε. Τα νύχια του ήταν χωμένα στις παλάμες του, αλλά τα χέρια του ακόμα έτρεμαν. Σαφνικά, ο Ματ βρέθηκε να περπατά στο πλάι του, με το βλέμμα ακόμα χαμηλωμένο και ο Ραντ άφησε την ανάσα του να βγει αργά.
“Συγνώμη, Ραντ”, μουρμούρισε ο Ματ.
“Ξέχνα το”, είπε ο Ραντ.
Ο Ματ μόλις που σήκωνε τα μάτια, όσο για να μην πέφτει πάνω στον κόσμο, ενώ τα λόγια ξεχείλιζαν από μέσα του με άψυχη φωνή. “Όλο σκέφτομαι ότι δεν θα ξαναδώ το σπίτι μου ποτέ. Θέλω να πάω σπίτι. Γέλα, αν θες· δεν με νοιάζει. Και τι δεν θα ’δινα για να άκουγα τώρα τη μητέρα μου να μου τα ψάλλει για κάτι που έκανα. Είναι σαν βαρίδια στο μυαλό μου· καυτά βαρίδια. Ξένοι ολόγυρα, δεν ξέρω ποιον να εμπιστευτώ, αν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν. Φως μου, οι Δύο Ποταμοί είναι τόσο μακριά, λες και είναι στην άλλη άκρη του κόσμου. Είμαστε ολομόναχοι και ποτέ δεν θα πάμε σπίτι. Θα πεθάνουμε, Ραντ”.
“Ακόμα δεν πεθάναμε”, ανταπάντησε ο Ραντ. “Όλοι πεθαίνουν. Ο Τροχός γυρνά. Αλλά δεν θα κάτσω να το περιμένω με σταυρωμένα τα χέρια”.
“Μιλάς σαν τον αφέντη αλ’Βερ”, είπε βαριά ο Ματ, αλλά η φωνή του έδειχνε σαν να είχε αναθαρρέψει κάπως.
“Ωραία”, είπε ο Ραντ. “Ωραία”. Φως μου, ας είναι καλά οι άλλοι. Σε παρακαλώ, μην μας αφήσεις ολομόναχους.
Ζήτησε οδηγίες για να πάνε στην Ευλογία της Βασίλισσας. Οι απαντήσεις ποικίλλαν· μερικοί έβριζαν αυτούς που δεν κάθονταν στον τόπο τους, άλλοι σήκωναν τους ώμους και κοίταζαν με απορία. Μερικοί προσπερνούσαν, χωρίς καλά-καλά να ρίξουν μια ματιά.
Ένας άντρας με φαρδύ πρόσωπο, μεγαλόσωμος, σχεδόν όσο και ο Πέριν, έγειρε το κεφάλι και είπε, “Η Ευλογία της Βασίλισσας, ε; Είστε άνθρωποι της Βασίλισσας, χωριατόπαιδα;” Φορούσε καπέλο με πλατύ γείσο και άσπρη κονκάρδα και άσπρο περιβραχιόνιο στο μανίκι του μακριού παλτού του. “Πολύ αργά ήρθατε”.
Συνέχισε γελώντας τρανταχτά, ενώ ο Ραντ και ο Ματ κοιτάζονταν μπερδεμένοι. Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους- το Κάεμλυν ήταν γεμάτο παράξενο κόσμο, ανθρώπους που σαν αυτούς δεν είχε ξαναδεί ποτέ του.
Μερικοί ξεχώριζαν μέσα στο πλήθος — είχαν επιδερμίδα υπερβολικά σκούρα ή χλωμή, φορούσαν παλτά με αλλόκοτο κόψιμο ή λαμπερά χρώματα, μυτερά καπέλα ή μακριά φτερά. Υπήρχαν γυναίκες με πέπλο στο πρόσωπο· γυναίκες με δύσκαμπτα φορέματα, πλατιά όσο το ύψος αυτών που τα φορούσαν γυναίκες με φορέματα που αποκάλυπταν περισσότερη επιδερμίδα από κάθε σερβιτόρα ταβέρνας που είχε δει. Καμιά φορά στους συνωστισμένους δρόμους στριμώχνονταν άμαξες, με φανταχτερά χρώματα και επίχρυσα στολίδια, που τις έσερναν ομάδες τεσσάρων ή έξι αλόγων, με λοφία από φτερά στην ιπποσκευή τους. Παντού υπήρχαν χειρήλατα φορεία και οι βαστάζοι τους προχωρούσαν χωρίς να νοιάζονται ποιον έσπρωχναν στην άκρη.
Ο Ραντ είδε ν’ αρχίζει ένας καυγάς μ’ αυτόν τον τρόπο, άνδρες σωριασμένους ο ένας πάνω στον άλλον ν’ ανεβοκατεβάζουν τις γροθιές τους, ενώ ένας ωχρός άνδρας με κόκκινο ριγέ παλτό σηκωνόταν από το φορείο του, που ήταν πεσμένο με το πλάι. Δυο κουρελήδες, που πριν έμοιαζαν απλώς να περνούν, όρμηξαν πάνω του πριν προλάβει να σηκωθεί. Η διάθεση των ανθρώπων που είχαν σταθεί για να δουν άρχισε να γίνεται απειλητική, ν’ ακούγονται μουρμουρητά, να υψώνονται γροθιές. Ο Ραντ τράβηξε το μανίκι του Ματ και συνέχισε βιαστικά. Ο Ματ δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα. Ο ορυμαγδός ενός εκτεταμένου καυγά τους ακολούθησε στο δρόμο.
Αρκετές φορές τους πλησίασαν κάποιοι, αντί να γίνει το αντίθετο. Τα σκονισμένα ρούχα τους έδειχναν ότι ήταν νεοφερμένοι και αυτό έμοιαζε να τραβά σαν μαγνήτης ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπων. Ύποπτες φάτσες που πρόσφεραν ενθύμια του Λογκαίν, με μάτια που κοίταζαν κλεφτά τριγύρω και πόδια έτοιμα να πετάξουν. Ο Ραντ υπολόγισε πως του είχαν προσφέρει τόσα ξεφτίδια του μανδύα του ψεύτικου Δράκοντα και τόσα ρινίσματα του σπαθιού του, που έφταναν για δύο σπαθιά και για πεντ’ έξι μανδύες. Το πρόσωπο του Ματ φωτίστηκε από ενδιαφέρον, τουλάχιστον την πρώτη φορά, αλλά ο Ραντ αποκρινόταν σ’ όλους μ’ ένα κοφτό όχι και εκείνοι το δέχονταν, έκλιναν την κεφαλή, έλεγαν γοργά, “Το Φως να φωτίζει τη Βασίλισσα, καλέ μου αφέντη” και εξαφανίζονταν. Τα περισσότερα μαγαζιά είχαν ζωγραφισμένα πιάτα και φλιτζάνια με ευφάνταστες σκηνές, που ισχυρίζονταν πως έδειχναν τον ψεύτικο Δράκοντα, όταν τον παρουσίαζαν αλυσοδεμένο στη Βασίλισσα. Και υπήρχαν Λευκομανδίτες στους δρόμους. Όλοι προχωρούσαν σ’ ένα κενό που τους ακολουθούσε, όπως στο Μπάερλον.
Έπρεπε να περάσει απαρατήρητος, αυτό σκεφτόταν διαρκώς ο Ραντ. Είχε το μανδύα πάνω από το σπαθί, αλλά αυτό δεν θα βοηθούσε για πολύ ακόμα. Κάποια στιγμή κάποιος θα αναρωτιόταν τι έκρυβε. Δεν θα ακολουθούσε τη συμβουλή του Μπουντ να σταματήσει να το φορά — δεν μπορούσε να την ακολουθήσει. Ήταν κάτι που τον έδενε με τον Ταμ. Με τον πατέρα του.
Κι άλλοι στο πλήθος φορούσαν σπαθιά, αλλά κανένα δεν είχε το σημάδι του ερωδιού, που θα τραβούσε το μάτι. Όμως, όλοι οι κάτοικοι του Κάεμλυν και μερικοί ξένοι, τύλιγαν το σπαθί τους με υφασμάτινες λωρίδες. Και τη θήκη και τη λαβή. Κόκκινο ύφασμα με άσπρο κορδόνι, ή άσπρο ύφασμα με κόκκινο κορδόνι. Μπορούσες να κρύψεις εκατό σημάδια του ερωδιού κάτω από τις λωρίδες και κανένας δεν θα τα έβλεπε. Εκτός αυτού, αν ακολουθούσαν τη ντόπια μόδα, θα ταίριαζαν καλύτερα στην πόλη.
Πολλά μαγαζιά είχαν μπροστά τραπέζια, όπου εκτίθονταν τα υφάσματα και τα κορδόνια και ο Ραντ σταμάτησε σε ένα. Το κόκκινο ύφασμα ήταν φθηνότερο από το άσπρο, αν και δεν έβλεπε άλλη διαφορά εκτός από το χρώμα κι έτσι διάλεξε αυτό, μαζί με άσπρο κορδόνι, έστω κι αν ο Ματ παραπονιόταν για τα λίγα χρήματα που τους είχαν απομείνει. Ο λιγομίλητος μαγαζάτορας τους κοίταξε, στραβομουτσουνιάζοντας, από την κορφή ως τα νύχια, πήρε τα χάλκινα νομίσματα του Ραντ και τους έβρισε, όταν ο Ραντ του ζήτησε να μπει μέσα για να τυλίξει το σπαθί του.
“Δεν ήρθαμε να δούμε τον Λογκαίν”, είπε ο Ραντ υπομονετικά. “Απλώς ήρθαμε να δούμε το Κάεμλυν”. Ο μορφασμός του άλλου δεν άλλαξε. “Το Φως να φωτίζει την καλή Βασίλισσα Μοργκέις”, είπε αισιόδοξα ο Ραντ.
“Αν θες φασαρίες”, είπε ξινά ο καταστηματάρχης, “θα μαζευτούν εκατό άνθρωποι εδώ να σε περιποιηθούν, ακόμα κι αν οι Φρουροί δεν κάνουν τίποτα”. Κοντοστάθηκε για να φτύσει και παρά τρίχα θα πετύχαινε το πόδι του Ραντ, “Άντε στις βρωμιές σου”.
Ο Ραντ ένευσε, σαν να είχε ακούσει εγκάρδιο αποχαιρετισμό και έσυρε μαζί του τον Ματ. Ο Ματ κοίταζε συνεχώς πάνω από τον ώμο του το μαγαζί, γρυλίζοντας, ώσπου ο Ραντ τον έσπρωξε σε ένα άδειο σοκάκι. Αν γυρνούσαν την πλάτη στον δρόμο, κανείς δεν θα έβλεπε τι έκαναν. Ο Ραντ έβγαλε τη ζώνη του σπαθιού και άρχισε να τυλίγει το θηκάρι και τη λαβή.
“Πάω στοίχημα πως σου πήρε τα διπλά γι’ αυτό το παλιοκούρελο”, είπε ο Ματ. “Τα τριπλά”.
Ο Ραντ προσπαθούσε να στερεώσει τις λωρίδες του υφάσματος και το κορδόνι έτσι που να μην πέφτουν, αλλά ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο φαινόταν.
“Όλοι θέλουν να μας κοροϊδέψουν, Ραντ. Νομίζουν ότι ήρθαμε να δούμε τον ψεύτικο Δράκοντα, σαν όλους τους άλλους. Θα είμαστε τυχεροί, αν δεν μας σπάσουν το κεφάλι την ώρα που θα κοιμόμαστε. Δεν είναι μέρος για μας. Παραείναι πολύς ο κόσμος. Ας φύγουμε τώρα για την Ταρ Βάλον. Ή νότια, για το Ίλιαν. Θα μου άρεσε να τους δω που ετοιμάζονται για το Κυνήγι του Κέρατος. Αν δεν μπορούμε να πάμε σπίτια μας, ας σηκωθούμε να φύγουμε”.
“Εγώ θα μείνω”, είπε ο Ραντ. “Αν δεν είναι κιόλας εδώ, κάποια στιγμή θα έρθουν να μας ψάξουν”.
Δεν ήταν βέβαιος αν είχε τυλίξει το σπαθί με τον κανονικό τρόπο, αλλά οι ερωδιοί της θήκης και της λαβής ήταν κρυμμένοι και του φαινόταν καλοδεμένο. Ξαναβγήκε στο δρόμο, σίγουρος πως τώρα είχαν μια αφορμή λιγότερη για μπελάδες. Ο Ματ τον ακολούθησε απρόθυμα, σαν να τον τραβούσε με λουρί.
Ο Ραντ λίγο-λίγο βρήκε πού πήγαιναν. Στην αρχή οι οδηγίες ήταν ασαφείς, κάτι σαν “προς εκείνη την κατεύθυνση” και “πέρα κατά κει”. Όμως, όσο πιο πολύ πλησίαζαν, τόσο πιο συγκεκριμένες γινόταν, ώσπου, στο τέλος, βρέθηκαν να στέκονται μπροστά σε ένα φαρδύ πέτρινο κτίριο, με ταμπέλα που κρεμόταν πάνω από την πόρτα, τρίζοντας στον άνεμο. Έδειχνε έναν άνδρα, γονατισμένο μπροστά σε μια γυναίκα με χρυσοκόκκινα μαλλιά και στέμμα, που ένα χέρι της άγγιζε το σκυμμένο κεφάλι του. Η Ευλογία της Βασίλισσας.
“Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;” ρώτησε ο Ματ.
“Φυσικά”, είπε ο Ραντ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα Η κοινή αίθουσα ήταν μεγάλη, με καλύμματα και επένδυση από σκούρο ξύλο και δύο τζάκια πρόσφεραν τη θαλπωρή τους. Μια σερβιτόρα σκούπιζε το πάτωμα, παρ’ όλο που ήταν καθαρό, ενώ μια άλλη γυάλιζε καντηλέρια στη γωνία. Και οι δύο χαμογέλασαν στους νεοφερμένους και ξανάπιασαν τη δουλειά τους.
Λίγα τραπέζια ήταν γεμάτα, αλλά οι δέκα-δώδεκα περίπου άνδρες που κάθονταν εκεί ήταν σωστό πλήθος για τόσο νωρίς το πρωί και, παρ’ όλο που κανείς δεν πήδηξε από τη χαρά τους βλέποντας τον Ραντ και τον Ματ, τουλάχιστον όλοι έμοιαζαν να είναι καθαροί και νηφάλιοι. Από την κουζίνα ερχόταν ευωδιά ψητού βοδινού και φουρνισμένου ψωμιού και του Ραντ άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια.
Χάρηκε βλέποντας ότι ο πανδοχέας ήταν παχύς· ήταν ένας άνδρας με ροδαλό πρόσωπο, άσπρη κολλαριστή ποδιά και μαλλιά που γκρίζαραν, χτενισμένα έτσι που να καλύπτουν το φαλακρό σημείο στο κεφάλι του, αν και δεν το κατάφερναν. Τους κοίταξε με το άγρυπνο βλέμμα του από την κορφή ως τα νύχια, είδε τα σκονισμένα ρούχα τους και τα μπογαλάκια τους και τις τριμμένες μπότες τους, αλλά το χαμόγελό του ήταν αβίαστο, ευχάριστο. Το όνομά του ήταν Μπέηζελ Γκιλ.
“Αφέντη Γκιλ”, είπε ο Ραντ, “μας είπε να έρθουμε εδώ ένας φίλος μας. Ο Θομ Μέριλιν. Ο-” Το χαμόγελο του πανδοχέα έσβησε. Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ, αλλά εκείνος μύριζε τις ευωδιές της κουζίνας και δεν πρόσεχε τίποτα άλλο. “Κάτι πάει στραβά; Τον ξέρεις, ε;”
“Τον ξέρω”, είπε απότομα ο Γκιλ. Τώρα, πιο πολύ από κάθε τι άλλο, φαινόταν να τον ενδιαφέρει η θήκη του φλάουτου, που κρεμόταν στο πλευρό του Ραντ. “Ελάτε μαζί μου”. Έδειξε με το κεφάλι το πίσω μέρος του πανδοχείου. Ο Ραντ τράβηξε απότομα τον Ματ και ακολούθησε τον πανδοχέα, ενώ αναρωτιόταν τι συνέβαινε.
Πίσω στην κουζίνα, ο αφέντης Γκιλ κοντοστάθηκε για να μιλήσει με τη μαγείρισσα, μια στρογγυλόσωμη γυναίκα με τα μαλλιά δεμένα κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού, που ανταγωνιζόταν επάξια στο μέγεθος τον πανδοχέα. Όσο μιλούσε ο αφέντης Γκιλ, δεν σταμάτησε να ανακατεύει τις κατσαρόλες της. Οι μυρωδιές ήταν τόσο ευχάριστες ―οι δυο μέρες που είχαν να φάνε ήταν θαυμάσια σάλτσα για κάθε φαγητό, αλλά οι ευωδιές θύμιζαν την κουζίνα της κυράς αλ’Βερ― και το στομάχι του Ραντ άρχισε να γουργουρίζει. Ο Ματ έσκυβε στις κατσαρόλες, με τη μύτη. Ο Ραντ τον σκούντηξε· ο Ματ σκούπισε βιαστικά τα σάλια από το πηγούνι του.
Έπειτα, ο πανδοχέας τους έβγαλε βιαστικά από την πίσω πόρτα. Βρέθηκαν στην αυλή του στάβλου, όπου έριξε μια ματιά γύρω του για να βεβαιωθεί πως δεν ήταν κανείς κοντά και στράφηκε προς το μέρος τους. Προς τον Ραντ. “Τι έχει η θήκη, παλικάρι μου;”
“Το φλάουτο του Θομ”, είπε ο Ραντ αργά. Ανοιξε τη θήκη, λες και θα βοηθούσε σε τίποτα το να δείξει το φλάουτο με χρυσά και αργυρά σκαλίσματα. Το χέρι του Ματ χώθηκε στο παλτό του.
Ο αφέντης Γκιλ δεν τράβηξε τη ματιά του από τον Ραντ. “Ναι, το αναγνωρίζω. Τον είδα να το παίζει συχνά και μάλλον δεν θα βρεις όμοιό του, παρά μόνο σε βασιλική αυλή”. Το φιλικό χαμόγελο είχε χαθεί και το βλέμμα του έκοβε σαν μαχαίρι. “Πού το βρήκες; Ο Θομ θα προτιμούσε να χάσει το χέρι του παρά αυτό το φλάουτο”.
“Μου το έδωσε”. Ο Ραντ κατέβασε από την πλάτη του το δέμα που ήταν φτιαγμένο από τον μανδύα του Βάρδου και το ακούμπησε στο χώμα, ανοίγοντάς το λιγάκι για να δείξει τα πολύχρωμα μπαλώματα και τη θήκη της άρπας. “Ο Θομ πέθανε”, αφέντη Γκιλ. Αν ήταν φίλος σου, λυπάμαι. Ήταν και δικός μου φίλος”.
“Πέθανε, λες. Πώς;”
“Ένας... κάποιος προσπάθησε να μας σκοτώσει. Ο Θομ μου πέταξε το δέμα και μας είπε να το σκάσουμε”. Τα μπαλώματα φτερούγιζαν στον άνεμο σαν πεταλούδες. Ο Ραντ ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό του· ξαναδίπλωσε προσεκτικά το μανδύα όπως ήταν. “Θα σκοτωνόμασταν, αν δεν ήταν αυτός. Ερχόμασταν μαζί στο Κάεμλυν. Μας είπε να έρθουμε εδώ, στο πανδοχείο σου”.
“Θα πιστέψω ότι πέθανε”, είπε αργά ο πανδοχέας, “όταν δω το πτώμα του”. Σκούντηξε απαλά το διπλωμένο μανδύα με το δάχτυλο του ποδιού του και έβηξε τραχιά για να καθαρίσει το λαιμό του. “Όχι, όχι, πιστεύω ότι είδατε αυτό που είδατε, ό,τι και να ’ταν αλλά δεν πιστεύω ότι πέθανε. Μην νομίζετε ότι σκοτώνεται έτσι εύκολα ο γέρο-Θομ”.
Ο Ραντ ακούμπησε τον ώμο του Ματ. “Ησύχασε, Ματ. Είναι φίλος”.
Ο αφέντης Γκιλ έριξε ένα βλέμμα στον Ματ και αναστέναξε. “Ε, μάλλον ναι”.
Ο Ματ ορθώθηκε αργά, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του. Όμως ακόμα παρακολουθούσε τον πανδοχέα επιφυλακτικά και ένας μυς στο μάγουλό του τρεμόπαιζε.
“Ερχόσασταν στο Κάεμλυν, είπες;” Ο πανδοχέας κούνησε το κεφάλι. “Είναι το τελευταίο μέρος στη γη που θα περίμενα να πάει ο Θομ, εκτός ίσως από την Ταρ Βάλον”. Περίμενε να περάσουν οι σταβλίτες που έφερναν ένα άλογο και χαμήλωσε τη φωνή, παρ’ όλο που ήταν πάλι μόνοι. “Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, έχετε μπλεξίματα με τις Άες Σεντάι”.
“Ναι”, μούγκρισε ο Ματ, ενώ την ίδια στιγμή ο Ραντ έλεγε, “Γιατί το λες αυτό;”
Ο αφέντης Γκιλ άφησε ένα ξερό χαχανητό. “Επειδή ξέρω τον άνθρωπο, να γιατί. Θα χωνόταν ως το λαιμό σε τέτοιους μπελάδες, ειδικά αν ήταν να βοηθήσει δυο παλικαράκισ στην ηλικία σας...” Η νοσταλγία χάθηκε από τα μάτια του και σηκώθηκε όρθιος με μια διστακτική έκφραση. “Τώρα... ε... δεν πάω να κατηγορήσω κανέναν, έτσι, αλλά... α... φαντάζομαι πως δεν μπορείτε να... α... αυτό που θέλω να πω είναι... α... τι ακριβώς αφορά το πρόβλημα που έχετε με την Ταρ Βάλον, αν δεν σας πειράζει που ρωτάω;”
Ο Ραντ ένιωσε ανατριχίλα, όταν συνειδητοποίησε τι υπαινισσόταν ο άλλος. Τη Μία Δύναμη. “Οχ, όχι, τίποτα τέτοιο. Ορκίζομαι. Υπήρχε μάλιστα και μια Άες Σεντάι που μας βοηθούσε. Η Μουαραίν ήταν...” Δάγκωσε τη γλώσσα του, αλλά η έκφραση του πανδοχέα δεν άλλαξε.
“Χαίρομαι που το ακούω. Όχι ότι έχω μεγάλη αγάπη για τις Άες Σεντάι, αλλά καλύτερα αυτές παρά το... το άλλο”. Κούνησε το κεφάλι του αργά. “Πολλά λέγονται γι’ αυτό, τώρα που φέρνουν εδώ τον Λογκαίν. Δεν σκόπευα να σας προσβάλλω, αντιλαμβάνεστε, αλλά... να, έπρεπε να ξέρω, σωστά;”
“Καμία προσβολή”, είπε ο Ραντ. Το μουρμουρητό του Ματ ήταν εντελώς δυσνόητο, αλλά ο πανδοχέας το δέχθηκε, σαν να είχε πει ό,τι και ο Ραντ.
“Φαίνεστε σωστά παιδιά και πιστεύω πως ήσασταν —είστε — φίλοι του Θομ, αλλά είναι δύσκολοι καιροί και οι μέρες άσπλαχνες. Δεν φαντάζομαι να έχετε λεφτά; Όχι, καλά το σκέφτηκα. Όλα είναι λιγοστά και τα λίγα που υπάρχουν κοστίζουν πανάκριβα, γι’ αυτό θα σας δώσω κρεβάτια ―όχι τα καλύτερα, αλλά ζεστά και στεγνά- και κάτι να φάτε και δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα παραπάνω, όσο και να το θέλω”.
“Σ’ ευχαριστούμε”, είπε ο Ραντ, ρίχνοντας μια ερωτηματική ματιά στον Ματ. “Είναι παραπάνω απ’ όσα περίμενα”. Τι σήμαινε «σωστά παιδιά», και γιατί έπρεπε να υποσχεθεί κάτι παραπάνω;
“Ε, ο Θομ είναι καλός φίλος. Παλιός φίλος. Ευέξαπτος και έχει την τάση να λέει το χειρότερο πράγμα στο μόνο άτομο που δεν θα έπρεπε, αλλά πάντως είναι καλός φίλος. Αν δεν εμφανιστεί... ε, κάτι θα βρούμε στο μεταξύ. Καλύτερα να μην λέτε πολλές κουβέντες για το ότι σας βοήθησαν Άες Σεντάι. Είμαι άνθρωπος της Βασίλισσας, αλλά τώρα είναι πολλοί στο Κάεμλυν που θα το έπαιρναν στραβά και δεν εννοώ μόνο τους Λευκομανδίτες”.
Ο Ματ ξεφύσηξε. “Αν θες τη γνώμη μου, μακάρι να έπαιρναν τα κοράκια όλες τις Άες Σεντάι και να τις πήγαιναν στο Σάγιολ Γκουλ!”
“Για πρόσεχε τα λόγια σου”, είπε απότομα ο αφέντης Γκιλ “Είπα ότι δεν τις αγαπάω. Δεν είπα όμως ότι είμαι από τους βλάκες που νομίζουν πως αυτές φταίνε για ό,τι πάει στραβά. Η Βασίλισσα υποστηρίζει την Ελάιντα και οι Φρουροί είναι με το μέρος της Βασίλισσας. Το Φως να δώσει να μην έρθουν τα χειρότερα κι αλλάξει αυτό. Τέλος πάντων, τώρα τελευταία μερικοί Φρουροί ξεχνιούνται κι όταν ακούνε κάποιους να μιλάνε κατά των Άες Σεντάι, τους δίνουν να καταλάβουν, Όχι εν ώρα υπηρεσίας, δόξα στο Φως, αλλά πάντως έχει τύχει. Δεν θέλω να μου ρημάξουν την κοινή αίθουσα τίποτα Φρουροί εκτός βάρδιας για να σας δώσουν ένα μάθημα και δεν θέλω να ζωγραφίσει κανείς το Δόντι του Δράκοντα στην πόρτα μου, παρασυρμένος από τους Λευκομανδίτες· έτσι, αν περιμένετε να σας βοηθήσω, μη λέτε τη γνώμη σας για τις Άες Σεντάι, καλή ή κακή”. Κοντοστάθηκε σκεφτικός, έπειτα πρόσθεσε, “Ίσως θα είναι καλύτερα να μη μελετάτε ούτε τον Θομ, αν ακούει άλλος εκτός από μένα. Μερικοί Φρουροί έχουν καλή μνήμη, το ίδιο και η Βασίλισσα. Δεν χρειάζεται να το ρισκάρουμε”.
“Ο Θομ είχε προβλήματα με τη Βασίλισσα;” απόρησε ο Ραντ και ο πανδοχέας γέλασε.
“Άρα δεν τα είπε όλα. Και γιατί να τα πει, δηλαδή. Από την άλλη μεριά, δεν βλέπω γιατί να μην το μάθετε. Όχι ότι είναι κάνα σπουδαίο μυστικό. Νομίζετε ότι όλοι οι Βάρδοι έχουν τόσο μεγάλη γνώμη για τον εαυτό τους όσο ο Θομ Μέριλιν; Τώρα που το σκέφτομαι, ναι, αλλά μου φαινόταν ότι ο Θομ παραείχε μεγάλη ιδέα. Δεν ήταν πάντα Βάρδος, ξέρετε, για να περιπλανιέται από χωριό σε χωριό και τα μισά βράδια να κοιμάται σε θάμνους. Κάποτε ο Θομ Μέριλιν ήταν Βάρδος της Αυλής, εδώ στο Κάεμλυν, ξακουστός σ’ όλες τις βασιλικές αυλές, από το Δάκρυ ως το Μάραντον”.
“Ο Θομ;” είπε ο Ματ.
Ο Ραντ ένευσε αργά. Μπορούσε να δει με το νου του τον Θομ σε αυλή Βασίλισσας, με τους μεγαλόπρεπους τρόπους του και τις επιβλητικές χειρονομίες του.
“Ο ίδιος”, είπε ο αφέντης Γκιλ. “Δεν πέρασε καιρός από το θάνατο του Τάρινγκεηλ Ντέημοντρεντ και προέκυψε το... το πρόβλημα με τον ανιψιό του. Μερικοί έλεγαν πως ο Θομ ήταν, ας πούμε, πιο κοντά στη Βασίλισσα απ’ όσο ήταν πρέπον. Αλλά η Μοργκέις ήταν νεαρή χήρα και ο Θομ ήταν στο άνθος της ηλικίας του και, όπως το βλέπω εγώ, η Βασίλισσα μπορεί να κάνει ό,τι επιθυμεί. Μόνο που πάντα ήταν οξύθυμη η καλή μας η Μοργκέις και ο Θομ τότε είχε τρέξει, μόλις άκουσε σε τι μπελά είχε μπλέξει ο ανιψιός του. Αυτό της κακοφάνηκε της Βασίλισσας. Κι επίσης δεν της άρεσε να ανακατεύεται ο Θομ σε δουλειές των Άες Σεντάι. Ούτε και μένα μου φαίνεται σωστό, είτε ήταν ανιψιός του είτε όχι. Τέλος πάντων, όταν ξαναγύρισε ο Θομ, της είπε βαριές κουβέντες. Κουβέντες που δεν λες σε βασίλισσα. Κουβέντες που δεν λες σε γυναίκα που έχει την αψάδα της Μοργκέις. Η Ελάιντα τα είχε βάλει μαζί του, επειδή ο Θομ είχε ανακατευτεί στα δικά τους για τον ανιψιό του και από τη μια τα νεύρα της Μοργκέις, από την άλλη η έχθρα της Ελάιντα, ο Θομ έφυγε από το Κάεμλυν μισό βήμα μπροστά από τους Φρουρούς, που θα τον έριχναν στη φυλακή, αν όχι στον πέλεκυ του δημίου. Κι απ’ όσο ξέρω, η απόφασή της ισχύει ακόμα”.
“Αν ήταν πριν πολύ καιρό”, “ίσως να μην το θυμάται κανείς”.
Ο αφέντης Γκιλ κούνησε το κεφάλι. “Ο Γκάρεθ Μπράυν είναι Στρατηγός των Φρουρών της Βασίλισσας. Αυτός προσωπικά διοικούσε τους Φρουρούς που είχε στείλει η Μοργκέις να φέρουν τον Θομ αλυσοδεμένο και αμφιβάλλω αν θα ξεχάσει ότι είχε επιστρέψει με άδεια χέρια και είχε βρει ότι ο Θομ είχε ξαναγυρίσει στο παλάτι και είχε ξαναφύγει. Και η Βασίλισσα δεν ξεχνά ποτέ τίποτα. Ξέρεις καμιά γυναίκα που να ξεχνά; Και μετά να δεις, που η Μοργκέις ήταν εκτός εαυτού. Ορκίζομαι ότι όλη η πόλη ένα μήνα περπατούσε στ’ ακροδάχτυλα και μιλούσε ψιθυριστά. Πολλοί άλλοι Φρουροί είναι αρκετά μεγάλοι για να το θυμούνται. Όχι, το καλύτερο είναι να κρατήσετε τον Θομ μυστικό, όπως και την Άες Σεντάι σας. Ελάτε, θα σας δώσω να φάτε. Ρέψατε, βλέπω”.