Η ανατολή, που σερνόταν στην επιφάνεια του ποταμού Αρινέλε, έφτασε και στο λάκκο κοντά στην ακροποταμιά, όπου η Νυνάβε έγερνε με την πλάτη, ακουμπισμένη στον κορμό μιας νεαρής βελανιδιάς κι ανάσαινε με τη βαθιά ανάσα του ύπνου. Και το άλογό της επίσης κοιμόταν, με τον τρόπο των αλόγων, με το κεφάλι σκυμμένο και τα πόδια απλωμένα. Τα γκέμια του ήταν τυλιγμένα στον καρπό της. Όταν το φως του ήλιου έπεσε στα βλέφαρα του αλόγου, το ζώο άνοιξε τα μάτια και σήκωσε το κεφάλι, τραβώντας τα χαλινάρια. Η Νυνάβε ξύπνησε ξαφνιασμένη.
Για μια στιγμή στάθηκε κοιτάζοντας, απορώντας πού βρισκόταν και μετά κοίταξε γύρω ακόμα πιο έκπληκτη. Αλλά το μόνο που υπήρχε ήταν τα δέντρα και το άλογό της και ένα χαλί από ξεραμένα φύλλα στο λάκκο. Στα πιο βαθιά, ανήλιαγα μέρη, μερικά από τα περσινά σκιόχειρα μανιτάρια σχημάτιζαν κύκλους σ’ ένα πεσμένο κορμό.
“Το Φως να σε φυλάει, γυναίκα”, μουρμούρισε, καθώς σωριαζόταν πίσω, “αν δεν μπορείς να μείνεις ξύπνια μια νύχτα”. Έλυσε τα γκέμια και έτριψε το χέρι της, καθώς σηκωνόταν όρθια. “Μπορεί να είχες ξυπνήσει στο τσουκάλι των Τρόλοκ”.
Τα πεσμένα φύλλα θρόιζαν, καθώς η Νυνάβε ανέβαινε στο χείλος του λάκκου για να κρυφοκοιτάξει γύρω. Ανάμεσα σ’ αυτήν και στο ποτάμι υπήρχαν μονάχα λίγες αραιές μελιές. Ο σκασμένος φλοιός και τα γυμνά κλαριά τους τις έκανε να μοιάζουν πεθαμένες. Παραπέρα κυλούσε το πλατύ γαλαζοπράσινο ποτάμι. Αδειο. Ολότελα άδειο. Σκόρπιες συστάδες από αειθαλή, ιτιές και έλατα, απλώνονταν στην απέναντι όχθη και έμοιαζαν να υπάρχουν συνολικά λιγότερα δέντρα απ’ όσα στη δική της πλευρά. Αν η Μουαραίν, ή κάποιος από τους νεαρούς ήταν εκεί πέρα, τότε κρύβονταν. Βεβαίως, δεν υπήρχε λόγος να διασχίσουν το ποτάμι, ή να προσπαθήσουν να το διασχίσουν, στο σημείο που έβλεπε μπροστά της. Θα μπορούσαν να είναι οπουδήποτε, δέκα μίλια πιο πάνω, ή πιο κάτω. Αν είναι ζωντανοί, μετά τα χτεσινοβραδινά.
Θυμωμένη με τον εαυτό της, που είχε σκεφτεί αυτή την πιθανότητα, ξανακατέβηκε στο λάκκο. Ούτε η Νύχτα του Χειμώνα, ούτε η μάχη πριν τη Σαντάρ Λογκόθ δεν την είχαν προετοιμάσει για την περασμένη νύχτα, γι’ αυτό το πράγμα, για το Μασάνταρ. Για τις στιγμές που κάλπαζε ξέφρενα, που αναρωτιόταν αν είχε μείνει κανείς άλλος ζωντανός, που αναρωτιόταν πότε θα βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με Ξέθωρο ή Τρόλοκ. Είχε ακούσει Τρόλοκ να μουγκρίζουν και να φωνάζουν μακριά της και οι τρεμουλιαστές στριγκλιές των κεράτων των Τρόλοκ την είχαν κάνει να νιώσει παγωνιά, τόσο βαθιά που δεν συγκρινόταν με το φύσημα του ανέμου, αλλά, μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση στα ερείπια, είχε δει Τρόλοκ μονάχα μια φορά και τότε ήταν έξω από τα τείχη. Περίπου δέκα από δαύτους είχαν φανεί να ξεπηδούν από το χώμα, ούτε τριάντα απλωσιές μπροστά της και είχαν αρχίσει αμέσως να τρέχουν προς το μέρος της, τσιρίζοντας και φωνάζοντας, ανεμίζοντας κοντάρια με γάντζους. Μόλις όμως η Νυνάβε έστριψε το άλογά της, οι Τρόλοκ σώπασαν και ύψωσαν τις μουσούδες για να μυρίσουν τον αέρα. Εκείνη στάθηκε, κοιτάζοντάς τους, τόσο σαστισμένη που δεν μπορούσε να τρέξει και χους είδε να γυρνούν την πλάτη και να χάνονται στη νύχτα. Κι αυτό ήταν το πιο τρομερό απ’ όλα.
“Ξέρουν την οσμή αυτού που θέλουν”, είπε στο άλογά της, καθώς στεκόταν στο λάκκο, “και δεν είμαι εγώ. Φαίνεται πως η Άες Σεντάι έχει δίκιο, που να την καταπιεί ο Ποιμένας της Νυκτός”.
Κατέληξε σε μια απόφαση και ξεκίνησε κατηφορίζοντας το ποτάμι, οδηγώντας το άλογό της πεζή. Προχώρησε αργά, κοιτάζοντας επιφυλακτικά το δάσος γύρω της· μπορεί την περασμένη νύχτα να μην την ήθελαν οι Τρόλοκ, αυτό όμως δεν σήμαινε πως θα την άφηναν, αν ξανάπεφτε πάνω τους. Όσο πρόσεχε τα δέντρα γύρω της, άλλο τόσο πρόσεχε και το έδαφος μπροστά της. Αν οι άλλοι είχαν περάσει το ποτάμι σε κάποιο σημείο πιο κάτω, θα έβλεπε κάποια σημάδια τους, σημάδια που ίσως να τα έχανε από την πλάτη του αλόγου. Ίσως και να τους έβρισκε όλους μαζεμένους από αυτή την πλευρά. Αν δεν έβρισκε κανέναν, το ποτάμι τελικά θα την έβγαζε στην Ασπρογέφυρα και υπήρχε δρόμος από την Ασπρογέφυρα ως στο Κάεμλυν, ίσαμε την Ταρ Βάλον, αν χρειαζόταν.
Αυτή η προοπτική, σχεδόν, την έκανε να δειλιάσει. Πιο πριν, ούτε η ίδια ούτε τα αγόρια δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ από το Πεδίο του Έμοντ. Το Τάρεν Φέρυ της είχε φανεί παράξενο· στο Μπάερλον θα στεκόταν κοιτάζοντας με θαυμασμό, αν δεν είχε βάλει στο νου της να βρει την Εγκουέν και τους άλλους. Αλλά δεν θα άφηνε τίποτα να λυγίσει την αποφασιστικότητά της. Κάποια στιγμή θα έβρισκε την Εγκουέν και τα αγόρια. Ή θα έβρισκε τρόπο να λογοδοτήσει η Άες Σεντάι γι’ αυτό που τους είχε συμβεί. Ορκίστηκε πως θα έκανε ή το ένα, ή το άλλο.
Ανά διαστήματα έβρισκε ίχνη, άφθονα ίχνη, παρά την προσπάθειά της, όμως, συνήθως δεν μπορούσε να βρει, αν αυτοί που είχαν αφήσει τα ίχνη έψαχναν, καταδίωκαν, ή καταδιώκονταν. Μερικά είχαν γίνει από μπότες, που μπορεί να ανήκαν είτε σε ανθρώπους, είτε σε Τρόλοκ. Αλλα ήταν ίχνη από πόδια ζώων, όπως κατσίκες ή βόδια· αυτά σίγουρα ανήκαν σε Τρόλοκ. Αλλά δεν έβρισκε ούτε ένα σαφές σημάδι, για το οποίο να είναι σίγουρη ότι είχε γίνει από αυτούς που αναζητούσε.
Είχε διανύσει ίσως τέσσερα μίλια, όταν ο άνεμος της έφερε οσμή καπνού. Της φαινόταν πως ερχόταν από πιο κάτω στο ποτάμι και ότι δεν απείχε πολύ. Δίστασε μονάχα για μια στιγμή και μετά έδεσε το άλογό της σε ένα έλατο, μακριά από το ποτάμι, σε μια μικρή, πυκνή συστάδα αειθαλών, που θα έκρυβαν το ζώο. Ο καπνός ίσως σήμαινε Τρόλοκ, αλλά ο μόνος τρόπος για να μάθει θα ήταν να δει. Προσπάθησε να μην σκεφτεί τι ίσως θα έκαναν οι Τρόλοκ με τη φωτιά.
Προχώρησε μισοσκυμμένη από δέντρο σε δέντρο, βρίζοντας από μέσα της τις φούστες, που έπρεπε να τις κρατά ψηλά. Τα φορέματα δεν είχαν φτιαχτεί για ενέδρες. Ο ήχος ενός αλόγου την έκανε να πάει πιο αργά και, όταν τελικά κρυφοκοίταξε επιφυλακτικά γύρω από τον κορμό μιας μελίας, ο Πρόμαχος ξεπέζευε από το μαύρο πολεμικό άτι του, σε ένα μικρό ξέφωτο στην όχθη. Η Άες Σεντάι καθόταν σε ένα κούτσουρο πλάι σε μια μικρή φωτιά, στην οποία ένα κατσαρολάκι μόλις είχε αρχίσει να βράζει. Η άσπρη φοράδα της ήταν πίσω της και βοσκούσε στα αραιά αγριόχορτα. Η Νυνάβε έμεινε εκεί που ήταν.
“Όλοι έφυγαν”, ανακοίνωσε ο Λαν με σκοτεινό ύφος. “Τέσσερις Ημιάνθρωποι ξεκίνησαν προς το νότο δύο ώρες πριν την αυγή, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω —δεν αφήνουν πολλά ίχνη πίσω τους- αλλά οι Τρόλοκ εξαφανίστηκαν. Ακόμα και τα πτώματα και είναι γνωστό πως οι Τρόλοκ δεν παίρνουν μαζί τους νεκρούς τους. Εκτός αν πεινούν”.
Η Μουαραίν έριξε στο νερό που έβραζε μια χούφτα από κάτι που δεν φάνηκε καλά και κατέβασε το κατσαρολάκι από τη φωτιά. “Θα μπορούσαμε να ελπίσουμε ότι γύρισαν στη Σαντάρ Λογκόθ και τους κατάπιε, αλλά αυτές οι ευχές δεν βγαίνουν”.
Η Νυνάβε μύρισε την υπέροχη μυρωδιά του τσαγιού. Φως μου, ας μην γουργουρίσει το στομάχι μου.
“Δεν υπήρχαν καθαρά σημάδια από τα αγόρια, ούτε από τους άλλους. Τα ίχνη είναι πολύ μπερδεμένα και δεν λένε τίποτα”. Η Νυνάβε χαμογέλασε από την κρυψώνα της. Η αποτυχία του Πρόμαχου εν μέρει δικαίωνε και τη δική της. “Μα το άλλο είναι σημαντικό, Μουαραίν”, είπε ο Λαν, σμίγοντας τα φρύδια. Έκανε νόημα ότι δεν ήθελε το τσάι που του πρόσφερε η Άες Σεντάι και άρχισε να κόβει βόλτες μπροστά στη φωτιά, με ένα χέρι στη λαβή του σπαθιού, ενώ ο μανδύας του άλλαζε χρώματα καθώς πηγαινοερχόταν. “Θα μπορούσα να δεχτώ την εμφάνιση των Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς, ακόμα και εκατό Τρόλοκ. Μα τέτοιο πράγμα; Χτες πρέπει να μας κυνηγούσαν, το λιγότερο, χίλιοι”.
“Ήμασταν τυχεροί που δεν έμειναν όλοι για να ψάξουν στη Σαντάρ Λογκόθ. Οι Μυρντράαλ πρέπει να αμφέβαλλαν για το εάν θα μπορούσαμε να κρυφτούμε εκεί, αλλά, επίσης, φοβόντουσαν να γυρίσουν στο Σάγιολ Γκουλ χωρίς να έχουν ερευνήσει κάθε ενδεχόμενο. Ο Σκοτεινός ποτέ δεν ήταν ανεκτικός αφέντης”.
“Μην υπεκφεύγεις. Καταλαβαίνεις τι λέω. Αν αυτοί οι χίλιοι ήταν εδώ για να σταλούν στους Δύο Ποταμούς, τότε γιατί δεν στάλθηκαν; Υπάρχει μόνο μια απάντηση. Στάλθηκαν μόνο αφού περάσαμε τον Τάρεν, όταν έγινε γνωστό ότι ένας Μυρντράαλ και εκατό Τρόλοκ δεν αρκούν πια. Πώς; Πώς τους έστειλαν; Αν μπορούν να μεταφερθούν χίλιοι Τρόλοκ σε τόση απόσταση στα νότια της Μάστιγας, τόσο γρήγορα, αθέατοι —για να μην αναφέρω ότι τους πήραν πίσω με τον ίδιο τρόπο- μπορούν δέκα χιλιάδες να σταλούν στην καρδιά της Σαλδαίας, ή του Αραφελ, ή του Σίναρ; Οι Μεθόριες μπορεί να πέσουν μέσα σ’ ένα χρόνο”.
“Όλος ο κόσμος θα πέσει σε πέντε χρόνια, αν δεν βρούμε αυτά τα αγόρια”, είπε απλά η Μουαραίν. “Το ερώτημα με ανησυχεί κι εμένα, αλλά δεν έχω απαντήσεις. Οι Οδοί είναι κλειστές και από τον Καιρό της Τρέλας έχει να εμφανιστεί Άες Σεντάι που να μπορεί να Ταξιδέψει. Εκτός, αν έχει λυθεί κάποιος από τους Αποδιωγμένους —το Φως ας δώσει να μην γίνει αυτό, ούτε τώρα, ούτε ποτέ- ακόμα δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί. Δεν νομίζω πως όλοι οι Αποδιωγμένοι μαζί μπορούν να μετακινήσουν χίλιους Τρόλοκ. Ας ασχοληθούμε με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εδώ και τώρα· όλα τα άλλα μπορούν να περιμένουν”.
“Τα αγόρια”. Δεν ήταν ερώτηση.
“Δεν καθόμουν αργόσχολη όσο έλειπες. Ο ένας είναι στην άλλη πλευρά του ποταμού, ζωντανός. Όσο για τους άλλους, υπήρχε ένα αμυδρό ίχνος πιο κάτω στο ποτάμι, αλλά έσβησε τη στιγμή που το έβρισκα. Ο δεσμός ήταν κομμένος ώρες πριν αρχίσω την ερευνά μου”.
Η Νυνάβε, εκεί που ζάρωνε πίσω από το δέντρο της, έσμιξε τα φρύδια μπερδεμένη.
Ο Λαν σταμάτησε να βηματίζει. “Νομίζεις πως τους έχουν οι Ημιάνθρωποι που πάνε προς το νότο;”
“Ίσως”. Η Μουαραίν έβαλε ένα φλιτζάνι τσάι πριν συνεχίσει. “Αλλά δεν δέχομαι την πιθανότητα να είναι νεκροί. Δεν μπορώ. Δεν τολμώ. Ξέρεις πόσα διακυβεύονται. Πρέπει να βρω αυτούς τους νεαρούς. Το ότι θα τους κυνηγήσει το Σάγιολ Γκουλ, αυτό το αναμένω. Τις αντιδράσεις εντός του Λευκού Πύργου, ακόμα και από την Έδρα της Αμερλιν, αυτό το αποδέχομαι. Πάντα υπάρχουν Άες Σεντάι που δέχονται μονάχα μια λύση. Αλλά...” Ξαφνικά ακούμπησε κάτω το φλιτζάνι της και ίσιωσε το κορμί, κάνοντας μια γκριμάτσα. “Αν πολυκοιτάς το λύκο”, μουρμούρισε, “το ποντίκι θα σε δαγκώσει στον αστράγαλο”. Και κοίταξε κατευθείαν το δέντρο πίσω από το οποίο κρυβόταν η Νυνάβε. “Κυρά αλ’Μεάρα, τώρα μπορείς να βγεις, αν θέλεις”.
Η Νυνάβε σηκώθηκε αδέξια όρθια, τινάζοντας βιαστικά τα πεσμένα φύλλα από το φόρεμά της. Ο Λαν είχε γυρίσει για να αντικρίσει το δέντρο μόλις είχαν κινηθεί τα μάτια της Μουαραίν το σπαθί ήταν στα χέρια του, πριν εκείνη πει όλο το όνομα της Νυνάβε. Τώρα το θηκάρωσε πάλι, πιο δυνατά απ’ όσο ήταν απολύτως αναγκαίο. Το πρόσωπό του ήταν, σχεδόν, εξίσου ανέκφραστο όπως πάντα, αλλά της Νυνάβε της φάνηκε πως το στόμα του φανέρωνε κάποιο ίχνος δυσαρέσκειας. Ένιωσε κάποια ικανοποίηση· τουλάχιστον ο Πρόμαχος δεν την είχε καταλάβει.
Η ικανοποίηση όμως κράτησε μονάχα μια στιγμή. Κάρφωσε το βλέμμα στη Μουαραίν και προχώρησε προς το μέρος της αποφασισμένα. Ήθελε να μείνει παγερή και γαλήνια, αλλά η φωνή της έτρεμε από θυμό. “Που έμπλεξες τώρα την Εγκουέν και τα αγόρια; Σε ποια βρώμικα σχέδια των Άες Σεντάι σκοπεύεις να τα χρησιμοποιήσεις;”
Η Άες Σεντάι σήκωσε το φλιτζάνι της και ήπιε ήρεμα το τσάι της. Όταν όμως η Νυνάβε είχε πλησιάσει αρκετά, ο Λαν άπλωσε το χέρι για να της κλείσει το δρόμο. Αυτή προσπάθησε να παραμερίσει το εμπόδιο και ξαφνιάστηκε που το μπράτσο του Πρόμαχου έμεινε αλύγιστο, σαν να ήταν κλαδί βελανιδιάς. Δεν ήταν ασθενική γυναίκα, αλλά οι μύες του ήταν σαν σίδερο.
“Τσάι;” είπε ευγενικά η Μουαραίν.
“Όχι, δεν θέλω τσάι. Δεν θα έπινα το τσάι σου, ακόμα κι αν πέθαινα της δίψας. Δεν θα μπλέξεις ανθρώπους από το Πεδίο του Έμοντ στα βρώμικα σχέδια των Άες Σεντάι”.
“Δεν έχεις περιθώριο για να μιλάς, Σοφία”. Η Μουαραίν έδειχνε να την ενδιαφέρει περισσότερο το καυτό τσάι της, παρά αυτά που έλεγε. “Μπορείς κι εσύ να χειριστείς τη Μία Δύναμη, κατά κάποιον τρόπο”.
Η Νυνάβε έσπρωξε πάλι το μπράτσο του Λαν εκείνο πάλι δεν σάλεψε κι αυτή αποφάσισε να το αγνοήσει. “Γατί δεν ισχυρίζεσαι καλύτερα ότι είμαι Τρόλοκ;”
Το χαμόγελο της Μουαραίν έδειχνε τόση κατανόηση, που η Νυνάβε θέλησε να τη χτυπήσει. “Νομίζεις ότι θα είμαι πρόσωπο με πρόσωπο με μια γυναίκα, που μπορεί να αγγίξει την Αληθινή Πηγή, έστω και περιστασιακά, χωρίς να την καταλάβω; Όπως εσύ ένιωσες τις δυνατότητες που έχει η Εγκουέν. Πώς νομίζεις κατάλαβα ότι ήσουν πίσω από το δέντρο; Αν δεν είχα άλλα στο νου μου, θα σε καταλάβαινα μόλις με πλησίαζες. Οπωσδήποτε δεν ήσουν Τρόλοκ, αφού δεν είχα νιώσει το κακό του Σκοτεινού. Τι αισθάνθηκα λοιπόν, Νυνάβε αλ’Μεάρα, Σοφία του Πεδίου του Έμοντ και εν αγνοία χειρίστρια τη Μίας Δύναμης;”
Ο Λαν κοιτούσε τη Νυνάβε με τρόπο που δεν της άρεσε· με απορία και εικασίες στο βλέμμα, όπως της φαινόταν, αν και τίποτα δεν είχε αλλάξει στο πρόσωπό του, εκτός από τα μάτια του. Η Εγκουέν ήταν πράγματι ξεχωριστή· αυτό το ήξερε ανέκαθεν. Η Εγκουέν θα γινόταν θαυμάσια Σοφία. Ο ένας βοηθά τον άλλο, σκέφτηκε και πάνε να με μπερδέψουν. “Δεν ακούω άλλα τέτοια. Αν—”
“Πρέπει να ακούσεις”, είπε η Μουαραίν με σταθερή φωνή. “Είχα τις υποψίες μου στο Πεδίο του Έμοντ, πριν ακόμα σε συναντήσω. Οι άνθρωποι μου είπαν πόσο ταραγμένη ήταν η Σοφία, που δεν είχε προβλέψει το βαρύ χειμώνα και την αργοπορία της άνοιξης. Μου είπαν πόσο καλή ήταν για να προβλέπει τον καιρό, για να βλέπει τα σημάδια των σπαρτών. Μου είπαν πόσο καταπληκτικά ήταν τα γιατρικά της και πως, μερικές φορές, θεράπευε τραύματα που σε αφήνουν ανάπηρο, τόσο καλά που δεν απέμενε ούτε καν ουλή, ούτε κάποια χωλότητα, ή έστω σουβλιές. Η μόνη κακή κουβέντα που άκουσα για σένα ήταν από κάποιες, που πίστευαν πως παραήσουν νέα για τέτοια ευθύνη και αυτό μονάχα δυνάμωσε τις υποψίες μου. Τόση ικανότητα από τόσο μικρή”.
“Η κυρά Μπάραν με δίδαξε καλά”. Προσπάθησε να κοιτάξει τον Λαν, αλλά τα μάτια του ακόμα την έκαναν να νιώθει αμηχανία κι έτσι συμβιβάστηκε με το να κοιτάξει το ποτάμι πάνω από το κεφάλι της Άες Σεντάι. Πώς τολμούν να κουτσομπολεύουν μπροστά σε ξενομερίτισσα! “Ποια είπε ότι παραήμουν νέα;” απαίτησε να μάθει.
Η Μουαραίν χαμογέλασε, αρνήθηκε να αλλάξει θέμα. “Αντίθετα από τις περισσότερες γυναίκες, που ισχυρίζονται ότι ακούν τον άνεμο, εσύ πραγματικά μπορείς να τον ακούσεις, μερικές φορές. Α, δεν έχει σχέση με τον άνεμο, φυσικά. Είναι από τον Αέρα και το Νερό. Δεν είναι κάτι που πρέπει να διδαχθείς· γεννήθηκες μ’ αυτό, όπως και η Εγκουέν γεννήθηκε μ’ αυτό. Αλλά έμαθες να το χειρίζεσαι, κάτι που αυτή δεν έχει μάθει ακόμα. Δύο λεπτά μετά τη στιγμή που βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο, το ήξερα. Θυμάσαι που ξαφνικά σε ρώτησα αν είσαι η Σοφία; Γιατί το έκανα, λες; Δεν υπήρχε τίποτα που να σε ξεχωρίζει από τα άλλα όμορφα κορίτσια που ετοιμάζονταν για τη Γιορτή. Ακόμα και όταν έψαχνα για μια νεαρή Σοφία, περίμενα να δω κάποιον με τα διπλά σου χρόνια”.
Η Νυνάβε θυμόταν πολύ καλά τη συνάντησή τους· αυτή η γυναίκα, που είχε περισσότερη αυτοκυριαρχία από κάθε γυναίκα του Κύκλου των Γυναικών, που φορούσε το πιο ωραίο φόρεμα που είχε δει ποτέ η Νυνάβε, της είχε απευθυνθεί σαν σε παιδί. Ύστερα η Μουαραίν είχε ανοιγοκλείσει τα μάτια απότομα, σαν να είχε εκπλαγεί από κάτι και, θαρρείς στα κουτουρού, την είχε ρωτήσει...
Έγλειψε τα χείλη της, που ξαφνικά είχαν ξεραθεί. Την κοίταζαν και οι δύο, ο Πρόμαχος με πρόσωπο ανέκφραστο σαν πέτρα, η Άες Σεντάι με συμπόνια, αλλά και προσοχή. Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. “Όχι! Όχι, είναι αδύνατον. Θα το ήξερα. Πας να με κοροϊδέψεις και δεν θα το καταφέρεις”.
“Φυσικά και δεν το ξέρεις”, είπε με καθησυχαστικό ύφος η Μουαραίν. “Γιατί να το υποπτευθείς; Όλη σου τη ζωή σου έλεγαν ότι ακούς τον άνεμο. Όπως και να ’χει, θα ήταν εξίσου αδιανόητο να ανακοινώσεις στους συγχωριανούς σου ότι είσαι Σκοτεινόφιλη, όσο και το να παραδεχθείς, ακόμα και στα βάθη του μυαλού σου, ότι έχεις κάποια σχέση με τη Μία δύναμη, ή με τις φρικτές Άες Σεντάι”. Μια έκφραση ευθυμίας πέρασε από το πρόσωπό της. “Αλλά μπορώ να σου πω πώς άρχισε”.
“Δεν θέλω ν’ ακούσω άλλο τα ψέματά σου”, είπε, αλλά η Άες Σεντάι συνέχισε.
“Ίσως πριν από οκτώ ή δέκα χρόνια —η ηλικία ποικίλλει, αλλά πάντα η αρχή γίνεται από τα νεαρά χρόνια- υπήρχε κάτι, που ήθελες περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο, κάτι που χρειαζόσουν. Και το απόκτησες. Ένα κλαδί, που έπεσε έτσι ώστε κατάφερες να βγεις από τη λιμνούλα αντί να πνιγείς. Ένας φίλος, ή ένα αγαπημένο ζωάκι, που ανάρρωσε, όταν όλοι οι άλλοι πίστευαν πως θα πέθαινε.
“Δεν ένιωσες κάτι ξεχωριστό τότε, αλλά μια βδομάδα, ή δέκα μέρες αργότερα είχες την πρώτη αντίδραση σου στο άγγιγμα της Αληθινής Πηγής. Ίσως πυρετό και ρίγη, που ήρθαν ξαφνικά και σε έριξαν στο κρεβάτι και ύστερα εξαφανίστηκαν μετά από λίγες μόνο ώρες. Καμία από τις αντιδράσεις, οι οποίες ποικίλλουν, δεν διαρκεί πάνω από λίγες ώρες. Μπορεί να ένιωθες πονοκεφάλους και μουδιάσματα και ευθυμία, όλα ανάκατα, να έκανες ανόητα, ριψοκίνδυνα πράγματα, ή να φερόσουν επιπόλαια. Είχες κρίση ζαλάδας, σκόνταφτες και παραπατούσες όταν πήγαινες να κουνηθείς, δεν μπορούσες να πεις μια φράση δίχως να μπερδέψεις τα λόγια σου. Υπάρχουν κι άλλα. Θυμάσαι;”
Η Νυνάβε κάθισε απότομα στο χώμα· τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Τα θυμόταν, αλλά κούνησε το κεφάλι. Πρέπει να ήταν σύμπτωση. Ή η Μουαραίν είχε κάνει περισσότερες ερωτήσεις στο Πεδίο του Έμοντ απ’ όσες πίστευε. Η Άες Σεντάι είχε κάνει πάρα πολλές ερωτήσεις. Αυτό πρέπει ήταν. Ο Λαν της άτιλωσε το χέρι, αλλά η Νυνάβε δεν το είδε.
“Υπάρχουν κι άλλα”, είπε η Μουαραίν, όταν η Νυνάβε έμεινε σιωπηλή. “Κάποια στιγμή χρησιμοποίησες τη Δύναμη για να Θεραπεύσεις, είτε τον Πέριν, είτε την Εγκουέν. Έτσι αναπτύσσεται κάποια συνάφεια. Μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία κάποιου, τον οποίο έχει Θεραπεύσει. Στο Μπάερλον ήρθες κατευθείαν στο Ελάφι και το Λιοντάρι, αν και δεν ήταν το πιο κοντινό πανδοχείο, απ’ όποια πύλη και αν μπήκες. Από τους ανθρώπους του Πεδίου του Έμοντ, μονάχα ο Πέριν και η Εγκουέν ήταν στο πανδοχείο όταν έφτασες. Ήταν ο Πέριν, ή η Εγκουέν; Ή και οι δύο;”
“Η Εγκουέν”, μουρμούρισε η Νυνάβε. Πάντα έπαιρνε για δεδομένο ότι μερικές φορές καταλάβαινε ποιος την πλησίαζε, ακόμα κι όταν δεν τον έβλεπε· μόνο τώρα συνειδητοποιούσε ότι πάντα ήταν κάποιος, στον οποίο τα γιατρικά της είχαν φέρει θαυματουργά αποτελέσματα. Και η Νυνάβε πάντα ήξερε πότε τα φάρμακα θα δούλευαν πέρα από κάθε προσδοκία, πάντα ένιωθε τη βεβαιότητα, όταν έλεγε ότι η σοδειά θα ήταν ιδιαίτερα καλή, ή ότι οι βροχές θα έρχονταν νωρίς, ή αργά. Της φαινόταν ότι αυτό ήταν το κανονικό. Λεν άκουγαν όλες οι Σοφίες τον άνεμο, αλλά οι καλύτερες μπορούσαν. Έτσι έλεγε πάντα η κυρά Μπάραν, ακριβώς όπως έλεγε ότι η Νυνάβε θα γινόταν μια από τις καλύτερες”
“Είχε κοκαλοσπάστη πυρετό”. Είχε το κεφάλι της σκυμμένο και μιλούσε στο χώμα. “Ήμουν ακόμα μαθητευόμενη της κυράς Μπάραν και με είχε βάλει να προσέχω την Εγκουέν. Ήμουν μικρή και δεν ήξερα ότι η Σοφία είχε φροντίσει για όλα. Είναι φοβερό να τον βλέπεις, τον κοκαλοσπάστη πυρετό. Το κορίτσι ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, βογκούσε και σπαρταρούσε, έλεγα ότι θα ακούσω τα κόκαλά της να σπάνε. Η κυρά Μπάραν μου είχε πει ότι ο πυρετός θα καταλάγιαζε σε μια μέρα, δύο το πολύ, αλλά νόμιζα ότι μου το έλεγε από καλοσύνη. Νόμιζα ότι η Εγκουέν πέθαινε. Την πρόσεχα μερικές φορές, τότε που ακόμα μάθαινε να περπατά —όταν η μητέρα της είχε δουλειές- και έβαλα τα κλάματα, επειδή θα την έβλεπα να πεθαίνει. Όταν η κυρά Μπάραν γύρισε μετά από μια ώρα, ο πυρετός είχε καταλαγιάσει. Ξαφνιάστηκε, αλλά έκανε μεγαλύτερη φασαρία για μένα παρά για την Εγκουέν. Πάντα νόμιζα ότι πίστευε πως είχα δώσει κάτι στο παιδί και φοβόμουν να το παραδεχτώ. Πάντα νόμιζα πως προσπαθούσε να με παρηγορήσει, να μου πει ότι ήξερε πως δεν είχα κάνει κακό στην Εγκουέν. Μια βδομάδα μετά σωριάστηκα στο πάτωμα, εκεί στο καθιστικό της. Έτρεμα και καιγόμουν. Με έβαλε στο κρεβάτι και με κουκούλωσε, αλλά, μέχρι την ώρα του βραδινού, όλα είχαν χαθεί”.
Έκρυψε το κεφάλι με τα χέρια της όταν σταμάτησε να μιλά. Η Άες Σεντάι διάλεξε καλό παράδειγμα, σκέφτηκε. Το Φως να την κάψει! Χρησιμοποίησα τη Δύναμη, σαν Άες Σεντάι. Σαν μια ελεεινή, Σκοτεινόφιλη Άες Σεντάι!
“Ήσουν πολύ τυχερή”, είπε η Μουαραίν και η Νυνάβε ανακάθισε. Ο Λαν αποτραβήχτηκε, σαν να μην ήταν δική του δουλειά αυτά που συζητούσαν και άρχισε να ασχολείται με τη σέλα του Μαντάρμπ, χωρίς να τις κοιτάζει καν.
“Τυχερή!”
“Έχεις καταφέρει να αποκτήσεις κάποιον υποτυπώδη έλεγχο στη Δύναμη, έστω κι αν αγγίζεις εντελώς τυχαία την Αληθινή Πηγή. Αν δεν το είχες κάνει, τελικά θα σε σκότωνε. Όπως και, κατά πάσα πιθανότητα, θα σκοτώσει την Εγκουέν, αν την εμποδίσεις να πάει στην Ταρ Βάλον”.
“Αν μάθω να το ελέγχω...” Η Νυνάβε ξεροκατάπιε. Ήταν σαν να παραδέχεται ξανά ότι μπορούσε να κάνει αυτό που έλεγε η Άες Σεντάι. “Αν έμαθα να το ελέγχω, τότε μπορεί να το κάνει κι αυτή. Δεν είναι ανάγκη να πάει στην Ταρ Βάλον και να μπλεχτεί στις ίντριγκες σας”.
Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι της αργά. “Οι Άες Σεντάι ψάχνουμε μεθοδικά, όχι μόνο για τους άνδρες που μπορούν να αγγίξουν την Αληθινή Πηγή, αλλά και για τις γυναίκες που το κάνουν. Δεν είναι από την επιθυμία να αυξήσουμε τους αριθμούς μας —ή τουλάχιστον όχι μόνο απ’ αυτήν- και ούτε από το φόβο, μήπως αυτές οι γυναίκες κακομεταχειριστούν τη Δύναμη. Ο υποτυπώδης έλεγχος της Δύναμης, που ίσως αποκτήσουν, αν το Φως λάμψει πάνω τους, σπανίως αρκεί για να προξενήσει μεγάλες ζημιές, ειδικά αφού το άγγιγμα της Πηγής μπορεί να γίνει μόνο κατόπιν διδασκαλίας και συμβαίνει μόνο σποραδικά. Και, φυσικά, δεν υποφέρουν από την τρέλα, που ωθεί τους άνδρες στο κακό, ή στην πλάνη. Θέλουμε να σώσουμε τη ζωή τους. Τη ζωή εκείνων που δεν κατορθώνουν να το ελέγξουν”.
“Ο πυρετός και τα ρίγη που είχα πάθει δεν θα σκότωναν κανέναν, στις τρεις-τέσσερις ώρες που κράτησαν”, επέμεινε η Νυνάβε. “Ούτε και από τα άλλα που είχα θα πάθαινε κανείς τίποτα. Μετά από μερικούς μήνες έπαψαν. Τι λες γι’ αυτό;”
“Αυτά ήταν απλώς αντιδράσεις”, είπε η Μουαραίν υπομονετικά. “Κάθε φορά η αντίδραση έρχεται όλο και πιο σύντομα μετά το άγγιγμα της Πηγής, ώσπου αυτά τα δύο συμβαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα. Από κει και μετά δεν υπάρχουν ορατές αντιδράσεις, αλλά είναι σαν ρολόι που άρχισε να χτυπά. Ένας χρόνος. Δύο χρόνια. Ξέρω γυναίκα που άντεξε πέντε χρόνια. Από τις τέσσερις, που έχουν εκ γενετής την ικανότητα που διαθέτετε εσύ και η Εγκουέν, οι τρεις πεθαίνουν, αν δεν τις βρούμε για να τις εκπαιδεύσουμε. Δεν είναι θάνατος φρικτός, σαν των ανδρών, αλλά δεν είναι κι ωραίος, αν μπορεί να μιλήσει κανείς έτσι για το θάνατο. Σπασμοί. Ουρλιαχτά. Διαρκεί μέρες και από τη στιγμή που θα αρχίσει τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει, ούτε ακόμα και όλες μαζί οι Άες Σεντάι στην Ταρ Βάλον”.
“Λες ψέματα. Τόσες ερωτήσεις έκανες στο Πεδίο του Έμοντ. Έμαθες για τον πυρετό της Εγκουέν, για τον πυρετό και τα ρίγη μου, για τα πάντα. Αυτά που λες τα έβγαλες από το νου σου”.
“Ξέρεις πως δεν είναι έτσι”, είπε η Μουαραίν με απαλή φωνή.
Απρόθυμα, πιο απρόθυμα απ’ ό,τι άλλο είχε κάνει ποτέ στη ζωή της, η Νυνάβε ένευσε. Ήταν μια τελευταία πεισματική απόπειρα να αρνηθεί το ολοφάνερο κι αυτό ποτέ δεν βγαίνει σε καλό, όσο δυσάρεστο κι αν είναι. Η πρώτη μαθητευόμενη της κυράς Μπάραν είχε πεθάνει με τον τρόπο που έλεγε η Άες Σεντάι, όταν η Νυνάβε έπαιζε ακόμα με τις κούκλες της και υπήρχε η περίπτωση μιας κοπελίτσας στο Ντέβεν Ράιντ, πριν λίγα μόλις χρόνια. Ήταν κι εκείνη μαθητευόμενη Σοφία και μπορούσε ν’ ακούσει τον άνεμο.
“Νομίζω πως έχεις μεγάλες δυνατότητες”, συνέχισε η Μουαραίν. “Με την εκπαίδευση μπορεί να γίνεις πιο ισχυρή κι από την Εγκουέν και πιστεύω πως αυτή μπορεί να γίνει μια από τις πιο ισχυρές Άες Σεντάι που έχουμε δει εδώ και αιώνες”.
Η Νυνάβε έκανε να απομακρυνθεί από την Άες Σεντάι σαν να έβλεπε φίδι. “Όχι! Δεν θέλω να έχω καμία σχέση με-” Με τι; Με τον εαυτό μου; Το κορμί της ζάρωσε, και η φωνή της ακούστηκε διστακτική. “Θα σου ζητήσω να μην το πεις σε κανέναν. Σε παρακαλώ”. Η λέξη σκάλωσε στο λαιμό της. Θα προτιμούσε να φανούν μπροστά της Τρόλοκ, παρά να αναγκαστεί να παρακαλέσει αυτή τη γυναίκα. Αλλά η Μουαραίν απλώς ένευσε και η Νυνάβε αναθάρρησε λιγάκι. “Τίποτα απ’ όσα είπες δεν εξηγεί τι θες από τον Ραντ και τον Ματ και τον Πέριν”.
“Τους θέλει ο Σκοτεινός”, απάντησε η Μουαραίν. “Όταν ο Σκοτεινός θέλει κάτι, εγώ θέλω το αντίθετο. Υπάρχει απλούστερος λόγος, ή καλύτερος;” Ήπιε τις τελευταίες γουλιές που είχαν μείνει από το τσάι της, κοιτάζοντας τη Νυνάβε πάνω από το χείλος του φλιτζανιού. “Λαν, πρέπει να πηγαίνουμε. Προς το νότο, νομίζω. Φοβάμαι πως η Σοφία δεν θα μας συνοδεύσει”.
Η Νυνάβε έσφιξε τα χείλη, ακούγοντας τον τρόπο που η Άες Σεντάι είχε πει “Σοφία”· έμοιαζε να υπαινίσσεται πως η Νυνάβε γυρνούσε την πλάτη σε πράγματα σπουδαία, για χάρη κάτι ασήμαντου. Δεν με θέλει μαζί. Προσπαθεί να με τσαντίσει για να γυρίσω σπίτι και να τους αφήσω μόνους μαζί της. “Α, πώς δεν θα ’ρθω. Δεν μπορείς να μ’ εμποδίσεις”.
“Κανένας δεν θα προσπαθήσει να σε εμποδίσει”, είπε ο Λαν, καθώς ξαναρχόταν κοντά τους. Άδειασε το κατσαρολάκι στη φωτιά και ανακάτεψε τις στάχτες μ’ ένα ξύλο. “Μέρος του Σχήματος;” είπε στη Μουαραίν.
“Ίσως”, απάντησε εκείνη σκεπτικά. “Έπρεπε να ξαναμιλήσω με τη Μιν”.
“Βλέπεις, Νυνάβε, είσαι ευπρόσδεκτη”. Υπήρχε ένας δισταγμός στον τρόπο που ο Λαν είχε πει το όνομά της, η νύξη ενός σιωπηλού “Σεντάι” μετά.
Η Νυνάβε άφρισε, θεωρώντας το χλευασμό και θύμωσε, επίσης, με τον τρόπο που μιλούσαν μπροστά της —για πράγματα για τα οποία δεν ήξερε τίποτα- δίχως να έχουν την αβρότητα να της εξηγήσουν, αλλά δεν θα τους έδινε την ικανοποίηση να τους ρωτήσει.
Ο Πρόμαχος συνέχισε τις προετοιμασίες για την αναχώρηση τους με φειδωλές κινήσεις, τόσο σίγουρες και σβέλτες, που σύντομα είχε τελειώσει και τα σακίδια, οι κουβέρτες και τα υπόλοιπα είχαν τοποθετηθεί πίσω από τις σέλες του Μαντάρμπ και της Αλντίμπ.
“Θα φέρω το άλογό σου”, είπε στη Νυνάβε, ενώ έδενε το τελευταίο λουρί της σέλας.
Ο Λαν ανηφόρισε την όχθη και στο πρόσωπο της Νυνάβε φάνηκε ένα χαμογελάκι. Τους είχε παρακολουθήσει απαρατήρητη και τώρα ο Πρόμαχος θα προσπαθούσε να βρει το άλογό της αβοήθητος. Θα του έδειχνε ότι δεν άφηνε ίχνη πίσω της, όταν ακολουθούσε κάποιον. Θα χαιρόταν, βλέποντάς τον να επιστρέφει με άδεια χέρια.
“Γιατί προς το νότο;” ρώτησε τη Μουαραίν. “Άκουσα να λες ότι ένα αγόρι είναι στην απέναντι πλευρά. Και πώς το ξέρεις;”
“Έδωσα στα αγόρια ένα δωράκι. Δημιούργησε ένα είδος δεσμού ανάμεσά μας. Όσο είναι ζωντανά κι έχουν στην κατοχή τους αυτά τα νομίσματα, θα μπορώ να τους βρω”. Το βλέμμα της Νυνάβε στράφηκε προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Πρόμαχος και η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι της. “Όχι έτσι. Απλώς μου επιτρέπει να ξέρω αν ζουν ακόμα και να τους βρω σε περίπτωση που χωριστούμε. Συνετό, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν συμφωνείς;”
“Τίποτα δεν μου αρέσει που να σε συνδέει με ανθρώπους από το Πεδίο του Έμοντ”, είπε πεισματικά η Νυνάβε. “Αν όμως μας βοηθήσει να τους βρούμε...”
“Θα μας βοηθήσει. Θα έπαιρνα τον νεαρό που είναι απέναντι, αν μπορούσα”. Για μια στιγμή η φωνή της Άες Σεντάι φανέρωσε σύγχυση. “Είναι λίγα μόνο μίλια πιο κάτω στο ποτάμι. Αλλά δεν διαθέτω το χρόνο. Μάλλον θα φτάσει στην Ασπρογέφυρα με ασφάλεια, τώρα που έφυγαν οι Τρόλοκ. Οι άλλοι, που κατηφόρισαν το ποτάμι, ίσως με χρειάζονται περισσότερο. Έχασαν τα νομίσματά τους και οι Μυρντράαλ ή τους κυνηγούν, ή θα προσπαθήσουν να μας σταματήσουν όλους στην Ασπρογέφυρα”. Αναστέναξε. “Πρέπει να φροντίσω πρώτα τη μεγαλύτερη ανάγκη”.
“Οι Μυρντράαλ μπορεί... μπορεί να τους σκότωσαν”, είπε η Νυνάβε.
Η Μουαραίν κούνησε ελαφρά το κεφάλι, απορρίπτοντας την υπόθεση, σαν να ήταν τόσο ασήμαντη που δεν άξιζε να συζητηθεί. Η Νυνάβε έσφιξε τα χείλη. “Τότε πού είναι η Εγκουέν; Δεν την ανέφερες καν”.
“Δεν ξέρω”, παραδέχθηκε η Μουαραίν, “αλλά ελπίζω να είναι ασφαλής”.
“Δεν ξέρεις; Ελπίζεις; Τόση ώρα έλεγες ότι θα της σώσεις τη ζωή, παίρνοντάς την στην Ταρ Βάλον και τώρα δεν ξέρεις καν αν είναι ζωντανή!”
“Θα μπορούσα να ψάξω γι’ αυτήν και τότε οι Μυρντράαλ θα είχαν όλο το χρόνο στη διάθεσή τους μέχρι να φτάσω στους δύο νεαρούς. Αυτούς θέλει ο Σκοτεινός, όχι εκείνη. Δεν θα ασχοληθούν με την Εγκουέν, όσο δεν έχουν πιάσει το πραγματικό θήραμα τους”.
Η Νυνάβε θυμήθηκε τη δική της συνάντηση με τους Μυρντράαλ, αλλά αρνήθηκε να παραδεχθεί ότι αυτά που έλεγε η Μουαραίν ήταν βάσιμα. “Αρα, το πιο αισιόδοξο που έχεις να πεις είναι ότι ίσως να ζει ακόμα, αν στάθηκε τυχερή. Ότι είναι ζωντανή, ίσως μονάχη, τρομαγμένη, μπορεί πληγωμένη, πολλές μέρες μακριά από το κοντινότερο χωριό, ή από κάθε άλλη βοήθεια εκτός από μας. Και συ σκοπεύεις να την παρατήσεις”.
“Εξίσου πιθανό είναι να βρίσκεται ασφαλής μαζί με το αγόρι στην άλλη όχθη του ποταμού. Ή να πηγαίνει προς την Ασπρογέφυρα με τους άλλους δύο. Όπως και να ’χει, δεν υπάρχουν πια εδώ Τρόλοκ που να την απειλούν και η Εγκουέν είναι δυνατή, έξυπνη και ικανή να βρει μόνη της το δρόμο για την Ασπρογέφυρα, αν χρειαστεί. Θα προτιμούσες να μείνεις, επειδή υπάρχει η πιθανότητα να θέλει βοήθεια, ή θέλεις να βοηθήσεις αυτούς που ξέρουμε ότι βρήκαν δυσκολίες; Θα προτιμούσες να ψάξω γι’ αυτήν και να αφήσω τα αγόρια να φύγουν —και μαζί τους τους Μυρντράαλ, που σίγουρα θα τους καταδιώκουν; Νυνάβε, όσο κι αν ελπίζω να είναι σώα κι ασφαλής η Εγκουέν, εγώ πολεμώ με τον Σκοτεινό κι αυτό ορίζει το δρόμο μου”.
Η Μουαραίν δεν έχασε το γαλήνιο ύφος της, ακόμα κι όταν παράθετε αυτές τις φρικτές πιθανότητες· της Νυνάβε της ήρθε να ουρλιάξει. Ανοιγόκλεισε τα μάτια για να μην κυλήσουν δάκρια και απέστρεψε το πρόσωπο για να μην τη δει η Άες Σεντάι. Φως μου, οι Σοφίες πρέπει να φροντίζουν όλους τους ανθρώπους τους. Γιατί πρέπει να διαλέξω;
“Ήρθε ο Λαν”, είπε η Μουαραίν. Σηκώθηκε και έσιαξε το μανδύα στους ώμους της.
Το χτύπημα που δέχθηκε η Νυνάβε ήταν μικρό, καθώς ο Πρόμαχος περνούσε από τα δέντρα οδηγώντας το άλογά της. Τα χείλη της πάντως σφίχτηκαν, όταν της έδωσε τα γκέμια. Θα αναπτερωνόταν κάπως το ηθικό της, αν υπήρχε ίχνος έστω κομπασμού στο πρόσωπό του, αντί γι’ αυτή την ανυπόφορη αταραξία. Τα μάτια του άνοιξαν, όταν είδε το πρόσωπό της και η Νυνάβε του γύρισε την πλάτη για να σκουπίσει τα δάκρια από τα μάγουλά της. Πώς τολμά να με κοροϊδεύει που έκλαψα!
“Έρχεσαι, Σοφία;” ρώτησε ήρεμα η Μουαραίν.
Έριξε μια τελευταία, αργή ματιά στο δάσος κι αναρωτήθηκε, αν η Εγκουέν ήταν ακόμα εκεί, πριν καβαλήσει θλιμμένα το άλογό της. Ο Λαν και η Μουαραίν ήταν ήδη στη σέλα και έστριβαν τα άλογά τους προς το νότο. Η Νυνάβε τους ακολούθησε, με την πλάτη ίσια, απαγορεύοντας στον εαυτό της να κοιτάξει πίσω· αντίθετα, κάρφωσε το βλέμμα της στη Μουαραίν. Η Άες Σεντάι είχε τόση εμπιστοσύνη στη δύναμη και στα σχέδιά της, σκέφτηκε η Νυνάβε, αλλά, αν δεν έβρισκαν την Εγκουέν και τα αγόρια, αν δεν τους έβρισκαν όλους γερούς και απείραχτους, ούτε όλη της η δύναμη δεν θα έφτανε για να την προστατεύσει. Ούτε όλη της η Δύναμη. Μπορώ να τη χρησιμοποιήσω! Εσύ η ίδια το είπες. Μπορώ να τη χρησιμοποιήσω εναντίον σου!