Τοποθετώντας τη λαβή του πέλεκύ του μέσα από τον κρίκο της ζώνης, απέναντι από τη φαρέτρα του, ο Πέριν πήρε από τη γωνία το αχόρδιστο τόξο του, πέταξε το δισάκι πάνω από τον ώμο του κι έφυγε από το δωμάτιο που μοιραζόταν με τη Φάιλε δίχως να ρίξει ματιά πίσω. Τις περισσότερες φορές ήταν ευτυχισμένοι κι οι δυο τους εκεί. Δεν πίστευε πως υπήρχε περίπτωση να επιστρέψει ποτέ. Μερικές φορές αναρωτιόταν αν το να είναι κάπου ευτυχισμένος μαζί με τη Φάιλε σήμαινε πως δεν θα ξαναγύριζε στο μέρος εκείνο. Ήλπιζε πως όχι.
Οι υπηρέτες που είδε να κυκλοφορούν στους διαδρόμους του Παλατιού φορούσαν μονότονες, μαύρες λιβρέες. Ίσως να είχε διατάξει ο Ραντ κάτι τέτοιο, ίσως να το είχαν υιοθετήσει κι οι ίδιοι. Χωρίς τις λιβρέες ήταν ανήσυχοι, λες και δεν ήξεραν πού ανήκαν, και το μαύρο ήταν ό,τι έπρεπε ως χρώμα του Ραντ εξαιτίας των Άσα’μαν. Όσοι τον είδαν απομακρύνθηκαν βιαστικά, χωρίς να σταματούν για χαιρετούρες κι υποκλίσεις, αφήνοντας πίσω τους την οσμή του φόβου.
Για πρώτη φορά, τα κιτρινωπά του μάτια δεν είχαν καμιά σχέση με τον φόβο τους. Δεν ήταν και πολύ ασφαλές να χαζολογάς κοντά σε έναν άντρα που είχε δεχτεί δημοσίως, και μάλιστα το ίδιο πρωί, την ατόφια οργή του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ο Πέριν ανακούφισε τον ώμο του κάτω από το δισάκι. Είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε που είχε καταφέρει κάποιος να τον δαμάσει. Βέβαια, κανείς δεν είχε επιχειρήσει προηγουμένως να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη. Μία συγκεκριμένη σκηνή είχε κολλήσει στο μυαλό του.
Σηκώθηκε κρατώντας τον ώμο του, στηρίζοντας την πλάτη τον στον τετράγωνο κίονα που είχε εμποδίσει την ολοκληρωτική πτώση του. Σκέφτηκε πως μάλλον είχε σπάσει μερικά πλευρά. Ολόγυρα, στη Μεγάλη Αίθονσα τον Ήλιου, διάφοροι ευγενείς, οι οποίοι είχαν προσφύγει στον Ραντ για τον έναν ή τον άλλον λόγο, πάσχιζαν να κοιτάξουν αλλού, να προσποιηθούν πως δεν βρίσκονταν καν εκεί. Μόνο ο Ντομπραίν παρακολουθούσε, κουνώντας το γκριζωπό τον κεφάλι, καθώς ο Ραντ δρασκέλιζε το δωμάτιο τον θρόνου.
«Θα κουμαντάρω τις Άες Σεντάι όπως θέλω εγώ!» φώναξε. «Άκουσες, Πέριν; Όπως θέλω εγώ!»
«Μόλις τις πάσαρες στις Σοφές», μούγκρισε ο άλλος, κάνοντας λίγα βήματα μακριά από τον κίονα. «Ούτε καν γνωρίζεις αν κοιμούνται στα μετάξια ή αν τους έχουν κόψει τον λαιμό! Δεν είσαι ο Δημιουργός!»
Με ένα γρύλισμα οργής, ο Ραντ τίναξε πίσω το κεφάλι του. «Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας!» ούρλιαξε. «Δεν με νοιάζει καθόλου πώς τις μεταχειρίζονται! Τους αξίζει ένα μπουντρούμι!» Ο Πέριν αισθάνθηκε τις τρίχες στο σβέρκο του να ορθώνονται καθώς ο Ραντ χαμήλωσε το βλέμμα του από τη θολωτή οροφή. Ένα βλέμμα μπροστά στο οποίο ο γαλάζιος πάγος θα ήταν μαλακός και ζεστός και που γινόταν πιο τρομακτικό εξαιτίας τον προσώπου που είχε παραμορφωθεί από τον πόνο. «Χάσου από τα μάτια μου, Πέριν. Με ακούς; Φύγε απ’ την Καιρχίν! Σήμερα κιόλας! Τώρα! Δεν θέλω να σε ξαναδώ!» Έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε, ενώ οι ευγενείς υποκλίνονταν μέχρι το πάτωμα καθώς τους προσπερνούσε.
Ο Πέριν σκούπισε μια σταγόνα αίμα από τη γωνία του στόματός τον. Για μια στιγμή, ήταν σίγουρος πως ο Ραντ θα τον σκότωνε.
Κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να διώξει τη σκέψη από το μυαλό του, έστριψε σε μια γωνία κι έπεσε πάνω στον Λόιαλ. Με έναν μεγάλο μπόγο δεμένο στη μέση του κι ένα σακίδιο που άνετα θα χωρούσε πρόβατο, περασμένο πάνω από τον ώμο του, ο Ογκιρανός χρησιμοποιούσε τον πέλεκυ με τη μακριά λαβή σαν μπαστούνι. Στις ογκώδεις κι ευρύχωρες τσέπες του πανωφοριού του διαγραφόταν η μορφή αντικειμένων που μάλλον ήταν βιβλία.
Τα θυσανωτά αυτιά του Λόιαλ ανασηκώθηκαν μόλις είδε τον Πέριν, αλλά αμέσως μετά κρέμασαν πάλι. Γενικά, έμοιαζε πεσμένος και τα φρύδια του κόντευαν να φθάσουν στα μάγουλά του. «Τα άκουσα όλα, Πέριν», είπε λυπημένα με τη βροντερή του φωνή. «Ο Ραντ δεν έπρεπε να το κάνει αυτό. Τα βεβιασμένα λόγια πάντα δημιουργούν προβλήματα. Ξέρω πως θα το ξανασκεφτεί, ίσως αύριο κιόλας».
«Δεν πειράζει», απάντησε ο Πέριν. «Έτσι κι αλλιώς, η Καιρχίν είναι πολύ... λουσάτη... για τα γούστα μου. Σιδεράς είμαι, όχι αυλικός. Αύριο τέτοια ώρα θα βρίσκομαι ήδη μακριά».
«Μπορείς να πάρεις τη Φάιλε και να έρθετε μαζί μου. Ο Κάρλντιν κι εγώ θα επισκεφθούμε το στέντιγκ, Πέριν. Θα τους δούμε όλους, στις Πύλες των Οδών». Ένας ανοιχτομάλλης νεαρός με στενό πρόσωπο, ο οποίος στεκόταν πίσω από τον Λόιαλ, έπαψε να κοιτάζει συνοφρυωμένα τον Πέριν και κοίταξε βλοσυρός τον Ογκιρανό. Είχε κι αυτός ένα σακίδιο κι έναν μπόγο, καθώς κι ένα σπαθί που κρεμόταν από τον γοφό του. Παρά το μπλε πανωφόρι, ο Πέριν αναγνώρισε στο πρόσωπό του έναν από τους Ασα'μαν. Ο Κάρλντιν δεν έμοιαζε διόλου ευχαριστημένος που συναντούσε τον Πέριν· εκτός των άλλων, η οσμή του ήταν ψυχρή και γεμάτη θυμό. Ο Λόιαλ κοίταξε στον διάδρομο πίσω από τον Πέριν. «Πού είναι η Φάιλε;»
«Θα... με συναντήσει στους στάβλους. Ανταλλάξαμε μερικά λογάκια». Ήταν γεγονός· μερικές φορές, η Φάιλε έμοιαζε να αρέσκεται στις τσιρίδες. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Λόιαλ, δεν μπορώ να μιλάω γι' αυτά τα θέματα σε δημόσιο χώρο. Εννοώ, για τις Πύλες των Οδών».
Ο Λόιαλ ρουθούνισε αρκετά ηχηρά ώστε να κάνει και ταύρο να αναπηδήσει, αλλά μίλησε χαμηλόφωνα. «Δεν βλέπω κάποιον άλλον εκτός από εμάς», μούγκρισε. Κανείς σε απόσταση δύο ή τριών βημάτων από τον Κάρλντιν δεν θα άκουγε καθαρά τι έλεγαν. Τα αυτιά του... μαστίγωσαν τον αέρα, μάλλον αυτή ήταν η καταλληλότερη λέξη... και τραβήχτηκαν πίσω, θυμωμένα. «Όλοι φοβούνται να βρεθούν κοντά σου έπειτα από το επεισόδιο με τον Ραντ».
Ο Κάρλντιν τράβηξε το μανίκι του Λόιαλ. «Πρέπει να φύγουμε», είπε, αγριοκοιτάζοντας τον Πέριν. Απ' όσο γνώριζε, όποιος είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τον Αναγεννημένο Δράκοντα βρισκόταν εκτός των πυλών. Ο Πέριν αναρωτήθηκε κατά πόσον είχε ακόμα πρόσβαση στη Δύναμη.
«Ναι, ναι», μουρμούρισε ο Λόιαλ, κουνώντας αδιάφορα ένα χέρι όμοιο με χοιρομέρι. Ωστόσο, ακούμπησε ξανά πάνω στον πέλεκύ του, συνοφρυωμένος και κάπως μελαγχολικός. «Δεν μου αρέσουν όλα αυτά, Πέριν. Ο Ραντ σε έδιωξε και μένα με ξαπόστειλε. Πώς θα αποτελειώσω το βιβλίο μου τώρα...;» Τα αυτιά του συσπάστηκαν κι έβηξε. «Τέλος πάντων, αυτό είναι άσχετο. Αυτό που μετράει είναι εσύ, εγώ, κι ο Ματ, που το Φως μόνο ξέρει που βρίσκεται τώρα. Δεν το έχει σε τίποτα να διώξει και τη Μιν. Της κρύφτηκε σήμερα το πρωί. Με έστειλε να της πω ότι έλειπε. Νομίζω πως κατάλαβε ότι της έλεγα ψέματα. Θα μείνει μοναχός του, Πέριν. "Είναι τρομερή η μοναξιά". Έτσι μου είχε πει. Σκοπεύει να διώξει όλους τους φίλους του».
«Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει», είπε ο Πέριν. Ο Λόιαλ βλεφάρισε ακούγοντας την ηχώ από τα λόγια της Μουαραίν. Ο Πέριν τη σκεφτόταν συχνά τελευταία. Η επιρροή της αποτελούσε εμπόδιο για τον Ραντ. «Σε αποχαιρετώ, Λόιαλ. Φρόντισε να είσαι ασφαλής και μην εμπιστεύεσαι κανέναν, αν δεν είναι απολύτως απαραίτητο». Δεν έριξε ούτε ματιά στον Κάρλντιν.
«Δεν το εννοείς, Πέριν». Ο Λόιαλ έμοιαζε σοκαρισμένος. Φαίνεται πως τους εμπιστευόταν όλους. «Δεν μπορεί να το εννοείς. Πάρε τη Φάιλε κι ελάτε μαζί μου».
«Κάποια μέρα θα ξανασυναντηθούμε», απάντησε ευγενικά ο Πέριν και βιάστηκε να φύγει προτού χρειαζόταν να πει περισσότερα. Δεν του άρεσε να λέει ψέματα, ειδικά σε έναν φίλο.
Στον βορινό στάβλο τα πράγματα δεν ήταν πολύ διαφορετικά από το εσωτερικό του παλατιού. Οι σταβλίτες που τον πρόσεξαν άφησαν κάτω τις δικράνες για την κοπριά και τα ξυστριά και στριμώχτηκαν στις μικρές πορτούλες του πίσω μέρους. Διάφορα θροΐσματα στη σοφίτα, ψηλά, που μπορεί να περνούσαν απαρατήρητα από ένα μη εξασκημένο αυτί, μαρτυρούσαν πως υπήρχαν κι άλλοι κρυμμένοι εκεί· άκουγε τις τρομαγμένες, ανήσυχες ανάσες. Έβγαλε τον Γοργοπόδη από ένα μαρμάρινο παράπηγμα με πράσινες ραβδώσεις, του πέρασε τα χαλινάρια κι έδεσε το σκουρόχρωμο άλογο με έναν επιχρυσωμένο κρίκο. Πήγε να φέρει κουβέρτες και σέλα από μια μαρμάρινη αποθήκη με είδη ιππασίας, όπου οι μισές σέλες ήταν μονταρισμένες με ασήμι ή με χρυσό. Ο στάβλος ταίριαζε άψογα σε παλάτι· είχε ψηλούς, τετράγωνους μαρμάρινους κίονες, ενώ το δάπεδο ήταν επίσης φτιαγμένο από το ίδιο υλικό, ακόμη και κάτω από τα άχυρα στα παραπήγματα. Ο Ματ απομακρύνθηκε βιαστικά, ιππαστί, χαρούμενος που άφηνε πίσω του όλη αυτή τη μεγαλοπρέπεια.
Στα βόρεια της πόλης, ακολούθησε τον δρόμο που τόσο απεγνωσμένα διέσχιζε με τον Ραντ, μόλις λίγες μέρες πριν, και συνέχισε να καλπάζει μέχρι που οι πτυχώσεις της γης έκρυψαν την Καιρχίν από τα μάτια του. Τότε, στράφηκε ανατολικά, όπου υπήρχε ακόμα μια μπαλωματιά δάσους, κατέβηκε έναν ψηλό λόφο κι ανέβηκε έναν άλλο ακόμα ψηλότερο. Ανάμεσα από τα δέντρα, η Φάιλε σπιρούνισε τη Σουώλλοου για να τον ανταμώσει, ενώ ο Άραμ την ακολούθησε κατά πόδας, σαν κυνηγόσκυλο, καβάλα στο άλογό του. Το πρόσωπο του Άραμ έλαμψε μόλις τον είδε, αν κι αυτό δεν έλεγε και πολλά. Απλώς, μοίραζε την πίστη του ανάμεσα σε αυτόν και τη Φάιλε.
«Σύζυγέ μου», φώναξε η γυναίκα. Δεν ήταν υπερβολικά ψυχρή, αλλά ο κοφτερός σαν ξυράφι θυμός κι η έκδηλη ζήλια ανακατεύονταν με την αγνή οσμή που ανέδιδε η ίδια και με την ευχάριστη μυρωδιά από σαπούνι βοτάνων. Ήταν κατάλληλα ντυμένη για ταξίδι, με έναν λεπτό μανδύα για τη σκόνη να κρέμεται στην πλάτη της και με κόκκινα γάντια, ταιριαστά με τις μπότες, που εξείχαν κάτω από το αγαπημένο της σκούρο και στενό φόρεμα ιππασίας. Ούτε λίγο ούτε πολύ, τέσσερα θηκαρωμένα εγχειρίδια ήταν χωμένα πίσω από τη ζώνη της.
Μια κίνηση έγινε αντιληπτή πίσω της· εμφανίστηκαν η Μπάιν, η Τσιάντ κι η Σούλιν μαζί με μια ντουζίνα Κόρες. Τα φρύδια του Πέριν ανασηκώθηκαν κι αναρωτήθηκε τι θα έλεγε ο Γκαούλ για όλα αυτά. Ο Αελίτης είχε πει πως δεν έβλεπε την ώρα να πετύχει μόνες τους την Μπάιν με την Τσιάντ. Ακόμα πιο απροσδόκητοι ήταν οι άλλοι σύντροφοι της Φάιλε.
«Τι κάνουν αυτές εδώ;» Ο Πέριν ένευσε προς το μέρος μιας μικρής έφιππης μάζωξης λίγο πιο πίσω. Αναγνώρισε τη Σελάντε, την Κάμαϊλ και την ψηλή Δακρυνή. Όλες τους φορούσαν αντρικά ρούχα κι είχαν περασμένα στις ζώνες τους σπαθιά. Ο κοντόχοντρος τύπος με τη λαδωμένη μυτερή γενειάδα, που φορούσε το πανωφόρι με τα φαρδιά μανίκια, έμοιαζε γνώριμος παρά το ότι είχε τα μαλλιά του ριγμένα πίσω και δεμένα με κορδέλα. Τους άλλους δύο Καιρχινούς δεν τους ήξερε, αλλά, τόσο από το νεαρό της ηλικίας τους, όσο κι από τις κορδέλες με τις οποίες είχαν δεμένα τα μαλλιά τους, μπορούσε να υποθέσει πως, αν μη τι άλλο, ανήκαν στην «κοινωνία» της Σελάντε.
«Πήρα τη Σελάντε και μερικές φίλες της στην υπηρεσία μου». Η Φάιλε μιλούσε ανάλαφρα, αλλά ξαφνικά φάνηκε να κατακλύζεται από ομιχλώδη κύματα επιφύλαξης. «Αργά ή γρήγορα, θα είχαν προβλήματα στην πόλη. Χρειάζονται κάποιον να τις κατευθύνει. Δες το ως αγαθοεργία. Δεν θα τις αφήσω να μπλεχτούν στα πόδια σου».
Ο Πέριν αναστέναξε κι έξυσε τη γενειάδα του. Ένας συνετός άντρας ποτέ δεν έλεγε καταπρόσωπο στη γυναίκα του ότι του κρύβει διάφορα πράγματα. Ειδικά όταν επρόκειτο για τη Φάιλε, η οποία σύντομα θα γινόταν εξίσου φοβερή με τη μητέρα της. Αν, δηλαδή, δεν ήταν ήδη. Να μπλεχτούν στα πόδια του; Πόσες από αυτές τις... μαριονέτες... είχε πάρει υπό την προστασία της; «Είναι όλα έτοιμα; Όπου να ’ναι, όλο και κάποιος ηλίθιος θα αποφασίσει να κάνει τον καλό στον Ραντ, πηγαίνοντάς του το κεφάλι μου. Θα επιθυμούσα να έχω φύγει προτού συμβεί αυτό». Ένα βαθύ γρύλισμα βγήκε από το λαρύγγι του Άραμ.
«Κανείς δεν πρόκειται να σου πάρει το κεφάλι, άντρα μου». Η Φάιλε τού έδειξε τα κατάλευκα δόντια της και συνέχισε μιλώντας ψιθυριστά, τόσο ώστε να μπορεί να την ακούει. «Εκτός από μένα, ίσως». Ύστερα, με φυσιολογική φωνή, είπε: «Είμαστε έτοιμοι».
Σε μια επίπεδη κοιλότητα, πέρα από τα δέντρα, οι άντρες των Δύο Ποταμών στέκονταν ανά ζεύγη πλάι στα άλογά τους, σχηματίζοντας μια φιδογυριστή φάλαγγα που χανόταν πίσω από την πλαγιά του λόφου. Ο Πέριν αναστέναζε ξανά. Το κόκκινο λάβαρο της λυκοκεφαλής κι ο Κόκκινος Αετός της Μανέθερεν αναδεύονταν ελαφρά στη ζεστή αύρα, στην κορυφή της φάλαγγας. Ίσως να υπήρχε άλλη μια ντουζίνα Κόρες που περίμεναν καθισμένες ανακούρκουδα δίπλα στα λάβαρα. Από την άλλη, ο Πέριν σπάνια είχε προσέξει σε Αελίτη τόσο δύστροπη έκφραση σαν αυτή που είχε πάρει τώρα ο Γκαούλ.
Καθώς ξεπέζευε, δύο μαυροντυμένοι άντρες τον πλησίασαν και τον χαιρέτησαν βάζοντας τη γροθιά τους στο μέρος της καρδιάς. «Άρχοντα Πέριν», είπε ο Τζουρ Γκρέηντυ. «Είμαστε εδώ από χτες το βράδυ. Όλα είναι έτοιμα».
Το μαραζωμένο πρόσωπο του Γκρέηντυ, χαρακτηριστικό ι:νός αγρότη, έκανε τον Πέριν να νιώθει σχεδόν άνετα μαζί του, αλλά ο Φάγκερ Νιλντ ήταν διαφορετικό ζήτημα. Ίσως δέκα χρόνια νεότερος από τον Γκρέηντυ, θα μπορούσε κάλλιστα να ι:ίναι κι αυτός αγρότης, ωστόσο διέθετε έναν αέρα κι ήταν γεμάτος σκέρτσο. Το πρόσωπό του στολιζόταν από ένα αξιολύπητο μουστάκι που το είχε αφήσει να αναπτυχθεί, έτσι ώστε να γίνει μυτερό στις άκρες. Ο Γκρέηντυ ήταν ένας από τους Αφοσιωμένους, ένας Στρατιώτης, παρά το ότι δεν είχε καρφιτσωμένο στο πέτο του το ασημένιο ξίφος· αυτό, όμως, δεν του αφαιρούσε το δικαίωμα να μιλάει. «Άρχοντα Πέριν, είναι όντως αναγκαίο να πάρουμε μαζί μας αυτές τις γυναίκες; Μόνο προβλήματα θα δημιουργήσουν, και το ξέρεις πολύ καλά».
Κάποιες από τις γυναίκες για τις οποίες μιλούσε στέκονταν αρκετά κοντά στους Διποταμίτες, με τις εσάρπες διπλωμένες πάνω στα μπράτσα τους. Η Εντάρα έμοιαζε η πιο ηλικιωμένη από τις έξι Σοφές που παρακολουθούσαν ανέκφραστες τις δύο γυναίκες τις οποίες είχε υποδείξει με ένα νεύμα ο Νιλντ. Η αλήθεια ήταν πως αυτές οι δύο απασχολούσαν πολύ και τον ίδιο τον Πέριν. Η Σέονιντ Τράιγκαν, παγερή κι απρόσιτη, ντυμένη με πράσινο μετάξι, πάσχιζε απεγνωσμένα να αγνοήσει τις Αελίτισσες· οι περισσότερες Καιρχινές που δεν προσποιούνταν πως ήταν Αελίτισσες τις περιφρονούσαν. Όταν, όμως, πρόσεξε τον Πέριν, πήρε τα γκέμια του καστανοκόκκινου αλόγου της με το άλλο χέρι και σκούντησε στα πλευρά τη Μασούρι Σοκάγουα. Η Μασούρι, ξαφνιασμένη -φαίνεται πως οι αδελφές του Καφέ Άτζα ονειροπολούσαν συχνά- κοίταξε με κενό βλέμμα την Πράσινη αδελφή κι έπειτα έστρεψε τη ματιά της στον Πέριν. Κάπως έτσι θα κοίταζε ένα περίεργο ή επικίνδυνο ζώο, για να βεβαιωθεί τι ήταν πριν το αποτελειώσει. Είχαν ορκιστεί να υπακούουν στον Ραντ αλ'Θόρ, αλλά πώς ήταν δυνατόν να υπακούουν στον Πέριν Αϋμπάρα; Το να δίνει κάποιος διαταγές στις Άες Σεντάι έμοιαζε αφύσικο. Μα καλύτερο από το να ίσχυε το αντίθετο.
«Θα έρθουν μαζί μας όλοι», είπε ο Πέριν. «Ας την κοπανήσουμε προτού μας δουν». Η Φάιλε ρουθούνισε.
Ο Γκρέηντυ με τον Νιλντ χαιρέτησαν ξανά και κατευθύνθηκαν καταμεσής της άδεντρης περιοχής. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα ποιος από τους δύο κανόνισε να γίνουν τα απαραίτητα, αλλά ξαφνικά η -γνώριμη, πλέον- ασημιά κάθετη αστραπή στον αέρα περιστράφηκε μέχρι που έγινε πύλη, αν κι όχι αρκετά ψηλή για να χωρέσει κανείς. Μέσα από το άνοιγμα διακρίνονταν δέντρα, όχι πολύ διαφορετικά από αυτά που φύτρωναν στους γύρω λόφους. Ο Γκρέηντυ έκανε να περάσει από το άνοιγμα, αλλά η Σούλιν με μια μικρή ορδή πεπλοφόρων Κορών κόντεψαν να τον ρίξουν κάτω. Φαίνεται πως είχαν ορίσει μόνες τους το προνόμιο να περάσουν πρώτες από την πύλη, και δεν σκόπευαν να αφήσουν οποιονδήποτε να το σφετεριστεί.
Με το μυαλό του απασχολημένο με εκατοντάδες προβλήματα που ίσως προέκυπταν στο μέλλον και τα οποία τώρα δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί, ο Πέριν οδήγησε τον Γοργοπόδη σε μια περιοχή ελάχιστα λοφώδη. Δεν υπήρχε κανένα ξέφωτο, αλλά δεν ήταν τόσο πυκνά δεντροφυτεμένη όπως το κοίλωμα στην Καιρχίν· τα σκόρπια δέντρα, ωστόσο, ήταν ψηλότερα και εξίσου μαραμένα, ακόμα και τα πεύκα. Δεν αναγνώρισε άλλα, εκτός από μερικές βελανιδιές και χαμοδάφνες. Ο αέρας έμοιαζε κάπως πιο ζεστός.
Η Φάιλε τον ακολούθησε, αλλά όταν αυτός στράφηκε αριστερά, εκείνη έστρεψε τη Σουώλλοου δεξιά. Το κεφάλι του Άραμ κοίταζε τριγύρω ανήσυχα, πότε τον έναν και πότε τον άλλον, μέχρι που ο Πέριν τού έκανε νόημα να ακολουθήσει τη γυναίκα του. Ο πάλαι ποτέ Μάστορας σπιρούνισε το ευνουχισμένο του ζώο ξοπίσω της, αλλά, όσο γρήγορος κι αν ήταν, δεν πρόλαβε να περάσει πριν από την Μπάιν και την Τσιάντ, που φορούσαν ακόμη τα πέπλα. Παρά τις διαταγές του Πέριν ότι έπρεπε να ακολουθήσουν οι άντρες των Δύο Ποταμών, η Σελάντε μαζί με δύο ντουζίνες νεαρές Καιρχινές και Δακρυνές ξεχύθηκαν από την πύλη τραβώντας μαζί και τα άλογά τους. Δύο ντουζίνες! Κουνώντας το κεφάλι του, ο Πέριν στάθηκε πλάι στον Γκρέηντυ που έστρεφε το βλέμμα του παντού, μελετώντας τον αραιοσπαρμένο δασότοπο.
Ο Γκαούλ ήρθε, αγέρωχος, καθώς ο Ντάνιλ άρχισε να οδηγεί γοργά τους άντρες των Δύο Ποταμών τραβώντας τα άλογά τους. Αυτά τα καταραμένα λάβαρα εμφανίστηκαν ακριβώς πίσω από τον Ντάνιλ κι υψώθηκαν σχεδόν με το που βγήκαν από την άλλη μεριά. Αυτός ο άνθρωπος έπρεπε να ξυρίσει τα ηλίθια μουστάκια του το συντομότερο.
«Οι γυναίκες είναι απίστευτες», μουρμούρισε ο Γκαούλ.
Ο Πέριν άνοιξε το στόμα του να υπερασπιστεί τη Φάιλε, αλλά αντιλήφθηκε πως ο άντρας αγριοκοίταζε την Μπάιν και την Τσιάντ. Για να μη φανεί ανόητος, τον ρώτησε: «Είσαι παντρεμένος, Γκρέηντυ;»
«Με τη Σόρα», απάντησε αυτός αφηρημένα, εξακολουθώντας να έχει την προσοχή του στραμμένη στα γύρω δέντρα. Ο Πέριν θα έβαζε στοίχημα πως σίγουρα ήλεγχε τη Δύναμη. Οποιοσδήποτε μπορούσε να δει μακριά εδώ, συγκριτικά με τα δάση που άφησαν πίσω τους, αλλά όλο και κάποιος θα μπορούσε να σε πλησιάσει χωρίς να πάρεις χαμπάρι τίποτα. «Της λείπω», συνέχισε ο Γκρέηντυ, μονολογώντας σχεδόν. «Είναι από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνεις να αναγνωρίζεις. Πάντως, πολύ θα ήθελα να ξέρω γιατί πονάει το γόνατο της».
«Το γόνατο της πονάει», είπε ξερά ο Πέριν. «Πονάει αυτή τη στιγμή».
Ο Γκρέηντυ συνειδητοποίησε πως κι οι άλλοι δύο κοιτούσαν μπροστά. Βλεφάρισε και συνέχισε να κοιτάει εξεταστικά. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντα Πέριν, αλλά χρειάζεται να επαγρυπνώ». Για αρκετή ώρα δεν είπε τίποτα και μετά άρχισε να μιλάει σιγανά. «Πρόκειται για κάτι που μελέτησε ένας τύπος ονόματι Κάνλερ. Οι Μ'Χαήλ δεν αρέσκονται να προσπαθούμε να ανακαλύπτουμε πράγματα από μόνοι μας, αλλά από τη στιγμή που έγινε...» Η ελαφριά γκριμάτσα του υποδήλωνε πως ακόμα κι ο Τάιμ δεν ήταν και τόσο άνετος όσον αφορούσε σε αυτό το θέμα. «Πιστεύουμε πως πρόκειται για κάτι σαν τον δεσμό μεταξύ Προμάχων κι Άες Σεντάι. Ίσως ο ένας στους τρεις μας να είναι παντρεμένος. Όπως και να έχει, να γιατί τόσο πολλές σύζυγοι παραμένουν, αντί να το βάλουν στα πόδια μόλις μάθουν τι ακριβώς ήταν οι σύζυγοί τους. Με αυτόν τον τρόπο, όταν είσαι μακριά της, ξέρεις ότι είναι καλά και ξέρει κι αυτή ότι είσαι κι εσύ καλά. Σε έναν άντρα αρέσει να ξέρει πως η γυναίκα του είναι ασφαλής».
«Σίγουρα», αποκρίθηκε ο Πέριν. Τι δουλειά είχε η Φάιλε με αυτούς τους τρελούς; Ήταν καβάλα στη Σουώλλοου τώρα, κι όλοι είχαν μαζευτεί τριγύρω, κοιτώντας τη. Δεν το είχε σε τίποτα να αρχίσει να λέει κι αυτή τέτοιες σαχλαμάρες περί τζι'ε'τόχ.
Η Σέονιντ κι η Μασούρι γλίστρησαν πίσω από τους τελευταίους Διποταμίτες μαζί με τους τρεις Προμάχους που είχαν ανάμεσά τους και τις Σοφές ακριβώς πίσω τους, πράγμα διόλου παράξενο. Σκοπός τους ήταν να προσέχουν τις Άες Σεντάι. Η Σέονιντ τράβηξε τα γκέμια, λες κι ήταν έτοιμη να ιππεύσει, αλλά η Εντάρα είπε κάτι χαμηλόφωνα δείχνοντας μια χοντρή γερτή βελανιδιά, κι οι δύο Άες Σεντάι την κοίταξαν στρέφοντας συγχρόνως τα κεφάλι τους, αντάλλαξαν ματιές κι οδήγησαν τα άλογά τους προς το δέντρο. Τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο άνετα, αν οι δυο τους ήταν πάντα τόσο μειλίχιες - αν κι η λέξη «μειλίχιες» δεν ήταν η καταλληλότερη. Ο λαιμός της Σέονιντ ήταν άκαμπτος σαν βέργα.
Ύστερα ακολούθησαν οι εφεδρείες, μια ορδή πρόσθετων αλόγων δεμένων ανά δέκα σε λουριά, υπό το άγρυπνο βλέμμα του λαού των περιοχών που ελέγχονταν από τον Ντομπραίν, οι οποίοι υποτίθεται πως ήξεραν τι έκαναν. Ο Πέριν διάλεξε αυτόματα τον Αναχαιτιστή, αρχηγικό άλογο από μόνο του· η γυναίκα που τον φρόντιζε θα έπρεπε να ξέρει καλά τη δουλειά της, για το δικό της καλό. Κάμποσες καρότσες με τεράστιους τροχούς, οι οποίες κουβαλούσαν εφόδια, πέρασαν από την πύλη, καθώς κι οδηγοί που έσερναν τα άλογα φωνάζοντας, λες και φοβούνταν ότι η πύλη θα έκλεινε προτού περάσουν - αν κι ο κυριότερος λόγος ήταν ότι οι καρότσες δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν τόσα όσα οι άμαξες, προτιμούνταν όμως επειδή μια άμαξα με τους επιβάτες της πιθανόν να μη χωρούσε να περάσει. Φαίνεται πως ούτε ο Νιλντ ούτε ο Γκρέηντυ είχαν την ικανότητα να δημιουργήσουν μια πύλη αντίστοιχου μεγέθους εκείνων που έφτιαχναν ο Ραντ ή ο Ντασίβα.
Όταν κύλησε έξω και η τελευταία καρότσα, με τον άξονά της να στριγγλίζει, ο Πέριν σκέφτηκε πως είχε έρθει η ώρα να διατάξει τη φραγή της πύλης, αλλά ο Νιλντ την κρατούσε ακόμα ανοικτή, όντας ο ίδιος στην άλλη της πλευρά, στην Καιρχίν. Ένα λεπτό αργότερα, ήταν πια πολύ αργά.
Η Μπερελαίν πέρασε το άνοιγμα, οδηγώντας μια φοράδα τόσο λευκή όσο σκούρα ήταν η Σουώλλοου. Ο Πέριν ένιωθε ευγνωμοσύνη επειδή το γκρίζο φόρεμα ιππασίας της γυναίκας ήταν κλειστό μέχρι τον λαιμό. Από τη μέση και πάνω, ωστόσο, ήταν εφαρμοστό όπως κάθε Ταραμπονέζικο ρούχο. Ο Πέριν μούγκρισε. Μαζί της πέρασαν ο Νουρέλ κι ο Μπερτάιν Γκαλίν, ο Άρχοντας Ηγέτης των Φτερωτών Φρουρών της, ένας γκριζομάλλης τύπος που φορούσε μία καλύπτρα στο μάτι του όπως κάποιος άλλος θα φορούσε ένα φτερό στο καπέλο του. Ακολούθησαν οι Φτερωτοί Φρουροί με τις κόκκινες πανοπλίες, εννιακόσιοι περίπου από δαύτους. Ο Νουρέλ κι όσοι είχαν βρεθεί στα Πηγάδια του Ντουμάι φορούσαν μια κίτρινη ταινία δεμένη ψηλά στο αριστερό τους μπράτσο.
Ανεβασμένη στη φοράδα της, η Μπερελαίν κατευθύνθηκε στη μια πλευρά, δίπλα στον Γκαλίν, ενώ ο Νουρέλ παρέταξε τους Φτερωτούς Φρουρούς ανάμεσα στα δέντρα. Σχεδόν πενήντα βήματα και κάμποσα δέντρα μεσολαβούσαν ανάμεσα στην ίδια και στη Φάιλε, αλλά κατόρθωσε να βρει μια θέση όπου μπορούσε να κοιτάζει καταπρόσωπο την άλλη γυναίκα. Οι ματιές που αντάλλασσαν ήταν τόσο ανέκφραστες που ο Πέριν αισθάνθηκε να τον διαπερνά μια ανατριχίλα. Το να τοποθετήσει την Μπερελαίν στα μετόπισθεν, όσο πιο μακριά γινόταν από τη Φάιλε, ήταν καλή ιδέα, αλλά κάθε απόγευμα θα γίνονταν τα ίδια. Να σε πάρει η ευχή, Ραντ!
Ο Νιλντ πήδησε μέσα από την πύλη, χαϊδεύοντας το γελοίο μουστάκι του και κορδώνοντας το ανάστημά του για να τον καμαρώσουν καθώς το άνοιγμα έκλεινε. Κανείς δεν του έδωσε σημασία κι έτσι σκαρφάλωσε στο άλογό του με μια πικραμένη έκφραση να έχει χαραχθεί στο πρόσωπό του.
Ο Πέριν καβάλησε τον Γοργοπόδη και κάλπασε προς ένα μικρό ύψωμα. Εξαιτίας των δέντρων δεν μπορούσαν να τον δουν όλοι, αλλά αρκούσε που μπορούσαν να τον ακούσουν. Η συνάθροιση αναδεύτηκε καθώς σταμάτησε το άλογο του και μερικοί μετακινήθηκαν για να έχουν καλύτερη θέα.
«Απ' όσο γνωρίζουν οι κατάσκοποί μας στην Καιρχίν», είπε δυνατά, «εγώ εξορίστηκα, η Πρώτη του Μαγιέν βρίσκεται καθ' οδόν προς την πατρίδα της κι οι υπόλοιποι από εσάς εξαφανίστηκαν, έτσι απλά, σαν ομίχλη κάτω από τις ακτίνες του ήλιου».
Προς μεγάλη του έκπληξη, όλοι γέλασαν κι η ιαχή «Πέριν ο Χρυσομάτης» υψώθηκε στον αέρα, κι όχι μόνο από τον λαό των Δύο Ποταμών. Περίμενε να καταλαγιάσει το πλήθος, κάτι που δεν έγινε αμέσως. Η Φάιλε, όπως κι η Μπερελαίν, ούτε γελούσαν ούτε φώναζαν, παρά κουνούσαν απλώς τα κεφάλια τους. Καμιά τους δεν πίστευε ότι ο Πέριν έπρεπε να πει όσα σκόπευε. Και τότε, συνειδητοποίησαν η μία την παρουσία της άλλης και μαρμάρωσαν στη θέση τους, σαν να είχαν παγιδευτεί μέσα σε κεχριμπάρι. Δεν συνήθιζαν να συμφωνούν μεταξύ τους, κι έτσι δεν ήταν άξιο απορίας που κι οι δύο είχαν παρόμοια έκφραση όταν έστρεψαν τις ματιές τους προς το μέρος του. Υπάρχει μια παλιά παροιμία στους Δύο Ποταμούς, αν και το πώς θα την πεις και τι μπορεί να εννοείς εξαρτάται από τις δεδομένες συνθήκες κι από το ποιος είσαι. «Πάντα φταίει ο άντρας». Απ' όλα τα πράγματα, σε ένα μόνο οι γυναίκες ήταν αξεπέραστες: στο να διδάσκουν σε έναν άντρα να αναστενάζει.
«Κάποιοι από σας μπορεί να αναρωτιούνται πού βρισκόμαστε και για ποιον λόγο», συνέχισε όταν εντέλει επικράτησε ησυχία. Ένα κυματιστό γελάκι ακούστηκε. «Αυτή είναι η Γκεάλνταν». Μουρμουρητά δέους, ίσως και καχυποψίας, ακούστηκαν στη συνειδητοποίηση ότι είχαν διασχίσει χίλια πεντακόσια μίλια κάνοντάς ένα μονάχα βήμα. «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να πείσουμε τη Βασίλισσα Αλιάντρε πως δεν ερχόμαστε ως εισβολείς». Υποτίθεται πως η Μπερελαίν θα διαπραγματευόταν με την Αλιάντρε, κι αυτό σίγουρα θα έκανε τη Φάιλε έξω φρενών. «Κατόπιν, πρέπει να βρούμε έναν τύπο που αυτοαποκαλείται ο Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα». Ούτε κι αυτό θα ήταν τόσο ευχάριστο. Ο Μασέμα ήταν δύστροπος ακόμα και πριν χάσει τα λογικά του. «Ο προφήτης αυτός έχει δημιουργήσει μερικά προβλήματα, αλλά θα του γνωστοποιήσουμε πως ο Ραντ αλ'Θόρ δεν επιθυμεί να τον ακολουθούν άνθρωποι τρομαγμένοι. Θα τον πάρουμε πίσω, όπως κι οποιονδήποτε από τους δικούς του το επιθυμεί, στον Άρχοντα Δράκοντα». Κι εν ανάγκη, θα πάρουμε τον Μασέμα με το ζόρι, σκέφτηκε πικρόχολα.
Το πλήθος ζητωκραύγασε, αναφωνώντας ότι θα έφερναν τον Προφήτη πίσω, στην Καιρχίν, για τον Άρχοντα Δράκοντα και μόνο, μέχρι που ο Πέριν ήλπιζε το μέρος εκείνο να βρίσκεται μακρύτερα από οποιοδήποτε χωριό. Ακόμα κι οι οδηγοί στις καρότσες κι οι εκπαιδευτές αλόγων συμμετείχαν στην επευφημία. Ο Πέριν ευχήθηκε να γίνονταν όλα γρήγορα κι οργανωμένα. Όσο πιο σύντομα απομακρύνονταν ο ίδιος κι η Φάιλε από την Μπερελαίν, τόσο καλύτερα. Από τη στιγμή που αποφάσισε να βαδίσουν νότια, δεν ήθελε να συμβούν εκπλήξεις. Είχε έρθει η ώρα να αποδείξει την αξία του ως τα'βίρεν.