Ο Πέριν είχε καταλάβει από την αρχή ότι το ταξίδι προς το Κάεμλυν δεν θα ήταν καθόλου άνετο, με πρώτο σημάδι την επιμονή της Εγκουέν να καβαλούν τη Μπέλα εναλλάξ. Του είχε πει πως δεν ήξεραν πόσο μακριά ήταν, αλλά σίγουρα η απόσταση ήταν μεγάλη και δεν έπρεπε να πηγαίνει μονάχα αυτή καβάλα στο άλογο. Τα χείλη της ήταν σφιγμένα και τα μάτια της τον κοίταζαν χωρίς να ανοιγοκλείνουν.
“Παραείμαι μεγαλόσωμος για να καβαλήσω τη Μπέλα”, της είπε. “Είμαι μαθημένος στο περπάτημα, και θα το προτιμούσα”.
“Εγώ είμαι άμαθη;” είπε κοφτά η Εγκουέν.
“Δεν το—”
“Μόνο εγώ πρέπει να κάτσω και να μουδιάζω στη σέλα, αυτό εννοείς; Κι όταν τα πόδια σου θα σε πεθαίνουν μετά από τόσο περπάτημα, θα θέλεις να σε περιποιούμαι”.
“Ξέχνα το”, της είπε, όταν εκείνη φάνηκε έτοιμη να συνεχίσει. “Εν πάση περιπτώσει, ανέβα εσύ πρώτη”. Εκείνη έδειξε να πεισμώνει κι άλλο, αλλά αυτός αρνήθηκε να την αφήσει να πει κουβέντα. “Αν δεν ανέβεις στη σέλα μόνη σου, θα σε ανεβάσω εγώ”.
Τον κοίταξε έκπληκτη κι ένα χαμογελάκι χάραξε τα χείλια της. “Αν είναι έτσι...” Το είπε σαν να ήταν έτοιμη να βάλει τα γέλια, αλλά ανέβηκε στο άλογο.
Εκείνος γόγγυξε μόνος του, καθώς γυρνούσε την πλάτη στο ποτάμι. Οι αρχηγοί στις ιστορίες ποτέ δεν αντιμετώπιζαν τέτοια συμπεριφορά.
Η Εγκουέν επέμεινε να αλλάζουν κανονικά και, όποτε ο Πέριν προσπαθούσε να το αποφύγει, εκείνη τον εξανάγκαζε να ανέβει στη σέλα. Το επάγγελμα του σιδερά δεν ήταν για λεπτοκαμωμένους ανθρώπους και η Μπέλα δεν ήταν μεγάλο άλογο. Κάθε φορά που ο Πέριν έβαζε το πόδι στον αναβολέα, η δασύτριχη φοράδα τον κοίταζε επιτιμητικά, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Μικροπράγματα, ίσως, αλλά τον ενοχλούσαν. Σύντομα τιναζόταν ταραγμένος, τιναζόταν κάθε φορά που η Εγκουέν ανακοίνωνε, “Είναι η σειρά σου, Πέριν”.
Στις ιστορίες, οι αρχηγοί σπάνια τινάζονταν ταραγμένοι και ποτέ δεν τους εξανάγκαζαν να κάνουν τίποτα. Όμως, σκέφτηκε ο Πέριν, δεν είχαν να κάνουν με την Εγκουέν.
Από την αρχή είχαν μικρές μόνο μερίδες ψωμιού και τυριού και το λίγο που υπήρχε εξαντλήθηκε στο τέλος της πρώτης μέρας. Ο Πέριν έστησε δόκανα στα σημεία απ’ όπου, πιθανόν, να περνούσαν λαγοί —τα ίχνη έμοιαζαν παλιά, αλλά άξιζε να δοκιμάσει- ενώ η Εγκουέν πήγε να ανάψει τη φωτιά. Όταν ο Πέριν τελείωσε, αποφάσισε να δοκιμάσει τι μπορούσε να κάνει με τη σφεντόνα του, πριν χαθεί και το τελευταίο φως της μέρας. Δεν είχαν δει κανένα ζωντανό πλάσμα να σαλεύει, αλλά... Προς μεγάλη του έκπληξη, αμέσως ξετρύπωσε έναν κοκαλιάρικο λαγό. Ξαφνιάστηκε τόσο, που παραλίγο θα του ξέφευγε, αλλά τον πέτυχε στα σαράντα βήματα, καθώς αυτός έστριβε πίσω από ένα δέντρο.
Όταν γύρισε στο στρατόπεδο τους με το λαγό, η Εγκουέν είχε σπάσει κλαριά για τη φωτιά, αλλά ήταν γονατισμένη πλάι στο σωρό με τα μάτια κλεισμένα. “Τι κάνεις; Με τις ευχές δεν ανάβει φωτιά”.
Η Εγκουέν πήδηξε πάνω όταν ακούστηκαν τα λόγια του και στριφογύρισε για να τον κοιτάξει, κρατώντας με το χέρι το λαιμό της. “Με... με ξάφνιασες”.
“Στάθηκα τυχερός”, της είπε, υψώνοντας το λαγό. “Φέρε την τσακμακόπετρα και το μασάτι σου. Τουλάχιστον απόψε θα φάμε καλά”.
“Δεν έχω τσακμακόπετρα”, είπε εκείνη αργά. “Ήταν στην τσέπη μου και την έχασα στο ποτάμι”.
Τότε πως...;
“Ήταν τόσο εύκολο εκεί στην όχθη, Πέριν. Ακριβώς όπως μου έδειξε η Μουαραίν Σεντάι. Άπλωσα και...” Έκανε μια χειρονομία σαν να έπιανε κάτι και μετά άφησε το χέρι της να πέσει, αναστενάζοντας. “Δεν τη βρίσκω τώρα”.
Ο Πέριν έγλειψε τα χείλη του αναστατωμένος. “Τη... τη Δύναμή;” Εκείνη ένευσε κι αυτός την κοίταξε. “Τρελάθηκες; Θέλω να πω... η Μία Δύναμη! Δεν μπορείς να παίζεις με κάτι τέτοιο”.
“Ήταν τόσο εύκολο, Πέριν. Μπορώ να το κάνω. Μπορώ να διαβιβάσω τη Δύναμη”.
Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. “Θα φτιάξω τριβείο, Εγκουέν. Υποσχέσου μου ότι δεν θα ξαναδοκιμάσεις... να κάνεις... αυτό το πράγμα”.
“Όχι”. Το πρόσωπό της πήρε μια σκληρή έκφραση, που τον έκανε να αναστενάξει. “Εσύ θα έδινες το τσεκούρι σου, Πέριν Αϋμπάρα; Θα περπατούσες με το ένα χέρι δεμένο στην πλάτη; Δεν θα το κάνω”.
“Θα φτιάξω το τριβείο”, είπε εκείνος κουρασμένα. “Τουλάχιστον μην το ξαναδοκιμάσεις απόψε, ε; Σε παρακαλώ;”
Εκείνη συγκατένευσε απρόθυμα. Ο Πέριν, ακόμα και όταν ο λαγός ψηνόταν σε μια σούβλα πάνω από τις φλόγες, είχε την αίσθηση πως η Εγκουέν μέσα της ένιωθε πως εκείνη θα τα κατάφερνε καλύτερα. Και δεν θα έπαυε να προσπαθεί, κάθε βράδυ, παρ’ όλο που το καλύτερο που κατάφερε ποτέ ήταν ένα συννεφάκι καπνού, που χάθηκε σχεδόν αμέσως. Τον κοίταξε, προκαλώντας τον με το βλέμμα να πει έστω και μια κουβέντα κι εκείνος, πολύ συνετά, δεν άνοιξε το στόμα του.
Έφαγαν ζεστό φαΐ εκείνο το βράδυ, αλλά τις επόμενες μέρες η τροφή τους ήταν μονάχα σκληροί βολβοί και λίγα βλασταράκια. Μιας κι ακόμα δεν φαινόταν ούτε προμήνυμα άνοιξης, τίποτα δεν υπήρχε σε αφθονία και τίποτα δεν ήταν νόστιμο. Κανείς τους δεν παραπονιόταν, αλλά, κάθε φορά που έτρωγαν, όλο και κάποιος από τους δύο θα αναστέναζε και ήξεραν ότι τους έλειπε η αρμύρα του τυριού, ή έστω η ευωδιά του ψωμιού. Τα μανιτάρια ―τα Στέμματα της Βασίλισσας, τα καλύτερα- που βρήκαν ένα απόγευμα σ’ ένα σκιερό μέρος του δάσους, τους φάνηκαν σπουδαία λιχουδιά. Τα καταβρόχθισαν, γελώντας και λέγοντας ιστορίες από το Πεδίο του Έμοντ, ιστορίες που άρχιζαν με τη φράση, “Θυμάσαι τότε που-” αλλά τα μανιτάρια δεν κράτησαν πολύ, ούτε και τα γέλια τους. Η πείνα δεν ήταν διασκεδαστική.
Εκείνος, που ήταν η σειρά του να περπατήσει, κρατούσε σφεντόνα, έτοιμος να ρίξει, αν έβλεπε λαγό ή σκίουρο, αλλά οι μόνες φορές που πέταξαν πέτρα ήταν από αγανάκτηση. Τα δόκανα, που έστηναν με περίσσια προσοχή κάθε βραδάκι, δεν έπιαναν τίποτα ως την επόμενη αυγή που τα μάζευαν και δεν τολμούσαν να μείνουν στο ίδιο μέρος μια ολόκληρη μέρα για να τα αφήσουν. Κανείς από τους δύο δεν ήξερε πόσο μακριά ήταν το Κάεμλυν και δεν θα ένιωθαν ασφάλεια παρά μόνο όταν θα έφταναν εκεί και ίσως ούτε τότε. Ο Πέριν άρχισε να αναρωτιέται, αν το στομάχι του θα ζάρωνε τόσο, που να του ανοίξει τρύπα στη μέση.
Κατά τις εκτιμήσεις του προχωρούσαν με καλό ρυθμό, αλλά, όπως απομακρύνονταν από τον Αρινέλε χωρίς να δουν κανένα χωριό, ούτε έστω ένα αγρόκτημα για να ρωτήσουν το δρόμο, άρχισε να αμφιβάλλει για το σχέδιό του. Η Εγκουέν, εξωτερικά, έμοιαζε να διατηρεί την εμπιστοσύνη που είχε στο ξεκίνημά τους· αλλά ο Πέριν ήταν σίγουρος πως κάποια στιγμή θα του έλεγε ότι καλύτερα θα ήταν να πέσουν σε Τρόλοκ, παρά να περιπλανιούνται χαμένοι όλη τους τη ζωή. Δεν το είπε, αλλά ο Πέριν αυτό περίμενε.
Δύο μέρες μετά την αναχώρησή τους από το ποτάμι μπήκαν σε περιοχή με πυκνούς δασόφυτους λόφους, όπου δέσποζε ο χειμώνας, όπως και οπουδήποτε αλλού και μια μέρα αργότερα οι λόφοι ίσιωσαν πάλι και το πυκνό δάσος γέμισε ξέφωτα, που συχνά είχαν πλάτος ενός μιλίου, ή και παραπάνω. Υπήρχε ακόμα χιόνι σε κρυμμένες κοιλότητες, ο αέρας το πρωί ήταν αψύς και ο άνεμος πάντα τσουχτερός. Πουθενά δεν έβλεπαν δρόμο, ή οργωμένο χωράφι, ή καπνό από καμινάδα στο βάθος, ή οποιοδήποτε οημάδι ανθρώπινης κατοικίας — ή, τουλάχιστον, ανθρώπινης παρουσίας.
Βρήκαν κάποια στιγμή τα ερείπια ενός ψηλού πέτρινου περιτειχίσματος γύρω από την κορυφή ενός λόφου. Απομεινάρια λιθόκτιστων σπιτιών δίχως στέγες έστεκαν μέσα στον γκρεμισμένο κύκλο. Το δάσος τα είχε πλημμυρίσει από καιρό· παντού φύτρωναν δέντρα και αναρριχητικά φυτά σαν ιστοί αράχνης σκέπαζαν τους πέτρινους ογκόλιθους. Μια άλλη φορά αντάμωσαν έναν πέτρινο πύργο, με καφετί χρώμα από τα βρύα και πεσμένη κορυφή, που έγερνε στην πελώρια βελανιδιά με τις χοντρές ρίζες, οι οποίες τον αναποδογύριζαν αργά. Αλλά δεν βρήκαν μέρος που η θύμηση των ανθρώπων να είναι πρόσφατη. Η ανάμνηση της Σαντάρ Λογκόθ τους έκανε να αποφύγουν τα ερείπια και να ταχύνουν το βήμα, ώσπου βρέθηκαν πάλι βαθιά σε μέρη που έμοιαζαν απάτητα από άνθρωπο.
Όνειρα τυραννούσαν τον ύπνο του Πέριν, φοβερά όνειρα. Ήταν ο Μπα’άλζαμον, που τον ακολουθούσε σε λαβύρινθους, κυνηγώντας τον, αλλά ο Πέριν, απ’ όσο θυμόταν, δεν τον συναντούσε ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο. Και το ταξίδι τους, από μόνο του, ήταν αρκετό για να τους κάνει να δουν μερικά άσχημα όνειρα. Η Εγκουέν παραπονιόταν ότι έβλεπε εφιάλτες με τη Σαντάρ Λογκόθ, ειδικά τις δύο νύχτες μετά το γκρεμισμένο οχυρό και τον εγκαταλειμμένο πύργο. Ο Πέριν τα κρατούσε μέσα του, ακόμα και όταν ξυπνούσε στο σκοτάδι με ιδρώτες και ρίγη. Η Εγκουέν βασιζόταν πάνω του για να τους οδηγήσει στο Κάεμλυν, όχι για να μοιράζεται μαζί της ανησυχίες, για τις οποίες δεν γινόταν τίποτα.
Περπατούσε δίπλα στο κεφάλι της Μπέλας κι αναρωτιόταν, αν εκείνο το βράδυ θα έβρισκαν κάτι να φάνε, όταν πρωτοένιωσε τη μυρωδιά. Αμέσως μετά, η φοράδα ανοιγόκλεισε τα ρουθούνια και κούνησε το κεφάλι. Ο Πέριν άρπαξε τα χαλινάρια της πριν χλιμιντρίσει.
“Είναι καπνός”, είπε η Εγκουέν με έξαψη. Έγειρε μπροστά στη σέλα, πήρε μια βαθιά ανάσα. “Φωτιά για μαγείρεμα. Κάποιος ψήνει το φαγητό του. Λαγό”.
“Ίσως”, είπε ο Πέριν επιφυλακτικά και το ενθουσιασμένο χαμόγελό της μαράθηκε. Άφησε τη σφεντόνα και πήρε το τσεκούρι με την αγριωπή όψη του μισοφέγγαρου. Τα χέρια του ανοιγόκλεισαν αβέβαια στη χοντρή λαβή. Ήταν ένα όπλο, αλλά ούτε η εξάσκηση που έκανε κρυφά πίσω από το σιδεράδικο, ούτε τα μαθήματα του Λαν τον είχαν προετοιμάσει πραγματικά για να το χρησιμοποιεί ως τέτοιο. Ακόμα και η μάχη πριν τη Σαντάρ Λογκόθ ήταν τόσο θολή στο νου του, που δεν του έδινε αυτοπεποίθηση. Επίσης, δεν πετύχαινε ποτέ το κενό για το οποίο μιλούσαν ο Ραντ και ο Πρόμαχος.
Ο ήλιος έριχνε λοξές ηλιαχτίδες μέσα από τα δέντρα πίσω τους και το δάσος ήταν μια ασάλευτη μάζα από σκιές γεμάτες πτυχές. Ολόγυρά τους υπήρχε η αχνή μυρωδιά του καπνού, μαζί με το άρωμα του κρέατος που ψηνόταν. Μπορεί και να είναι λαγός, σκέφτηκε και το στομάχι του γουργούρισε. Θύμισε στον εαυτό του ότι μπορούσε, επίσης, να είναι και κάτι άλλο. Κοίταξε την Εγκουέν τον έβλεπε. Υπάρχουν ευθύνες όταν είσαι αρχηγός.
“Περίμενε εδώ”, της είπε χαμηλόφωνα. Λυτή συνοφρυώθηκε, αλλά τη σταμάτησε μόλις έκανε να ανοίξει το στόμα της. “Και κάνε ησυχία! Ακόμα δεν ξέρουμε ποιοι είναι”. Εκείνη ένευσε. Απρόθυμα μεν, αλλά ένευσε. Ο Πέριν αναρωτήθηκε, γιατί άραγε δεν μπορούσε να πετύχει το ίδιο όταν προσπαθούσε να την πείσει να πάρει τη θέση του στη σέλα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε για να βρει από πού ερχόταν ο καπνός.
Μπορεί να μην είχε περάσει τόσες ώρες στα δάση γύρω από το Πεδίο του Έμοντ όσες ο Ραντ και ο Ματ, αλλά κι αυτός συχνά κυνηγούσε λαγούς. Σύρθηκε από δέντρο σε δέντρο δίχως να σπάσει ούτε κλαράκι. Σε λίγο στεκόταν και κρυφοκοίταζε πίσω από τον κορμό μιας ψηλής βελανιδιάς με μακριά ελικοειδή κλαριά, που έσκυβαν για να αγγίξουν το χώμα και μετά υψώνονταν πάλι. Παραπέρα έκαιγε μια φωτιά και ένα λιγνός, ηλιοκαμένος άνδρας έγερνε σε ένα κλαρί κοντά στις φλόγες.
Τουλάχιστον δεν ήταν Τρόλοκ, μα ήταν ο πιο παράξενος τύπος που είχε δει ποτέ ο Πέριν. Κατ’ αρχάς, τα ρούχα του έμοιαζαν να είναι όλα καμωμένα από δέρματα ζώων, με τις τρίχες ακόμα πάνω τους, ακόμα και οι μπότες του και το παράξενο στρογγυλό καπέλο με την επίπεδη κορυφή στο κεφάλι του. Ο μανδύας του ήταν ένα παλαβό ανακάτωμα από δέρματα λαγών και σκίουρων το παντελόνι του έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από μακρύτριχο άσπρο και καφέ τομάρι τράγου. Τα καστανά μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, ήταν πιασμένα στο σβέρκο μ’ ένα κορδόνι και κρέμονταν ως τη μέση του. Μια πυκνή γενειάδα απλωνόταν σαν βεντάλια στο μισό του στήθος. Ένα μακρύ μαχαίρι κρεμόταν από τη ζώνη του, σχεδόν σπαθί, ενώ ένα τόξο με φαρέτρα ήταν ακουμπισμένα σε ένα κλαρί κοντά του.
Ο άνδρας ξάπλωνε προς τα πίσω με τα μάτια κλειστά, μοιάζοντας να κοιμάται, αλλά ο Πέριν δεν σάλεψε από κει που ήταν κρυμμένος. Έξι ξύλα έστεκαν γερμένα στη φωτιά του τύπου και σε κάθε ξύλο ήταν σουβλισμένος ένας λαγός· είχαν πάρει χρώμα από τη φωτιά και έσταζαν ζουμί, που έπεφτε και τσίριζε στις φλόγες. Η μυρωδιά τους, τόσο κοντά, έκανε το στόμα του να γεμίσει σάλια.
“Δεν βαρέθηκες να γλείφεσαι;” Ο άνδρας άνοιξε το ένα μάτι και κοίταξε την κρυψώνα του Πέριν. “Πάρε τη φίλη σου κι ελάτε να τσιμπήσετε κάτι. Δεν είδα να τρώτε πολύ αυτές τις μέρες”.
Ο Πέριν δίστασε, έπειτα σηκώθηκε αργά, σφίγγοντας με δύναμη το τσεκούρι του. “Με παρακολουθείς τόσες μέρες;”
Ο άνδρας γέλασε πνιχτά, βαθιά στο λαρύγγι του. “Ναι, σε παρακολουθώ. Και την ωραία την κοπέλα. Σε τραβά από τη μύτη. Πιο πολύ σας άκουγα. Ο μόνος από σας που δεν κάνει φασαρία είναι το άλογο. Θα τη φωνάξεις, η θες να φας μόνος σου το λαγό;”
Ο Πέριν φούντωσε· ήξερε ότι δεν έκανε θόρυβο. Δεν μπορούσες να πλησιάσεις λαγό στο Νεροδάσος για να τον χτυπήσεις με τη σφεντόνα αν έκανες θόρυβο. Αλλά η μυρωδιά του ψητού του θύμισε ότι και η Εγκουέν πεινούσε κι επίσης περίμενε να μάθει, αν τη φωτιά που είχαν μυρίσει την είχαν βάλει Τρόλοκ.
Πέρασε τη λαβή του τσεκουριού του από τη θηλιά της ζώνης του και φώναξε δυνατά, “Εγκουέν! Όλα είναι εντάξει! Είναι λαγός!” Άπλωσε το χέρι του και πρόσθεσε με πιο ήρεμο τόνο, “Το όνομά μου είναι Πέριν. Πέριν Αϋμπάρα”.
Ο άνδρας μελέτησε το χέρι του πριν το σφίξει αδέξια, σαν να μην είχε συνηθίσει να σφίγγει χέρια. “Με λένε Ιλάυας”, είπε, υψώνοντας το βλέμμα. “Ιλάυας Ματσίρα”.
Ο Πέριν άφησε μια πνιχτή κραυγή και, παραλίγο, θα άφηνε απότομα το χέρι του Ιλάυας. Τα μάτια του άνδρα ήταν κίτρινα, σαν λαμπερό, στιλβωμένο χρυσάφι. Κάποια θύμηση παιχνίδισε στο βάθος του μυαλού του, έπειτα χάθηκε. Το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή ήταν ότι τα μάτια όλων των Τρόλοκ που είχε δει ήταν σχεδόν κατάμαυρα.
Η Εγκουέν εμφανίστηκε, οδηγώντας επιφυλακτικά την Μπέλα. Έδεσε τα χαλινάρια της φοράδας σε ένα μικρό κλαρί της βελανιδιάς και μίλησε ευγενικά, όταν ο Πέριν τη σύστησε στον Ιλάυας, αλλά το βλέμμα της έπεφτε συνέχεια στους λαγούς. Δεν φάνηκε να προσέχει τα μάτια του. Όταν ο Ιλάυας τους έκανε νόημα να φάνε, έπεσε στο φαγητό με τα μούτρα. Ο Πέριν δίστασε μόνο για λίγο, πριν τη μιμηθεί.
Ο Ιλάυας τους περίμενε σιωπηλός, καθώς εκείνοι έτρωγαν. Ο Πέριν πεινούσε τόσο, που έπαιρνε κομμάτια κρέας τόσο καυτά, που τα πετούσε από το ένα χέρι στο άλλο πριν τα βάλει στο στόμα του. Ακόμα και η Εγκουέν δεν έδειχνε τη συνηθισμένη ευπρέπεια· το σαγόνι της είχε γεμίσει λιγδερά ζουμιά. Η μέρα έγινε σούρουπο και τότε ηρέμησαν λιγάκι, καθώς το σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας περικύκλωνε τη φωτιά τους. Και ύστερα ο Ιλάυας μίλησε.
“Τι κάνετε εδώ πέρα; Δεν υπάρχει σπίτι ούτε στα πενήντα μίλια από δω, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση”.
“Πάμε στο Κάεμλυν”, είπε η Εγκουέν. “Ίσως θα μπορούσες να-” Σήκωσε τα φρύδια παγερά, όταν ο Ιλάυας έγειρε πίσω το κεφάλι του και γέλασε τρανταχτά. Ο Πέριν τον κοίταξε, κρατώντας ένα μπούτι λαγού μπροστά στο στόμα του.
“Στο Κάεμλυν;” ρώτησε βραχνά ο Ιλάυας, όταν κατάφερε να ξαναμιλήσει. “Με τη διαδρομή που ακολουθείτε, το δρόμο που πήρατε τις δύο τελευταίες μέρες, θα περάσετε εκατό μίλια, ή και περισσότερα, βόρεια του Κάεμλυν”.
“Θα ρωτούσαμε”, είπε με αμυντικό τόνο η Εγκουέν. “Απλώς δεν έτυχε να βρούμε ακόμα κανένα χωριό, ή κάποιο αγρόκτημα”.
“Και ούτε θα βρείτε”, είπε ο Ιλάυας χαχανίζοντας. “Από δω που πάτε, μπορείτε να ταξιδέψετε ώσπου να φτάσετε στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου χωρίς να δείτε άλλο άνθρωπο. Φυσικά, αν κατορθώνατε να σκαρφαλώσετε τη Ραχοκοκαλιά —γίνεται, από μερικά μέρη- θα βρίσκατε ανθρώπους στην Ερημιά του Άελ, αλλά δεν θα σας άρεσε εκεί. Θα βράζατε τη μέρα και θα παγώνατε τη νύχτα και πάντα θα πεθαίνατε από τη δίψα. Μόνο οι Αελίτες βρίσκουν νερό στην Ερημιά και δεν τους πολυαρέσουν οι ξένοι. Καθόλου, θα έλεγα”. Ξέσπασε σε ακόμα πιο βίαια γέλια, αυτή τη φορά κυλίστηκε στο χώμα. “Καθόλου, μα καθόλου”, κατόρθωσε να πει.
Ο Πέριν ανακάθισε ταραγμένος. Μήπως τρώμε μαζί με τρελό;
Η Εγκουέν έσμιξε τα φρύδια, αλλά περίμενε μέχρι να υποχωρήσει το κύμα ευθυμίας του Ιλάυας και μετά είπε, “Ίσως μπορείς να μας δείξεις το δρόμο. Φαίνεται να ξέρεις πιο πολλά από μας γι’ αυτά τα μέρη”.
Ο Ιλάυας σταμάτησε να γελά. Σήκωσε το κεφάλι, ξαναφόρεσε το στρογγυλό γούνινο καπέλο του, που είχε πέσει όταν κυλιόταν χάμω και την κοίταξε χαμηλώνοντας τα φρύδια του. “Δεν μου αρέσουν πολύ οι άνθρωποι”, είπε με ανέκφραστη φωνή. “Οι πόλεις είναι γεμάτες ανθρώπους. Δεν πάω συχνά κοντά σε χωριά, ή έστω σε αγροκτήματα. Οι χωριάτες, οι αγρότες, δεν συμπαθούν τους φίλους μου. Δεν θα σας βοηθούσα καν, αν δεν τριγυρνούσατε ανήμποροι και αθώοι σαν νεογέννητα λυκόπουλα”.
“Τουλάχιστον, όμως, μπορείς να μας πεις προς τα πού να πάμε”, επέμεινε η Εγκουέν. “Αν μας δείξεις το δρόμο για το κοντινότερο χωριό, έστω κι αν αυτό απέχει πενήντα μίλια, σίγουρα μετά εκείνοι θα μας δώσουν οδηγίες για το Κάεμλυν”.
“Μην κουνηθείτε”, είπε ο Ιλάυας. “Οι φίλοι μου έρχονται”.
Η Μπέλα ξαφνικά χρεμέτισε με φόβο και τράβηξε τα χαλινάρια της για να φύγει. Ο Πέριν μισοσηκώθηκε, καθώς άρχισαν να εμφανίζονται μορφές ολόγυρά του στο δάσος που σκοτείνιαζε. Η Μπέλα σήκωσε τα μπροστινά της πόδια στον αέρα και στριφογύρισε, ουρλιάζοντας.
“Ησύχασε τη φοράδα”, είπε ο Ιλάυας. “Δεν θα την πειράξουν. Ούτε και σένα, αν δεν κουνηθείς”.
Τέσσερις λύκοι φάνηκαν στο φως της φωτιάς, δασύτριχες μορφές που έφταναν ως τη μέση ανθρώπου, με σαγόνια που μπορούσαν να σπάσουν πόδι ολόκληρο. Σαν να μην ήταν εκεί οι άνθρωποι, πλησίασαν τη φωτιά και ξάπλωσαν ανάμεσά τους. Στο σκοτάδι ανάμεσα στα δέντρα, το φως της φωτιάς καθρεφτιζόταν στα μάτια άλλων λύκων, απ’ όλες τις μεριές.
Κίτρινα μάτια, σκέφτηκε ο Πέριν. Σαν τα μάτια του Ιλάυας. Να τι προσπαθούσε να θυμηθεί. Παρακολουθώντας με το βλέμμα τους λύκους που ήταν ανάμεσά τους, άπλωσε το χέρι του προς το τσεκούρι.
“Στη θέση σου δεν θα το έκανα”, είπε ο Ιλάυας. “Αν πιστέψουν ότι το θέλεις για κακό, θα πάψουν να φέρονται φιλικά”.
Ο Πέριν είδε ότι οι τέσσερις λύκοι τον κοίταζαν. Είχε την αίσθηση ότι τον κοίταζαν όλοι οι λύκοι, ακόμα κι εκείνοι που ήταν στα δέντρα. Ένιωσε φαγούρα στο δέρμα του. Απομάκρυνε προσεκτικά τα χέρια από το τσεκούρι. Αισθάνθηκε, έτσι φαντάστηκε, τους λύκους να χαλαρώνουν. Ξανακάθισε αργά· τα χέρια του έτρεμαν και έσφιξε τα γόνατά του για να σταματήσουν. Η Εγκουέν καθόταν με το κορμί τόσο άκαμπτο, που σχεδόν ριγούσε. Ένας λύκος κατάμαυρος, με εξαίρεση ένα ανοιχτόγκριζο μπάλωμα στη μουσούδα του, ξάπλωνε, αγγίζοντάς την σχεδόν.
Η Μπέλα είχε πάψει να ουρλιάζει και να τινάζεται ψηλά. Αντίθετα, στεκόταν τρέμοντας και γυρνούσε, προσπαθώντας να μη χάνει από τα μάτια της τους λύκους, κλωτσώντας που και που για να τους δείξει ότι μπορούσε να κλωτσήσει, σκοπεύοντας να πουλήσει ακριβά τη ζωή της. Οι λύκοι έδειχναν να αγνοούν και αυτήν και όλους τους άλλους. Περίμεναν αμέριμνα, με τις γλώσσες να κρέμονται τρεμουλιαστές από τα στόματά τους.
“Έτσι”, είπε ο Ιλάυας. “Εδώ είμαστε”.
“Είναι εξημερωμένοι;” ρώτησε με αχνή φωνή η Εγκουέν και με ελπίδα επίσης. “Είναι... κατοικίδια;”
Ο Ιλάυας ξεφύσηξε. “Οι λύκοι δεν εξημερώνονται, κοπέλα μου, ούτε καν με τον τρόπο των ανθρώπων. Είναι φίλοι μου. Κάνουμε συντροφιά, κυνηγάμε μαζί, συζητάμε, κατά κάποιον τρόπο. Όπως κάνουν όλοι οι φίλοι. Σωστά, Σταχτιά;” Μια λύκαινα, που το τομάρι της είχε πάνω από δέκα αποχρώσεις του γκρίζου, από τις πιο ανοιχτές ως τις πιο σκούρες, σήκωσε το κεφάλι να τον κοιτάξει.
“Τους μιλάς;” θαύμασε ο Πέριν.
“Δεν είναι ακριβώς μιλιά”, απάντησε αργά ο Ιλάυας. “Οι λέξεις δεν έχουν σημασία και δεν είναι ακριβώς οι σωστές. Το όνομά της δεν είναι Σταχτιά. Είναι κάτι που σημαίνει τον τρόπο που παίζουν οι σκιές στη λιμνούλα ενός δάσους μια αυγή του καταχείμωνου, με την αύρα που γεμίζει το νερό κυματάκια, με την αψάδα του πάγου, όταν το νερό αγγίζει τη γλώσσα και μια ιδέα χιονιού υπάρχει στον αέρα προτού πέσει η νύχτα. Μα δεν είναι ούτε αυτό. Δεν μπορείς να το πεις με λέξεις. Είναι πιο πολύ αίσθηση. Έτσι μιλούν οι λύκοι. Οι άλλοι είναι ο Καμένος, ο Αλτης και ο Άνεμος”. Ο Καμένος είχε μια παλιά ουλή στον ώμο, που ίσως εξηγούσε το όνομά του, όμως στους άλλους δύο λύκους δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη για τη σημασία των ονομάτων τους.
Ο Πέριν σκέφτηκε πως ο Ιλάυας, παρά τον απότομο τρόπο του, χαιρόταν που είχε ευκαιρία να μιλήσει με άλλο άνθρωπο. Τουλάχιστον έδειχνε προθυμία για κουβέντα. Ο Πέριν κοίταξε τα δόντια των λύκων, που λαμπύριζαν στο φως της φωτιάς και σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να τον παρασύρει σε συζήτηση. “Πώς... πώς έμαθες να μιλάς με τους λύκους. Ιλάυας;”
“Αυτοί το βρήκαν”, αποκρίθηκε ο Ιλάυας, “όχι εγώ. Τουλάχιστον στην αρχή. Απ’ όσο ξέρω, πάντα έτσι γίνεται. Οι λύκοι σε βρίσκουν, δεν τους βρίσκεις εσύ.. Μερικοί άνθρωποι πίστευαν ότι με είχε αγγίξει ο Σκοτεινός, επειδή όπου και να πήγαινα εμφανίζονταν λύκοι. Κι εγώ έτσι πίστευα, μερικές φορές. Ο καλός κόσμος άρχισε να με αποφεύγει κι εκείνοι που με πλησίαζαν δεν ήταν άνθρωποι που ήθελα να τους ξέρω, είτε έτσι είτε αλλιώς. Μετά πρόσεξα ότι υπήρχαν φορές που οι λύκοι έμοιαζαν να ξέρουν τι σκεφτόμουν, να ανταποκρίνονται σε αυτό που είχα στο νου μου. Κι αυτή ήταν η πραγματική αρχή. Ένιωθαν περιέργεια για μένα. Συνήθως οι λύκοι μπορούν να αισθανθούν τους ανθρώπους, αλλά όχι έτσι. Χάρηκαν που με βρήκαν. Λένε ότι είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχαν κυνηγήσει μαζί με ανθρώπους και όταν λένε πολύς καιρός, η αίσθηση που έχω είναι σαν παγωμένος άνεμος, που έρχεται αλυχτώντας από την Πρώτη Μέρα”.
“Ποτέ δεν άκουσα για ανθρώπους που κυνηγούν μαζί με λύκους”, είπε η Εγκουέν. Η φωνή της δεν ήταν πολύ σταθερή, αλλά το ότι οι λύκοι απλώς έδειχναν να ξαπλώνουν εκεί φαινόταν να της δίνει κουράγιο.
Ο Ιλάυας δεν έδειξε αν είχε ακούσει τα λόγια της. “Οι λύκοι θυμούνται τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι οι άνθρωποι”, είπε. Τα παράξενα μάτια του πήραν ένα μακρινό βλέμμα, σαν να έπλεε κι ο ίδιος στο ρεύμα της μνήμης. “Ο κάθε λύκος θυμάται την ιστορία όλων των λύκων, ή τουλάχιστον τη μορφή της. Όπως είπα, δεν μπορείς να το χωρέσεις σε λόγια. Θυμούνται που κυνηγούσαν τη λεία τους πλάι-πλάι με τους ανθρώπους, αλλά αυτό ήταν τόσο παλιά, που είναι πιο πολύ η σκιά μιας σκιάς παρά ανάμνηση”.
“Πολύ ενδιαφέρον”, είπε η Εγκουέν και ο Ιλάυας την κοίταξε αυστηρά. “Όχι, το εννοώ. Είναι ενδιαφέρον”. Έγλειψε τα χείλη της. “Θα μπορούσες... ε... θα μπορούσες να μας διδάξεις να τους μιλάμε;”
Ο Ιλάυας ξεφύσηξε πάλι. “Δεν διδάσκεται. Μερικοί το μπορούν, μερικοί όχι. Λένε ότι αυτός μπορεί”. Έδειξε τον Πέριν.
Ο Πέριν κοίταξε το δάχτυλο του Ιλάυας σαν να ήταν μαχαίρι. Πραγματικά είναι τρελός. Οι λύκοι τον κοίταζαν πάλι. Ανακάθισε αμήχανα.
“Λέτε ότι πάτε στο Κάεμλυν”, είπε ο Ιλάυας, “αλλά αυτό δεν εξηγεί τι κάνετε εδώ, τόσες μέρες δρόμο από το κοντινότερο μέρος”. Τίναξε πίσω το μανδύα του, που ήταν φτιαγμένος από γούνινα μπαλώματα, ξάπλωσε στο πλευρό, στηριγμένος στον αγκώνα και περίμενε την απάντηση.
Ο Πέριν κοίταξε την Εγκουέν. Από νωρίς στο ταξίδι είχαν σκαρφιστεί μια ιστορία για όταν θα έβρισκαν ανθρώπους, για να εξηγήσουν πού πήγαιναν χωρίς να μπουν σε μπελάδες. Χωρίς να πουν σε κανέναν από πού πραγματικά έρχονταν, ή, τελικά, πού πραγματικά πήγαιναν. Ποιος ήξερε τι απρόσεκτες κουβέντες θα έφταναν στο αυτί κάποιου Ξέθωρου; Κάθε μέρα τη δούλευαν, την κατάστρωναν, βελτίωναν τα τρωτά σημεία της. Και είχαν αποφασίσει ότι θα την έλεγε η Εγκουέν. Τα κατάφερνε καλύτερα στα λόγια απ’ όσο ο Πέριν και ισχυριζόταν πως πάντα, βλέποντάς το πρόσωπό του, καταλάβαινε πότε έλεγε ψέματα.
Η Εγκουέν άρχισε αμέσως να μιλά δίχως δισταγμό. Ήταν από το βορρά, από τη Σαλδαία, από αγροκτήματα έξω από ένα χωριουδάκι. Πριν από αυτό, δεν είχαν βρεθεί ούτε είκοσι μίλια μακριά από τα σπίτια τους. Αλλά είχαν ακούσει ιστορίες Βάρδων και παραμύθια εμπόρων και ήθελαν να δουν λίγο τον κόσμο. Το Κάεμλυν και το Ίλιαν. Τη Θάλασσα των Καταιγίδων και, ίσως, ακόμα και τα μυθικά νησιά των Θαλασσινών.
Ο Πέριν άκουγε με ικανοποίηση. Ακόμα και ο Θομ Μέριλιν δεν θα είχε σκαρώσει καλύτερη ιστορία από τα λίγα που ήξεραν για τον κόσμο έξω από τους Δύο Ποταμούς, ή μια ιστορία πιο κατάλληλη για τις ανάγκες τους.
“Από τη Σαλδαία, ε;” είπε ο Ιλάυας, όταν τελείωσε η Εγκουέν.
Ο Πέριν ένευσε. “Σωστά. Είπαμε να δούμε πρώτα το Μάραντον. Θέλω πολύ να δω τον Βασιλιά. Αλλά η πρωτεύουσα θα είναι το πρώτο μέρος που θα ψάξουν οι πατεράδες μας”.
Αυτός ήταν ο δικός του ρόλος, να καταστήσει σαφές πως δεν είχαν βρεθεί ποτέ στο Μάραντον. Έτσι δεν θα σκεφτόταν κανείς ότι έπρεπε να ξέρουν κάτι για την πόλη, σε περίπτωση που έβρισκαν κάποιον που είχε βρεθεί εκεί. Τώρα ήταν μακριά από το Πεδίο του Έμοντ και τα γεγονότα της Νύχτας του Χειμώνα. Κανένας απ’ όσους άκουγαν την ιστορία δεν θα είχε λόγο να σκεφτεί την Ταρ Βάλον, ή τις Άες Σεντάι.
“Φοβερή ιστορία”. Ο Ιλάυας ένευσε. “Μάλιστα, φοβερή ιστορία. Υπάρχουν κάποια στραβά, αλλά το βασικό είναι ότι, όπως λέει η Σταχτιά, είναι όλη ένα ψέμα. Από την αρχή ως το τέλος”.
“Ψέμα!” αναφώνησε η Εγκουέν, “Γιατί να πούμε ψέματα;”
Οι τέσσερις λύκοι δεν είχαν κουνηθεί, αλλά δεν έμοιαζαν πια απλώς να ξαπλώνουν γύρω από τη φωτιά· αντίθετα, καραδοκούσαν, και τα κίτρινα μάτια τους παρακολουθούσαν τους δύο από το Πεδίο του Έμοντ χωρίς να ανοιγοκλείνουν.
Ο Πέριν δεν είπε τίποτα, αλλά το χέρι του πλησίασε το τσεκούρι στη μέση του. Οι τέσσερις λύκοι σηκώθηκαν όρθιοι με μια γοργή κίνηση και το χέρι του πάγωσε. Δεν έκαναν κανέναν ήχο, αλλά οι χοντρές τρίχες στους σβέρκους τους σηκώθηκαν όρθιες. Ένας από τους λύκους πίσω στα δέντρα ούρλιαξε μέσα στη νύχτα. Αλλοι του απάντησαν, πέντε, δέκα, είκοσι, ώσπου το σκοτάδι φαινόταν να δονείται. Από τη μια στιγμή στην άλλη, σίγησαν. Κρύος ιδρώτας κύλησε στο πρόσωπο του Πέριν.
“Αν νομίζεις...” Η Εγκουέν σταμάτησε για να καταπιεί. Παρά την παγωνιά και το δικό της πρόσωπο ήταν ιδρωμένο. “Αν νομίζεις πως λέμε ψέματα, τότε μάλλον θα προτιμάς να κοιμηθούμε αλλού τη νύχτα, μακριά από σένα”.
“Φυσιολογικά αυτό θα έκανα, κοπέλα μου. Αυτή τη στιγμή όμως θέλω να μάθω για τους Τρόλοκ. Και για τους Ημιάνθρωπους”. Ο Πέριν πάσχισε να κρατήσει το πρόσωπό του απαθές και ευχήθηκε να το έκανε καλύτερα απ’ όσο η Εγκουέν. Ο Ιλάυας συνέχισε με τόνο φιλικής κουβεντούλας. “Η Σταχτιά λέει πως μύρισε Ημιάνθρωπους και Τρόλοκ στο μυαλό σας, όσο λέγατε αυτή τη χαζή ιστορία. Όλοι το ίδιο μύρισαν. Κάποια μπερδέματα έχετε με Τρόλοκ και με Ανόφθαλμους. Οι λύκοι μισούν τους Τρόλοκ και τους Ημιάνθρωπους πιο πολύ από τις πυρκαγιές, πιο πολύ από κάθε τι, το ίδιο κι εγώ”.
“Ο Καμένος θέλει να ξεμπερδεύουμε μαζί σας. Αυτό το σημάδι του το έκαναν οι Τρόλοκ, πριν ακόμα χρονίσει. Λέει ότι το κυνήγι είναι λιγοστό και είστε πιο χοντροί από τα ελάφια που είδε τους τελευταίους μήνες και πρέπει να ξεμπερδεύουμε μαζί σας. Αλλά ο Καμένος πάντα είναι ανυπόμονος. Δεν μου λέτε τι έγινε; Ελπίζω να μην είστε Σκοτεινόφιλοι. Δεν μου αρέσει να σκοτώνω ανθρώπους που έφαγαν από το φαΐ μου. Μόνο μην ξεχνάτε ότι θα καταλάβουν αν λέτε ψέματα και ακόμα και η Σταχτιά είναι αναστατωμένη, σχεδόν όσο ο Καμένος”. Τα μάπα του, κίτρινα σαν τα μάτια των λύκων, δεν ανοιγόκλειναν πιο συχνά από τα δικά τους. Είναι πράγματι μάτια λύκου, σκέφτηκε ο Πέριν.
Κατάλαβε πως η Εγκουέν τον κοίταζε, περιμένοντας να αποφασίσει αυτός τι θα έκαναν. Φως μου, ξαφνικά ξανάγινα αρχηγός. Είχαν αποφασίσει από την αρχή να μην πουν σε κανέναν την πραγματική ιστορία, αλλά εδώ δεν έβλεπε καμία πιθανότητα να ξεφύγουν, ακόμα κι αν κατάφερνε να βγάλει το τσεκούρι του πριν...
Η Σταχτιά μούγκρισε βαθιά μέσα στο λαρύγγι της και την ακολούθησαν οι τρεις γύρω από τη φωτιά και μετά οι λύκοι στο σκοτάδι. Ο απειλητικός βορβορυγμός γέμισε τη νύχτα.
“Εντάξει”, είπε ο Πέριν βιαστικά. “Εντάξει!” Το μουγκρητό σταμάτησε, αστραπιαία. Η Εγκουέν ανοιγύκλεισε τα χέρια και ένευσε. “Όλα άρχισαν λίγες μέρες πριν τη Νύχτα του Χειμώνα”, άρχισε να λέει ο Πέριν, “όταν ο φίλος μας ο Ματ είδε έναν άντρα με μαύρο μανδύα...”
Ο Ιλάυας δεν άλλαξε ούτε έκφραση ούτε στάση, αλλά η κλίση του κεφαλιού του έδειχνε σαν να άνοιγε τα αυτιά του. Οι τέσσερις λύκοι κάθισαν κάτω, καθώς ο Πέριν συνέχιζε να μιλά· είχε την εντύπωση πως άκουγαν κι αυτοί. Η ιστορία ήταν μεγάλη και την είπε σχεδόν όλη. Τα όνειρα, όμως, που είχαν δει αυτός και οι φίλοι στο Μπάερλον τα κράτησε κρυφά. Περίμενε πως οι λύκοι θα έδειχναν ότι είχαν προσέξει την παράλειψη, αλλά αυτοί απλώς τον παρακολουθούσαν. Η Σταχτιά φαινόταν φιλική, ο Καμένος θυμωμένος. Όταν τελείωσε, είχε βραχνιάσει.
“...και, αν δεν μας βρει στο Κάεμλυν, θα πάμε στην Ταρ Βάλον. Δεν έχουμε άλλη επιλογή, παρά να ζητήσουμε τη βοήθεια των Άες Σεντάι”.
“Τρόλοκ και Ημιάνθρωποι τόσο χαμηλά στα νότια”, είπε συλλογισμένα ο Ιλάυας. “Ιδού τροφή για σκέψη”. Έψαξε με το χέρι πίσω του και πέταξε στον Πέριν ένα φλασκί από δέρμα, χωρίς να τον κοιτάζει. Φαινόταν να σκέφτεται. Περίμενε να πιει ο Πέριν και να ξαναβάλει την τάπα και μετά ξαναμίλησε. “Δεν πολυπάω τις Άες Σεντάι. Το Κόκκινο Άτζα, εκείνο που του αρέσει να κυνηγά άντρες που μπλέκουν με τη Μία Δύναμη, ήθελε κάποτε να με ειρηνέψει. Τους είπα κατάμουτρα ότι είναι Μαύρες Άτζα· υπηρετείτε τον Σκοτεινό, είπα και δεν τους άρεσε. Δεν μπορούσαν να με πιάσουν, από τη στιγμή που χώθηκα στο δάσος, αλλά προσπάθησαν. Ναι, προσπάθησαν. Τώρα που το σκέφτομαι, αμφιβάλλω αν με δει με καλό μάτι καμιά Άες Σεντάι μετά απ’ αυτό που έγινε. Αναγκάστηκα να σκοτώσω κανά-δυο Πρόμαχους. Άσχημη δουλειά να σκοτώνεις Πρόμαχους. Δεν τους αρέσει”.
“Η ομιλία με τους λύκους”, είπε ο Πέριν κάπως ταραγμένα. “Έχει... έχει σχέση με τη Δύναμη;”
“Και βέβαια όχι”, μούγκρισε ο Ιλάυας. “Δεν θα είχε αποτέλεσμα πάνω μου, το ειρήνεμα, αλλά με έκανε πυρ και μανία το ότι ήθελαν να το δοκιμάσουν. Αυτό είναι αρχαίο πράγμα, αγόρι μου. Παλιότερο από τις Άες Σεντάι. Παλιότερο από τον καθένα που χρησιμοποιεί τη Μία Δύναμη. Παλιό όσο η ανθρωπότητα. Παλιό όσο οι λύκοι. Ούτε κι αυτό τους αρέσει, των Άες Σεντάι. Τα παλιά πράγματα που ξανάρχονται. Δεν είμαι ο μόνος. Είναι κι άλλα πράγματα, άλλος κόσμος. Οι Άες Σεντάι τα τρέμουν, μουρμουρίζουν για αρχαίους φραγμούς που εξασθενούν. Τα πράγματα διαλύονται, λένε. Φοβούνται μην το σκάσει ο Σκοτεινός, αυτό είναι. Λες κι έφταιγα εγώ, έτσι που με κοίταζαν μερικές. Το Κόκκινο Άτζα, δηλαδή, αλλά και άλλες Άες Σεντάι . Η Έδρα της Άμερλιν... Αααα! Εγώ συνήθως τις αποφεύγω, αποφεύγω και τους φίλους των Άες Σεντάι. Θα κάνετε το ίδιο, αν έχετε μυαλό”.
“Αυτό που θα ήθελα πάνω απ’ όλα είναι να μην ξαναδώ Άες Σεντάι”, είπε ο Πέριν.
Η Εγκουέν του έριξε μια έντονη ματιά. Ο Πέριν ήλπισε να μην ξεφούρνιζε πως ήθελε να γίνει Άες Σεντάι. Αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα, αν και τα χείλη της σφίχτηκαν και ο Πέριν συνέχισε.
“Όχι πως μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς. Μας κυνηγούσαν Τρόλοκ και Ξέθωροι, και Ντραγκχάρ. Οι πάντες, εκτός από τους Σκοτεινόφιλους. Δεν μπορούμε να κρυφτούμε και δεν μπορούμε να τους πολεμήσουμε μόνοι μας. Ποιος θα μας βοηθήσει λοιπόν; Ποιος άλλος είναι αρκετά δυνατός, εκτός από τις Άες Σεντάι;”
Ο Ιλάυας έμεινε για λίγο σιωπηλός, κοιτάζοντας τους λύκους, πιο συχνά τη Σταχτιά και τον Καμένο. Ο Πέριν άλλαζε θέση νευρικά και προσπαθούσε να μην κοιτάζει. Όταν κοίταζε, είχε την αίσθηση ότι, σχεδόν, άκουγε αυτά που έλεγαν μεταξύ τους ο Ιλάυας και οι λύκοι. Ακόμα κι αν δεν είχε να κάνει με τη Μία Δύναμη, ο Πέριν δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μ’ αυτό. Πρέπει να το έλεγε στα αστεία. Δεν μπορώ να μιλήσω με λύκους. Ένας από τους λύκους —του φάνηκε πως ήταν ο Άλτης- τον κοίταξε και έμοιαζε να χαμογελά. Ο Πέριν αναρωτήθηκε πώς του είχε βάλει όνομα.
“Μπορείτε να μείνετε μαζί μου”, είπε τελικά ο Ιλάυας. “Μαζί μας”. Η Εγκουέν ύψωσε τα φρύδια και ο Πέριν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. “Πού θα ήσασταν πιο σίγουροι;” τους προκάλεσε ο Ιλάυας. “Οι Τρόλοκ με κάθε ευκαιρία προσπαθούν να σκοτώσουν τους λύκους που είναι μοναχοί, αλλάζουν όμως δρόμο για να αποφύγουν το κοπάδι. Και δεν θα έχετε να ανησυχείτε ούτε για τις Άες Σεντάι. Δεν πολυέρχονται σ’ αυτά τα δάση”.
“Δεν ξέρω”. Ο Πέριν απέφυγε να κοιτάξει τους λύκους πλάι του. Ένας ήταν η Σταχτιά και ένιωθε το βλέμμα της. “Κατ’ αρχάς, δεν είναι μόνο οι Τρόλοκ”.
Ο Ιλάυας τον κοίταξε ψυχρά. “Είδα κοπάδι να βάζει κάτω και Ανόφθαλμο. Το μισό κοπάδι σκοτώθηκε, αλλά από τη στιγμή που τον μύρισαν δεν σταματούσαν. Τρόλοκ, Μυρντράαλ, όλοι το ίδιο είναι για τους λύκους. Αυτό που θέλουν είσαι εσύ, αγόρι μου. Έχουν ακούσει για άλλους ανθρώπους που μπορούν και μιλάνε με λύκους, αλλά είσαι ο πρώτος που βρήκαν εκτός από μένα. Θα δεχτούν και τη φίλη σου όμως και θα είστε πιο ασφαλείς εδώ παρά σε πόλη. Οι πόλεις έχουν Σκοτεινόφιλους”.
“Άκου”, είπε ο Πέριν βιαστικά, “θα ήθελα να μην το λες αυτό. Δεν μπορώ — να κάνω... αυτό που κάνεις, αυτό που λες”.
“Όπως θέλεις, αγόρι μου. Υποκρίσου ότι είσαι κατσίκα, αν προτιμάς. Δεν θέλεις τη σιγουριά;”
“Δεν κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Το μόνο που θέλουμε—”
“Πάμε στο Κάεμλυν”, είπε η Εγκουέν με σταθερή φωνή. “Και από κει στην Ταρ Βάλον”.
Ο Πέριν έκλεισε το στόμα και αντάμωσε το θυμωμένο βλέμμα της. Ήξερε ότι ακολουθούσε την αρχηγία του όταν ήθελε και την αρνιόνταν όταν δεν ήθελε, αλλά, τουλάχιστον, θα μπορούσε να τον αφήνει να απαντά μόνος του. “Εσύ τι λες, Πέριν;” είπε και απάντησε ο ίδιος, “Εγώ; Λοιπόν, για να σκεφτώ. Ναι. Ναι, νομίζω πως θα συνεχίσω”. Της χαμογέλασε γλυκά. “Τότε, Εγκουέν, συμφωνούμε. Αρα, μάλλον έρχομαι μαζί σου. Είναι ωραίο που τα συζητάμε πριν αποφασίσουμε, ε;” Εκείνη κοκκίνισε, αλλά τα χείλη της ήταν ακόμα σφιγμένα.
Ο Ιλάυας γρύλισε. “Η Σταχτιά είπε ότι αυτό θα αποφασίζατε. Είπε ότι το κορίτσι είναι βαθιά ριζωμένο στον ανθρώπινο κόσμο, ενώ εσύ” —έκανε νόημα στον Πέριν- “στέκεσαι ανάμεσα. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα έλεγα καλύτερα να πάμε νότια μαζί σας. Αλλιώς, θα πεθάνετε από την πείνα, ή θα χαθείτε, ή—”
Ο Καμένος σηκώθηκε απότομα και ο Ιλάυας γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει το μεγάλο λύκο. Μετά από μια στιγμή σηκώθηκε και η Σταχτιά. Πλησίασε τον Ιλάυας, έτσι ώστε να κοιτάζει κι αυτή το βλέμμα του Καμένου. Η σκηνή έμεινε παγωμένη για αρκετά λεπτά και μετά ο Καμένος στριφογύρισε και χάθηκε στη νύχτα. Η Σταχτιά τινάχτηκε κι έπειτα ξαναπήρε τη θέση της, ξαπλώνοντας σαν να μην είχε γίνει τίποτα.
Ο Ιλάυας αντίκρισε το ερωτηματικό βλέμμα του Πέριν. “Η Σταχτιά είναι αρχηγός αυτού του κοπαδιού”, εξήγησε. “Κάποια αρσενικά θα τη νικούσαν, αν την προκαλούσαν, αλλά αυτή είναι πιο έξυπνη απ’ όλους και όλοι το ξέρουν. Έσωσε το κοπάδι αρκετές φορές. Αλλά ο Καμένος νομίζει πως το κοπάδι χάνει την ώρα του με σας τους τρεις. Μισεί τους Τρόλοκ, αυτό είναι το μόνο που υπάρχει γι’ αυτόν και, αν υπάρχουν Τρόλοκ τόσο χαμηλά, θέλει να πάει και να τους σκοτώσει”.
“Το αντιλαμβανόμαστε”, είπε η Εγκουέν, δείχνοντας ανακούφιση. “Μπορούμε να βρούμε το δρόμο.. αν μας δώσεις κάποιες οδηγίες, φυσικά”.
Ο Ιλάυας κούνησε το χέρι του. “Δεν είπα ότι αρχηγός του κοπαδιού είναι η Σταχτιά; Το πρωί θα ξεκινήσω για το νότο μαζί σας, το ίδιο θα κάνουν κι αυτοί”. Το πρόσωπο της Εγκουέν έδειξε ότι αυτό δεν ήταν ό,τι καλύτερο περίμενε να ακούσει.
Ο Πέριν καθόταν αμίλητος. Μπορούσε να νιώσει τον Καμένο που έφευγε. Και το σημαδεμένο αρσενικό δεν ήταν μόνο· καμιά δεκαριά άλλοι, όλοι νεαρά αρσενικά, έτρεξαν πίσω του. Ήθελε να πιστέψει πως για όλα έφταιγε ο Ιλάυας, που έπαιζε με τη φαντασία του, αλλά δεν μπορούσε. Λίγο πριν χαθούν από το νου του οι λύκοι που έφευγαν, ένιωσε μια σκέψη, που ήξερε ότι ερχόταν από τον Καμένο, σαφής και καθαρή, σαν να ήταν δική του σκέψη. Μίσος. Μίσος και γεύση αίματος.