7 Λάκκοι και Παγίδες

Ο Ραντ ψηλάφισε το Σκήπτρο του Δράκοντα στο χέρι του, αισθάνθηκε το περίγραμμα από τους σκαλιστούς Δράκοντες πάνω στη στιγματισμένη του παλάμη το ίδιο έντονα σαν να τους χάιδευε με τα δάχτυλά του, κι ωστόσο έμοιαζε να είναι το χέρι κάποιου άλλου. Αν κοβόταν με τη λάμα, θα ένιωθε τον πόνο... και θα συνέχιζε. Ο πόνος θα ήταν πρόβλημα κάποιου άλλου κι όχι του ίδιου.

Αιωρούνταν στο Κενό, περικυκλωμένος από μια κενότητα πέρα από κάθε γνώση, και το σαϊντίν γέμιζε την ύπαρξη του προσπαθώντας να τον κονιορτοποιήσει κάτω από ένα ψύχος που ράγιζε ατσάλι και μια ζέστη που έκανε τις πέτρες να παίρνουν φωτιά, κουβαλώντας στο ρου του το μίασμα του Σκοτεινού, χύνοντας τη διαφθορά στα κόκαλά του. Κατά βάθος, φοβόταν μερικές φορές. Δεν τον έκανε να νιώθει τελείως άρρωστος, όπως κάποτε, αλλά το φοβόταν περισσότερο από παλιά. Και μέσα από αυτόν τον κυκεώνα φωτιάς, πάγου και διάβρωσης ξεπηδούσε... η ζωή. Αυτή ήταν η σωστή λέξη. Το σαϊντίν προσπαθούσε να τον καταστρέψει, αλλά τον γέμιζε και με μια ξέχειλη ενεργητικότητα. Απειλούσε να τον θάψει, αλλά τον ξελόγιαζε κιόλας. Ο πόλεμος για την επιβίωση, η πάλη να μην καταστραφείς ολοκληρωτικά, έκαναν εντονότερη τη χαρά της ατόφιας ζωής. Έμοιαζε γλυκιά, ακόμα κι αν ήταν βυθισμένη στον ρύπο. Πώς θα ήταν, άραγε, αγνή κι αμόλυντη; Σίγουρα πέρα από κάθε φαντασία. Επιθυμούσε να ρουφήξει κι άλλο, όσο υπήρχε ακόμα.

Να ποιο ήταν το θανατηφόρο θέλγητρο. Ένα λάθος βήμα, κι η ικανότητα της διαβίβασης θα του αφαιρούνταν για πάντα. Ένας λάθος υπολογισμός και, στην καλύτερη περίπτωση, θα έχανε το μυαλό του ενώ στη χειρότερη θα πέθαινε επί τόπου, καταστρέφοντας πιθανόν κι ό,τι υπήρχε γύρω του. Δεν ήταν η τρέλα που πάλευε να βγει στην επιφάνεια. Ήταν σαν να περπατούσες με δεμένα τα μάτια πάνω από έναν λάκκο γεμάτο μυτερούς πασσάλους, μεθυσμένος τόσο πολύ από την αίσθηση της ζωής που, το να σκεφτείς να τα παρατήσεις, θα ισοδυναμούσε με το να σκέφτεσαι έναν κόσμο βυθισμένο σε αποχρώσεις του γκρίζου. Αυτό δεν ήταν τρέλα.

Οι σκέψεις του χόρευαν στο ρυθμό του σαϊντίν, ξεγλιστρούσαν προς το Κενό. Η Ανούρα, να τον κοιτάει με το χαρακτηριστικό βλέμμα των Άες Σεντάι. Τι παιχνίδι έπαιζε η Μπερελαίν; Δεν είχε αναφέρει ποτέ ότι υπήρχε μια σύμβουλος Άες Σεντάι. Κι οι υπόλοιπες Άες Σεντάι στην Καιρχίν; Από πού είχαν έρθει, και γιατί; Κι αυτοί οι στασιαστές, έξω από την πόλη; Ποιο ήταν το κίνητρό τους; Τι σκόπευαν να κάνουν; Με ποιο τρόπο μπορούσε να τους σταματήσει ή να τους χρησιμοποιήσει; Είχε γίνει καλός στο να χρησιμοποιεί ανθρώπους, αν και μερικές φορές τον αρρώσταινε. Η Σεβάνα κι οι Σάιντο. Ο Ρούαρκ είχε ήδη στείλει ανιχνευτές στο Μαχαίρι του Σφαγέα αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, το μόνο που θα μπορούσαν να μάθουν ήταν το πού και το πότε. Οι Σοφές που είχαν τη δυνατότητα να μάθουν το γιατί, δεν το έκαναν. Κι υπήρχαν αρκετά ερωτηματικά αναφορικά με τη Σεβάνα. Η Ηλαίην κι η Αβιέντα; Μπα, μάλλον δεν είχαν καμιά σχέση. Ο Πέριν κι η Φάιλε; Μια γυναίκα σκληρή, γεράκι στο όνομα και στη φύση της. Άραγε, είχε προσκοληθεί στην Κολαβήρ μόνο και μόνο για να συλλέξει αποδείξεις; Σίγουρα θα προσπαθούσε να προστατέψει τον Πέριν σε περίπτωση που ο Αναγεννημένος Δράκοντας αποτύγχανε. Θα τον προστάτευε ακόμα κι από τον ίδιο τον Αναγεννημένο Δράκοντα αν το έκρινε αναγκαίο. Είχε πίστη στον Πέριν, αλλά μόνο η ίδια μπορούσε να αποφασίσει πώς θα την εξέφραζε. Η Φάιλε δεν ήταν η γυναίκα που θα φερόταν μειλίχια επειδή της το είπε ο άντρας της. Ήταν αμφίβολο αν υπήρχε καν τέτοια γυναίκα. Χρυσομάτα, με βλέμμα προκλητικό κι ατίθασο. Γιατί ήταν τόσο παθιασμένος ο Πέριν με τις Άες Σεντάι; Είχε περάσει καιρό παρέα με την Κιρούνα και τις συντρόφους της, στο δρόμο για τα Πηγάδια του Ντουμάι. Μήπως οι Άες Σεντάι ήταν ικανές να του κάνουν αυτό που φοβόντουσαν όλοι; Οι Άες Σεντάι. Κούνησε το κεφάλι του αφηρημένα. Ποτέ πια. Ποτέ! Εμπιστοσύνη σημαίνει προδοσία και πόνος.

Πάσχισε να διώξει μακριά αυτή τη σκέψη. Δεν απείχε και πολύ από παραλογισμό. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να εμπιστεύεται κάποιον. Απλώς, καλό είναι να μην έχει εμπιστοσύνη σης Άες Σεντάι. Ο Ματ κι ο Πέριν. Αν μπορούσε να μην τους εμπιστευθεί... Η Μιν. Ούτε λόγος να μην εμπιστευθεί τη Μιν. Ευχήθηκε να ήταν εδώ, μαζί του, αντί να αναπαύεται στο κρεβάτι της. Όλες αυτές τις ταραγμένες μέρες που πέρασε σαν αιχμάλωτη, μέρες στενοχώριας -περισσότερο για τον ίδιο παρά γι' αυτήν, απ' όσο ήξερε- μέρες ανακρίσεων από την Γκαλίνα και κακομεταχείρισης όταν οι απαντήσεις της δεν ικανοποιούσαν -έτριξε τα δόντια του χωρίς να το καταλάβει- όλα αυτά συν την κοπιαστική προσπάθεια που κατέβαλε για να τον Θεραπεύσει ήταν αρκετά για να τη φέρουν ψηλά στην εκτίμησή του. Είχε μείνει πλάι του μέχρι που δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια της κι ο Ραντ χρειάστηκε να την κουβαλήσει στην κρεβατοκάμαρα ενώ αυτή διαμαρτυρόταν κουρασμένα, λέγοντας πως την είχε ανάγκη. Η Μιν όμως δεν ήταν εδώ αυτή τη στιγμή. Στερούνταν την παρηγοριά της παρουσίας της που τον έκανε να γελάει και να ξεχνάει τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Το μόνο που υπήρχε ήταν ο πόλεμος με το σαϊντίν, ο στρόβιλος των σκέψεών του και...

Πρέπει να δοθεί ένα τέλος, κι εσύ μπορείς να το κάνεις. Δεν θυμάσαι την τελευταία φορά; Εκείνο το μέρος κοντά στα πηγάδια ήταν πενιχρό. Ολόκληρες πόλεις κάηκαν, αλλά δεν σήμαινε τίποτα. Καταστρέψαμε τον κόσμο! ΜΕ ΑΚΟΥΣ; ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΟΥΝ, ΝΑ ΣΒΗΣΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ...

Η φωνή που ηχούσε μέσα στο μυαλό του δεν ήταν δική του. Δεν ανήκε στον Ραντ αλ'Θόρ αλλά στον Λουζ Θέριν Τέλαμον, νεκρό εδώ και πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια, ο οποίος μιλούσε στο νου του Ραντ αλ'Θόρ. Η Δύναμη τον ανέσυρε συχνά από την κρυψώνα του, ανάμεσα στις σκιές του μυαλού του Ραντ. Μερικές φορές, ο Ραντ αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ήταν ο Λουζ Θέριν Τέλαμον αναγεννημένος, ο Δράκοντας Αναγεννημένος, δεν μπορούσε να το αρνηθεί, αλλά ούτως ή άλλως, ο καθένας είχε αναγεννηθεί εκατοντάδες, χιλιάδες φορές ίσως. Έτσι δούλευε το Σχήμα. Όλοι πέθαιναν κι αναγεννούνταν, ξανά και ξανά, καθώς ο Τροχός γύριζε στο διηνεκές, χωρίς τέλος. Κανείς όμως στο παρελθόν δεν είχε μιλήσει με αυτόν που ήταν κάποτε. Κανείς δεν άκουγε φωνές στο μυαλό του, παρά μόνο οι τρελοί.

Κι εγώ; αναρωτήθηκε ο Ραντ. Με το ένα χέρι έσφιξε το Σκήπτρο του Δράκοντα και με το άλλο τη λαβή του ξίφους του. Κι εσύ; Πόσο διαφορετικοί είμαστε από τους άλλους;

Ακολούθησε σιωπή. Ο Λουζ Θέριν συχνά δεν απαντούσε. Ίσως θα ήταν καλύτερα να μη μιλούσε καν.

Είσαι αληθινός; είπε τελικά η φωνή, με μια χροιά απορίας. Αυτή η άρνηση της ύπαρξης του Ραντ ήταν τόσο συνηθισμένη όσο κι η άρνηση να δώσει απαντήσεις. Είμαι; Μίλησα σε κάποιον. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον. Μέσα σε ένα κουτί. Ένα κιβώτιο. Ασθματικό, μαλακό γέλιο ακούστηκε. Είμαι νεκρός, τρελός ή και τα δύο; Δεν έχει σημασία. Το σίγουρο είναι ότι είμαι καταραμένος κι ότι αυτός εδώ είναι ο Λάκκος του Ολέθρου. Είμαι... κα-καταραμένος, το γέλιο έγινε άγριο τώρα, κι-κι αυτός εί-είναι ο Λα-Λάκκος του...

Ο Ραντ χαμήλωσε τον τόνο της φωνής, κάνοντάς τη να ακούγεται σαν βόμβος εντόμου, κάτι που είχε μάθει να κάνει όσο ήταν στριμωγμένος μέσα σε εκείνο το κιβώτιο. Μόνος, στο σκοτάδι, παρέα με τον πόνο, τη δίψα και τη φωνή ενός από καιρό τρελαμένου άντρα. Μερικές φορές, η φωνή τον ανακούφιζε γιατί αποτελούσε τη μοναδική του παρέα. Ήταν ο φίλος του. Κάτι άστραψε στο μυαλό του. Δεν ήταν εικόνες, απλά παιχνιδίσματα φωτός και κίνησης. Για κάποιο λόγο, τον έκαναν να σκεφτεί τον Ματ και τον Πέριν. Τα παιχνιδίσματα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο εσωτερικό του κιβωτίου, μαζί με χίλιες ακόμα παραισθήσεις. Μέσα σε εκείνο το κιβώτιο που τον έχωναν η Γκαλίνα, η Έριαν, η Κατερίνε κι οι υπόλοιπες κάθε μέρα ύστερα από το ξυλοφόρτωμα. Κούνησε το κεφάλι του. Όχι, δεν βρισκόταν πια στο κιβώτιο. Τα δάχτυλά του πονούσαν, έτσι τυλιγμένα σφιχτά όπως ήταν γύρω από το σκήπτρο και το σπαθί. Μόνο οι αναμνήσεις παρέμεναν, κι αυτές δεν διέθεταν δύναμη. Δεν ήταν...

«Αν είναι να ταξιδέψουμε προτού φας, ας ξεκινήσουμε. Το δείπνο έχει σερβιριστεί από ώρα».

Ο Ραντ βλεφάρισε κι η Σούλιν έκανε ένα βήμα πίσω μόλις αντίκρισε το βλέμμα του. Ναι, η Σούλιν που μπορούσε να κοιτάξει κατάματα μια λεοπάρδαλη. Ο Ραντ προσπάθησε να χαλαρώσει αλλά ένιωθε το πρόσωπό του μια μάσκα, σαν να ήταν το πρόσωπο κάποιου άλλου.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η γυναίκα.

«Σκεφτόμουν». Τα χέρια του ξεσφίχτηκαν κι ανασήκωσε τους ώμους του μέσα από το πανωφόρι του, ένα πανωφόρι που του ταίριαζε καλύτερα από αυτό που φορούσε στα Πηγάδια του Ντουμάι. Σκούρο μπλε κι απλό. Ακόμα κι ύστερα από το μπάνιο, δεν ένιωθε καθαρός με το σαϊντίν να είναι μέσα του. «Μερικές φορές, σκέφτομαι υπερβολικά».

Σχεδόν είκοσι ακόμα Κόρες στριμώχνονταν στη μια πλευρά του μακρόστενου, και χωρίς παράθυρα, μαύρου δωματίου. Οκτώ επίχρυσοι φανοί πάνω σε βάθρο, κατά μήκος του τοίχου, παρείχαν φωτισμό αντανακλώντας το φως. Αυτό του προκαλούσε ευχαρίστηση. Δεν του άρεσαν πια τα σκοτεινά μέρη. Υπήρχαν ακόμα τρεις από τους Άσά’μαν, με τις Αελίτισσες από τη μια μεριά της κάμαρας κι αυτούς από την άλλη. Ο Τζόναν Άντλεϋ, Αλταρανός παρά το όνομά του, στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα και τα φρύδια του να κινούνται σαν μαύρες κάμπιες, δείχνοντας ότι βρισκόταν σε βαθιά σκέψη. Περίπου τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος του Ραντ, είχε βάλει σκοπό να κερδίσει το ασημί ξίφος των Αφοσιωμένων. Ο Έμπεν Χόπγουιλ είχε παχύνει και το πρόσωπό του είχε λιγότερες κηλίδες από τότε που ο Ραντ τον είχε δει για πρώτη φορά, αν κι η μύτη και τα αυτιά του εξακολουθούσαν να είναι μεγάλα. Ψαχούλευε τη σπάθινη καρφίτσα στο πέτο του, λες και δεν περίμενε να τη βρει εκεί. Ο Φέντγουιν Μορ θα μπορούσε να φοράει κι αυτός το ξίφος αν δεν ήταν ντυμένος με μια πράσινη κάπα, κατάλληλη για ευκατάστατο έμπορο ή ελάσσονα ευγενή, με ένα μικρό, ασημί κέντημα στα μανικέτια και στο πέτο. Συνομήλικος του Έμπεν, αλλά πιο γεροδεμένος και χωρίς κηλίδες, δεν έμοιαζε διόλου ευχαριστημένος που το μαύρο πανωφόρι του είχε μετατραπεί σε μπόγο χωμένο στο δισάκι, στα πόδια του. Ήταν γι' αυτούς του τρεις, αλλά και για τους υπόλοιπους Άσα'μαν, που παραληρούσε ο Λουζ Θέριν. Οι Άσα’μαν, οι Άες Σεντάι κι οποιοσδήποτε άλλος με τη δυνατότητα της διαβίβασης του ασκούσαν ακαταμάχητη γοητεία.

«Σκέφτεσαι υπέρ το δέον, Ραντ αλ'Θόρ;» Η Ενάιλα κρατούσε ένα μικρό ακόντιο στο ένα χέρι και την ασπίδα μαζί με τρία ακόμα δόρατα στο άλλο. Ο τόνος της φωνής της ωστόσο έμοιαζε σαν να του έκανε παρατήρηση κουνώντας το δάχτυλό της προς το μέρος του. Οι Άσα'μαν συνοφρυώθηκαν και την κοίταξαν βλοσυροί. «Το πρόβλημά σου είναι ότι δεν σκέφτεσαι καν». Κάμποσες Κόρες γέλασαν σιγανά, αλλά η γυναίκα δεν αστειευόταν. Κοντύτερη από κάθε άλλη Κόρη παρούσα στη σύναξη, είχε μαλλιά φλογερά όπως το ταμπεραμέντο της, καθώς και μια παράδοξη άποψη αναφορικά με τη σχέση που είχε μαζί του. Η ξανθωπή φίλη της, η Σομάρα, που την ξεπερνούσε περίπου ενάμισι κεφάλι, ένευσε συμφωνώντας. Είχε την ίδια παράξενη άποψη.

Ο Ραντ αγνόησε το σχόλιο αλλά δεν κατάφερε να συγκρατήσει έναν αναστεναγμό. Η Σομάρα κι η Ενάιλα ήταν οι χειρότερες από τις Κόρες, αν και καμιά τους δεν μπορούσε να αποφασίσει κατά πόσον ο άντρας αυτός ήταν όντως ο Καρ'α'κάρν που όλοι έπρεπε να υπακούουν, ή το μοναχοπαίδι μιας Κόρης που έπρεπε να του φερθούν σαν αδελφό τους ή -σύμφωνα με μερικές- να το φοβερίσουν σαν γιο τους. Ακόμα κι η Τζαλάνι η οποία, μόλις λίγα χρόνια πριν, έπαιζε με τις κούκλες, πίστευε πως ο Ραντ ήταν ο μικρότερος αδελφός της, ενώ η Κοράνα, γκριζομάλλα και με επιδερμίδα σαν τεντωμένο πετσί, όπως της Σούλιν, τον θεωρούσε μεγαλύτερό της. Τουλάχιστον, όλα αυτά τα συζητούσαν αναμεταξύ τους κι απέφευγαν να τους ακούσουν οι Αελίτες. Υποτίθεται πάντως πως όντως ήταν ο Καρ'α'κάρν και, μάλιστα, το χρωστούσε σε αυτές. Είχαν πεθάνει για χάρη του. Τους χρωστούσε τα πάντα.

«Δεν σκοπεύω να περάσω εδώ όλη τη νύχτα ενώ εσείς θα σαλιαρίζετε σαν μικρά παιδάκια», είπε. Η Σούλιν του έριξε μια από αυτές τις περίεργες ματιές -οι καλοντυμένες γυναίκες ή όσες φορούσαν καντιν'σόρ δεν δίσταζαν διόλου να ρίχνουν τέτοιες ματιές τριγύρω τους- αλλά οι Άσα'μαν έπαψαν να κοιτάζουν τις Κόρες και πέρασαν τα λουριά από τα δισάκια πάνω από τους ώμους τους. Ζόρισέ τους, είχε πει στον Τάιμ, κάνε τους όπλα στα χέρια σου, κι αυτός τα κατάφερε. Το καλό όπλο σημαδεύει εκεί που το κατευθύνει ο χειριστής του. Μακάρι να ήταν σίγουρος πως δεν θα εκραγεί στα χέρια του.

Τρεις προορισμούς είχε απόψε, αλλά τον έναν από αυτούς δεν έπρεπε με τίποτα να τον μάθουν οι Κόρες. Κανείς, πέρα από τον ίδιο, δεν χρειαζόταν να τον ξέρει. Είχε αποφασίσει νωρίτερα ποιον από τους υπόλοιπους δύο θα εκπλήρωνε πρώτο, κι ωστόσο δίσταζε. Το ταξίδι θα γινόταν σύντομα γνωστό, αλλά υπήρχαν λόγοι να κρατηθεί ακόμα όσο το δυνατόν μυστικό.

Όταν άνοιξε η πύλη στο κέντρο του δωματίου μια γλυκερή μυρωδιά, γνώριμη σε κάθε αγρότη, πλημμύρισε το χώρο. Κοπριά αλόγου. Σουφρώνοντας τη μύτη της κι ανεβάζοντας το βέλο της, η Σούλιν οδήγησε βιαστικά έξω τις μισές Κόρες. Οι Άσα'μαν ακολούθησαν, ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος του Ραντ και ρουφώντας όσο πιο βαθιά μπορούσαν από την Αληθινή Πηγή.

Αυτό ήταν κι η αιτία που αισθάνθηκε τη δύναμή τους καθώς τον προσπερνούσαν. Χωρίς αυτό, θα χρειαζόταν προσπάθεια για να διακρίνεις έναν άντρα με τη δυνατότητα της διαβίβασης, εκτός κι αν αυτός συνεργαζόταν. Κανείς εκεί γύρω δεν ήταν δυνατός όσο ο ίδιος. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Δύσκολο να πεις πόσο ισχυρός μπορούσε να γίνει ένας άντρας, εκτός κι αν έπαυε να δυναμώνει. Ο Φέντγουιν ήταν ο καλύτερος των τριών, αλλά είχε αυτό που ο Τάιμ αποκαλούσε όριο. Δεν πίστευε ότι, χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, μπορούσε να επηρεάσει οτιδήποτε βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση, με αποτέλεσμα, στα πενήντα βήματα, η ικανότητά του να αρχίζει να φθίνει. Στα εκατό, αδυνατούσε ακόμα και να υφάνει ένα νήμα του σαϊντίν. Φαίνεται πως οι άντρες δυνάμωναν γρηγορότερα από τις γυναίκες, κι αυτό ήταν καλό. Αυτοί οι τρεις ήταν αρκετά δυνατοί για να φτιάξουν μια πύλη διόλου ευκαταφρόνητου μεγέθους, εκτός από την περίπτωση του Τζόναν. Κατά τ' άλλα, ο κάθε Άσα'μαν που είχε φέρει μαζί του είχε ην συγκεκριμένη ικανότητα.

Σκότωσέ τους προτού να είναι αργά, προτού τρελαθούν, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Σκότωσέ τους, καταδίωξε τον Σαμαήλ και τον Ντεμάντρεντ κι όλους τους Αποδιωγμένους. Πρέπει να τους σκοτώσω προτού είναι αργά! Ακολούθησε μια στιγμή πάλης καθώς προσπάθησε να αφαιρέσει τη Δύναμη από τον Ραντ, αλλά απέτυχε. Τελευταία το δοκίμαζε όλο και περισσότερο, ίσως ήθελε να πάρει το σαϊντίν για τον εαυτό του. Το δεύτερο ενείχε πολύ μεγαλύτερους κινδύνους από το πρώτο. Ο Ραντ αμφέβαλε κατά πόσον ο Λουζ Θέριν είχε τη δυνατότητα να του αποσπάσει την Αληθινή Πηγή. Άλλωστε, δεν ήταν σίγουρος ούτε για τον εαυτό του αν θα μπορούσε να κάνει το ίδιο, στην περίπτωση που ο Λουζ Θέριν έφτανε πρώτος σ' αυτήν.

Κι εγώ; αναλογίστηκε ξανά ο Ραντ. Άφησε έναν γρυλισμό, μάλλον άγριο, για την αποτυχία του. Η Δύναμη τον περικύκλωνε από παντού κι ο θυμός, σαν φλογερή δαντέλα, έφτιαχνε ιστούς στην έξω πλευρά του Κενού. Έχω κι εγώ την ικανότητα της διαβίβασης. Κι εμένα με περιμένει η τρέλα, αλλά εσύ την έχεις ήδη! Αυτοκτόνησες, Φονιά, αφού πρώτα δολοφόνησες τη γυναίκα, τα παιδιά σου, και το Φως οίδε πόσους ακόμα. Δεν πρόκειται να σκοτώσω αν δεν είναι αναγκαίο! Με ακούς, Φονιά; Η μόνη απάντηση ήταν η σιωπή.

Πήρε μια βαθιά, τραχιά ανάσα. Ο ιστός της φωτιάς τρεμόπαιξε και φάνηκε μια μακρινή ανταύγεια. Ποτέ του δεν είχε μιλήσει σε αυτόν τον άνθρωπο κατ' αυτόν τον τρόπο - άνθρωπος ήταν, κι όχι απλώς μια φωνή. Άνθρωπος γεμάτος αναμνήσεις. Ίσως ο Λουζ Θέριν να έφευγε για πάντα. Οι μισές ασυναρτησίες του σχετίζονταν με τη θλίψη που ένιωθε για τη νεκρή του γυναίκα. Άραγε, όντως επιθυμούσε να απομακρύνει τον Λουζ Θέριν; Τον μοναδικό του φίλο σε εκείνο το κιβώτιο;

Είχε υποσχεθεί στη Σούλιν πως θα μέτραγε μέχρι το εκατό προτού τους ακολουθήσει, αλλά αυτός άρχισε να μετράει ανά πεντάδες κι έπειτα, με ένα βήμα, βρέθηκε πάνω από εκατόν πενήντα λεύγες μακριά, στο Κάεμλυν.

Η νύχτα είχε πέσει στο Βασιλικό Παλάτι του Άντορ κι οι φεγγαροσκιές έπεφταν σαν μανδύας πάνω στους ντελικάτους κίονες και τους χρυσούς θόλους. Η αδιόρατη αύρα δεν ήταν αρκετή να σπάσει τη ζέστη. Το φεγγάρι, σχεδόν ολόγιομο, αιωρούνταν ψηλά, φωτίζοντας απαλά το χώρο. Πεπλοφόρες Κόρες κυκλοφορούσαν γύρω από τις άμαξες που ήταν παραταγμένες πίσω από τον μεγαλύτερο στάβλο του παλατιού. Ο στάβλος έζεχνε κι η δυσωδία είχε ποτίσει το ξύλο εδώ και καιρό. Οι Άσα’μαν κάλυπταν το πρόσωπό τους με τα χέρια τους κι ο Έμπεν κρατούσε τη μύτη του.

«Ο Καρ'α'κάρν μετράει γρήγορα», μουρμούρισε η Σούλιν, κατεβάζοντας το πέπλο της. Δεν ήταν περίεργο. Κανείς δεν καθόταν κοντά στις άμαξες, παρά μόνο αν ήταν αναγκαίο.

Ο Ραντ άφησε την πύλη να κλείσει μόλις πέρασαν κι οι υπόλοιπες Κόρες, ακριβώς από πίσω του, και, καθώς αυτή τρεμόσβηνε, ο Λουζ Θέριν ψιθύρισε, Πάει, χάθηκε σχεδόν. Μια χροιά ανακούφισης υπήρχε στη φωνή του. Ο δεσμός ανάμεσα σε έναν Πρόμαχο και μια Άες Σεντάι ήταν ανύπαρκτος την Εποχή των Θρύλων.

Η Αλάνα δεν είχε φύγει ακριβώς, όπως και τις πιο πολλές φορές που χρειάστηκε να δεσμευτεί με τον Ραντ παρά τη θέλησή του, αλλά η παρουσία της είχε ατονήσει κι ήταν αυτή η ελάττωση που έκανε τον Ραντ να συνειδητοποιήσει την ύπαρξή της. Μπορούσες να συνηθίσεις τα πάντα, αρκεί να τα έπαιρνες τοις μετρητοίς. Βρισκόταν κοντά της, με τα συναισθήματά της, αλλά κι ολόκληρη τη φυσική της υπόσταση, φωλιασμένα μέσα στο κεφάλι του, γνωρίζοντας ακριβώς που βρισκόταν η κοπέλα το ίδιο καλά όσο ήξερε και την παλάμη του, αρκεί να έστρεφε την προσοχή του προς το μέρος της. Η απόσταση μέτραγε βέβαια, αλλά μπορούσε να την αισθανθεί κάπου ανατολικά του. Ήθελε να γνωρίζει την ακριβή θέση της κοπέλας. Αν ο Λουζ Θέριν σιωπούσε κι όλες οι αναμνήσεις από το κιβώτιο χάνονταν από το μυαλό του, υπήρχε ακόμα ο δεσμός που του υπενθύμιζε, «Μην εμπιστεύεσαι ποτέ μια Άες Σεντάι».

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως ο Τζόναν κι ο Έμπεν κατέχονταν ακόμα από το σαϊντίν. «Αποδέσμευση», φώναξε κοφτά -αυτή ήταν η διαταγή που χρησιμοποιούσε ο Τάιμ- κι αισθάνθηκε τη Δύναμη να εξαφανίζεται από πάνω τους. Προς το παρόν, τα όπλα αυτά είχαν αποδειχτεί ικανοποιητικά. Σκότωσέ τους προτού να είναι αργά, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Ο Ραντ απελευθέρωσε την Πηγή, σκόπιμα αλλά και διστακτικά. Ανέκαθεν δεν του άρεσε να αφήνει τη ζωή, αυτή την αίσθηση των εμπλουτισμένων εμπειριών, αυτόν τον αγώνα. Κατά βάθος όμως βρισκόταν σε υπερένταση, έτοιμος να ορμήσει ξανά και να αρπαχτεί πάνω της για άλλη μια φορά.

Πρέπει να τους σκοτώσω, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν.

Αφήνοντας κατά μέρος τη φωνή, ο Ραντ έστειλε μια Κόρη, τη Νερίλια, μια γυναίκα με τετραγωνισμένο πρόσωπο, πίσω στο παλάτι κι άρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω κατά μήκος των αμαξών, με τις σκέψεις να κλωθογυρίζουν στο νου του με πιο γοργούς ρυθμούς. Δεν έπρεπε να έρθει εδώ. Καλύτερα να έστελνε ένα γράμμα με τον Φέντγουιν. Οι σκέψεις στριφογύριζαν. Η Ηλαίην. Η Αβιέντα. Ο Πέριν. Η Φάιλε. Η Ανούρα. Η Μπερελαίν. Ο Ματ. Μα το Φως, δεν έπρεπε να έρθει. Η Ηλαίην με την Αβιέντα. Η Ανούρα με την Μπερελαίν. Η Φάιλε με τον Πέριν και τον Ματ. Χρωματιστές αστραπές, γρήγορες κινήσεις που χάνονταν στιγμιαία. Ένας παράφρονας, μακριά, που μουρμούριζε γεμάτος θυμό.

Σταδιακά, αντιλήφθηκε πως οι Κόρες συνομιλούσαν αναμεταξύ τους με θέμα την απαίσια μυρωδιά. Υπονοούσαν πως η αποφορά ερχόταν από την κατεύθυνση των Άσα’μαν. Προφανώς ήθελαν να ακουστούν, αλλιώς θα χρησιμοποιούσαν τη χειρομιλία. Το σεληνόφως ήταν αρκετό για να διακρίνει η μία την άλλη. Ήταν αρκετό, επίσης, για να αποκαλύψει το χρώμα που είχε πάρει το πρόσωπο του Έμπεν καθώς και το σφιγμένο σαγόνι του Φέντγουιν. Αν και δεν ήταν πάνω από δεκαπέντε ή δεκαέξι χρονών, είχαν πάψει να είναι αγόρια από τα Πηγάδια του Ντουμάι κι έπειτα. Τα φρύδια του Τζόναν είχαν γείρει τόσο πολύ ώστε έμοιαζαν να ακουμπάνε στα μάγουλά του. Αν μη τι άλλο, κανείς δεν είχε κολλήσει το σαϊντίν ξανά. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.

Έκανε να πάει προς τη μεριά των τριών αντρών, αλλά προτίμησε να μιλήσει φωναχτά για να τον ακούσουν όλοι. «Αφού μπορώ εγώ να τα βγάλω πέρα με την ανοησία των Κορών, μπορείτε κι εσείς».

Το χρώμα στο πρόσωπο του Έμπεν βάθυνε κι ο Τζόναν μούγκρισε. Χαιρέτησαν κι οι τρεις τους τον Ραντ, φέρνοντας τη γροθιά πάνω στο στήθος τους, κι έπειτα έστρεψαν την προσοχή τους ο ένας στον άλλο. Ο Τζόναν κάτι είπε χαμηλόφωνα, ρίχνοντας μια ματιά στις Κόρες, κι ο Φέντγουιν με τον Έμπεν γέλασαν. Την πρώτη φορά που είδαν τις Κόρες, αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στην επιθυμία να μείνουν να κοιτάνε με ανοικτό το στόμα αυτά τα εξωτικά πλάσματα για τα οποία μόνο στα βιβλία είχαν διαβάσει και στο να το βάλουν στα πόδια προτού έρθουν οι φονικοί Αελίτες των ιστοριών. Τίποτα άλλο δεν τους τρομοκρατούσε πια. Έπρεπε να μάθουν ξανά τι εστί φόβος.

Οι Κόρες έριξαν μια ματιά στον Ραντ κι εφάρμοσαν τη γλώσσα των χεριών, γελώντας απαλά πού και πού. Μπορεί να ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικές απέναντι στους Άσα'μαν αλλά -όπως κι οι Αελίτες- έπαιρναν το ρίσκο να σαρκάσουν κάτι που τους φαινόταν αστείο. Η Σομάρα, με φωνή ψιθυριστή αλλά ακουστή ωστόσο, ανέφερε κάτι για την Αβιέντα που τον είχε στρώσει για τα καλά, κι οι υπόλοιπες συγκατένευσαν, εγκρίνοντας το σχόλιό της. Κανενός η ζωή δεν ήταν τόσο ανακατεμένη στις ιστορίες.

Με το που επέστρεψε η Νερίλια για να αναφέρει πως είχε βρει τον Ντάβραμ Μπασίρε και τον Μπάελ, τον αρχηγό της φυλής που ηγείτο των Αελιτών εδώ, στο Κάεμλυν, ο Ραντ έβγαλε τη ζώνη του ξίφους του και το ίδιο έκανε κι ο Φέντγουιν. Η Τζαλάνι έβγαλε έναν μεγάλο, πέτσινο σάκο για τα ξίφη και το Σκήπτρο του Δράκοντα. Τον κράτησε με έναν τρόπο λες και τα ξίφη ήταν δηλητηριώδη φίδια ή κάτι νεκρό και σάπιο από καιρό. Ούτως ή άλλως, δεν θα τον κράταγε και πολύ προσεκτικά. Ο Ραντ φόρεσε έναν μανδύα με κουκούλα που του έδωσε η Κοράνα, έβαλε τα χέρια πίσω από την πλάτη κι η Σούλιν τού τα έδεσε σφιχτά με ένα σχοινί, μουρμουρίζοντας κάτι που μόνο η ίδια άκουγε.

«Αυτά είναι ανοησίες ακόμα και για υδροβίους».

Προσπάθησε να μη μορφάσει. Η γυναίκα ήταν δυνατή και χρησιμοποιούσε τη δύναμή της στο έπακρο. «Μας ξέφυγες κάμποσες φορές, Ραντ αλ'Θόρ. Δεν προσέχεις καθόλου τον εαυτό σου». Τον θεωρούσε συνομήλικο αδελφό, ανεύθυνο μερικές φορές. «Η Φαρ Ντάραϊς Μάι σού κάνει την τιμή κι εσύ δεν νοιάζεσαι καθόλου».

Ο Φέντγουιν στραβοκοίταξε την Κόρη που του έδενε τα χέρια, παρ' όλο που αυτήν δεν είχε βάλει όλη της τη δύναμη. Ο Τζόναν με τον Έμπερ παρακολουθούσαν βλοσυροί. Όπως και στη Σούλιν, δεν ενέκριναν αυτό το σχέδιο και το καταλάβαιναν ακόμα λιγότερο. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν χρειαζόταν να εξηγήσει τις ενέργειές του, κάτι που σπάνια έκανε ως Καρ'α'κάρν. Ωστόσο, κανείς δεν είπε τίποτα. Ένα όπλο ποτέ δεν διαμαρτύρεται.

Όταν η Σούλιν στάθηκε μπροστά στον Ραντ κι έριξε μια ματιά στο πρόσωπό του, της κόπηκε η ανάσα. «Τι σου έκαναν», είπε απαλά κι έκανε να πιάσει το μαχαίρι με τη βαριά λάμα που είχε περασμένο στο ζωνάρι της. Το μήκος του ατσαλιού ήταν πάνω από ένα πόδι κι έμοιαζε περισσότερο με κοντόσπαθο, αν και μονάχα ένας βλάκας θα μαρτυρούσε κάτι τέτοιο σε Αελίτη.

«Τράβα την κουκούλα», της είπε άγρια ο Ραντ. «Το σκεπτικό είναι να μη με αναγνωρίσει κανείς μέχρι να φθάσω στον Μπάελ και τον Μπασίρε». Η γυναίκα κοντοστάθηκε, κοιτώντας τον στα μάτια. «Τράβα την, είπα», γρύλισε ο Ραντ. Η Σούλιν ήταν ικανή να σκοτώσει τους περισσότερους άντρες με γυμνά χέρια, αλλά τα δάχτυλά της ήταν απαλά καθώς τοποθετούσε την κουκούλα στο πρόσωπο του Ραντ.

Γελώντας, η Τζαλάνι του την κατέβασε πάνω από τα μάτια. «Τώρα είναι σίγουρο πως δεν θα σε αναγνωρίσει κανείς, Ραντ αλ'Θορ. Πρέπει να μας αφήσεις να σε οδηγήσουμε». Κάμποσες Κόρες γέλασαν.

Έγινε άκαμπτος και μόλις που απέφυγε να καταληφθεί από το σαϊντίν. Ο Λουζ Θέριν γρύλιζε και φλυαρούσε ασυναρτησίες. Ο Ραντ πάσχισε να ανασάνει κανονικά. Το σκοτάδι δεν ήταν πλήρες. Διέκρινε το φως του φεγγαριού από την άκρη της κουκούλας. Ακόμα κι έτσι όμως, σκόνταψε όταν η Σούλιν με την Ενάιλα τον πήραν από το χέρι για να τον οδηγήσουν.

«Νόμιζα ότι ήσουνα αρκετά μεγάλος για να περπατάς κάπως καλύτερα», μουρμούρισε η Ενάιλα με ειρωνική έκπληξη. Το χέρι της Σούλιν κινήθηκε και του πήρε λίγη ώρα προτού καταλάβει ότι του χάιδευε το μπράτσο.

Το μόνο που διέκρινε ήταν ό,τι βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, οι φεγγαροφωτισμένες πλάκες της αυλής, τα πέτρινα σκαλοπάτια και το μαρμάρινο δάπεδο στο φως των φανών, στρωμένο σε μερικά σημεία με χαλιά. Ζόριζε τη ματιά του μόλις αντιλαμβανόταν μια σκιά να κινείται κι ανίχνευσε για ενδείξεις της παρουσίας του σαϊντίν, ή κάτι ακόμα χειρότερου όπως το τσίτωμα που θα υποδείκνυε μια γυναίκα με σαϊντάρ. Έτσι τυφλός που ήταν μπορεί να μην αντιλαμβανόταν μια επίθεση παρά όταν θα ήταν πολύ αργά. Άκουγε τους συριστικούς θορύβους που έκαναν τα πόδια των υπηρετών, καθώς έτρεχαν να προλάβουν τις νυχτερινές αγγαρείες, αλλά κανείς δεν τολμούσε να ενοχλήσει πέντε Κόρες που συνόδευαν δύο κουκουλοφόρους αιχμαλώτους. Με τον Μπάελ και τον Μπασίρε να ζουν σε αυτό το παλάτι και τους άντρες τους να αστυνομεύουν το Κάεμλυν, αυτοί εδώ οι διάδρομοι σίγουρα θα είχαν δει και πιο παράξενα θεάματα. Ήταν σαν να διασχίζει λαβύρινθο. Βέβαια, από τότε που έφυγε από το Πεδίο του Έμοντ, είχε διασχίσει κάμποσους λαβύρινθους, ακόμα κι αν πίστευε πως μπροστά του ξανοιγόταν ευθύ μονοπάτι.

Άραγε, θα αναγνώριζα ένα ίσιο μονοπάτι αν το έβλεπα; αναρωτήθηκε. Ή μήπως, από συνήθεια, θα νόμιζα πως είναι παγίδα;

Δεν υπάρχουν ίσια μονοπάτια. Μονάχα λάκκοι, παγίδες και σκοτάδι. Ο γρυλισμός του Λουζ Θέριν ακουγόταν σκυλίσιος κι απεγνωσμένος. Έτσι ακριβώς ένιωθε κι ο Ραντ.

Όταν η Σούλιν τους οδήγησε τελικά σε ένα δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα, ο Ραντ τίναξε το κεφάλι του βίαια για να βγάλει από πάνω του την κουκούλα και κοίταξε τριγύρω. Σίγουρα περίμενε να δει τον Μπάελ και τον Ντάβραμ αλλά όχι και τη σύζυγο του Ντάβραμ, την Ντέιρα, ούτε και τη Μελαίν με την Ντορίντα.

«Σε βλέπω, Καρ'α'κάρν». Ο Μπάελ, ο ψηλότερος άντρας που είχε αντικρίσει ποτέ ο Ραντ, καθόταν σταυροπόδι στις λευκοπράσινες πλάκες του πατώματος, ντυμένος με το κάντιν'σόρ. Απέπνεε μια ατμόσφαιρα ηρεμίας, αλλά ταυτόχρονα έδινε την εντύπωση πως ήταν έτοιμος να ξεπεταχτεί μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Ο αρχηγός φυλής του Γκόσιεν Άελ δεν ήταν νέος, όπως και κανένας άλλος αρχηγός φυλής, και τα σκουροκόκκινα μαλλιά του είχαν γκριζάρει σε μερικά σημεία, αλλά όποιος πίστευε πως η ηλικία τον είχε κάνει μαλθακό, τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. «Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά. Συντάσσομαι υπέρ του Καρ'α'κάρν, μαζί με τις λόγχες μου».

«Καλά είναι το νερό κι η σκιά», είπε ο Ντάβραμ Μπασίρε, γαντζώνοντας το πόδι του πάνω στο επίχρυσο μπράτσο της πολυθρόνας, «αλλά εγώ ικανοποιούμαι και με ένα ποτήρι παγωμένο κρασί». Κάπως ψηλότερος από την Ενάιλα, είχε ξεκούμπωτο το κοντό, μπλε πανωφόρι του, ενώ στο σκοτεινό του πρόσωπο γυάλιζε ο ιδρώτας. Παρά την προφανή του νωθρότητα, έμοιαζε ακόμα σκληρότερος από τον Μπάελ, με τα λοξά, άγρια του μάτια και τη μύτη που έμοιαζε με ράμφος αετού πάνω από τα δασιά μουστάκια με την γκριζωπή χροιά. «Τα συγχαρητήριά μου για την απόδραση και τη νίκη σου. Γιατί όμως ήρθες ντυμένος σαν κρατούμενος;»

«Εγώ προτιμώ να μάθω κατά πόσον φέρνει μαζί του τις Άες Σεντάι», παρενέβη η Ντέιρα. Η Μητέρα της Φάιλε ήταν μια ευμεγέθης γυναίκα που φορούσε μια χρυσαφιά εσθήτα με πράσινο μετάξι, ψηλή όσο οποιαδήποτε Κόρη εκτός από τη Σομάρα και με μακριά, μαύρα μαλλιά που άσπριζαν στους κροτάφους. Η μύτη της ήταν ελάχιστα λιγότερο γαμψή από τους άντρα της. Η αλήθεια είναι πως άνετα θα μπορούσε να του κάνει μαθήματα πώς να δείχνει πιο αγριωπός. Από μια άποψη, έμοιαζε πολύ στην κόρη της. Ήταν πιστή στο σύζυγό της κι όχι στον Ραντ. «Αιχμαλώτισες τις Άες Σεντάι! Τι πρέπει να κάνουμε τώρα; Να περιμένουμε την οργή του Λευκού Πύργου να ξεσπάσει επάνω μας;»

«Αν κάνουν κάτι τέτοιο», είπε κοφτά η Μελαίν, τακτοποιώντας την εσάρπα της, «θα πάθουν αυτό που αξίζουν». Ξανθομάλλα, πρασινομάτα κι όμορφη, όχι πολύ μεγαλύτερη από τον Ραντ, κρίνοντας από τα χαρακτηριστικά της τουλάχιστον, ήταν Σοφή και παντρεμένη με τον Μπάελ. Η Μελαίν, η Άμυς κι η Μπάιρ ήταν κατά κύριο λόγο υπεύθυνες για την αλλαγή της στάσης των Σοφών απέναντι στις Άες Σεντάι.

«Αυτό που θα επιθυμούσα να μάθω εγώ», είπε η τρίτη γυναίκα, «είναι τι σκοπεύεις να κάνεις με την Κολαβήρ Σάιγκαν». Μπορεί η παρουσία της Ντέιρα και της Μελαίν να ήταν εντυπωσιακή, αλλά η Ντορίντα τις ξεπερνούσε και τις δύο με έναν τρόπο που ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς. Η Στεγοκυρά του Φρουρίου των Καυτών Πηγών ήταν μια βαριά, στοργική γυναίκα, περισσότερο ευπαρουσίαστη παρά χαριτωμένη, με ρυτίδες στις άκρες των γαλάζιων ματιών της κι ασπράδα στα ωχρά, κόκκινα μαλλιά της, ακριβώς όπως οι γκριζάδες στα μαλλιά του Μπάελ. Πάντως, δεν χρειαζόταν να είναι κανείς τζίνι για να καταλάβει πως, από τις τρεις γυναίκες, η Ντορίντα ασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή. «Η Μελαίν λέει πως η Μπάιρ θεωρεί το θέμα της Κολαβήρ Σάιγκαν ελάσσονος σημασίας», συνέχισε η Ντορίντα, «αλλά οι Σοφές, όπως κι οι άντρες, είναι τυφλές και πολλές φορές δεν βλέπουν τους σκορπιούς κάτω από τα πόδια τους». Το χαμόγελο που έστειλε στη Μελαίν αφαίρεσε κάπως τη δηκτικότητα των λέξεών της. Η Μελαίν αποκρίθηκε κι αυτή με ένα χαμόγελο, ένδειξη πως δεν είχε προσβληθεί. «Δουλειά μιας Στεγοκυράς είναι να βρίσκει αυτούς τους σκορπιούς προτού προλάβουν να χρησιμοποιήσουν τα κεντριά τους». Ήταν σύζυγος του Μπάελ, και το γεγονός αυτό έκανε τον Ραντ να νιώθει άβολα, παρά το ότι επρόκειτο για επιλογή δική της και της Μελαίν. Ίσως μάλιστα επειδή ακριβώς ήταν δική τους επιλογή. Ανάμεσα στους Αελίτες, ο άντρας δεν είχε δικαίωμα να επέμβει αν η σύζυγος του επέλεγε μια αδελφή-σύζυγο. Ακόμα και μεταξύ τους, δεν συνηθιζόταν και πολύ.

«Η Κολαβήρ θα ασχολείται με το αγρόκτημά της από δω και πέρα», γρύλισε ο Ραντ. Τον κοίταξαν παίζοντας τα βλέφαρα τους, αναλογιζόμενοι αν αστειευόταν. «Ο Θρόνος του Ήλιου είναι και πάλι άδειος και περιμένει την Ηλαίην». Σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει ένα ξόρκι φύλαξης για να μην τον ακούσουν όλοι, αλλά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ανιχνευθεί από οποιονδήποτε διερευνητή, άντρα ή γυναίκα, κι η παρουσία του και μόνο θα μαρτυρούσε ότι κάτι σημαντικό λεγόταν. Όπως και να έχει όμως, η οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών που θα λάβαινε χώρα σε αυτόν το χώρο, σύντομα θα μαθευόταν από το Δρακότειχος μέχρι τη θάλασσα.

Ο Φέντγουιν ήδη έτριβε τους καρπούς του κι η Τζαλάνι θηκάρωσε το μαχαίρι της. Κανείς δεν τους έριξε δεύτερη ματιά. Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στον Ραντ, ο οποίος, ρίχνοντας μια βλοσυρή ματιά στη Νερίλια, ανασήκωσε τα δεμένα του χέρια κι η Σούλιν έκοψε τα σχοινιά. «Δεν κατάλαβα πως επρόκειτο για οικογενειακή συγκέντρωση». Η Νερίλια ήταν η μόνη που φάνηκε κάπως ταραγμένη.

«Μετά τον γάμο», είπε ο Ντάβραμ μουρμουρίζοντας και χαμογελώντας, «μαθαίνεις πως πρέπει να διαλέγεις πολύ προσεκτικά όσα χρειάζεται να κρατήσεις μυστικά από τη σύζυγό σου». Η Ντέιρα τον κοίταξε σουφρώνοντας τα χείλη της.

«Οι σύζυγοι είναι μεγάλη παρηγοριά», είπε ο Μπάελ γελώντας, «με την προϋπόθεση πως ο άντρας δεν τους αποκαλύπτει και τόσα πολλά». Η Ντορίντα, χαμογελώντας, πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του και, για μια στιγμή, άρπαξε δυνατά μια τούφα, λες κι ήθελε να του ξεριζώσει το κεφάλι. Ο Μπάελ μούγκρισε, κι η αιτία δεν ήταν μονάχα τα δάχτυλα της Ντορίντα. Η Μελαίν σκούπισε το μικρό εγχειρίδιο του ζωστήρα στον βαρύ της ποδόγυρο και το θηκάρωσε. Οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν χαμόγελα πάνω από το κεφάλι του ενώ αυτός έτριβε τον ώμο του, όπου μια μικρή κηλίδα αίματος λέρωνε το καντιν'σόρ του. Η Ντέιρα ένευσε συλλογισμένη. Φαίνεται πως, ξαφνικά, της είχε έρθει μια ιδέα.

«Ποια γυναίκα θα μπορούσα να μισήσω τόσο πολύ, ώστε να την παντρέψω με τον Αναγεννημένο Δράκοντα;» ρώτησε ψυχρά ο Ραντ. Η σιωπή που ακολούθησε έμοιαζε τόσο συμπαγής σαν να μπορούσες να την αγγίξεις.

Προσπάθησε να συγκρατήσει τον θυμό του. Έπρεπε να το περιμένει αυτό. Η Μελαίν δεν ήταν μια απλή Σοφή αλλά και μια ονειροβάτισσα, όπως η Άμυς κι η Μπάιρ. Ανάμεσα στ' άλλα, είχαν την ικανότητα να μιλούν στα όνειρά τους, τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλους ανθρώπους. Χρήσιμο ταλέντο, αν και μόνο μια φορά το είχαν χρησιμοποιήσει για τον ίδιο. Ήταν δουλειά των Σοφών. Δεν ήταν να απορεί κανείς που η Μελαίν βρισκόταν πάντα ένα βήμα μπροστά, όπως και για το ότι είχε μιλήσει για όλα στην Ντορίντα, ανεξάρτητα από το αν οι δουλειές αυτές αφορούσαν στις Σοφές ή όχι. Οι δύο γυναίκες ήταν καλές φίλες κι αδελφές ταυτόχρονα. Από τη στιγμή που η Μελαίν μίλησε στον Μπάελ σχετικά με την απαγωγή, ήταν σίγουρο πως θα το μάθαινε κι ο Μπασίρε. Το να περιμένει από τον Μπασίρε να το κρατήσει μυστικό από τη γυναίκα του ήταν σαν να περιμένει να μην της αποκαλύψει ότι το σπίτι τους έπιασε φωτιά. Λίγο-λίγο, η οργή καταλάγιασε.

«Κατέφθασε η Ηλαίην;». Προσπάθησε να κάνει τον τόνο της φωνής του αδιάφορο, αλλά δεν τα κατάφερε. Τέλος πάντων. Υπήρχαν λόγοι, γνωστοί σε όλους, για να ανησυχεί. Το Άντορ μπορεί να μην ήταν τόσο αναστατωμένο όσο η Καιρχίν, αλλά ο γρηγορότερος τρόπος -ίσως κι ο μόνος- να ηρεμήσουν κι οι δύο περιοχές ήταν να ανέβει η Ηλαίην στον θρόνο.

«Όχι ακόμα». Ο Μπασίρε ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Στον Βορρά, όμως, κυκλοφορούν ιστορίες ότι οι Άες Σεντάι μάζεψαν στρατό στο Μουράντυ, ίσως και στην Αλτάρα. Ίσως να πρόκειται για τον Ματ και την Ομάδα του Κόκκινου Χεριού, μαζί με την Κόρη-Διάδοχο και τις αδελφές που το έσκασαν από τον Πύργο μόλις εκθρονίστηκε η Σιουάν Σάντσε».

Ο Ραντ έτριψε τους καρπούς του στο σημείο που τους είχαν γδάρει τα σχοινιά. Όλες αυτές οι ασυναρτησίες περί «αιχμαλωσίας» αφορούσαν στην πιθανότητα να βρίσκεται ήδη εδώ η Ηλαίην. Η Ηλαίην κι η Αβιέντα. Θα μπορούσε να έρθει και να φύγει χωρίς οι δυο τους να μάθουν τίποτα. Ίσως να έβρισκε τρόπο να μάθει κρυφά μερικά πράγματα. Ίσως... Αναμφίβολα, ενεργούσε βλακωδώς.

«Σκοπεύεις να επιβάλεις σ' αυτές τις αδελφές να ορκιστούν πίστη σε σένα;» Ο τόνος της φωνής της Ντέιρα ήταν παγερός, όπως και τα χαρακτηριστικά της. Δεν τον συμπαθούσε. Από τη δική της σκοπιά, ο άντρας της ακολουθούσε έναν δρόμο στο τέλος του οποίου υπήρχε το κεφάλι του παλουκωμένο πάνω από την πύλη της Ταρ Βάλον και με τον Ραντ να βασιλεύει. «Ο Λευκός Πύργος δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια σε αυτόν τον καταναγκασμό που επιβάλλεις στις Άες Σεντάι».

Ο Ραντ έκανε μια μικρή υπόκλιση χωρίς να νοιάζεται καθόλου κατά πόσον η γυναίκα την εξέλαβε σαν ειρωνεία. Η Ντέιρα νι Γκαλίν τ' Μπασίρε δεν τον αποκάλεσε ποτέ με κάποιον τίτλο, ούτε καν με το όνομά του. Θα μπορούσε εξίσου να μιλάει με έναν λακέ, και μάλιστα όχι ιδιαίτερα έξυπνο ή έμπιστο. «Αν επιλέξουν να ορκιστούν, θα αποδεχτώ τον όρκο τους. Αμφιβάλλω αν οι περισσότερες ανυπομονούν να επιστρέψουν στην Ταρ Βάλον. Αν η επιλογή τους είναι διαφορετική, είναι ελεύθερες να ακολουθήσουν τον δρόμο τους, με την προϋπόθεση πως δεν θα μου σταθούν εμπόδιο».

«Ο Λευκός Πύργος, όμως, σου έχει εναντιωθεί», είπε ο Μπάελ, γέρνοντας μπροστά κι ακουμπώντας τις γροθιές του πάνω στα γόνατά του. Τα γαλάζια του μάτια έκαναν τη φωνή της Ντέιρα να μοιάζει θερμή. «Ο εχθρός που θα παρουσιαστεί μια φορά, θα παρουσιαστεί ξανά. Εκτός κι αν αναχαιτιστεί. Τα δόρατά μου είναι έτοιμα να ακολουθήσουν τον Καρ'α'κάρν όπου κι αν πάει». Η Μελαίν, όπως ήταν φυσικό, συγκατένευσε. Ήταν φανερό πως επιθυμούσε κάθε Άες Σεντάι γονατιστή μπροστά στους φρουρούς, αν όχι δεμένη χειροπόδαρα. Η Ντορίντα, όμως, συγκατένευσε κι αυτή, όπως κι η Σούλιν, ενώ ο Μπασίρε σκάλιζε σκεφτικός τα μουστάκια του. Ο Ραντ δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει.

«Δεν νομίζεις πως αρκετές σκοτούρες έχω και χωρίς να χρειαστεί να κηρύξω τον πόλεμο στον Λευκό Πύργο; Η Ελάιντα με έπιασε από το λαιμό κι έφαγε τα μούτρα της». Το έδαφος ανατινάχτηκε από φωτιά και διαλυμένες σάρκες. Τα κοράκια και τ' αρπακτικά έκαναν τσιμπούσι. Πόσοι σκοτώθηκαν, άραγε; «Αν είναι αρκετά σώφρων να σταματήσει εδώ, το ίδιο θα κάνω κι εγώ». Όσο, τουλάχιστον, δεν του ζητούσαν να της δείξει εμπιστοσύνη. Το κιβώτιο. Κουνούσε το κεφάλι του, συνειδητοποιώντας απόμακρα πως ο Λουζ Θέριν βογκούσε και μούγκριζε για το σκοτάδι και τη δίψα. Θα μπορούσε να το αγνοήσει, έτσι έπρεπε άλλωστε, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα ξεχνούσε ούτε και θα εμπιστευόταν κανέναν.

Αφήνοντας τον Μπάελ και τον Μπασίρε να λογοφέρνουν για το κατά πόσον η Ελίντα θα λογικευόταν και θα σταματούσε, τώρα που είχε ξεκινήσει, ο Ραντ κατευθύνθηκε προς έναν χάρτη που κάλυπτε την επιφάνεια ενός τραπεζιού, κάτω από έναν τάπητα που απεικόνιζε μια μάχη όπου ξεχώριζε το Άσπρο Λιοντάρι του Άντορ. Προφανώς, ο Μπάελ κι ο Μπασίρε χρησιμοποιούσαν αυτό το δωμάτιο ως στρατηγείο. Ψαχουλεύοντας τριγύρω, βρήκε τον χάρτη που χρειαζόταν, ένα μεγάλο ρολό που έδειχνε ολόκληρη την επικράτεια του Άντορ, από τα Όρη της Ομίχλης μέχρι τον Ποταμό Ερινίν, καθώς και μέρη από τις περιοχές του Νότου, την Γκεάλνταν, την Αλτάρα και το Μουράντυ.

«Στις γυναίκες που αιχμαλώτισαν στη γη των δενδροφονιάδων δεν επέτρεψαν να δημιουργήσουν την παραμικρή φασαρία, άρα για ποιον λόγο να το κάνουν οι άλλες;» είπε η Μελαίν, ως απάντηση μάλλον σε κάτι που ο Ραντ δεν άκουσε. Ακουγόταν θυμωμένη.

«Θα κάνουμε αυτό που πρέπει, Ντέιρα τ' Μπασίρε», είπε η Ντορίντα ήρεμα, κάτι σπάνιο γι' αυτήν. «Κάνε κουράγιο και θα τα καταφέρουμε».

«Όταν πηδάς από τον γκρεμό», αποκρίθηκε η Ντέιρα, «το μόνο που σου μένει είναι να αγκιστρωθείς από το θάρρος σου και να ελπίζεις πως στον πάτο υπάρχει ένα κάρο γεμάτο σανό». Ο άντρας της κακάρισε, σαν να άκουσε κάποιο πετυχημένο αστείο, αλλά η γυναίκα δεν έδωσε και πολλή σημασία.

Απλώνοντας τον χάρτη και στηρίζοντας τις γωνίες με μελανοδοχείο και φιάλες γεμάτες άμμο, ο Ραντ μέτρησε τις αποστάσεις χρησιμοποιώντας τα δάχτυλά του. Ο Ματ δεν κινείτο πολύ γοργά, αν υποθέσουμε πως οι φήμες είχαν κάποια δόση αλήθειας και βρισκόταν ακόμα στην Αλτάρα ή στο Μουράντυ. Ένιωσε περήφανος για το πόσο γρήγορα μπορούσε να κινηθεί η Ομάδα. Ίσως οι Άες Σεντάι, με τους υπηρέτες και τις καρότσες, να τον καθυστερούσαν, ίσως πάλι να υπήρχαν περισσότερες αδελφές απ' όσες φανταζόταν. Ο Ραντ αντιλήφθηκε πως είχε κάνει τα χέρια του γροθιές και χαλάρωσε. Χρειαζόταν την Ηλαίην για να καταλάβει τον θρόνο, τόσο εδώ όσο και στην Καιρχίν. Μόνο γι' αυτό τη χρειαζόταν. Όσον αφορά στην Αβιέντα... Το σίγουρο ήταν πως δεν την είχε καμιά ανάγκη. Άλλωστε, είχε φροντίσει κι η ίδια να του ξεκαθαρίσει πως ούτε αυτή τον θεωρούσε απαραίτητο. Ήταν ασφαλής μακριά του. Θα φρόντιζε να ήταν κι οι δύο γυναίκες ασφαλείς κρατώντας τις όσο μακρύτερα γινόταν από το άτομο του. Μα το Φως, μακάρι να μπορούσε να τις δει για λίγο. Ο Ματ όμως ήταν αναγκαίος, όπως επίσης κι ο πεισματάρης Πέριν. Δεν ήταν σίγουρος από πού κι ως πού ο Ματ είχε γίνει ξαφνικά ειδήμων σε οτιδήποτε είχε να κάνει με μάχες, αλλά ακόμα κι ο Μπασίρε σεβόταν τη γνώμη του. Σχετικά με τον πόλεμο, αν μη τι άλλο.

«Τον μεταχειρίζονται σαν ντα'τσάνγκ», γκρίνιαξε η Σούλιν, και κάποιες από τις Κόρες γκρίνιαξαν κι αυτές, σαν να συμφωνούσαν με την παρατήρησή της.

«Το ξέρουμε», απάντησε θλιμμένα η Μελαίν. «Δεν έχουν καθόλου σεβασμό».

«Όντως θα συγκρατηθεί ύστερα απ' όσα περιέγραψες;» απαίτησε να μάθει η Ντέιρα, ενώ ο τόνος της φωνής της φανέρωνε δυσπιστία.

Ο χάρτης δεν περιελάμβανε μεγάλο μέρος των νότιων περιοχών κι έτσι δεν έδειχνε το Ίλιαν -κανείς από τους υπόλοιπους χάρτες δεν απεικόνιζε εκείνη την περιοχή- αλλά το χέρι του Ραντ κινήθηκε προς τα κάτω, διασχίζοντας το Μουράντυ, και φαντάστηκε τους Λόφους του Ντόιρλον, όχι πολύ βαθιά στο εσωτερικό των συνόρων του Ίλιαν, με την παράταξη των οχυρών που κανείς εισβολέας δεν μπορούσε να αγνοήσει. Και κάπου διακόσια πενήντα μίλια ανατολικά, κατά μήκος των Κάμπων του Μαρέντο, υπήρχε ένας στρατός ανείδωτος από την εποχή που τα έθνη συνάχτηκαν μπροστά στην Ταρ Βάλον, στον Πόλεμο των Αελιτών, ίσως ακόμα κι από τις μέρες του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Οι Δακρυνοί, οι Καιρχινοί, οι Αελίτες, όλοι τους ήταν έτοιμοι να καταπιούν το Ίλιαν. Αν ο Πέριν δεν σκόπευε να ηγηθεί, θα έπρεπε να το κάνει ο Ματ. Μόνο που δεν υπήρχε αρκετός χρόνος. Ποτέ δεν υπήρχε αρκετός χρόνος.

«Που να μου καούν τα μάτια», μουρμούρισε ο Ντάβραμ. «Δεν το ανέφερες ποτέ αυτό, Μελαίν. Η Αρχόντισσα Κάραλαϊν, ο Άρχοντας Τόραμ, ακόμα κι ο Ανώτατος Άρχοντας Ντάρλιν στρατοπέδευσαν έξω από την πόλη; Δεν είναι τυχαίο που ήρθαν όλοι μαζί τη συγκεκριμένη στιγμή. Όποιος κι αν είσαι, έχεις μια φιδοφωλιά στο κατώφλι σου».

«Άσε τους αλγκάι'ντ'σισβάι να χορέψουν», αποκρίθηκε ο Μπάελ. «Τα νεκρά φίδια δεν δαγκώνουν κανέναν».

Ο Σαμαήλ είχε ανέκαθεν δυνατή άμυνα. Αυτή τη μνήμη διατηρούσε ο Λουζ Θέριν από τον Πόλεμο της Σκιάς. Με δύο μυαλά μέσα σε ένα κεφάλι, ίσως ήταν αναμενόμενο να ανακατεύονται οι διάφορες μνήμες. Ήταν δυνατόν, άραγε, να αντιλαμβανόταν ξαφνικά ο Λουζ Θέριν ότι διατηρούσε μνήμες βοσκού, ξυλοκόπου ή πτηνοτρόφου; Ο Ραντ τον άκουγε αδιόρατα να λυσσομανάει, να μαίνεται για να σκοτώσει ή να καταστρέψει. Η σκέψη των Αποδιωγμένων έκανε τον Λουζ Θέριν να συμπεριφέρεται σαν παράφρονας.

«Η Ντέιρα ντ'Μπασίρε λέει την αλήθεια», είπε ο Μπάελ. «Δεν πρέπει να ξεστρατίσουμε από την πορεία που έχουμε χαράξει, μέχρι να καταστραφούν οι εχθροί μας ή να χαθούμε εμείς».

«Δεν εννοούσα αυτό ακριβώς», απάντησε ξερά η Ντέιρα. «Ωστόσο, έχεις δίκιο. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Ή εμείς θα αφανιστούμε ή οι εχθροί μας».

Ο θάνατος, ο όλεθρος κι η παράνοια τριβέλιζαν το μυαλό του Ραντ καθώς μελετούσε τον χάρτη. Ο Σαμαήλ, με τη δύναμη ενός Αποδιωγμένου και τη γνώση από την Εποχή των Θρύλων, θα κατέφθανε στα οχυρά λίγο αφότου θα χτυπούσε ο στρατός. Άρχοντα Μπρεντ αποκαλούσε τον εαυτό του. Ήταν ένας από το Συμβούλιο των Εννέα κι έτσι τον αποκαλούσαν όσοι αρνούνταν να παραδεχτούν ότι οι Αποδιωγμένοι ήταν ελεύθεροι, αλλά ο Ραντ τον ήξερε καλά. Έχοντας τις αναμνήσεις του Λουζ Θέριν, μπορούσε να αναγνωρίσει εύκολα το πρόσωπο του Σαμαήλ, ήξερε τα μύχια της ψυχής του.

«Τι προτίθεται να κάνει η Ντυέλιν Τάραβιν με τη Νάιαν Άραγουον και την Ελένια Σάραντ;» ρώτησε η Ντορίντα. «Ομολογώ πως δεν κατανοώ τον περιορισμό αυτών των ανθρώπων».

«Το τι θα κάνει είναι δική της δουλειά και δεν έχει μεγάλη σημασία», είπε ο Ντάβραμ. «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι οι συναντήσεις της με τις Άες Σεντάι».

«Η Ντυέλιν Τάραβιν είναι ανόητη», μουρμούρισε η Μελαίν. «Πιστεύει όλες αυτές τις διαδόσεις σχετικά με τον Καρ'α'κάρν που γονυπέτησε στην Έδρα της Άμερλιν. Ούτε τα μαλλιά της δεν θα χτένιζε, αν δεν της έδιναν άδεια οι Άες Σεντάι».

«Την έχεις παρεξηγήσει», απάντησε η Ντέιρα κοφτά. «Η Ντυέλιν είναι ισχυρή όσο χρειάζεται για να κυβερνά το Άντορ, το απέδειξε στο Αρινγκίλ. Φυσικά κι ακούει όσα έχουν να της πουν οι Άες Σεντάι -μόνο ένας τρελός θα τις αγνοούσε- αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τις υπακούει κιόλας».

Οι άμαξες που είχαν έρθει από τα Πηγάδια του Ντουμάι έπρεπε να ψαχτούν ξανά. Ο μικρόσωμος και χοντρός ανγκριάλ έπρεπε να κρύβεται κάπου εκεί. Καμιά από τις αδελφές που διέφυγαν δεν είχε ιδέα τι μπορεί να ήταν, εκτός κι αν κάποιος τοποθετούσε στο τσεπάκι της κάποιο σουβενίρ από τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Όχι. Έπρεπε να βρίσκεται κάπου στις άμαξες. Με αυτό στην κατοχή του, θα γινόταν αντάξιος αντίπαλος οποιουδήποτε από τους Αποδιωγμένους. Χωρίς αυτό... Θάνατος, καταστροφή και παράνοια.

Ξαφνικά, αυτό που άκουγε τράβηξε εντελώς την προσοχή του. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε, γυρνώντας από το στρωμένο με φίλντισι τραπέζι.

Έκπληκτα πρόσωπα στράφηκαν προς το μέρος του. Ο Τζόναν πετάχτηκε από το πλαίσιο της πόρτας, πάνω στο οποίο ραχάτευε. Οι Κόρες, καθισμένες ανακούρκουδα, ετοιμάστηκαν για δράση. Συνομιλούσαν περί ανέμων και υδάτων, αλλά τώρα μαζεύτηκαν επιφυλακτικές γύρω του.

Ψηλαφίζοντας ένα από τα φιλντισένια της περιδέραια, η Μελαίν έριξε ένα αποφασιστικό βλέμμα, πρώτα στον Μπάελ κι έπειτα στον Ντάβραμ. Κατόπιν, μίλησε προτού προλάβει κανείς άλλος. «Υπάρχουν εννέα Άες Σεντάι σε ένα πανδοχείο ονόματι Ασημένιος Κύκνος, σε αυτό που ο Ντάβραμ Μπασίρε αποκαλεί Νέα Πόλη». Ήταν περίεργος ο τρόπος που πρόφερε τις λέξεις «πανδοχείο» και «πόλη». Τις ήξερε μονάχα από τα βιβλία, προτού περάσει το Δρακότειχος. «Αυτός κι ο Μπάελ πιστεύουν ότι πρέπει να τις αφήσουμε ήσυχες, εκτός κι αν κινηθούν εναντίον σας. Νομίζω πως έχεις μάθει πια να περιμένεις τις Άες Σεντάι, Ραντ αλ'Θόρ».

«Λάθος μου», αναστέναξε ο Μπασίρε, «αν υποθέσουμε πως πρόκειται για λάθος. Ωστόσο, μου διαφεύγει τι περιμένει να συμβεί η Μελαίν. Οκτώ αδελφές σταμάτησαν στον Ασημένιο Κύκνο περίπου έναν μήνα πριν, λίγο αφότου έφυγες. Κατά καιρούς πηγαινοέρχονταν κι άλλες, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασαν τις δέκα. Ήταν απομονωμένες, δεν προξένησαν κανένα πρόβλημα και, απ' όσο ξέρουμε εγώ κι ο Μπάελ, ποτέ δεν έκαναν ερωτήσεις. Πάντως, κατέφθασαν και μερικές αδελφές του Κόκκινου Άτζα, δύο φορές μάλιστα. Αυτές που έμειναν στον Ασημένιο Κύκνο είχαν Προμάχους ενώ οι άλλες όχι. Είμαι σίγουρος πως ανήκαν στο Κόκκινο Άτζα. Δυο τρεις φάνηκαν, ρώτησαν για τους άντρες που κατευθύνονταν στον Μαύρο Πύργο και την επόμενη μέρα έφυγαν, χωρίς να μάθουν και πολλά θα έλεγα. Αυτός ο Μαύρος Πύργος είναι καλύτερος κι από φρούριο και ξέρει να κρατάει μυστικά. Καμιά τους δεν προκάλεσε φασαρίες και, προσωπικά, δεν θα τις προκαλούσα, εκτός αν ήταν απαραίτητο».

«Δεν εννοούσα αυτό», είπε αργά ο Ραντ. Κάθισε σε ένα κάθισμα απέναντι από τον Μπασίρε, σφίγγοντας τα σκαλισμένα μπράτσα μέχρι που οι αρθρώσεις του άσπρισαν. Οι Άες Σεντάι βρίσκονταν εδώ, όπως και στην Καιρχίν. Τυχαίο ήταν; Ο Λουζ Θέριν παραληρούσε για τον θάνατο και την προδοσία, σαν κεραυνός στην άκρη του ορίζοντα. Έπρεπε να προειδοποιήσει τον Τάιμ. Όχι τόσο για τις Άες Σεντάι στον Ασημένιο Κύκνο -κάτι που ο Τάιμ θα ήξερε σίγουρα, παρεμπιπτόντως γιατί δεν το ανέφερε;- όσο για το ότι έπρεπε να κρατηθεί μακριά από δαύτες, αυτός κι οι Άσα'μαν. Αν τα Πηγάδια του Ντουμάι σηματοδοτούσαν το τέλος, η καινούργια αρχή δεν θα γινόταν εδώ. Πολλά πράγματα έμοιαζαν εκτός ελέγχου. Όσο περισσότερο προσπαθούσε να τα συμμαζέψει, τόσο αυτά τού ξέφευγαν. Αργά ή γρήγορα, όλα θα κατέρρεαν. Η σκέψη και μόνο τού ξέρανε τον λαιμό. Ο Θομ Μέριλιν τον είχε μάθει να κρίνει σωστά, αλλά ποτέ δεν ήταν καλός σ' αυτό. Τώρα όμως, έπρεπε να γίνει. Ευχήθηκε να είχε κάτι να βρέξει τον λαιμό του.

Δεν αντιλήφθηκε αμέσως πως είχε εκφράσει μεγαλόφωνα αυτή την τελευταία σκέψη, μέχρι που η Τζαλάνι σηκώθηκε όρθια και, διασχίζοντας το δωμάτιο, κατευθύνθηκε προς μια ψηλή ασημένια κανάτα, ακουμπισμένη σε ένα μικρό τραπέζι. Γέμισε μια σφυρηλατημένη κούπα από το ίδιο υλικό και την έφερε στον Ραντ χαμογελώντας. Καθώς του την έδινε, άνοιξε το στόμα της, σαν για να πει κάτι. Περίμενε να του μιλήσει κάπως ανάγωγα, αλλά η έκφραση του προσώπου της άλλαξε. Το μόνο που είπε η κοπέλα ήταν «Καρ'α'κάρν», και κατόπιν πήγε πίσω μαζί με τις υπόλοιπες Κόρες. Έμοιαζε τόσο αξιοπρεπής ώστε θα έλεγε κανείς πως μιμείτο την Ντορίντα, ίσως και την Ντέιρα ακόμα. Η Σομάρα έκανε μια κίνηση χρησιμοποιώντας τη χειρομιλία και ξαφνικά όλες οι Κόρες κοκκίνισαν κι άρχισαν να δαγκώνουν τα χείλη τους σε μια προσπάθεια να μη σκάσουν στα γέλια. Όλες εκτός από την Τζαλάνι, η οποία είχε απλώς κοκκινίσει.

Το ποντς είχε τη γεύση δαμάσκηνου κι ο Ραντ θυμήθηκε την εποχή που ήταν παιδί και σκαρφάλωνε στους δενδρόκηπους, από την άλλη μεριά του ποταμού, για να κόψει τα γλυκά δαμάσκηνα... Έγειρε πίσω το κεφάλι του κι ήπιε το ρόφημα μονορούφι. Στους Δύο Ποταμούς υπήρχαν δαμασκηνιές αλλά όχι δενδρόκηποι, οι οποίοι σπάνιζαν πλέον στις όχθες οποιουδήποτε ποταμού. Κράτα τις καταραμένες αναμνήσεις για τον εαυτό σον, γρύλισε προς τον Λουζ Θέριν. Ο άντρας μέσα στο κεφάλι του χαχάνισε νευρικά.

Ο Μπασίρε κοίταξε βλοσυρός τις Κόρες, έριξε μια ματιά στον Μπάελ και στις συζύγους του, ανέκφραστες σαν πέτρες, και κούνησε το κεφάλι του. Δεν τα πήγαινε άσχημα με τον Μπάελ, αλλά γενικά οι Αελίτες τού προκαλούσαν αμηχανία. «Καλά, αφού κανείς δεν μου προσφέρει ποτό», είπε. Σηκώθηκε και πήγε να αυτοεξυπηρετηθεί. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά, υγραίνοντας τα βαριά του μουστάκια. «Δροσιστικό. Ο τρόπος κατάταξης που χρησιμοποιεί ο Τάιμ φαίνεται πως περιλαμβάνει κι όποιον προτίθεται να ακολουθήσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Μου παραχώρησε άφθονο στρατό, άντρες που στερούνται αυτό που χρειάζονται οι δικοί σας, οι Άσα’μαν. Όλοι περιγράφουν εντυπωσιασμένοι το πέρασμα μέσα από τις τρύπες του αέρα, αλλά κανείς τους δεν βρέθηκε ποτέ κοντά στον Μαύρο Πύργο. Μοιράζομαι τις σκέψεις του νεαρού Ματ».

Ο Ραντ έκανε μια αδιάφορη κίνηση με το άδειο του κύπελλο. «Μίλησέ μου για την Ντυέλιν». Η Ντυέλιν του Οίκου Τάραβιν ήταν η αμέσως επόμενη στη σειρά για τον θρόνο, σε περίπτωση που πάθαινε κάτι η Ηλαίην, αλλά της είχε πει πως θα έφερνε την Ηλαίην στο Κάεμλυν. «Αν νομίζει πως μπορεί να καταλάβει τον Θρόνο του Λιονταριού, θα της βρω κι αυτής μια φάρμα».

«Να καταλάβει τον θρόνο;» είπε δύσπιστα η Ντέιρα, κι ο σύζυγος της γέλασε ηχηρά.

«Οι τρόποι των υδροβίων μού είναι σχεδόν ακατανόητοι», είπε ο Μπάελ, «αλλά δεν νομίζω να έχει κάνει κάτι τέτοιο».

«Τουναντίον». Ο Ντάβραμ έφερε την κανάτα για να ξαναγεμίσει με ποντς την κούπα του Ραντ. «Κάποιοι ελάσσονες άρχοντες κι αρχόντισσες που πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να έχουν την εύνοιά της, διακήρυξαν υπέρ της στο Αρινγκίλ. Η Αρχόντισσα Ντυέλιν κινείται γοργά. Μέσα σε τέσσερις μέρες κρέμασε τους δύο ηγέτες, με την κατηγορία της προδοσίας απέναντι στην Κόρη-Διάδοχο Ηλαίην και διέταξε να μαστιγωθούν άλλοι είκοσι». Κακάρισε, εγκρίνοντας τις ενέργειές της, ενώ η γυναίκα του ρουθούνισε περιφρονητικά. Αν ήταν στο χέρι της, θα γέμιζε τον τόπο με αγχόνες από το Αρινγκίλ μέχρι το Κάεμλυν.

«Τότε, τι είναι όλα αυτά που ακούστηκαν ότι κυβερνά το Άντορ;» ρώτησε ο Ραντ απαιτητικά. «Κι ότι φυλάκισε την Ελένια και τη Νάεαν;»

«Πρόκειται για αυτές που σφετερίστηκαν τον θρόνο», απάντησε η Ντέιρα, με τα σκοτεινά της μάτια να γυαλίζουν γεμάτα οργή.

Ο Μπασίρε ένευσε. Ήταν αρκετά πιο ήρεμος τώρα. «Μόλις πριν από τρεις μέρες, όταν έφθασε η είδηση της στέψης της Κολαβήρ, οι φήμες από την Καιρχίν ότι κατευθυνόσουν στην Ταρ Βάλον έμοιαζαν πιο αληθοφανείς. Με το εμπόριο να ξαναζωντανεύει, τα περιστέρια στον ουρανό ανάμεσα στην Καιρχίν και το Κάεμλυν πύκνωσαν τόσο πολύ ώστε θα μπορούσες να περπατήσεις στις ράχες τους». Απίθωσε την κανάτα και γύρισε πίσω, στο κάθισμά του. «Η Νάεαν διεκδίκησε τον Θρόνο του Λιονταριού το πρωί, η Ελένια πριν από το μεσημέρι και, γύρω στο δειλινό, η Ντυέλιν, ο Πέλιβαρ και ο Λούαν συνέλαβαν και τις δύο. Το επόμενο πρωινό παραχώρησαν την Αντιβασιλεία στην Ντυέλιν, στο όνομα της Ηλαίην, μέχρι την επιστροφή της τελευταίας. Οι περισσότεροι Οίκοι του Άντορ δήλωσαν υποστήριξη στην Ντυέλιν. Πιστεύω πως μερικοί θα ήθελαν να τη δουν στον θρόνο, αλλά το Αρινγκίλ αναγκάζει ακόμα και τους ισχυρότερους να προσέχουν τα λόγια τους». Κλείνοντας το ένα του μάτι, ο Μπασίρε έδειξε τον Ραντ. «Εσένα δεν σε αναφέρουν καθόλου. Αν αυτό είναι καλό ή κακό, μόνο κάποιο σοφότερο κεφάλι από το δικό μου μπορεί να το κρίνει».

Η Ντέιρα τού χάρισε ένα ψυχρό χαμόγελο, κοιτώντας τον κάπως ψηλομύτικα. «Αυτοί οι... χαμερπείς... Τους επέστρεψες να κάνουν ελεύθερη χρήση του παλατιού κι αυτοί φαίνεται πως το έσκασαν από την πόλη. Οι φήμες λένε πως μερικοί έφυγαν ακόμα κι από το ίδιο το Άντορ. Θα έπρεπε να ξέρεις, μια κι αυτοί ήταν πίσω από τις πράξεις της Ελένια ή της Νάεαν».

Ο Ραντ τοποθέτησε προσεκτικά τη γεμάτη του κούπα στο δάπεδο, δίπλα στο κάθισμα. Είχε επιτρέψει να παραμείνουν ο Λιρ, η Αρυμίλα κι οι υπόλοιποι σε μια προσπάθεια να αναγκάσει την Ντυέλιν κι όσους την υποστήριζαν να συνεργαστούν μαζί του. Δεν έπρεπε να αφήσουν το Άντορ σε κάποιον σαν τον Άρχοντα Λιρ. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου και με την επιστροφή της Ηλαίην, τα πράγματα θα έστρωναν. Προς το παρόν πάντως, όλα έμοιαζαν να κινούνται με γοργούς ρυθμούς, να ξεγλιστρούν μέσα από τα δάχτυλά του, αν κι υπήρχαν μερικά πράγματα που μπορούσε ακόμα να ελέγξει.

«Ο Φέντγουιν, από δω, είναι Άσα'μαν», είπε. «Μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μου στην Καιρχίν, αν χρειαστεί». Έριξε ένα άγριο βλέμμα στη Μελαίν, η οποία του αντιγύρισε μια μειλίχια ματιά. Η Ντέιρα κοιτούσε τον Φέντγουιν σαν να έβλεπε έναν ψόφιο αρουραίο που είχε πετάξει στο χαλάκι της ένα σκυλί. Ο Ντάβραμ με τον Μπάελ φαίνονταν πιο σκεπτικοί κι ο Φέντγουιν πάσχισε να κορδωθεί κάτω από την εξεταστική τους ματιά. «Μην πείτε σε κανέναν ποιος είναι», συνέχισε ο Ραντ. «Σε κανέναν. Γι’ αυτό δεν φοράει μαύρα. Απόψε, θα πάρω άλλους δύο στον Άρχοντα Σεμάραντρεντ και στον Υψηλό Άρχοντα Γουίραμον. Θα τους χρειαστούν όταν θα αντιμετωπίσουν τον Σαμαήλ στους Λόφους του Ντόιρλον. Μου φαίνεται πως η Καιρχίν θα με απασχολήσει λίγο ακόμα». Ίσως και το Άντορ.

«Αυτό σημαίνει πως, επιτέλους, θα εξαπολύσεις τις λόγχες;» ρώτησε ο Μπάελ. «Θα δώσεις τη διαταγή απόψε;»

Ο Ραντ ένευσε καταφατικά κι ο Μπασίρε άφησε ένα ηχηρό γέλιο. «Ε, αυτό σηκώνει κρασί. Θα σήκωνε, δηλαδή, αν δεν ήταν τόσο ζεστό που να μετατρέπει το αίμα σε χυλό». Το γέλιο μετατράπηκε σε γκριμάτσα. «Που να πάρει, μακάρι να μπορούσα να παρευρίσκομαι εκεί. Πάντως, δεν είναι κι ευκαταφρόνητη η προσπάθεια να κρατήσεις το Κάεμλυν για λογαριασμό του Αναγεννημένου Δράκοντα».

«Πάντα θέλεις να είσαι παρών όταν τα ξίφη γυμνώνονται, άντρα μου». Η Ντέιρα ακουγόταν αρκετά τρυφερή.

«Το πέμπτο», είπε ο Μπάελ. «Θα επιτρέψεις το πέμπτο στο Ιλιαν όταν πέσει ο Σαμαήλ;» Το Αελίτικο έθιμο επέτρεπε να παίρνουν το ένα πέμπτο των λαφύρων με τη βία και τη χρήση όπλων, αλλά ο Ραντ το είχε απαγορέψει εδώ, στο Κάεμλυν. Του ήταν αδύνατον να παραδώσει στην Ηλαίην μια τόσο λεηλατημένη πόλη.

«Θα έχουν το πέμπτο», απάντησε ο Ραντ, αλλά το μυαλό του δεν το απασχολούσε ούτε ο Σαμαήλ ούτε το Ίλιαν. Φέρε την Ηλαίην το γρηγορότερο, Ματ. Η σκέψη τριβέλιζε το κεφάλι του, παρέα με το κακάρισμα του Λουζ Θέριν. Φέρ' τη γρήγορα, προτού το Άντορ κι η Καιρχίν ανατιναχτούν μπροστά στα μάτια μου.

Загрузка...