Η Μεράνα ακολουθούσε κατά πόδας την Κάντσουεϊν, απ' όσο πιο κοντά τολμούσε τουλάχιστον, με εκατοντάδες ερωτήσεις να ξεπηδούν στο μυαλό της. Η Κάντσουεϊν, ωστόσο, δεν ήταν από τις γυναίκες που ανέχονταν πίεση. Αυτή αποφάσιζε σε ποιον θα έστρεφε την προσοχή της και πότε. Η Ανούρα παρέμενε εξίσου σιωπηλή· κι οι δυο τους ακολουθούσαν την Κάντσουεϊν στους διαδρόμους του παλατιού, κατεβαίνοντας σκάλες από στιλπνό μάρμαρο, που στη συνέχεια τις αντικαθιστούσαν άλλες από απλή μαύρη πέτρα. Η Μεράνα αντάλλαζε ματιές με την Γκρίζα αδελφή της κι αισθάνθηκε έναν στιγμιαίο πανικό. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήξερε διόλου τη γυναίκα, αλλά η Ανούρα είχε το ατσάλινο βλέμμα του κοριτσιού που πηγαίνει στην Κυρά των Μαθητευομένων, αποφασισμένη να φανεί γενναία. Ωστόσο, ούτε μαθητευόμενες ήταν, ούτε παιδάκια. Άνοιξε το στόμα της να μιλήσει -και το έκλεισε ξανά, πτοημένη από τον γκρίζο κότσο που αναπηδούσε μπροστά της, με τα κρεμαστά φεγγάρια, τα άστρα, τα πουλιά και τα ψάρια. Η Κάντσουεϊν ήταν... η Κάντσουεϊν.
Η Μεράνα την είχε συναντήσει μια φορά στο παρελθόν, ή, τουλάχιστον, την είχε ακούσει κι είχαν ανταλλάξει λίγες κουβέντες, όταν ακόμα ήταν μαθητευόμενη. Οι αδελφές έρχονταν να δουν τη γυναίκα εκ μέρους των Άτζα, γεμάτες δέος που ήταν δύσκολο να κρύψουν. Κάποτε, η Κάντσουεϊν Μελάιντριν αποτελούσε το κριτήριο βάσει του οποίου κάθε μαθητευόμενη θα κρινόταν κατάλληλη για να περαστεί στα ανάλογα βιβλία. Μέχρι την έλευση της Ηλαίην Τράκαντ, καμιά άλλη δεν είχε έλθει στον Λευκό Πύργο που να εκπλήρωνε τις ανάλογες προϋποθέσεις, πόσω μάλλον να τις ξεπερνούσε κιόλας. Καμιά άλλη σαν κι αυτή δεν είχε εμφανιστεί ανάμεσα στις Άες Σεντάι εδώ και χίλια χρόνια. Η άρνηση να δεχτείς να σε επιλέξουν ως Καθήμενη ήταν κάτι ανήκουστο, ωστόσο ψιθυριζόταν πως είχε αρνηθεί, και μάλιστα δύο φορές τουλάχιστον. Λεγόταν πως είχε απορρίψει με βδελυγμία να τεθεί επικεφαλής του Πράσινου Άτζα κι ότι κάποτε είχε εξαφανιστεί από τον Πύργο επί δέκα χρόνια, επειδή η Αίθουσα σκόπευε να την ανακηρύξει Άμερλιν. Φυσικά, δεν είχε περάσει ούτε μέρα παραπάνω απ' όσο ήταν απαραίτητο στην Ταρ Βάλον. Οι φήμες σχετικά με την Κάντσουεϊν κατέφθασαν και στον Πύργο, ιστορίες που άφηναν τις αδελφές εμβρόντητες, περιπέτειες που έκαναν όσες ονειρεύονταν το επιτραχήλιο να ριγούν. Θα μπορούσε να βάλει τέλος σε έναν θρύλο των Άες Σεντάι. Αν δεν το είχε κάνει ήδη.
Το επώμιο στόλιζε τη Μεράνα για περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια όταν η Κάντσουεϊν ανακοίνωσε πως αποσύρεται. Τα μαλλιά της είχαν ήδη γκριζάρει για τα καλά κι όλοι τη θεωρούσαν νεκρή από καιρό όταν ξέσπασε ο Πόλεμος των Αελιτών είκοσι πέντε χρόνια μετά, αλλά, πριν ακόμα συμπληρωθούν τρεις μήνες μαχών, αυτή επανεμφανίστηκε συνοδευόμενη από δύο Προμάχους, παλαίμαχους μεν αλλά σκληρούς σαν ατσάλι. Ψιθυριζόταν πως η Κάντσουεϊν είχε διαχρονικά περισσότερους Προμάχους απ' όσα παπούτσια είχαν οι αδελφές. Όταν οι Αελίτες υποχώρησαν από την Ταρ Βάλον, η γυναίκα αποσύρθηκε ξανά, αν και μερικοί ισχυρίστηκαν μισοαστεία μισοσοβαρά ότι η Κάντσουεϊν δεν επρόκειτο να πεθάνει όσο ακόμα υπήρχε περιπέτεια στον κόσμο.
Κάτι τέτοιες ανοησίες κυκλοφορούν μεταξύ των μαθητευομένων, υπενθύμισε η Μεράνα στον εαυτό της. Ακόμα κι εμείς, τελικά, θα πεθάνουμε. Ωστόσο, η Κάντσουεϊν εξακολουθούσε να είναι η Κάντσουεϊν. Και να μην έδυε ο ήλιος απόψε, αν δεν ήταν μία από τις αδελφές που είχαν εμφανιστεί στην πόλη ύστερα από τη σύλληψη του αλ'Θόρ. Η Μεράνα μετακίνησε το χέρι της για να τακτοποιήσει το επώμιο της και συνειδητοποίησε ότι το είχε αφήσει σε ένα κρεμαστάρι στο δωμάτιό της. Τι γελοίο. Δεν χρειαζόταν υπενθύμιση για το ποια ήταν. Απλώς, αν ήταν κάποια άλλη εκτός από την Κάντσουεϊν...
Ένα ζευγάρι Σοφές που στέκονταν στο άνοιγμα ενός διασταυρούμενου διαδρόμου τις παρακολουθούσαν να περνούν, με μάτια ψυχρά και πρόσωπα πέτρινα κάτω από τα μαύρα μαντίλια τους. Η Εντάρα κι η Λέιν. Αμφότερες μπορούσαν να διαβιβάσουν, και μάλιστα με αρκετή ένταση. Θα είχαν φτάσει πολύ ψηλά, αν είχαν πάει στον Πύργο όσο ακόμα ήταν κοριτσάκια. Η Κάντσουεϊν τις προσπέρασε χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στο αποδοκιμαστικό ύφος των αδέσποτων, κάτι που έκανε η Ανούρα, μουρμουρίζοντας κάτι συνοφρυωμένη, με τις λεπτές της πλεξούδες να ταλαντεύονται καθώς κουνούσε το κεφάλι της. Η Μεράνα κράτησε το βλέμμα της χαμηλωμένο στα πλακάκια του δαπέδου.
Αναμφίβολα, ο κλήρος θα έπεφτε στην ίδια, να εξηγήσει στην Κάντσουεϊν τον... συμβιβασμό... στον οποίο είχαν καταλήξει με τις Σοφές χτες το βράδυ, προτού εκείνη κι οι υπόλοιπες φτάσουν στο Παλάτι. Η Ανούρα δεν ήξερε τίποτα -δεν είχε συμμετάσχει- κι η Μεράνα δεν είχε πολλές ελπίδες ότι θα εμφανιζόταν η Ραφέλα ή η Βέριν ή οποιοσδήποτε άλλος, στον οποίον θα είχε τη δυνατότητα να επιρρίψει την ευθύνη. Κατά κάποιον τρόπο, επρόκειτο όντως για συμβιβασμό, και μάλιστα τον καλύτερο που μπορούσαν να πετύχουν δεδομένων των συνθηκών. Ωστόσο, δεν σταμάτησε στιγμή να αναρωτιέται κατά πόσον θα το έβλεπε έτσι η Κάντσουεϊν. Ευχήθηκε να μη χρειαζόταν να προσπαθήσει να την πείσει η ίδια. Καλύτερα να σέρβιρε τσάι επί έναν ολόκληρο μήνα σε εκείνους τους καταραμένους. Μακάρι να πρόσεχε τα λόγια της όταν είχε μιλήσει στον νεαρό αλ'Θόρ. Μπορεί να γνώριζε τον λόγο που την είχε αναγκάσει να του σερβίρει τσάι, αλλά αυτό δεν ήταν βάλσαμο στο ότι την είχε αποκλείσει από κάθε πιθανό πλεονέκτημα που μπορεί να είχε. Προτιμούσε πολύ περισσότερο να σκέφτεται πως είχε αιχμαλωτιστεί σε κάποια τα'βίρεν περιδίνηση του Σχήματος, παρά να πιστεύει ότι τα μάτια ενός νεαρού άντρα -σαν γκριζογάλανα πετράδια- την έκαναν να μωρολογεί από φόβο. Όπως και να έχει, όμως, αυτή του είχε προσφέρει όλα τα πλεονεκτήματα σερβιρισμένα σε δίσκο. Ευχήθηκε να...
Οι ευχές είναι για τα παιδιά. Είχε διαπραγματευτεί αναρίθμητες συμφωνίες, αρκετές από τις οποίες είχαν καταλήξει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Είχε τερματίσει τρεις πολέμους κι είχε σταματήσει περισσότερους από άλλους είκοσι προτού καν ξεσπάσουν. Επίσης, είχε βρεθεί αντιμέτωπη με βασιλιάδες, βασίλισσες και στρατηγούς, καταφέρνοντας να τους λογικέψει. Ωστόσο... Υποσχέθηκε στον εαυτό της πως δεν θα παραπονιόταν ούτε στο ελάχιστο, ανεξαρτήτως του πόσο συχνά αυτός ο άντρας θα την έβαζε να παίζει τον ρόλο της υπηρέτριας, ακόμα κι αν η Σέονιντ, η Μασούρι, η Φέλντριν ή οποιοσδήποτε άλλος ξεπηδούσε από τη γωνία. Μα το Φως! Μακάρι να ανοιγόκλεινε τα μάτια της και να ανακάλυπτε πως όλα, αφότου έφυγε από το Σαλιντάρ, ήταν ένα κακό όνειρο.
Παραδόξως, η Κάντσουεϊν τις οδήγησε στο μικρό δωμάτιο που μοιράζονταν η Μπέρα με την Κιρούνα, βαθιά, στα έγκατα του Παλατιού, εκεί που ζούσαν οι υπηρέτες. Ένα ερμητικά κλειστό παράθυρο, τοποθετημένο ψηλά στον τοίχο, ωστόσο στο ίδιο ύψος με το λιθόστρωτο του κήπου, άφηνε να περάσει μια λεπτή δεσμίδα φωτός, όμως κατά τα άλλα το δωμάτιο έμοιαζε σκοτεινό και καταθλιπτικό. Μανδύες, δισάκια και μερικά ρούχα κρέμονταν από καρφιά βαλμένα στους ραγισμένους και κιτρινισμένους, γύψινους τοίχους. Διάφορα κοπίδια είχαν καταστρέψει το γυμνό ξύλινο πάτωμα, αν κι είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες να το λειάνουν. Ένα μικρό και διαλυμένο στρογγυλό τραπεζάκι στεκόταν σε μια γωνία κι ένας εξίσου διαλυμένος νιπτήρας σε μια άλλη, με μια πελεκημένη λεκάνη και μια κανάτα. Το βλέμμα της Μεράνα έπεσε στο μικρό κρεβάτι. Δεν έμοιαζε και πολύ στενότερο απ' αυτό που αναγκάστηκε να μοιραστεί με τη Σέονιντ και τη Μασούρι, δύο πόρτες πιο κάτω. Το δωμάτιο αυτό ήταν μεγαλύτερο κατά ένα βήμα περίπου σε μήκος και πλάτος, αλλά σίγουρα όχι κατάλληλο για τρία άτομα. Η Κόιρεν κι οι υπόλοιπες που κρατούνταν ακόμα αιχμάλωτες στις Αελίτικες σκηνές πιθανόν να ένιωθαν πιο άνετα.
Ούτε η Μπέρα ούτε η Κιρούνα ήταν παρούσες, παρά μόνο η Ντάιγκιαν, μια πλαδαρή, ωχρή γυναίκα που φορούσε μια λεπτή ασημένια αλυσίδα στα μακριά μαύρα της μαλλιά με μια στρογγυλή φεγγαρόπετρα να κρέμεται από το μέσον του μετώπου της. Το σκοτεινό, Καιρχινού στυλ φόρεμά της έφερε τέσσερις λεπτές χρωματιστές λωρίδες κατά μήκος του μπούστου της κι εκείνη είχε προσθέσει χαρακιές στη φούστα της, λευκές για να παραπέμπουν στο Άτζα της. Ήταν η νεότερη θυγατέρα κάποιου από τους κατώτερους Οίκους και θεωρούσε ανέκαθεν τη Μεράνα στραβομουτσουνιασμένη περιστερά. Μόλις μπήκε μέσα η Κάντσουεϊν, η Ντάιγκιαν στάθηκε προσοχή, γεμάτη προσδοκία.
Μόνο ένα κάθισμα υπήρχε στο δωμάτιο, κάτι σαν σκαμνί με μια υποψία ράχης. Η Κάντσουεϊν κάθισε κι άφησε έναν αναστεναγμό. «Τσάι, παρακαλώ. Δύο γουλιές από αυτό που σέρβιρε το αγόρι, κι η γλώσσα μου δεν θα διέφερε από σόλα».
Η λάμψη του σαϊντάρ, αν και αμυδρή, περικύκλωσε αμέσως την Ντάιγκιαν, και μια βαθουλωτή τσίγκινη τσαγιέρα ανασηκώθηκε από το τραπέζι, ενώ μια ροή Φωτιάς ζέσταινε το νερό καθώς η γυναίκα άνοιγε ένα μικρό σεντούκι τσαγιού με ορειχάλκινη επένδυση.
Μη έχοντας πού αλλού να κάτσει, η Μεράνα κάθισε στο κρεβάτι, τακτοποιώντας τη φούστα της και μετακινώντας το ασουλούπωτο στρώμα, ενώ προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της. Ίσως να ήταν κι η σημαντικότερη διαπραγμάτευση στην οποία είχε συμμετάσχει ποτέ. Ένα λεπτό αργότερα, η Ανούρα ήρθε κοντά της, κουρνιάζοντας στην άκρη του στρώματος.
«Κρίνοντας από την παρουσία σου, Μεράνα», είπε ξαφνικά η Κάντσουεϊν, «συμπεραίνω πως τα λόγια του αγοριού περί υποταγής στην Ελάιντα είναι ψευδή. Μην εκπλήσσεσαι, παιδί μου. Τι νόμιζες, ότι δεν ήξερα τους... συνδέσμους σου;» Πρόφερε τη λέξη αυτή με τόσο αλλοιωμένη φωνή, ώστε την έκανε να ακουστεί σαν βρωμερή βρισιά, από αυτές που μόνο οι στρατιώτες χρησιμοποιούν. «Κι εσύ, Ανούρα;»
«Βρίσκομαι εδώ για να συμβουλέψω την Μπερελαίν, αν κι η αλήθεια είναι πως αγνόησε τη συμβουλή μου με το που ήρθε εδώ εξ αρχής». Η Ταραμπονέζα κρατούσε ψηλά το κεφάλι της κι η φωνή της έσφυζε από αυτοπεποίθηση. Ωστόσο, δεν έπαψε στιγμή να τρίβει τους κροτάφους της. Δεν θα τα πήγαινε καλά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αν η ίδια άφηνε να φανούν τα συναισθήματά της. «Για τις υπόλοιπες», συνέχισε προσεκτικά, «δεν έχω αποφασίσει ακόμα».
«Πολύ σοφή απόφαση», μουρμούρισε η Κάντσουεϊν, κοιτώντας τη Μεράνα με διεισδυτικό βλέμμα. «Φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια αρκετές αδελφές έχουν ξεχάσει ότι διαθέτουν μυαλό ή σύνεση. Μια εποχή, οι Άες Σεντάι αποφάσιζαν με ηρεμία και περίσκεψη, βάζοντας πάνω απ' όλα το καλό του Πύργου. Απλώς, θυμήσου, Ανούρα, τι έπαθε εκείνο το κορίτσι, η Σάντσε, που μπλέχτηκε στα δίχτυα του αλ'Θόρ. Όσο πιο κοντά πλησιάζεις στο καμίνι, τόσο περισσότερο κινδυνεύεις να καείς».
Η Μεράνα ανασήκωσε το πηγούνι της, κάνοντας ελαφρές κινήσεις με τον λαιμό της για να χαλαρώσει την ένταση. Συνειδητοποιώντας τι κάνει, σταμάτησε αμέσως. Η γυναίκα στεκόταν από πάνω της, ψηλότερη από κάθε άλλη αδελφή. «Αν μου επιτρέπεις...» είπε άτολμα, αλλά θα ήταν χειρότερα αν σταματούσε κι άρχιζε την πρόταση από την αρχή, «...τι σκοπεύεις να κάνεις, Κάντσουεϊν;» Έδινε πραγματική μάχη για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της. «Είναι προφανές πως... μέχρι στιγμής... κρατάς μια απόσταση. Για ποιον λόγο αποφάσισες να... προσεγγίσεις ... τον αλ'Θόρ ειδικά τη συγκεκριμένη στιγμή; Φάνηκε να στερείσαι... διπλωματικότητας... απέναντί του».
«Μόνο χαστούκι που δεν του έδωσες», ξεπετάχτηκε η Ανούρα, κι η Μεράνα κοκκίνισε. Μεταξύ των δυο τους, η Ανούρα ήταν σίγουρα αυτή που τα πήγαινε λιγότερο καλά με την Κάντσουεϊν, αλλά, αν μη τι άλλο, δεν έπεφτε σε ατοπήματα.
Η Κάντσουεϊν κούνησε το κεφάλι της σαν να τη λυπόταν. «Αν θες να δεις από τι είναι φτιαγμένος ένας άντρας, ζόρισέ τον όταν δεν θα το περιμένει. Νομίζω πως ο νεαρός είναι φτιαγμένος από γερή στόφα, αλλά θα είναι δύσκολος». Ενώνοντας τα δάχτυλά της έτσι ώστε να σχηματίζουν κώνο, η γυναίκα κοίταξε συλλογισμένη πέρα από αυτά, στον απέναντι τοίχο. «Η οργή του είναι αρκετή για να κατακάψει τον κόσμο όλο, και δεν θέλει και πολύ για να την εξαπολύσει. Ζόρισέ τον λιγάκι και... Πφφ! Ο αλ'Θόρ δεν είναι ακόμα τόσο σκληραγωγημένος όσο ο Λογκαίν Άμπλαρ ή ο Μάζριμ Τάιμ, αλλά εκατό φορές δυσκολότερος, φοβάμαι». Στο άκουσμα και μόνο αυτών των τριών ονομάτων, η γλώσσα της Μεράνα κόλλησε στον ουρανίσκο της.
«Έχεις συναντήσει τον Λογκαίν και τον Τάιμ;» ρώτησε εμβρόντητη η Ανούρα. «Άκουσα πως ο Τάιμ ακολουθεί τον αλ'Θόρ». Η Μεράνα μπόρεσε να καταπνίξει έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Οι ιστορίες των Πηγαδιών του Ντουμάι δεν είχαν προλάβει ακόμα να διαδοθούν παντού. Ήταν, όμως, απλώς ζήτημα χρόνου.
«Έχω κι εγώ αυτιά, κι οι διάφορες φήμες δεν μου ξεφεύγουν, Ανούρα», είπε γεμάτη δριμύτητα η Κάντσουεϊν. «Αν και, με όσα άκουσα γι' αυτούς τους δύο, μακάρι να μου ξέφευγαν και μερικές. Όλη μου η δουλειά πήγε στον βρόντο, κι άλλες πιθανότατα. Άσε που υπάρχουν κι αυτοί οι μαυροντυμένοι, αυτοί οι Άσα'μαν». Πήρε μια κούπα από την Ντάιγκιαν, χαμογέλασε ζεστά και μουρμούρισε ένα ευχαριστώ. Η στρουμπουλή Λευκή φάνηκε έτοιμη να υποκλιθεί, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να αποσυρθεί σε μια γωνία και να κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια. Υπήρξε μαθητευόμενη και Αποδεχθείσα περισσότερο από κάθε άλλη και μόλις που της επέτρεπαν να παραμείνει στον Πύργο, καθώς είχε κερδίσει το δαχτυλίδι και το επώμιο με νύχια και με δόντια. Η Ντάιγκιαν ήταν ανέκαθεν ταπεινόφρων παρουσία των άλλων αδελφών.
Ανασαίνοντας τον αχνό από την κούπα της, η Κάντσουεϊν συνέχισε να μιλάει, με πιο ευχάριστο τόνο αυτή τη φορά. «Ουσιαστικά, ο Λογκαίν ήταν η αιτία που μου τράβηξε την προσοχή από τα τριαντάφυλλά μου. Πφφ! Μια συμπλοκή στη μάντρα θα ήταν αρκετή για να με αποσπάσει από αυτά τα τρισκατάρατα φυτά. Τι νόημα έχει να μπορείς να χρησιμοποιείς τη Δύναμη, αλλά να μην το κάνεις και να έχεις δέκα χιλιάδες αγκάθια για κάθε... Πφφ! Σκέφτηκα σοβαρά να πάρω τον όρκο του Κυνηγού, αν δεν είχε αντίρρηση το Συμβούλιο των Εννέα. Τέλος πάντων. Ήταν όμορφοι εκείνοι οι μήνες που κατεδίωκα τον Λογκαίν, αλλά, από τη στιγμή που τον τσάκωσα, η πρόκληση να τον συνοδεύσω μέχρι την Ταρ Βάλον ήταν μεγαλύτερη κι από το να επιστρέψω στα τριαντάφυλλά μου. Περιπλανήθηκα για λίγο, για να δω αν θα μπορούσα να βρω κάτι άλλο, ίσως έναν καινούργιο Πρόμαχο, αν και, με κάθε εντιμότητα απέναντι στον άντρα, πιστεύω πως είναι λίγο αργά για κάτι τέτοιο. Τότε ήταν που άκουσα για τον Τάιμ κι έφυγα το γρηγορότερο για τη Σαλδαία. Τίποτα δεν είναι πιο διεγερτικό από έναν άντρα με τη δυνατότητα της διαβίβασης». Ξαφνικά, τόσο η φωνή της όσο και το βλέμμα της σκλήρυναν. «Μήπως εσείς οι δύο είχατε καμιά ανάμειξη σε αυτήν την... αθλιότητα... αμέσως μετά τους Πολέμους των Αελιτών;»
Παρ' όλο που έκανε το παν για να το κρύψει, η Μεράνα αναπήδησε ξαφνιασμένη. Στη ματιά της άλλης γυναίκας έμοιαζαν να καθρεφτίζονται το ικρίωμα και το τσεκούρι του δήμιου. «Τι είδους αθλιότητα; Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς».
Το γεμάτο κατηγόρια βλέμμα χτύπησε την Ανούρα τόσο έντονα, που κόντεψε να πέσει από το στρώμα. «Τον Πόλεμο των Αελιτών;» είπε κοντανασαίνοντας και προσπαθώντας να δείξει ψύχραιμη. «Τα χρόνια που ακολούθησαν τα πέρασα πασχίζοντας να υλοποιήσω την αυτοαποκαλούμενη Μεγάλη Συμμαχία».
Η Μεράνα κοίταξε την Ανούρα με ενδιαφέρον. Αρκετές από τις αδελφές του Γκρίζου Άτζα είχαν αρχίσει να περιφέρονται από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα ύστερα από τον πόλεμο, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μη διαλυθεί η συμμαχία που είχε σχηματιστεί ενάντια στους Αελίτες, αλλά δεν ήξερε ότι η Ανούρα βρισκόταν ανάμεσά τους. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν μπορεί να ήταν κακή διαπραγματεύτρια. «Το ίδιο κι εγώ», είπε. Αξιοπρέπεια. Από τότε που πήρε στο κατόπι τον αλ'Θόρ από το Κάεμλυν, δεν της είχε μείνει και πολλή από δαύτη. Τα λίγα, έστω, υπολείμματα ήταν ιδιαίτερα πολύτιμα και δεν έπρεπε να τα χάσει τώρα. Μίλησε με φωνή ήρεμη και σταθερή. «Τι είδους αθλιότητα εννοείς, Κάντσουεϊν;»
Η γκριζομάλλα γυναίκα αγνόησε την ερώτηση, λες και δεν είχε προφέρει ποτέ τέτοια λέξη.
Για μια στιγμή, η Μεράνα αναρωτήθηκε μήπως ο νους της Κάντσουεϊν ταξίδευε αλλού. Δεν είχε ακούσει ποτέ να συμβαίνει σε αδελφή, αλλά οι περισσότερες Άες Σεντάι αποσύρονταν προς το τέλος της ζωής τους μακριά από τα στρατηγήματα και τις φασαρίες, που ήταν τόσο συνηθισμένα ανάμεσα στις αδελφές. Συχνά, μάλιστα, ξέκοβαν εντελώς από το περιβάλλον τους. Ποιος ξέρει τι τους συνέβαινε λίγο πριν από το τέλος; Μια φευγαλέα ματιά σε αυτό το καθαρό σταθερό βλέμμα, που την κοιτούσε πάνω από την κούπα με το τσάι, την απάλλαξε γρήγορα από κάθε παρόμοια ιδέα. Όπως και να είχε, όμως, μια αθλιότητα είκοσι ενός χρόνων, όποια και να ήταν, δεν θα μπορούσε να επηρεάζει τα σημερινά τεκταινόμενα. Κι η Κάντσουεϊν ακόμα δεν είχε απαντήσει στα ερωτήματα που της είχε υποβάλει. Τι σκόπευε να κάνει; Και γιατί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;
Πριν προλάβει η Μεράνα να ξαναρωτήσει, η πόρτα άνοιξε απότομα, φανερώνοντας την Μπέρα και την Κιρούνα, που τις συνόδευε η Κόρελε Χόβιαν. Η τελευταία ήταν μια λεπτοκαμωμένη Κίτρινη που έμοιαζε με αγόρι· είχε πυκνά μαύρα φρύδια και μια μάζα από ακατάστατα εβένινα μαλλιά, που της προσέδιδαν μια αγριωπή όψη, ανεξάρτητα από το πόσο προσεγμένα ήταν ντυμένη. Ήταν πάντα ντυμένη για χωριάτικο χορό, με πολλά κεντίδια στα μανίκια, στο μπούστο και τα πλάγια της φούστας της. Μετά βίας μπορούσε να κινηθεί, με τόσα άτομα στριμωγμένα στο στενό δωμάτιο. Η Κόρελε έμοιαζε να το διασκεδάζει, ό,τι κι αν γινόταν, αλλά το πλατύ χαμόγελο που ήταν τώρα χαραγμένο στο πρόσωπό της φανέρωνε ταυτόχρονα αμφιβολία και τάση να ξεσπάσει σε γέλια. Τα μάτια της Κιρούνα άστραψαν πάνω σε ένα πρόσωπο παγερής αλαζονείας, ενώ η Μπέρα έβγαζε καπνούς, με το στόμα κλεισμένο σφικτά και το μέτωπο ζαρωμένο. Μέχρι που αντίκρισαν την Κάντσουεϊν. Η Μεράνα υπέθεσε πως, για τα δικά τους δεδομένα, θα ήταν σαν να είχε βρεθεί η ίδια πρόσωπο με πρόσωπο με την Άλιντ Ντιφέλ ή τη Σεβλάνα Μεσάου ή ακόμα και με τη Μάμπριαμ εν Σερίντ. Τα μάτια τους γούρλωσαν κι η Κιρούνα έμεινε με το στόμα ανοικτό.
«Νόμιζα πως ήσουν νεκρή», είπε η Μπέρα με κομμένη την ανάσα.
Η Κάντσουεϊν ρουθούνισε οξύθυμα. «Έχω κουραστεί να το ακούω αυτό. Όποιος ανόητος το ξαναπεί θα ουρλιάζει εξαιτίας μου για μια βδομάδα». Η Ανούρα χαμήλωσε το βλέμμα κι άρχισε να κοιτάει τις μύτες των πασουμιών της.
«Δεν πάει το μυαλό σου πού τις ξετρύπωσα αυτές τις δύο», είπε η Κόρελε με τη ρυθμική Μουραντιανή προφορά της. Χτύπησε ελαφρά το πλάι τής ανασηκωμένης μύτης της, όπως έκανε όταν επρόκειτο να πει κάποιο αστείο ή κάτι που θεωρούσε η ίδια αστείο. Κόκκινες κηλίδες εμφανίστηκαν στα μάγουλα της Μπέρα, κι ακόμα μεγαλύτερες στης Κιρούνα. «Η Μπέρα από δω καθόταν πειθήνια σαν ποντικάκι κάτω από τα βλέμματα μισής ντουζίνας από αυτές τις αδέσποτες Αελίτισσες οι οποίες, ούτε λίγο ούτε πολύ, μου είπαν πως ήταν αδύνατον να έρθει μαζί μου μέχρις ότου η Σορίλεα -αυτή η μέγαιρα που σε κάνει να έχεις εφιάλτες- τελείωνε τις ιδιαίτερες συνομιλίες που είχε με την άλλη μαθητευόμενη. Την αγαπητή μας Κιρούνα».
Οι κηλίδες στα μάγουλα της Μπέρα και της Κιρούνα είχαν αναψοκοκκινίσει για τα καλά, καλύπτοντας σχεδόν όλο τους το πρόσωπο. Οι δύο γυναίκες δεν τολμούσαν να κοιτάξουν κανέναν κατάματα. Ακόμα κι η Ντάιγκιαν είχε καρφώσει το βλέμμα της επάνω τους.
Η Μεράνα ένιωσε υπέροχα κύματα ανακούφισης να την κατακλύζουν. Δεν χρειαζόταν πια να εξηγήσει η ίδια πώς ερμήνευσαν οι Σοφές τις διαταγές αυτού του αχρείου, του αλ'Θόρ, στις οποίες οι αδελφές έπρεπε σώνει και καλά να υπακούσουν. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν μαθητευόμενες, ούτε φυσικά ήταν ανάγκη να πάρουν μαθήματα. Τι θα μπορούσαν, άραγε, να διδάξουν μερικές αδέσποτες, εν ολίγοις απολίτιστες, στις Άες Σεντάι; Απλώς, στις Σοφές άρεσε ανέκαθεν να ξέρουν πού ταιριάζει καθένας. Όμως, ήταν τόσο απλό; Η Μπέρα με την Κιρούνα θα μπορούσαν κάλλιστα να πουν με ποιον τρόπο γελάει ο αλ'Θόρ -πώς γελάει!- άσχετα με το αν γι' αυτόν δεν είχε καμία σημασία, και το μόνο που περίμενε από τις ίδιες ήταν να δείχνουν υπακοή, σαν μαθήτριες. Σε καμία δεν ήταν εύκολο να υποχωρεί, πόσω μάλλον στην Κιρούνα.
Ωστόσο, η Κάντσουεϊν δεν ζήτησε καμιά εξήγηση. «Περίμενα κάποια τέτοια προχειροδουλειά», είπε ξερά, «αλλά όχι κι ένα μάτσο σκουπίδια. Για να δούμε αν κατάλαβα τι ακριβώς συμβαίνει. Εσείς που επαναστατείτε ενάντια σε μια καθ' όλα νόμιμη Άμερλιν έχετε κάποια σχέση με αυτό το αγόρι, τον αλ'Θόρ κι, αν παίρνετε διαταγές από αυτές τις Αελίτισσες, πρέπει να υποθέσω ότι υπακούτε και στις δικές του». Άφησε ένα αηδιαστικό γρύλισμα, λες κι είχε καταπιεί μια μπουκιά σάπια δαμάσκηνα. Κουνώντας το κεφάλι της, κοίταξε την κούπα με το τσάι της κι έπειτα κάρφωσε τη ματιά της ξανά στις δύο γυναίκες. «Λοιπόν, μια προδοσία περισσότερη ή λιγότερη τι σημασία έχει; Η Αίθουσα μπορεί να σας κάνει να γονυπετήσετε και να ζητάτε μετάνοια μέχρι την έλευση της Τάρμον Γκάι'ντον, αλλά μπορεί να σας πάρει τα κεφάλια μόνο μία φορά. Κι οι υπόλοιπες, στο στρατόπεδο των Αελιτών; Να υποθέσω πως όλες τους είναι πιστές στην Ελάιντα; Έχουν περάσει κι αυτές από το στάδιο της... μαθητείας; Σε καμιά δεν επιτρέπεται να προσεγγίσει ούτε καν τις πρώτες σειρές των σκηνών. Αυτοί οι Αελίτες φαίνεται πως δεν χωνεύουν τις Άες Σεντάι».
«Δεν γνωρίζω, Κάντσουεϊν», αποκρίθηκε η Κιρούνα, τόσο αναψοκοκκινισμένη λες και θα έπιανε φωτιά. «Μας είχαν χωριστά». Τα μάτια της Μεράνα γούρλωσαν. Πρώτη φορά άκουγε την Κιρούνα να μιλάει με τέτοια ευλάβεια.
Η Μπέρα, αντιθέτως, πήρε μια βαθιά ανάσα. Στεκόταν ευθυτενής, αν κι η πόζα που είχε πάρει έδειχνε πως ήταν έτοιμη να εκτελέσει ένα δυσάρεστο έργο. «Η Ελάιντα δεν είναι...» άρχισε να λέει παθιασμένα.
«Απ' όσο μπορώ να καταλάβω, η Ελάιντα είναι υπερβολικά φιλόδοξη», την έκοψε η Κάντσουεϊν γέρνοντας μπροστά, τόσο απότομα που η Μεράνα κι η Ανούρα αποτραβήχτηκαν προς τη μεριά του κρεβατιού, μολονότι η γυναίκα δεν τις κοιτούσε. «Μπορεί να τρέφει τον όλεθρο μέσα της, αλλά δεν παύει να είναι η Έδρα της Άμερλιν, ανακηρυγμένη από την ίδια την Αίθουσα του Πύργου και σε πλήρη συμφωνία με τους νόμους του Πύργου».
«Αν η Ελάιντα είναι μια καθ' όλα νόμιμη Άμερλιν, γιατί δεν υπάκουσες στη διαταγή της να επιστρέψεις;» Το μόνο που μαρτυρούσε την έλλειψη αυτοκυριαρχίας της Μπέρα ήταν η ακινησία των χεριών της πάνω στη φούστα της. Μόνο μια έντονη προσπάθεια εκ μέρους της να μην πιάσει σφικτά τις πτυχές του φορέματος της ή να μην το ισιώσει ήταν ικανή να τα κρατάει τόσο ακίνητα.
«Ώστε, μία από εσάς έχει τσαγανό». Η Κάντσουεϊν γέλασε μαλακά, αλλά κανενός είδους ιλαρότητα δεν αντανακλάτο στα μάτια της. Έγειρε πίσω κι ήπιε μια γουλιά από το τσάι της. «Καθίστε κάτω τώρα. Έχω πολλές ερωτήσεις ακόμη να σας κάνω».
Η Μεράνα με την Ανούρα σηκώθηκαν, προσφέροντας τις θέσεις τους στο κρεβάτι, αλλά η Κιρούνα απέμεινε να κοιτάει την Κάντσουεϊν γεμάτη ανησυχία, ενώ η Μπέρα έριξε μια ματιά στη φίλη της, κουνώντας το κεφάλι της. Η Κόρελε έστρεψε ψηλά τα γαλανά της μάτια, χαμογελώντας πλατιά για κάποιον λόγο, αλλά η Κάντσουεϊν δεν φάνηκε να νοιάζεται.
«Οι μισές από τις φήμες που ακούω», είπε, «αφορούν στην απελευθέρωση των Αποδιωγμένων. Με όλα όσα έχουν συμβεί, δεν εκπλήσσομαι, αλλά τι αποδείξεις έχετε υπέρ ή κατά;»
Προτού περάσει πολλή ώρα, η Μεράνα ήταν ευχαριστημένη που είχε ξανακαθίσει, καθώς ένιωθε τα σωθικά της να στριφογυρίζουν διαρκώς. Η Κάντσουεϊν ρωτούσε και ξαναρωτούσε, πεταγόταν από το ένα θέμα στο άλλο, έτσι που ποτέ δεν ήξερες τι θα επακολουθούσε. Η Κόρελε ήταν ήρεμη, με εξαίρεση ένα γελάκι πού και πού ή κάποιο κούνημα του κεφαλιού, ενώ η Ντάιγκιαν δεν έκανε ούτε καν αυτό. Ο χειρότερος καταιγισμός ερωτήσεων έπληξε τη Μεράνα, την Μπέρα και την Κιρούνα, αλλά κι η Ανούρα δεν τη γλίτωσε. Κάθε φορά που η σύμβουλος της Μπερελαίν χαλάρωνε, νομίζοντας πως την είχε βγάλει καθαρή, η Κάντσουεϊν την τριβέλιζε ξανά.
Η γυναίκα ήθελε να μάθει τα πάντα: από την εξουσία που ασκούσε ο αλ'Θόρ στους Αελίτες μέχρι για ποιον λόγο μια Κυματοκυρά των Θαλασσινών είχε προσαράξει στο ποτάμι, από το αν η Μουαραίν ήταν όντως νεκρή μέχρι αν αληθεύει ότι ο νεαρός είχε ανακαλύψει ξανά το Ταξίδεμα κι αν η Μπερελαίν είχε συνευρεθεί ερωτικά μαζί του ή αν σκόπευε να το κάνει. Ήταν αδύνατον να φανταστεί κανείς τι είδους απαντήσεις περίμενε, εκτός από μία φορά, όταν έμαθε τον τρόπο με τον οποίο η Αλάνα είχε δεσμεύσει τον αλ'Θόρ. Τα χείλη της έγιναν μια λεπτή γραμμή και κοίταξε τόσο βλοσυρή τον απέναντι τοίχο, ώστε νόμιζες πως θα του άνοιγε τρύπα. Ενώ, όμως, όλες εξέφρασαν την αποστροφή τους, η Μεράνα σκέφτηκε την Κάντσουεϊν που έλεγε πως είχε σκοπό να πάρει άλλον Πρόμαχο.
Η συχνότερη απάντηση ήταν η άγνοια, αλλά δεν μπορούσε να κορέσει την ακατάσχετη πείνα της Κάντσουεϊν. Απαιτούσε να βγάλει από τη μύγα ξύγκι, να μάθει μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, ακόμα κι αν δεν ήξερες ότι τη γνώριζες. Κατάφεραν να κρατήσουν μερικά μυστικά, τα περισσότερα εκ των οποίων έπρεπε να παραμείνουν έτσι. Παρ' όλ' αυτά, βγήκαν στην επιφάνεια μερικά απρόσμενα πράγματα, κάποια ιδιαίτερα απρόσμενα ακόμα κι από την πλευρά της Ανούρα, η οποία, όπως αποδείχτηκε, λάμβανε πλήρεις αναφορές από την Μπερελαίν, σχεδόν από την ημέρα που η κοπέλα τράβηξε βορεινά. Η Κάντσουεϊν απαίτησε να της δοθούν απαντήσεις χωρίς η ίδια να δώσει καμία, κάτι που ανησύχησε πολύ τη Μεράνα. Παρακολουθούσε τα πρόσωπα γύρω της να παίρνουν εκφράσεις πεισματικές, αμυντικές κι απολογητικές, κι αναρωτήθηκε μήπως και το δικό της φάνταζε έτσι στις υπόλοιπες.
«Κάντσουεϊν». Έπρεπε να κάνει ακόμα μια προσπάθεια. «Πώς και πήρες την απόφαση να ενδιαφερθείς γι' αυτόν τη συγκεκριμένη στιγμή;» Ένα ατάραχο βλέμμα συνάντησε το δικό της για ένα λεπτό κι ύστερα η Κάντσουεϊν έστρεψε την προσοχή της στην Μπέρα και στην Κιρούνα.
«Ώστε, κατάφεραν να τον απαγάγουν μέσα από το παλάτι», είπε η γκριζομάλλα γυναίκα, κρατώντας με απλωμένο χέρι το ποτήρι της για να της το ξαναγεμίσει η Ντάιγκιαν. Σε καμία άλλη δεν είχε προσφερθεί τσάι. Η έκφραση κι ο τόνος της φωνής της Κάντσουεϊν ήταν τόσο ουδέτερα, που η Μεράνα ήταν έτοιμη να ξεριζώσει τα ίδια της τα μαλλιά. Δεν θα άρεσε καθόλου στον αλ'Θόρ όταν μάθαινε πως η Κιρούνα, έστω κι ακούσια, είχε αποκαλύψει τα πάντα σχετικά με την απαγωγή. Η Κάντσουεϊν χρησιμοποιούσε οτιδήποτε σου ξέφευγε κατά λάθος, προκειμένου να εκμαιεύσει περισσότερα απ' όσα σκόπευες να αποκαλύψεις. Τουλάχιστον, οι λεπτομέρειες της μεταχείρισης που έτυχε ο αλ'Θόρ δεν βγήκαν στη φόρα. Άλλωστε, είχε ξεκαθαρίσει πως θα ένιωθε ιδιαίτερη δυσαρέσκεια, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η Μεράνα ευχαρίστησε το Φως που η γυναίκα δεν παρέμενε πολλή ώρα σε ένα θέμα.
«Είστε σίγουρες πως ήταν ο Τάιμ; Είστε σίγουρες πως αυτοί οι μαυροντυμένοι δεν έφθασαν έφιπποι;» Η Μπέρα απάντησε διστακτικά κι η Κιρούνα συνοφρυωμένα. Ήταν σίγουρες μέχρις ενός σημείου. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν είχε δει τους Άσα'μαν να καταφθάνουν ή να φεύγουν κι η... τρύπα... μέσω της οποίας έφθασαν εδώ θα μπορούσε κάλλιστα να έχει δημιουργηθεί από τον αλ'Θόρ. Πράγμα διόλου ικανοποιητικό, βέβαια.
«Βάλτε το μυαλό σας να σκεφτεί! Υποτίθεται πως δεν είστε παιδούλες πια. Πφφ! Δεν μπορεί, κάτι θα προσέξατε».
Η Μεράνα ένιωθε άρρωστη. Εκείνη κι οι υπόλοιπες είχαν περάσει τη μισή νύχτα λογοφέροντας για το τι μπορεί να σήμαινε ο όρκος τους, προτού αποφασίσουν ότι σήμαινε ακριβώς αυτό που είχαν πει, χωρίς υπεκφυγές και παραθυράκια, μέσα από τα οποία μπορούσε κάποια να ξεγλιστρήσει. Στο τέλος, ακόμα κι η Κιρούνα παραδέχτηκε πως έπρεπε να υπερασπιστούν και να υποστηρίξουν τον αλ'Θόρ, όπως επίσης και να τον υπακούσουν. Ήταν ανεπίτρεπτο να υποχωρήσουν, έστω κι ελάχιστα. Το τι μπορεί να σήμαινε αυτό αναφορικά με την Ελάιντα και τις αδελφές που της είχαν δηλώσει πίστη, δεν αφορούσε κανέναν ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν. Το γεγονός και μόνο, ότι είχαν αποφασίσει κάτι, προκαλούσε αυτομάτως τον θαυμασμό. Αλλά η Μεράνα αναρωτιόταν κατά πόσον η Μπέρα ή η Κιρούνα είχαν συνειδητοποιήσει ό,τι κι η ίδια. Θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με έναν θρύλο, για να μην αναφέρουμε τις αδελφές, εκτός από την Κόρελε και την Ντάιγκιαν, που είχαν αποφασίσει να την ακολουθήσουν. Κι ακόμα χειρότερα... Η ματιά της Κάντσουεϊν σταμάτησε για λίγο επάνω της. Η γυναίκα δεν έδινε τίποτα κι απαιτούσε τα πάντα. Και το χειρότερο ήταν πως η Μεράνα ήταν σίγουρη ότι η Κάντσουεϊν το γνώριζε αυτό.
Διασχίζοντας βιαστικά τους διαδρόμους του παλατιού, η Μιν αγνόησε τους χαιρετισμούς αρκετών Κορών που γνώριζε. Απλώς, συνέχισε να τροχάζει χωρίς να τους ανταπαντά και χωρίς να σκέφτεται πως έτσι γινόταν αγενής. Δεν ήταν και πολύ εύκολο να περπατάει γρήγορα φορώντας μπότες με τακούνια. Τι ανοησίες έκαναν οι γυναίκες για να ευχαριστούν τους άντρες! Ο Ραντ, βέβαια, δεν της είχε ζητήσει ποτέ να φορέσει μπότες, αλλά, όταν τις έβαλε για πρώτη φορά, έχοντάς τον στο μυαλό της, παρατήρησε ότι χαμογέλασε. Μάλλον του άρεσαν. Μα το Φως, τι καθόταν και σκεφτόταν! Δεν έπρεπε να πάει στα διαμερίσματα της Κολαβήρ. Ριγώντας και πασχίζοντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της, άρχισε να τρέχει.
Ως συνήθως, κάμποσες Κόρες κάθονταν οκλαδόν δίπλα στις τεράστιες πόρτες με τους επίχρυσους ανατέλλοντες ήλιους. Τα σούφα τους κρέμονταν γύρω από τους ώμους τους και τα δόρατα ήταν ακουμπισμένα στα γόνατά τους, ωστόσο δεν υπήρχε τίποτα πρόχειρο επάνω τους. Δεν διέφεραν από λεοπαρδάλεις, έτοιμες να ξεσκίσουν ό,τι έμπαινε στον δρόμο τους. Συνήθως, οι Κόρες προκαλούσαν μια ακαθόριστη ανησυχία στη Μιν, παρ' όλο που ήταν φιλικές απέναντι της. Σήμερα, δεν θα την ένοιαζε ούτε αν ήταν καλυμμένες με πέπλα.
«Είναι κακοδιάθετος», την προειδοποίησε η Ρίαλιν, χωρίς όμως να κάνει καμιά κίνηση να τη σταματήσει. Η Μιν ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που είχαν το ελεύθερο να εισέλθουν στα ιδιαίτερα του Ραντ δίχως αναγγελία. Τακτοποίησε το πανωφόρι της και προσπάθησε να φανεί ψύχραιμη. Δεν ήταν σίγουρη για ποιον λόγο είχε έρθει εδώ, εκτός από το ότι ο Ραντ την έκανε να αισθάνεται ασφαλής. Που να τον έπαιρνε! Δεν χρειαζόταν σώνει και καλά κάποιον για να νιώσει ασφάλεια.
Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, μαρμάρωσε. Με μια αυτόματη κίνηση, έσπρωξε την πόρτα κι αυτή έκλεισε πίσω της. Ο χώρος ήταν σε αισχρή κατάσταση. Μερικά απαστράπτοντα θραύσματα κρέμονταν από το πλαίσιο του καθρέφτη, αλλά τα περισσότερα γυαλιά ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα. Η εξέδρα ήταν γερτή κι ο θρόνος που έστεκε επάνω της είχε μετατραπεί σε χρυσαφιά θρύψαλα στο σημείο που είχε προσκρούσει πάνω στον απέναντι τοίχο. Ένας από τους παραστάτες των φανών, φτιαγμένος από βαρύ σίδερο κάτω από την επίχρυση επένδυση, είχε συστραφεί σαν θηλιά. Ο Ραντ καθόταν σε ένα από τα μικρότερα καθίσματα, με τα μανίκια ανασηκωμένα, τα μπράτσα να κρέμονται από το κάθισμα, το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω κι ατενίζοντας την οροφή. Ατενίζοντας το κενό. Διάφορες εικόνες χόρευαν γύρω του και χρωματιστές αύρες τρεμόπαιζαν και σελάγιζαν. Σε αυτό έμοιαζε με τις Άες Σεντάι. Η Μιν δεν είχε ανάγκη τους Φωτοδότες όταν βρισκόταν εκεί κοντά ο Ραντ ή κάποια Άες Σεντάι. Ο άντρας δεν κουνήθηκε, καθώς η γυναίκα βημάτισε μέσα στο δωμάτιο. Έμοιαζε να μην την έχει προσέξει καν. Τα θρύψαλα του καθρέφτη συνθλίβονταν κάτω από τις μπότες της. Πράγματι, θα πρέπει να ήταν πολύ κακόκεφος.
Ωστόσο, δεν αισθάνθηκε καθόλου φόβο. Όχι για εκείνον, τουλάχιστον. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον Ραντ να της κάνει κακό. Όσα ένιωθε γι' αυτόν ήταν αρκετά, ώστε να εξαγνίσουν σχεδόν τη μνήμη των διαμερισμάτων της Κολαβήρ από το νου της. Εδώ και καιρό είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα πως ήταν απεγνωσμένα ερωτευμένη μαζί του. Τίποτε άλλο δεν είχε σημασία, ούτε καν το γεγονός πως εκείνος δεν ήταν παρά ένας ανεπιτήδευτος επαρχιώτης, νεότερος από την ίδια. Το ποιος ήταν δεν έπαιζε κανέναν ρόλο, ούτε και το γεγονός πως ήταν καταδικασμένος να τρελαθεί και να πεθάνει, αν δεν τον σκότωναν πρώτα. Δεν θα με ένοιαζε ακόμα κι αν τον μοιραζόμουν, σκέφτηκε, ξέροντας καλά την παγίδα στην οποία είχε πέσει, αν έλεγε ψέματα ακόμα και στον εαυτό της. Είχε ζοριστεί, αλλά στο τέλος το είχε αποδεχτεί. Η Ηλαίην διεκδικούσε ένα μέρος του, όπως κι η Αβιέντα, αυτή η γυναίκα που δεν είχε συναντήσει ακόμα. «Αν δεν μπορείς να διορθώσεις κάτι, τουλάχιστον μάθε να ζεις μαζί του», έτσι έλεγε η Θεία Τζαν. Κι ειδικά όταν το μυαλό σου έχει αρχίσει να φυραίνει. Μα το Φως, ανέκαθεν ήταν περήφανη για το κοφτερό της μυαλό.
Σταμάτησε πλάι σε ένα από τα καθίσματα, εκεί που το Σκήπτρο του Δράκοντα είχε μπηχτεί τόσο βαθιά στη ράχη του, ώστε η άκρη του εξείχε σχεδόν ένα μέτρο από την άλλη μεριά. Ερωτεύτηκε έναν άντρα που δεν γνώριζε τίποτα γι' αυτήν, που θα την έστελνε στον αγύριστο αν ποτέ μάθαινε. Κι όμως, ήταν σίγουρη πως κι αυτός ήταν ερωτευμένος μαζί της. Όπως και με την Ηλαίην και με αυτήν την Αβιέντα, επίσης, αν κι αυτό το τελευταίο το προσπέρασε. Αν δεν μπορείς να διορθώσεις κάτι... Ο Ραντ ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Μήπως πίστευε ότι, επειδή ο τρελαμένος ο Λουζ Θέριν Τέλαμον είχε σκοτώσει τη γυναίκα που αγαπούσε, η ίδια μοίρα περίμενε και τον ίδιον;
«Χαίρομαι που ήρθες», είπε ξαφνικά ο Ραντ, εξακολουθώντας να κοιτάει το ταβάνι. «Ήμουν τόσο μόνος. Μόνος». Άφησε ένα πικρό γελάκι, σαν γαύγισμα. «Ο Χέριντ Φελ είναι νεκρός».
«Δεν μπορεί», ψιθύρισε η Μιν. «Όχι αυτός ο γλυκός γεράκος». Τα μάτια της έτσουζαν.
«Τον ξέσκισαν». Η φωνή του Ραντ ήταν κουρασμένη κι άδεια. «Η Ίντριεν λιποθύμησε μόλις τον βρήκε. Το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας είχε πέσει σε λήθαργο κι όταν ξύπνησε έλεγε ασυναρτησίες. Μια από τις άλλες γυναίκες, στη σχολή, της έδωσε κάτι για να κοιμηθεί. Ένιωθε μεγάλη αμηχανία. Όταν ήρθε κοντά μου, άρχισε να κλαίει ξανά και... Θα πρέπει να ήταν κάποιος Σκιογέννητος. Τι άλλο θα μπορούσε να διαμελίσει έναν άντρα;» Δίχως να ανασηκώσει το κεφάλι του, χτύπησε με τη γροθιά του το μπράτσο της πολυθρόνας τόσο δυνατά, που το ξύλο ράγισε. «Γιατί όμως; Γιατί τον σκότωσαν; Τι ήταν αυτό που θα μου έλεγε;»
Η Μιν πάσχισε να σκεφτεί, βάζοντας τα δυνατά της. Ο Αφέντης Φελ ήταν φιλόσοφος. Αυτός κι ο Ραντ συζητούσαν τα πάντα, από το νόημα που μπορεί να έκρυβαν κάποιες Προφητείες του Δράκοντα μέχρι τη φύση του λαγουμιού στη φυλακή του Σκοτεινού. Την άφηνε να δανείζεται βιβλία, θαυμαστά βιβλία, ειδικά όταν χρειαζόταν να προβληματιστεί για να λύσει τον γρίφο των κειμένων τους. Ήταν ένας φιλόσοφος που δεν θα της δάνειζε ποτέ ξανά κάποιο βιβλίο. Ένας ευγενικός γεράκος, αποτραβηγμένος σε έναν κόσμο σκέψεων, που εκπλησσόταν όταν πρόσεχε ότι υπήρχε κι έξω κόσμος. Η Μιν θεωρούσε ιδιαίτερα πολύτιμη μία σημείωση που είχε αφήσει κάποτε στον Ραντ, όπου έλεγε ότι την έβρισκε πολύ όμορφη κι ότι του αποσπούσε την προσοχή. Τώρα, όμως, ήταν πια νεκρός. Μα το Φως, όπου και να γύριζε έβλεπε θάνατο.
«Δεν έπρεπε να σου το πω. Όχι κατ’ αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον».
Η κοπέλα τινάχτηκε. Δεν είχε πάρει είδηση τον Ραντ που διέσχισε το δωμάτιο. Τα δάχτυλά του τη χάιδεψαν στο μάγουλο, σκουπίζοντας τα δάκρυα. Έκλαιγε.
«Λυπάμαι, Μιν», της είπε μαλακά. «Δεν είμαι πια πολύ καλός. Ένας άνθρωπος πέθανε εξαιτίας μου κι εγώ το μόνο που κάνω είναι να ανησυχώ για ποιον λόγο τον σκότωσαν».
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση του κι έθαψε το πρόσωπό της στο στήθος του. Δεν μπορούσε να σταματήσει το κλάμα. Δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει. «Πήγα στα διαμερίσματα της Κολαβήρ». Εικόνες άστραψαν στο μυαλό της. Το άδειο καθιστικό, οι υπηρέτες εξαφανισμένοι. Το υπνοδωμάτιο. Δεν ήθελε να θυμάται, αλλά τώρα, που οι μνήμες ξεχύνονταν στον νου της, καταλάβαινε πως της ήταν αδύνατον να φράξει τη ροή των λέξεων. «Σκέφτηκα πως, μια και την έχεις εξορίσει, ίσως μπορούσα να εφαρμόσω την ενόραση επάνω της». Η Κολαβήρ ήταν ντυμένη με την ομορφότερη εσθήτα της από μαύρο γυαλιστερό μετάξι με πτυχές από λεπτοδουλεμένες, φιλντισένιες δαντέλες από τη Σοβάρα. «Σκέφτηκα πως, για μια φορά έστω, δεν ήταν ανάγκη να γίνει έτσι. Είσαι ένας τα'βίρεν. Έχεις τη δυνατότητα να αλλάξεις το Σχήμα». Η Κολαβήρ φορούσε ένα περιδέραιο και βραχιόλια από σμαράγδια κι αμέθυστο, ενώ δαχτυλίδια από μαργαριτάρια, ρουμπίνια και κίτρινα διαμάντια, σίγουρα τα καλύτερα κομμάτια της συλλογής της, στόλιζαν τα μαλλιά της, σε μια καλοδουλεμένη απομίμηση του στέμματος της Καιρχίν. Το πρόσωπό της... «Βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο. Κρεμασμένη σε μια από τις κολόνες του κρεβατιού». Τα μάτια κι η γλώσσα είχαν πεταχτεί έξω, πάνω σε ένα μαβί, πρησμένο πρόσωπο. Τα ακροδάχτυλα των ποδιών βρίσκονταν ένα πόδι ψηλότερα από ένα αναποδογυρισμένο σκαμνί. Κλαίγοντας με λυγμούς, η Μιν χώθηκε στην αγκαλιά του.
Τα μπράτσα του, απαλά κι ευγενικά, τυλίχτηκαν γύρω της. «Ω, Μιν, αυτό το χάρισμα πιότερο σε πληγώνει παρά σου δίνει χαρά. Αν μπορούσα να απορροφήσω τον πόνο σου, Μιν, θα το έκανα. Θα το έκανα».
Αργά-αργά, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι κι αυτός έτρεμε. Μα το Φως, είχε προσπαθήσει τόσο σκληρά να ατσαλώσει τον εαυτό του, όπως νόμιζε ότι άρμοζε σε έναν Αναγεννημένο Δράκοντα, αλλά δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος όταν κάποιος πέθαινε εξαιτίας του, ασχέτως αν αυτός ο κάποιος ήταν η Κολαβήρ ή ο Φελ. Μάτωνε για οποιονδήποτε πάθαινε κακό, αλλά προσπαθούσε να προσποιηθεί πως δεν τον ένοιαζε.
«Φίλησέ με», ψέλλισε η κοπέλα. Όταν ο Ραντ δεν έκανε καμιά κίνηση, ανασήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. Αυτός βλεφάρισε αβέβαια, και τα μάτια του ήταν πότε γαλάζια και πότε γκρίζα σαν τον ουρανό της αυγής. «Δεν παιδιαρίζω». Πόσες φορές τον πιλάτευε καθισμένη στα γόνατά του, φιλώντας τον, αποκαλώντας τον «βοσκό», επειδή δεν τολμούσε να πει το πραγματικό του όνομα από φόβο μήπως και καταλάβει το θώπευμα; Κι αυτός άφηνε τον εαυτό του να παρασυρθεί, γιατί σκεφτόταν πως η κοπέλα όντως έπαιζε μαζί του και θα σταματούσε, αν πίστευε πως τα χάδια της δεν τον επηρέαζαν. Χα! Η Θεία Τζαν κι η Θεία Ράνα έλεγαν πως δεν πρέπει να φιλάς έναν άντρα, εκτός κι αν σκοπεύεις να τον παντρευτείς, αλλά η Θεία Μίρεν φαίνεται πως ήξερε κάτι παραπάνω. Έλεγε πως δεν πρέπει να φιλάς έναν άντρα τόσο απρομελέτητα, επειδή οι άντρες ερωτεύονται εύκολα. «Μέσα μου νιώθω παγωνιά, βοσκέ. Η Κολαβήρ κι ο Αφέντης Φελ... Χρειάζομαι ζεστασιά... Σε παρακαλώ».
Ο Ραντ χαμήλωσε το κεφάλι του με αργές κινήσεις. Αρχικά, το φιλί του ήταν αδελφικό, κατευναστικό, παρηγορητικό. Μετά, όμως, έγινε πιο παθιασμένο και διόλου κατευναστικό. Ξαφνικά, τινάχτηκε και προσπάθησε να αποτραβηχτεί. «Δεν μπορώ, Μιν. Δεν έχω δικαίωμα να...»
Η κοπέλα τον άρπαξε και με τα δύο χέρια από τα μαλλιά, τράβηξε το στόμα του προς τα κάτω κι, έπειτα από λίγο, ο Ραντ έπαψε να παλεύει. Δεν ήταν σίγουρη κατά πόσον τα χέρια της άρχισαν να ξελύνουν τις δαντέλες της πουκαμίσας του ή τα δικά του της δικής της, αλλά για ένα πράγμα ήταν εντελώς σίγουρη. Αν προσπαθούσε να τη σταματήσει τώρα, θα έπαιρνε το δόρυ της Ρίαλιν και θα τον κάρφωνε πέρα για πέρα.
Βγαίνοντας από το Παλάτι του Ήλιου, η Κάντσουεϊν κοίταξε με βλέμμα εξεταστικό τις αδέσποτες Αελίτισσες, προσέχοντας έτσι ώστε να μη δώσει στόχο. Η Κόρελε με την Ντάιγκιαν ακολουθούσαν σιωπηλές. Ήξεραν καλά πως δεν ήταν φρόνιμο να την ενοχλήσουν με ψιλοκουβέντα, κάτι που δεν ίσχυε για όσες έκαναν μια ολιγοήμερη στάση στο μικρό ανάκτορο της Άριλυν πριν συνεχίσουν. Ήταν κάμποσες αδέσποτες, κι η κάθε μία τους κοιτούσε την Άες Σεντάι σαν να έβλεπε ένα κοπρόσκυλο γεμάτο ψύλλους και πληγές να λασπώνει ένα ολοκαίνουργιο χαλί. Κάποιοι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τις Άες Σεντάι με δέος ή θαυμασμό, ενώ άλλοι με φόβο και μίσος, αλλά η Κάντσουεϊν δεν είχε προσέξει ποτέ περιφρόνηση στην έκφρασή τους, ούτε καν από τους Λευκομανδίτες. Ακόμα κι έτσι όμως, ο λαός που παρήγε τόσο πολλές αδέσποτες θα είχε τη δυνατότητα να στείλει κάμποσες κοπέλες στον Πύργο.
Έπρεπε να το φροντίσουν αυτό κάποια στιγμή, όπως και το έθιμο με το Χάσμα του Χαμού, αλλά όχι τώρα. Ήταν απαραίτητη προϋπόθεση να μείνει ο αλ'Θόρ με την εντύπωση ότι η Κάντσουεϊν βρισκόταν κοντά του με δική του άδεια και να μην τον αφήσει να αντιληφθεί ότι η ίδια μπορούσε να τον κατευθύνει χωρίς αυτός να πάρει χαμπάρι τίποτα. Όπως και να έχει, οτιδήποτε παρενέβαινε στο σχέδιό της έπρεπε να τεθεί υπό έλεγχο ή να καταπολεμηθεί. Ο αλ'Θόρ δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να επηρεαστεί ή να αναστατωθεί από κάτι, και μάλιστα με λανθασμένο τρόπο. Με τίποτα.
Η λαμπερή μαύρη άμαξα περίμενε στην αυλή, πίσω από έξι υπομονετικά κι ομοιόμορφα γκρίζα άλογα. Ένας υπηρέτης τσακίστηκε να ανοίξει την πόρτα, που ήταν βαμμένη με ένα ζευγάρι ασημιών άστρων πάνω σε πρασινοκόκκινες λωρίδες, υποκλινόμενος στις τρεις τους. Το φαλακρό του κεφάλι άγγιξε σχεδόν τα γόνατά του. Φορούσε ένα πουκάμισο με μανίκια και βράκες. Από τότε που ήρθε στο Παλάτι του Ήλιου, η Κάντσουεϊν δεν είχε προσέξει κανέναν να φοράει λιβρέα, εκτός από μερικούς που ήταν ντυμένοι στα χρώματα των ρούχων του Ντομπραίν. Αναμφίβολα, οι υπηρέτες δεν ήταν σίγουροι για το τι να φορέσουν και φοβούνταν μήπως έκαναν κάποιο λάθος.
«Αν η Ελάιντα πέσει στα χέρια μου, θα τη γδάρω», είπε, καθώς η άμαξα άρχισε να κινείται. «Αυτό το τρελόπαιδο έκανε το έργο μου σχεδόν αδύνατο».
Αμέσως μετά, γέλασε τόσο απότομα, που η Ντάιγκιαν την κοίταξε χωρίς να πιστεύει στα μάτια της. Το χαμόγελο της Κόρελε πλάτυνε με προσδοκία. Καμιά τους δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε, κι η Κάντσουεϊν δεν μπήκε στον κόπο να τους εξηγήσει. Σε όλη της τη ζωή, τίποτα δεν της προσέλκυε περισσότερο το ενδιαφέρον από κάτι που θεωρείτο αδύνατον. Από την άλλη, είχαν περάσει πάνω από διακόσια εβδομήντα χρόνια από τότε που δεν κατάφερε να φέρει σε πέρας ένα έργο. Κάθε μέρα, από δω και πέρα, θα μπορούσε να είναι η τελευταία της, αλλά ο νεαρός αλ'Θόρ ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο για να τελειώσει μια ιστορία.