30 Παιδιά της Σκιάς

Η Εγκουέν καθόταν πλάι στη φωτιά, κοιτάζοντας το κομμάτι του αγάλματος, αλλά ο Πέριν κατέβηκε ως τη λιμνούλα για να μείνει μόνος. Η μέρα έσβηνε και ο άνεμος της νύχτας είχε αρχίσει να φυσά από τα ανατολικά, ταράζοντας την επιφάνεια του νερού. Ο Πέριν πήρε το τσεκούρι από τη θηλιά της ζώνης του και το γύρισε στα χέρια του. Η λαβή από ξύλο μελίας είχε μήκος όσο το μπράτσο του και ήταν λεία και δροσερή. Το μισούσε. Ντρεπόταν που καμάρωνε τόσο για το τσεκούρι, όταν ήταν στο Πεδίο του Έμοντ. Πριν καταλάβει τι ήταν πρόθυμος να κάνει μ’ αυτό.

“Τόσο πολύ τη μισείς;” ρώτησε ο Ιλάυας πίσω του.

Αναπήδησε ξαφνιασμένος και μισοσήκωσε το τσεκούρι πριν δει ποιος ήταν. “Μπορείς...; Μπορείς να διαβάσεις και το μυαλό μου; Σαν τους λύκους;”

Ο Ιλάυας έγειρε το κεφάλι και τον κοίταξε αινιγματικά. “Κι ένας τυφλός θα διάβαζε το πρόσωπό σου, αγόρι μου. Άντε, μίλα. Μισείς την καπέλα; Την αντιπαθείς; Αυτό είναι. Ήσουν έτοιμος να τη σκοτώσεις, επειδή πάντα σέρνει τα πόδια της, επειδή σε καθυστερεί με τα γυναικεία φερσίματά της”.

“Ο Εγκουέν ποτέ στη ζωή της δεν έσερνε τα πόδια της”, διαμαρτυρήθηκε ο Πέριν. “Πάντα κάνει τις δουλειές που της πέφτουν. Δεν την αντιπαθώ. Την αγαπάω”. Αγριοκοίταξε τον Ιλάυας, προκαλώντας τον να γελάσει. “Όχι έτσι. Εννοώ, δεν είναι σαν αδερφή μου, αλλά η Εγκουέν και ο Ραντ... Μα το αίμα και τις στάχτες! Αν μας έπιαναν τα κοράκια... Αν... Δεν ξέρω”.

“Ναν, ξέρεις. Αν είχε να διαλέξει πώς προτιμούσε να πεθάνει, τι λες να διάλεγε; Ένα γρήγορο χτύπημα του τσεκουριού σου, ή έτσι όπως πέθαναν τα ζώα που είδαμε σήμερα; Ξέρω τι θα διάλεγα εγώ”,

“Δεν έχω δικαίωμα να διαλέξω γι’ αυτήν. Δεν θα της το πεις, εντάξει; Που...” Τα χέρια του έσφιξαν τη λαβή του τσεκουριού· οι μύες των μπράτσων του φούσκωσαν, μύες βαριοί για την ηλικία του, φτιαγμένοι μετά από ατέλειωτες ώρες που ανεβοκατέβαζε το σφυρί στο σιδεράδικο του αφέντη Λούχαν. Για μια στιγμή του φάνηκε πως η χοντρή ξύλινη λαβή θα έσπαζε. “Το μισώ αυτό το καταραμένο τσεκούρι”, μούγκρισε. “Δεν ξέρω τι το θέλω, έτσι που το κρατάω και περπατώ καμαρωτός σαν βλάκας. Δεν θα μπορούσα να το κάνω, ξέρεις. Όταν όλα ήταν στα ψέματα, παιχνίδι, μπορούσα να κορδώνομαι και να υποκρίνομαι ότι...” Αναστέναξε, η φωνή του έσβησε. “Τώρα είναι αλλιώς. Δεν θέλω να το ξαναπιάσω ποτέ”.

“Θα το ξαναπιάσεις”.

Ο Πέριν σήκωσε το τσεκούρι για να το πετάξει στη λιμνούλα, αλλά ο Ιλάυας τον έπιασε από τον καρπό.

“Θα το ξαναπιάσεις, αγόρι μου και όσο το μισείς θα το χρησιμοποιείς πιο συνετά απ’ όσο οι περισσότεροι. Περίμενε. Αν ποτέ δεις ότι δεν το μισείς, τότε θα είναι η στιγμή να το πετάξεις μακριά και να τρέξεις από την άλλη μεριά”.

Ο Πέριν ζύγιασε το τσεκούρι στα χέρια του, νιώθοντας ακόμα τον πειρασμό να το αφήσει στη λιμνούλα. Αυτός εύκολα λέει να περιμένω. Αν περιμένω και μετά δεν μπορώ να το πετάξω;

Άνοιξε το στόμα να ρωτήσει τον Ιλάυας, αλλά δεν βγήκε ούτε λέξη. Ήταν ένα μήνυμα από τους λύκους, τόσο επείγον, που τα μάτια του θόλωσαν. Για μια στιγμή ξέχασε τι θα έλεγε, ξέχασε ότι θα έλεγε κάτι, ξέχασε ακόμα και πώς να μιλά, πώς να ανασαίνει. Το πρόσωπο του Ιλάυας είχε χαλαρώσει κι αυτό και τα μάτια του έμοιαζαν να κοιτάζουν προς τα μέσα, μακριά. Έπειτα χάθηκε, απότομα, όπως είχε έρθει. Είχε κρατήσει μόνο όσο ένα καρδιοχτύπι, αλλά ήταν αρκετό.

Ο Πέριν τινάχτηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο Ιλάυας δεν στάθηκε καθόλου· μόλις το πέπλο τραβήχτηκε από τα μάτια του, έτρεξε στη φωτιά δίχως τον παραμικρό δισταγμό. Ο Πέριν έτρεξε σιωπηλός από πίσω του.

“Σβήσε τη φωτιά!” φώναξε βραχνά ο Ιλάυας στην Εγκουέν. Έκανε βιαστικά νοήματα και φάνηκε σαν να προσπαθούσε να φωνάξει ψιθυριστά. “Σβήσε την!”

Η Εγκουέν σηκώθηκε όρθια, τον κοίταξε αβέβαια και πλησίασε τη φωτιά, αλλά την πλησίασε αργά, προφανώς χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε.

Ο Ιλάυας την προσπέρασε σπρώχνοντάς την, άρπαξε το κατσαρολάκι στο οποίο είχαν βράσει το τσάι, έβρισε επειδή τον έκαψε. Δεν σταμάτησε, όμως, αλλά αναποδογύρισε το καυτό σκεύος πάνω από τη φωτιά. Ο Πέριν ήταν ένα βήμα πίσω του κι όταν έφτασε κλώτσησε χώμα στα κάρβουνα, που τσίριζαν, ενώ το τσάι έπεφτε στη φωτιά βγάζοντας σύννεφα ατμού. Σταμάτησε μονάχα όταν έσβησε και η τελευταία φλόγα.

Ο Ιλάυας πέταξε το κατσαρολάκι στον Πέριν, που αμέσως το άφησε να πέσει με μια πνιχτή κραυγή. Ο Πέριν φύσηξε τα χέρια του, κοίταξε τον Ιλάυας σμίγοντας τα φρύδια, αλλά ο γουνοφορεμένος άνδρας έψαχνε βιαστικά με το βλέμμα το στρατόπεδο τους και δεν του έδωσε καμία σημασία.

“Δεν προλαβαίνουμε να κρύψουμε ότι κάποιος ήταν εδώ”, είπε ο Ιλάυας. “Θα πρέπει να βιαστούμε και να ελπίζουμε. Μπορεί να μην ασχοληθούν. Μα το αίμα και τις στάχτες κι ήμουν σίγουρος ότι ήταν τα κοράκια”.

Ο Πέριν σέλωσε γοργά την Μπέλα, κι έσκυψε να δέσει το λουρί της κοιλιάς, στηρίζοντας το τσεκούρι στο μηρό του.

“Τι είναι;” ρώτησε η Εγκουέν. Η φωνή της έτρεμε. “Τρόλοκ; Ξέθωρος;”

“Πηγαίνετε ανατολικά ή δυτικά”, είπε ο Ιλάυας στον Πέριν. V “Βρείτε μέρος να κρυφτείτε και θα έρθω μόλις μπορέσω. Αν δουν λύκο...” Έτρεξε να φύγει, σκύβοντας, σχεδόν, σαν να ήθελε να πάει στα τέσσερα και χάθηκε στις σκιές του δειλινού που μάκραιναν.

Η Εγκουέν μάζεψε βιαστικά τα πράγματά της, αλλά ξαναρώτησε τον Πέριν τι γινόταν, Ο τόνος της ήταν επίμονος και έδειχνε όλο και περισσότερο φόβο, όσο ο Πέριν έμενε αμίλητος. Κι αυτός επίσης φοβόταν, αλλά ο φόβος τους έκανε να πάνε πιο γρήγορα. Ο Πέριν περίμενε, ώσπου ξεκίνησαν προς τον ήλιο που έδυε. Με ελαφρό τροχασμό μπροστά από το άλογο της Εγκουέν, κρατώντας το τσεκούρι στο στήθος και με τα δύο χέρια, της είπε ό,τι ήξερε, μιλώντας πάνω από τον ώμο, αποσπασματικά, ενώ έψαχνε μέρος για να κρυφτούν και να περιμένουν τον Ιλάυας.

“Έρχονται έφιπποι, πολλοί. Ήρθαν πίσω από τους λύκους, χωρίς να τους δουν, τους λύκους. Πάνε προς τη λιμνούλα. Μάλλον δεν έχουν να κάνουν με μας· είναι το μόνο μέρος που υπάρχει νερό σ’ αυτή την περιοχή. Αλλά η Σταχτιά λέει...” Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Ο ήλιος που βασίλευε έριχνε αλλόκοτες σκιές στο πρόσωπό της, σκιές που έκρυβαν την έκφραση της. Τι σκέφτεται; Σε κοπάζει σαν να μην σε ξέρει πια; Σε ξέρει; “Η Σταχτιά λέει ότι μυρίζουν λάθος. Είναι... περίπου όπως μυρίζει λάθος ένα λυσσασμένο σκυλί”. Η λιμνούλα πίσω χάθηκε από τα μάτια τους. Ο Πέριν έβλεπε ακόμα τα αγκωνάρια —τα υπολείμματα του αγάλματος του Αρτουρ του Γερακόφτερου- στο σούρουπο που έπεφτε, αλλά δεν ήξερε πια ποιος ήταν ο βράχος στον οποίο είχαν ανάψει φωτιά. “Θα πάμε μακριά τους, θα βρούμε μέρος να περιμένουμε τον Ιλάυας”

“Γιατί να μας ενοχλήσουν;” ζήτησε να μάθει εκείνη. “Ο Ιλάυας είπε πως εδώ είμαστε ασφαλείς. Ότι το μέρος είναι ασφαλές. Φως μου, κάποιο ασφαλές μέρος θα υπάρχει”.

Ο Πέριν κοίταξε να βρει μέρος για να κρυφτούν. Δεν πρέπει να βρίσκονταν μακριά από τη λιμνούλα, αλλά το λυκόφως πύκνωνε. Σύντομα θα ήταν τόσο σκοτεινά, που δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν. Ένα αμυδρό φως έλουζε ακόμα τις πλαγιές, που όμως έμοιαζαν κατάφωτες, σε σύγκριση με τη σκοτεινιά στα λακκώματα ανάμεσά τους, όπου δεν φαινόταν σχεδόν τίποτα. Στα αριστερά, μια σκοτεινή μορφή ορθωνόταν στον ουρανό, μια μεγάλη, επίπεδη πέτρα, που πρόβαλλε λοξά από μια λοφοπλαγιά, τυλίγοντας στο σκοτάδι την πλαγιά από κάτω της.

“Από δω”, είπε στην Εγκουέν.

Έτρεξε προς το λόφο, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του για κάποιο ίχνος των ανδρών που έρχονταν. Δεν υπήρχε τίποτα — ακόμα. Αρκετές φορές αναγκάστηκε να σταματήσει για να μην τον χάσουν οι άλλοι. Η Εγκουέν ήταν σκυμμένη στο λαιμό της Μπέλας, η οποία προχωρούσε με προσοχή στο ανώμαλο έδαφος. Ο Πέριν σκέφτηκε πως και οι δύο θα έπρεπε να ήταν πιο κουρασμένες απ’ όσο νόμιζε.

Ελπίζω να είναι καλή κρυψώνα. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να ψάξουμε για άλλη.

Στη ρίζα του λόφου κοίταξε εξεταστικά την ογκώδη, επίπεδη πέτρα, που διαγραφόταν κόντρα στον ουρανό, ξεπροβάλλοντας, σχεδόν, από την κορυφή της πλαγιάς. Ο πελώριος όγκος έμοιαζε αλλόκοτα οικείος έτσι που σχημάτιζε ακανόνιστα σκαλοπάτια, τρία προς τα πάνω και ένα προς τα κάτω. Ο Πέριν διέσχισε τη μικρή απόσταση ως εκεί και έψαξε τον βράχο, περπατώντας στο πλάι του. Παρά τις φθορές που είχε επιφέρει ο καιρός τόσους αιώνες, ο Πέριν μπόρεσε να καταλάβει ότι υπήρχαν τέσσερις ενωμένες στήλες. Κοίταξε την όμοια με σκάλα κορυφή του βράχου, που ορθωνόταν πάνω από το κεφάλι του σαν υπόστεγο. Δάχτυλα. Θα βρούμε καταφύγιο στο χέρι τον Άρτουρ τον Γερακόφτερου. Ίσως να έχει απομείνει μέρος της δικαιοσύνης του.

Έκανε νόημα στην Εγκουέν να τον πλησιάσει. Εκείνη δεν κουνήθηκε κι έτσι κατέβηκε στη ρίζα του λόφου και της είπε τι είχε βρει.

Η Εγκουέν κοίταξε το λόφο μπροστά της, γέρνοντας το κεφάλι πίσω. “Πώς μπορείς και βλέπεις;” τον ρώτησε.

Ο Πέριν άνοιξε το στόμα του, το ξανάκλεισε. Έγλειψε τα χείλη και κοίταξε γύρω του, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά τι έβλεπε. Ο ήλιος είχε βασιλέψει. Είχε χαθεί ολόκληρος και σύννεφα έκρυβαν την πανσέληνο, αλλά ακόμα του φαινόταν ότι έβλεπε τις μαβιές αποχρώσεις του σούρουπου. “Ένιωσα το βράχο”, είπε τελικά. “Σίγουρα αυτό είναι. Δεν θα μας δουν στη σκιά του, ακόμα κι αν έρθουν μέχρι εδώ”. Πήρε το χαλινάρι της Μπέλας για να την οδηγήσει στο καταφύγιο του χεριού. Στην πλάτη του ένιωθε το βλέμμα της Εγκουέν.

Καθώς τη βοηθούσε να κατεβεί από τη σέλα, κραυγές ξέσπασαν μέσα στη νύχτα από τη μεριά της λιμνούλας. Η Εγκουέν ακούμπησε το μπράτσο του Πέριν και αυτός άκουσε την ερώτηση που δεν είχε ξεστομίσει.

“Οι άνδρες είδαν τον Άνεμο”, είπε απρόθυμα. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει το νόημα στις σκέψεις των λύκων. Κάτι σχετικό με φωτιά. “Έχουν δαυλούς”. Την έσπρωξε απαλά για να καθίσει στη ρίζα των δαχτύλων και ζάρωσε κι αυτός πλάι της. “Σχηματίζουν μικρότερες ομάδες για να ψάξουν. Είναι πάρα πολλοί και όλοι οι λύκοι έχουν τραυματιστεί”. Προσπάθησε να βάλει λίγο κουράγιο στη φωνή του. “Αλλά η Σταχτιά και οι άλλοι μάλλον θα γλιτώσουν, έστω και τραυματισμένοι και οι άνδρες δεν περιμένουν να βρουν εμάς. Οι άνθρωποι ό,τι δεν περιμένουν, δεν το βλέπουν. Σε λίγο Θα τα παρατήσουν και θα στήσουν το στρατόπεδό τους”. Ο Ιλάυας ήταν με τους λύκους και δεν θα τους άφηνε όσο τους κυνηγούσαν. Τόσοι καβαλάρηδες. Τόση επιμονή. Γιατί τόση επιμονή;

Είδε την Εγκουέν να νεύει, αλλά εκείνη στο σκοτάδι δεν το κατάλαβε. “Όλα θα πάνε καλά, Πέριν”.

Φως μου, θαύμασε αυτός, προσπαθεί αυτή να παρηγορήσει εμένα.

Οι φωνές δεν είχαν σταμάτημό. Μικρές ομάδες δαυλών κινούνταν στο βάθος, φωτεινά σημεία, που τρεμόπαιζαν στο σκοτάδι.

“Πέριν”, είπε απαλά η Εγκουέν, “θα χορέψεις μαζί μου τη Μέρα του Ήλιου; Αν θα είμαστε τότε στο σπίτι;”

Οι ώμοι του άρχισαν να τρέμουν. Δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο και δεν ήξερε αν γελούσε ή αν έκλαιγε. “Ναι. Το υπόσχομαι”. Άθελά του, τα χέρια του έσφιξαν το τσεκούρι, θυμίζοντάς του ότι ακόμα το κρατούσε. Το επανέλαβε, ψιθυριστά αυτή τη φορά. “Το υπόσχομαι”, είπε, ελπίζοντας.

Ομάδες δαυλοφόρων όργωναν τους λόφους, σε ομάδες περίπου των δέκα-δώδεκα. Ο Πέριν δεν μπορούσε να καταλάβει πόσες ομάδες υπήρχαν. Μερικές φορές φαίνονταν, ταυτοχρόνως, τρεις ή τέσσερις, που χτένιζαν όλη την περιοχή. Συνέχιζαν να φωνάζουν μεταξύ τους και, μερικές φορές, κραυγές αντηχούσαν στη νύχτα, κραυγές αλόγων, κραυγές ανδρών.

Ο Πέριν τα έβλεπε από αρκετά πλεονεκτικά σημεία. Καθόταν σκυφτός στη λοφοπλαγιά, μαζί με την Εγκουέν, παρακολουθώντας τους δαυλούς να προχωρούν στο σκοτάδι, σαν πυγολαμπίδες και στο νου του έτρεχε στη νύχτα μαζί με την Σταχτιά, τον Ανεμο και τον Αλτη. Οι λύκοι ήταν τόσο πληγωμένοι από την επίθεση των κορακιών, που δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν πολύ ή να τρέξουν· έτσι σκόπευαν να διώξουν τους άνδρες από το σκοτάδι, να τους γυρίσουν στις φωτιές, που τους παρείχαν καταφύγιο. Όταν οι λύκοι περιπλανιούνταν στη νύχτα, οι άνθρωποι πάντα τελικά ζητούσαν την ασφάλεια της φωτιάς. Μερικοί από τους έφιππους οδηγούσαν άλογα χωρίς αναβάτες· όταν οι γκρίζες μορφές χιμούσαν ανάμεσά τους, αυτά χρεμέτιζαν και σηκώνονταν όρθια, γουρλώνοντας και γυρνώντας τα μάτια τους, ούρλιαζαν και τραβούσαν τα σχοινιά από τα χέρα των ανδρών, που τα κρατούσαν και σκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ακόμα και τα άλογα που είχαν αναβάτες ούρλιαζαν, όταν οι γκρίζες σκιές έβγαιναν σαν αστραπή από το σκοτάδι για να τα δαγκώσουν στα πόδια και, μερικές φορές, ούρλιαζαν επίσης και οι αναβάτες τους, λίγο πριν τους σχίσουν το λαιμό κάποια σαγόνια. Ένιωθε εκεί πέρα και τον Ιλάυας, επίσης, πιο αμυδρά, που ενέδρευε μέσα στη νύχτα με το μακρύ μαχαίρι του, ένας δίποδος λύκος με ένα κοφτερό ατσάλινο δόντι. Οι φωνές συχνά γίνονταν βλαστήμιες, όμως οι άνδρες δεν το έσαζαν κάτω.

Ο Πέριν κατάλαβε ξαφνικά ότι οι άνδρες με τους δαυλούς ακολουθούσαν κάποιο συγκεκριμένο σχήμα έρευνας. Κάθε φορά που εμφανίζονταν κάποιες από τις ομάδες, ορισμένες ήταν πιο κοντά στη λοφοπλαγιά όπου κρύβονταν αυτός και η Εγκουέν. Ο Ιλάυας τους είχε πει να κρυφτούν, αλλά... Αν το βάλουμε στα πόδια; Ίσως μπορέσουμε να κρυφτούμε στο σκοτάδι, αν προχωρήσουμε χωρίς να σταματάμε. Ίσως. Το σκοτάδι πρέπει να είναι αρκετά βαθύ για να δοκιμάσουμε.

Στράφηκε προς την Εγκουέν, αλλά εκείνη τη στιγμή η απόφαση έφυγε από τα χέρια του. Μαζεμένοι δαυλοί, περίπου δέκα-δώδεκα, ήρθαν γύρω από τη ρίζα του λόφου, τρεμοπαίζοντας με το βήμα των αλόγων. Στο φως των δαυλών έλαμπαν λεπίδες δοράτων. Ο Πέριν πάγωσε, κρατώντας την ανάσα του, ενώ τα χέρια του έσφιγγαν τη λαβή του τσεκουριού.

Οι καβαλάρηδες πέρασαν το λόφο, αλλά ένας άνδρας φώναξε και οι δαυλοί γύρισαν πίσω. Το μυαλό του Πέριν στριφογυρνούσε, καθώς έψαχνε τρόπο για να φύγουν. Αλλά μόλις έκαναν μια κίνηση θα τους έβλεπαν, αν δεν τους είχαν δει ήδη και, από τη στιγμή που θα τους αντιλαμβάνονταν, δεν θα είχαν την παραμικρή ελπίδα, ακόμα και με τη βοήθεια του σκοταδιού.

Οι έφιπποι πλησίασαν τη ρίζα του λόφου. Κάθε άνδρας κρατούσε δαυλό στο ένα χέρι και μακρύ δόρυ στο άλλο και οδηγούσε το άλογό του με τις κινήσεις των γονάτων του. Στο φως των δαυλών ο Πέριν διέκρινε τους λευκούς μανδύες των Τέκνων του Φωτός. Κρατούσαν ψηλά τους δαυλούς και έγερναν μπροστά στις σέλες, υψώνοντας το βλέμμα σης βαθιές σκιές κάτω από τα δάχτυλα του Άρτουρ του Γερακόφτερου.

“Κάτι είναι εκεί πάνω”, είπε ένας τους. Η φωνή του ήταν υπερβολικά δυνατή, σαν να φοβόταν αυτό που υπήρχε μακριά από το φως του δαυλού του. “Σας είπα ότι μπορεί κάποιος να κρύβεται εκεί. Δεν είναι άλογο αυτά;”

Η Εγκουέν ακούμπησε το μπράτσο του Πέριν τα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά στο σκοτάδι. Η βουβή ερώτησή της ήταν ολοφάνερη, παρά τη σκιά που έκρυβε τα χαρακτηριστικά της. Τι κάνουμε; Ο Ιλάυας και οι λύκοι ακόμα κυνηγούσαν μέσα στη νύχτα. Τα άλογα από κάτω ακόμα κουνούσαν τα πόδια με νευρικότητα. Αν τρέξουμε, θα μας κυνηγήσουν.

Ένας Λευκομανδίτης έκανε λίγο μπροστά με το άλογο και φώναξε προς το λόφο. “Αν καταλαβαίνετε την ανθρώπινη μιλιά, κατεβείτε και παραδοθείτε. Δεν θα σας πειράξουμε, αν περπατάτε στο Φως. Αν δεν παραδοθείτε, θα σας σκοτώσουμε. Έχετε ένα λεπτό”. Τα δόρατα χαμήλωσαν και οι μακριές ατσάλινες λεπίδες τους άστραψαν στο φως των δαυλών.

“Πέριν”, ψιθύρισε η Εγκουέν, “και να τρέξουμε δεν θα τους ξεφύγουμε. Αν δεν παραδοθούμε, θα μας σκοτώσουν. Πέριν;”

Ο Ιλάυας και οι λύκοι ήταν ακόμα ελεύθεροι. Αλλη μια απόμακρη, γουργουριστή κραυγή έδειξε ότι άλλος ένας Λευκομανδίτης είχε πλησιάσει τη Σταχτιά. Αν τρέξουμε... Η Εγκουέν τον κοίταζε, περιμένοντας να της πει τι να κάνουν. Αν τρέξουμε... Κούνησε κουρασμένος το κεφάλι του, σηκώθηκε σαν υπνωτισμένος, κατηφόρισε σκοντάφτοντας το λόφο, πλησιάζοντας τα Τέκνα του Φωτός. Άκουσε την Εγκουέν να αναστενάξει και να τον ακολουθεί, σέρνοντας απρόθυμα τα πόδια της. Γιατί επιμένουν τόσο οι Λευκομανδίτες, σαν να έχουν αβυσσαλέο μίσος για τους λύκους; Γιατί μυρίζουν λάθος; Του φάνηκε ότι μπορούσε κι ο ίδιος να μυρίσει αυτή τη λάθος οσμή, όταν ο άνεμος ήρθε από τη μεριά των αναβατών.

“Πέτα το τσεκούρι”, γάβγισε ο επικεφαλής τους.

Ο Πέριν προχώρησε τρεκλίζοντας προς το μέρος του, σουφρώνοντας τη μύτη, καθώς νόμιζε ότι ακόμα ένιωθε τη μυρωδιά.

“Πέτα το, παλιοχωριάταρε!” Το δόρυ του αρχηγού στράφηκε προς το στήθος του Πέριν.

Ο Πέριν κοίταξε για μια στιγμή τη λεπίδα του, ατσάλι αρκετά κοφτερό για να τον τρυπήσει ολόκληρο και ξαφνικά φώναξε, “Όχι!” Δεν φώναξε στον καβαλάρη.

Ο Αλτης ήρθε από τη νύχτα και ο Πέριν ήταν ένα με το λύκο. Ο Αλτης, το λυκόπουλο που έβλεπε τους αετούς να πετούν και ήθελε τόσο πολύ να πετάξει στον ουρανό σαν κι αυτούς. Το λυκόπουλο που έκανε άλματα και πηδήματα συνεχώς, ώσπου να μπορέσει να πηδήξει πιο ψηλά από κάθε άλλο λύκο και ποτέ δεν είχε χάσει τη λαχτάρα που είχε από μικρός να πετάξει στον ουρανό. Οι Λευκομανδίτες μόνο για μια στιγμή πρόλαβαν να βλαστημήσουν, πριν τα σαγόνια του Αλτη κλείσουν το λαιμό του άνδρα που απειλούσε τον Πέριν με το δόρυ. Η αδράνεια του μεγάλου λύκου τους παρέσυρε κι έπεσαν από την άλλη μεριά του αλόγου. Ο Πέριν ένιωσε το λαιμό που τσακιζόταν, γεύτηκε το αίμα.

Ο Αλτης έπεσε ανάλαφρα, έχοντας ήδη απομακρυνθεί λιγάκι από τον άνδρα που είχε σκοτώσει. Αίμα έβαφε τη γούνα του, το αίμα το δικό του, αλλά και άλλων. Ένα κόψιμο στη μουσούδα του διέσχιζε την αδειανή κόγχη, όπου κάποτε ήταν το αριστερό του μάτι. Το καλό του μάτι αντίκρισε για μια στιγμή τα δύο μάτια του Πέριν. Τρέξε, αδερφέ! Στριφογύρισε για να ξαναπηδήξει, για να πετάξει μια τελευταία φορά και ένα δόρυ τον κάρφωσε στο χώμα Αλλο ένα κομμάτι ατσαλιού διαπέρασε τα πλευρά του και χώθηκε στο έδαφος από κάτω του. Κλωτσώντας, έκανε να δαγκώσει τα κοντάρια που τον κρατούσαν. Να πετάξω.

Ο Πέριν ένιωσε πόνο να τον πλημμυρίζει και ούρλιαξε, μ’ ένα ουρλιαχτό δίχως λέξεις, που είχε κάτι από κραυγή λύκου. Δίχως να το σκεφτεί, όρμηξε μπροστά, χωρίς να σταματήσει να ουρλιάζει. Κάθε σκέψη είχε χαθεί. Οι καβαλάρηδες είχαν μαζευτεί τόσο κοντά, που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δόρατά τους και το τσεκούρι ήταν σαν πούπουλο στα χέρια του, ένα πελώριο λυκίσιο δόντι από ατσάλι. Κάτι βρόντηξε στο κεφάλι του και, όπως έπεφτε, δεν μπορούσε να καταλάβει, αν πέθαινε ο Αλτης ή ο ίδιος.

”...πετάξω σαν τους αετούς”.

Ο Πέριν, μουρμουρίζοντας, άνοιξε τα μάτια ζαλισμένος. Πονούσε το κεφάλι του και δεν θυμόταν γιατί. Ανοιγόκλεισε τα μάτια στο φως και κοίταξε γύρω του, Η Εγκουέν ήταν γονατιστή και τον κοίταζε που ήταν ξαπλωμένος. Βρίσκονταν σε μια τετράγωνη σκηνή, μεγάλη όσο ένα μέτριο δωμάτιο αγροτόσπιτου, με ένα απλωμένο πανί για δάπεδο. Λάμπες λαδιού, τοποθετημένες σε ψηλούς υποστάτες, έχυναν λαμπερό φως.

“Δόξα στο Φως, Πέριν”, είπε απαλά. “Φοβόμουν ότι σε σκότωσαν”.

Εκείνος, αντί να απαντήσει, κοίταξε έναν γκριζομάλλη άνδρα, που καθόταν στη μόνη καρέκλα της σκηνής. Ένα προσηνές πρόσωπο ηλικιωμένου του αντιγύρισε το βλέμμα, ένα πρόσωπο, που στο νου του το έβρισκε αταίριαστο με το κοντό χιτώνα με άσπρο και χρυσαφί χρώμα που φορούσε ο άντρας, καθώς και με το στιλβωμένο θώρακα, που ήταν δεμένος πάνω από τον κατάλευκο χιτώνα του. Το πρόσωπο φαινόταν καλοσυνάτο, ειλικρινές και αξιοπρεπές και κάτι πάνω του ταίριαζε με την κομψή αυστηρότητα της επίπλωσης της σκηνής. Υπήρχε ένα τραπέζι και ένα κρεβάτι που δίπλωνε, ένα τραπεζάκι με απλό λευκό νιπτήρα και κανάτα, ένα ξύλινο κιβώτιο, στολισμένο με απλά γεωμετρικά σχήματα. Όπου υπήρχε ξύλο, το είχαν γυαλίσει τόσο που έλαμπε, όχι όμως πολύ έντονα και δεν υπήρχε τίποτα φανταχτερό. Τα πάντα μέσα στο δωμάτιο έδειχναν δεξιοτεχνία, όμως θα το καταλάβαιναν μόνο όσοι είχαν δει τη δουλειά άριστων τεχνιτών ―όπως του αφέντη Λούχαν, ή του αφέντη Άυντερ, του κατασκευαστή ντουλαπιών.

Ο άνδρας έσμιγε τα φρύδια, σκαλίζοντας με το κοντόχοντρο δάχτυλο του δύο μικρούς σωρούς από μικροαντικείμενα πάνω στο τραπέζι. Ο Πέριν είδε ότι στον ένα σωρό υπήρχαν τα πράγματα που πριν είχε σας τσέπες του και το μαχαίρι της ζώνης του. Το ασημένιο νόμισμα, που του είχε δώσει η Μουαραίν, κύλησε στο πλάι και ο άνδρας το ξανάσπρωξε πίσω σκεπτικός. Σούφρωσε τα χείλη, άφησε τους σωρούς και πήρε το τσεκούρι του Πέριν από το τραπέζι, ζυγίζοντάς το. Ξανάστρεψε την προσοχή του στα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ.

Ο Πέριν προσπάθησε να ανασηκωθεί. Ένιωσε έναν οξύ πόνο ,να του τρυπά τα χέρια και τα πόδια και σωριάστηκε κάτω. Μόλις τότε κατάλαβε ότι ήταν δεμένος χειροπόδαρα. Το βλέμμα του πήγε στην Εγκουέν. Εκείνη σήκωσε τους ώμους με πικρόχολη έκφραση και έστριψε για να δει ο Πέριν την πλάτη της. Ένα σχοινί έκανε πεντ’ έξι κουλούρες γύρω από τα χέρια της, χαράζοντας τη σάρκα της. Ένα άλλο ένωνε τα δεσμά των καρπών και των αστραγάλων της, τόσο κοντό, που δεν την άφηνε να σηκωθεί παρά μόνο μισοσκυμμένη.

Ο Πέριν έμεινε χάσκοντας. Το ότι ήταν δεμένοι ήταν ένα σοκ, αλλά τους είχαν βάλει τόσα σχοινιά, που θα κρατούσαν και άλογα. Τι νομίζουν ότι είμαστε;

Ο γκριζομάλλης τους παρακολουθούσε, περίεργος και σκεπτικός, σαν τον αφέντη αλ’Βερ όταν συλλογιζόταν ένα πρόβλημα. Κρατούσε το τσεκούρι σαν να το είχε ξεχάσει.

Η είσοδος της σκηνής άνοιξε και ένας ψηλός άνδρας μπήκε μέσα. Το πρόσωπο του ήταν μακρύ και ισχνό, με μάτια τόσο βουλιαγμένα στο κρανίο, που έμοιαζαν να κοιτάζουν από σπηλιές. Δεν υπήρχε περιττή σάρκα πάνω του, καθόλου λίπος· η επιδερμίδα του τεντωνόταν πάνω από τους μύες και τα κόκαλα.

Ο Πέριν πρόλαβε να δει πως έξω είχε νυχτώσει, υπήρχαν αναμένες φωτιές και δύο φρουροί με λευκούς μανδύες στην είσοδο της τέντας και μετά το φύλλο της εισόδου ξανάπεσε. Μόλις ο νεοεμφανισθείς μπήκε στη σκηνή, σταμάτησε και στάθηκε άκαμπτος, σαν σιδερένια ράβδος, ατενίζοντας ευθεία- μπροστά του τον τοίχο της σκηνής. Η πανοπλία του από αλυσιδωτό πλέγμα και ελάσματα λαμπύριζε σαν ασήμι, κάνοντας αντίθεση με το χιονόλευκο μανδύα του και τον χιτώνα του.

“Άρχοντα Διοικητή μου”. Η φωνή του ήταν σκληρή σαν την πόζα του και ενοχλητική, αλλά, με κάποιον τρόπο, ήταν επίπεδη, ανέκφραστη.

Ο γκριζομάλλης κούνησε το χέρι δίχως τυπικότητα. “Ανάπαυση, Τέκνο Μπάυαρ. Υπολόγισες το κόστος αυτής της... εμπλοκής;”

Ο ψηλός άνδρας άνοιξε κάπως τα πόδια, αλλά ο Πέριν δεν είδε να χαλαρώνει καθόλου τη στάση του. “Εννιά άνδρες νεκροί, Άρχοντα Διοικητή μου, και είκοσι τρεις τραυματισμένοι, οι επτά σοβαρά. Όλοι όμως μπορούν να ιππεύσουν. Αναγκαστήκαμε να σκοτώσουμε τριάντα άλογα. Τους είχαν κόψει τους τένοντες των ποδιών!” Η ασυγκίνητη φωνή του έδωσε ιδιαίτερη έμφαση εκεί, σαν αυτό που είχαν πάθει τα άλογα να ήταν χειρότερο από τους θανάτους και τις πληγές των ανδρών. “Πολλά εφεδρικά άλογα το έσκασαν και σκόρπισαν. Ίσως βρούμε μερικά όταν ξημερώσει, Άρχοντα Διοικητή μου, αλλά οι λύκοι θα τα διώχνουν και θα μας πάρει μέρες για να τα συγκεντρώσουμε. Οι άνδρες που έπρεπε να τα προσέχουν θα έχουν βραδινή βάρδια μέχρι να φτάσουμε στο Κάεμλυν”.

“Δεν έχουμε μέρες μπροστά μας, Τέκνο Μπάυαρ”, είπε με πράο ύφος ο γκριζομάλλης. “Φεύγουμε την αυγή. Αυτό δεν αλλάζει με τίποτα. Πρέπει να φτάσουμε εγκαίρως στο Κάεμλυν, σωστά;”

“Όπως διατάζετε, Άρχοντα Διοικητή μου”,

Ο γκριζομάλλης έριξε μια ματιά στον Πέριν και την Εγκουέν, ύστερα κοίταξε αλλού. “Και τι κατορθώσαμε εμείς, εκτός από το να συλλάβουμε αυτά τα δύο νεαρούδια;”

Ο Μπάυαρ πήρε μια βαθιά ανάσα και κοντοστάθηκε. “Έβαλα να γδάρουν το λύκο που ήταν μαζί τους, Άρχοντα Διοικητή μου. Το τομάρι του θα γίνει ωραίο χαλί για τη σκηνή του Άρχοντα Διοικητή μου”.

Ο Αλτης! Ο Πέριν, χωρίς καν να συνειδητοποιεί τι έκανε, μούγκρισε και άρχισε να παλεύει με τα δεσμά του. Αίμα κύλησε στους καρπούς του και τα σκοινιά έσκαψαν το δέρμα του, αλλά δεν χαλάρωσαν.

Ο Μπάυαρ κοίταξε για πρώτη φορά τους αιχμαλώτους. Η Εγκουέν έκανε πίσω, όταν είδε το βλέμμα του. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, σαν τη φωνή του, αλλά ένα άσπλαχνο φως έκαιγε στα βυθισμένα μάτια του, όπως ήταν οι φλόγες στα μάτια του Μπα’άλζαμον. Ο Μπάυαρ τους μισούσε όλους σαν να ήταν χρόνια εχθροί, αντί για άνθρωποι που απόψε τους συναντούσε για πρώτη φορά.

Ο Πέριν τον κοίταξε προκλητικά. Το στόμα του στράβωσε και σχημάτισε ένα χαμόγελο, καθώς σκεφτόταν τα δόντια του να χώνονται στο λαιμό αυτού του ανθρώπου.

Ξαφνικά το χαμόγελό του έσβησε και τινάχτηκε ολόκληρος. Τα δόντια μου; Άνθρωπος είμαι, όχι λύκος! Φως μου, πρέπει να τελειώνει αυτό! Αλλά συνέχισε να αντικρίζει την άγρια ματιά του Μπάυαρ, με μίσος ενάντια στο μίσος.

“Δεν με νοιάζουν τα χαλιά από λυκοτόμαρο, Τέκνο Μπάυαρ”. Η μομφή στη φωνή του Άρχοντα Διοικητή ήταν ήπια, αλλά ο Μπάυαρ πάλι ορθώθηκε αλύγιστος, με το βλέμμα κολλημένο στον τοίχο της σκηνής. “Νομίζω πως έκανες την αναφορά σου για το τι κατορθώσαμε αυτή τη βραδιά, ε; Αν κατορθώσαμε κάτι”.

“Θα εκτιμούσα ότι το κοπάδι που μας επετέθη αριθμούσε πενήντα ζώα ή περισσότερα, Άρχοντα Διοικητή μου. Εξ αυτών, σκοτώσαμε περίπου είκοσι, ίσως τριάντα. Δεν θεώρησα ότι άξιζε ο κίνδυνος να χάσουμε κι άλλα άλογα για να φέρουμε τα πτώματά τους. Το πρωί θα βάλω να τα μαζέψουν και να τα κάψουν, όσα δεν θα τα έχουν πάρει τη νύχτα. Εκτός από αυτούς τους δύο, υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι δώδεκα άνδρες. Πιστεύω πως εξουδετερώσαμε τέσσερις ή πέντε, αλλά είναι απίθανο να βρούμε πτώματα, δεδομένης της τάσης των Σκοτεινόφιλων να περισυλλέγουν τους νεκρούς τους για να κρύψουν τις απώλειές τους. Μοιάζει να ήταν συντονισμένη ενέδρα, αλλά έτσι τίθεται το ερώτημα...”

Ο Πέριν ένιωσε το λαιμό του να σφίγγεται, καθώς ο ισχνός άνδρας συνέχιζε. Ο Ιλάυας; Επιφυλακτικά, απρόθυμα, έψαξε να βρει τον Ιλάυας, τους λύκους... και δεν βρήκε τίποτα. Έμοιαζε σαν να μην είχε ποτέ τη δύναμη να νιώθει τα μυαλά των λύκων. Ή πέθαναν, ή σε εγκατέλειψαν. Του ήρθε να γελάσει, να γελάσει πικρά. Τουλάχιστον είχε αποκτήσει αυτό που επιθυμούσε, αλλά το τίμημα ήταν βαρύ.

Ο γκριζομάλλης άνδρας γέλασε τότε, μ’ ένα βαθύ, ειρωνικό γέλιο, που έκανε να φανεί μια κόκκινη κηλίδα στα μάγουλα του Μπάυαρ. “Άρα, Τέκνο Μπάυαρ, η λελογισμένη εκτίμησή σου είναι πως δεχθήκαμε επίθεση, κατόπιν προσχεδιασμένης ενέδρας, από δύναμη άνω των πενήντα λύκων και άνω των δέκα Σκοτεινόφιλων; Ναι; Ίσως όταν θα έχεις εμπλακεί σε μερικές ακόμη συγκρούσεις...”

“Μα, Άρχοντα Διοικητή μου...”

“Θα έλεγα έξι ή οκτώ λύκους, Τέκνο Μπάυαρ, και ίσως οι μόνοι άνθρωποι να ήταν αυτοί οι δύο. Έχεις αληθινό ζήλο, μα καμία εμπειρία έξω από τις πόλεις. Είναι διαφορετικό το να φέρνεις το Φως όταν δεν υπάρχουν κοντά σου δρόμοι και σπίτια. Οι λύκοι έχουν τον τρόπο τους να φαίνονται περισσότεροι τη νύχτα — το ίδιο και οι άνθρωποι. Το πολύ έξι ή οκτώ, νομίζω”. Ο Μπάυαρ κοκκίνισε κι άλλο, αργά. “Επίσης υποψιάζομαι πως βρίσκονταν εδώ για τον ίδιο λόγο που είμαστε κι εμείς: η μόνη βολική πηγή νερού σε απόσταση μιας μέρας ταξιδιού προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Πολύ απλούστερη εξήγηση από το να υπάρχουν κατάσκοποι ή προδότες ανάμεσά στα Τέκνα και η απλούστερη εξήγηση, συνήθως, είναι η σωστότερη. Με την εμπειρία, θα μάθεις”.

Το πρόσωπο του Μπάυαρ άσπρισε σαν χαρτί με τα λόγια του φιλικού, προσηνούς ανδρός· σε αντίθεση, οι δύο κηλίδες στα βουλιαγμένα μάγουλά του σκούρυναν κι από κόκκινες έγιναν μαβιές. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στους δύο αιχμαλώτους.

Τώρα μας μισεί ακόμα περισσότερο, επειδή το ακούσαμε, σκέφτηκε ο Πέριν. Μα στην αρχή γιατί μας μισούσε;

“Τι γνώμη έχεις γι’ αυτό;” ε£πε ο Άρχοντας Διοικητής, υψώνοντας το τσεκούρι του Πέριν.

Ο Μπάυαρ κοίταξε ερωτηματικά τον διοικητή του και περίμενε την άδειά του για να αφήσει τη στάση προσοχής και να πιάσει το όπλο. Ζύγισε το τσεκούρι και γρύλισε ξαφνιασμένος, έπειτα το στριφογύρισε πάνω από το κεφάλι του, διαγράφοντας ένα μικρό κύκλο, που παραλίγο θα χτυπούσε την οροφή της σκηνής. Το κρατούσε με τόση σιγουριά, που ήταν σαν να είχε γεννηθεί με τσεκούρι στα χέρια. Για μια στιγμή ένα βλέμμα απρόθυμου θαυμασμού φάνηκε στο πρόσωπό του, μα ήταν ανέκφραστος πάλι, όταν το χαμήλωσε.

“Έξοχα ζυγισμένο, Άρχοντα Διοικητή μου. Απλά φτιαγμένο, αλλά το έφτιαξε πολύ καλός οπλουργός, ίσως αριστοτέχνης”. Τα μάτια του έκαιγαν, όταν κοίταξε τους αιχμαλώτους, “Δεν είναι όπλο χωρικού, Άρχοντα Διοικητή μου. Ούτε όπλο αγρότη”.

“Όχι”. Ο άνδρας με τα γκρίζα μαλλιά και τα σκούρα μάτια στράφηκε προς τον Πέριν και την Εγκουέν με ένα κουρασμένο, κάπως επιτιμητικό χαμόγελο, σαν ένας καλοσυνάτος παππούς, που ήξερε πως τα εγγόνια του είχαν κάνει κάποια ζαβολιά. “Το όνομά μου είναι Τζέφραμ Μπόρνχαλντ”, τους είπε. “Άκουσα ότι εσύ λέγεσαι Πέριν. Αλλά εσύ, νεαρή μου, πώς ονομάζεσαι;”

Ο Πέριν τον αγριοκοίταξε, αλλά η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι της. “Μην κάνεις ανοησίες, Πέριν. Με λένε Εγκουέν”.

“Απλώς Πέριν και απλώς Εγκουέν”, μουρμούρισε ο Μπόρνχαλντ. “Φαντάζομαι όμως πως, αν στ’ αλήθεια είσαστε Σκοτεινόφιλοι, θα θέλετε να κρύψετε την ταυτότητά σας όσο το δυνατόν περισσότερο”.

Ο Πέριν ανασηκώθηκε στα γόνατα· δεν μπορούσε να σηκωθεί πιο ψηλά, έτσι δεμένος που ήταν. “Δεν είμαστε Σκοτεινόφιλοι”, διαμαρτυρήθηκε θυμωμένος.

Τα λόγια δεν είχαν προφτάσει να βγουν από τα χείλη του, όταν τον έφτασε ο Μπάυαρ. Οι κινήσεις του θύμιζαν φίδι. Ο Πέριν είδε τη λαβή του τσεκουριού του να έρχεται καταπάνω του και προσπάθησε να σκύψει, αλλά η χοντρή λαβή τον χτύπησε πάνω από το αυτί. Το κρανίο του άντεξε και δεν έσκασε μόνο επειδή το κεφάλι του ήδη κινούνταν προς τα πίσω. Φώτα χόρεψαν μπροστά στα μάτια του. Η ανάσα του κόπηκε, καθώς έπεφτε στο ύφασμα που ήταν απλωμένο κάτω. Το κεφάλι του κουδούνιζε και αίμα κυλούσε στο μάγουλό του.

“Δεν έχεις το δικαίωμα”, άρχισε να λέει η Εγκουέν και ούρλιαξε, όταν η λαβή του τσεκουριού τινάχτηκε προς το μέρος της. Όρμηξε στο πλάι και η λαβή πέρασε σφυρίζοντας από το κενό, καθώς η Εγκουέν σωριαζόταν στο δάπεδο.

“Προσέχετε τα λόγια σας”, είπε ο Μπάυαρ, “όταν μιλάτε σε κάποιον Χρισμένο του Φωτός, αλλιώς θα χάσετε τη γλώσσα σας”. Το χειρότερο ήταν πως η φωνή του παρέμενε ανέκφραστη. Αν τους έκοβε τις γλώσσες, αυτό ούτε θα τον ευχαριστούσε, ούτε θα τον δυσαρεστούσε. Ήταν απλώς κάτι που θα έκανε,

“Ηρέμησε, Τέκνο Μπάυαρ”. Ο Μπόρνχαλντ ξανακοίταξε τους αιχμαλώτους. “Φαντάζομαι πως δεν ξέρετε πολλά για τους Χρισμένους, ή για τους Άρχοντες Διοικητές των Τέκνων του Φωτός, ε; Το περίμενα. Λοιπόν, τουλάχιστον για χάρη του Τέκνου Μπάυαρ, προσπαθήστε να μην φωνάζετε και να μην αντιμιλάτε, εντάξει; Δεν θέλω τίποτα περισσότερο από το να περπατάτε στο Φως και δεν θα είναι καλό, ούτε για σας, ούτε για μας, αν αφήσετε το θυμό να σας παρασύρει”.

Ο Πέριν κοίταξε τον άνδρα με το ισχνό πρόσωπο που στεκόταν από πάνω τους. Για χάρη τον Τέκνου Μπάυαρ; Πρόσεξε πως ο Άρχοντας Διοικητής δεν είχε πει στον Μπάυαρ να τους αφήσει ήσυχους. Ο Μπάυαρ του αντιγύρισε το βλέμμα και χαμογέλασε· το χαμόγελο άγγιζε μόνο το στόμα του, αλλά η επιδερμίδα του προσώπου του τεντώθηκε, ώσπου έμοιαζε με νεκροκεφαλή. Ο Πέριν ανατρίχιασε.

“Έχω ακούσει γι’ αυτό το πράγμα, άνθρωποι να τρέχουν μαζί με λύκους”, θυμήθηκε ο Μπόρνχαλντ, “αν και δεν το έχω ξαναδεί. Άνθρωποι που υποτίθεται πως μιλούν με λύκους και με άλλα πλάσματα του Σκοτεινού. Βρώμικη υπόθεση. Με κάνει να φοβούμαι πως, πραγματικά, η Τελευταία Μάχη έρχεται σύντομα”.

“Οι λύκοι δεν είναι—” Ο Πέριν σταμάτησε να μιλά, καθώς ο Μπάυαρ τραβούσε το πόδι του με τη μπότα πίσω, έτοιμος να κλωτσήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε με πιο ήπιο τόνο. “Οι λύκοι δεν είναι πλάσματα του Σκοτεινού. Μισούν τον Σκοτεινό. Τουλάχιστον μισούν τους Τρόλοκ και τους Ξέθωρους”. Ξαφνιάστηκε, βλέποντας τον ισχνό άνδρα να νεύει.

Ο Μπόρνχαλντ ύψωσε το φρύδι του. “Ποιος σου το είπε αυτό;”

“Ένας Πρόμαχος”, είπε η Εγκουέν. Έκανε πίσω, όταν ο Μπάυαρ την κοίταξε με πυρωμένο βλέμμα. “Είπε ότι οι λύκοι μισούν τους Τρόλοκ και οι Τρόλοκ φοβούνται τους λύκους”. Ο Πέριν χάρηκε, που η Εγκουέν δεν είχε αναφέρει τον Ιλάυας.

“Ένας Πρόμαχος”, είπε αναστενάζοντας ο γκριζομάλλης. “Ένα πλάσμα των μαγισσών της Ταρ Βάλον. Τι άλλο θα σου έλεγε ένας από δαύτους, τη στιγμή που είναι κι ο ίδιος Σκοτεινόφιλος και υπηρέτης των Σκοτεινόφιλων; Δεν ξέρετε ότι οι Τρόλοκ έχουν λυκίσιες μουσούδες και δόντια και λυκίσιο τρίχωμα;”

Ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια, προσπάθησε να ξεζαλιστεί. Το μυαλό του ακόμα το ένιωθε πηχτό από τον πόνο, μα κάτι πήγαινε στραβά σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν μπορούσε να καθαρίσει τις σκέψεις του για να το ξεδιαλύνει.

“Όχι όλοι”, μουρμούρισε η Εγκουέν. Ο Πέριν κοίταξε επιφυλακτικά τον Μπάυαρ, μα ο ισχνός άνδρας απλώς την παρακολουθούσε. “Μερικοί έχουν κέρατα, σαν κριάρια ή κατσίκες, ράμφη γερακίσια, ή... ή... λογής-λογής πράγματα”.

Ο Μπόρνχαλντ κούνησε το κεφάλι λυπημένα. “Σας έδωσα τόσες ευκαιρίες κι εσείς με κάθε λέξη δυσχεραίνετε τη θέση σας”.

Ύψωσε ένα δάχτυλο, “Τρέχετε μαζί με λύκους, τα πλάσματα του Σκοτεινού”. Δεύτερο δάχτυλο. “Παραδέχεστε πως γνωρίζετε έναν Πρόμαχο, άλλο ένα πλάσμα του Σκοτεινού. Αμφιβάλω αν θα σας έλεγε αυτά που είπε, αν η γνωριμία σας ήταν σύντομη”. Τρίτο δάχτυλο. “Εσύ, μικρέ μου, έχεις στην τσέπη σου ένα μάρκο της Ταρ Βάλον. Οι περισσότεροι άνθρωποι έξω από την Ταρ Βάλον τα ξεφορτώνονται όσο πιο γρήγορα μπορούν. Εκτός αν υπηρετούν τις μάγισσες της Ταρ Βάλον”. Τέταρτο δάχτυλο. “Φέρεις όπλο στρατιώτη, ενώ είσαι ντυμένος σαν αγροτόπαιδο. Άρα κρύβεσαι”. Υψώθηκε ο αντίχειρας. “Ξέρεις Τρόλοκ και Μυρντράαλ. Τόσο βαθιά εδώ στο νότο, μόνο κάποιοι λόγιοι και όσοι έχουν ταξιδέψει στις Μεθόριους ξέρουν πως αυτά τα πλάσματα υπάρχουν κι έξω από τις ιστορίες. Ίσως πήγατε στις Μεθόριους; Αν ναι, πείτε μου που; Ταξίδεψα αρκετά εκεί πέρα, τις ξέρω καλά. Όχι; Α, ωραία, λοιπόν”. Κοίταξε το ανοιγμένο χέρι του, έπειτα το άφησε να πέσει στο τραπέζι. Η έκφραση αυτού του παππού θα έλεγε πως τα εγγόνια είχαν κάνει πολύ σοβαρή ζαβολιά. “Γιατί δεν μου λέτε πώς στ’ αλήθεια βρεθήκατε να τρέχετε μέσα στη νύχτα μαζί με λύκους;”

Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα, αλλά ο Πέριν είδε την πεισματάρικη έκφραση της και κατάλαβε αμέσως πως θα έλεγε μια από τις ιστορίες που είχαν σκαρώσει από πριν. Εκείνες όμως δεν ταίριαζαν εδώ, σ’ αυτό το μέρος. Το κεφάλι του πονούσε, ευχόταν να είχε χρόνο να το σκεφτεί διεξοδικά, αλλά δεν είχε χρόνο. Πώς να ήξεραν πού είχε ταξιδέψει ο Μπόρνχαλντ, ποιες χώρες και πόλεις του ήταν γνώριμες; Αν τους έπιανε να λένε ψέματα, δεν θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν και να πουν την αλήθεια. Ο Μπόρνχαλντ θα πειθόταν πως ήταν Σκοτεινόφιλοι.

“Είμαστε από τους Δύο Ποταμούς”, είπε βιαστικά.

Η Εγκουέν τον κοίταξε έκπληκτη, πριν προλάβει να κρύψει την έκφρασή της, αλλά ο Πέριν συνέχισε, λέγοντας την αλήθεια —ή, τουλάχιστον, μια εκδοχή της αλήθειας. Οι δύο τους είχαν φύγει από τους Δύο Ποταμούς για να δουν το Κάεμλυν. Πηγαίνοντας προς τα κει είχαν ακούσει για τα ερείπια μια θαυμαστής πόλης, αλλά, όταν βρήκαν τη Σαντάρ Λογκόθ, εκεί υπήρχαν Τρόλοκ. Κατάφεραν να το σκάσουν, περνώντας τον Ποταμό Αρινέλε, αλλά χάθηκαν.

Έπειτα βρήκαν έναν άνδρα, που προθυμοποιήθηκε να τους οδηγήσει στο Κάεμλυν. Είχε πει ότι το όνομά του δεν τους αφορούσε και δεν φαινόταν καθόλου φιλικός, αλλά χρειάζονταν οδηγό. Για πρώτη φορά είχαν δει λύκους μετά απ’ όταν εμφανίστηκαν τα Τέκνα του Φωτός. Το μόνο που ήθελαν ήταν να κρυφτούν για να μην τους φάνε οι λύκοι και να μην τους σκοτώσουν οι καβαλάρηδες.

“...Αν ξέραμε πως ήσασταν Τέκνα του Φωτός”, κατέληξε, “θα ερχόμασταν σε σας για βοήθεια”.

Ο Μπάυαρ ξεφύσηξε, χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά του. Αυτό δεν ένοιαζε τον Πέριν αν πειθόταν ο Άρχοντας Διοικητής, ο Μπάυαρ δεν θα τους πείραζε. Ήταν φως-φανάρι πως ο Μπάυαρ θα σταματούσε να ανασαίνει, αν του το έλεγε ο Άρχοντας Διοικητής Μπόρνχαλντ.

“Δεν άκουσα τίποτα για Πρόμαχο”, είπε μετά από μια στιγμή ο γκριζομάλλης.

Η επινοητικότητα του Πέριν τον εγκατέλειψε· ήξερε πως ήθελε λίγο χρόνο ακόμα για να το σκεφτεί. Η Εγκουέν έσπευσε να καλύψει το κενό. “Τον συναντήσαμε στο Μπάερλον. Η πόλη ήταν γεμάτη ανθρώπους που είχαν έρθει από τα ορυχεία μετά το χειμώνα και σ’ ένα πανδοχείο μας έβαλαν στο ίδιο τραπέζι. Μιλήσαμε μόνο όσο τρώγαμε”.

Ο Πέριν ανάσανε πάλι. Σ’ ευχαριστώ, Εγκουέν.

“Επέστρεψε τους τα υπάρχοντά τους, Τέκνο Μπάυαρ. Όχι τα όπλα, φυσικά”. Όταν ο Μπάυαρ τον κοίταξε ξαφνιασμένος, ο Μπόρνχαλντ πρόσθεσε, “Ή μήπως είσαι από κείνους που έμαθαν να ληστεύουν τους αφώτιστους, Τέκνο Μπάυαρ; Άσχημη κατάσταση, ε; Κανένας δεν μπορεί και να είναι κλέφτης και να περπατά στο Φως”. Ο Μπάυαρ έμοιαζε να παλεύει μέσα του με την εντολή του Μπόρνχαλντ.

“Δηλαδή μας αφήνεις να φύγουμε;” Η Εγκουέν φαινόταν έκπληκτη. Ο Πέριν ύψωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Άρχοντα Διοικητή.

“Και βέβαια όχι, παιδί μου”, είπε λυπημένα ο Μπόρνχαλντ. “Ίσως να λέτε την αλήθεια ότι είσαστε από τους Δύο Ποταμούς, αφού ξέρετε για το Μπάερλον και τα ορυχεία. Αλλά για τη Σαντάρ Λογκόθ...; Αυτό το όνομα ελάχιστοι το γνωρίζουν, οι περισσότεροι είναι Σκοτεινόφιλοι και όποιος έχει αρκετές γνώσεις για να ξέρει το όνομά της, ξέρει επίσης ότι πρέπει να την αποφεύγει. Προτείνω να σκεφτείτε καλύτερη ιστορία στο δρόμο για το Άμαντορ, Θα έχετε αρκετό χρόνο, αφού θα πρέπει να σταματήσουμε στο Κάεμλυν. Κατά προτίμηση την αλήθεια, τέκνο μου. Η αλήθεια και το Φως ελευθερώνουν”.

Ο Μπάυαρ ξέχασε για λίγο το σεβασμό που έτρεφε στον γκριζομάλλη. Αφησε τους αιχμαλώτους, στράφηκε προς τον Μπόρνχαλντ και τα λόγια του είχαν μια οργισμένη απόχρωση. “Δεν μπορείς! Δεν επιτρέπεται!” Ο Μπόρνχαλντ ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά και ο Μπάυαρ ξεροκατάπιε και έκοψε τη φόοα του. “Συγχώρεσέ με, Άρχοντα Διοικητή μου. Ξεχάστηκα, ταπεινά σε ικετεύω να με συγχωρήσεις και μετά χαράς θα δεχθώ οποιοδήποτε ετπτίμιο. Αλλά, όπως τόνισε ο ίδιος ο Άρχοντας Διοικητής μου, πρέπει να φτάσουμε εγκαίρως στο Κάεμλυν, τα πιο πολλά εφεδρικά άλογα έχουν χαθεί και θα δυσκολευτούμε, ακόμα και χωρίς να κουβαλάμε μαζί μας αιχμαλώτους”.

“Και τι θα πρότεινες;” ρώτησε γαλήνια ο Μπόρνχαλντ.

“Η τιμωρία για τους Σκοτεινόφιλους είναι ο θάνατος”. Τα λεγόμενά του ερχόταν σε τέλεια αντίθεση με την ανέκφραστη φωνή του. Είχε μιλήσει σαν να πρότεινε να ποδοπατήσουν ένα έντομο. “Δεν υπάρχει ανακωχή με τη Σκιά. Δεν υπάρχει έλεος για τους Σκοτεινόφιλους”.

“Ο ζήλος πάντα είναι αξιέπαινος, Τέκνο Μπάυαρ, αλλά, όπως λέω συχνά στον γιο μου τον Ντάιν, ο υπέρμετρος ζήλος μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά σφάλματα. Μην λησμονείς πως τα Ομολογούμενα λένε επίσης, “Κανένας δεν είναι τόσο χαμένος που να μην μπορεί να οδηγηθεί στο Φως”. Αυτοί οι δύο είναι νέοι. Δεν μπορεί να βρίσκονται βαθιά στη Σκιά. Μπορούμε να τους φέρουμε στο Φως, αν αφήσουν τη Σκιά να φύγει από τα μάτια της. Πρέπει να τους δώσουμε αυτή την ευκαιρία”.

Για μια στιγμή, ο Πέριν σχεδόν ένιωσε στοργή για τον προσηνή άνδρα, που στεκόταν ανάμεσα στους δυο τους και τον Μπάυαρ. Έπειτα ο Μπόρνχαλντ έστρεψε το καλοσυνάτο χαμόγελό του στην Εγκουέν.

“Αν αρνείσαι ακόμα το Φως, όταν φτάσουμε στο Άμαντορ, θα αναγκαστώ να σε παραδώσω στους Εξεταστές. Πλάι τους, ο ζήλος του Μπάυαρ είναι σαν το κερί δίπλα στον ήλιο”. Ο γκριζομάλλης έμοιαζε με άνθρωπο που θλίβεται γι’ αυτό που πρέπει να κάνει, αλλά το κάνει δίχως δισταγμό, επειδή το νομίζει καθήκον του. “Μετανόησε, απαρνήσου τον Σκοτεινό, έλα στο φως, εξομολογήσου τις αμαρτίες σου και πες ό,τι ξέρεις γι’ αυτή τη ρυπαρή υπόθεση των λύκων και θα σωθείς. Θα περπατήσεις ελεύθερη, στο Φως”. Γύρισε το βλέμμα στον Πέριν και αναστέναξε. Πάγος αγκάλιασε τη ραχοκοκαλιά του Πέριν. “Αλλά εσύ, που σε λένε απλά Πέριν από τους Δύο Ποταμούς. Εσύ σκότωσες δύο Τέκνα”. Άγγιξε το τσεκούρι, που το κρατούσε ακόμα ο Μπάυαρ. “Φοβάμαι πως εσένα μια αγχόνη θα σε περιμένει στο Αμαντορ”.

Загрузка...