44 Το Σκοτάδι στις Οδούς

Στο σκοτάδι μόλις πριν την αυγή ο Ραντ ακολούθησε τη Μουαραίν στην πίσω αίθουσα, όπου περίμεναν ο αφέντης Γκιλ και οι άλλοι· η Νυνάβε και η Εγκουέν έμοιαζαν να κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα, όπως και ο Λόιαλ, ενώ ο Πέριν ήταν ατάραχος, σχεδόν σαν τον Λαν. Ο Ματ ακολουθούσε τον Ραντ κατά πόδας, σαν να φοβόταν να μείνει μονάχος, έστω και για λίγο τώρα πια, έστω και μερικά μέτρα πιο πίσω. Η μαγείρισσα και οι βοηθοί της σήκωσαν το κεφάλι, καθώς η ομάδα περνούσε σιωπηλά από την κουζίνα, που ήταν ήδη κατάφωτη και καυτή, μιας και είχαν αρχίσει να ετοιμάζουν το πρωινό. Για του πελάτες του πανδοχείου δεν ήταν ασυνήθιστο να έχουν σηκωθεί τέτοια ώρα. Ο αφέντης Γκιλ μίλησε για να τις καθησυχάσει και η μαγείρισσα ξεφύσησε ηχηρά και άρχισε να χτυπά τη ζύμη με περισσότερη δύναμη. Ξαναγύρισαν στα τηγάνια τους και τις ζύμες τους, πριν ο Ραντ φτάσει στην πόρτα της αυλής του στάβλου.

Έξω η νύχτα ήταν ακόμα κατασκότεινη. Στα μάτια του Ραντ όλοι οι άλλοι ήταν απλώς μερικές πιο σκούρες σκιές. Ακολούθησε στα τυφλά τον πανδοχέα και τον Λαν, τυφλός κι ο ίδιος, ελπίζοντας πως με τη βοήθεια του αφέντη Γκιλ, από τη μια, που ήξερε τα κατατόπια και με το ένστικτο του Λαν, από την άλλη, θα κατάφερναν να βγουν στο δρόμο δίχως να σπάσει κανείς το πόδι του. Ο Λόιαλ σκόνταψε αρκετές φορές.

“Δεν καταλαβαίνω, γιατί να μην ανάψουμε ένα φωτάκι τουλάχιστον”, διαμαρτυρήθηκε ο Ογκιρανός. “Στα στέντιγκ δεν τρέχουμε έτσι στα σκοτάδια. Ογκιρανός είμαι, όχι γάτος”. Ο Ραντ φαντάστηκε τα αυτιά του Λόιαλ να τινάζονται με εκνευρισμό.

Ξαφνικά μέσα στη νύχτα πρόβαλλε μπροστά τους ο στάβλος, μια απειλητική μάζα, ώσπου η πόρτα του στάβλου άνοιξε μ’ ένα τρίξιμο, χύνοντας μια κορδέλα φωτός στην αυλή. Ο πανδοχέας την άνοιξε, μόνο όσο χρειαζόταν για να περάσουν ένας-ένας και την έκλεισε αμέσως πίσω από τον Πέριν, τόσο βιαστικά, που παραλίγο θα του μάγκωνε το πόδι. Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια στο ξαφνικό φως εκεί μέσα.

Οι σταβλίτες δεν ξαφνιάστηκαν με τον ερχομό τους, αντίθετα από τη μαγείρισσα. Τα άλογά τους ήταν σελωμένα και περίμεναν. Ο Μαντάρμπ περίμενε αγέρωχα, αγνοώντας τους πάντες εκτός από τον Λαν, αλλά ή Αλντίμπ άπλωσε το κεφάλι για να μυρίσει το χέρι της Μουαραίν. Υπήρχε ένα άλογο φορτωμένο κοφίνια κι ένα πελώριο ζώο με τριχωτά υποκνήμια, ψηλότερο ακόμα κι από τον επιβήτορα του Πρόμαχου, για τον Λόιαλ. Φαινόταν αρκετά μεγάλο για να τραβήξει μόνο του φορτωμένη αχυράμαξα, αλλά έμοιαζε με πόνυ σε σύγκριση με τον Ογκιρανό.

Ο Λόιαλ κοίταξε το μεγάλο άλογο και μουρμούρισε με αμφιβολία, “Μέχρι τώρα μια χαρά πήγαινα με τα πόδια μου”.

Ο αφέντης Γκιλ έκανε νόημα στον Ραντ. Ο πανδοχέας του δάνειζε ένα άλογο με τρίχωμα που είχε το χρώμα των μαλλιών του, ψηλό με πλατύ θώρακα, αλλά ο Ραντ χάρηκε, βλέποντας ότι δεν είχε τη φλόγα στο βάδισμα που είχε ο Κλάουντ. Ο αφέντης Γκιλ είπε ότι το όνομά του ήταν Κοκκινοτρίχης.

Η Εγκουέν πήγε κατευθείαν στην Μπέλα και η Νυνάβε στη φοράδα της με τα μακριά πόδια.

Ο Ματ έφερε το γκρι-καφέ άλογό του κοντά στον Ραντ. “Νιώθω νευρικός κοντά στον Πέριν”, μουρμούρισε. Ο Ραντ του έριξε μια κοφτή ματιά. “Να, φέρεται παράξενα. Δεν το βλέπεις; Ορκίζομαι ότι δεν είναι η φαντασία μου, ή... ή...”

Ο Ραντ ένευσε. Δόξα στο Φως, το εγχειρίδιο δεν του θολώνει πάλι το μυαλό. “Έτσι είναι, Ματ, αλλά μην αναστατώνεσαι. Η Μουαραίν ξέρει για... ό,τι κι αν είναι. Ο Πέριν είναι μια χαρά”. Ευχήθηκε να μπορούσε να το πιστέψει, αλλά αυτό φάνηκε να ικανοποιεί τον Ματ, λιγάκι τουλάχιστον.

“Φυσικά”, είπε βιαστικά ο Ματ, ενώ ακόμα κοίταζε τον Πέριν με την άκρη του ματιού του. “Δεν είπα ότι δεν είναι”.

Ο αφέντης Γκιλ συζητούσε με τον επικεφαλής των σταβλιτών. Ο άνδρας με το ωχροκίτρινο δέρμα και το πρόσωπο που έμοιαζε αλογίσιο χτύπησε το μέτωπό του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του και έτρεξε στο πίσω μέρος του στάβλου. Ο πανδοχέας στράφηκε στη Μουαραίν, μ’ ένα ικανοποιημένο χαμόγελο στο στρογγυλό πρόσωπό του. Ο Ράμεϋ λέει ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός, Άες Σεντάι”.

Ο πίσω τοίχος του στάβλου έμοιαζε χοντρός και γερός, γεμάτος βαριά ράφια με εργαλεία. Ο Ράμεϋ και άλλος ένας σταβλίτης κατέβασαν τα δικράνια, τις τσουγκράνες και τα φτυάρια και μετά άρχισαν να βγάζουν κρυμμένους σύρτες πίσω από τα ράφια. Ξαφνικά, ίνα κομμάτι του τοίχου άνοιξε προς τα μέσα, γυρνώντας σε μεντεσέδες, τόσο καλά κρυμμένους, που ο Ραντ δεν ήξερε αν μπορούσε να τους βρει ακόμα και με την πόρτα ανοιχτή. Το φως του στάβλου φώτιζε ένα τούβλινο τοίχο ελάχιστα μέτρα πιο πέρα.

“Είναι ένας παράδρομος ανάμεσα σε κτίρια”, είπε ο πανδοχέας, “αλλά κανένας έξω από αυτό το στάβλο δεν ξέρει ότι υπάρχει άνοιγμα από δω. Δεν θα υπάρχει κανείς να δει από πού βγήκατε, ούτε Λευκομανδίτες, ούτε οι άλλοι με τις άσπρες κονκάρδες”.

Η Άες Σεντάι ένευσε. “Μην ξεχνάς, καλέ μου πανδοχέα, αν φοβάσαι ότι θα έχεις μπελάδες μ’ αυτό που κάνεις, γράψε στη Σέριαμ Σεντάι του Γαλάζιου Άτζα στην Ταρ Βάλον και θα σε βοηθήσει. Φοβάμαι πως οι αδελφές μου κι εγώ έχουμε πολλά να κάνουμε για εκείνους που με βοήθησαν ως τώρα”.

Ο αφέντης Γκιλ γέλασε· δεν ήταν το γέλιο ανήσυχου ανθρώπου. “Μα, Άες Σεντάι, μου έχεις δώσει το μόνο πανδοχείο σ’ όλο το Κάεμλυν δίχως ποντίκια. Τι παραπάνω να ζητήσω; Μόνο και μόνο γι’ αυτό, θα έχω τη διπλή πελατεία”. Το χαμόγελο του σοβάρεψε. “Ό,τι κι αν ετοιμάζεις, η Βασίλισσα είναι με την Ταρ Βάλον κι εγώ με τη Βασίλισσα, έτσι σου εύχομαι να πάνε όλα καλά. Το Φως να σε φωτίζει, Άες Σεντάι. Το Φως να σας φωτίζει όλους”.

“Το Φως να φωτίζει κι εσένα, αφέντη Γκιλ”, απάντησε η Μουαραίν με μια μικρή κλίση της κεφαλής. “Αλλά για να λάμψει το Φως σε όλους μας, πρέπει να βιαστούμε”. Στράφηκε γοργά στον Λόιαλ. “Είσαι έτοιμος;”

Ο Ογκιρανός έριξε μια επιφυλακτική ματιά στα δόντια του αλόγου του και πήρε τα γκέμια. Προσπαθώντας να κρατήσει εκείνο το στόμα μακριά από το χέρι του, οδήγησε το ζώο στο άνοιγμα του πίσω μέρους του στάβλου. Ο Ράμεϋ χοροπηδούσε από το ένα πόδι στο άλλο, ανυπομονώντας να το ξανακλείσει. Ο Λόιαλ κοντοστάθηκε για μια στιγμή με το κεφάλι σκυμμένο, σαν να ένιωθε το αεράκι στο μάγουλό του. “Από δω”, είπε και έστριψε στο στενάκι.

Η Μουαραίν ακολούθησε ακριβώς πίσω από το άλογο του Λόιαλ, ύστερα ήταν ο Ραντ, μετά ο Ματ. Πρώτα ήταν η σειρά του Ραντ να οδηγήσει το φορτωμένο υποζύγιό τους. Η Νυνάβε και η Εγκουέν ήταν στη μέση της φάλαγγας, με τον Πέριν πίσω τους και τον Λαν στην οπισθοφυλακή. Η κρυμμένη πόρτα έκλεισε βιαστικά αμέσως μόλις ο Μαντάρμπ βγήκε στο χωμάτινο δρομάκι. Του Ραντ του φάνηκε πως ο ξυστός κρότος από τους σύρτες που έκλειναν ήταν εκκωφαντικός.

Ο παράδρομος, όπως τον είχε αποκαλέσει ο αφέντης Γκιλ, ήταν πράγματι εξαιρετικά στενός κι ακόμα πιο σκοτεινός από την αυλή του στάβλου, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Ψηλοί, ίσιοι τοίχοι από τούβλα ή ξύλο εκτείνονταν στις δύο πλευρές και μόνο μια στενή λωρίδα μαύρου ουρανοί βρισκόταν από πάνω τους. Τα μεγάλα, πλεχτά καλάθια, που κρεμόταν από το φορτωμένο άλογο, έγδερναν τα κτίρια και από τις δύο πλευρές. Τα κοφίνια ήταν γεμάτα ως απάνω με προμήθειες για το ταξίδι, κυρίως μεγάλα βάζα με λάδι. Ένα δεμάτι από κοντάρια ήταν δεμένα κατά μήκος στη ράχη του αλόγου και ο καθένας είχε μια λάμπα που κουνιόταν στην άκρη του. Στις Οδούς, είχε πει ο Λόιαλ, ήταν πιο σκοτεινά κι από τη σκοτεινότερη νύχτα.

Οι μισογεμάτες λάμπες άφηναν να περνά το κύλισμα του λαδιού που πηγαινοερχόταν και τσούγκριζαν αδύναμα μεταξύ τους με το ρυθμό του αλόγου. Ο ήχος δεν ήταν πολύ δυνατός, αλλά το Κάεμλυν ήταν ήσυχο την ώρα πριν την αυγή. Σιωπηλό. Ο μουντός μεταλλικός κρότος έμοιαζε αρκετά δυνατός για να ακούγεται ένα μίλι παραπέρα.

Όταν ο παράδρομος έβγαλε στο δρόμο, ο Λόιαλ διάλεξε κατεύθυνση χωρίς να σταθεί. Έμοιαζε τώρα να ξέρει ακριβώς πού πήγαινε, σον να γινόταν πιο σαφής η διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσει. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε πώς ο Ογκιρανός μπορούσε να βρει την Πύλη και ο Λόιαλ δεν είχε καταφέρει να το εξηγήσει πολύ καθαρά. Είχε πει ότι απλώς το γνώριζε· το ένιωθε. Ο Λόιαλ υποστήριζε πως ήταν σαν να προσπαθούσε κάποιος να εξηγήσει πώς ανάσαινε.

Καθώς πήγαιναν βιαστικά, ο Ραντ κοίταξε πίσω, στη γωνία που βρισκόταν η Ευλογία της Βασίλισσας. Απ’ ό,τι είχε πει ο Λάμγκουιν, υπήρχαν ακόμα πεντ’ έξι Λευκομανδίτες κάπου κοντά σε Κείνη τη γωνία. Το ενδιαφέρον τους ήταν στραμμένο στο πανδοχείο, αλλά σίγουρα θα έρχονταν να δουν, αν άκουγαν θόρυβο. Τέτοια ώρα κανένας δεν έβγαινε έξω για καλό. Τα πέταλα έμοιαζαν να χτυπούν στις πλάκες του δρόμου σαν καμπάνες· οι λάμπες κρατούσαν, σαν να τις κουνούσε σκόπιμα το άλογο. Μόνο όταν έστριψαν στην άλλη γωνία σταμάτησε να κοιτάζει πάνω από τον ώμο του. Άκουσε αναστεναγμούς ανακούφισης κι από τους άλλους συγχωριανούς του, καθώς έστριβαν τη γωνία.

Ο Λόιαλ έμοιαζε να ακολουθεί την πιο ευθεία διαδρομή για την Πύλη, όπου κι αν τους έβγαζε. Μερικές φορές έτρεχαν σε φαρδιές λεωφόρους, που ήταν άδειες, με μόνη εξαίρεση κάποιο σκυλί, που τριγυρνούσε επιφυλακτικά στο σκοτάδι. Μερικές φορές περνούσαν βιαστικά από δρομάκια, στενά όσο ο παράδρομος έξω από το στάβλο, όπου, κάτω από τα ανυποψίαστα βήματά τους, πράγματα έλιωναν με υγρούς ήχους. Η Νυνάβε παραπονιόταν για τις οσμές που αναδίδονταν, μα κανένας δεν βράδυνε το βήμα.

Το σκοτάδι άρχισε να ελαφρώνει, να ξανοίγει προς το σκούρο γκρι. Αμυδρά λαμπυρίσματα τη αυγής έσταζαν στον ουρανό πάνω από τις ανατολικές στέγες. Μερικοί άνθρωποι φάνηκαν στους δρόμους, κουκουλωμένοι για το πρωινό αγιάζι, με τα κεφάλια σκυμμένα, ενώ ακόμα ονειρεύονταν τα κρεβάτια τους. Οι περισσότεροι δεν έδιναν σημασία σε κανέναν. Ελάχιστοι μόνο κοίταξαν τη σειρά των ανθρώπων και των αλόγων με τον Λόιαλ επικεφαλής της και μόνο ένας τους είδε πραγματικά.

Εκείνος γύρισε το κεφάλι όπως και οι άλλοι και είχε αρχίσει να ξαναβυθίζεται στις σκέψεις του, όταν ξαφνικά παραπάτησε, πέφτοντας σχεδόν, καθώς έστριβε για να τους δει. Υπήρχε λιγοστό φως, όσο για να δει κανείς μορφές, αλλά ήταν παραπάνω από αρκετό. Από απόσταση, μόνος του, ο Ογκιρανός θα έμοιαζε με ψηλό άνδρα με φυσιολογικό άλογο, ή για συνηθισμένο άνθρωπο που είχε μικρούλικο άλογο. Με τους άλλους στη σειρά πίσω του για προοπτική, ο Λόιαλ έμοιαζε μ’ αυτό που ήταν, μιάμιση φορά ψηλότερος από κανονικό άνθρωπο. Ο περαστικός έριξε μια ματιά και με μια πνιχτή κραυγή το έβαλε στα πόδια, με το μανδύα του να ανεμίζει πίσω του.

Σύντομα θα έβγαιναν κι άλλοι άνθρωποι στο δρόμο — πολύ σύντομα. Ο Ραντ είδε μια γυναίκα, που περνούσε βιαστικά από την απέναντι πλευρά του δρόμου, δίχως να βλέπει τίποτα άλλο εκτός από τις πλάκες του λιθόστρωτου μπροστά στα πόδια της. Σύντομα θα υπήρχαν περισσότεροι που θα τους πρόσεχαν. Ο ανατολικός ουρανός φωτίστηκε κι άλλο.

“Εκεί”, ανακοίνωσε τελικά ο Λόιαλ. “Είναι από κει κάτω”. Έδειχνε ένα μαγαζί, ακόμα κλειστό για το βράδυ. Οι πάγκοι μπροστά ήταν άδειοι, οι τέντες από πάνω διπλωμένες, η πόρτα διπλοκλειδωμένη. Τα παράθυρα από πάνω, όπου έμενε ο μαγαζάτορας, ήταν ακόμα σκοτεινά.

“Από κάτω;” αναφώνησε ο Ματ, χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά του. “Πώς στο Φως θα-;”

Η Μουαραίν σήκωσε το χέρι κόβοντάς τον και έκανε νόημα να την ακολουθήσουν στο στενάκι πλάι στο μαγαζί.Άλογα και άνθρωποι μαζί στριμώχτηκαν στο άνοιγμα ανάμεσα στα δυο κτίρια. Εκεί, στη σκιά των τοίχων, ήταν πιο σκοτεινά απ’ όσο στο δρόμο, σχεδόν νύχτα βαθιά πάλι.

“Πρέπει να υπάρχει πόρτα για το κελάρι”, μουρμούρισε η Μουαραίν. “Α, ναι”.

Ξαφνικά άνθισε ένα φως. Μια δροσερή μπάλα που έλαμπε, μεγάλη σαν γροθιά, αιωρούνταν πάνω από την παλάμη της Άες Σεντάι και προχωρούσε όπως αυτή κινούσε το χέρι της. Ο Ραντ σκέφτηκε πως ένα δείγμα όσων είχαν περάσει ήταν το ότι όλοι φάνηκαν να το θεωρούν φυσικό. Η Μουαραίν την πλησίασε στις πόρτες που είχε βρει, οι οποίες ήταν πλαγιασμένες, σχεδόν ίσιες με το έδαφος, με κρίκους με χοντρές μπάρες και μια σιδερένια κλειδωνιά μεγαλύτερο από το χέρι του Ραντ και σκεπασμένη αρχαία σκουριά.

Ο Λόιαλ τράβηξε την κλειδωνιά. “Μπορώ να τα ξεκολλήσω, όλα μαζί, αλλά θα κάνει τόση φασαρία που θα ξεσηκωθεί η γειτονιά”.

“Ας μην καταστρέψουμε την περιουσία του ανθρώπου, αν δεν είναι ανάγκη”. Η Μουαραίν μελέτησε για λίγο με προσήλωση την κλειδαριά. Ξαφνικά, χτύπησε απαλά το σκουριασμένο σίδερο με το ραβδί της κι η κλειδαριά άνοιξε αμέσως.

Ο Λόιαλ κατέβασε βιαστικά την κλειδαριά και άνοιξε τις πόρτες σηκώνοντας τες και τις στήριξε στο πλάι. Η Μουαραίν κατέβηκε τη ράμπα που φανερώθηκε μπροστά τους, φωτίζοντας το δρόμο με τη λαμπερή σφαίρα της. Η Αλντίμπ την ακολούθησε με προσεκτικά βήματα.

“Ανάψτε τις λάμπες και κατεβείτε”, είπε χαμηλόφωνα. “Υπάρχει χώρος. Βιαστείτε. Όπου να ’ναι θα φωτίσει”.

Ο Ραντ έλυσε βιαστικά τις λάμπες στα κοντάρια και τις κατέβασε από το υποζύγιο, αλλά, πριν ανάψει την πρώτη, συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του Ματ. Σε λίγα λεπτά ο κόσμος θα γέμιζε τους δρόμους και ο καταστηματάρχης θα κατέβαινε να ανοίξει το μαγαζί του και όλοι θα αναρωτιόνταν γιατί το στενάκι ήταν γεμάτο άλογα. Ο Ματ κάτι μουρμούρισε για το ότι θα έπαιρναν τα άλογα στο κτίριο, αλλά ο Ραντ χάρηκε, όταν επιτέλους κατέβασε το δικό του από τη ράμπα. Ο Ματ τον ακολούθησε, μιλώντας πάλι, αλλά χωρίς καθυστέρηση.

Η λάμπα του Ραντ κρεμόταν από το κοντάρι της και χτυπούσε στο ταβάνι, όταν δεν την πρόσεχε και η ράμπα δεν άρεσε ούτε στον Κοκκινοτρίχη, ούτε στο υποζύγιο. Έπειτα βρέθηκε κάτω και βγήκε από το δρόμο του Ματ. Η Μουαραίν άφησε το αιωρούμενο φως της να σβήσει, αλλά, καθώς έρχονταν και οι άλλοι, οι λάμπες φώτισαν το χώρο.

Το κελάρι ήταν μακρύ και πλατύ όσο το κτίριο από πάνω, με μεγάλο μέρος του χώρου να το καταλαμβάνουν τούβλινες κολώνες, που άρχιζαν από λεπτές βάσεις και ανεβαίνοντας έφταναν να έχουν πενταπλάσια διάμετρο στην οροφή. Το μέρος έμοιαζε να αποτελείται από μια σειρά από καμάρες. Υπήρχε άφθονος χώρος, αλλά ο Ραντ ακόμα ένιωθε στριμωγμένος. Το κεφάλι του Λόιαλ άγγιζε την οροφή.

Όπως είχε προαναγγείλει η σκουριασμένη κλειδαριά, το κελάρι είχε πολύ καιρό να χρησιμοποιηθεί. Το πάτωμα ήταν άδειο, με εξαίρεση λίγα σπασμένα βαρέλια γεμάτα διάφορα μικροπράγματα και ένα χοντρό χαλί από σκόνη. Τα πόδια τους είχαν σηκώσει κόκκους σκόνης στον αέρα, που λαμπύριζαν στο φως από τις λάμπες.

Ο Λαν ήταν ο τελευταίος που μπήκε και, μόλις κατέβασε τον Μαντάρμπ από τη ράμπα, ξανανέβηκε για να κλείσει τις πόρτες.

“Μα το αίμα και τις στάχτες”, μούγκρισε ο Ματ, “γιατί να φτιάξουν πύλη σε τέτοιο μέρος;”

“Δεν ήταν πάντα έτσι”, είπε ο Λόιαλ. Η βροντερή φωνή του αντήχησε σ’ αυτό το μέρος που έμοιαζε με σπηλιά. “Όχι πάντα. Όχι!” Ο Ραντ κατάλαβε έκπληκτος ότι ο Ογκιρανός ήταν θυμωμένος. “Κάποτε εδώ έστεκαν δέντρα. Όλα τα είδη των δέντρων που μπορούσαν να φυτρώσουν σ’ αυτό το μέρος, όλα τα είδη των δέντρων που μπορούσαν οι Ογκιρανοί να τα πείσουν να φυτρώσουν εδώ. Τα Μεγάλα Δέντρα, εκατό απλωσιές ψηλά. Είχε σκιά στα κλαριά τους και οι δροσερές αύρες έπαιρναν την ευωδιά των φύλλων και των λουλουδιών και κρατούσαν τη θύμηση της ειρήνης του στέντιγκ. Όλα εκείνα δολοφονήθηκαν για να γίνει αυτό!” Η γροθιά του χτύπησε μια κολώνα.

Η κολώνα φάνηκε να σείεται με το χτύπημα. Ο Ραντ ήταν σίγουρος πως είχε ακούσει τούβλα να σπάνε. Καταρράκτες από ξερό ασβεστοκονίαμα κύλησαν στην κολώνα.

“Ό,τι υφάνθηκε δεν μπορεί γα αλλάξει”, είπε ευγενικά η Μουαραίν. “Δεν θα ξαναφυτρώσουν τα δέντρα, αν γκρεμίσεις το κτίριο πάνω μας”. Τα πεσμένα φρύδια του Λόιαλ τον έκαναν να μοιάζει πιο ντροπιασμένος απ’ όσο θα κατόρθωνε να δείξει ένα ανθρώπινο πρόσωπο. “Με τη βοήθειά σου, Λόιαλ, ίσως εμποδίσουμε τα στέντιγκ που απέμειναν να πέσουν στη Σκιά. Μας έφερες σ’ αυτό που αναζητούμε”.

Όταν η Μουαραίν πλησίασε έναν τοίχο, ο Ραντ κατάλαβε ότι ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Εκείνοι ήταν από συνηθισμένα τούβλα· αυτός ήταν από περίτεχνα δουλεμένη πέτρα, με φύλλα και κληματσίδες, που στροβιλίζονταν φανταχτερά, χλωμά ακόμα και κάτω από το στρώμα της σκόνης. Τα τούβλα και το ασβεστόκονίαμα ήταν παλιά, αλλά κάτι σ’ αυτή την πέτρα έλεγε ότι στεκόταν εκεί από πολύ καιρό, πολύ πριν ψηθούν τα τούβλα. Κατοπινοί χτίστες, Που κι αυτοί είχαν ζήσει αιώνες πριν, είχαν ενσωματώσει στη δουλειά τους αυτό που ήδη έστεκε εκεί και, ακόμα πιο μετά, κάποιοι το είχαν κάνει μέρος του κελαριού.

Ένα μέρος του σμιλεμένου πέτρινου τοίχου, ακριβώς στο κέντρο, ήταν πιο λεπτοδουλεμένο από τα υπόλοιπα. Αν και τα άλλα ήταν καλοφτιαγμένα, σε σύγκριση με αυτό έμοιαζαν να είναι άτεχνα αντίγραφα. Δουλεμένα στη σκληρή πέτρα, αυτά τα φύλλα έμοιαζαν να είναι μαλακά, να έχουν μείνει σε μια παγωμένη στιγμή, καθώς τα ανάδευε η γλυκιά καλοκαιριάτικη αύρα. Ταυτόχρονα, όμως, έδιναν μια αρχαία αίσθηση, πιο παλιά από την υπόλοιπη πέτρα, όπως ο πέτρινος τοίχος ήταν πιο παλιός από τους τούβλινους. Τόσο αρχαιότερα κι ακόμα πιο πολύ. Ο Λόιαλ τα κοίταζε λες και προτιμούσε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού εκτός από κει, ακόμα και έξω στους δρόμους και πάλι αντίπαλος με τον όχλο.

“Αβεντεσόρα”, μουρμούρισε η Μουαραίν, ακουμπώντας ένα τρίλοβο φύλλο στη σκαλισμένη πέτρα. Ο Ραντ έψαξε με το βλέμμα· ήταν το μόνο φύλλο του είδους του που έβλεπε. “Το φύλλο του Δέντρου της Ζωής είναι το κλειδί”, είπε η Άες Σεντάι και το φύλλο έμεινε στο χέρι της.

Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια· άκουσε πνιχτές κραυγές πίσω του. Το φύλλο αυτό, σαν τα υπόλοιπα, έμοιαζε να είναι κομμάτι του τοίχου. Έτσι απλά, η Άες Σεντάι το ακούμπησε πάλι στο σχήμα, μια απλωσιά χαμηλότερα. Το τριπλό φύλλο ταίριαζε εκεί σαν να είχε έτοιμη θέση και ήταν άλλη μια φορά κομμάτι ενός συνόλου. Μόλις βρέθηκε εκεί, όλη η φύση του κεντρικού τμήματος άλλαξε.

Ο Ραντ ήταν σίγουρος πως έβλεπε τα φύλλα να σαλεύουν σε κάποια αύρα που δεν την ένιωθε· του φαινόταν ότι κάτω από τη σκόνη ήταν καταπράσινα, ένα χαλί από πυκνή ανοιξιάτικη βλάστηση στο φωτισμένο από λάμπες κελάρι. Σχεδόν αδιόρατα στην αρχή, μια χαραμάδα άνοιξε στη μέση της αρχαίας σμιλεμένης πέτρας και πλάτυνε, καθώς τα δύο μισά άνοιξαν αργά προς τα έξω και στάθηκαν κάθετα ως προς την αρχική τους θέση. Και το πίσω μέρος τους ήταν Βουλεμένο όπως το μπροστινό, με την ίδια πληθώρα των, σχεδόν ζωντανών, φύλλων και κληματσίδων. Πίσω, εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει χώμα, ή το κελάρι του διπλανού κτιρίου, ένα μουντό, αντανακλαστικό τρεμόσβησμα έπιανε αχνά τα είδωλά τους.

“Άκουσα ότι κάποτε οι Πύλες άστραφταν σαν καθρέφτες”, είπε ο Λόιαλ, με ανάμικτο θρήνο και φόβο στην έκφρασή του. “Κάποτε, όποιος έμπαινε στις Οδούς περπατούσε στον ήλιο και τον ουρανό. Κάποτε”.

“Δεν μπορούμε να περιμένουμε”, είπε η Μουαραίν.

Ο Λαν την προσπέρασε, τραβώντας τον Μαντάρμπ, κρατώντας το κοντάρι με τη λάμπα. Το σκιώδες καθρέφτισμά του τον πλησίασε, τραβώντας ένα σκιώδες άλογο. Άνθρωπος κι αντανάκλαση έμοιασαν να μπαίνουν το ένα στο άλλο πάνω στην επιφάνεια που τρεμόσβηνε και χάθηκαν και χα δυο. Για μια στιγμή το μαύρο άτι κοντοστάθηκε, μπροστά στο φαινομενικά αδιάκοπο χαλινάρι που το ένωνε με την αμυδρή μορφή του ειδώλου του. Το χαλινάρι τεντώθηκε και το πολεμικό άλογο επίσης εξαφανίστηκε.

Για ένα λεπτό όλοι στο κελάρι στάθηκαν κοιτάζοντας την Πύλη.

“Βιαστείτε”, τους παρακίνησε η Μουαραίν. “Εγώ πρέπει να περάσω τελευταία. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε ανοιχτό για να το βρει κανείς κατά τύχη. Βιαστείτε”.

Ο Λόιαλ αναστέναξε βαθιά και μπήκε στο τρεμόσβησμα. Το μεγάλο άλογο τίναξε το κεφάλι του και προσπάθησε να μην μπει σε κείνη την επιφάνεια, αλλά ένα τράβηγμα το παρέσυρε. Οι δυο τους χάθηκαν εντελώς, όπως ο Πρόμαχος με τον Μαντάρμπ.

Ο Ραντ, διστακτικά, πλησίασε τη λάμπα στην Πύλη. Η λάμπα βούλιαξε στο είδωλό της και τα δύο ενώθηκαν και χάθηκαν. Πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει να προχωρά, παρακολουθώντας το κοντάρι να χάνεται πόντο-πόντο και ύστερα έγινε ένα με τον εαυτό του και μπήκε στην Πύλη. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Κάτι παγωμένο γλίστρησε στο δέρμα του, σαν να περνούσε από έναν τοίχο κρύου νερού. Ο χρόνος επιμηκύνθηκε· το κρύο τον τύλιξε μια τρίχα τη φορά, πέρασε πάνω από τα ρούχα του, τη μια ίνα μετά την άλλη.

Ξαφνικά η παγωνιά έσκασε σαν φυσαλίδα και ο Ραντ στάθηκε για να ξαναβρεί την ανάσα του. Ήταν μέσα στις Οδούς. Λίγο μπροστά, ο Λαν και ο Λόιαλ περίμεναν υπομονετικά πλάι στα άλογά τους. Ολόγυρά τους υπήρχε μια μαυρίλα, που έμοιαζε να εκτείνεται στο άπειρο. Οι λάμπες τους έριχναν μια μικρή λιμνούλα φωτός γύρω τους, υπερβολικά μικρή, σαν κάτι να έσπρωχνε πίσω το φως, ή να το έτρωγε.

Νιώθοντας ξαφνικά ταραχή, τράβηξε απότομα τα χαλινάρι. Ο Κοκκινοτρίχης και το φορτωμένο άλογο ήρθαν μ’ ένα άλμα και, παραλίγο, θα τον σώριαζαν κάτω. Τρέκλισε, κρατήθηκε και έτρεξε στον Φρουρό και τον Ογκιρανό, τραβώντας πίσω του τα νευρικά άλογα. Τα ζώα χρεμέτιζαν αδύναμα. Ακόμα και ο Μαντάρμπ έμοιαζε να νιώθει κάποια παρηγοριά με την παρουσία των άλλων αλόγων.

“Πήγαινε σιγά όταν περνάς από Πύλη, Ραντ”, του σύστησε ο Λόιαλ. “Τα πράγματα είναι... αλλιώς μέσα στις Οδούς. Κοίτα”.

Κοίταξε πίσω, εκεί που έδειχνε ο Ογκιρανός, πιστεύοντας ότι θα έβλεπε το ίδιο θαμπό τρεμόσβησμα. Αντίθετα, μπορούσε να δει το κελάρι, σαν μέσα από ένα μεγάλο κομμάτι καπνισμένου γυαλιού στο σκοτάδι. Κατά κάποιον απωθητικό τρόπο, το σκοτάδι γύρω από ΤΟ παράθυρο του κελαριού έδινε την αίσθηση του βάθους, σαν να στεκόταν το άνοιγμα μόνο του, δίχως τίποτα πίσω ή γύρω του παρά μόνο το σκοτάδι. Τους το είπε μ’ ένα ταραγμένο γελάκι, αλλά ο Λόιαλ τον πήρε στα σοβαρά.

“Μπορείς να κάνεις τον κύκλο γύρω τους και δεν θα έβλεπες τίποτα από την άλλη πλευρά. Αλλά δεν θα το συμβούλευα. Τα βιβλία δεν λένε με σαφήνεια τι βρίσκεται πίσω από τις Πύλες. Νομίζω ότι μπορείς να χαθείς εκεί και δεν θα βρεις ποτέ το δρόμο του γυρισμού”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην ίδια την Πύλη παρά σ’ αυτό που βρισκόταν πίσω της, αλλά κι αυτό, με τον τρόπο του, ήταν απωθητικό. Αν υπήρχε στο σκοτάδι κάτι που να μπορούσε να το κοιτάξει εκτός από την Πύλη, θα το κοίταζε. Στο κελάρι, όμως, μέσα από τη θολούρα, η Μουαραίν και οι άλλοι φαίνονταν καθαρά, αλλά κινούνταν σαν μέσα σ’ όνειρο. Το κάθε βλεφάρισμα του ματιού έμοιαζε με προμελετημένη, μεγαλεπήβολη κίνηση. Ο Ματ προχωρούσε προς την Πύλη σαν να περπατούσε σε πηχτή, διαφανή σούπα, κουνώντας τα πόδια σαν να κολυμπούσε.

“Ο Τροχός κυλά γρηγορότερα στις Οδούς”, εξήγησε ο Λόιαλ. Κοίταξε το σκοτάδι που τους τύλιγε και το κεφάλι του βούλιαξε ανάμεσα στους ώμους του. “Κανένας από τους ζωντανούς δεν ξέρει, παρά μονάχα αποσπάσματα. Φοβάμαι αυτά που δεν ξέρω για τις Οδούς, Ραντ”.

“Ο Σκοτεινός δεν μπορεί να νικηθεί χωρίς ρίσκο”, είπε ο Λαν. “Αλλά αυτή τη στιγμή είμαστε ζωντανοί και μπροστά μας είναι η ελπίδα πως θα παραμείνουμε ζωντανοί. Μην παραδίνεσαι πριν σε νικήσουν, Ογκιρανέ”.

“Δεν θα μιλούσες με τόση σιγουριά, αν είχες βρεθεί ποτέ στις Οδούς”. Ο συνηθισμένος μακρινός κεραυνός της φωνής του Λόιαλ είχε σιγάσει. Κοίταζε το σκοτάδι σαν να έβλεπε πράγματα εκεί. “Ούτε κι εγώ έχω ξαναβρεθεί εδώ, αλλά έχω δει Ογκιρανούς που μπήκαν σε Πύλες και ξαναβγήκαν. Δεν θα τα έλεγες αυτά, αν τους είχες δει”.

Ο Ματ πέρασε από την είσοδο και συνέχισε με φυσιολογική ταχύτητα. Για μια στιγμή κοίταξε το, φαινομενικά, ατέλειωτο σκοτάδι και μετά ήρθε τρέχοντας κοντά τους, με τη λάμπα να κουνιέται στο κοντάρι του και το άλογό του να πηδά πίσω του, ρίχνοντάς τον σχεδόν κάτω. Ένας-ένας πέρασαν και οι άλλοι, ο Πέριν και η Εγκουέν και η Νυνάβε· ο καθένας που περνούσε βουβαινόταν έκπληκτος και ύστερα έτρεχε να βρει τους άλλους. Κάθε λάμπα μεγάλωνε τη λιμνούλα του φωτός, όχι όμως όσο θα έπρεπε. Ήταν σαν το σκοτάδι να γινόταν πυκνότερο όσο περισσότερο φως υπήρχε, σαν να πήχτωνε για να πολεμήσει και να μην διαλυθεί.

Ο Ραντ δεν ήθελε να συνεχίσει μ’ αυτές τις σκέψεις. Και μόνο που βρισκόταν εκεί ήταν άσχημο, δεν ήταν ανάγκη να χαρίζει στο σκοτάδι δική του βούληση. Όλοι όμως έδειχναν να νιώθουν αυτό το πλάκωμα. Ο Ματ δεν έκανε κανένα ειρωνικό σχόλιο και η Εγκουέν έδειχνε ότι ξανασκεφτόταν την απόφασή της να έρθει εδώ. Όλοι παρακολουθούσαν σιωπηλοί την Πύλη, το τελευταίο παράθυρο στον κόσμο που ήξεραν.

Τελικά, μονάχα η Μουαραίν έμεινε στο κελάρι, αμυδρά φωτισμένη από τη λάμπα που είχε πάρει. Η Άες Σεντάι ακόμα κινιόταν με κείνο τον ονειρικό τρόπο. Το χέρι της πλησίασε το φύλλο του Αβεντεσόρα αργά, συρτά. Ο Ραντ είδε ότι το φύλλο ήταν πιο κάτω στα σμιλέματα αυτής της πλευράς, ακριβώς εκεί που το είχε βάλει από την άλλη. Το έβγαλε και το ξανάβαλε στην αρχική του θέση. Ο Ραντ ξαφνικά αναρωτήθηκε, αν είχε γυρίσει στη θέση του και το φύλλο στην άλλη πλευρά της Πύλης.

Η Άες Σεντάι πέρασε οδηγώντας την Αλντίμπ, καθώς οι πέτρινες πόρτες άρχισαν να κλείνουν αργά πίσω της. Πλησίασε τους υπόλοιπους και το φως της λάμπας της απομακρύνθηκε από τις κάρτες πριν κλείσουν. Η μαυρίλα κατάπιε την εικόνα του κελαριού που μίκραινε. Πέρα από το πολιορκημένο φως που έβγαζαν οι λάμπες τους, τους κύκλωνε τελείως το σκοτάδι.

Ξαφνικά, του Ραντ του φάνηκε ότι οι λάμπες ήταν το μόνο φως που είχε μείνει στον κόσμο. Κατάλαβε ότι ήταν στριμωγμένος ανάμεσα στον Πέριν και την Εγκουέν. Η Εγκουέν τον κοίταξε με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά και κόλλησε πάνω του και ο Πέριν δεν κουνήθηκε καθόλου για να αφήσει χώρο. Ήταν κάποια παρηγοριά το να αγγίζεις έναν άλλο άνθρωπο, όταν το σκοτάδι είχε καταπιεί ολόκληρο τον κόσμο. Ακόμα και τα άλογα έμοιαζαν να νιώθουν τις Οδούς να τα πιέζουν το ένα στο άλλο.

Η Μουαραίν, φαινομενικά αδιάφορη, καβάλησε το άλογό της και έγειρε μπροστά, με τα χέρια της ακουμπισμένα στο σκαλισμένο ραβδί, που το είχε κάθετα τοποθετημένο στο ψηλό μπροστάρι της σέλας της. “Πρέπει να φεύγουμε, Λόιαλ”.

Ο Λόιαλ τινάχτηκε ξαφνιασμένος και ένευσε με δύναμη. “Ναι. Ναι, Άες Σεντάι, έχεις δίκιο. Ούτε στιγμή παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται”. Έδειξε μια πλατιά άσπρη λωρίδα, που κυλούσε κάτω από τα πόδια τους και ο Ραντ απομακρύνθηκε απ’ αυτήν βιαστικά. Το ίδιο έκαναν και οι φίλοι του. Του φαινόταν πως το έδαφος ήταν κάποτε λείο, αλλά τώρα η επιφάνειά του ήταν σκαμμένη, σαν να είχε πάθει η πέτρα ευλογιά. Η άσπρη γραμμή σε αρκετά σημεία ήταν σπασμένη. “Αυτό οδηγεί από την Πύλη στον πρώτο Οδηγό. Από κει...” Ο Λόιαλ κοίταξε γύρω του ανήσυχος και μετά ανέβηκε στο άλογά του, δίχως την απροθυμία που είχε δείξει νωρίτερα. Το άλογο είχε τη μεγαλύτερη σέλα που είχε καταφέρει να βρει ο αρχισταβλίτης, αλλά ο Λόιαλ τη γέμιζε από το μπροστάρι ως τη ράχη. Τα πόδια του κρέμονταν και έφταναν, σχεδόν, ως τα γόνατα του αλόγου. “Ούτε λεπτό παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται”, μουρμούρισε. Οι άλλοι ανέβηκαν στις σέλες απρόθυμα.

Η Μουαραίν και ο Λαν ήταν δεξιά και αριστερά του Λόιαλ, ακολουθώντας την άσπρη γραμμή στο σκοτάδι. Όλοι οι άλλοι πλησίαζαν από πίσω όσο πιο κοντά μπορούσαν και οι λάμπες λικνίζονταν πάνω από τα κεφάλια τους. Οι λάμπες, κανονικά, έπρεπε να λάμπουν αρκετά για να φωτίσουν ολόκληρο σπίτι, αλλά τρία μέτρα πιο πέρα το φως τους σταματούσε. Η μαυρίλα το σταματούσε, σαν να έπεφτε σε τοίχο. Το τρίξιμο από τις σέλες και το κροτάλισμα των πετάλων στην πέτρα έμοιαζε να φτάνει μόνο ως το χείλος του φωτός.

Το χέρι του Ραντ συνεχώς πήγαινε στο σπαθί του. Όχι ότι πίστευε πως υπήρχε κάτι εκεί έξω από το οποίο μπορούσε να φυλαχτεί με το σπαθί· δεν φαινόταν να έχει εκεί μέρος για να υπάρχει κάτι. Η φυσαλίδα του φωτός ολόγυρά τους έμοιαζε να είναι σπηλιά μέσα σε πέτρα, εντελώς περικυκλωμένη, δίχως διέξοδο. Τα άλογα έμοιαζαν να προχωρούν τραβώντας τροχό, έτσι που όλα γύρω τους έμεναν απαράλλαχτα. Ο Ραντ έσφιγγε τη λαβή, σαν να μπορούσε η πίεση του χεριού του να απομακρύνει την πέτρα που ένιωθε να βαραίνει πάνω του. Αγγίζοντας το σπαθί, θυμόταν τα μαθήματα του Ταμ. Έβρισκε για λίγο τη γαλήνη του κενού. Αλλά το βάρος πάντα επέστρεφε και πλάκωνε το κενό, ώσπου γινόταν απλή σπηλιά στο νου του και αναγκαζόταν να ξαναρχίσει, αγγίζοντας το σπαθί του Ταμ για να το ξαναθυμηθεί.

Ήταν αιτία ανακούφισης όταν κάτι άλλαζε, έστω κι αν ήταν μονάχα μια μεγάλη πελεκημένη πέτρα στημένη όρθια, που πρόβαλλε από το σκοτάδι μπροστά τους· η πλατιά άσπρη γραμμή σταματούσε στη βάση της. Φιδίσιες μεταλλικές καμπύλες στόλιζαν όλη την επιφάνεια, γραμμές γεμάτες χάρη, που θύμισαν αόριστα στον Ραντ τα φύλλα και τις κληματσίδες. Η πέτρα και το μέταλλο ήταν σημαδεμένες, σαν δέρμα κάποιου που είχε πάθει ευλογιά.

“Ο Οδηγός”, είπε ο Λόιαλ, και έγειρε από τη σέλα για να κοιτάξει συνοφρυωμένος τη μεταλλικά στολίσματα, που έμοιαζαν να κυλούν το. ένα στο άλλο.

“Ογκιρανή γραφή”, είπε η Μουαραίν, “αλλά δεν βγάζω τι λέει έτσι διαλυμένη που είναι”.

“Κι εγώ δυσκολεύομαι”, είπε ο Λόιαλ, “αλλά καταλαβαίνω ότι πρέπει να πάμε από κει”. Έστριψε το άλογά του Στα σύνορα του φωτός από τις λάμπες τους φάνηκαν κι άλλες δουλεμένες πέτρες, κάτι που έμοιαζε να είναι πέτρινες γέφυρες που απλώνονταν στο σκοτάδι και ράμπες με απαλή κλίση, δίχως καθόλου κάγκελα, που οδηγούσαν και πάνω και κάτω. Ανάμεσα στις πέτρες και τις ράμπες, όμως, υπήρχε ένα κιγκλίδωμα, που έφτανε στο ύψος του στήθος, λες κι εκεί ήταν επικίνδυνο να πέσει κανείς. Το κιγκλίδωμα ήταν φτιαγμένο από αχάρακτες άσπρες πέτρες, με απλά κυρτώματα και καμπυλώματα, που ταίριαζαν μεταξύ τους, σχηματίζοντας πολύπλοκα σχέδια. Κάτι σ’ όλα αυτά του φαινόταν γνώριμο, αλλά ήξερε πως ήταν η φαντασία του, που έψαχνε για κάτι γνωστό εκεί που όλα ήταν παράξενα.

Στην αρχή μιας απ’ αυτές τις γέφυρες, ο Λόιαλ κοντοστάθηκε για να διαβάσει τη μία αράδα που ήταν γραμμένη στη στενή πέτρινη στήλη εκεί. Ένευσε και προχώρησε στη γέφυρα. “Αυτή είναι η πρώτη γέφυρα της διαδρομής μας”, είπε πάνω από τον ώμο του.

Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι κρατούσε τη γέφυρα ψηλά. Οι οπλές των αλόγων έκαναν έναν βραχνό ήχο γδαρσίματος, σαν να ξεκολλούσαν κομματάκια πέτρας με κάθε βήμα. Ό,τι έβλεπε ο Ραντ ήταν γεμάτο ρηχές τρύπες, μερικές μικρές, σαν από καρφίτσα, άλλες μεγάλες, σαν ρηχοί κρατήρες με τραχιά χείλη, σαν να είχε πέσει βροχή από οξύ, ή σαν να σάπιζε η γέφυρα. Κι ο προστατευτικός τοίχος, επίσης, είχε τρύπες και ραγισματιές. Σε μερικά σημεία έλειπε ολόκληρος, ακόμα και για διάστημα μιας απλωσιάς. Ο Ραντ δεν ήξερε αν η γέφυρα έφτανε ως το κέντρο της γης, αλλά ό,τι έβλεπε τον έκανε να ελπίζει ότι θα άντεχε, τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν στην αντίπερα άκρη. Όπου κι αν είναι.

Η γέφυρα τελείωσε κάποια στιγμή, σε ένα μέρος που δεν έμοιαζε διαφορετικό από εκείνο στην αρχή της. Το μόνο που μπορούσε να δει ο Ραντ ήταν ό,τι άγγιζε η μικρή λιμνούλα του φωτός τους, αλλά είχε την εντύπωση ότι ήταν ένας μεγάλος χώρος, σαν λόφος με επίπεδη κορυφή, με γέφυρες και ράμπες, που ξεκινούσαν από παντού γύρω του. Ένα Νησί, έτσι το αποκάλεσε ο Λόιαλ. Υπήρχε άλλος ένας Οδηγός, καλυμμένος από γράμματα — ο Ραντ σκέφτηκε πως ήταν στο κέντρο του Νησιού, χωρίς να ξέρει αν είχε δίκιο ή άδικο. Ο Λόιαλ διάβασε και μετά τους οδήγησε σε μια ράμπα, που καμπύλωνε προς τα πάνω.

Μετά από πολλή ώρα ανάβασης, με το καμπύλωμα να μην έχει τέλος, η ράμπα τους έβγαλε σε άλλο ένα Νησί, σαν εκείνο απ’ όπου είχε αρχίσει. Ο Ραντ προσπάθησε να φανταστεί την καμπύλη της ράμπας, αλλά εγκατέλειψε την προσπάθεια. Αυτό το Νησί δεν μπορεί να είναι ακριβώς πάνω από το άλλο. Δεν μπορεί.

Ο Λόιαλ συμβουλεύτηκε άλλη μια πέτρα γεμάτη Ογκιρανή γραφή, βρήκε άλλη μια στήλη με σημάδια, τους οδήγησε σε άλλη μια γέφυρα. Ο Ραντ δεν είχε πια την παραμικρή ιδέα προς ποια κατεύθυνση ταξίδευαν.

Στο στενό μέρος τους μέσα στο φως, κάθε γέφυρα έμοιαζε με τις άλλες, μόνο που κάποιες είχαν σπασίματα στον προστατευτικό τοίχο και κάποιες όχι. Μόνη διαφορά στα νησιά ήταν η βαρύτητα των ζημιών στους Οδηγούς. Ο Ραντ έχασε την αίσθηση του χρόνου· δεν ήξερε καν πόσες γέφυρες είχαν περάσει και πόσες ράμπες είχαν ακολουθήσει. Ο Πρόμαχος όμως πρέπει να είχε ρολόι στο κεφάλι του. Μόλις ο Ραντ ένιωσε για πρώτη φορά το στομάχι του να διαμαρτύρεται από πείνα, ο Λαν ανακοίνωσε ήσυχα ότι ήταν μεσημέρι και ξεπέζεψε για να μοιράσει ψωμί και τυρί και ξεραμένο κρέας από το φορτωμένο άλογο. Το άλογο το οδηγούσε ο Πέριν, που είχε έρθει η σειρά του. Βρίσκονταν σε ένα Νησί και ο Λόιαλ διάβαζε τις κατευθύνσεις στον Οδηγό.

Ο Ματ έκανε να κατέβει από τη σέλα του, αλλά η Μουαραίν είπε, “Στις Οδούς ο χρόνος είναι πολύτιμος και δεν τον σπαταλάμε. Για μας είναι ανεκτίμητος. Θα σταματήσουμε όταν είναι ώρα να κοιμηθούμε”. Ο Λαν είχε ήδη ξανανέβει στον Μαντάρμπ.

Του Ραντ του κόπηκε η όρεξη, όταν σκέφτηκε ότι θα κοιμούνταν στις Οδούς. Εκεί είχε πάντα σκοτάδι, αλλά δεν ήταν νύχτα τέτοια που να μπορείς να κοιμηθείς. Έφαγε καβάλα στο άλογο όμως, όπως όλοι οι άλλοι. Ήταν άβολο, καθώς προσπαθούσε να κουμαντάρει το φαγητό, τα χαλινάρια και το κοντάρι με τη λάμπα, αλλά, παρά την ανορεξία που πίστευε πως είχε, έφαγε και τα ψίχουλα και έγλειψε τα δάχτυλά του όταν τελείωσε και σκέφτηκε πως δεν θα ήταν άσχημο αν είχε κι άλλο. Αρχισε μάλιστα να σκέφτεται πως οι Οδοί δεν ήταν και τόσο άσχημες, όπως έλεγε ο Λόιαλ. Μπορεί να βάραιναν, σαν την ώρα πριν την καταιγίδα, αλλά τίποτα δεν άλλαζε. Τίποτα δεν συνέβαινε. Οι Οδοί ήταν σχεδόν βαρετές.

Έπειτα ένα έκπληκτο γρύλισμα του Λόιαλ έσπασε τη σιωπή. Ο Ραντ ανασηκώθηκε στους αναβολείς του για να δα πέρα από τον Ογκιρανό και ξεροκατάπιε μ’ αυτό που είδε. Βρίσκονταν στη μέση μιας γέφυρας και μερικά μέτρα μπροστά από τον Λόιαλ η γέφυρα κατέληγε σε ένα χάσμα με ακανόνιστα χείλη.

Загрузка...