Η παρέα που κατέβασε ο Ραντ από τη σκάλα ήταν βουβή και συλλογισμένη. Δεν ήθελαν να του μιλήσουν τώρα, ούτε και μεταξύ τους. Ούτε κι ο ίδιος είχε διάθεση για κουβέντες.
Ο ήλιος είχε προχωρήσει αρκετά στον ουρανό και η πίσω σκάλα είχε σκοτεινιάσει, μα ακόμα δεν είχαν ανάψει τις λάμπες. Το φως του και οι σκιές ζωγράφιζαν ρίγες στα σκαλιά. Το πρόσωπο του Πέριν έδειχνε ότι είχε κλειστεί στον εαυτό του, όπως οι άλλοι, αλλά εκεί που τα μέτωπα των άλλων ήταν γεμάτα ζάρες από την αγωνία, το δικό του ήταν αχάρακτο. Ο Ραντ σκέφτηκε πως αυτό που έδειχνε ο Πέριν ήταν παραίτηση. Αναρωτήθηκε γιατί και ήθελε να ρωτήσει, αλλά, όταν ο Πέριν περνούσε από ένα σημείο που οι σκιές ήταν πιο βαθιές, τα μάτια του έμοιαζαν να συλλέγουν το λιγοστό φως που υπήρχε και να λάμπουν απαλά σαν γυαλισμένο κεχριμπάρι.
Ο Ραντ ανατρίχιασε και προσπάθησε να συγκεντρώσει την προσοχή του στον γύρω χώρο, στους τοίχους με επένδυση από ξύλο καρυδιάς και στα δρύινα κάγκελα της σκάλας, στα γερά, καθημερινά αντικείμενα. Πολλές φορές σκούπισε τα χέρια στο παλτό του, αλλά κάθε φορά ο ιδρώτας ανάβλυζε πάλι από τις παλάμες του. Όλα θα πάνε καλά, τώρα. Είμαστε πάλι μαζί, και... Φως μου, ο Ματ.
Τους πήρε στη βιβλιοθήκη από τον πίσω δρόμο που περνούσε από την κουζίνα, αποφεύγοντας την κοινή αίθουσα. Ήταν λίγοι οι ταξιδιώτες που αξιοποιούσαν τη βιβλιοθήκη· οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ήξεραν να διαβάζουν έμεναν σε πιο κομψά πανδοχεία της Έσω Πόλης. Ο αφέντης Γκιλ την κρατούσε πιο πολύ για προσωπική ευχαρίστηση, παρά για τους λιγοστούς πελάτες που ήθελαν πού και πού κάποιο βιβλίο. Ο Ραντ δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί το λόγο που η Μουαραίν ήθελε να μην φανούν, αλλά θυμόταν τον Λευκομανδίτη κατώτερο αξιωματικό, που είχε πει πως θα ξαναγυρνούσε και τα μάτια της Ελάιντα, όταν τον είχε ρωτήσει πού έμενε. Ήταν βάσιμοι λόγοι, ό,τι κι αν ήθελε η Μουαραίν.
Έκανε πέντε βήματα στη βιβλιοθήκη, πριν συνειδητοποιήσει ότι όλοι οι άλλοι είχαν σταματήσει, πεσμένοι ο ένας στον άλλο εκεί στην είσοδο, με τα στόματα ανοιχτά και τα μάτια γουρλωμένα. Δυνατή φωτιά τριζοβολούσε στο τζάκι και ο Λόιαλ ήταν απλωμένος στο μακρύ καναπέ, διαβάζοντας, με ένα μαύρο γατάκι με άσπρα πόδια κουλουριασμένο και μισοκοιμισμένο στο στομάχι του. Όταν μπήκαν, έκλεισε το βιβλίο με ένα πελώριο δάχτυλο να σημαδεύει τη σελίδα, ακούμπησε απαλά τη γάτα στο πάτωμα και σηκώθηκε για να υποκλιθεί με επισημότητα.
Ο Ραντ τόσο είχε συνηθίσει τον Ογκιρανό, που έκανε ένα λεπτό να καταλάβει ότι στόχος των βλεμμάτων της παρέας του ήταν ο Λόιαλ. “Αυτοί είναι οι φίλοι που περίμενα, Λόιαλ”, είπε. “Αυτή είναι η Νυνάβε, η Σοφία του χωριού μου. Και ο Πέριν. Κι αυτή είναι η Εγκουέν”.
“Α, ναι”, μπουμπούνισε ο Λόιαλ. “Η Εγκουέν. Ο Ραντ μου μίλησε πολύ για σένα. Ναι. Είμαι ο Λόιαλ”.
“Είναι Ογκιρανός”, εξήγησε ο Ραντ και τους είδε να μένουν κατάπληκτοι, αλλά για άλλο λόγο. Ακόμα και τώρα, που είχαν δει με τα ίδια τους τα μάτια Τρόλοκ και Ξέθωρους, ήταν εκπληκτικό να συναντούν θρύλο ολοζώντανο με σάρκα και οστά. Ο Ραντ θυμήθηκε πώς είχε αντιδράσει αρχικά ο ίδιος μπροστά στον Λόιαλ και χαμογέλασε πικρά. Τα πήγαιναν καλύτερα απ’ αυτόν.
Ο Λόιαλ δεν έδειξε να του καίγεται καρφάκι για τα βλέμματά τους. Ο Ραντ σκέφτηκε πως ήταν κάτι ασήμαντο σε σύγκριση με έναν όχλο που φώναζε “Τρόλοκ”. “Και η Άες Σεντάι, Ραντ;” ρώτησε ο Λόιαλ.
“Πάνω με τον Ματ”.
Ο Ογκιρανός σήκωσε σκεφτικά το φουντωτό φρύδι του. “Άρα είναι πράγματι άρρωστος. Προτείνω να καθίσουμε. Η Άες Σεντάι θα έρθει να μας βρει μετά; Ναι. Τότε το μόνο που μας μένει είναι να περιμένουμε”.
Η κίνηση και η πράξη του καθίσματος φάνηκε να χαλαρώνει κάτι που είχε μαγκώσει μέσα τους, λες κι ένιωθαν σαν στο σπίτι τους, έχοντας καθίσει σε μια μαλακή πολυθρόνα με τη φωτιά να καίει και μια γάτα κουλουριασμένη κοντά στο τζάκι. Μόλις βολεύτηκαν, άρχισαν όλο έξαψη να κάνουν ερωτήσεις στον Ογκιρανό. Προς έκπληξη του Ραντ, πρώτος που μίλησε ήταν ο Πέριν.
“Τα στέντιγκ, Λόιαλ. Είναι πραγματικοί παράδεισοι, όπως λένε οι ιστορίες;” Ο τόνος της φωνής του έδειχνε ότι κάπου το πήγαινε.
Ο Λόιαλ μετά χαράς άρχισε να λέει για τα στέντιγκ, για το πώς κατέληξε στην Ευλογία της Βασίλισσας και τι είχε δει στα ταξίδια του. Ο Ραντ δεν άργησε να γείρει πίσω, ακούγοντας με μισό αυτί. Τα είχε ξανακούσει, με πλήθος λεπτομερειών. Του Λόιαλ του άρεσε να μιλά και να μιλά επί μακρόν, όποτε είχε την παραμικρή ευκαιρία, αν και, συνήθως, έμοιαζε να πιστεύει πως κάθε ιστορία χρειαζόταν το υπόβαθρό διακοσίων ή τριακοσίων ετών για να γίνει αντιληπτή. Είχε αλλόκοτη αίσθηση του χρόνου· γι’ αυτόν τριακόσια χρόνια έμοιαζαν να είναι λογικό διάστημα για να είναι μια ιστορία ή μια εξήγηση πλήρης. Πάντα μιλούσε για την αναχώρηση του από το στέντιγκ σαν να είχε συμβεί πριν λίγους μήνες, αλλά στο τέλος είχε αποκαλυφθεί πως έλειπε πάνω από τρία χρόνια.
Οι σκέψεις του Ραντ στράφηκαν στον Ματ. Ένα εγχειρίδιο. Ένα φλογισμένο εγχειρίδιο, που ίσως τον σκοτώσει μόνο και μόνο επειδή το έχει μαζί του. Φως μου, δεν θέλω άλλες περιπέτειες. Αν τον θεραπεύσει, θα ’πρεπε όλοι να πάμε... όχι στην πατρίδα. Δεν μπορούμε να πάμε στην πατρίδα. Κάπου. Όλοι θα πάμε κάπου που να μην έχουν ακούσει για Άες Σεντάι, ή για τον Σκοτεινό. Κάπου.
Η πόρτα άνοιξε και, για μια στιγμή, ο Ραντ σκέφτηκε πως ακόμα ονειροπολούσε. Εκεί στεκόταν ο Ματ, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, με το παλτό του κουμπωμένο ως την κορφή και το σκούρο κασκόλ τυλιγμένο στο μέτωπό του. Μετά ο Ραντ είδε τη Μουαραίν, με το χέρι της στον ώμο του Ματ και πίσω τους τον Λαν. Η Άες Σεντάι παρακολουθούσε τον Ματ με προσοχή, όπως βλέπει κανείς κάποιον που μόλις έχει σηκωθεί από το κρεβάτι μετά από αρρώστια Όπως πάντα, ο Λαν παρακολουθούσε τα πάντα, ενώ δεν έμοιαζε να παρακολουθεί τίποτα.
Ο Ματ έμοιαζε σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα άρρωστος. Το πρώτο, διστακτικό χαμόγελό του ήταν για όλους, αν και μόλις είδε τον Λόιαλ έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, λες κι έβλεπε τον Ογκιρανό για πρώτη φορά. Σήκωσε τους ώμους, τίναξε το κεφάλι και ξανάστρεψε την προσοχή του στους φίλους του. “Ήταν... ε... δηλαδή...” Πήρε μια βαθιά ανάσα. “Το... ε... φαίνεται πως φερόμουν... ε... αλλόκοτα. Ειλικρινά, δεν θυμάμαι πολλά”. Κοίταξε τη Μουαραίν ανήσυχα. Εκείνη του χαμογέλασε ενθαρρυντικά κι αυτός συνέχισε. “Τα πάντα μετά την Ασπρογέφυρα είναι θολά. Ο Θομ και ο...” Ανατρίχιασε και συνέχισε βιαστικά. “Όσο πιο μακριά από την Ασπρογέφυρα, τόσο πιο θολά είναι. Δεν θυμάμαι καθόλου που φτάσαμε στο Κάεμλυν”. Κοίταξε τον Λόιαλ σαστισμένος. “Καθόλου. Η Μουαραίν Σεντάι είπε ότι εγώ.. πάνω, πήγα να... ε...” Χαμογέλασε και ξαφνικά ήταν στ’ αλήθεια ο παλιός Ματ. “Δεν μπορείτε να κατηγορήσετε κάποιον γι’ αυτά που έκανε όταν ήταν τρελός, ε;”
“Πάντα ήσουν τρελός”, είπε ο Πέριν, και για μια στιγμή έμοιαζε κι αυτός με τον παλιό εαυτό του.
“Όχι”, είπε η Νυνάβε. Τα δάκρια έκαναν τα μάτια της να αστράφτουν, αλλά χαμογελούσε. “Κανείς μας δεν σε κατηγορεί”.
Ο Ραντ και η Εγκουέν άρχισαν να μιλούν ο ένας πάνω στον άλλο, να λένε στον Ματ πόσο χαρούμενοι ήταν, που τον έβλεπαν να είναι γερός και πόσο καλά φαινόταν και πρόσθεσαν, γελώντας, ότι ήλπιζαν πως τώρα θα παρατούσε τις φάρσες, μιας και ήταν ο ίδιος θύμα μιας τόσο άσχημης φάρσας. Ο Ματ ανταπέδωσε τα πειράγματα και βρήκε καρέκλα να κάτσει, κομπάζοντας όπως παλιά. Όπως καθόταν, χαμογελώντας ακόμα, άγγιξε αφηρημένα το παλτό του, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν ακόμα στη θέση του κάτι που είχε χώσει στη ζώνη και του Ραντ του κόπηκε η ανάσα.
“Ναι”, είπε χαμηλόφωνα η Μουαραίν, “ακόμα έχει το εγχειρίδιο”. Οι άλλοι συνέχιζαν να γελούν και να συζητούν, αλλά η Άες Σεντάι είχε προσέξει την αντίδραση του Ραντ και είχε δει τι την είχε προκαλέσει. Πλησίασε την καρέκλα του, έτσι που δεν χρειαζόταν να υψώσει τη φωνή της για να την ακούει αυτός καθαρά. “Δεν μπορώ να του το πάρω χωρίς να τον σκοτώσω. Η δέσμευση κράτησε πολύ και έγινε υπερβολικά ισχυρή. Ο κόμπος πρέπει να λυθεί στην Ταρ Βάλον είναι κάτι ανώτερο από μένα, από μια μόνη Άες Σεντάι, ακόμα κι αν έχει ανγκριάλ”.
“Αλλά δεν δείχνει πια άρρωστος”. Το συλλογίστηκε και σήκωσε το βλέμμα του πάνω της. “Όσο έχει το εγχειρίδιο, οι Ξέθωροι θα ξέρουν πού είμαστε. Και μερικοί Σκοτεινόφιλοι. Εσύ το είπες”.
“Το περιόρισα, κατά κάποιον τρόπο. Αν τώρα πλησιάσουν, τόσο ώστε να το νιώσουν, ούτως ή άλλως θα είναι δίπλα μας. Καθάρισα το μίασμα από πάνω του, Ραντ, και έκανα ό,τι μπορούσα για να επιβραδύνω την επιστροφή του, αλλά αυτό θα επιστρέψει, με τον καιρό, εκτός αν τον βοηθήσουν στην Ταρ Βάλον”.
“Καλά που πάμε εκεί, ε;” Σκέφτηκε ότι για την αιχμηρή ματιά που του έριξε η Μουαραίν ίσως να έφταιγε η παραίτηση στη φωνή του και η ελπίδα για κάτι άλλο.
Ο Λόιαλ είχε σηκωθεί και της υποκλινόταν. “Είμαι ο Λόιαλ, γιος του Άρεντ, του γιου του Χάλαν, Άες Σεντάι. Το στέντιγκ προσφέρει καταφύγιο στους Υπηρέτες του Φωτός”.
“Σε ευχαριστώ, Λόιαλ, γιε του Άρεντ”, απάντησε ξερά η Μουαραίν, “αλλά στη θέση σου δεν θα πρόσφερα τόσο ελεύθερα αυτό το χαιρετισμό. Αυτή τη στιγμή στο Κάεμλυν υπάρχουν περίπου είκοσι Άες Σεντάι και όλες, εκτός από μένα, ανήκουν στο Κόκκινο Ατζα”. Ο Λόιαλ ένευσε εμβριθώς, σαν να καταλάβαινε. Ο Ραντ απλώς κούνησε το κεφάλι μπερδεμένος· το Φως να τον τύφλωνε, αν ήξερε τι εννοούσε. “Είναι παράξενο που σε βρίσκω εδώ”, συνέχισε η Άες Σεντάι. “Τα τελευταία χρόνια, λίγοι Ογκιρανοί αφήνουν τα στέντιγκ”.
“Με συνάρπασαν οι παλιές ιστορίες, Άες Σεντάι. Τα παλιά βιβλία γέμισαν το ανάξιο μυαλό μου με εικόνες. Θέλω να δω τα άλση. Επίσης και τις πόλεις που χτίσαμε. Φαίνεται πως πολλές πόλεις και πολλά άλση έχουν χαθεί, μα, παρ’ όλο που τα κτίρια είναι κακό υποκατάστατο των δέντρων, έστω κι έτσι αξίζει να τα δεις. Οι Πρεσβύτεροι με θεωρούν αλλόκοτο, επειδή θέλω να ταξιδέψω. Πάντα ήθελα, πάντα έτσι με έβλεπαν. Κανείς τους δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι αξιόλογο να δεις έξω από τα στέντιγκ. Ίσως να αλλάξουν γνώμη, όταν επιστρέψω και τους πω τι έχω δει. Το ελπίζω. Εν καιρώ”.
“Ίσως”, απάντησε η Μουαραίν μειλίχια. “Τώρα, Λόιαλ, πρέπει να με συγχωρήσεις που είμαι τόσο απότομη. Ξέρω πως είναι ανθρώπινο ελάττωμα. Οι σύντροφοι μου κι εγώ έχουμε επείγουσα ανάγκη να προγραμματίσουμε το ταξίδι μας. Αν θα μπορούσες να μας αφήσεις;”
Ήταν η σειρά του Λόιαλ να φανεί σαστισμένος. Ο Ραντ ήρθε να τον σώσει. “Θα έρθει μαζί μας. Του το υποσχέθηκα”.
Η Μουαραίν στάθηκε κοιτάζοντας τον Ογκιρανό, σαν να μην είχε ακούσει, τελικά όμως ένευσε. “Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει”, μουρμούρισε. “Λαν, κοίτα μη μας πιάσουν στον ύπνο”. Ο Πρόμαχος βγήκε από το δωμάτιο, σιωπηλά, με μόνο ήχο τον απαλό κρότο της πόρτας που έκλεινε πίσω του.
Η αναχώρηση του Λαν ήταν σαν σύνθημα· όλες οι κουβέντες σταμάτησαν. Η Μουαραίν πλησίασε στο τζάκι κι όταν στράφηκε για να δει τους υπόλοιπους, όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω της. Παρ’ όλο που ήταν μικροκαμωμένη, η παρουσία της δέσποζε στο δωμάτιο. “Δεν μπορούμε να μείνουμε πολύ στο Κάεμλυν, ούτε και είμαστε ασφαλείς εδώ, στην Ευλογία της Βασίλισσας. Τα μάτια του Σκοτεινού έχουν ήδη έρθει στην πόλη. Δεν βρήκαν αυτό που ψάχνουν, αλλιώς δεν θα έψαχναν ακόμα. Έβαλα φυλαχτά για να τα διώχνω και, μέχρι να καταλάβει ο Σκοτεινός πως υπάρχει ένα μέρος της πόλης στο οποίο οι αρουραίοι δεν μπαίνουν πια, θα έχουμε φύγει. Όμως ένα φυλαχτό, που θα εμπόδιζε άνθρωπο να μπει, θα έμοιαζε με φάρο για τους Μυρντράαλ και υπάρχουν επίσης Τέκνα του Φωτός στο Κάεμλυν, που ψάχνουν για τον Πέριν και την Εγκουέν”. Ο Ραντ μισάνοιξε το στόμα και η Μουαραίν τον κοίταξε, υψώνοντας το φρύδι της.
“Νόμιζα ότι έψαχναν για μένα και τον Ματ”, είπε.
Η εξήγηση έκανε την Άες Σεντάι να υψώσει και τα δύο φρύδια. “Γιατί νόμιζες ότι σε ψάχνουν οι Λευκομανδίτες;”
“Άκουσα έναν τους να λέει ότι έψαχναν για κάποιον από τους Δύο Ποταμούς. Μίλησε για Σκοτεινόφιλους. Τι άλλο να σκεφτώ; Με τόσα που έγιναν, είμαι τυχερός που μου έμεινε λίγο μυαλό”.
“Ξέρω ότι όλα ήταν μπερδεμένα, Ραντ”, πρόσθεσε ο Λόιαλ, “αλλά μπορείς να το ξεδιαλύνεις και μόνος σου. Τα Τέκνα μισούν τις Άες Σεντάι. Η Ελάιντα δεν θα—”
“Η Ελάιντα;” τον διέκοψε απότομα η Μουαραίν. “Τι σχέση έχει μ’ όλα αυτά η Ελάιντα Σεντάι;”
Κοίταξε τον Ραντ με τόσο σκληρό βλέμμα, που αυτός θέλησε να κάνει πίσω. “Ήθελε να με ρίξει στη φυλακή”, είπε αργά. “Το μόνο που ήθελα εγώ ήταν να δω τον Λογκαίν, αλλά δεν πίστευε ότι κατά τύχη βρέθηκα στους κήπους του Παλατιού με την Ηλαίην και τον Γκάγουιν”. Όλοι τον κοίταζαν σαν να είχε φυτρώσει και τρίτο μάτι στο κούτελό του, με εξαίρεση τον Λόιαλ. “Η Βασίλισσα Μοργκέις με άφησε να φύγω. Είπε ότι δεν υπήρχε απόδειξη πως είχα κακό σκοπό και ότι θα τηρούσε το νόμο, ό,τι υποψίες κι αν είχε η Ελάιντα”. Τίναξε το κεφάλι του και η ανάμνηση της Μοργκέις σ’ όλη τη λαμπρότητά της τον έκανε να ξεχάσει για μια στιγμή πως οι άλλοι τον κοίταζαν. “Το φαντάζεστε, εγώ να συναντήσω Βασίλισσα; Είναι πανέμορφη, σαν τις βασίλισσες στις ιστορίες. Το ίδιο και η Ηλαίην. Και ο Γκάγουιν... Πέριν, θα τον συμπαθούσες τον Γκάγουιν. Πέριν, Ματ;” Τον κοίταζαν χάσκοντας. “Μα το αίμα και τις στάχτες, εγώ μόνο που σκαρφάλωσα τον τοίχο για να δω τον ψεύτικο Δράκοντα. Δεν ήθελα να κάνω ζημιά”.
“Κι εγώ πάντα το ίδιο λέω”, είπε άτονα ο Ματ, αν και ξαφνικά χαμογέλασε πλατιά και η Εγκουέν ρώτησε με πολύ συγκρατημένο ύφος, “Ποια είναι η Ηλαίην;”
Η Μουαραίν κάτι μουρμούρισε εκνευρισμένα.
“Μια Βασίλισσα”, είπε ο Πέριν, κουνώντας το κεφάλι. “Στ’ αλήθεια έζησες περιπέτειες. Εμείς το μόνο που συναντήσαμε ήταν Μάστορες και μερικούς Λευκομανδίτες”. Ο Ραντ είδε ξεκάθαρα ότι, όσο μιλούσε, απέφευγε να κοιτάξει τη Μουαραίν. Ο Πέριν άγγιξε τις μελανιές στο πρόσωπό του. “Γενικά μιλώντας, οι Μάστορες με τα τραγούδια τους ήταν πιο ευχάριστοι από τους Λευκομανδίτες”.
“Οι Ταξιδιώτες ζούνε για τα τραγούδια τους”, είπε ο Λόιαλ. “Για όλα τα τραγούδια. Ή καλύτερα, για να ψάχνουν γι’ αυτά. Συνάντησα μερικούς Τουάθα’αν πριν μερικά χρόνια και ήθελαν να μάθουν τα τραγούδια που τραγουδάμε για τα δέντρα. Στην πραγματικότητα, τα δέντρα δεν ακούνε πολλούς τώρα πια και λίγοι Ογκιρανοί μαθαίνουν τα τραγούδια. Έχω κάποιο απομεινάρι του Ταλέντου, έτσι ο Πρεσβύτερος Άρεντ επέμενε να μάθω. Δίδαξα στους Τουάθα’αν ό,τι μπορούσαν να μάθουν, αλλά τα δέντρα ποτέ δεν ακούνε τους ανθρώπους. Για τους Ταξιδιώτες ήταν απλώς τραγούδια κι έτσι τα δέχτηκαν, αφού δεν ήταν ανάμεσά τους το τραγούδι που αναζητούν. Έτσι αποκαλούν τον αρχηγό κάθε ομάδας τους, Αναζητητή. Έρχονται μερικές φορές στο Στέντιγκ Σανγκτάι. Ελάχιστοι άνθρωποι έρχονται εκεί”.
“Αν θα ήθελες, Λόιαλ”, είπε η Μουαραίν, αλλά εκείνος ξαφνικά έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και συνέχισε μιλώντας βροντερά, σαν να φοβόταν ότι θα τον διέκοπτε.
“Μόλις θυμήθηκα κάτι, Άες Σεντάι, κάτι που πάντα ήθελα να ρωτήσω μια Άες Σεντάι, αν συναντούσα ποτέ κάποια, εφόσον ξέρετε τόσα πράγματα και έχετε μεγάλες βιβλιοθήκες στην Ταρ Βάλον και τώρα σε συνάντησα, φυσικά, και... μπορώ;”
“Αν το πεις σύντομα, ναι”, είπε εκείνη ξερά. . “Σύντομα”, είπε αυτός, σαν να αναρωτιόταν τι σήμαινε η λέξη. “Ναι. Λοιπόν. Σύντομα. Ήρθε ένας άνθρωπος στο Στέντιγκ Σανγκτάι πριν λίγο καιρό. Αυτό τότε δεν ήταν ασυνήθιστο, εφόσον πολλοί πρόσφυγες έρχονταν στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου για να γλιτώσουν από τον Πόλεμο των Αελιτών”. Ο Ραντ χαμογέλασε πλατιά. Πριν λίγο καιρό· δηλαδή είκοσι χρόνια, πάνω-κάτω. “Ήταν ετοιμοθάνατος, αν και πάνω του δεν είχε ούτε σημάδι ούτε πληγή. Οι Πρεσβύτεροι σκέφτηκαν μήπως ήταν κάτι που είχαν κάνει οι Άες Σεντάι” ―ο Λόιαλ κοίταξε απολογητικά τη Μουαραίν― “εφόσον, μόλις βρέθηκε μέσα στο στέντιγκ, γρήγορα ανάρρωσε. Σε λίγους μήνες. Ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι έφυγε, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, απλώς το έσκασε”. Κοίταξε την έκφραση της Μουαραίν και καθάρισε πάλι το λαιμό του. “Ναι. Σύντομα. Πριν φύγει είπε μια παράξενη ιστορία, που, όπως είπε, σκόπευε να τη μεταφέρει στην Ταρ Βάλον. Είπε άτι ο Σκοτεινός σκόπευε να τυφλώσει τον Οφθαλμό του Κόσμου και να σφάξει το Μέγα Ερπετό, να σκοτώσει τον ίδιο το χρόνο. Οι Πρεσβύτεροι είπαν ότι το μυαλό του ήταν γερό όσο και το κορμί του, αλλά αυτά είπε. Αυτό που θέλω να ρωτήσω είναι, μπορεί ο Σκοτεινός να κάνει τέτοιο πράγμα; Να σκοτώσει τον ίδιο το χρόνο; Και τον Οφθαλμό του Κόσμου; Μπορεί να τυφλώσει το μάτι του Μεγάλου Ερπετού; Τι σημαίνει αυτό;”
Ο Ραντ περίμενε τα πάντα από τη Μουαραίν εκτός από αυτό που είδε. Αντί να απαντήσει στον Λόιαλ, αντί να του πει ότι δεν είχε χρόνο για χάσιμο, στάθηκε εκεί, κοιτάζοντας μέσα από τον Ογκιρανό, χαμένη στις σκέψεις της.
“Αυτό μας είπαν και οι Μάστορες”, είπε ο Πέριν.
“Ναι”, είπε η Εγκουέν, “η ιστορία με την Αελίτισσα”.
Η Μουαραίν γύρισε το κεφάλι αργά. Το υπόλοιπο κορμί της έμεινε ακίνητο. “Ποια ιστορία;”
Τους κοίταζε ανέκφραστη, αλλά ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα, αν και, όταν άνοιξε το στόμα, μίλησε με περίσκεψη όπως πάντα. “Μερικοί Μάστορες που διέσχιζαν την Ερημιά —είπαν ότι μπορούσαν να πηγαίνουν εκεί χωρίς να τους πειράζει κανείς- βρήκαν μερικές Αελίτισσες ―φαίνεται πως ήταν όλες γυναίκες- που ήταν ετοιμοθάνατες μετά από μια μάχη με Τρόλοκ. Πριν πεθάνει και η τελευταία, είπε στους Μάστορες αυτό που μόλις τώρα είπε ο Λόιαλ. Ο Σκοτεινός —τον αποκάλεσε Τυφλωτή- σκοπεύει να τυφλώσει τον Οφθαλμό του Κόσμου. Αυτό έγινε μόλις πριν από τρία χρόνια, όχι είκοσι. Σημαίνει τίποτα;”
“Ίσως τα πάντα”, είπε η Μουαραίν. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, αλλά ο Ραντ είχε την αίσθηση πως πίσω από αυτά τα μαύρα μάτια το μυαλό της σκεφτόταν εντατικά.
“Ο Μπα’άλζαμον”, είπε ξαφνικά ο Πέριν. Το όνομα έριξε ένα πέπλο σιωπής στο δωμάτιο. Κανένας δεν έμοιαζε να ανασαίνει καν. Ο Πέριν κοίταξε τον Ραντ και μετά τον Ματ, με μάτια αλλόκοτα γαλήνια, πιο κίτρινα από ποτέ. “Αρχικά αναρωτιόμουν πού είχα ξανακούσει το όνομα... τον Οφθαλμό του Κόσμου. Τώρα θυμάμαι. Εσείς;”
“Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα”, είπε μουδιασμένος ο Ματ.
“Πρέπει να της πούμε”, συνέχισε ο Πέριν. “Τώρα είναι σημαντικό. Δεν μπορούμε να το κρατάμε πια κρυφό. Το καταλαβαίνεις, Ραντ, έτσι;”
“Τι να μου πείτε;” Η φωνή της Μουαραίν ήταν τραχιά και φάνηκε να ετοιμάζεται για να δεχτεί κάποιο πλήγμα. Το βλέμμα της είχε καταλήξει στον Ραντ.
Ο Ραντ δεν ήθελε να απαντήσει. Όπως κι ο Ματ, δεν ήθελε να θυμάται, αλλά τα θυμόταν — και ήξερε ότι ο Πέριν είχε δίκιο. “Έβλεπα...” Κοίταξε τους φίλους του. Ο Ματ ένευσε απρόθυμα, ο Πέριν αποφασιστικά, μα τουλάχιστον είχαν συμφωνήσει. Δεν θα την αντιμετώπιζε μόνος του. “Βλέπαμε... όνειρα”. Έτριψε το δάχτυλό του στο σημείο που τον είχε τρυπήσει κάποτε το αγκάθι, θυμήθηκε το αίμα που είχε δει ξυπνώντας. Το στομάχι του ανακατεύτηκε, όταν θυμήθηκε την ηλιοκαμένη αίσθηση του δέρματός του μια αλλοτινή φορά. “Μόνο που δεν ήταν ακριβώς όνειρα. Μέσα εκεί ήταν ο Μπα’άλζαμον”. Ήξερε γιατί ο Πέριν είχε χρησιμοποιήσει αυτό το όνομα· ήταν πιο εύκολο από το να πεις ότι ο Σκοτεινός ήταν στα όνειρά σου, στο μυαλό σου. “Είπε... έλεγε πολλά και διάφορα, αλλά μια φορά είπε ότι ο Οφθαλμός του Κόσμου δεν θα με υπηρετούσε ποτέ”. Για λίγη ώρα, το στόμα του ήταν ξερό σαν άμμος.
“Το ίδιο είπε και σε μένα”, είπε —ο Πέριν και ο Ματ βαριαναστέναξε, έπειτα ένευσε. Ο Ραντ βρήκε πως το στόμα του δεν ήταν πια τόσο ξερό. “Δεν είσαι θυμωμένη μαζί μας;” ρώτησε ο Πέριν με έκπληκτο ύφος και ο Ραντ συνειδητοποίησε πως η Μουαραίν δεν φαινόταν θυμωμένη. Τους κοίταζε εξεταστικά, αλλά το βλέμμα της ήταν καθαρό και γαλήνιο, αν και καρφωμένο πάνω τους.
“Πιο πολύ με μένα παρά με σας. Αλλά σας ζήτησα να μου πείτε αν βλέπατε παράξενα όνειρα. Στην αρχή, σας το είχα ζητήσει”. Αν και η φωνή της ήταν ακόμα ήρεμη, μια λάμψη θυμού πέρασε από το βλέμμα της και χάθηκε αμέσως. “Αν το ήξερα από το πρώτο όνειρο, ίσως κατάφερνα να... Χίλια χρόνια σχεδόν έχει να φανεί Ονειροβάτισσα στην Ταρ Βάλον, αλλά θα δοκίμαζα. Τώρα είναι πολύ αργά. Κάθε φορά που σας αγγίζει ο Σκοτεινός, κάνει το επόμενο άγγιγμά του πιο εύκολο. Ίσως η παρουσία μου καταφέρει να σας προστατεύσει κάπως, αλλά ακόμα κι έτσι... Θυμάστε τις ιστορίες των Αποδιωγμένων που παγιδεύουν ανθρώπους; Δυνατούς ανθρώπους, ανθρώπους που πάλευαν με τον Σκοτεινό από την αρχή. Αυτές οι ιστορίες είναι αληθινές και κανένας από τους Αποδιωγμένους δεν είχε το ένα δέκατο της δύναμης του αφέντη τους, ούτε ο Αγκινορ και η Λανφίαρ, ούτε ο Μπάλταμελ και ο Ντεμάντρεντ, ούτε καν ο Ισαμαήλ, ο ίδιος ο Προδότης της Ελπίδας”.
Ο Ραντ είδε ότι η Νυνάβε και η Εγκουέν τον κοίταζαν, κοίταζαν και τους τρεις τους. Τα πρόσωπα των γυναικών ήταν ένα ωχρό τοπίο φόβου και φρίκης. Φοβούνται για μας, ή φοβούνται εμάς;
“Τι μπορούμε να κάνουμε;” ρώτησε. “Κάτι πρέπει να υπάρχει”.
“Αν μείνετε κοντά μου”, απάντησε η Μουαραίν, “αυτό θα βοηθήσει. Κάπως. Μην ξεχνάτε, η προστασία από το άγγιγμα της Αληθινής Πηγής εκτείνεται λιγάκι ολόγυρά μου. Αλλά δεν μπορείτε πάντα να είστε κοντά μου· Μπορείτε να αμυνθείτε, αν έχετε τη δύναμη, αλλά πρέπει να βρείτε τη δύναμη και τη θέληση μέσα σας. Δεν μπορώ να σας τη δώσω εγώ”.
“Νομίζω πως ήδη βρήκα προστασία για μένα”, είπε ο Πέριν, με έναν τόνο παραίτησης αντί χαράς.
“Ναι”, είπε η Μουαραίν, “νομίζω πως τη βρήκες”. Τον κοίταξε, ώσπου αυτός χαμήλωσε το βλέμμα και ακόμα κι έτσι στάθηκε κοιτώντας τον συλλογισμένη. Τελικά γύρισε στους άλλους. “Υπάρχουν όρια στη δύναμη που έχει ο Σκοτεινός μέσα σας. Αν υποχωρήσετε, έστω και για μια στιγμή, θα δέσει ένα νήμα στην καρδιά σας, ένα νήμα που ίσως δεν καταφέρετε να κόψετε ποτέ. Αν παραδοθείτε, θα πέσετε στα χέρια του. Αρνηθείτε τον και η δύναμή του χάνεται. Δεν είναι εύκολο, όταν αγγίζει τα όνειρα σας, αλλά μπορεί να γίνει. Μπορεί και πάλι να στείλει Ημιανθρώπους εναντίον σας και Τρόλοκ και Ντραγκχάρ και άλλα πλάσματα, αλλά δεν μπορεί να σας κάνει δικούς του, παρά μόνο αν τον αφήσετε”.
“Οι Ξέθωροι φτάνουν”, είπε ο Πέριν.
“Δεν θέλω να ξαναμπεί στο μυαλό μου”, μούγκρισε ο Ματ. “Δεν υπάρχει τρόπος να τον εμποδίσω να μπει;”
Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι. “Ο Λόιαλ δεν έχει να φοβάται τίποτα, ούτε η Εγκουέν, ούτε η Νυνάβε. Μέσα στο πλήθος της ανθρωπότητας, ο Σκοτεινός μπορεί να αγγίξει ένα άτομο μονάχα κατά τύχη, εκτός αν αυτό το άτομο τον αναζητήσει. Αλλά, για ένα διάστημα τουλάχιστον, εσείς οι τρεις έχετε κρίσιμη σημασία για το Σχήμα. Υφαίνεται ο Ιστός του Πεπρωμένου και όλα τα νήματα οδηγούν σε σας. Τι άλλο σας είπε ο Σκοτεινός;”
“Δεν θυμάμαι καλά”, είπε ο Πέριν. “Κάτι είπε ότι ένας από τους τρεις μας είναι ο εκλεκτός, κάτι τέτοιο. Θυμάμαι που γελούσε”, κατέληξε με σκοτεινό ύφος, “για το ποιος μας είχε διαλέξει. Είπε ότι θα τον υπηρετήσω — ότι θα τον υπηρετήσουμε, ή θα πεθάνουμε. Και τότε πάλι θα τον υπηρετήσουμε”.
“Είπε ότι η Έδρα της Άμερλιν θα προσπαθούσε να μας χρησιμοποιήσει”, πρόσθεσε ο Ματ και η φωνή του έσβησε, όταν θυμήθηκε σε ποια μιλούσε. Ξεροκατάπιε και συνέχισε. “Έτσι είπε, όπως η Ταρ Βάλον χρησιμοποίησε τον — κάποια ονόματα. Τον Ντάβιαν, νομίζω. Ούτε εγώ θυμάμαι καλά”.
“Τον Ραολίν Ντάρκσμπεην”, είπε ο Πέριν.
“Ναι”, είπε ο Ραντ, σμίγοντας τα φρύδια. Είχε προσπαθήσει να ξεχάσει τα πάντα γι’ αυτά τα όνειρα. Ήταν δυσάρεστο που τα ξαναθυμόταν. “Ένας άλλος ήταν ο Γιούριαν Στόουνμποου και ο Γκουαίρ Αμαλάσαν ”. Σταμάτησε ξαφνικά, ελπίζοντας να μην πρόσεχε η Μουαραίν πόσο ξαφνικά είχε σταματήσει να μιλάει. “Δεν ξέρω κανέναν τους”.
Αλλά είχε αναγνωρίσει έναν, τώρα που τους ανέσυρε πάλι από τα βάθη της μνήμης του. Το όνομα που είχε προλάβει να κρύψει. Τον Λογκαίν. Τον ψεύτικο Δράκοντα. Φως μου! Ο Θομ είπε άτι ήταν επικίνδυνα ονόματα. Αυτό εννοούσε ο Μπα’άλζαμον; Η Μουαραίν θέλει να χρησιμοποιήσει έναν από μας σαν ψεύτικο Δράκοντα; Οι Άες Σεντάι κυνηγούν τους ψεύτικους Δράκοντες, δεν τους χρησιμοποιούν. Έτσι δεν είναι; Φως, βοήθησέ με, έτσι δεν είναι;
Η Μουαραίν τον κοίταζε, αλλά ο Ραντ δεν μπορούσε να διαβάσει την έκφρασή της. “Τους ξέρεις;” τη ρώτησε. “Σημαίνουν τίποτα;”
“Πατέρας του Ψεύδους, είναι ένα όνομα που ταιριάζει στον Σκοτεινό”, απάντησε η Μουαραίν, “Ανέκαθεν έσπερνε το σκουλήκι της αμφιβολίας όπου μπορούσε. Είναι σαράκι στο νου των ανθρώπων. Το να πιστέψεις τον Πατέρα του Ψεύδους είναι το πρώτο βήμα για να του παραδοθείς. Μην ξεχνάς, αν παραδοθείς στον Σκοτεινό, θα σε υποτάξει”.
Οι Άες Σεντάι ποτέ δεν λένε ψέματα, μα η αλήθεια που θα πουν ίσως δεν είναι η αλήθεια που νομίζεις ότι ακούς. Αυτό είχε πει ο Ταμ και η Μουαραίν δεν είχε απαντήσει στην ερώτησή του. Έμεινε ανέκφραστος και δεν τράβηξε τα χέρια από τα γόνατά του, αν και ήθελε να σκουπίσει τον ιδρώτα στο παντελόνι του.
Η Εγκουέν σιγόκλαιγε. Η Νυνάβε την είχε αγκαλιάσει, αλλά κι αυτή έδειχνε σαν να ήθελε να κλάψει. Κι ο Ραντ σχεδόν ευχόταν να μπορούσε να κάνει κι αυτός το ίδιο.
“Είναι όλοι Τα’βίρεν”, είπε απότομα ο Λόιαλ. Έμοιαζε να χαίρεται μ’ αυτή την προοπτική, σαν να αδημονούσε να δει από κοντά το Σχέδιο να υφαίνεται γύρω τους. Ο Ραντ τον κοίταξε ξαφνιασμένος και ο Ογκιρανός σήκωσε τους ώμους με ταπεινό ύφος, αλλά ο ενθουσιασμός του δεν καταλάγιασε.
“Έτσι είναι”, είπε η Μουαραίν. “Τρεις, εκεί που περίμενα έναν. Έγιναν πάρα πολλά, που δεν τα περίμενα. Η είδηση σχετικά με τον Οφθαλμό του Κόσμου αλλάζει πολλά”. Κοντοστάθηκε, έσμιξε τα φρύδια. “Προς το παρόν το Σχήμα μοιάζει να στροβιλίζεται γύρω από σας τους τρεις, όπως λέει ο Λόιαλ, και το στροβίλισμα θα δυναμώσει κι άλλο. Μερικές φορές το να είσαι Τα’βίρεν σημαίνει ότι το Σχήμα αναγκάζεται να λυγίσει γύρω σου και μερικές σημαίνει ότι το Σχήμα σε αναγκάζει να πάρεις το δρόμο που χρειάζεται. Ο Ιστός μπορεί να υφανθεί με πολλούς τρόπους και μερικά από αυτά τα σχέδια θα ήταν καταστροφικά. Για σας, για τον κόσμο...
“Δεν μπορούμε να μείνουμε στο Κάεμλυν, όμως, όποιο δρόμο και να πάρουμε, οι Μυρντράαλ και οι Τρόλοκ θα πέσουν πάνω μας πριν κάνουμε δέκα μίλια. Και αυτή ακριβώς τη στιγμή μαθαίνουμε για μια απειλή στον Οφθαλμό του Κόσμου, όχι από μία πηγή, αλλά από τρεις και η καθεμιά τους, φαινομενικά, είναι ανεξάρτητη από τις άλλες. Το Σχήμα χαράζει το δρόμο μας. Το Σχήμα υφαίνεται γύρω από σας τους τρεις, μα ποιο χέρι ορίζει το υφάδι και ποιο χέρι κρατά το στημόνι; Άραγε η φυλακή του Σκοτεινού εξασθένισε τόσο, που να μπορεί αυτός να ασκήσει τόσο έλεγχο;”
“Ας μη λέμε τέτοια λόγια!” είπε με σκληρή φωνή η Νυνάβε. “Θα τους τρομάξεις”.
“Αυτούς κι όχι εσένα;” ρώτησε η Μουαραίν. “Εμένα με τρομάζει. Τέλος πάντων, ίσως να έχεις δίκιο. Ας μην αφήσουμε το φόβο να μας καθοδηγεί. Είτε είναι παγίδα, είτε έγκαιρη προειδοποίηση, πρέπει να κάνουμε αυτό που πρέπει, δηλαδή να φτάσουμε στον Οφθαλμό του Κόσμου γρήγορα Ο Θαλερός πρέπει να ξέρει γι’ αυτή την απειλή”.
Ο Ραντ ξαφνιάστηκε. Ο Θαλερός; Κι οι άλλοι επίσης είχαν ξαφνιαστεί, όλοι εκτός από τον Λόιαλ, που το πλατύ του πρόσωπο έδειχνε ανησυχία.
“Δεν μπορώ καν να ρισκάρω να σταματήσουμε στην Ταρ Βάλον για βοήθεια”, συνέχισε η Μουαραίν. “Μας παγιδεύει ο χρόνος. Ακόμα κι αν βγαίναμε από την πόλη ανενόχλητοι, θα χρειαζόμασταν πολλές βδομάδες για να φτάσουμε στη Μάστιγα και φοβάμαι πως δεν έχουμε πια βδομάδες”.
“Στη Μάστιγα!” Ο Ραντ άκουσε τους άλλους να επαναλαμβάνουν τα λόγια του εν χορώ, αλλά η Μουαραίν τους αγνόησε όλους.
“Το Σχέδιο μας παρουσιάζει μια κρίση και, ταυτοχρόνως, έναν τρόπο για να την αντιμετωπίσουμε. Αν δεν ήξερα πως αυτό είναι αδύνατον, σχεδόν θα πίστευα πως ο Δημιουργός μας δείχνει τα δρόμο”. Χαμογέλασε, σαν να είχε θυμηθεί ένα προσωπικό αστείο και στράφηκε στον Λόιαλ. “Εδώ στο Κάεμλυν υπήρχε ένα Ογκιρανό άλσος και μια Πόλη. Τώρα η Νέα Πόλη απλώνεται στην περιοχή που βρισκόταν κάποτε το άλσος, άρα η Πύλη πρέπει να είναι εντός των τειχών. Ξέρω ότι δεν είναι πολλοί οι Ογκιρανοί που μαθαίνουν τώρα τις Οδούς, μα αυτός που έχει ένα Ταλέντο και μαθαίνει τα παλιά Τραγούδια της Άνθησης πρέπει να προσελκύεται από τέτοιες γνώσεις, ακόμα κι αν πιστεύει πως δεν θα τις χρησιμοποιήσει ποτέ· Ξέρεις τις Οδούς, Λόιαλ;”
Ο Ογκιρανός σάλεψε τα πόδια του αμήχανος. “Τις ξέρω, Άες Σεντάι, αλλά―”
“Μπορείς να βρεις τη διαδρομή για το Φαλ Ντάρα από τις Οδούς;”
“Πρώτη φορά ακούω για το Φαλ Ντάρα”, είπε ο Λόιαλ, με φανερή ανακούφιση.
“Στον καιρό των Πολέμων των Τρόλοκ ήταν γνωστό ως Μάφαλ Ντανταράνελ. Αυτό το όνομα το ξέρεις;”
“Το ξέρω”, είπε ο Λόιαλ απρόθυμα, “αλλά—”
“Τότε μπορείς να μας δείξεις το δρόμο”, είπε η Μουαραίν. “Πραγματικά, παράξενη τροπή. Εκεί που δεν μπορούμε ούτε να μείνουμε ούτε να φύγουμε με συνηθισμένα μέσα, μαθαίνω για μια απειλή στον Οφθαλμό και στο ίδιο μέρος υπάρχει κάποιος που μπορεί να μας πάει εκεί σε λίγες μέρες. Αν είναι ο Δημιουργός, ή η μοίρα, ή ακόμα και ο Σκοτεινός, το Σχήμα μας διάλεξε το δρόμο που θα πάρουμε”.
“Όχι!” είπε ο Λόιαλ, σαν να μπουμπούνιζε κεραυνός. Όλοι στράφηκαν να τον κοιτάξουν κι εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια κάτω από τα βλέμματά τους, αλλά τα λόγια του δεν έκρυβαν τον παραμικρό δισταγμό. “Αν μπούμε στις Οδούς, θα πεθάνουμε όλοι — ή θα μας καταπιεί η Σκιά”.