Η Μοργκέις ήταν ξύπνια, ατενίζοντας την οροφή μέσα από τη μουντάδα του φεγγαρόφωτου, και προσπαθούσε να σκεφτεί την κόρη της. Είχε σκεπαστεί με ένα ωχρό λινό σεντόνι και, παρά τη ζέστη, ίδρωνε μέσα σε μια χοντρή μάλλινη νυχτικιά, δεμένη σφικτά μέχρι τον λαιμό. Ο ιδρώτας δεν είχε πολλή σημασία· ανεξάρτητα από το πόσες φορές έκανε μπάνιο και πόσο ζεστό ήταν το νερό, δεν έπαψε στιγμή να αισθάνεται βρώμικη. Η Ηλαίην πρέπει να είναι ασφαλής στον Λευκό Πύργο. Μερικές φορές, έμοιαζαν να έχουν περάσει χρόνια από τότε που κατάφερε τελικά να εμπιστευθεί μια Άες Σεντάι, ωστόσο, παρά το περίεργο του πράγματος, ο Πύργος ήταν το ασφαλέστερο μέρος για την Ηλαίην. Πάσχισε να σκεφτεί τον Γκάγουιν· θα πρέπει να ήταν στην Ταρ Βάλον μαζί με την αδελφή του, γεμάτος καμάρι γι' αυτήν, λαχταρώντας να γίνει ο προστάτης της σε περίπτωση που χρειαζόταν κάποιον -και προστάτης του Γκάλαντ. Για ποιον λόγο δεν την άφηναν να τον δει; Τον αγαπούσε σαν να τον είχε γεννήσει η ίδια και, κατά πολλούς τρόπους, τον χρειαζόταν περισσότερο από τους άλλους δύο. Προσπάθησε να τους σκεφτεί, αλλά ήταν δύσκολο να σκεφτεί οτιδήποτε εκτός από... Τα γουρλωμένα μάτια ατένιζαν το σκοτάδι, λαμποκοπώντας από δάκρυα που δεν χύθηκαν ποτέ.
Ανέκαθεν πίστευε πως ήταν αρκετά θαρραλέα για να κάνει ό,τι θεωρείτο απαραίτητο και να αντιμετωπίσει με επιτυχία οποιαδήποτε κατάσταση. Ανέκαθεν πίστευε πως μπορούσε να μάθει από τα λάθη της και να συνεχίσει να μάχεται. Όμως μέσα σε μία ώρα η οποία είχε διαρκέσει έναν αιώνα, χωρίς να της αφήσει τίποτα περισσότερο από μερικές μελανιές που ξεθώριαζαν σιγά-σιγά, ο Ράνταμ Ασουνάγουα της είχε δώσει ένα διαφορετικό μάθημα. Ο Ήμον Βάλντα είχε συμπληρώσει την εκπαίδευσή της με μια ερώτηση μόνο. Η μελανιά που η απάντησή της είχε αφήσει στην καρδιά της δεν είχε ξεθωριάσει. Θα έπρεπε να πάει η ίδια πίσω, στον Ασουνάγουα, και να του πει να κάνει τα χειρότερα. Θα έπρεπε... Ευχήθηκε να ήταν ασφαλής η Ηλαίην. Δεν ήταν δίκαιο, βέβαια, να σκέφτεται περισσότερο την Ηλαίην από τον Γκάλαντ ή από τον Γκάγουιν, αλλά εκείνη θα ήταν η επόμενη Βασίλισσα του Άντορ. Ο Πύργος δεν θα έχανε την ευκαιρία να τοποθετήσει μια Άες Σεντάι στον Θρόνο του Λιονταριού. Μακάρι να μπορούσε να ξαναδεί την Ηλαίην, να ξαναδεί όλα της τα παιδιά.
Κάτι θρόισε στο σκοτεινό υπνοδωμάτιο κι η γυναίκα κράτησε την αναπνοή της, σε μια προσπάθεια να μην αρχίσει να τρέμει. Το αχνό σεληνόφως μόλις που τη βοηθούσε να διακρίνει τους στύλους του κρεβατιού. Ο Βάλντα είχε τραβήξει βόρεια του Άμαντορ από χτες, μαζί με τον Ασουνάγουα και χιλιάδες Λευκομανδίτες, για να αντιμετωπίσει τον Προφήτη, αλλά, αν είχε επιστρέψει...
Η μορφή στο σκοτάδι μετατράπηκε σε γυναίκα, αρκετά κοντή για να είναι η Λίνι. «Σκέφτηκα πως θα ήσουν ξύπνια», ακούστηκε η απαλή φωνή της Μπριάνε. «Πιες αυτό, θα σε βοηθήσει». Η Καιρχινή προσπάθησε να βάλει στο χέρι της Μοργκέις μία ασημένια κούπα. Ανέδιδε μια ελαφρώς ξινή μυρωδιά.
«Να περιμένεις μέχρι να σου πουν να μου φέρεις κάτι να πιω», της είπε απότομα, σπρώχνοντας μακριά την κούπα. Ζεστό υγρό πιτσίλισε τα χέρια της και το λινό σεντόνι. «Και να περπατάς πιο ελαφριά! Κοιμόμουν και με ξύπνησες», της είπε ψέματα. «Άσε με ήσυχη!»
Αντί να υπακούσει, η γυναίκα κάθισε και την κοίταζε με πρόσωπο σκοτεινιασμένο. Η Μοργκέις δεν συμπαθούσε και πολύ την Μπριάνε Τάμποργουιν. Είτε η Μπριάνε ήταν μία ξεπεσμένη ευγενούς καταγωγής, όπως ισχυριζόταν ενίοτε, είτε απλώς μία υπηρέτρια μαθημένη να υποκρίνεται στους ανώτερους της, υπάκουε αν κι όποτε ήθελε, αφήνοντας πολλές φορές τη γλώσσα της να προτρέχει· το αποδείκνυε τώρα η ίδια.
«Βελάζεις σαν πρόβατο, Μοργκέις Τράκαντ». Παρ' ότι μιλούσε χαμηλόφωνα, ο τόνος της φανέρωνε θυμό. Άφησε με έναν απότομο γδούπο την κούπα στο μικρό κομοδίνο, σκορπίζοντας στην επιφάνειά του ακόμα λίγο από το περιεχόμενό της. «Δεν βαριέσαι! Άλλοι έχουν δει και χειρότερα. Είσαι ζωντανή. Δεν έχεις σπάσει κανένα κόκαλο και τα έχεις τετρακόσια. Αντέχεις. Άσε πίσω σου το παρελθόν και συνέχισε να ζεις τη ζωή σου. Έκανες τόσο ακραία πράγματα που οι άντρες ωχριούν μπροστά σου, ακόμα κι ο Αφέντης Γκιλ. Ο Λάμγκουιν δεν έχει κλείσει μάτι εδώ και τρεις νύχτες».
Η Μοργκέις ένιωσε πολύ ενοχλημένη. Ούτε στο Άντορ δεν μιλούσαν τόσο πολύ οι υπηρέτες. Έπιασε με μια σφικτή λαβή το μπράτσο της γυναίκας, αλλά το άγχος πάλευε μέσα της με τη δυσαρέσκεια. «Δεν ξέρουν τίποτα, έτσι;» Αν ήξεραν, θα προσπαθούσαν να πάρουν εκδίκηση εκ μέρους της, να τη σώσουν. Θα πέθαιναν, κι ο Τάλανβορ θα πέθαινε μαζί τους.
«Η Λίνι κι εγώ τους αποπροσανατολίσαμε. Για σένα το κάναμε», είπε σαρκαστικά η Μπριάνε, αποτραβώντας το χέρι της και τινάζοντάς το ξανά προς το μέρος της. «Αν μπορούσα να σώσω τον Λάμγκουιν, θα τους πληροφορούσα πόσο πρόβατο είσαι καταβάθος. Αυτός βλέπει το Φως ενσαρκωμένο σε σένα, ενώ εγώ βλέπω μια γυναίκα δίχως θέληση και τσαγανό. Δεν θα σε αφήσω να τον καταστρέψεις με τη δειλία σου».
Δειλία. Η Μοργκέις ένιωσε την οργή της να φουντώνει, αλλά δεν είπε λέξη. Τα δάχτυλά της έσφιξαν το σεντόνι. Δεν ήταν εύκολο να αποφασίσει εν ψυχρώ να πει ψέματα στον Βάλντα, αλλά, αν το έκανε, θα ζούσε με αυτή την επίγνωση. Έτσι νόμιζε, τουλάχιστον. Ήταν εντελώς διαφορετικό θέμα να έλεγε «ναι», επειδή φοβόταν να έρθει αντιμέτωπη με τη σκληράδα του Ασουνάγουα, κι εννοείται πως φοβόταν μήπως έκανε τα πράγματα χειρότερα. Όσο κι αν είχε ουρλιάξει με την «αρωγή» του Ασουνάγουα, ο Βάλντα ήταν αυτός που της είχε αποκαλύψει τα όρια του θάρρους της, τα οποία ήταν κατά πολύ μικρότερα απ' όσο πίστευε. Το άγγιγμα του Βάλντα, το ίδιο του το κρεβάτι, θα ξεχνιόταν εν καιρώ, αλλά θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεπλύνει την ντροπή αυτού του «ναι» που θα ξέφευγε από τα χείλη της. Η Μπριάνε τής είχε πετάξει την αλήθεια κατάμουτρα, και δεν είχε ιδέα πώς έπρεπε να απαντήσει.
Ο χαρακτηριστικός ήχος βιαστικών βημάτων στο εξωτερικό δωμάτιο την έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Η πόρτα του υπνοδωματίου άνοιξε απότομα κι ένας βιαστικός άντρας πέρασε μέσα.
«Α, ξύπνια είσαι. Ωραία», ακούστηκε η φωνή του Τάλανβορ έπειτα από μια στιγμή. Ανάσανε ανακουφισμένη κι η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πάλι κανονικά. Προσπάθησε να ελευθερώσει το χέρι της Μπριάνε —ούτε καν θυμόταν πότε το είχε αδράξει- αλλά, προς μεγάλη της έκπληξη, η γυναίκα πίεσε το δικό της προτού το ελευθερώσει.
«Κάτι τρέχει», συνέχισε ο Τάλανβορ, δρασκελίζοντας μέχρι το μοναδικό παράθυρο. Στάθηκε στη μια πλευρά, λες και δεν ήθελε να τον δουν, και κοίταξε μέσα στη νυχτιά. Το σεληνόφως τόνιζε το περίγραμμα της ψηλής του φιγούρας. «Πες μας τι είδες, Αφέντη Γκιλ».
Ένα κεφάλι φάνηκε στην είσοδο και μια φαλάκρα έλαμψε στο σκοτάδι. Πιο πίσω, στο άλλο δωμάτιο, μια ογκώδης σκιά κινήθηκε. Ο Λάμγκουιν Ντορν. Όταν ο Μπέηζελ Γκιλ κατάλαβε πως η Μοργκέις ήταν ακόμα στο κρεβάτι, η αχνή λάμψη από την καράφλα του μετακινήθηκε καθώς έστρεψε το βλέμμα του αλλού, αν και πιθανότατα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα περισσότερο από το κρεβάτι. Ο Αφέντης Γκιλ ήταν πιο πλατύστερνος από τον Λάμγκουιν, αλλά όχι τόσο ψηλός. «Συγχώρεσέ με, Βασίλισσά μου. Δεν ήθελα να...» Καθάρισε τον λαιμό του ηχηρά κι οι μπότες του έξυσαν το πάτωμα καθώς μετακινήθηκε. Αν είχε σκούφο, θα τον στριφογύριζε στα χέρια του ή θα προσπαθούσε να τον κρύψει γεμάτος νευρικότητα. «Βρισκόμουν στον Μακρύ Διάδρομο και πήγαινα στο... στο...» Στο αποχωρητήριο, ήθελε να πει. «Εν πάση περιπτώσει, έριξα μια ματιά από ένα παράθυρο κι είδα ένα... ένα μεγάλο πουλί, νομίζω... που προσγειώθηκε στην κορυφή του Νότιου Στρατώνα».
«Πουλί!» Η ψιλή φωνή της Λίνι έκανε τον Αφέντη Γκιλ να αναπηδήσει, ελευθερώνοντας έτσι την είσοδο που είχε κλείσει με τον όγκο του. Ίσως, όμως, να έφταιγε και κάποια δυνατή σκουντιά στα σθεναρά του πλευρά. Συνήθως, η Λίνι εκμεταλλευόταν κάθε πλεονέκτημα που της έδιναν τα γκρίζα της μαλλιά. Τον προσπέρασε, φορώντας ακόμα τη νυχτικιά της. «Ανόητοι! Χοντροκέφαλοι μπουνταλάδες! Ξυπνήσατε τη...!» Δεν αποτελείωσε την πρότασή της εξαιτίας ενός παροξυσμού βήχα. Η Λίνι δεν ξεχνούσε ποτέ πως ήταν η τροφός της Μοργκέις, όπως και της μάνας της επίσης, αλλά ποτέ δεν έκανε γκάφα μπροστά σε άλλους. Τώρα, όμως, ήταν σίγουρη πως αυτό είχε συμβεί κι ήταν φανερό στη φωνή της. «Ξυπνήσατε τη Βασίλισσά σας, επειδή είδατε ένα πουλί;» Τακτοποιώντας το διχτάκι στα μαλλιά της, έσιαξε μερικές πλεξούδες που είχαν ξεφύγει κατά τη διάρκεια του ύπνου. «Πάλι έπινες, Μπέηζελ Γκιλ;» Το ίδιο είχε αναρωτηθεί κι η Μοργκέις.
«Δεν ξέρω αν ήταν πουλί», διαμαρτυρήθηκε ο Αφέντης Γκιλ. «Δεν έμοιαζε με γνωστό πουλί, αλλά τι άλλο πετάει εκτός από τις νυχτερίδες; Ήταν μεγάλο. Μερικοί άντρες ξεπέζεψαν από τη ράχη του, ενώ υπήρχε άλλος ένας στον λαιμό του όταν απογειώθηκε ξανά. Κι ενώ εγώ χαστούκιζα τη μούρη μου για να καταλάβω αν ονειρεύομαι, άλλο ένα από αυτά τα... πλάσματα... προσγειώθηκε κι άλλοι τόσοι άντρες ξεπέζεψαν, κι έπειτα άλλο ένα, μέχρι που αποφάσισα πως καλό θα ήταν να το αναφέρω στον Άρχοντα Τάλανβορ». Η Λίνι ούτε καν ρουθούνισε περιφρονητικά, αλλά η Μοργκέις αισθάνθηκε σχεδόν το βλέμμα της, το οποίο φυσικά δεν ήταν στραμμένο επάνω της. Το ίδιο αισθάνθηκε κι ο άντρας που είχε εγκαταλείψει το πανδοχείο του για να την ακολουθήσει. «Αυτή είναι η αλήθεια του Φωτός, Βασίλισσά μου», επέμεινε.
«Μα το Φως!» είπε ο Τάλανβορ σαν ηχώ. «Μόλις... Μόλις προσγειώθηκε κάτι στην κορυφή του Νότιου Στρατώνα». Η Μοργκέις πρώτη φορά τον άκουγε τόσο αναστατωμένο. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να φύγουν όλοι και να την αφήσουν ήσυχη στη δυστυχία της, αλλά κάτι τέτοιο ήταν μάλλον απίθανο. Από πολλές απόψεις, ο Τάλανβορ ήταν χειρότερος από την Μπριάνε. Πολύ χειρότερος.
«Τον χιτώνα μου», είπε και για πρώτη φορά η Μπριάνε έσπευσε να της τον δώσει. Ο Αφέντης Γκιλ έστρεψε τη ματιά του βιαστικά προς τον τοίχο, καθώς η γυναίκα σηκώθηκε από το κρεβάτι για να φορέσει τον μεταξένιο χιτώνα.
Δένοντας τη φαρδιά ζώνη, κατευθύνθηκε στο παράθυρο. Τα μακρόστενα κτήρια του Νότιου Στρατώνα δέσποζαν στο μήκος της ευρύχωρης αυλής, τέσσερις ογκώδεις όροφοι επίπεδης μαύρης πέτρας. Κανένα φως δεν φαινόταν, ούτε εκεί ούτε πουθενά αλλού στο Φρούριο. Παντού ακινησία και σιγαλιά. «Δεν βλέπω τίποτα, Τάλανβορ».
Ο άντρας την τράβηξε λίγο προς τα πίσω. «Παρακολούθησε», της είπε.
Υπό άλλες συνθήκες, θα λυπόταν που το χέρι του άφησε τον ώμο της και θα νευρίαζε, τόσο με την αντίδρασή της, όσο και με τον τόνο της φωνής του. Τώρα, όμως, ύστερα από την εμπειρία με τον Βάλντα, αισθανόταν ανακούφιση, αλλά και κάποια οργή εξαιτίας αυτής της ανακούφισης. Αυτός ο άντρας ήταν υπερβολικά αναιδής, υπερβολικά πεισματάρης και νέος, όχι πολύ μεγαλύτερος του Γκάλαντ.
Οι σκιές κινούνταν ταυτόχρονα με τη σελήνη, μα τίποτε άλλο δεν σάλευε. Μακριά, στην πόλη του Άμαντορ, ένα σκυλί γάβγιζε και κάμποσα άλλα ανταποκρίθηκαν στο γάβγισμά του. Κι ύστερα, ενώ ήταν έτοιμη να διώξει τον Τάλανβορ κι όλους τους υπόλοιπους, το σκοτάδι πάνω από τους στρατώνες φάνηκε να διογκώνεται και να τινάζεται από την οροφή.
Ο Τάλανβορ το είχε περιγράψει ως «κάτι», κι η Μοργκέις δεν πίστευε πως θα έβρισκε πιο ταιριαστό χαρακτηρισμό. Είχε την εντύπωση ενός μακρόστενου κορμιού, ογκωδέστερου από το ύψος οποιουδήποτε άντρα. Τεράστιες ραβδωτές φτερούγες σαν της νυχτερίδας, που εξείχαν από τα πλευρά του, ανέμισαν, καθώς το πλάσμα ξεχύθηκε προς τον αυλόγυρο. Μια φιγούρα που έμοιαζε με άντρα ήταν καθισμένη πίσω από έναν ελικοειδή λαιμό. Και τότε, οι φτερούγες αναδεύτηκαν κι αυτό το... κάτι... ανυψώθηκε, περνώντας μπροστά από το φως του φεγγαριού, καθώς πετούσε πάνω από το κεφάλι της, με τη μακρόστενη και λεπτή του ουρά να ανεμίζει.
Η Μοργκέις έκλεισε το στόμα της αργά. Η πρώτη σκέψη που ξεπήδησε στο μυαλό της ήταν ότι επρόκειτο για Σκιογέννημα. Οι Τρόλοκ κι οι Μυρντράαλ δεν ήταν τα μοναδικά πλάσματα που είχε στρεβλώσει η Σκιά στη Μάστιγα. Ποτέ της δεν είχε διδαχθεί κάτι παρόμοιο, αλλά οι διδάσκαλοι της στον Πύργο έλεγαν πως εκεί ζούσαν διάφορα πλάσματα που, όσοι τα είχαν δει ολοκάθαρα, δεν έζησαν για να τα περιγράψουν. Ωστόσο, πώς ήταν δυνατόν να βρίσκονται τόσο νότια;
Ξαφνικά, μια αστραπή έλαμψε κι ένας κρότος ακούστηκε από την κατεύθυνση της κεντρικής πύλης, ο οποίος επαναλήφθηκε σε δύο ακόμα σημεία κατά μήκος του μεγάλου εξωτερικού τείχους. Κι εκεί υπήρχαν πύλες, έτσι πίστευε.
«Τι στο Χάσμα του Χαμού ήταν αυτό;» μουρμούρισε ο Τάλανβορ στη σύντομη σιωπή που ακολούθησε, προτού τα γκονγκ του συναγερμού αρχίσουν να αντηχούν μέσα στο σκοτάδι. Κραυγές ακούστηκαν, ουρλιαχτά και βραχνές φωνές, σαν να προέρχονταν από κάποιο κέρας. Φλόγες ξεπήδησαν και μπουμπουνητά ακούστηκαν, και τα φαινόμενα επαναλήφθηκαν σε κάποια άλλη μεριά.
«Η Μία Δύναμη», είπε η Μοργκέις κοντανασαίνοντας. Μπορεί να μην είχε τη δυνατότητα να διαβιβάσει, αλλά ήταν σίγουρη για τα λόγια της. Οποιαδήποτε σκέψη που αφορούσε στους Σκιογέννητους έφυγε από το μυαλό της. «Θα... Θα πρέπει να είναι οι Άες Σεντάι». Άκουσε την κοφτή ανάσα κάποιου πίσω της· μάλλον της Λίνι ή της Μπριάνε. «Άες Σεντάι», μουρμούρισε αλαφιασμένος ο Μπέηζελ Γκιλ κι ο Λάμγκουιν ανταπάντησε κάτι, τόσο χαμηλόφωνα ώστε η Μοργκέις δεν άκουσε τίποτα. Κάπου πιο πέρα, στο σκοτάδι, ακούστηκε κλαγγή μετάλλου πάνω σε μέταλλο· φωτιές βρυχώνταν κι αστραπές αυλάκωναν τον ασυννέφιαστο ουρανό. Μέσα σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό, ακούστηκαν αχνά να χτυπούν οι καμπάνες του συναγερμού από τη μεριά της πόλης, αλλά, περιέργως, έμοιαζαν να είναι ελάχιστες.
«Άες Σεντάι». Η αμφιβολία ήταν έκδηλη στη φωνή του Τάλανβορ. «Για ποιον λόγο το κάνουν τώρα; Για να σε ελευθερώσουν, Μοργκέις; Νόμιζα πως δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη εναντίον αντρών, παρά μόνο εναντίον των Σκιογέννητων. Επιπλέον, αν αυτό το φτερωτό πλάσμα δεν ήταν Σκιογέννημα, δεν πρόκειται να δω ποτέ κανένα».
«Ούτε ξέρεις τι λες!» του αποκρίθηκε η Μοργκέις, αντιμετωπίζοντάς τον με έκδηλο θυμό. «Θα-!» Το βέλος μιας βαλλίστρας συγκρούστηκε με δύναμη πάνω στο πλαίσιο του παραθύρου, σκορπίζοντας παντού πέτρινες σχίζες. Ο αέρας αναδεύτηκε μπροστά στο πρόσωπό της, καθώς το βέλος εξοστρακίστηκε και καρφώθηκε με έναν πνιχτό ήχο σε ένα από τα στηρίγματα του κρεβατιού. Λίγες ίντσες δεξιά, κι όλα της τα προβλήματα θα έπαιρναν τέλος.
Η γυναίκα δεν κινήθηκε κι ο Τάλανβορ την απομάκρυνε από το παράθυρο, βλαστημώντας. Ακόμα και κάτω από το φως του φεγγαριού μπορούσε να διακρίνει το βλοσυρό του βλέμμα καθώς την κοίταζε εξεταστικά. Για μια στιγμή, πίστεψε πως θα την άγγιζε στο πρόσωπο. Δεν είχε ιδέα πώς θα αντιδρούσε, αν έκανε κάτι τέτοιο. Ίσως να ξεσπούσε σε κλάματα ή σε ουρλιαχτά, ίσως να τον διέταζε να την αφήσει για πάντα, ίσως πάλι...
Αντί για όλα αυτά, όμως, είπε: «Το πιθανότερο είναι πως πρόκειται γι’ αυτούς τους άντρες, τους Σάμιν, ή όπως, τέλος πάντων, αυτοαποκαλούνται». Ο Τάλανβορ επέμενε να αποδέχεται τις παράξενες κι απίθανες ιστορίες που είχαν διαδοθεί ακόμα κι εντός του Φρουρίου. «Νομίζω πως μπορώ να σε βγάλω έξω, και μάλιστα τώρα αμέσως. Θα επικρατεί χάος παντού. Έλα μαζί μου».
Δεν τον διόρθωσε. Ελάχιστοι γνώριζαν κάτι σχετικά με τη Μία Δύναμη, πόσω μάλλον για τη διαφορά μεταξύ του σαϊντάρ και του σαϊντίν. Η ιδέα του δεν ήταν αβάσιμη. Θα μπορούσαν να το σκάσουν μέσα στη σύγχυση της μάχης.
«Θα τη βγάλεις έξω, σε αυτόν τον σαματά;» τσίριξε η Λίνι. Εκτυφλωτικά φώτα έπνιγαν τη χλωμή λάμψη του φεγγαριού στο παράθυρο· κρότοι και κεραυνοί έπνιγαν την ομοβροντία της μάχης, τις κραυγές των αντρών και την κλαγγή των ξιφών. «Πίστευα πως έχεις πιο πολύ μυαλό, Μαρτύν Τάλανβορ. "Μόνο οι τρελοί φιλάνε τις σφήκες και δαγκώνουν τις φλόγες". Την άκουσες που είπε ότι είναι Άες Σεντάι, έτσι; Έχεις την εντύπωση πως δεν ξέρει τι λέει; Ε;»
«Άρχοντά μου, αν πρόκειται για Άες Σεντάι...» Ο Αφέντης Γκιλ δεν αποτελείωσε τη φράση του.
Τα χέρια του Τάλανβορ τραβήχτηκαν από πάνω της, και μούγκρισε κάτι μέσα από τα δόντια του. Ευχήθηκε να είχε ένα ξίφος. Ο Πέντρον Νάιαλ τού είχε επιτρέψει να το κρατήσει, αλλά ο Ήμον Βάλντα δεν τον εμπιστευόταν και τόσο.
Για μια στιγμή, η απογοήτευση φούντωσε στα στήθη της. Αν ο Τάλανβορ επέμενε, αν την έσερνε μαζί του... Μα τι της συνέβαινε; Αν προσπαθούσε να τη σύρει κάπου για δικούς του λόγους, θα τον έγδερνε ζωντανό. Χρειαζόταν να βρει τη χαμένη της αυτοπεποίθηση· ο Βάλντα τής είχε καταφέρει βαρύ πλήγμα -για την ακρίβεια, την είχε κάνει θρύψαλα- ωστόσο, εκείνη έπρεπε να μαζέψει τούτα τα θρύψαλα και να τα ενώσει ξανά. Έπρεπε να βρει τον τρόπο. Με την προϋπόθεση πως αυτά τα κομμάτια άξιζε να συναρμολογηθούν ξανά.
«Αν μη τι άλλο, μπορώ να ανακαλύψω τι τρέχει», γρύλισε ο Τάλανβορ, βαδίζοντας με δρασκελιές προς την πόρτα. «Αν δεν πρόκειται για τις Άες Σεντάι σου-»
«Όχι! Μείνε εδώ. Σε παρακαλώ». Ευγνωμονούσε το αμυδρό σκοτάδι που έκρυβε το ξαναμμένο κι οργισμένο της πρόσωπο. Κάλλιο να δάγκωνε τη γλώσσα της παρά να πρόφερε αυτή την τελευταία λέξη, αλλά είχε ξεγλιστρήσει από το στόμα της πριν προλάβει να συγκρατηθεί. Συνέχισε να του μιλάει με πιο σταθερό τόνο. «Θα μείνεις εδώ, φρουρώντας τη Βασίλισσά σου, όπως είναι και το σωστό».
Στον αμυδρό φωτισμό μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό του, κι η υπόκλισή του έμοιαζε αρκετά αξιοπρεπής, αλλά θα στοιχημάτιζε και την τελευταία της δεκάρα πως κι οι δυο τους ήταν θυμωμένοι. «Θα είμαι στον προθάλαμο». Ο τόνος της φωνής του δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Για πρώτη φορά, ωστόσο, δεν την ένοιαζε ούτε πόσο θυμωμένος ήταν ούτε κατά πόσον το έκρυβε. Το πιθανότερο ήταν πως είχε τη δυνατότητα να σκοτώσει τον εξαγριωμένο άντρα με τα ίδια της τα χέρια, αλλά αυτό σίγουρα δεν επρόκειτο να συμβεί απόψε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον πετσοκόψουν οι στρατιώτες προτού αποκάλυπτε με τίνος την πλευρά ήταν.
Οι ελπίδες της να κοιμηθεί, ακόμα κι αν μπορούσε, είχαν χαθεί πια. Έπλυνε το πρόσωπο και τα δόντια της χωρίς να ανάψει κανέναν φανό. Η Μπριάνε με τη Λίνι τη βοήθησαν να ντυθεί, φορώντας της ένα φόρεμα από μπλε μετάξι με πράσινα ανοίγματα και με λεπτομέρειες από χιονάτη δαντέλα στους καρπούς και κάτω από το πηγούνι. Ό,τι καταλληλότερο για να υποδεχτεί Άες Σεντάι. Το σαϊντάρ λυσσομανούσε μέσα στη νυχτιά. Το πιθανότερο ήταν ότι επρόκειτο για Άες Σεντάι. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;
Όταν συνάντησε τους άντρες στον προθάλαμο, τους βρήκε να κάθονται στο σκοτάδι. Η μόνη φωτεινή πηγή ήταν το σεληνόφως που περνούσε μέσα από τα παράθυρα κι η σποραδική λάμψη της φωτιάς που συντηρούσε η Δύναμη. Ακόμα κι ένα κερί μπορούσε να τραβήξει ανεπιθύμητη προσοχή. Ο Λάμγκουιν κι ο Αφέντης Γκιλ πετάχτηκαν γεμάτοι σέβας από το κάθισμά τους. Ο Τάλανβορ έμεινε σχεδόν ακίνητος κι η Μοργκέις δεν χρειαζόταν φωτισμό για να καταλάβει πως την κοιτούσε συνοφρυωμένος και σκυθρωπός. Ήταν έξαλλη που αναγκάστηκε να τον αγνοήσει -η ίδια του η Βασίλισσα- και μόλις που μπορούσε να κρύψει την οργή από τη φωνή της όταν πρόσταξε τον Λάμγκουιν να φέρει κι άλλες από αυτές τις ψηλές ξύλινες καρέκλες και να τις τοποθετήσει μακριά από τα παράθυρα. Περίμεναν μέσα στη σιωπή. Μια σιωπή περισσότερο από τη δική τους πλευρά. Απ' έξω, αντηχούσαν ακόμα οι βροντές, οι κρότοι και τα ουρλιαχτά, τα κέρατα στρίγκλιζαν κι οι άντρες κραύγαζαν. Εν μέσω όλων αυτών, η γυναίκα ένιωσε το σαϊντάρ να φθίνει, να επανέρχεται και τανάπαλιν.
Αργά-αργά, κι αφού είχε περάσει τουλάχιστον μια ώρα, οι ήχοι της μάχης εξασθένισαν κι έσβησαν. Εξακολούθησαν να ακούγονται φωνές που κραύγαζαν ακατανόητες διαταγές, τα ουρλιαχτά των πληγωμένων και, καμιά φορά, ο στριγκός ήχος από ένα κέρας, αλλά η κλαγγή του ατσαλιού είχε πάψει να ακούγεται. Το σαϊντάρ άρχισε να χάνεται. Ήταν σίγουρη πως υπήρχαν ακόμα γυναίκες μέσα στο Φρούριο που το χειρίζονταν, αλλά μάλλον είχαν πάψει να διαβιβάζουν. Όλα φάνταζαν ειρηνικά έπειτα από τη φασαρία και την αναστάτωση.
Ο Τάλανβορ αναδεύτηκε, αλλά η Μοργκέις τού έκανε νόημα να μείνει εκεί που ήταν. Για μια στιγμή, σκέφτηκε πως δεν θα την υπάκουε. Η νύχτα έφευγε και το ηλιόφως σύρθηκε μέσα από τα παράθυρα, φωτίζοντας το βλοσυρό πρόσωπο του Τάλανβορ. Η Μοργκέις είχε ακόμα τα χέρια της ακουμπισμένα στα γόνατά της. Η υπομονή ανήκε στις αρετές για τις οποίες έπρεπε να πάρει κάποια μαθήματα αυτός ο άντρας, μόλις δεύτερη μετά το θάρρος, που αποτελούσε την πρώτη αρετή ενός ευγενούς. Ο ήλιος ανέβηκε κι άλλο. Η Λίνι με την Μπριάνε άρχισαν να ψιθυρίζουν ανήσυχα, ρίχνοντας ματιές προς το μέρος της. Ο Τάλανβορ συνοφρυώθηκε και το βλέμμα του σιγόκαιγε. Καθόταν αλύγιστος, φορώντας αυτό το βαθυγάλαζο πανωφόρι που του ταίριαζε τέλεια. Ο Αφέντης Γκιλ έκανε διαρκώς νευρικές κινήσεις, περνώντας διαδοχικά τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά με την γκρίζα φράντζα και σκουπίζοντας με ένα μαντίλι τα ροδαλά του μάγουλα. Ο Λάμγκουιν είχε γείρει στο κάθισμά του· τα βαριά ματοτσίνορα του πάλαι ποτέ παλικαρά των δρόμων τον έκαναν να φαίνεται πως λαγοκοιμάται, αλλά, όταν έριξε μια ματιά στην Μπριάνε, ένα χαμόγελο φάνηκε φευγαλέα στο χαρακωμένο πρόσωπό του με τη σπασμένη μύτη. Η Μοργκέις συγκεντρώθηκε στην αναπνοή της, όπως τότε που έκανε εξάσκηση επί μήνες στον Πύργο. Υπομονή. Αν δεν ερχόταν κάποιος σύντομα, θα ξεστόμιζε λόγια ανάρμοστα, είτε επρόκειτο για Άες Σεντάι είτε όχι!
Παρά τη θέλησή της, αναπήδησε τρομαγμένη μόλις ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα που οδηγούσε στον διάδρομο. Πριν προλάβει να αναθέσει στην Μπριάνε να δει ποιος ήταν, η πόρτα άνοιξε απότομα, χτυπώντας με δύναμη στο τοίχο, κι η Μοργκέις απέμεινε να κοιτάζει τον εισβολέα.
Ένας ψηλός μελαψός άντρας με γαμψή μύτη ανταπέδωσε το βλέμμα της ψυχρά. Η μακρόστενη λαβή ενός ξίφους εξείχε πάνω από τον ώμο του. Ένας παράξενος θώρακας κάλυπτε το στέρνο του· διαδοχικές πλάκες που άστραφταν, βερνικωμένες με μαύρο και χρυσαφί χρώμα. Κοντά στον γοφό του κρατούσε μια περικεφαλαία όμοια με κεφάλι εντόμου, μαύρη, χρυσαφιά και πράσινη, στην κορυφή της οποίας υπήρχαν τρία μακρόστενα και λεπτά πράσινα φτερά. Δύο ακόμα άντρες με αντίστοιχους θώρακες τον ακολούθησαν φορώντας τις περικεφαλαίες τους, που δεν είχαν φτερά ωστόσο. Οι δικές τους πανοπλίες έμοιαζαν περισσότερο ζωγραφισμένες παρά βερνικωμένες, και κουβαλούσαν οπλισμένες βαλλίστρες. Μερικοί ακόμα στέκονταν έξω, στον διάδρομο, κρατώντας χρυσόμαυρα ακόντια με θυσάνους.
Ο Τάλανβορ με τον Λάμγκουιν, ακόμα κι ο μεγαλόσωμος Αφέντης Γκιλ, πήδηξαν όρθιοι, τοποθετώντας εαυτούς ανάμεσα στη γυναίκα και στους παράξενους επισκέπτες της. Η Μοργκέις θα χρειαζόταν να ανοίξει δρόμο για να περάσει.
Η ματιά του άντρα με τη γαμψή μύτη έπεσε κατευθείαν επάνω της προτού η ίδια απαιτήσει κάποιες εξηγήσεις εκ μέρους του. «Είσαι η Μοργκέις, Βασίλισσα του Άντορ;» Η φωνή του ήταν βραχνή κι η γυναίκα διέκρινε κάποια βραδυγλωσσία στα λόγια του, τα οποία ελάχιστα κατάλαβε. Ο άντρας δεν περίμενε απάντηση. «Θα έρθεις μαζί μου. Μόνη», πρόσθεσε, καθώς ο Τάλανβορ, ο Λάμγκουιν κι ο Αφέντης Γκιλ έκαναν ένα βήμα μπρος. Οι άντρες τούς σημάδεψαν με τις βαλλίστρες. Τα βαριά βέλη έμοιαζαν ικανά να τρυπήσουν θωράκιση και δεν ήταν εύκολο να αποκρουστούν.
«Δεν έχω αντίρρηση να περιμένουν εδώ οι δικοί μου μέχρι να επιστρέψω», είπε η Μοργκέις, πιο ήρεμα απ' ό,τι πραγματικά ένιωθε. Ποιοι ήταν ετούτοι εδώ; Γνώριζε αρκετά καλά τις προφορές και την αρματωσιά κάθε έθνους. «Είμαι σίγουρη πως θα εγγυηθείτε την ασφάλειά μου, Λοχαγέ...»
Ο άντρας δεν ανέφερε κανένα όνομα, απλώς της έκανε ένα ευγενικό νόημα να τον ακολουθήσει. Προς μεγάλη της ανακούφιση, ο Τάλανβορ δεν δημιούργησε πρόβλημα, παρά την οργισμένη ματιά του, αλλά την εκνεύρισε το γεγονός πως ο Λάμγκουιν κι ο Αφέντης Γκιλ τού έριξαν ένα βλέμμα πριν οπισθοχωρήσουν.
Μόλις βγήκαν στον διάδρομο, οι στρατιώτες σχημάτισαν κύκλο γύρω της, ενώ ο άντρας με τη γαμψή μύτη και δύο άλλοι με οπλισμένες βαλλίστρες τέθηκαν επικεφαλής. Προσπάθησε να τον σκεφτεί ως ένα είδος τιμητικού φρουρού. Άλλωστε, θα ήταν εντελώς τρελό να περιπλανιέται απροστάτευτη έπειτα από μάχη. Μπορεί να υπήρχαν ακόμη εστίες επιτιθέμενων, που θα έπιαναν κάποιον για όμηρο ή θα σκότωναν όποιον τους έβλεπε. Ευχήθηκε να μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο.
Έκανε μια προσπάθεια να ρωτήσει μερικά πράγματα τον αξιωματικό, αλλά αυτός όχι μόνο δεν έβγαλε λέξη, αλλά ούτε το βήμα του επιβράδυνε, ούτε καν έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της, κι έτσι έπαψε να προσπαθεί. Κανείς από τους στρατιώτες δεν γύρισε να την κοιτάξει. Ήταν άντρες με σκληρό βλέμμα, οι οποίοι τής θύμιζαν τη δική της Βασιλική Φρουρά, άντρες που είχαν λάβει μέρος σε σύρραξη περισσότερες από μία φορές. Μα ποιοι ήταν; Οι μπότες τους χτυπούσαν με συγχρονισμό τις πλάκες του δαπέδου, κι ο ήχος που παρήγαν έμοιαζε με απειλητικό τυμπανισμό, τον οποίο τόνιζαν ακόμα περισσότερο οι γυμνοί διάδρομοι του Φρουρίου. Δεν υπήρχε πολύ χρώμα, ούτε κάποια ιδιαίτερη ομορφιά, παρά μονάχα σκόρπιες ταπετσαρίες που απεικόνιζαν Λευκομανδίτες στην κορύφωση της μάχης.
Συνειδητοποίησε πως κατευθύνονταν στα διαμερίσματα του Άρχοντα Στρατάρχη κι αισθάνθηκε έναν κόμπο στο στομάχι. Είχε εξοικειωθεί με τη διαδρομή όσο ζούσε ο Πέντρον Νάιαλ, αλλά είχε αρχίσει να την τρέμει από τις πρώτες κιόλας μέρες του θανάτου του. Καθώς έστριψαν σε μια γωνία, έμεινε εμβρόντητη στη θέα είκοσι τοξοτών που παρήλαυναν πίσω από τον αξιωματικό τους· άντρες με σακουλιασμένα παντελόνια και κολλαριστές δερμάτινες πανοπλίες, βαμμένες με οριζόντιες γαλαζόμαυρες ρίγες. Κάθε άντρας φορούσε ένα κωνικό μεταλλικό καπέλο, με μια προσωπίδα από γκρίζο ατσάλι που κάλυπτε το πρόσωπό του μέχρι το επίπεδο των ματιών. Εδώ κι εκεί, άκρες από μουστάκια προεξείχαν από την προσωπίδα. Ο αξιωματικός των τοξοτών έκανε μια υπόκλιση σε αυτόν που ηγείτο της φρουράς της, ο οποίος απλώς ανασήκωσε το χέρι του σε απάντηση.
Ταραμπονέζοι. Είχε χρόνια να δει Ταραμπονέζο στρατιώτη, αλλά θα έπαιρνε όρκο πως ετούτοι εδώ ήταν Ταραμπονέζοι παρά τις ρίγες στα ρούχα τους. Ωστόσο, δεν έβγαινε νόημα. Το Τάραμπον ήταν ένα χάος, ένας ατελείωτος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ όσων ισχυρίζονταν πως τους ανήκε ο θρόνος και των Δρακορκισμένων. Ήταν ανήκουστο να εξαπολύει επίθεση στο Άμαντορ, εκτός κι αν -πράγμα απίθανο— κάποιος από αυτούς που διεκδικούσαν τον θρόνο τα είχε τελικά καταφέρει, εξολοθρεύοντας όλους τους υπόλοιπους και τους Δρακορκισμένους. Όμως... ήταν αδύνατον, πέρα από το ότι κάτι τέτοιο δεν εξηγούσε τους περίεργα αρματωμένους στρατιώτες ή τα ιπτάμενα τέρατα...
Πίστευε πως είχε καταστεί μάρτυρας κάθε είδους παραδοξότητας κι ότι δεν την περίμενε άλλη έκπληξη. Τότε, όμως, η ίδια κι η φρουρά της έστριψαν σε άλλη μια γωνία και συνάντησαν δύο γυναίκες.
Η μία ήταν λεπτοκαμωμένη, κοντή σαν Καιρχινή και πιο μελαψή από Δακρυνή. Φορούσε ένα μπλε φόρεμα που έφτανε μέχρι λίγο πιο πάνω από τους αστραγάλους της. Ασημιές αστραπές διακλαδίζονταν κατά μήκος ενός κόκκινου κομματιού υφάσματος πάνω στο στήθος της, όπως και στα πλάγια της φαρδιάς σκιστής της φούστας. Η άλλη γυναίκα ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα σε μονότονο σκούρο γκρίζο χρώμα κι ήταν ψηλότερη από πολλούς άντρες. Είχε ξανθά μαλλιά που έφταναν μέχρι τους ώμους της, βουρτσισμένα τόσο ώστε έλαμπαν, καθώς και τρομακτικά πράσινα μάτια. Ένα ασημένιο λουρί συνέδεε ένα ασημένιο βραχιόλι στον καρπό της κοντύτερης γυναίκας με ένα περιδέραιο που φορούσε η ψηλότερη.
Στάθηκαν παράμερα από τον φρουρό της Μοργκέις κι, όταν ο αξιωματικός με τη γαμψή μύτη μουρμούρισε «Ντερ'σουλ'ντάμ» -έτσι, τουλάχιστον, νόμισε η Μοργκέις, αφού η μπερδεμένη του προφορά τη δυσκόλευε να καταλάβει τι ακριβώς είπε -σε τόνους που θα μπορούσε να απευθύνεται ακόμα και σε κάποιον σχεδόν ίσο με αυτόν- η σκουρόχρωμη γυναίκα έγειρε ελαφρά το κεφάλι, τράβηξε το λουρί κι η ξανθιά έπεσε στο δάπεδο. Διπλώθηκε, τοποθετώντας το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της, ενώ οι παλάμες της ακουμπούσαν στις πέτρινες πλάκες. Καθώς η Μοργκέις κι οι φρουροί της τις προσπερνούσαν, η σκουρόχρωμη γυναίκα έσκυψε και χάιδεψε την άλλη απαλά στο κεφάλι, λες κι ήταν σκυλάκι. Σαν να μην έφτανε αυτό, η γονατιστή γυναίκα την κοίταξε με μια έκφραση ευχαρίστησης κι ευγνωμοσύνης.
Η Μοργκέις χρειάστηκε να κάνει προσπάθεια για να συνεχίσει να περπατάει, για να κρατηθεί όρθια και για να μην ξεράσει. Αυτή η έκδηλη δουλικότητα δεν ήταν ό,τι καλύτερο, αλλά ήταν σίγουρη πως η γυναίκα που δέχτηκε το χάδι στο κεφάλι είχε την ικανότητα της διαβίβασης. Αδύνατον! Βάδιζε σαν ζαλισμένη κι αναρωτιόταν αν όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο, ένας εφιάλτης. Σχεδόν ευχήθηκε να ήταν. Δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή όταν κάποια στιγμή σταμάτησαν για να πάρουν κι άλλους στρατιώτες, με κοκκινόμαυρες πανοπλίες αυτή τη φορά, κι έπειτα...
Η αίθουσα ακροάσεων του Πέντρον Νάιαλ -του Βάλντα πλέον ή όποιου είχε καταλάβει το φρούριο- είχε αλλάξει. Η μεγάλη χρυσή αχτίδα παρέμενε στο δάπεδο, όμως όλα τα κερδισμένα σε μάχες λάβαρα του Νάιαλ, που ο Βάλντα είχε κρατήσει σαν να ήταν δικά του, είχαν εξαφανιστεί. Το ίδιο είχε συμβεί και στην επίπλωση, εκτός από το απέριττο σκαλιστό κάθισμα με την ψηλή ράχη που χρησιμοποιούσε ο Νάιαλ και τώρα ο Βάλντα, στα πλευρά του οποίου υπήρχαν δύο ψηλά και ζωηρά ζωγραφισμένα προπετάσματα. Το ένα απεικόνιζε ένα μαύρο αρπακτικό πουλί με λευκό λοφίο κι αμείλικτο ράμφος, με τις φτερούγες του -που είχαν από μια λευκή κηλίδα σε κάθε άκρη- απλωμένες. Στο άλλο ήταν ζωγραφισμένη μια κίτρινη γάτα με μαύρες βούλες, το ένα πέλμα της οποίας βρισκόταν πάνω σε ένα νεκρό ζώο, που, αν και μισό σε μέγεθος, έμοιαζε με ελάφι με μεγάλα ευθυτενή κέρατα κι άσπρες ραβδώσεις.
Υπήρχε αρκετός κόσμος στο δωμάτιο, αλλά δεν πρόλαβε να προσέξει λεπτομέρειες, γιατί μια γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο και γαλάζια φορεσιά μπήκε μέσα. Η μια πλευρά του κεφαλιού της ήταν ξυρισμένη, ενώ από την άλλη μια μακριά καστανή πλεξούδα κρεμόταν μπροστά από τον δεξί της ώμο. Τα γεμάτα περιφρόνηση γαλάζια της μάτια συναγωνίζονταν αυτά του αετού ή της γάτας. «Βρίσκεσαι ενώπιον της Υψηλής Αρχόντισσας Σούροθ, ηγέτιδας Αυτών Που Ήρθαν Πριν κι υποστηρίκτριας του Γυρισμού», ανήγγειλε με την ίδια μπερδεμένη προφορά.
Δίχως την παραμικρή προειδοποίηση, ο άντρας με τη γαμψή μύτη άρπαξε τη Μοργκέις από τον αυχένα και την ανάγκασε να πάρει πρηνή στάση δίπλα του. Έκπληκτη, όσο και ζαλισμένη από το χτύπημα, η γυναίκα τον είδε να φιλάει το δάπεδο.
«Άφησε την, Έλμπαρ», ακούστηκε η επιτηδευμένη αλλά κι οργισμένη φωνή μιας άλλης γυναίκας. «Η Βασίλισσα του Άντορ δεν αξίζει τέτοια συμπεριφορά».
Ο Έλμπαρ ανασηκώθηκε στα γόνατά του, αλλά παρέμεινε με το κεφάλι κατεβασμένο. «Εξευτελίστηκα, Υψηλή Αρχόντισσα. Ζητώ συγχώρεση». Η φωνή του ήταν ψυχρή κι επίπεδη, όσο τουλάχιστον του επέτρεπε η περίεργη αυτή προφορά.
«Εγώ, πάντως, δεν πρόκειται να σε συγχωρήσω τόσο εύκολα, Έλμπαρ», είπε η Μοργκέις κοιτώντας τον. Η Σούροθ εξεπλάγη. Τα πλάγια του κεφαλιού της ήταν ξυρισμένα, αφήνοντας μονάχα ένα στιλπνό μαύρο λοφίο στην κορυφή του κρανίου και μια χαίτη που έπεφτε προς τα πίσω. «Ίσως, όταν τιμωρηθείς. Αναφέρσου, λοιπόν, κι άφησέ μας! Εξαφανίσου!» Έκανε μια χειρονομία αποπομπής που αποκάλυψε νύχια μήκους τουλάχιστον μιας ίντσας, τα πρώτα δύο σε κάθε χέρι βαμμένα με ένα ζωηρό μπλε χρώμα. Ο Έλμπαρ γονάτισε κι έπειτα σηκώθηκε απαλά, οπισθοχωρώντας προς την πόρτα. Μόνο εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε η Μοργκέις πως οι υπόλοιποι στρατιώτες δεν τους είχαν ακολουθήσει στο εσωτερικό. Αντιλήφθηκε και κάτι άλλο, επίσης. Ο άντρας τής έριξε άλλη μια ματιά προτού εξαφανιστεί, αλλά, αντί για τη φευγαλέα μνησικακία απέναντι σε κάποιον που είχε προκαλέσει την τιμωρία του, ο άντρας φάνηκε... συλλογισμένος. Δεν θα υπήρχε καμιά τιμωρία. Όλο αυτό το επεισόδιο ήταν προσχεδιασμένο.
Η Σούροθ γλίστρησε προς το μέρος της Μοργκέις, κρατώντας προσεκτικά το αχνογάλανο φόρεμά της, έτσι ώστε να αποκαλύπτεται η χιονάτη φούστα της με τις εκατοντάδες μικροσκοπικές πτυχές. Κεντητές περικοκλάδες και λουλούδια σε βαθυπόρφυρο και κίτρινο χρώμα ήταν απλωμένα σε όλο το μήκος ρούχου. Παρά τον χώρο που κατελάμβανε, η Μοργκέις παρατήρησε πως η γυναίκα δεν την πλησίασε παρά μόνο όταν σηκώθηκε όρθια από μόνη της.
«Είσαι καλά;», τη ρώτησε η Σούροθ. «Αν έπαθες κάτι, θα διπλασιάσω την τιμωρία του».
Η Μοργκέις προσποιήθηκε πως σκουπίζει το φόρεμά της, για να μην κοιτάξει το χαμόγελο της γυναίκας, που το βλέμμα της μαρτυρούσε ότι ήταν ψεύτικο. Εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία, έριξε μια ματιά τριγύρω. Τέσσερις άντρες και τέσσερις γυναίκες ήταν γονατισμένοι απέναντι από έναν τοίχο, νεαροί κι ευπαρουσίαστοι όλοι τους. Φορούσαν... Τράβηξε απότομα το βλέμμα της. Αυτοί οι μακριοί λευκοί χιτώνες ήταν σχεδόν διαφανείς! Από την άλλη πλευρά των παραπέτων υπήρχαν ακόμα δύο ζεύγη γονατιστών γυναικών· το ένα μέλος του κάθε ζεύγους ήταν ντυμένο στα γκρίζα, ενώ το άλλο στα μπλε με μια κεντητή αστραπή. Τα δύο ζευγάρια ήταν δεμένα με το ασημένιο λουρί από τον καρπό μέχρι τον λαιμό. Η Μοργκέις δεν ήταν αρκετά κοντά, αλλά είχε την αρρωστημένη βεβαιότητα πως οι δύο γυναίκες με τα γκρίζα είχαν την ικανότητα της διαβίβασης. «Καλά είμαι, ευχ—» Μια τεράστια, κοκκινοκάστανη μορφή ήταν ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά στο δάπεδο - ένας σωρός από ακατέργαστα αγελαδοτόμαρα, ίσως. Αμέσως μετά, όμως, η μορφή σάλεψε. «Τι είναι αυτό;» Συγκρατήθηκε να μη μείνει με το στόμα ανοικτό, αλλά η ερώτηση ξέφυγε από τα χείλη της πριν το καταλάβει καλά-καλά.
«Θαυμάζεις το λόπαρ μου;» Η Σούροθ απομακρύνθηκε πολύ πιο γρήγορα απ' όσο είχε έρθει. Η πελώρια μορφή ανασήκωσε το μεγάλο στρογγυλό κεφάλι της, για να τη χαϊδέψει η γυναίκα κάτω από το σαγόνι. Το πλάσμα θύμιζε στη Μοργκέις αρκούδα· ήταν, όμως, κατά μισή φορά μεγαλύτερο από την ογκωδέστερη αρκούδα που είχε ακουστά, εντελώς άτριχο, χωρίς ρύγχος, και με βαθιές αυλακώσεις γύρω από τα μάτια. «Μου χάρισαν τον Αλμανταράγκαλ όταν ήταν ακόμα μικρός, στην πρώτη γιορτή του αληθινού μου ονόματος. Απέτρεψε την πρώτη απόπειρα δολοφονίας μου τον ίδιο χρόνο κιόλας, όταν είχε αναπτυχθεί μόλις στο ένα τέταρτο του τωρινού του μεγέθους». Στη φωνή της γυναίκας διακρινόταν στοργή. Τα χείλη του... λόπαρ... τραβήχτηκαν πίσω, αποκαλύπτοντας χοντρά μυτερά δόντια καθώς η γυναίκα το θώπευε. Τα μπροστινά του πέλματα τεντώθηκαν και τα γαμψώνυχα θηκάρωναν και ξεθηκάρωναν μέσα στα έλυτρα των έξι μεγάλων δαχτύλων που υπήρχαν σε κάθε πόδι. Το πλάσμα άρχισε να γουργουρίζει· ένας υπόκωφος βρόντος, σαν να γουργούριζαν εκατό γάτες ταυτόχρονα.
«Εντυπωσιακό», είπε αδύναμα η Μοργκέις. Γιορτή του αληθινού της ονόματος; Πόσες απόπειρες δολοφονίας είχαν γίνει εναντίον της και μιλούσε τόσο αδιάφορα για «την πρώτη»;
Το λόπαρ κλαψούρισε παραπονιάρικα όταν η Σούροθ απομακρύνθηκε από κοντά του, αλλά ακούμπησε ξανά το κεφάλι του πάνω στα πέλματά του. Προς μεγάλη της ανησυχία, η ματιά του δεν ακολούθησε την κυρά του, αλλά καρφώθηκε επάνω στη Μοργκέις, ενώ, πού και πού, κοίταζε φευγαλέα την πόρτα ή τα στενά σαν σχισμές παράθυρα.
«Βέβαια, όσο πιστό κι αν είναι ένα λόπαρ, δεν μπορεί να συγκριθεί με τις νταμέην». Η στοργή είχε χαθεί από τη φωνή της Σούροθ πλέον. «Η Πιούρα κι η Τζίντζιν θα μπορούσαν να σκοτώσουν εκατό φονιάδες προτού ο Αλμανταράγκαλ ανοιγοκλείσει τα μάτια του». Με την αναφορά και μόνο των δύο αυτών ονομάτων, η μία από τις γαλαζοντυμένες γυναίκες τράβηξε το ασημένιο της λουρί κι η γυναίκα που βρισκόταν στην άλλη άκρη διπλώθηκε, όπως ακριβώς είχε κάνει η άλλη στον διάδρομο. «Από τότε που επιστρέψαμε, έχουμε πολύ περισσότερες νταμέην. Ο τόπος προσφέρεται για κυνήγι για τις μαράθ'νταμέην. Η Πιούρα», πρόσθεσε κάπως αδιάφορα, «ήταν κάποτε... μέλος του Λευκού Πύργου».
Η Μοργκέις ένιωσε να της κόβονται τα γόνατα. Μια Άες Σεντάι; Κοίταξε εξεταστικά τη σκυφτή πλάτη της γυναίκας που λεγόταν Πιούρα, αρνούμενη να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Καμιά Άες Σεντάι δεν θα φερόταν με τέτοια δουλοπρέπεια. Ωστόσο, οποιαδήποτε γυναίκα με την ικανότητα της διαβίβασης, χωρίς να είναι απαραίτητα Άες Σεντάι, θα ήταν ικανή να αρπάξει αυτό το λουρί και να στραγγαλίσει τον βασανιστή της. Οποιαδήποτε θα έπρεπε να μπορούσε να το κάνει, αλλά φαίνεται πως ήταν αδύνατον γι' αυτήν την Πιούρα. Η Μοργκέις αναρωτήθηκε αν μπορούσε να ζητήσει ένα κάθισμα. «Πολύ... ενδιαφέρον». Η φωνή της, τουλάχιστον, παρέμενε σταθερή. «Αλλά δεν νομίζω πως μου ζήτησες να έρθω εδώ για να μιλήσουμε για τις Άες Σεντάι». Δεν της είχε ζητήσει τίποτα, φυσικά. Η Σούροθ την κοίταξε χωρίς να κινεί τον παραμικρό μυώνα, εκτός από μια σύσπαση των μακρόστενων δακτύλων του αριστερού της χεριού.
«Θίρα!» γαύγισε ξαφνικά η γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο και το μισοξυρισμένο κεφάλι. «Φέρε καφ για την Υψηλή Αρχόντισσα και τη φιλοξενούμενή της!»
Μία από τις γυναίκες με τους διάφανους μανδύες, η μεγαλύτερη σε ηλικία, παρ' ότι ακόμη νέα, σηκώθηκε όρθια με χάρη, αν και το ροδαλό της στόμα φανέρωνε κάποιον εκνευρισμό. Πέρασε αστραπιαία πίσω από το ψηλό παραβάν με τον ζωγραφιστό αετό, για να ξαναεμφανιστεί σχεδόν αμέσως κουβαλώντας έναν ασημένιο δίσκο με δύο μικρές άσπρες κούπες. Γονατίζοντας με μια κυματοειδή κίνηση μπροστά στη Σούροθ, έσκυψε το μελαψό της κεφάλι κι ανασήκωσε ψηλά τον δίσκο, έτσι ώστε η προσφορά να βρίσκεται ψηλότερα από την ίδια. Η Μοργκέις κούνησε το κεφάλι της. Αν ζητούσαν από οποιονδήποτε υπηρέτη στο Άντορ να κάνει κάτι τέτοιο -ή, ακόμα χειρότερα, να φορέσει έναν τέτοιο μανδύα!— θα βρισκόταν στα μπουντρούμια στο πι και φι.
«Ποια είσαι; Από πού έρχεσαι;»
Η Σούροθ ανασήκωσε τη μία από τις δύο κούπες με τα ακροδάχτυλά της, εισπνέοντας τον αναδυόμενο ατμό. Έκανε ένα νεύμα στη Μοργκέις, σαν να της επέτρεπε να κάνει το ίδιο, πράγμα που πήγαινε πολύ για τα δεδομένα της, κι η γυναίκα πήρε κι αυτή μια κούπα στα χέρια της. Ρούφηξε μια γουλιά και κοίταξε έκπληκτη το ποτό της. Ήταν πιο μαύρο και πικρότερο από οποιοδήποτε είδος τσαγιού. Όσο μέλι και να πρόσθετε, δεν θα πινόταν. Η Σούροθ ακούμπησε στα χείλη της τη δική της κούπα κι αναστέναξε με απόλαυση.
«Είναι πολλά αυτά που πρέπει να συζητήσουμε, Μοργκέις, ωστόσο θα είμαι σύντομη σε αυτήν την πρώτη μας κουβέντα. Εμείς, οι Σωντσάν, επιστρέφουμε για να διεκδικήσουμε εκείνο που εκλάπη από τους διαδόχους του Υψηλού Βασιλέως, του Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ». Στη φωνή της διακρινόταν μια ευχαρίστηση διαφορετική από αυτή που ένιωθε πίνοντας το καφ της, κάτι που υποδήλωνε ταυτόχρονα προσμονή και βεβαιότητα. Η γυναίκα παρακολουθούσε προσεκτικά το πρόσωπο της Μοργκέις, η οποία δεν μπορούσε να αποτραβήξει τη ματιά της. «Αυτό που μας ανήκε θα γίνει ξανά δικό μας. Στην πραγματικότητα, ανέκαθεν μας ανήκε. Ένας κλέφτης δεν έχει κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας. Η επιχείρηση ανάκτησης έχει αρχίσει ήδη από το Τάραμπον. Αρκετοί από τους ευγενείς εκεί ορκίστηκαν ήδη υπακοή και περιμένουν να υπηρετήσουν. Δεν θα περιμένουν πολύ καιρό. Ο βασιλιάς τους -δεν θυμάμαι πια το όνομά του- πέθανε πολεμώντας εναντίον μου. Αν εξακολουθούσε να ζει, ως επαναστάτης κατά του Κρυστάλλινου Θρόνου και χωρίς καν να έχει καταγωγή εξ Αίματος, θα τον είχα παλουκώσει. Η οικογένειά του δεν βρέθηκε για να γίνει ιδιοκτησία μας, αλλά υπάρχει ένας νέος Βασιλιάς κι ένας νέος Πανάρχης που ορκίστηκαν πίστη στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζει για πάντα, και στον Κρυστάλλινο Θρόνο. Οι ληστοσυμμορίτες θα εξαλειφθούν. Οι ταραχές κι η πείνα θα πάψουν να υφίστανται στο Τάραμπον κι ο κόσμος θα βρει καταφύγιο κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες της Αυτοκράτειρας. Τώρα ξεκινάω από εδώ, από την Αμαδισία. Σύντομα, όλοι θα υποκλιθούν στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζει για πάντα, την άμεση απόγονο του μεγαλοπρεπούς Άρτουρ του Γερακόφτερου».
Αν η υπηρέτρια δεν είχε απομακρυνθεί μαζί με τον δίσκο, η Μοργκέις θα έβαζε πίσω την κούπα της. Ούτε τρεμούλα δεν ι άραζε τη σκοτεινή επιφάνεια του καφ, αλλά πολλά απ' όσα ρητόρευε η γυναίκα δεν είχαν ιδιαίτερο νόημα για την ίδια. Αυτοκράτειρα; Σωντσάν; Πριν από έναν -και παραπάνω- χρόνο είχαν κυκλοφορήσει παράλογες διαδόσεις ότι οι στρατιές του Αρτουρ του Γερακόφτερου επέστρεφαν διασχίζοντας τον Ωκεανό Άρυθ, αλλά είχαν κατορθώσει να πείσουν μονάχα τους εύπιστους, κι η Μοργκέις αμφέβαλλε κατά πόσον ακόμα κι ο χειρότερος κουτσομπόλης στην αγορά εξακολουθούσε να τις διαδίδει. Ήταν αλήθεια, άραγε; Όπως και να είχε, αυτό που καταλάβαινε ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό.
«Όλοι τιμούν το όνομα του Άρτουρ του Γερακόφτερου, Σούροθ...» Η γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο άνοιξε το στόμα της θυμωμένη, αλλά ησύχασε μόλις το δάχτυλο με το μπλε νύχι της Αρχόντισσας κινήθηκε, διακόπτοντάς την. «...αλλά ο καιρός του έχει παρέλθει προ πολλού. Κάθε έθνος εδώ έχει αρχαία καταγωγή. Καμία περιοχή δεν πρόκειται να υποταχθεί σε σένα ή στην Αυτοκράτειρά σου. Αν έχεις καταλάβει ένα μέρος του Τάραμπον...» Η ανάσα της Σούροθ βγήκε σφυριχτή και τα μάτια της έλαμψαν. «...να θυμάσαι πως πρόκειται για περιοχή διχασμένη και γεμάτη ταραχές. Η Αμαδισία δεν θα πέσει εύκολα και πολλά έθνη θα κινηθούν προκειμένου να την υπερασπίσουν όταν μάθουν ότι της επιτέθηκες». Άραγε, αλήθευε αυτό; «Όσα στρατεύματα κι αν διαθέτεις, τα πράγματα θα είναι δύσκολα για σένα. Και στο παρελθόν έχουμε αντιμετωπίσει μεγάλες απειλές και τις υπερνικήσαμε. Σε συμβουλεύω να προβείς σε ειρηνευτική κίνηση προτού ηττηθείς ολοκληρωτικά». Η Μοργκέις θυμήθηκε το σαϊντάρ που λυσσομανούσε τη νύχτα κι απέφυγε να κοιτάξει τις... νταμέην, έτσι δεν τις είχε αποκαλέσει; Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να μη βρέξει τα χείλη της με τη γλώσσα της.
Η Σούροθ χαμογέλασε· το πρόσωπό της έγινε ξανά μια μάσκα, με τα μάτια της να λάμπουν σαν πολύτιμοι λίθοι. «Όλοι πρέπει να κάνουν τις επιλογές τους. Κάποιοι θα διαλέξουν να υπακούσουν και να περιμένουν να υπηρετήσουν, εξακολουθώντας να διοικούν τις περιοχές τους στο όνομα της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα».
Ανασήκωσε το χέρι από την κούπα για να κάνει μια αδιόρατη κίνηση με τα μακριά της νύχια, κι η γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο γαύγισε. «Θίρα! Η Πόζα του Κύκνου!»
Για κάποιον λόγο, η Σούροθ έσφιξε το στόμα της. «Όχι τον Κύκνο, ανόητη Άλχουιν!» ακούστηκε η συριστική φωνή μέσα από τα δόντια της, παρ' όλο που η προφορά της δυσκόλευε την κατανόηση όσων έλεγε. Το παγερό χαμόγελο επέστρεψε μέσα σε μια στιγμή.
Η υπηρέτρια ανασηκώθηκε από το σημείο που καθόταν κι έτρεξε με έναν παράδοξο τρόπο, πατώντας στις μύτες των ποδιών της, μέχρι το μέσον του δαπέδου, με τα χέρια μαζεμένα πίσω. Αργά, πάνω από τον λαμπερό χρυσό ήλιο, σύμβολο των Τέκνων του Φωτός, άρχισε ένα στυλιζαρισμένο είδος χορού. Τα χέρια της ξεδιπλώθηκαν στα πλευρά της σαν φτερά κι έπειτα διπλώθηκαν ξανά. Στριφογυρίζοντας, έτεινε μπροστά το αριστερό της πόδι και χαμήλωσε πάνω από το λυγισμένο γόνατο, με τα χέρια της απλωμένα σε στάση ικεσίας, μέχρι που τα χέρια, ο κορμός και το δεξί πόδι σχημάτισαν μια ευθεία, αν και κάπως λοξή. Ο λεπτός λευκός μανδύας της προσέδιδε μια σκανδαλώδη χροιά στο όλο θέαμα. Η Μοργκέις αισθάνθηκε να αναψοκοκκινίζει καθώς ο χορός, αν μπορούσε να τον αποκαλέσει κανείς έτσι, συνεχιζόταν.
«Η Θίρα είναι καινούργια και κάπως άμαθη ακόμα», μουρμούρισε η Σούροθ. «Οι Πόζες πετυχαίνουν συνήθως με δέκα ή είκοσι ντα'κοβάλε μαζί, άντρες και γυναίκες ειδικά επιλεγμένοι για την ομορφιά και τα ευθυτενή τους κορμιά, αλλά μερικές φορές είναι ευχάριστο να παρακολουθείς ένα άτομο μόνο. Είναι πολύ ευχάριστο να έχεις στην κατοχή σου όμορφα πράγματα, έτσι δεν είναι;»
Η Μοργκέις συνοφρυώθηκε. Πώς ήταν δυνατόν να είναι κάποιος κάτοχος ενός ατόμου; Η Σούροθ είχε αναφέρει πρωτύτερα κάτι σχετικά με το «να κάνεις κάποιον ιδιοκτησία σου». Γνώριζε την Παλιά γλώσσα, κι η λέξη ντα'κοβάλε δεν της έλεγε τίποτα, αλλά, όταν το σκέφτηκε κάπως καλύτερα, κατέληξε πως μάλλον σήμαινε «Το Άτομο Που Είναι Ιδιοκτησία Κάποιου». Ήταν αηδιαστικό, φρικτό! «Απίστευτο», είπε ξερά. «Καλύτερα να σας αφήσω να απολαύσετε τον... χορό».
«Σε ένα λεπτό», είπε η Σούροθ, χαμογελώντας προς το μέρος της Θίρα που έπαιρνε διάφορες πόζες. Η Μοργκέις απόφυγε να κοιτάξει. «Όλοι πρέπει να κάνουν τις επιλογές τους, όπως είπα. Ο παλιός Βασιλιάς του Τάραμπον προτίμησε να επαναστατήσει και πέθανε. Ο παλιός Πανάρχης αιχμαλωτίστηκε, ωστόσο αρνήθηκε τον Όρκο. Για τον καθένα μας υπάρχει ένα μέρος στο οποίο ανήκει, εκτός κι αν ανατράφηκε από την ίδια την Αυτοκράτειρα, αλλά αυτοί που το απορρίπτουν καταβαραθρώνονται. Η Θίρα σίγουρα διαθέτει χάρη. Παραδόξως, η Άλχουιν είναι πολλά υποσχόμενη ως δασκάλα, κι έτσι πιστεύω ότι στο άμεσο μέλλον η Θίρα θα διδαχθεί τον τρόπο να συνδυάζει την ικανότητα στις πόζες με τη χάρη της». Το χαμόγελο, όπως κι αυτή η απαστράπτουσα ματιά, στράφηκαν προς το μέρος της Μοργκέις.
Ένα βλέμμα γεμάτο σημασία, αλλά για ποιον λόγο; Μήπως είχε να κάνει με τη χορεύτρια; Το όνομά της αναφέρθηκε αρκετές φορές, λες και χρειαζόταν υπογράμμιση. Όμως, τι...; Το κεφάλι της Μοργκέις περιστράφηκε γύρω και κοίταξε τη γυναίκα που στηριζόταν στις μύτες των ποδιών της και στριφογύριζε αργά γύρω από τον άξονά της, με τα χέρια ενωμένα και τα μπράτσα τεντωμένα σε πλήρη έκταση. «Δεν το πιστεύω», είπε με κομμένη την ανάσα. «Αδύνατον!»
«Θίρα», ρώτησε η Σούροθ, «πώς σε έλεγαν προτού γίνεις ιδιοκτησία μου; Τι αξίωμα είχες;»
Η Θίρα μαρμάρωσε στη στάση του τεντώματος, τρέμοντας και ρίχνοντας μια ματιά μισοπανικόβλητη, μισοτρομαγμένη προς το αυστηρό πρόσωπο της Άλχουιν κι ένα βλέμμα ατόφιου φόβου προς τη Σούροθ. «Η Θίρα ονομαζόταν Αμάθιρα, αν ευαρεστείται η Υψηλή Αρχόντισσα», είπε χωρίς να πάρει ανάσα. «Η Θίρα ήταν η Πανάρχουσα του Τάραμπον, αν ευαρεστείται η Υψηλή Αρχόντισσα».
Η κούπα ξέφυγε από το χέρι της Μοργκέις κι έγινε χίλια κομμάτια στο πάτωμα, σκορπίζοντας τριγύρω το μαύρο καφ. Ψέματα! Δεν είχε συναντήσει ποτέ της την Αμάθιρα, αλλά είχε ακούσει κάποια περιγραφή της. Όχι. Υπήρχαν κάμποσες γυναίκες στην αντίστοιχη ηλικία με μεγάλα μαύρα μάτια και νευρικά στόματα. Η Πιούρα δεν ήταν μια Άες Σεντάι, κι όσο γι’ αυτήν τη γυναίκα...
«Πόζα!» φώναξε κοφτά η Άλχουιν κι η Θίρα συνέχισε δίχως να ρίξει ούτε ένα βλέμμα προς τη Σούροθ ή προς οποιονδήποτε άλλον. Όποια κι αν ήταν, η κυριότερη σκέψη που επικρατούσε στο μυαλό της εκείνη τη στιγμή ήταν η έντονη λαχτάρα να μην κάνει κάποιο λάθος. Η Μοργκέις συγκρατήθηκε για να μην κάνει εμετό.
Η Σούροθ πλησίασε κοντύτερα, με πρόσωπο παγερό σαν τον χειμώνα. «Όλοι έρχονται αντιμέτωποι κάποια στιγμή με τις επιλογές που πρέπει να κάνουν», είπε ήσυχα. Ο τόνος της φωνής της χάραζε ατσάλι. «Κάποιοι από τους κρατούμενούς μου λένε πως πέρασες ένα διάστημα στον Λευκό Πύργο. Σύμφωνα με τον νόμο, καμιά μαράθ'νταμέην δεν θα αποφύγει το λουρί, αλλά σου εγγυώμαι πως εσύ, που με κατηγόρησες ονομαστικά κι ισχυρίστηκες πως τα λόγια μου ήταν ψεύτικα, δεν θα βρεις μπροστά σου τέτοια μοίρα». Η έμφαση στη λέξη υποδήλωνε πως η εγγύηση της δεν κάλυπτε καμία άλλη πιθανότητα. Το χαμόγελο, που εξακολουθούσε να μην αγγίζει τη ματιά της, επέστρεψε. «Ελπίζω πως θα επιλέξεις να πάρεις τον όρκο, Μοργκέις, και να κυβερνήσεις το Άντορ στο όνομα της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα». Για πρώτη φορά, η Μοργκέις ήταν απολύτως σίγουρη πως η γυναίκα έλεγε ψέματα. «Θα συζητήσουμε ξανά αύριο ή μεθαύριο, αν έχω χρόνο».
Η Σούροθ απομακρύνθηκε, προσπερνώντας τη μοναχική χορεύτρια με έναν τρόπο σαν να γλιστρούσε, και κατευθύνθηκε προς το κάθισμα με την ψηλή ράχη. Μόλις έκατσε, απλώνοντας με χάρη τον μανδύα της, η Άλχουιν γαύγισε ξανά. Φαίνεται πως δεν διέθετε άλλου είδους φωνή. «Όλοι σας! Πόζες του Κύκνου!» Οι νεαροί κι οι νεαρές που είχαν γονατίσει στον τοίχο έσπευσαν προς το μέρος τής Θίρα, συγχρονίζοντας τις κινήσεις τους μαζί της και σχηματίζοντας μια γραμμή μπροστά στο κάθισμα της Σούροθ. Μόνο το βλέμμα του λόπαρ εξακολουθούσε να είναι καρφωμένο πάνω στη Μοργκέις. Δεν θυμόταν ποτέ στη ζωή της να την είχαν αποπέμψει τόσο ολοκληρωτικά. Μάζεψε την αξιοπρέπειά της μαζί με τη φούστα της κι έφυγε.
Δεν πήγε πολύ μακριά μόνη της, βέβαια. Εκείνοι οι στρατιώτες με τις κοκκινόμαυρες πανοπλίες στέκονταν στον προθάλαμο σαν αγάλματα που κρατούσαν δόρατα με θυσάνους στο ίδιο χρώμα· τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα κάτω από τις λουστραρισμένες περικεφαλαίες και τα γεμάτα σκληρότητα μάτια τους έμοιαζαν να κοιτάζουν πίσω από τις δαγκάνες τερατωδών εντόμων. Κάποιος από αυτούς, όχι πολύ ψηλότερος από την ίδια, τη συνόδευσε σιωπηλά μέχρι τα διαμερίσματά της, όπου δύο Ταραμπονέζοι με ξίφη κάθονταν αμφοτέρωθεν της πόρτας. Αυτοί φορούσαν ατσάλινες θωρακίσεις, ζωγραφιστές ωστόσο με οριζόντιες λωρίδες. Έκαναν μια βαθιά υπόκλιση, με τα χέρια να ακουμπούν στα γόνατά τους, κι η Μοργκέις νόμισε πως απευθύνονταν σε αυτήν, μέχρι που ο συνοδός της μίλησε για πρώτη φορά.
«Τιμή και σέβας», είπε με τραχιά, ξερή φωνή, κι οι Ταραμπονέζοι ορθώθηκαν, εξακολουθώντας να μην κοιτάζουν προς το μέρος της, μέχρι που τους είπε: «Να την προσέχετε. Δεν έχει δώσει τον Όρκο». Σκοτεινά μάτια πάνω από ατσάλινα καλύμματα κοίταξαν φευγαλέα προς το μέρος της, αλλά οι κοφτές υποκλίσεις συναίνεσης απευθύνονταν στον Σωντσάν.
Συγκρατήθηκε να μην μπει μέσα βιαστικά, αλλά, από τη στιγμή που η πόρτα έκλεισε πίσω της, η Μοργκέις έγειρε επάνω της πασχίζοντας να βάλει σε σειρά τις περιδινούμενες σκέψεις της. Σωντσάν και νταμέην, Αυτοκράτειρες, όρκοι κι άτομα που αποτελούσαν ιδιοκτησία. Η Λίνι κι η Μπρέαν στέκονταν στο μέσον του δωματίου, κοιτώντας την.
«Τι έμαθες;» ρώτησε υπομονετικά η Λίνι, με τον ίδιο τόνο που ρωτούσε τη μικρή Μοργκέις για κάποιο βιβλίο που είχε διαβάσει.
«Εφιάλτες και τρέλα», αναστέναξε η Μοργκέις. Ξαφνικά, τσιτώθηκε και κοίταξε τον χώρο ανήσυχα. «Πού είναι—; Πού είναι οι άντρες;»
Η Μπριάνε απάντησε στην αυθόρμητη ερώτηση με φωνή ξερή κι ελαφρά ειρωνική. «Ο Τάλανβορ έφυγε, για να δει μήπως ανακαλύψει τίποτα». Είχε τις γροθιές της ακουμπισμένες στους γοφούς της, ενώ το πρόσωπό της ήταν υπερβολικά σοβαρό. «Ο Λάμγκουιν μαζί με τον Αφέντη Γκιλ πήγαν μαζί του. Εσύ τι ανακάλυψες; Ποιοι είναι αυτοί οι... Σωντσάν;» Πρόφερε το όνομα βλοσυρή και με κάποια αμηχανία. «Κάτι πήρε το αυτί μας». Δεν έδωσε σημασία στο δηκτικό βλέμμα της Λίνι. «Τι κάνουμε τώρα, Μοργκέις;»
Η Μοργκέις προσπέρασε τις δύο γυναίκες και κατευθύνθηκε στο παράθυρο, το οποίο δεν ήταν τόσο στενό όσο αυτό που υπήρχε στο δωμάτιο ακρόασης κι έβλεπε κάτω, περίπου είκοσι βήματα, στο λιθόστρωτο της αυλής. Μια αποκαρδιωτική φάλαγγα καραφλών κι αναμαλλιασμένων αντρών, μερικοί εκ των οποίων ήταν γεμάτοι επιδέσμους και ματωμένες γάζες, έσερναν τα βήματά τους κατά μήκος της αυλής υπό το άγρυπνο βλέμμα των Ταραμπονέζων που κρατούσαν δόρατα. Κάμποσοι Σωντσάν στέκονταν στην κορυφή ενός κοντινού πύργου, ατενίζοντας μακριά, ανάμεσα στα προπύργια. Ένας από αυτούς φορούσε μια περικεφαλαία στολισμένη με τρία λυγερά λοφία. Μια γυναίκα φάνηκε σε ένα παράθυρο, από την άλλη άκρη της αυλής, έχοντας την κεντητή αστραπή πάνω στο κόκκινο ύφασμα ευδιάκριτη στο στήθος της και κοιτώντας συνοφρυωμένη τους Λευκομανδίτες αιχμαλώτους. Όλοι αυτοί οι άντρες που τρίκλιζαν και παραπατούσαν έμοιαζαν εμβρόντητοι, λες και δεν μπορούσαν να πιστέψουν τι είχε συμβεί.
Τι θα έκαναν; Να μια απόφαση που έτρεμε να πάρει η Μοργκέις. Τους τελευταίους μήνες όλες οι αποφάσεις που είχε πάρει, ακόμα κι οι πιο ασήμαντες, οδηγούσαν στην καταστροφή. Ο καθένας θα έκανε την επιλογή του, έτσι είχε πει η Σούροθ. Βοήθησε τους Σωντσάν να καταλάβουν το Άντορ, αλλιώς... Μόνο μια τελευταία υπηρεσία θα μπορούσε να προσφέρει στο Άντορ. Η φάλαγγα έφτασε στο τέλος της, ακολουθούμενη από μερικούς ακόμα Ταραμπονέζους, οι οποίοι ενώθηκαν με τους συμπατριώτες τους καθώς περνούσαν από μπροστά. Μια πτώση από ύψος είκοσι ποδιών, κι η Σούροθ έχανε για πάντα τον κινητήριο μοχλό της. Ίσως αυτή να ήταν η λύση που θα εφάρμοζαν οι δειλοί, αλλά τέτοια είχε αποδειχτεί κι η ίδια. Ωστόσο, η Βασίλισσα του Άντορ δεν επιτρεπόταν να πεθάνει έτσι.
Μέσα από τα δόντια της άρχισε να λέει τα αμετάκλητα λόγια που είχαν χρησιμοποιηθεί μόλις δύο φορές στη χιλιετή ιστορία του Άντορ. «Υπό το Φως, παραδίδω την Υψηλή Έδρα του Οίκου Τράκαντ στην Ηλαίην Τράκαντ. Υπό το Φως, απαρνούμαι το Ρόδινο Στέμμα και παραιτούμαι από τον Θρόνο του Λιονταριού προς χάριν της Ηλαίην, Υψηλής Έδρας του Οίκου Τράκαντ. Υπό το Φως, υποτάσσομαι στη θέληση της Ηλαίην του Άντορ και γίνομαι πειθήνια υπήκοός της». Τίποτα από αυτά δεν ήταν αρκετό για να κάνει την Ηλαίην βασίλισσα, φυσικά, αλλά της άνοιγε τον δρόμο.
«Γιατί χαμογελάς;» ρώτησε η Λίνι.
Η Μοργκέις στράφηκε αργά προς το μέρος της. «Σκεφτόμουν την Ηλαίην». Η ηλικιωμένη της νταντά δεν βρισκόταν πολύ κοντά, ώστε να ακούσει τα λόγια που δεν έπρεπε να ακουστούν.
Ωστόσο, τα μάτια της Λίνι γούρλωσαν, κι ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. «Απομακρύνσου από εκεί!» της είπε κοφτά και, κάνοντας τα λόγια της πράξη, την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε μακριά από το παράθυρο.
«Λίνι, μην ξεχνιέσαι! Έπαψες να είσαι νταντά μου εδώ και—!» Η Μοργκέις πήρε μια βαθιά ανάσα κι ο τόνος της φωνής της μαλάκωσε. Δεν ήταν εύκολο να συναντήσει αυτό το τρομαγμένο βλέμμα. Τίποτα δεν φόβιζε τη Λίνι. «Ό,τι κάνω είναι για καλό, πίστεψέ με», της είπε ευγενικά. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος...»
«Δεν υπάρχει;» επενέβη θυμωμένα η Μπριάνε, αδράχνοντας τη φούστα της για να μην τρέμουν τα χέρια της. Ήταν προφανές πως προτιμούσε να τα τυλίξει γύρω από τον λαιμό της Μοργκέις. «Τι ανοησίες είναι αυτές που τσαμποθνάς τώρα; Κι αν αυτοί οι Σωντσάν πιστέψουν ότι σε σκοτώσαμε;» Η Μοργκέις σούφρωσε τα χείλη της. Τόσο διαυγής είχε γίνει;
«Πάψε!» Η Λίνι δεν θύμωνε ποτέ, ούτε ύψωνε εύκολα τον τόνο της φωνής της, αλλά τώρα τα έκανε και τα δύο, ενώ τα μαραμένα της μάγουλα είχαν αναψοκοκκινίσει. Σήκωσε ένα κοκαλιάρικο χέρι. «Λίγα τα λόγια σου, αλλιώς θα φας χαστούκι!»
«Χαστούκισε αυτήν, αν θες να χαστουκίσεις οπωσδήποτε κάποιον!» ανταπάντησε η Μπριάνε, τόσο έξαλλη ώστε πετούσε γύρω σάλια. «Βασίλισσα Μοργκέις! Θα μας στείλει όλους στην κρεμάλα, κι εμένα κι εσένα και τον Λάμγκουιν, ακόμα και τον μονάκριβό της Τάλανβορ, επειδή δεν έχει τα κότσια!»
Η πόρτα άνοιξε απότομα κι ο Τάλανβορ μπήκε μέσα φουριόζος, βάζοντας τέλος στη συζήτηση. Κανείς δεν επιτρεπόταν να φωνάζει παρουσία του. Η Λίνι προσποιήθηκε πως εξέταζε το μανίκι της Μοργκέις, λες και χρειαζόταν μαντάρισμα, καθώς ο Αφέντης Γκιλ κι ο Λάμγκουιν ακολούθησαν τον Τάλανβορ στο εσωτερικό. Η Μπριάνε έσκασε ένα λαμπερό χαμόγελο και τακτοποίησε τη φούστα της. Οι άντρες δεν είχαν προσέξει τίποτα, φυσικά.
Η Μοργκέις, όμως, πρόσεξε αρκετά πράγματα. Κατ’ αρχάς, ο Τάλανβορ είχε ζωστεί ένα ξίφος, όπως κι ο Αφέντης Γκιλ, ακόμα κι ο Λάμγκουιν, αν και το δικό του ήταν κάπως κοντό. Η Μοργκέις ανέκαθεν είχε την αίσθηση πως ο τύπος ένιωθε πιο άνετα αν χρησιμοποιούσε τις γροθιές του παρά οποιοδήποτε άλλο όπλο. Πριν προλάβει να ρωτήσει οτιδήποτε, ο λεπτεπίλεπτος και μικρόσωμος άντρας που μπήκε τελευταίος έκλεισε την πόρτα πίσω του προσεκτικά.
«Μεγαλειοτάτη», είπε ο Σέμπαν Μπάλγουερ, «συγχωρήστε μου αυτή την αδιάκριτη επίσκεψη». Η υπόκλιση που έκανε, όπως και το χαμόγελό του, έμοιαζαν ξερά και τυπικά, αλλά, καθώς η ματιά του πεταγόταν φευγαλέα από την ίδια προς τις άλλες δύο γυναίκες, η Μοργκέις σκέφτηκε πως, ανεξάρτητα από το αν οι άλλοι δύο παρατήρησαν την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο δωμάτιο ή όχι, ο πάλαι ποτέ γραμματέας του Πέντρον Νάιαλ σίγουρα την πρόσεξε.
«Εκπλήσσομαι που σε βλέπω, Αφέντη Μπάλγουερ», του είπε. «Άκουσα πως υπήρξε κάποια δυσαρέσκεια με τον Ήμον Βάλντα». Αυτό που είχε ακούσει αφορούσε σε μια δήλωση του Βάλντα, ότι, αν πετύχαινε μπροστά του τον Μπάλγουερ, θα τον γκρέμιζε από τα τείχη του Φρουρίου. Το χαμόγελο του Μπάλγουερ έγινε σφιγμένο. Ήξερε καλά τι είχε πει ο Βάλντα.
«Έχει ένα σχέδιο για να μας βγάλει όλους έξω», παρενέβη ο Τάλανβορ. «Σήμερα. Τώρα». Την κοίταξε με τρόπο που δεν άρμοζε σε υπήκοο απέναντι στη βασίλισσά του. «Δεχτήκαμε την πρότασή του».
«Με ποιον τρόπο;» ρώτησε η Μοργκέις αργά, προσπαθώντας να συγκρατηθεί για να μη λυγίσουν τα γόνατά της. Τι είδους βοήθεια μπορούσε να προσφέρει αυτός ο λεπτεπίλεπτος σαν βέργα άντρας; Διαφυγή. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να καθίσει, αλλά δεν θα το έκανε όσο την κοιτούσε με αυτόν τον τρόπο ο Τάλανβορ. Βέβαια, δεν ήταν πλέον η Βασίλισσά του, αλλά ο ίδιος δεν το ήξερε. Άλλη μια ερώτηση της ήρθε στο μυαλό. «Για ποιον λόγο; Αφέντη Μπάλγουερ, ούτε κι εγώ θα απέρριπτα μια πρόταση βοηθείας, αλλά γιατί θέτεις σε κίνδυνο τον εαυτό σου; Οι Σωντσάν θα σε κάνουν να το μετανιώσεις, αν καταλάβουν τι συμβαίνει».
«Έκανα γνωστά τα σχέδιά μου πριν έρθουν», απάντησε ο άντρας προσεκτικά. «Θα ήταν... απερίσκεπτο... να αφήσω τη Βασίλισσα του Άντορ στα χέρια του Βάλντα. Μπορείτε να το θεωρήσετε ως έναν τρόπο ανταπόδοσης. Ξέρω πως δεν σας γεμίζω το μάτι, Μεγαλειοτάτη...» Έκρυψε με την παλάμη του έναν ελαφρύ βήχα αμηχανίας που υποδήλωνε πως υποτιμούσε πολύ τον εαυτό του, «.. .αλλά το σχέδιο θα πετύχει. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι Σωντσάν το κάνουν ευκολότερο. Χωρίς αυτούς, δεν θα ήταν έτοιμο για μέρες ακόμα. Αν και έχουν μόλις καταλάβει την πόλη, επιτρέπουν αρκετή ελευθερία σε κάποιον πρόθυμο να πάρει τον Όρκο τους. Μόλις μία ώρα αφότου ξημέρωσε, κατάφερα να πάρω μια άδεια που επέτρεπε σε μένα και σε άλλους δέκα που είχαν πάρει τον Όρκο να αναχωρήσουμε από το Άμαντορ. Πίστεψαν πως σκοπεύω να αγοράσω κρασί κι άμαξες, για να το κουβαλήσω στην Ανατολή».
«Θα πρέπει να είναι παγίδα». Τα λόγια είχαν μια πικρή γεύση. Καλύτερα να πηδούσε από το παράθυρο παρά να έπεφτε σε ενέδρα. «Δεν θα σου επιτρέψουν να πεις λέξη για την παρουσία τους πριν από την εμφάνιση του στρατού τους».
Το κεφάλι του Μπάλγουερ έγειρε από τη μια πλευρά κι άρχισε να τρίβει τα χέρια του το ένα με το άλλο, αλλά σταμάτησε απότομα. «Για να πω την αλήθεια, Μεγαλειοτάτη, το σκέφτηκα κι αυτό. Ο αξιωματικός που μου έδωσε την άδεια είπε ότι δεν είχε σημασία. Για να αναφέρω τα ακριβή του λόγια: "Πες σε όποιον θες τι είδες, και πληροφόρησέ τους πως είναι μάταιο να μας αντισταθούν. Η πατρίδα σου θα το νιώσει στο πετσί της σύντομα, έτσι κι αλλιώς". Πρόσεξα κάμποσους εμπόρους που έπαιρναν τον Όρκο το πρωί κι έφευγαν με τις άμαξές τους».
Ο Τάλανβορ την πλησίασε αρκετά, έτσι που ένιωθε σχεδόν την ανάσα του, το βλέμμα του. «Δεχτήκαμε την προσφορά του», είπε με τρόπο ώστε να ακούσει μονάχα η ίδια. «Νομίζω πως θα βρει τρόπο, ακόμα κι αν χρειαστεί να σε δέσω και να σε φιμώσω. Είναι πολύ επινοητικός ο τύπος».
Τον κοίταξε κατάματα. Ή το παράθυρο ή μια... ευκαιρία. Αν ο Τάλανβορ συγκρατιόταν και δεν μιλούσε, θα ήταν κατά πολύ πιο εύκολο να πει «Δέχομαι ευχαρίστως, Αφέντη Μπάλγουερ», και τελικά αυτό είπε. Έκανε λίγο πίσω, έτσι που να βλέπει τον Μπάλγουερ χωρίς να στραβολαιμιάζει για να κοιτάξει πέρα από τον Τάλανβορ. Ανέκαθεν την ενοχλούσε να βρίσκεται τόσο κοντά του. Ήταν πολύ νέος. «Τι πρέπει να κάνουμε πρώτα; Αμφιβάλλω αν οι φρουροί θα δεχτούν ότι η άδειά σου ισχύει και για μας».
Ο Μπάλγουερ έσκυψε το κεφάλι του, σαν να αναγνώριζε την προνοητικότητά της. «Φοβάμαι πως θα χρειαστεί να τους συμβεί κάποιο ατύχημα, Μεγαλειοτάτη». Ο Τάλανβορ ελευθέρωσε το στιλέτο από το θηκάρι του κι ο Λάμγκουιν έσφιξε τις γροθιές του, σαν λόπαρ που λυγίζει τα γαμψώνυχά του.
Δεν πίστευε πως θα ήταν τόσο απλό, ακόμα κι όταν θα είχαν μαζέψει τα απαραίτητα κι είχαν στοιβάξει τους δύο Ταραμπονέζους κάτω από το κρεβάτι της. Στην κυρίως πύλη, κρατώντας σφιχτά και κάπως αδέξια τον λινό μανδύα για τη σκόνη, εξαιτίας του πάκου στην πλάτη της, έκανε μια υπόκλιση με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα, όπως ακριβώς της είχε δείξει ο Μπάλγουερ, ενόσω αυτός εξηγούσε στους φρουρούς πως όλοι τους είχαν πάρει όρκο να υπακούουν, να προσμένουν και να υπηρετούν. Σκέφτηκε αν υπήρχε κάποιος τρόπος να βεβαιωθεί πως δεν θα την έπιαναν ζωντανή. Μόνο όταν πλέον απομακρύνονταν από το Άμαντορ, πέρα κι από τους τελευταίους φρουρούς και πάνω στα άλογα που είχε κανονίσει ο Μπάλγουερ να τους περιμένουν, είχε αρχίσει να το πιστεύει. Ο Μπάλγουερ, βέβαια, θα περίμενε κάποια γερή ανταμοιβή για τη διάσωση της Βασίλισσας του Άντορ. Η Μοργκέις δεν είχε πει σε κανέναν ότι αυτό είχε διευθετηθεί εκ των προτέρων. Ήξερε καλά πως είχε πει τα λόγια, αλλά δεν ήταν ανάγκη να το γνωρίζουν κι άλλοι. Ήταν μάταιο να μετανοήσει τώρα. Το μόνο που έπρεπε να κοιτάξει ήταν τι είδους ζωή θα έκανε τώρα, που ο θρόνος δεν της ανήκε πια. Μια ζωή μακριά από έναν άντρα πολύ νέο και πολύ ενοχλητικό.
«Γιατί έχεις αυτό το θλιμμένο χαμόγελο;» ρώτησε η Λίνι, φέρνοντας πιο κοντά την ψηλόσωμη, καστανή της φοράδα. Το ζώο έμοιαζε σκοροφαγωμένο. Όχι ότι της Μοργκέις ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, όπως κι όλα τα άλογα άλλωστε. Μπορεί οι Σωντσάν να μην είχαν αντίρρηση να αφήσουν τον Μπάλγουερ να φύγει, αλλά δεν ήταν διατεθειμένοι να του δώσουν και καλοθρεμμένα άλογα.
«Έχουμε δρόμο μπροστά μας», της απάντησε η Μοργκέις σπιρουνίζοντας τη φοράδα της, για να τριποδίσει πίσω από τον έφιππο Τάλανβορ.