Ο Ραντ, τραβώντας τον ντορή του, ακολούθησε τον Θαλερό μαζί με τους άλλους από το Πεδίο του Έμοντ, που δεν ήξεραν τι να πρωτοκοιτάξουν, τον Θαλερό ή το δάσος. Ο Θαλερός ήταν ένας θρύλος, φυσικά, κι έλεγαν ιστορίες γι’ αυτόν και για το Δέντρο της Ζωής μπροστά σε κάθε τζάκι στους Δύο Ποταμούς και δεν τις έλεγαν μόνο για τα παιδιά. Μετά τη Μάστιγα, όμως, τα δέντρα και τα λουλούδια θα ήταν ένα θαύμα του φυσιολογικού κόσμου, ακόμα και αν ο υπόλοιπος κόσμος δεν ήταν ακόμα παγιδευμένος στο χειμώνα.
Ο Πέριν κρατιόταν λιγάκι πιο πίσω. Όποτε ο Ραντ γύριζε το κεφάλι, ο μεγαλόσωμος, κατσαρομάλλης νεαρός έδειχνε ότι δεν ήθελε να ακούσει τίποτα άλλο απ’ αυτά που είχε να πει ο Θαλερός. Ο Ραντ τον καταλάβαινε. Παιδί του Δράκοντα. Κοίταξε επιφυλακτικά τον Θαλερό, που περπατούσε μπροστά μαζί με τη Μουαραίν και τον Λαν, ενώ οι πεταλούδες τον περικύκλωναν σαν κιτρινοκόκκινο σύννεφο. Τι εννοούσε; Όχι. Δεν θέλω να ξέρω.
Ακόμα κι έτσι, το βήμα του ήταν πιο ζωηρό, τα πόδια του πιο ανάλαφρα. Ένιωθε ακόμα ταραχή βαθιά μέσα του, μια αναγούλα στο στομάχι, αλλά ο φόβος ήταν τόσο διάχυτος, που έμοιαζε να έχει φύγει. Του φαινόταν πως δεν άντεχε τίποτα άλλο, τώρα που η Μάστιγα ήταν μισό μίλι παραπέρα, έστω κι αν η Μουαραίν είχε δίκιο, λέγοντας πως τίποτα από τη Μάστιγα δεν μπορούσε να μπει. Οι χιλιάδες φωτεινές κουκίδες που τρυπούσαν τα κόκαλά του είχαν σβήσει· ήταν σίγουρος πως αυτό είχε γίνει ακριβώς τη στιγμή που είχε μπει στην επικράτεια του Θαλερού. Αυτός τα έσβησε, σκέφτηκε, ο Θαλερός, κι αυτό το μέρος.
Και η Εγκουέν το ένιωθε και η Νυνάβε επίσης, ένιωθαν αυτή την ηρεμία που ανακούφιζε, την κάλμα της ομορφιάς. Ο Ραντ το έβλεπε. Χαμογελούσαν γαλήνια και χάιδευαν λουλούδια με τα δάχτυλα, σταματούσαν για να τα μυρίσουν και ανάσαιναν βαθιά.
Όταν το πρόσεξε ο Θαλερός, είπε, “Τα λουλούδια είναι για να στολίζουν. Τα φυτά ή τους ανθρώπους, το ίδιο πράγμα είναι. Δεν τα πειράζει, αρκεί να μην πάρετε πολλά”. Και άρχισε να κόβει από διάφορα φυτά, χωρίς να παίρνει από κανένα περισσότερα από δύο. Σε λίγο η Νυνάβε και η Εγκουέν φορούσαν στεφάνια από μπουμπούκια στα μαλλιά τους, ροζ άγρια τριαντάφυλλα και κίτρινες καμπανούλες και άσπρους αυγερινούς. Η πλεξούδα της Σοφίας έμοιαζε να είναι ένας κήπος με ροζ και άσπρο ως τη μέση της. Ακόμα και η Μουαραίν δέχθηκε να βάλει μια ανοιχτόχρωμη γιρλάντα από αυγερινούς στο μέτωπό της, πλεγμένη με τόση επιδεξιότητα, που τα λουλούδια έδειχναν ότι συνέχιζαν να μεγαλώνουν κανονικά.
Ο Ραντ αναρωτήθηκε μήπως πράγματι έτσι ήταν. Ο Θαλερός πρόσεχε το δασόκηπό του καθώς περπατούσε, ενώ μιλούσε απαλά με τη Μουαραίν και φρόντιζε ό,τι ήθελε φροντίδα χωρίς να το σκέφτεται. Το βλέμμα των φουντουκίσιων ματιών του έπεσε σε ένα αγκυλωμένο κλαράκι μιας άγριας τριανταφυλλιάς που αναρριχιόταν και το γεμάτο μπουμπούκια κλαδί μιας μηλιάς τον είχε αναγκάσει να γείρει σε στραβή γωνία· κοντοστάθηκε, μιλώντας ακόμα και πέρασε το χέρι του πάνω από το κλαράκι. Ο Ραντ δεν ήξερε αν τα μάτια του τον γελούσαν, ή αν τα αγκάθια παραμέρισαν για να μην τρυπήσουν εκείνα τα πράσινα δάχτυλα. Όταν η πανύψηλη μορφή του Θαλερού προχώρησε, το κλαράκι ήταν ίσιο και άπλωνε κόκκινα πέταλα ανάμεσα στο λευκό των μπουμπουκιών της μηλιάς. Έσκυψε για να κλείσει στο πελώριο χέρι του ένα μικρούλικο σπόρο που κειτόταν πάνω σε βότσαλα και, όταν σηκώθηκε, ένα μικρό βλαστάρι είχε ρίξει ρίζες μέσα από τα βότσαλα, φτάνοντας στο καλό χώμα.
“Όλα πρέπει να φυτρώνουν εκεί που είναι, σύμφωνα με το Σχήμα”, εξήγησε πάνω από τον ώμο του, σαν να ζητούσε συγνώμη, “και να αντικρίζουν το γύρισμα του Τροχού, αλλά τον Δημιουργό δεν θα τον πειράξει, αν βάλω ένα χεράκι”.
Ο Ραντ οδήγησε τον Κοκκινοτρίχη γύρω από το βλαστάρι, προσέχοντας να μην το λιώσουν οι οπλές του αλόγου. Δεν του φαινόταν σωστό να καταστρέψει αυτό που είχε κάνει ο Θαλερός μόνο και μόνο για να γλιτώσει τον κόπο ενός βήματος παραπάνω. Η Εγκουέν του χαμογέλασε, μ’ ένα από τα μυστικά χαμόγελά της και του άγγιξε το μπράτσο. Ήταν τόσο όμορφη, με τα λυτά μαλλιά της γεμάτα άνθη, που της χαμογέλασε, ώσπου εκείνη κοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα. Θα σε προστατέψω, σκέφτηκε. Ό,τι και να συμβεί, θα σε προσέξω, το ορκίζομαι.
Ο Θαλερός τους πήρε στην καρδιά του ανοιξιάτικου δάσους, σε ένα αψιδωτό άνοιγμα στην πλαγιά ενός λόφου. Ήταν μια απλή πέτρινη αψίδα, ψηλή και λευκή και στο θολόλιθο υπήρχε ένας κύκλος, που τον χώριζε στα δύο μια φιδίσια γραμμή· το ένα μισό ήταν τραχύ και το άλλο λείο. Το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι. Το άνοιγμα ήταν σκιερό.
Για μια στιγμή, όλοι στάθηκαν, κοιτώντας σιωπηλά. Έπειτα η Μουαραίν έβγαλε τη γιρλάντα από τα μαλλιά της και την κρέμασε απαλά στο κλαδί ενός θάμνου με γλυκόμουρα πλάι στην αψίδα. Η κίνησή της φάνηκε να ξαναδίνει στους άλλους τη μιλιά τους.
“Εκεί είναι;” ρώτησε η Νυνάβε. “Αυτό που ήρθαμε να βρούμε;”
“Στ’ αλήθεια, θα ήθελα να δω το Δένδρο της Ζωής”, είπε ο Ματ, χωρίς να τραβά τη ματιά από το διαιρεμένο κύκλο από πάνω τους. “Μπορούμε να περιμένουμε τόσο, ε;”
Ο Θαλερός έριξε ένα αλλόκοτο βλέμμα στον Ραντ και μετά κούνησε το κεφάλι του. “Το Αβεντεσόρα δεν είναι εδώ. Δυο χιλιάδες χρόνια έχω να αναπαυτώ κάτω από τα μπλεγμένα κλαριά του”.
“Δεν ήρθαμε για το Δένδρο της Ζωής”, είπε σταθερά η Μουαραίν. Έκανε νόημα προς την αψίδα. “Ήρθαμε γι’ αυτό που είναι εκεί”.
“Δεν θα μπω μαζί σας”, είπε ο Θαλερός. Οι πεταλούδες γύρω του στροβιλίζονταν, σαν να είχαν αναστατωθεί κι αυτές. “Με όρισαν φρουρό του πριν από πολύ, πολύ καιρό, αλλά νιώθω ταραχή όταν έρχομαι πολύ κοντά. Θυμάμαι τον εαυτό μου να ξε-φτιάχνεται· το τέλος μου έχει σχέση μ’ αυτό, κατά κάποιον τρόπο. Θυμάμαι το πώς φτιάχτηκε. Ένα μέρος του πώς φτιάχτηκε. Ένα μέρος”. Τα μάτια του κοίταζαν μακριά, χαμένα στις αναμνήσεις του και άγγιξε την ουλή του. “Ήταν τις πρώτες μέρες του Τσακίσματος του Κόσμου, τότε που η χαρά για τη νίκη επί του Σκοτεινού πήρε μια πικρή γεύση, εξαιτίας της γνώσης ότι όλα αυτά ίσως να τα τσάκιζε το βάρος της Σκιάς. Εκατό από κείνους το έφτιαξαν, άνδρες και γυναίκες μαζί. Τα μεγαλύτερα έργα των Άες Σεντάι πάντα έτσι τα έκαναν, ενώνοντας σαϊντίν και σαϊντάρ, όπως είναι ενωμένη η Μία Πηγή. Πέθαναν, όλοι πέθαναν, για να το εξαγνίσουν, ενώ ολόγυρά τους ο κόσμος καταστρεφόταν. Ξέροντας πως θα πεθάνουν, μου ανέθεσαν να το φυλάω για την ώρα της ανάγκης. Δεν φτιάχτηκα γι’ αυτό, όμως όλα διαλύονταν κι εκείνοι ήταν μόνοι τους κι εγώ ήμουν το μόνο που είχαν. Δεν φτιάχτηκα γι’ αυτό, αλλά κράτησα την πίστη”. Κοίταξε τη Μουαραίν, νεύοντας. “Κράτησα την πίστη, μέχρι που χρειάστηκε. Και τώρα τελειώνει”.
“Κράτησες την πίστη καλύτερα απ’ όσο οι πιο πολλοί από μας που σου το αναθέσαμε”, είπε η Άες Σεντάι. “Ίσως να μην είναι τόσο άσχημο όσο φοβάσαι”.
Το σημαδεμένο, γεμάτο φύλλα κεφάλι κουνήθηκε αργά δεξιά-αριστερά. “Ξέρω όταν έρχεται το τέλος, Άες Σεντάι. Θα βρω άλλο μέρος να το καλλιεργήσω”. Τα σκούρα του μάτια πλανήθηκαν λυπημένα στο πράσινο δάσος. “Ίσως ένα άλλο μέρος. Όταν βγείτε, θα σας ξαναδώ, αν υπάρχει χρόνος”. Ύστερα έφυγε με μεγάλες δρασκελιές, τραβώντας πίσω του τις πεταλούδες κι έγινε ένα με το δάσος, με τρόπο που δεν θα πετύχαινε ποτέ ο μανδύας του Λαν.
“Τι εννοούσε;” απαίτησε να μάθει ο Ματ. “Αν υπάρχει χρόνος;”
“Ελάτε”, είπε η Μουαραίν. Και πέρασε από την αψίδα, με τον Λαν στο κατόπι της.
Ο Ραντ δεν ήξερε τι περίμενε, όταν τους ακολούθησε. Οι τρίχες των μπράτσων και του σβέρκου του τινάχτηκαν όρθιες. Αλλά δεν ήταν παρά ένας διάδρομος· οι γυαλισμένοι τοίχοι του ήταν στρογγυλεμένοι από πάνω, σαν την αψίδα, ενώ καμπύλωναν απαλά προς τα κάτω. Υπήρχε χώρος και με το παραπάνω, ακόμα και για τον Λόιαλ· θα χωρούσε ακόμα και ο Θαλερός. Το λείο έδαφος φαινόταν γλιστερό στο μάτι, σαν λαδωμένη πλάκα για γραφή, αλλά, με κάποιον τρόπο, πατούσαν σίγουρα. Λευκοί τοίχοι, που έμοιαζαν μονοκόμματοι, έλαμπαν με αμέτρητες κουκίδες, που είχαν άπειρα χρώματα και χάριζαν ένα απαλό, χαμηλό φως, ακόμα κι όταν η αψίδα που τη φώτιζε ο ήλιος χάθηκε στη στροφή πίσω τους, Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι το φως δεν ήταν φυσικό, αλλά ένιωθε, επίσης, ότι ήταν αγαθό. Γιατί τότε σε τρώει το δέρμα σον; Συνέχισαν να κατεβαίνουν, να κατεβαίνουν πιο κάτω.
“Εκεί”, είπε τελικά η Μουαραίν, δείχνοντας. “Μπροστά μας”.
Και ο διάδρομος άνοιξε σε ένα πελώριο, θολωτό χώρο, με τον τραχύ βράχο της οροφής του γεμάτο συστάδες κρυστάλλων που αχνόλαμπαν. Πιο κάτω, μια λιμνούλα απλωνόταν σ’ όλόκληρο το σπήλαιο, με εξαίρεση ένα δρομάκι γύρω της, με πλάτος περίπου πέντε απλωσιές. Η λιμνούλα είχε στο χείλος της ένα χαμηλό, επίπεδο γείσο από κρύσταλλα που έλαμπαν με φως πιο μουντό, αλλά και πιο σκληρό απ’ αυτούς της οροφής. Η επιφάνειά της ήταν λεία σαν γυαλί και καθαρή σαν το Νερό της Οινοπηγής. Ο Ραντ ένιωσε ότι το βλέμμα του μπορούσε να τη διαπεράσει, αλλά δεν έβλεπε πυθμένα.
“Ο Οφθαλμός του Κόσμου”, είπε απαλά η Μουαραίν δίπλα του.
Καθώς κοίταζε γύρω του με θαυμασμό, συνειδητοποίησε ότι τα ατέλειωτα χρόνια από την κατασκευή του — τρεις χιλιάδες χρόνια — είχαν αφήσει το ίχνος τους όσο δεν ερχόταν κανείς. Δεν έλαμπαν με την ίδια ένταση όλοι οι κρύσταλλοι του θόλου. Μερικοί ήταν πιο λαμπεροί, μερικοί πιο αδύνατοι· μερικοί τρεμόπαιζαν και άλλοι δεν ήταν παρά πολύεδρα βότσαλα, που λαμπύριζαν με το διαθλώμενο φως. Αν έλαμπαν όλοι, ο θόλος θα έλαμπε, σαν το φως του καταμεσήμερου, αλλά τώρα ήταν σαν περασμένο απόγευμα. Σκόνη σκέπαζε το διάδρομο και κομματάκια από πέτρες, ακόμα και από κρυστάλλους. Ατέλειωτα χρόνια αναμονής, ενώ ο Τροχός γυρνούσε και άλεθε.
“Αλλά τι είναι;” ρώτησε ο Ματ ανήσυχος. “Δεν μου μοιάζει με το νερό που ξέρω”. Κλώτσησε πέρα από το χείλος ένα κομμάτι σκούρας πέτρας, μεγάλο σαν τη γροθιά του. “Είναι—”
Η πέτρα έπεσε στην υαλώδη επιφάνεια και γλίστρησε στη λιμνούλα δίχως να πλατσουρίσει, δίχως να κάνει ούτε ένα κυματάκι. Καθώς η πέτρα βούλιαζε, άρχισε να πρήζεται, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει και να αραιώνει, ώσπου έγινε μια φουσκάλα, μεγάλη σαν κεφάλι, που ο Ραντ σχεδόν μπορούσε να δει από μέσα της και τέλος μια αχνή θολούρα, πλατιά όσο ολόκληρο το χέρι του. Έπειτα χάθηκε. Του Ραντ του φάνηκε πως το δέρμα του θα πεταγόταν μακριά από το σώμα του.
“Τι ήταν;” ζήτησε να μάθει και σοκαρίστηκε ακούγοντας την τραχιά βραχνάδα της φωνής του.
“Πες ότι είναι η ουσία του σαϊντίν”. Τα λόγια της Άες Σεντάι αντήχησαν στο θόλο. “Η ουσία του αρσενικού μισού της Αληθινής Πηγής, η αγνή ουσία της Δύναμης, που χειρίζονταν οι άνδρες πριν τον Καιρό της Τρέλας. Η Δύναμη να γιατρέψεις τη σφραγίδα της φυλακής του Σκοτεινού, ή να τη σπάσεις και να την ανοίξεις διάπλατα”.
“Το Φως να μας φωτίζει και να μας φυλάει”, ψιθύρισε η Νυνάβε. Η Εγκουέν την έσφιγγε, σαν να ήθελε να κρυφτεί πίσω από τη Σοφία. Ακόμα και ο Λαν ανασάλεψε ανήσυχα, αν και τα μάτια του δεν έδειχναν έκπληξη.
Κάτι σκληρό χτύπησε τους ώμους του Ραντ, που συνειδητοποίησε ότι είχε οπισθοχωρήσει ως τον τοίχο, όσο πιο μακριά μπορούσε από τον Οφθαλμό. Θα τρυπούσε και τον τοίχο, αν μπορούσε. Κι ο Ματ, επίσης, είχε κολλήσει στην πέτρα, απλώνοντας τα χέρια όσο πήγαιναν. Ο Πέριν κοίταζε τη λιμνούλα με το τσεκούρι μισοτραβηγμένο. Τα μάτια του έλαμπαν, χρυσά και άγρια.
“Πάντα απορούσα”, είπε ο Λόιαλ ανήσυχα. “Όταν διάβαζα γι’ αυτό, πάντα αναρωτιόμουν τι ήταν. Γιατί; Γιατί το έκαναν; Και πώς;”
“Κανένας ζωντανός δεν ξέρει”. Η Μουαραίν δεν κοίταζε πια τη λιμνούλα. Παρακολουθούσε τον Ραντ και τους δύο φίλους του, μελετώντας τους, με βλέμμα που κοίταζε και ζύγιζε. “Ούτε το πώς, ούτε το γιατί, εκτός του ότι κάποια μέρα θα υπήρχε η ανάγκη κι ότι αυτή η ανάγκη θα ήταν η μεγαλύτερη και η πιο απελπισμένη που θα είχε γνωρίσει ο κόσμος ως τότε. Ή ίσως που θα γνώριζε ποτέ.
“Πολλές στην Ταρ Βάλον προσπάθησαν να βρουν τρόπο να χρησιμοποιήσουν αυτή τη Δύναμη, αλλά είναι ανέγγιχτη για τις γυναίκες, όπως το φεγγάρι για μια γάτα. Μόνο ένας άνδρας θα μπορούσε να τη διαβιβάσει, αλλά ο τελευταίος άνδρας Άες Σεντάι χάθηκε εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, σχεδόν. Όμως η ανάγκη που είδαν ήταν ανάγκη απελπισμένη. Δούλεψαν δια μέσου του μιάσματος του Σκοτεινού για να το φτιάξουν και να το φτιάξουν αγνό, ξέροντας ότι αυτή η πράξη τους θα τους σκότωνε όλους. Άνδρες και γυναίκες Άες Σεντάι μαζί. Ο Θαλερός είπε την αλήθεια. Τα μεγαλύτερα θαύματα της Εποχής των Θρύλων μ’ αυτόν τον τρόπο έγιναν, με το σαϊντίν και το σαϊντάρ μαζί. Όλες οι γυναίκες στην Ταρ Βάλον, όλες οι Άες Σεντάι σε όλες τις βασιλικές αυλές και τις πόλεις, ακόμα και κείνες στις χώρες πέρα από την Έρημο, δεν θα μπορούσαν να γεμίσουν ούτε ένα κουταλάκι με τη Δύναμη, αν δεν είχαν άνδρες να δουλέψουν μαζί τους”.
Το λαρύγγι του Ραντ ήταν τραχύ σαν να ούρλιαζε. “Γιατί μας έφερες εδώ;”
“Επειδή είστε τα’βίρεν”. Η έκφραση της Άες Σεντάι ήταν δυσανάγνωστη; Τα μάτια της τρεμόφεγγαν και έμοιαζαν να τον τραβούν. “Επειδή η δύναμη του Σκοτεινού θα χτυπήσει εδώ και επειδή πρέπει να την αντιμετωπίσουμε και να τη σταματήσουμε, αλλιώς η Σκιά θα σκεπάσει τον Κόσμο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη. Ας βγούμε πάλι στο φως του ήλιου, όσο υπάρχει ακόμα χρόνος”. Χωρίς να περιμένει να δει αν θα την ακολουθούσαν, ξαναπήρε το διάδρομο με τον Λαν, ο οποίος περπατούσε ίσως πιο γρήγορα απ’ όσο συνήθιζε. Η Εγκουέν και η Νυνάβε έτρεξαν πίσω της.
Ο Ραντ ξεκίνησε προχωρώντας πλάι στον τοίχο —δεν τολμούσε να πλησιάσει ούτε βήμα πιο κοντά στη λιμνούλα με αυτό που είχε μέσα της— και μπήκε στο διάδρομο, μπλέκοντας σαν κουβάρι μαζί με τον Ματ και τον Πέριν. Θα έτρεχε, αλλά δεν ήθελε να τσαλαπατήσει την Εγκουέν και τη Νυνάβε, τη Μουαραίν και τον Λαν. Δεν μπορούσε να σταματήσει το τρέμουλό του, ακόμα κι όταν βρέθηκε πάλι έξω.
“Δεν μου αρέσει αυτό, Μουαραίν”, είπε θυμωμένα η Νυνάβε, όταν ο ήλιος ξαναέλαμπε πάνω τους. “Πιστεύω πως ο κίνδυνος είναι όσο μεγάλος λες, αλλιώς δεν θα ήμουν εδώ, αλλά αυτό είναι—”
“Σας βρήκα επιτέλους”.
Ο Ραντ τινάχτηκε, σαν να είχε σφιχτεί ένα σχοινί γύρω από το λαιμό του. Τα λόγια, η φωνή... για μια στιγμή πίστεψε πως ήταν ο Μπα’άλζαμον. Αλλά οι δύο άνδρες που βγήκαν από τα δέντρα, με πρόσωπα κρυμμένα στις κουκούλες τους, δεν φορούσαν μανδύες στο χρώμα του ξεραμένου αίματος. Ο ένας μανδύας ήταν σκούρος γκρι και ο άλλος είχε μια εξίσου σκούρα απόχρωση του πράσινου κι έδιναν μια αίσθηση κλεισούρας, ακόμα κι εκεί έξω στον αέρα. Και δεν ήταν Ξέθωροι· ο αέρας κουνούσε τους μανδύες τους.
“Ποιοι είστε;” Η στάση του Λαν έδειχνε ότι ήταν σε επιφυλακή, με το χέρι στη λαβή του σπαθιού. “Πώς ήρθατε εδώ; Αν ζητάτε τον Θαλερό”
“Αυτός μας οδήγησε”. Το χέρι που έδειξε τον Ματ ήταν γέρικο και ζαρωμένο, ελάχιστα ανθρώπινο· οι αρθρώσεις ήταν ροζιασμένες, σαν κόμποι σε σχοινί και ένα νύχι έλειπε. Ο Ματ έκανε ένα βήμα πίσω, ανοίγοντας τα μάτια διάπλατα. “Ένα παλιό πράγμα, ένας παλιός φίλος, ένας παλιός εχθρός. Αλλά δεν είναι αυτός που αναζητάμε”, κατέληξε ο άνδρας με τον πράσινο μανδύα. Ο άλλος στεκόταν, σαν να μην επρόκειτο να μιλήσει ποτέ.
Η Μουαραίν όρθωσε το ανάστημά της, που έφτανε, το πολύ, ως τον ώμο ακόμα και του πιο κοντού από του άνδρες εκεί, αλλά ξαφνικά φάνηκε ψηλή σαν τους λόφους. Η φωνή της αντήχησε σαν καμπάνα, όταν ρώτησε απαιτητικά, “Ποιοι είστε;”
Τα χέρια τους κατέβασαν τις κουκούλες τους και ο Ραντ τους κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Ο πιο μεγάλος ήταν ο γέρος των γέρων μπροστά του ο Τσεν Μπούι ήταν σαν παιδί στον ανθό της νιότης του. Η επιδερμίδα του προσώπου του ήταν σαν σκασμένη περγαμηνή, που την είχαν τεντώσει πάνω σε κρανίο και μετά την είχαν τεντώσει ακόμα περισσότερο. Αραιές τούφες μαλλιών έστεκαν εδώ κι εκεί στην κορυφή της οζώδους κεφαλής του. Τα αυτιά του ήταν μαραμένα, σαν απομεινάρια αρχαίου δερμάτινου ρούχου· τα μάτια του ήταν ρουφηγμένα και κρυφοκοίταζαν από το κεφάλι του, σαν να ήταν στα βάθη σήραγγας. Όμως ο άλλος ήταν χειρότερος. Ένα σφιχτό μαύρο δερμάτινο κέλυφος κάλυπτε εντελώς το κεφάλι και το πρόσωπό του, αλλά το μπροστινό μέρος του είχε σμιλευτεί για να δείχνει ένα τέλειο πρόσωπο, το πρόσωπο ενός νεαρού, που γελούσε τρελά, που γελούσε παρανοϊκά, παγωμένο σ’ αυτή την έκφραση παντοτινά. Τι κρύβει, αν ο άλλος δείχνει αυτό που δείχνεί; Τότε ακόμα και οι σκέψεις πάγωσαν στο κεφάλι του, θρυμματίστηκαν κι έγιναν σκόνη, που την πήρε ο αέρας.
“Λέγομαι Άγκινορ”, είπε ο ηλικιωμένος. “Κι αυτός είναι ο Μπάλταμελ. Δεν μιλά πια με τη γλώσσα του. Ο Τροχός αλέθει πολύ καλά, όταν είσαι φυλακισμένος πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια”. Τα ρουφηγμένα μάτια του γύρισαν στην αψίδα· ο Μπάλταμελ έγειρε μπροστά, με τα μάτια της μάσκας του πάνω στο λευκό πέτρινο άνοιγμα, σαν να ήθελε να μπει κατευθείαν μέσα. “Τόσον καιρό χωρίς αυτό”, είπε απαλά ο Αγκινορ. “Τόσον καιρό”.
“Το Φως να μας-” άρχισε να λέει ο Λόιαλ με φωνή που έτρεμε και σταμάτησε απότομα όταν τον κοίταξε ο Άγκινορ.
“Οι Αποδιωγμένοι είναι παγιδευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ—”
“Ήταν παγιδευμένοι”. Ο Άγκινορ χαμογέλασε· τα κίτρινα δόντια του έμοιαζαν με κυνόδοντες. “Μερικοί από μας δεν είμαστε άλλο πια παγιδευμένοι. Οι σφραγίδες εξασθενούν, Άες Σεντάι. Όπως ο Ισαμαήλ, περπατούμε πάλι στον κόσμο και σύντομα θα έρθουν και οι υπόλοιποι. Εγώ ήμουν πολύ κοντά σ’ αυτόν τον κόσμο στην αιχμαλωσία μου, εγώ και ο Μπάλταμελ, πολύ κοντά εκεί που ο Τροχός αλέθει, αλλά σύντομα ο Μέγας Άρχοντας του Σκότους θα ελευθερωθεί και θα μας δώσει νέα σάρκα και ο κόσμος θα είναι άλλη μια φορά δικός μας. Αυτή τη φορά δεν θα έχετε τον Λουζ Θέριν τον Σφαγέα. Δεν θα υπάρχει ο Άρχοντας του Πρωινού για να σας σώσει. Ξέρουμε τώρα ποιον αναζητούμε και τους υπόλοιπους δεν σας χρειαζόμαστε”.
Το σπαθί του Λαν πετάχτηκε από το θηκάρι του τόσο γρήγορα, που το μάτι του Ραντ δεν πρόλαβε να το ακολουθήσει. Αλλά ο Πρόμαχος δίστασε, με το βλέμμα του να πηγαίνει από τη Μουαραίν στη Νυνάβε. Οι δύο γυναίκες στέκονταν μακριά η μια από την άλλη· αν έβαζε το κορμί του ανάμεσα στη μια τους και τους Αποδιωγμένους, θα απομακρυνόταν από την άλλη. Ο δισταγμός κράτησε μονάχα μια στιγμή, αλλά, όταν τα πόδια του Πρόμαχου κινήθηκαν, ο Άγκινορ ύψωσε το χέρι. Ήταν μια περιφρονητική χειρονομία, ένα τίναγμα των ροζιασμένων δαχτύλων του, σαν να ήθελε να διώξει μύγα. Ο Πρόμαχος πετάχτηκε στον αέρα προς τα πίσω, σαν να τον είχε αρπάξει μια πελώρια γροθιά. Ο Λαν χτύπησε στην πέτρινη αψίδα με ένα μουντό γδούπο και στάθηκε εκεί για μια στιγμή, πριν πέσει νωθρός σαν σακί, με το σπαθί κοντά στο απλωμένο χέρι του.
“ΌΧΙ!” ούρλιαξε η Νυνάβε.
“Μείνε ακίνητη”, διέταξε η Μουαραίν, αλλά πριν σαλέψει άλλος η Σοφία είχε βγάλει το μαχαίρι από τη ζώνη της και έτρεχε προς τον Αποδιωγμένο, με τη μικρή λεπίδα υψωμένη.
“Το Φως να σε τυφλώσει”, φώναξε, χτυπώντας τον Άγκινορ κατάστηθα.
Ο άλλος Αποδιωγμένος όρμηξε σαν οχιά. Ενώ η Σοφία ακόμα κατέβαζε το χέρι, το δερματοδεμένο χέρι του Μπάλταμελ πετάχτηκε και άρπαξε το σαγόνι της, με τα δάχτυλά του να βουλιάζουν στο ένα μάγουλο, ενώ στο άλλο χωνόταν ο αντίχειράς του, διώχνοντας το αίμα με την πίεσή τους και υψώνοντας το δέρμα για να σχηματίσει ωχρές ράχες. Ένας σπασμός συντάραξε τη Νυνάβε από την κορφή ως τα νύχια, σαν να την είχε χτυπήσει κάποιος με μαστίγιο. Το μαχαίρι της έπεσε άχρηστο από τα χαλαρά δάχτυλά της, καθώς ο Μπάλταμελ την έπιανε από το σαγόνι και τη σήκωνε για να δει μέσα από τη δερμάτινη μάσκα το πρόσωπό της, που ακόμα έτρεμε. Τα δάχτυλα των ποδιών της τινάζονταν με σπασμούς μισό μέτρο πάνω από το έδαφος- από τα μαλλιά της τα λουλούδια έπεφταν βροχή.
“Έχω σχεδόν ξεχάσει τις ηδονές της σάρκας”. Η γλώσσα του Άγκινορ έτρεξε στα μαραμένα χείλη του, ηχώντας σαν πέτρα σε τραχύ δέρμα. “Αλλά ο Μπάλταμελ θυμάται πολλές”. Το γέλιο της μάσκας φάνηκε να γίνεται ακόμα πιο τρελό και ο οδυρμός που βγήκε από τα χείλη της Νυνάβε έκαψε τα αυτιά του Ραντ, σαν απόγνωση που έβγαινε από την καρδιά της.
Ξαφνικά η Εγκουέν κινήθηκε και ο Ραντ είδε ότι πήγαινε να βοηθήσει τη Νυνάβε. “Εγκουέν, όχι!” φώναξε, αλλά αυτή δεν σταμάτησε. Το χέρι του είχε πλησιάσει το σπαθί του με την κραυγή της Νυνάβε, αλλά τώρα το παράτησε και όρμησε στην Εγκουέν. Ρίχτηκε πάνω της πριν αυτή κάνει το τρίτο βήμα κι έπεσαν και οι δύο στο χώμα. Η Εγκουέν έπεσε από κάτω του με μια πνιχτή κραυγή και αμέσως άρχισε να σφαδάζει για να ελευθερωθεί.
Ο Ραντ κατάλαβε ότι και οι άλλοι είχαν βγει από την ακινησία τους. Το τσεκούρι του Πέριν στριφογύριζε στα χέρια του και τα μάτια του έλαμπαν χρυσαφένια και άγρια. “Σοφία!” ούρλιαξε ο Ματ, με το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ στη γροθιά του.
“Όχι!” φώναξε ο Ραντ. “Δεν μπορείτε να πολεμήσετε τους Αποδιωγμένους!” Μα εκείνοι πέρασαν δίπλα του τρέχοντας, σαν να μην τον είχαν ακούσει, με τα μάτια στη Νυνάβε και στους δύο Αποδιωγμένους.
Ο Άγκινορ τους κοίταξε ατάραχος... και χαμογέλασε.
Ο Ραντ ένιωσε τον αέρα να σαλεύει από πάνω του, σαν το χτύπημα του μαστιγίου ενός γίγαντα. Ο Ματ και ο Πέριν, που δεν είχαν φτάσει ακόμα στους Αποδιωγμένους, σταμάτησαν, σαν να είχαν πέσει πάνω σε τοίχο, αναπήδησαν και σωριάστηκαν στο χώμα.
“Ωραία”, είπε ο Άγκινορ. “Ταιριαστό μέρος. Αν μάθετε πώς να ταπεινώνετε κατάλληλα τον εαυτό σας λατρεύοντάς μας, ίσως σας αφήσω να ζήσετε”.
Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος με βιαστικές κινήσεις. Ίσως να μην μπορούσε να πολεμήσει τους Αποδιωγμένους —κανένας απλός θνητός δεν το μπορούσε— αλλά δεν θα τους έδινε την ικανοποίηση να γονατίσει μπροστά τους. Έκανε να βοηθήσει την Εγκουέν να σηκωθεί, αλλά εκείνη τον χαστούκισε και σηκώθηκε μόνη της, ξεσκονίζοντας θυμωμένα το φόρεμά της. Ο Ματ κι ο Πέριν επίσης είχαν σηκωθεί πεισματικά, με ασταθείς κινήσεις.
“Θα μάθετε”, είπε ο Άγκινορ, “αν θέλετε να ζήσετε. Τώρα που βρήκα αυτό που έχω ανάγκη” —το βλέμμα του στράφηκε στην πέτρινη αψίδα— “ίσως αφιερώσω λίγο χρόνο για να σας διδάξω”.
“Αυτό δεν πρόκειται να γίνει!” Ο θαλερός βγήκε από τα δέντρα, με φωνή σαν κεραυνός που χτυπά αρχαία βελανιδιά. “Δεν ανήκετε εδώ!”
Ο Άγκινορ του έριξε μια σύντομη, περιφρονητική ματιά. “Άπαγε! Η εποχή σου τελείωσε, όλο σου το είδος εκτός από σένα έγινε σκόνη από καιρό. Ζήσε τη ζωή που σου έχει απομείνει και να χαίρεσαι που δεν αξίζεις την προσοχή μας”.
“Αυτό το μέρος είναι δικό μου”, είπε ο Θαλερός, “και δεν θα βλάψετε τίποτα το ζωντανό εδώ πέρα”.
Ο Μπάλταμελ τίναξε τη Νυνάβε στην άκρη σαν κουρέλι κι αυτή έπεσε σαν παρατημένο ρούχο, με μάτια ορθάνοιχτα, με άνευρο το κορμί, σαν να είχαν λιώσει όλα της τα κόκαλα. Το δερματοντυμένο χέρι του υψώθηκε και ο Θαλερός βρυχήθηκε, καθώς άρχισε να βγαίνει καπνός από τα κλήματα που τυλίγονταν στο κορμί του. Ο άνεμος στα δέντρα αντιλάλησε τον πόνο του.
Ο Άγκινορ στράφηκε πάλι στον Ραντ και τους άλλους, σαν να είχε ξεμπερδέψει με τον Θαλερό, όμως εκείνος με μια δρασκελιά πλησίασε, τον έφτασε και τύλιξε τα ογκώδη, ολόφυλλα χέρια του γύρω από τον Μπάλταμελ, υψώνοντάς τον ψηλά, λιώνοντάς τον πάνω σε μια μάζα από πυκνά αναρριχητικά φυτά· η μαύρη δερμάτινη μάσκα γελούσε μπροστά σε φουντουκίσια μάτια γεμάτα θυμό. Τα μπράτσα του Μπάλταμελ σφάδασαν σαν φίδια και ελευθερώθηκαν και τα γαντοφορεμένα χέρια του άρπαξαν το κεφάλι του θαλερού, σαν να ήθελε να το ξεκολλήσει. Φλόγες πετάχτηκαν από τα σημεία που άγγιζαν τα χέρια, τα κλήματα άρχισαν να μαραίνονται και τα φύλλα να πέφτουν. Ο Θαλερός ξεφώνισε, καθώς πυκνός, μαύρος καπνός αναδυόταν ανάμεσα από τα κλήματα του κορμιού του. Ο βρυχηθμός του δεν έλεγε να σταματήσει, λες κι έβγαινε από το στόμα του με τον καπνό που ξεπηδούσε από τα χείλη του.
Ξαφνικά ο Μπάλταμελ συσπάστηκε στη λαβή του Θαλερού. Τα χέρια του Αποδιωγμένου, που πριν τον έσφιγγαν, τώρα προσπάθησαν να τον σπρώξουν. Ένα γαντοφορεμένο χέρι απλώθηκε... και ένα μικρό αναρριχητικό πετάχτηκε μέσα από το μαύρο δέρμα. Ένας μύκητας τύλιξε το χέρι του, από κείνους που αγκαλιάζουν δέντρα στις βαθιές σκιές του δάσους κι από το τίποτα μεγάλωσε και διογκώθηκε για να τον καταπιεί ολόκληρο, Ο Μπάλταμελ σπαρτάρισε κι ένα βλαστάρι από τσουκνίδα ξέσχισε το κέλυφός του, λειχήνες έχωσαν τις ρίζες τους και άνοιξαν μικρές χαραμάδες στο δέρμα που κάλυπτε το πρόσωπό του, κισσοί έσπασαν τα μάτια της μάσκας του, μανιτάρια νεκροκεφαλές του έσχισαν το στόμα.
Ο Θαλερός πέταξε κάτω τον Αποδιωγμένο. Ο Μπάλταμελ σπάραζε και σειόταν, καθώς όλα τα πράγματα που φυτρώνουν σε μέρη σκοτεινά κι όσα έχουν σπόρους κι όσα αγαπούν την υγρασία φούσκωναν και θέριευαν, έσχιζαν ρούχα και δέρμα και σάρκα —Ήταν σάρκα αυτό, που φάνηκε σε μια φευγαλέα στιγμή χλοερού μένους;- και άφηναν κουρέλια και ξεφτίδια και τον σκέπαζαν ολόκληρο, ώσπου στο τέλος απέμεινε μονάχα ένας σωρός, που σε τίποτα δεν ξεχώριζε από πολλούς άλλους στα σκιερά βάθη του καταπράσινου δάσους, ένας σωρός ακίνητος σαν κι αυτούς.
Μ’ ένα βογκητό, σαν κλαρί που έσπαζε κάτω από μεγάλο βάρος, ο Θαλερός σωριάστηκε στο χώμα Το μισό κεφάλι του είχε γίνει κάρβουνο. Ακόμα υψώνονταν από το σώμα του πλοκάμια καπνού, σαν γκρίζα αναρριχητικά. Καμένα φύλλα έπεφταν, καθώς άπλωνε με πόνο το μαυρισμένο χέρι του για να χαϊδέψει απαλά ένα βελανίδι.
Η γη τραντάχτηκε, καθώς ανάμεσα στα δάχτυλά του υψωνόταν το βλαστάρι μιας βελανιδιάς. Το κεφάλι του Θαλερού χαμήλωσε, αλλά το βλαστάρι πήδηξε με δύναμη προς τον ήλιο. Ρίζες τινάχτηκαν και χόντρυναν, χώθηκαν κάτω από το χώμα και ξαναβγήκαν, χόντρυναν κι άλλο καθώς βυθίζονταν. Ο κορμός πλάτυνε και τεντώθηκε προς τα πάνω και ο φλοιός γκρίζαρε και γέμισε ρωγμές, μοιάζοντας αρχαίος. Κλαριά απλώθηκαν και βάρυναν, μεγάλα σαν χέρια, μεγάλα σαν άνθρωποι και υψώθηκαν για να χαϊδέψουν τον ουρανό, γεμάτα πυκνά φύλλα, φορτωμένα βελανίδια. Ο πελώριος ιστός των ριζών, όργωσε τη γη καθώς εκτεινόταν ο ήδη πελώριος κορμός τρεμούλιασε, πλάτυνε, στρογγύλεψε, μεγάλος πια σαν σπίτι. Ακολούθησε γαλήνη. Και μια βελανιδιά, που θα μπορούσε να είναι και πεντακοσίων ετών, ήταν στο σημείο που είχε πέσει ο Θαλερός, σημάδι για τον τάφο ενός θρύλου. Η Νυνάβε ξάπλωνε στις ροζιασμένες ρίζες, που είχαν καμπυλώσει κάτω από το σώμα της, κάνοντας της κρεβάτι για να αναπαυτεί. Ο άνεμος αναστέναξε ανάμεσα στα κλαριά της βελανιδιάς· έμοιαζε να μουρμουρίζει έναν αποχαιρετισμό.
Ακόμα και ο Άγκινορ έμοιαζε αποσβολωμένος. Μετά σήκωσε το κεφάλι και τα σπηλαιώδη μάτια του φλογιζόταν από μίσος. “Αρκετά! Ήρθε η ώρα να τελειώσουν όλα αυτά!”
“Ναι, Αποδιωγμένε”, είπε η Μουαραίν, με φωνή παγερή σαν χειμωνιάτικος πάγος. “Ήρθε η ώρα!”
Το χέρι της Άες Σεντάι υψώθηκε και το χώμα γκρεμίστηκε κάτω από τα πόδια του Άγκινορ. Φλόγες πετάχτηκαν μουγκρίζοντας από το χάσμα, λυσσομανώντας στον άνεμο που ούρλιαζε, καθώς ερχόταν απ’ όλες τις κατευθύνσεις, παρασέρνοντας ένα ορυμαγδό φύλλων στη φωτιά που έμοιαζε να πυκνώνει, φτιάχνοντας μια πηχτή κοκκινοκίτρινη σούπα αμιγούς θερμότητος. Εκεί, στη μέση, στεκόταν ο Άγκινορ και τα πόδια του στηρίζονταν στον αέρα. Ο Αποδιωγμένος φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά μετά χαμογέλασε και έκανε ένα βήμα μπροστά. Ήταν αργό βήμα, σαν να προσπαθούσε η φωτιά να τον καθηλώσει σε κείνο το σημείο, αλλά το έκανε και ύστερα έκανε άλλο ένα.
“Τρέξτε!” πρόσταξε η Μουαραίν. Το πρόσωπό τη ήταν κάτωχρο από τον κόπο. “Τρέξτε, όλοι σας!” Ο Άγκινορ περπατούσε στον αέρα, πλησίαζε το χείλος της πυράς.
Ο Ραντ είδε ότι οι άλλοι δεν είχαν μείνει ακίνητοι. Με την άκρη του ματιού έβλεπε τον Ματ και τον Πέριν να ορμούν, τον Λόιαλ με τα μακριά του πόδια να τρέχει προς τα δέντρα, αλλά είχε μάτια μονάχα για την Εγκουέν. Στεκόταν εκεί, μαρμαρωμένη, με το πρόσωπο χλωμό και τα μάτια κλειστά. Ο Ραντ συνειδητοποίησε πως δεν την πάγωνε ο φόβος. Προσπαθούσε να στρέψει την ασήμαντη, ανεκπαίδευτη γνώση της Δύναμης που είχε ενάντια στον Αποδιωγμένο.
Την άρπαξε απότομα από το μπράτσο και την τράβηξε για να τον αντικρίσει. “Τρέξε!” της φώναξε. Τα μάτια της άνοιξαν, τον κοίταξαν, θυμωμένα με την παρέμβαση του, γεμάτα μίσος για τον Άγκινορ, φόβο για τον Αποδιωγμένο. “Τρέξε”, της είπε, σπρώχνοντάς την προς τα δέντρα, τόσο δυνατά που την ξάφνιασε. “Τρέξε!” Όταν αυτή ξεκίνησε, δεν σταμάτησε να τρέχει.
Αλλά το μαραμένο πρόσωπο του Άγκινορ γύρισε προς αυτόν, προς την Εγκουέν που έτρεχε πίσω του, καθώς ο Αποδιωγμένος περπατούσε στις φλόγες, σαν να μην αφορούσε καθόλου τον Άγκινορ αυτό που έκανε η Άες Σεντάι. Προς την Εγκουέν.
“Όχι αυτήν!” φώναξε ο Ραντ. “Που να σε κάψει το Φως, όχι αυτήν!” Άρπαξε μια πέτρα και την πέταξε, θέλοντας να τραβήξει την προσοχή ταυ Άγκινορ. Πριν φτάσει στο πρόσωπο του Άγκινορ, η πέτρα έγινε μια χούφτα σκόνη.
Ο Ραντ κοντοστάθηκε μονάχα μια στιγμή ακόμα, μόνο για ρίξει μια ματιά πάνω από τον ώμο του και να δει ότι η Εγκουέν είχε κρυφτεί στα δέντρα. Οι φλόγες ακόμα έζωναν τον Άγκινορ, μέρη του μανδύα του σιγόκαιγαν, αλλά προχωρούσε σαν να είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή του και η άκρη της φωτιάς ήταν κοντά. Ο Ραντ γύρισε κι έτρεξε. Πίσω του άκουσε τη Μουαραίν να ουρλιάζει.