17 Παρατηρητές και Κυνηγοί

Όταν έφυγε η Σοφία, ο Ραντ πήγε στην κοινή αίθουσα. Ηθελε να ακούσει ανθρώπους να γελούν, να ξεχάσει κι αυτά που είχε πει η Νυνάβε και τους μπελάδες στους οποίους μπορούσε να τους βάλει.

Η αίθουσα ήταν πήχτρα στον κόσμο, αλλά κανένας δεν γι λούσε, αν και όλες οι καρέκλες και οι πάγκοι ήταν γεμάτοι και υπήρχαν όρθιοι που στέκονταν στους τοίχους. Ο Θομ έδινε πάλι παράσταση, πατώντας σ’ ένα τραπέζι στον αντικριστό τοίχο, με χειρονομίες τόσο δραματικές, που κυριαρχούσε στο χώρο. Ήταν πάλι Το Μεγάλο Κυνήγι τον Κέρατος, αλλά, φυσικά, κανένας δεν παραπονιόταν. Υπήρχαν τόσες ιστορίες που μπορούσε να διηγηθεί κανείς για κάθε Κυνηγό και τόσοι Κυνηγοί, που καμία αφήγηση δεν έμοιαζε με άλλη. Αν καθόταν κάποιος να τις εξιστορήσει, από την αρχή ως το τέλος, θα του έπαιρνε μια ολόκληρη βδομάδα, ή και παραπάνω. Ο μόνος ήχος που ανταγωνιζόταν τη φωνή και την άρπα του Βάρδου ήταν το τριζοβόλημα των τζακιών.

“...στις οκτώ άκρες του κόσμου τρέχουν οι Κυνηγοί με τα άλογα, στους οκτώ στύλους του ουρανού, όπου φυσούν οι άνεμοι του χρόνου και η μοίρα αρπάζει, εξ ίσου, μεγάλους και μικρούς από το τσουλούφι. Τώρα, ο μέγιστος των Κυνηγών είναι ο Ρογκός της Τάλμουρ, ο Ρογκός ο Λετομάτης, φημισμένος στην αυλή του Υψηλού Βασιλιά, φόβητρο των πλαγιών του Σάγιολ Γκουλ...” Οι Κυνηγοί ήταν πάντα σπουδαίοι ήρωες, όλοι τους.

Ο Ραντ είδε τους δύο φίλους του και στριμώχτηκε στη θέση που του έκανε ο Πέριν, στην άκρη του πάγκου τους. Οι μυρωδιές της κουζίνας, που έμπαιναν στην αίθουσα, του θύμισαν ότι πεινούσε, αλλά ακόμα κι εκείνοι που είχαν μπροστά τους φαγητό δεν του έδιναν μεγάλη σημασία. Οι γυναίκες, που θα έπρεπε να σερβίρουν, έστεκαν μαγεμένες, έσφιγγαν τις ποδιές τους και κοίταζαν τον Βάρδο και κανένας δεν έδειχνε να ενοχλείται. Ήταν καλύτερο να ακούς παρά να τρως, όσο καλό και να ’ταν το φαγητό.

“...από τη μέρα της γέννησης της ο Σκοτεινός έχει σημαδέψει τη Μπλάες για δική του, μα ο νους εκείνης κοιτάζει αλλού — δεν είναι Σκοτεινόφιλη, η Μπλάες του Μάτουτσιν! Δυνατή σαν τη μελία στέκει, λυγερή, σαν ιτιάς κλαρί, όμορφη σαν τριαντάφυλλο. Η χρυσομάλλα η Μπλάες. Πρόθυμη να πεθάνει, παρά να υποκύψει. Μα ακούστε! Αντιλαλούν από τους πύργους της πόλης, τρουμπέτες που σκληρίζουν, ηχηρές και διαπεραστικές. Οι κήρυκες της αναγγέλουν άφιξη ήρωα στην αυλή της. Τύμπανα βροντούν και κύμβαλα λαλούν! Ο Ρογκός ο Αετομάτης έρχεται, να αποτίσει φόρο τιμής...”

“Το Παζάρι του Ρογκός του Αετομάτη” τράβηξε αρκετά και ύστερα έφτασε στο τέλος, αλλά ο Θομ έκανε μια παύση μονάχα για να βρέξει το λαρύγγι του με λίγη μπύρα, πριν αρχίσει το: “Η Απελπισμένη Μάχη του Ίλιαν”. Ακολούθησαν, “Η Πτώση της Άλεθ-Λόριελ” και “Το Σπαθί του Γκάινταλ Κέιν”, καθώς και “Η Τελευταία Επέλαση του Μπουάντ του Αλμπέιν”. Οι παύσεις γίνονταν μεγαλύτερες όσο περνούσε το βράδυ και, όταν ο Θομ άφησε την άρπα και πήρε το φλάουτο, όλοι κατάλαβαν ότι οι ιστορίες είχαν πάρει τέλος για απόψε. Δύο άνδρες πλησίασαν τον Θομ μ’ ένα τύμπανο κι ένα μεταλόφωνο, αλλά κάθισαν στο τραπέζι, ενώ εκείνος έμεινε να στέκεται πάνω του.

Οι τρεις νεαροί από το Πεδίο του Έμοντ χειροκρότησαν, όταν ακούστηκε η πρώτη νότα από το “Ο Άνεμος που Σείει τις Ιτιές” και δεν ήταν οι μόνοι. Ήταν ένα από τα αγαπημένα τραγούδια στους Δύο Ποταμούς κι απ’ ό,τι φαινόταν και στο Μπάερλον. Εδώ κι εκεί, μάλιστα, κάποιες φωνές τραγούδησαν κι αυτές, όχι τόσο φάλτσα για να διαμαρτυρηθεί κανείς.

“Η αγάπη μου έφυγε, την πήρε μακριά

ο άνεμος που σείει την ιτιά

και τη γη τη δέρνει και τη χτυπά

ο άνεμος που σείει την ιτιά.

Αλλά θα την κρατήσω κοντά μου

στην καρδιά και τη θύμηση μου

και με τη δύναμή της να δίνει κουράγιο στην ψυχή μου,

την αγάπη της να ζεσταίνει τα φυλλοκάρδια μου,

θα σταθώ εκεί που κάποτε τραγουδούσαμε,

αν και ο χιονιάς σείει την ιτιά”.

Το δεύτερο τραγούδι δεν ήταν τόσο λυπημένο. Αντίθετα, το “Μόνο Έναν Κουβά Νερό”, συγκριτικά, φάνηκε ακόμα πιο κεφάτο ## ίσως αυτός να ήταν ο σκοπός του Βάρδου. Οι άνθρωποι έτρεξαν ## παραμερίσουν τα τραπέζια και να αδειάσουν το μέρος για το γυρό και άρχισαν να τινάζουν τις φτέρνες, ώσπου οι τοίχοι φαντάζονταν από το ποδοβολητό και τα στροβιλίσματα. Όταν τελείωσε ο πρώτος χορός, οι χορευτές που έφευγαν κρατούσαν τα πλευρά από τα γέλια, καθώς έδιναν τη θέση τους στους άλλους.

Ο Θομ έπαιξε τις εναρκτήριες νότες του “Οι Αγριόχηνες Πετούν” και ύστερα σταμάτησε για να πάρουν θέση οι χορευτές για το ριλ.

“Λέω να δοκιμάσω κι εγώ”, είπε ο Ραντ και σηκώθηκε. Ο Πέριν με τάχτηκε πίσω του. Ο Ματ ήταν ο τελευταίος που έκανε να σηκωθεί μ έτσι αναγκάστηκε να μείνει για να φυλά τους μανδύες τους, μαζί με το σπαθί το Ραντ και το τσεκούρι του Πέριν.

“Μην ξεχνάτε, μετά θέλω τη σειρά μου”, φώναξε, καθώς οι άλλοι απομακρύνονταν.

Οι χορευτές σχημάτισαν δύο μακριές αντικριστές γραμμές, οι υχόρες στη μια, οι γυναίκες στην άλλη. Πρώτα το τύμπανο και μετά το μεταλόφωνο έπιασαν το ρυθμό και όλοι οι χορευτές άρχισαν να ζυγίζουν τα γόνατα ακολουθώντας τον, Η κοπέλα που ήταν απέναντι από τον Ραντ, που τα μελαχρινά της μαλλιά του θύμισαν την πατρίδα, του χαμογέλασε ντροπαλά και μετά του έκλεισε το μάτι, με τρόπο που κάθε άλλο παρά ντροπαλός ήταν. Το φλάουτο του Θομ έπιασε το σκοπό και ο Ραντ προχώρησε για να συναντήσει τη μελαχρινή κοπέλα· εκείνη τίναξε πίσω το κεφάλι και γέλασε, καθώς ο Ραντ τη στριφογυρνούσε και την περνούσε στον επόμενο άνδρα της σειράς.

Όλοι στην αίθουσα γελούσαν, σκέφτηκε ο Ραντ, καθώς χόρευε με την επόμενη παρτενέρ του, μια από τις σερβιτόρες, που η ποδιά της ανέμιζε τρελά. Το μόνο πρόσωπο δίχως χαμόγελο που έβλεπε ήταν ενός άνδρα, που καθόταν σκυφτός πλάι σ’ ένα τζάκι κι εκείνος ο τύπος είχε μια ουλή, που περνούσε από όλο το πρόσωπο, αρχίζοντας από το μηνίγγι και καταλήγοντας στη διαγώνιο πλευρά του σαγονιού του, η οποία έδινε στη μύτη του γερτή όψη και τραβούσε προς τα κάτω τις άκρες του στόματός του. Ο άνδρας είδε που τον κοιτούσε κι έκανε μια γκριμάτσα και ο Ραντ κοίταξε αλλού ντροπιασμένος. Μπορεί με κείνη την ουλή ο άνδρας να μην μπορούσε να χαμογελάσει.

Έπιασε την επόμενη παρτενέρ του, καθώς εκείνη γυρνούσε και την έκανε να στροβιλιστεί, πριν την παραδώσει στον επόμενο. Κι άλλες τρεις γυναίκες χόρεψαν μαζί του, καθώς η μουσική κυλούσε γρηγορότερα και μετά ξαναβρέθηκε με τη μελαχρινή κοπέλα για μια γοργή, ομαδική διαδοχή, που άλλαξε εντελώς τις σειρές. Γελούσε ακόμα και του έκλεισε πάλι το ματάκι.

Ο άνδρας με την ουλή τον κοίταζε άγρια. Έχασε το βήμα του και τα μάγουλά του αναψοκοκκίνισαν. Δεν σκόπευε να φέρει τον άνθρωπο σε αμηχανία· δεν του φαινόταν πάντως ότι είχε καρφωθεί πάνω του. Γύρισε για να δει την επόμενη παρτενέρ του και ξέχασε για τα καλά τον άνδρα. Η επόμενη γυναίκα που ήρθε χορεύοντας στην αγκαλιά του ήταν η Νυνάβε.

Έκανε τρεκλίζοντας τα βήματά του, σκόνταψε σχεδόν μόνος του και μετά, παραλίγο, θα της πατούσε τα πόδια. Εκείνη χόρευε με αρκετή χάρη, αντισταθμίζοντας την αδεξιότητά του και χαμογελώντας συνεχώς.

“Νόμιζα ότι χόρευες καλύτερα”, του είπε γελώντας, καθώς άλλαζαν παρτενέρ.

Είχε μόνο μια στιγμή για να ανακτήσει την ψυχραιμία του πριν ξαναλλάξουν και ύστερα βρέθηκε να χορεύει με τη Μουαραίν. Αν του φαινόταν πως ήταν αδέξιος, όταν πριν χόρευε με τη Σοφία, εκείνο δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που ένιωθε με την Άες Σεντάι. Γλιστρούσε με χάρη και το φόρεμά της στροβιλιζόταν ολόγυρά της· ο Ραντ δύο φορές κόντεψε να πέσει. Του έστειλε ένα χαμόγελο συμπάθειας κι αυτό χειροτέρεψε την κατάσταση αντί να βοηθήσει. Ήταν μια ανακούφιση όταν πήγε στην επόμενη παρτενέρ του στη διαδοχή των ζευγαριών στο χορό, έστω κι αν αυτή ήταν η Εγκουέν.

Ξαναβρήκε λίγη αυτοκυριαρχία. Στο κάτω-κάτω, χρόνια χόρευε μαζί της. Τα μαλλιά της κρέμονταν ακόμα λυτά, αλλά τα είχε μαζέψει πίσω με μια κόκκινη κορδέλα. Μάλλον δεν μπορούσε να αποφασίσει, αν ήθελε να ευχαριστήσει τη Μουαραίν ή τη Νυνάβε, σκέφτηκε ξινά. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και φαινόταν σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά δεν μίλησε και ο Ραντ δεν ήθελε να μιλήσει πρώτος. Ειδικά μετά τον τρόπο που τον είχε κόψει, όταν είχε προσπαθήσει την άλλη φορά στην ιδιωτική τραπεζαρία. Κοιτάχτηκαν σοβαρά και χόρεψαν από μακριά, δίχως λέξη.

Χάρηκε όταν ξαναγύρισε στον πάγκο, με το τέλος του ριλ. Ενώ καθόταν, άρχισε η μουσική για έναν άλλο χορό, ένα τζιγκ. Ο Ματ έτρεξε για να πάρει θέση και την ίδια στιγμή ήρθε και κάθισε στον πάγκο ο Πέριν.

“Την είδες;” είπε ο Πέριν, πριν καλά-καλά καθίσει κάτω. “Την είδες;”

“Ποιαν;” ρώτησε ο Ραντ. “Τη Σοφία, ή την κυρά Άλυς; Χόρεψα και με τις δύο”.

“Και με την Άε... την κυρά Αλυς;” αναφώνησε ο Πέριν. “Χόρεψα με τη Νυνάβε. Δεν ήξερα καν ότι χόρευε. Στην πατρίδα δεν μπαίνει ποτέ στο χορό”.

“Αναρωτιέμαι”, είπε ο Ραντ σκεπτικός, “τι θα έλεγε ο Κύκλος των Γυναικών για μια Σοφία που χορεύει; Ίσως αυτός είναι ο λόγος”.

Μετά, η μουσική και τα χειροκροτήματα και το τραγούδι δυνάμωσαν, τόσο που δεν μπορούσαν να μιλήσουν άλλο. Ο Ραντ και ο Πέριν χειροκροτούσαν κι αυτοί, καθώς οι χορευτές έκαναν κύκλο. Αρκετές φορές αντιλήφθηκε τον σημαδεμένο να τον κοιτάζει έντονα Ο άνδρας είχε δικαίωμα να είναι εύθικτος με τέτοια ουλή, αλλά ο Ραντ δεν έβρισκε τι μπορούσε να κάνει, χωρίς να χειροτερέψει την κατάσταση. Έδωσε όλη του την προσοχή στη μουσική και απέφυγε να κοιτάζει τον τύπο.

Ο χορός και η μουσική συνεχίστηκαν όλη τη νύχτα. Εντέλει, οι σερβιτόρες θυμήθηκαν τα καθήκοντά τους· ο Ραντ καταβρόχθισε μετά χαράς λίγο ζεστό βραστό και ψωμί. Όλοι έφαγαν εκεί που στέκονταν ή κάθονταν. Ο Ραντ χόρεψε άλλους τρεις χορούς και πρόσεξε καλύτερα τα βήματα του, όταν ξαναβρέθηκε να χορεύει με τη Νυνάβε και με τη Μουαραίν επίσης. Αυτή τη φορά του έκαναν και οι δύο κοπλιμέντα για το χορό του και η γλώσσα του δέθηκε κόμπος. Ξαναχόρεψε και με την Εγκουέν τον κοίταζε με τα μαύρα μάτια της, έτοιμη θαρρείς να μιλήσει, αλλά χωρίς να πει λέξη. Έμεινε κι αυτός εξίσου σιωπηλός, αλλά ήταν σίγουρος ότι δεν την κοίταζε μουτρωμένος, παρά τα λεγόμενα του Ματ, όταν επέστρεψε στον πάγκο.

Κατά τα μεσάνυχτα η Μουαραίν έφυγε. Η Εγκουέν, κοιτάζοντας βιαστικά μια την Άες Σεντάι και μια τη Νυνάβε, έτρεξε πίσω της. Η Σοφία τις παρακολούθησε με μια αλλόκοτη έκφραση και μετά φρόντισε να μπει σε άλλον ένα χορό πριν φύγει, με ύφος σαν να είχε κερδίσει πόντους από την Άες Σεντάι.

Ο Θομ δεν άργησε να βάλει το φλάουτο στη θήκη του, λογομαχώντας καλοκάγαθα με εκείνους που τον ήθελαν να μείνει λίγο ακόμα. Ο Λαν ήρθε να μαζέψει τον Ραντ και τους άλλους.

“Πρέπει να φύγουμε νωρίς”, είπε ο Πρόμαχος, γέρνοντας κοντά τους για να ακουστεί στη φασαρία, “και πρέπει να ξεκουραστούμε όσο γίνεται”.

“Είναι ένας τύπος που με κοιτάζει”, είπε ο Ματ. “Ένας άνδρας με ουλή στο πρόσωπο. Μάλλον δεν είναι... από τους φίλους που μας έλεγες;”

“Κάπως έτσι;” είπε ο Ραντ, περνώντας το δάχτυλό του από τη μύτη ως την άκρη του στόματός του. “Με κοίταζε και μένα”. Έριξε μια ματιά ολόγυρα στην αίθουσα. Ο κόσμος έφευγε και οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες ήταν μαζεμένοι γύρω από τον Θομ. “Δεν είναι εδώ τώρα”.

“Είδα τον άνδρα”, είπε ο Λαν. “Κατά τον αφέντη Φιτς, είναι κατάσκοπος των Λευκομανδιτών. Δεν είναι δική μας έγνοια”. Ίσως να μην ήταν, αλλά ο Ραντ έβλεπε ότι κάτι ενοχλούσε τον Πρόμαχο.

Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ, που είχε τη μουδιασμένη έκφραση που πάντα σήμαινε πως κάτι έκρυβε. Λευκομανδίτης κατάσκοπος. Μήπως ο Μπόρνχαλντ καίγεται τόσο πολύ για να μας το ανταποδώσει;

“Φεύγουμε νωρίς;” είπε. “Πολύ νωρίς;” Ίσως θα είχαν εξαφανιστεί, πριν υπάρξει συνέχεια.

“Με το πρώτο φως της αυγής”, απάντησε ο Πρόμαχος.

Όπως έφευγαν από την κοινή αίθουσα, ο Ματ σιγοτραγουδούσε αποσπάσματα από τα τραγούδια, ο Πέριν σταματούσε πού και πού για να δοκιμάσει κάποιο καινούργιο βήμα που είχε μάθει και ήρθε μαζί τους ο Θομ, που ήταν σε μεγάλα κέφια. Το πρόσωπο του Λαν ήταν ανέκφραστο καθώς πήγαιναν στη σκάλα.

“Πού κοιμάται η Νυνάβε;” ρώτησε ο Ματ. “Ο αφέντης Φιτς είπε ότι εμείς πήραμε τα τελευταία δωμάτια”.

“Έχει ένα κρεβάτι”, είπε ξερά ο Θομ, “μαζί με την κυρά Άλυς και το κορίτσι”.

Ο Πέριν σφύριξε ανάμεσα από τα δόντια του και ο Ματ μουρμούρισε, “Μα το αίμα και τις στάχτες! Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση της Εγκουέν για όλο το χρυσάφι του Κάεμλυν!”

Ο Ραντ ευχήθηκε, και όχι για πρώτη φορά, να μπορούσε ο Ματ να σκεφτεί σοβαρά για κάτι για διάστημα μεγαλύτερο των δύο λεπτών. Ούτε και η δική τους θέση ήταν τόσο άνετη. “Πάω να πάρω λίγο γάλα”, είπε. Ίσως τον βοηθούσε να κοιμηθεί. Μπορεί απόψε να μην ονειρευτώ.

Ο Λαν του έριξε μια αυστηρή ματιά. “Κάτι δεν πάει καλά απόψε. Μην απομακρυνθείς. Και να θυμάσαι ότι θα φύγουμε, είτε είσαι ξύπνιος και κάθεσαι στη σέλα σου, είτε αναγκαστούμε να σε δέσουμε, μην πέσεις”.

Ο Πρόμαχος άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια· οι άλλοι τον ακολούθησαν, με τα φτερά κάπως πεσμένα. Ο Ραντ στάθηκε μόνος του στην κύρια αίθουσα. Μετά από τόσο κόσμο, ήταν πραγματικά μοναχικό μέρος.

Έτρεξε στην κουζίνα, όπου μια λαντζιέρισσα δούλευε ακόμα. Του έβαλε ένα φλιτζάνι γάλα από μια μεγάλη πήλινη κανάτα.

Εκεί που έβγαινε από την κουζίνα πίνοντας, μια μορφή, με μουντό μαύρο χρώμα, ξεκίνησε να τον πλησιάζει από την άλλη άκρη του διαδρόμου και ύψωσε τα χλωμά χέρια της για να τραβήξει την κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπο. Ο μανδύας κρεμόταν ακίνητος, καθώς η μορφή προχωρούσε και το πρόσωπο... Πρόσωπο ανδρικό, αλλά κάτασπρο, σαν σαλιγκάρι κάτω από πέτρα και δίχως μάτια. Από τα λαδωμένα μελαχρινά μαλλιά, ως τα αφράτα μάγουλα το πρόσωπο ήταν λείο, σαν τσόφλι αυγού. Ο Ραντ στραβοκατάπιε, φτύνοντας το γάλα.

“Είσαι ένας από κείνους, μικρέ”, είπε ο Ξέθωρος, μ’ ένα βραχνό ψίθυρο, σαν λίμα που σερνόταν αργά σε κόκαλο.

Ο Ραντ, ρίχνοντας κάτω το φλιτζάνι, έκανε πίσω. Ήθελε να τρέξει, μα μπορούσε μονάχα να βάλει τα πόδια του να κάνουν αργά, διστακτικά βήματα προς τα πίσω. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από κείνο το ανόφθαλμο πρόσωπό· το βλέμμα του ήταν αιχμαλωτισμένο και το στομάχι του ανακατευόταν. Προσπάθησε να φωνάξει βοήθεια, να ουρλιάξει· το λαρύγγι του ήταν σαν πέτρα. Η κάθε τραχιά ανάσα που έπαιρνε τον πονούσε.

Ο Ξέθωρος πλησίασε με απαλές κινήσεις, δίχως βιασύνη. Τα βήματα του είχαν μια λυγερή, θανατηφόρα χάρη, σαν οχιά, και την ομοιότητα τόνιζαν τα επικαλυπτόμενα μαύρα ελάσματα του θώρακα στο στήθος του. Τα λεπτά, άχρωμα χείλη έστριβαν μ’ ένα μοχθηρό χαμόγελο, που γινόταν πιο κοροϊδευτικό, επειδή, αντί για μάτια, υπήρχε μόνο λεία, ωχρή επιδερμίδα. Η φωνή έκανε τη φωνή του Μπόρνχαλντ να μοιάζει ζεστή και φιλική. “Πού είναι οι άλλοι; Ξέρω ότι είναι εδώ. Μίλα, μικρέ, και θα σε αφήσω να ζήσεις”.

Η πλάτη του Ραντ χτύπησε ξύλο, τοίχου ή πόρτας — του ήταν αδύνατον να κοιτάξει γύρω και να δει. Τώρα που τα πόδια του είχαν σταματήσει, δεν μπορούσε να τα βάλει να ξαναπερπατήσουν. Ανατρίχιασε, βλέποντας τον Μυρντράαλ να πλησιάζει με τη συρτή του κίνηση. Το τρέμουλο του κορμιού του δυνάμωνε με την κάθε αργή δρασκελιά.

“Μίλα σου λέω, αλλιώς—”

Από πάνω ακούστηκαν μπότες και γοργά βήματα, από τις σκάλες που ξεκινούσαν από τον διάδρομο, και ο Μυρντράαλ σταμάτησε και στριφογύρισε. Ο μανδύας έμεινε ακίνητος. Για μια στιγμή ο Ξέθωρος έγειρε το κεφάλι, σαν να μπορούσε εκείνη η ανόφθαλμη ματιά να τρυπήσει τον ξύλινο τοίχο. Ένα σπαθί εμφανίστηκε, σε ένα χέρι νεκρικά χλωμό, με λεπίδα μαύρη σαν τον μανδύα. Το ποδοβολητό δυνάμωσε και ο Ξέθωρος στράφηκε πάλι στον Ραντ, κινούμενος σαν να μην είχαν κόκαλα τα μέλη του. Η μαύρη λεπίδα υψώθηκε· τα στενά χείλη τραβήχτηκαν απειλητικά.

Ο Ραντ, τρέμοντας, κατάλαβε ότι θα πέθαινε. Ατσάλι μαύρο σαν τη νύχτα άστραψε κοντά στο κεφάλι του... και σταμάτησε.

“Ανήκεις στον Μεγάλο Άρχοντα του Σκότους”. Η ασθματική βραχνάδα της φωνής του ήχησε σαν νύχια που έξυναν πλάκα. “Είσαι δικός του”.

Ο Ξέθωρος στριφογύρισε, τόσο γρήγορα που ήταν σαν μια θολούρα, χίμηξε στο διάδρομο, έφυγε μακριά από τον Ραντ. Οι σκιές στην άλλη άκρη απλώθηκαν και τον αγκάλιασαν και χάθηκε.

Ο Λαν κατέβηκε πηδώντας τα τελευταία σκαλιά, έπεσε βροντερά, με το σπαθί στο χέρι.

Ο Ραντ πάσχισε να ξαναβρεί τη φωνή του. “Ξέθωρος”, είπε πνιχτά. “Ήταν...” Θυμήθηκε ξαφνικά το σπαθί του. Όταν τον κοίταζε ο Μυρντράαλ, δεν το είχε σκεφτεί. Έπιασε τώρα τη λεπίδα με το σημάδι του ερωδιού, χωρίς να τον νοιάζει αν ήταν πολύ αργά. “Έτρεξε προς τα κει!”

Ο Λαν ένευσε αφηρημένα· έμοιαζε να ακούει κάτι άλλο. “Ναι. Φεύγει. Ξεθωριάζει. Δεν προλαβαίνω να τον καταδιώξω. Φεύγουμε, βοσκέ”.

Κι άλλες μπότες ακούστηκαν να κατεβαίνουν τις σκάλες· ο Ματ και ο Πέριν και ο Θομ, φορτωμένοι κουβέρτες και σακίδια σέλας. Ο Ματ ακόμα τύλιγε την κουβέρτα του, ενώ έσφιγγε άβολα το τόξο κάτω από τη μασχάλη.

“Φεύγουμε;” είπε ο Ραντ. “Θηκάρωσε το σπαθί του, πήρε τα πράγματά του από τον Θομ. “Τώρα; Νυχτιάτικα;”

“Θέλεις να περιμένεις το γυρισμό του Ημιάνθρωπου, βοσκέ;” είπε ανυπόμονα ο Πρόμαχος. “Να έρθουν πεντ’ έξι από δαύτους; Τώρα ξέρει πού είμαστε”.

“Θα έρθω πάλι με σας”, είπε ο Θομ στον Πρόμαχο, “αν δεν έχεις αντίρρηση. Είναι πολλοί αυτοί που θυμούνται πως έφτασα εδώ μαζί σας. Φοβάμαι πως αύριο σ’ αυτό το μέρος θα είναι πολύ κακό να με θεωρούν φίλο σας”.

“Ή μαζί μας, ή στο Σάγιολ Γκουλ, Βάρδε”. Θηκάρωσε το σπαθί του με τόση δύναμη, που η θήκη κουδούνισε.

Ένας σταβλίτης μπήκε από την πίσω πόρτα και τους προσπέρασε τρέχοντας, ύστερα φάνηκε η Μουαραίν μαζί με τον αφέντη Φιτς και πίσω τους η Εγκουέν, με το σάλι διπλωμένο στην αγκαλιά της. Και η Νυνάβε. Η Εγκουέν φαινόταν τρομαγμένη κι έτοιμη να βάλει τα κλάματα, αλλά το πρόσωπο της Σοφίας ήταν μια μάσκα ψυχρού θυμού.

“Πρέπει να το πάρεις σοβαρά”, έλεγε η Μουαραίν στον πανδοχέα. “Οπωσδήποτε το πρωί θα έχεις φασαρίες. Ίσως από Σκοτεινόφιλους· ίσως από χειρότερα. Όταν έρθουν, ξεκαθάρισε αμέσως ότι έχουμε φύγει. Μην προβάλεις αντίσταση. Απλώς πες τους, όποιοι κι αν είναι, ότι φύγαμε μέσα στη νύχτα και μάλλον δεν θα σε ενοχλήσουν άλλο. Εμάς θέλουν”.

“Μην σε νοιάζουν οι φασαρίες”, απάντησε ευδιάθετα ο αφέντης Φιτς. “Καθόλου, μα καθόλου. Αν έρθουν κάποιοι στο πανδοχείο μου να τα βάλουν με τους καλεσμένους μου... τα παλικάρια μου κι εγώ θα τους δείξουμε. Θα τους δείξουμε. Και δεν θα μας πάρουν κουβέντα για το αν φύγατε, πότε φύγατε, αν ήσασταν καν ποτέ εδώ. Δεν θέλω ανθρώπους σαν και του λόγου τους. Ούτε λέξη δεν θα πει κανείς για σας εδώ. Ούτε λέξη!”

“Αλλά—”

“Κυρά Άλυς, πρέπει να φροντίσω τα άλογά σας, αν θέλετε να είναι όλα εντάξει όταν φύγετε”. Ξέφυγε από το χέρι της, που τον έσφιγγε από το μανίκι και πήγε βιαστικά προς τους στάβλους.

Η Μουαραίν αναστέναξε εκνευρισμένη. “Αγύριστο κεφάλι. Δεν ακούει τίποτα”.

“Λες να έρθουν Τρόλοκ εδώ πέρα για να μας κυνηγήσουν;” ρώτησε ο Ματ.

“Τρόλοκ!” είπε απότομα η Μουαραίν. “Και βέβαια όχι! Υπάρχουν κι άλλα πράγματα να φοβηθούμε και το πώς μας βρήκαν δεν είναι διόλου ασήμαντο”. Αγνόησε τον Ματ, που φαινόταν αναστατωμένος και συνέχισε. “Ο Ξέθωρος σίγουρα καταλαβαίνει ότι δεν θα μείνουμε εδώ, τώρα που ξέρουμε ότι μας βρήκε, αλλά ο αφέντης Φιτς παίρνει πολύ αψήφιστα τους Σκοτεινόφιλους. Τους αντιμετωπίζει σαν εξαθλιωμένα όντα, που κρύβονται στις σκιές, αλλά μπορείς να βρεις Σκοτεινόφιλους στα μαγαζιά και τους δρόμους κάθε πόλης και στα ανώτατα αξιώματα επίσης. Ο Μυρντράαλ ίσως τους στείλει για να δει αν μπορεί να μάθει τα σχέδιά μας”. Έκανε στροφή μ ατόπου κι έφυγε, με τον Λαν από κοντά.

Καθώς πήγαιναν στο στάβλο, ο Ραντ πήγε δίπλα στη Νυνάβε. Είχε κι εκείνη τα σακίδια και τις κουβέρτες της. “Τελικά έρχεσαι μαζί μας”, της είπε. Η Μιν είχε δίκιο.

“Υπήρχε στ’ αλήθεια κάτι εδώ πέρα;” τον ρώτησε χαμηλόφωνα. “Εκείνη είπε ότι ήταν-” Σταμάτησε απότομα και τον κοίταξε.

“Ένας Ξέθωρος”, της απάντησε. Έμεινε έκπληκτος που το έλεγε τόσο γαλήνια. “Ήταν στην κεντρική αίθουσα μαζί μου και ύστερα ήρθε ο Λαν”.

Η Νυνάβε έστρωσε το μανδύα της, επειδή φυσούσε αέρας όπως έβγαιναν από το πανδοχείο. “Ίσως κάτι να σας κυνηγά. Αλλά ήρθα για να σας πάω σώους κι αβλαβείς στο Πεδίο του Έμοντ και δεν φεύγω αν δεν το κάνω αυτό. Δεν θα σας αφήσω μόνους με κάποιαν σαν κι αυτήν”. Φώτα κινούνταν στους στάβλους, όπου οι σταβλίτες σέλωναν τα άλογα.

“Ματς!” φώναξε ο πανδοχέας από την πόρτα του στάβλου, όπου στεκόταν μαζί με τη Μουαραίν. “Πάρε τα πόδια σου!” Ξαναστράφηκε ο’ αυτήν, φάνηκε να προσπαθεί να την καθησυχάσει, χωρίς να την ακούει στ’ αλήθεια· το έκανε όμως με σεβασμό, ενώ, ταυτόχρονα, πότε υποκλινόταν και πότε φώναζε διαταγές στους ανθρώπους του.

Οι σταβλίτες έβγαλαν τα άλογα έξω, γκρινιάζοντας για το περασμένο της ώρας και για τη φούρια. Ο Ραντ κράτησε το δέμα ι ης Εγκουέν και της το έδωσε, όταν εκείνη ανέβηκε στη ράχη της Μπέλα. Τον κοίταξε με μάτια διάπλατα, φοβισμένα. Τουλάχιστον, τώρα, δεν το βλέπει σαν περιπέτεια.

Ντράπηκε, αμέσως μόλις το σκέφτηκε. Η Εγκουέν κινδύνευε εξαιτίας του Ραντ και των άλλων. Ακόμα και αν επέστρεφε μόνη στο Πεδίο του Έμοντ, θα ήταν πιο ασφαλής από το να έρθει μαζί τούς. “Εγκουέν...”

Οι λέξεις ξεψύχησαν στο στόμα του. Ήταν τόσο πεισματάρα που δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει πίσω, αφού είχε πει ότι θα πήγαινε ως την Ταρ Βάλον. Και το άλλο που είδε η Μιν; Είναι μέρος όλων αυτών. Φως μου, μέρος ποιων;

“Εγκουέν”, είπε. “Λυπάμαι. Φαίνεται ότι δεν μπορώ πια να σκεφτώ λογικά”.

Εκείνη έγειρε και έσφιξε το χέρι του με δύναμη. Στο φως που έπεφτε από το στάβλο είδε το πρόσωπό της καθαρά. Δεν φαινόταν φοβισμένη όσο πριν.

Όταν ανέβηκαν όλοι στα άλογα, ο αφέντης Φιτς επέμεινε να τους οδηγήσει ως τις πύλες, ενώ οι σταβλίτες του φώτιζαν το δρόμο με τις λάμπες τους. Ο κοιλαράς πανδοχέας υποκλίθηκε καθώς έβγαιναν, διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα φύλαγε τα μυστικά τους, προσκαλώντας τους να ξανάρθουν. Ο Ματς τους παρακολούθησε να φεύγουν με το ίδιο ξινό βλέμμα που είχε όταν έρχονταν.

Να ένας, σκέφτηκε ο Ραντ, που δεν θα έδειχνε τίποτα σε κανέναν, ή, μάλλον, θα έδειχνε τα πάντα. Στον πρώτο που θα τον ρωτούσε, ο Ματς θα έλεγε πότε είχαν φύγει και ό,τι άλλο ήξερε. Όταν προχώρησαν λίγο, γύρισε και κοίταξε. Μια φιγούρα στεκόταν εκεί με τη λάμπα υψωμένη, κοιτάζοντάς τους. Δεν είχε ανάγκη να δει το πρόσωπο για να καταλάβει ότι ήταν ο Ματς.

Οι δρόμοι του Μπάερλον ήταν έρημοι τέτοια ώρα νυχτιάτικα· μόνο μερικές αμυδρές λάμψεις ξέφευγαν από τα ασφαλισμένα παντζούρια και το φως ενός φεγγαριού, στο τελευταίο τέταρτο του, δυνάμωνε και έσβηνε, μαζί με τα σύννεφα που παράσερνε ο άνεμος. Όλο και κάποιο σκυλί τους γάβγιζε, καθώς περνούσαν από κάποιο σοκάκι, αλλά κανένας άλλος ήχος δεν τάραζε τη νύχτα, παρά μόνο οι οπλές των αλόγων τους και ο άνεμος που αλυχτούσε στις στέγες. Οι καβαλάρηδες ήταν βυθισμένοι σε σιωπή ακόμα πιο βαθιά, κουκουλωμένοι με τους μανδύες και με τις σκέψεις τους.

Τους οδηγούσε ο Πρόμαχος, ως συνήθως, με τη Μουαραίν και την Εγκουέν κοντά πίσω του. Η Νυνάβε έμενε κοντά στην κοπέλα και οι άλλοι έπονταν, με τα άλογά τους δίπλα-δίπλα. Ο Λαν κρατούσε ταχύ ρυθμό.

Ο Ραντ παρακολουθούσε επιφυλακτικά τους δρόμους γύρω τους και πρόσεξε ότι και οι φίλοι του έκαναν το ίδιο. Οι σκιές του φεγγαριού, που έπαιζαν, έμοιαζαν με τις σκιές στην άκρη του διαδρόμου, που φαίνονταν να εκτείνονται προς τον Ξέθωρο. Όταν τύχαινε να ακουστεί κάποιος ήχος, ο κρότος ενός βαρελιού, ή άλλο ένα σκυλί να γαβγίζει, όλα τα κεφάλια τινάζονταν. Σιγά-σιγά, λίγο-λίγο, καθώς διέσχιζαν την πόλη, όλοι πλησίαζαν τα άλογά τους κοντά στο μαύρο επιβήτορα του Λαν και τη λευκή φοράδα της Μουαραίν.

Στην Πύλη Κάεμλυν, ο Λαν ξεπέζεψε και χτύπησε απανωτές γροθιές στην πόρτα ενός μικρού τετράγωνου πέτρινου φυλακίου, που έστεκε δίπλα στο τείχος. Εμφανίστηκε ένας κουρασμένος βιγλάτορας της πύλης, που έτριβε νυσταγμένα το πρόσωπό του. Όταν του μίλησε ο Λαν, η νύστα του χάθηκε και κοίταξε τους άλλους, πέρα από τον Πρόμαχο.

“Θέλετε να φύγετε;” έκραξε. “Τώρα; Νυχτιάτικα; Κάποια βίδα θα σας έστριψε!”

“Εκτός αν υπάρχει διαταγή από τον Κυβερνήτη, που να απαγορεύει την αναχώρηση μας”, είπε η Μουαραίν. Είχε ξεπεζέψει κι αυτή, αλλά στεκόταν μακριά από την πόρτα, στο φως που χυνόταν στο σκοτεινό δρόμο.

“Όχι ακριβώς, κυρά”. Ο Βιγλάτορας την κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια καθώς προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπό της. “Αλλά οι πύλες μένουν κλειστές από τη δύση του ήλιου ως την ανατολή. Κανένας δεν μπαίνει, παρά μόνο με το φως της μέρας. Έτσι λέει η διαταγή. Εν πάση περιπτώσει, εκεί έξω έχει λύκους. Την περασμένη βδομάδα σκότωσαν πάνω από δέκα γελάδες. Θα σκότωναν πανεύκολα και ανθρώπους ακόμα”.

“Κανένας να μην μπει, μα δεν λέει να μην φύγει κανένας”, είπε η Μουαραίν, σαν να ξεκαθάριζε έτσι το ζήτημα. “Βλέπεις; Δεν σου ζητάμε να παρακούσεις τον Κυβερνήτη”.

Ο Λαν έβαλε κάτι στο χέρι του βιγλάτορα. “Για τον κόπο σου”, μουρμούρισε.

“Μάλλον”, είπε αργά ο βιγλάτορας. Κοίταξε το χέρι του· το χρυσάφι έλαμψε και το έχωσε βιαστικά στην τσέπη. “Μάλλον δεν έλεγε τίποτα για όσους φεύγουν. Μια στιγμή”. Έχωσε το κεφάλι του μέσα. “Άριν! Νταρ! Βγείτε να βάλετε ένα χεράκι να ανοίξουμε την πύλη. Είναι κόσμος που θέλει να φύγει. Μην το συζητάτε. Ανοίξτε”,

Από το κτίριο εμφανίστηκαν άλλοι δύο της σκοπιάς της πύλης, σταματώντας για να κοιτάξουν νυσταγμένοι κι έκπληκτοι την οκταμελή ομάδα που περίμενε να φύγει. Με την προτροπή του πρώτου βιγλάτορα, πήγαν να γυρίσουν το μεγάλο τροχό, που ύψωνε τη χοντρή αμπάρα των πυλών και μετά άρχισαν να τις τραβούν για να ανοίξουν. Η μανιβέλα με την καστάνια έβγαλε ένα γοργό κροτάλισμα, αλλά οι καλολαδωμένες πύλες άνοιξαν σιωπηλά. Πριν όμως ανοίξουν, έστω ως τη μέση, μια ψυχρή φωνή μίλησε από το σκοτάδι.

“Τι είναι αυτό; Δεν υπάρχει διαταγή να κλείνουν αυτές οι πύλες ως την αυγή;”

Πέντε άνδρες με λευκούς μανδύες προχώρησαν στο φως του φυλακίου. Οι κουκούλες τους ήταν ανεβασμένες κι έκρυβαν τα πρόσωπά τους, όμως όλοι είχαν το χέρι στο σπαθί και ο χρυσός ήλιος στο αριστερό στήθος τους έδειχνε καθαρά ποιοι ήταν. Ο Ματ μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του. Οι βιγλάτορες σταμάτησαν να γυρνούν την καστάνια και αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές.

“Δεν είναι δική σας υπόθεση”, είπε επιθετικά ο πρώτος βιγλάτορας. Πέντε λευκές κουκούλες γύρισαν για να τον κοιτάξουν κι αυτός συνέχισε κάπως πιο ασθενικά. “Τα Τέκνα δεν έχουν δικαιοδοσία εδώ. Ο Κυβερνήτης—”

“Τα Τέκνα του Φωτός”, είπε με απαλή φωνή ο άνδρας με το λευκό μανδύα που είχε μιλήσει πρώτος, “έχουν δικαιοδοσία όπου οι άνθρωποι περπατούν στο Φως. Τους διώχνουν μόνο εκεί που βασιλεύει η Σκιά του Σκοτεινού, έτσι δεν είναι;” Στράφηκε με την κουκούλα του από τον βιγλάτορα προς τον Λαν και ξαφνικά έριξε δεύτερη, πιο επιφυλακτική ματιά στον Πρόμαχο.

Ο Πρόμαχος δεν είχε σαλέψει· έμοιαζε να στέκεται άνετος και χαλαρός. Αλλά δεν υπήρχαν πολλοί που να μπορούν να κοιτάξουν τα Τέκνα με τόση αμεριμνησία. Το απαθές πρόσωπο του Λαν ήταν λες και κοίταζε κάποιον λούστρο. Όταν ο Λευκομανδίτης ξαναμίλησε, ακούστηκε καχύποπτος.

“Τι άνθρωποι είναι αυτοί, που θέλουν να φύγουν από τα τείχη της πόλης νυχτιάτικα σε τέτοιους καιρούς; Τώρα που οι λύκοι λυμαίνονται το σκοτάδι και το πλάσμα του Σκοτεινού θεάθηκε να πετά πάνω από την πόλη;” Κοίταξε την πλεκτή δερμάτινη λωρίδα που περνούσε από το μέτωπο του Λαν και συγκρατούσε τα μακριά μαλλιά του. “Είσαι βόρειος, ε;”

Ο Ραντ καμπούριασε στη σέλα του. Ένα Ντραγκχάρ. Σίγουρα αυτό ήταν, εκτός αν ο άνθρωπος που μιλούσε ονόμαζε πλάσμα του Σκοτεινού ό,τι δεν καταλάβαινε. Αφού είχε εμφανιστεί Ξέθωρος στο Ελάφι και το Λιοντάρι, ο Ραντ έπρεπε να περιμένει ότι θα υπήρχε και Ντραγκχάρ, αλλά τώρα ο νους του σκεφτόταν άλλα. Του φαινόταν ότι γνώριζε τη φωνή του Λευκομανδίτη.

“Ταξιδιώτες”, απάντησε ο Λαν γαλήνια. “Που δεν ενδιαφέρουν ούτε εσένα, ούτε τους δικούς σου”.

“Όλοι ενδιαφέρουν τα Τέκνα του Φωτός”.

Ο Λαν κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. “Στ’ αλήθεια, θες να μπλέξεις χειρότερα με τον Κυβερνήτη; Περιόρισε τον αριθμό των δικών σου στην πόλη, έβαλε ακόμα και να σε παρακολουθήσουν. Τι θα κάνει όταν ανακαλύψει ότι παρενοχλείς έντιμους πολίτες στις πύλες;” Στράφηκε στους βιγλάτορες. “Γιατί σταματήσατε;” Εκείνοι δίστασαν, ξανάπιασαν την καστάνια, δίστασαν πάλι, όταν μίλησε ο Λευκομανδίτης.

“Ο Κυβερνήτης δεν ξέρει τι γίνεται κάτω από τη μύτη του. Υπάρχει κακό, που ούτε το βλέπει, ούτε το μυρίζει. Αλλά τα Τέκνα του Φωτός βλέπουν”. Οι βιγλάτορες κοιτάχτηκαν ανοιγόκλεισαν τα χέρια, σαν να μετάνιωναν που είχαν αφήσει τα δόρατα στο κτίριο. “Τα Τέκνα του Φωτός μυρίζουν το κακό”. Τα μάτια του Λευκομανδίτη στράφηκαν στους ανθρώπους στα άλογα. “Το μυριζόμαστε και το ξεριζώνουμε. Όπου το βρούμε”.

Ο Ραντ προσπάθησε να γίνει ακόμα πιο μικρός, αλλά η κίνηση τράβηξε την προσοχή του άλλου.

“Τι έχουμε εδώ; Κάποιον που δεν θέλει να φανεί; Τι θα — Α!” Ο άνδρας τράβηξε πίσω την κουκούλα του λευκού μανδύα του και ο Ραντ κοίταξε το πρόσωπο που ήξερε ότι ήταν εκεί. Ο Μπόρνχαλντ ένευσε με ολοφάνερη ικανοποίηση. “Προφανώς, Βιγλάτορα, σε έσωσα από μεγάλη καταστροφή. Αυτοί, τους οποίους θα βοηθούσες να το σκάσουν από το Φως, είναι Σκοτεινόφιλοι. Κάποιος πρέπει να σε αναφέρει στον Κυβερνήτη σου για να τιμωρηθείς, ή, ίσως, πρέπει να παραδοθείς στους Εξεταστές, για να ανακαλύψουν τι πραγματικά σκόπευες να κάνεις απόψε”. Κοντοστάθηκε, βλέποντας το φόβο του Βιγλάτορα· δεν φαινόταν να τον επηρεάζει. “Δεν θα το επιθυμούσες, ε; Αντίθετα, θα πάρω αυτά τα καθάρματα στο στρατόπεδό μας, ώστε να τους ανακρίνουμε στο Φως — αντί για σένα, ε;”

“Θα με πας στο στρατόπεδό σου, Λευκομανδίτη;” Η φωνή της Μουαραίν ακούστηκε ξαφνικά από όλες τις κατευθύνσεις. Είχε χωθεί στη νύχτα όταν πλησίαζαν τα Τέκνα και την τύλιγαν σκιές. “Θα με ανακρίνεις;” Το σκοτάδι παιχνίδιζε πάνω της, καθώς έκανε ένα βήμα μπροστά· την έκανε να φαίνεται ψηλότερη. “Θα μου κλείσεις το δρόμο;”

Άλλο ένα βήμα και ο Ραντ έβγαλε μια κοφτή ανάσα. Ήταν πράγματι ψηλότερη, το κεφάλι της στο ίδιο ύψος με το δικό του, αν και ο ίδιος καθόταν στην πλάτη του γκρίζου αλόγου. Οι σκιές κρέμονταν από το πρόσωπό της, σαν σύννεφα καταιγίδας.

“Άες Σεντάι!”, φώναξε ο Μπόρνχαλντ και πέντε σπαθιά βγήκαν αστράφτοντας από τις θήκες τους. “Πέθανε!” Οι άλλοι τέσσερις δίστασαν, αλλά εκείνος έκανε να την κόψει με την ίδια κίνηση που ξεθηκάρωνε το σπαθί.

Ο Ραντ φώναξε, καθώς η Μουαραίν σήκωνε το ραβδί της για να σταματήσει τη λεπίδα. Το ξύλο με τα λεπτεπίλεπτα σκαλίσματα δεν είχε καμία πιθανότητα να σταματήσει τη δυνατή κίνηση του ατσαλιού. Το σπαθί αντάμωσε το ραβδί και σπίθες πετάχτηκαν σαν σιντριβάνι μ’ ένα οξύ μουγκρητό, που έριξε τον Μπόρνχαλντ πίσω στους συντρόφους του. Και οι πέντε έπεσαν φύρδην-μίγδην. Πλοκάμια καπνού υψωνόταν από το σπαθί του Μπόρνχαλντ, που ήταν στο έδαφος δίπλα του, με τη λεπίδα στραβωμένη σε ορθή γωνία στο σημείο που είχε σχεδόν λιώσει, έτοιμο να κοπεί στα δύο.

“Τολμάς να μου επιτίθεσαι!” Η φωνή της Μουαραίν βρυχήθηκε σαν ανεμοστρόβιλος. Σκιές στροβιλίστηκαν γύρω της, την έντυσαν σαν μανδύας με κουκούλα· ήταν ψηλή, όσο το τείχος της πόλης. Έριχνε το άγριο βλέμμα της χαμηλά, σαν γίγαντας που κοιτάζει έντομα.

“Φύγετε!” φώναξε ο Λαν. Με μια αστραπιαία κίνηση άρπαξε τα χαλινάρια της φοράδας της Μουαραίν και πήδηξε στη σέλα του αλόγου του. “Τώρα!” πρόσταξε. Οι ώμοι του χάιδεψαν και τα δύο φύλλα της πύλης, καθώς ο επιβήτοράς του περνούσε από το στενό άνοιγμα, σαν πέτρα που την είχε πετάξει κάποιος.

Για μια στιγμή ο Ραντ έμεινε μαρμαρωμένος, κοιτάζοντας. Τώρα το κεφάλι της Μουαραίν έστεκε πάνω από το τείχος. Τόσο οι βιγλάτορες, όσο και τα Τέκνα είχαν ζαρώσει μπροστά της, κουλουριασμένοι, με τις πλάτες ν’ ακουμπούν την πρόσοψη του φυλακίου. Το πρόσωπο της Άες Σεντάι ήταν χαμένο στη νύχτα, αλλά τα μάτια της, μεγάλα σαν πανσέληνοι, φάνηκαν να λάμπουν με ανυπομονησία και θυμό όταν τον κοίταξαν. Ξεροκατάπιε, κλώτσησε τον Κλάουντ στα πλευρά και κάλπασε πίσω από τους άλλους.

Πενήντα βήματα μετά το τείχος, ο Λαν σταμάτησε και ο Ραντ κοίταξε πίσω. Η σκιώδης μορφή της Μουαραίν ορθωνόταν ψηλά πάνω από τα ξύλινα τείχη, με το κεφάλι και τους ώμους να έχουν σκοτεινή απόχρωση, βαθύτερη από τον ουρανό της νύχτας, περικυκλωμένη από την ασημένια άλω του κρυμμένου φεγγαριού. Όπως την κοίταζε χάσκοντας, η Άες Σεντάι δρασκέλισε το τείχος. Οι πύλες άρχισαν να κλείνουν βιαστικά. Μόλις τα πόδια της βρέθηκαν έξω στο έδαφος, ξαφνικά φάνηκε να έχει το φυσιολογικό της ύψος.

“Μην κλείνετε τις πύλες!” φώναξε μια τρεμάμενη φωνή μέσα από το τείχος. Ο Ραντ πίστεψε πως ήταν ο Μπόρνχαλντ. “Πρέπει να τους καταδιώξουμε και να τους συλλάβουμε!” Αλλά οι βιγλάτορες δεν σταμάτησαν. Οι πύλες βρόντηξαν κι έκλεισαν και, μερικές στιγμές αργότερα, η αμπάρα έπεσε με κρότο, ασφαλίζοντάς τις. Ίσως κάποιοι από τους Λευκομανδίτες δεν είναι πρόθυμοι, όσο ο Μπόρνχαλντ, να τα βάλουν με μια Άες Σεντάι.

Η Μουαραίν έτρεξε στην Αλντίμπ, χάιδεψε τη μύτη της λευκής φοράδας και μετά έχωσε το ραβδί της κάτω από την ίγγλα. Ο Ραντ, αυτή τη φορά, δεν χρειάστηκε να κοιτάξει για να σιγουρευτεί ότι το ραβδί δεν είχε ούτε γρατζουνιά.

“Ήσουν ψηλότερη από γίγαντα”, είπε η Εγκουέν με κομμένη την ανάσα. Κανένας άλλος δεν μίλησε, αν και ο Ματ και ο Πέριν τράβηξαν τα άλογά τους μακριά από την Άες Σεντάι.

“Ναι, ε;” είπε αφηρημένα η Μουαραίν, καθώς ανέβαινε στη σέλα.

“Σε είδα”, διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν.

“Τη νύχτα το μυαλό θολώνει· το μάτι βλέπει αυτό που δεν υπάρχει”.

“Δεν είναι ώρα για παιχνίδια”, έκανε θυμωμένα η Νυνάβε, αλλά η Μουαραίν τη διέκοψε.

“Πράγματι, δεν είναι ώρα για παιχνίδια. Ό,τι κερδίσαμε στο Ελάφι και το Λιοντάρι ίσως το χάσαμε εδώ”. Κοίταξε την πύλη πίσω της και κούνησε το κεφάλι. “Μακάρι να πίστευα ότι το Ντραγκχάρ είναι στο έδαφος”. Ξεφύσηξε και πρόσθεσε ειρωνικά, “Μακάρι οι Μυρντράαλ να ήταν στ’ αλήθεια τυφλοί. Αν είναι να κάνω ευχές, ας ευχηθώ γι’ αυτό που είναι πραγματικά αδύνατο. Δεν έχει σημασία. Ξέρουν το δρόμο που πρέπει να πάρουμε, αλλά με λίγη τύχη θα είμαστε συνεχώς ένα βήμα μπροστά τους. Λαν!”

Ο Πρόμαχος πήρε το Δρόμο του Κάεμλυν με κατεύθυνση ανατολική και οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν από κοντά, με τις οπλές να χτυπούν ρυθμικά το σκληρό, πατημένο χώμα.

Προχωρούσαν με άνετο ρυθμό, με ένα γρήγορο βηματισμό, τον οποίο τα άλογα μπορούσαν να κρατήσουν πολλές ώρες χωρίς τη βοήθεια της Άες Σεντάι. Πριν κλείσουν μια ώρα στο δρόμο, ο Ματ κραύγασε κι έδειξε το μέρος απ’ όπου είχαν έρθει.

“Κοιτάξτε εκεί!”

Τράβηξαν τα χαλινάρια και στάθηκαν κοιτάζοντας.

Φλόγες φώτιζαν τη νύχτα πάνω από το Μπάερλον, σαν να είχε ανάψει κάποιος πελώρια πυρά, που έβαφε τα σύννεφα κόκκινα από κάτω. Ο άνεμος τίναζε με μανία σπίθες στον ουρανό.

“Τον προειδοποίησα”, είπε η Μουαραίν, “αλλά δεν ήθελε να το πάρει στα σοβαρά”. Η Αλντίμπ έκανε μερικά χορευτικά βήματα προς το πλάι, σαν ηχώ της απογοήτευσης της Άες Σεντάι. “Δεν ήθελε να το πάρει στα σοβαρά”.

“Το πανδοχείο;” είπε ο Πέριν. “Αυτό είναι το Ελάφι και το Λιοντάρι; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη;”

“Τι περιθώριο υπάρχει για συμπτώσεις;” ρώτησε ο Θομ. “Θα μπορούσε να είναι το σπίτι του Κυβερνήτη, αλλά δεν είναι. Και δεν είναι αποθήκη, ούτε η κουζίνα κάποιου, ούτε ο αχυρώνας της γιαγιάς σου”.

“Ίσως το Φως να λάμπει λίγο πάνω μας απόψε”, είπε ο Λαν, και η Εγκουέν τον κοίταξε άγρια.

“Πώς τολμάς να λες τέτοια πράγματα; Το πανδοχείο του καημένου του αφέντη Φιτς καίγεται! Μπορεί να χτυπήσει κόσμος, ή να καεί!”

“Αν επιτέθηκαν στο πανδοχείο”, είπε η Μουαραίν, “ίσως η έξοδός μας από την πόλη και η... επίδειξη μου να πέρασαν απαρατηρητές”.

“Εκτός αν αυτό θέλει να νομίζουμε ο Μυρντράαλ”, πρόσθεσε ο Λαν.

Η Μουαραίν ένευσε στο σκοτάδι. “Ίσως. Όπως και να ’χει, πρέπει να προχωρήσουμε. Απόψε δεν έχει ξεκούραση, για κανέναν μας”.

“Το λες τόσο ανέμελα, Μουαραίν”, αναφώνησε η Νυνάβε. “Και οι άνθρωποι στο πανδοχείο; Κάποιοι θα χτύπησαν και ο πανδοχέας έχασε το βιός του, εξαιτίας σου! Αες για το Φως και από την άλλη είσαι έτοιμη να φύγεις χωρίς λίγη έγνοια γι’ αυτόν. Αυτό που έπαθε οφείλεται σε σένα!”

“Οφείλεται σ’ αυτούς τους τρεις”, είπε θυμωμένος ο Λαν. “Η πυρκαγιά, οι τραυματισμένοι, η φυγή — όλα οφείλονται σ’ αυτούς τούς τρεις. Το γεγονός ότι το τίμημα πρέπει να πληρωθεί είναι απόδειξη ότι αξίζει να πληρωθεί. Ο Σκοτεινός θέλει τα μικρά σου και, αν θέλει κάτι τόσο πολύ, πρέπει να του το πάρουμε. Ή θα προτιμούσες να τους αφήσεις στους Ξέθωρους;”

“Ηρέμησε, Λαν”, είπε η Μουαραίν. “Ηρέμησε. Σοφία, νομίζεις όμ μπορώ να βοηθήσω τον αφέντη Φιτς και τους ανθρώπους στο πανδοχείο; Ε, λοιπόν, έχεις δίκιο”. Η Νυνάβε έκανε να πει κάτι, αλλά η Μουαραίν την έκοψε με μια κίνηση του χεριού και συνέχισε. ’’ Μπορώ να γυρίσω μόνη μου και να προσφέρω λίγη βοήθεια. Όχι πολλή, φυσικά. Αυτό θα τραβούσε την προσοχή σ’ αυτούς που θα βοηθούσα, προσοχή για την οποία δεν θα με ευχαριστούσαν, ειδικά τώρα που τα Τέκνα του Φωτός είναι στην πόλη. Κι έτσι θα έμενε μόνο ο Λαν για να προστατεύσει εσάς. Είναι πολύ καλός, αλλά δεν μπορεί μόνος του, αν σας βρουν ένα Μυρντράαλ και μια γροθιά Τρόλοκ. Φυσικά θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε όλοι, αν και αμφιβάλλω αν μπορώ να μας ξαναβάλω όλους στο Μπάερλον απαρατήρητους. Κι αυτό θα σας άφηνε εκτεθειμένους σ’ αυτόν που έβαλε τη φωτιά, για να μην αναφέρω και τους Λευκομανδίτες. Στη θέση μου ποια εναλλακτική λύση θα διάλεγες, Σοφία;”

“Κάτι θα έκανα”, μουρμούρισε απρόθυμα η Νυνάβε.

“Και, κατά πάσα πιθανότητα, θα χάριζες στον Σκοτεινό τη νίκη”, απάντησε η Μουαραίν. “Μην ξεχνάς τι —ποιους- θέλει. Είμαστε σε πόλεμο, ακριβώς όπως όλοι στη Γκεάλνταν, αν και εκεί μάχονται χιλιάδες κι εδώ μονάχα οι οκτώ μας. Θα φροντίσω να σταλεί χρυσάφι στον αφέντη Φιτς, αρκετό για να ξαναχτίσει το Ελάφι και το Λιοντάρι, χρυσάφι που κανένας δεν θα μπορεί να βρει ότι προέρχεται από την Ταρ Βάλον. Και βοήθεια για όσους πληγώθηκαν. Οτιδήποτε παραπάνω θα τους βάλει σε κίνδυνο. Αντιλαμβάνεσαι πως δεν είναι καθόλου απλό. Λαν”. Ο Πρόμαχος έστριψε το άλογό του και συνέχισε την πορεία του.

Μερικές φορές ο Ραντ έριχνε μια ματιά πίσω. Στο τέλος, το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν η ανταύγεια στα σύννεφα και ακόμα κι αυτή χάθηκε στο σκοτάδι. Ευχήθηκε να ήταν καλά η Μιν.

Όλα ήταν ακόμα μαύρα σαν κάρβουνο, όταν ο Πρόμαχος τελικά τους έβγαλε από το πατημένο χώμα του δρόμου και ξεπέζεψε. Ο Ραντ υπολόγισε πως έμεναν, το πολύ, μια-δυο ώρες ακόμα ως την αυγή. Πεδίκλωσαν τα άλογα, που ήταν ακόμα σελωμένα και στρατοπέδευσαν χωρίς να ανάψουν φωτιά.

“Μια ώρα”, τους προειδοποίησε ο Λαν, καθώς όλοι εκτός από τον ίδιο κουκουλώνονταν με τις κουβέρτες τους. Θα φυλούσε σκοπιά, ενώ οι άλλοι θα κοιμούνταν. “Μια ώρα και μετά πρέπει να φεύγουμε”. Τους τύλιξε η σιωπή.

Μετά από μερικά λεπτά ο Ματ μίλησε στον Ραντ, μ’ έναν ψίθυρο που σχεδόν δεν ακουγόταν. “Αναρωτιέμαι τι άραγε να έκανε ο Νταβ με κείνο τον ασβό” Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι σιωπηλά και ο Ματ δίστασε. Στο τέλος είπε, “Ξέρεις, Ραντ, νόμιζα ότι ήμασταν ασφαλείς. Από τότε που περάσαμε τον Τάρεν δεν είδαμε τίποτα και ύστερα μπήκαμε στην πόλη, με τείχη ολόγυρά μας. Νόμιζα ότι ήμασταν ασφαλείς. Και μετά ήρθε το όνειρο. Και ένας Ξέθωρος. Θα είμαστε ποτέ ξανά ασφαλείς;”

“Μονάχα αν φτάσουμε στην Ταρ Βάλον”, είπε ο Ραντ. “Αυτό είπε εκείνη”.

“Θα είμαστε ασφαλείς τότε;” ρώτησε με απαλή φωνή ο Πέριν και κοίταξαν και οι τρεις το σκοτεινό λοφάκι, που ήταν η ξαπλωμένη μορφή της Άες Σεντάι . Ο Λαν είχε γίνει ένα με το σκοτάδι· θα μπορούσε να ήταν οπουδήποτε.

Ο Ραντ ξαφνικά χασμουρήθηκε. Οι άλλοι ανασάλεψαν με τον ##. “Θα έλεγα ότι πρέπει να κοιμηθούμε”, είπε. “Δεν είναι λύση να μ##υμε ξύπνιοι”.

Ο Πέριν μίλησε χαμηλόφωνα. “Έπρεπε να κάνει κάτι”.

Κανένας δεν απάντησε.

Ο Ραντ ξάπλωσε στο πλάι για να αποφύγει μια ρίζα, δοκίμασε ##κιλα, έπειτα κύλησε ξανά για να αποφύγει μια πέτρα και άλλη ##. Δεν είχαν στρατοπεδεύσει σε καλό σημείο, δεν ήταν σαν τα μερη που είχε διαλέξει ο Πρόμαχος καθώς προχωρούσαν βόρεια του ##ν. Αποκοιμήθηκε, ενώ αναρωτιόταν αν οι ρίζες που τρυπούσαν ## πλευρά του θα τον έκαναν να ονειρευτεί και ξύπνησε, όταν ο Λαν ## άγγιξε στον ώμο, με τα πλευρά του να πονούν, νιώθοντας ##ωμοσύνη που δεν θυμόταν αν είχε δει όνειρα.

Ήταν ακόμα το σκοτάδι πριν το χάραμα, αλλά μόλις τύλιξαν τη κουβέρτες τους και τις έδεσαν πίσω στις σέλες, ο Λαν τους έβαλε ## να προχωρήσουν προς τα ανατολικά. Καθώς ο ήλιος σηκωνόταν ## συμανό ετοίμασαν, νυσταγμένοι ακόμα, το πρόγευμά τους, ψωμί ##ρί και νερό και έφαγαν καβάλα, κουκουλωμένοι στους μανδύες ## για να φυλαχτούν από τον άνεμο. Όλοι εκτός από τον Λαν, ##δή. Αυτός έφαγε, αλλά δεν ήταν νυσταγμένος και δεν ##ουλώθηκε. Είχε ξαναφορέσει το μανδύα του που άλλαζε χρώματα ## το ρούχο πετάριζε γύρω του, παιχνίδιζε, παίρνοντας γκρίζες και ##πνες αποχρώσεις και η μόνη σημασία που του έδινε ο Λαν, ήταν σου πρόσεχε να μην του κρύβει το χέρι με το οποίο έπιανε το σπαθί. Το πρόσωπό του παρέμενε απαθές, αλλά τα μάτια του έψαχναν ##ως, σαν να περίμενε ενέδρα ανά πάσα στιγμή.

Загрузка...