3 Ο Λόφος της Χρυσής Αυγής

Σε μια πλατιά και χαμηλή λοφοκορυφή, μερικά μίλια βορειοανατολικά της πόλης της Καιρχίν, αρκετά μακριά από οποιονδήποτε δρόμο ή ανθρώπινη κατοικία, εμφανίστηκε μια λεπτή κάθετη γραμμή ατόφιου φωτός, ψηλότερη από άνθρωπο ή άλογο. Το έδαφος ήταν επικλινές προς κάθε κατεύθυνση, κυματιστό και μαλακό. Τίποτα παραπάνω από περιστασιακά χαμόκλαδα δεν εμπόδιζε τη θέα για περισσότερο από ένα μίλι, μέχρι το δάσος που περιστοίχιζε την περιοχή. Καφετί γρασίδι έπεσε καθώς το φως φάνηκε να περιστρέφεται, μέχρι που απλώθηκε σχηματίζοντας ένα τετράγωνο στον αέρα. Κάμποσα από τα νεκρά κοτσάνια σχίστηκαν σε όλο τους το μήκος, πολύ τελειότερα απ' ό,τι θα τα έκοβε το καλύτερο ξυράφι. Κι όλα αυτά από μια τρύπα στον αέρα.

Τη στιγμή που η πύλη άνοιξε εντελώς, κουκουλοφόροι Αελίτες, άντρες και Κόρες, ξεχύθηκαν έξω κι απλώθηκαν προς κάθε κατεύθυνση για να περικυκλώσουν τον λόφο. Σχεδόν κρυμμένοι στον χείμαρρο, τέσσερις Άσα'μαν με κοφτερή ματιά πήραν θέση γύρω από την πύλη κοιτώντας διερευνητικά προς το δασώδες περιβάλλον που τους τριγύριζε. Τίποτα δεν κουνιόταν· μονάχα ο άνεμος, η σκόνη, το ψηλό γρασίδι και τα κλωνάρια πιο μακριά. Ωστόσο, κάθε Άσα’μαν ήλεγχε την περιοχή με τη ζέση του πεινασμένου γερακιού που ψάχνει τον λαγό. Βέβαια, κι ένας λαγός που έχει τον νου του για γεράκια μπορεί να δείχνει την ίδια προσήλωση, αλλά δεν έχει ποτέ τον αέρα της απειλής.

Τίποτα δεν σταμάτησε τη ροή. Τη μια στιγμή ξεχύθηκε μια πλημμυρίδα Αελιτών και την επόμενη έφιπποι και πάνοπλοι Καιρχινοί που κάλπαζαν ανά ζεύγη, με το πορφυρό Λάβαρο του Φωτός πάνω από τα κεφάλια τους καθώς έβγαιναν από την πύλη. Χωρίς διακοπή, ο Ντομπραίν μάζεψε παράμερα τους άντρες του και τους παρέταξε σε σχηματισμό στα ριζά της πλαγιάς, με τις περικεφαλαίες και τις μεταλλικές πανοπλίες παραταγμένες κατά σειρά και τις λόγχες ανασηκωμένες στην ίδια γωνία. Ώριμοι βετεράνοι, έτοιμοι να ορμήσουν με το πρώτο του νεύμα.

Στα άκρα της τελευταίας γραμμής των Καιρχινών, ο Πέριν ίππευε τον Γοργοπόδη. Το καστανόχρωμο άλογο διέσχισε με μια δρασκελιά την απόσταση από το λόφο κάτω από τα Πηγάδια του Ντουμάι στον λόφο της Καιρχίν, κι ο Πέριν έσκυψε παρά τη θέλησή του. Το άνω τμήμα της βρισκόταν αρκετά πάνω από το κεφάλι του, αλλά είχε δει τη ζημιά που προκαλούσε μια πύλη και δεν είχε καμιά πρόθεση να δοκιμάσει κατά πόσον θα ήταν ασφαλέστεροι αν έμεναν ακίνητοι. Ο Λόιαλ με τον Άραμ ακολουθούσαν από κοντά -ο Ογκιρανός πεζή, με τα γόνατα διπλωμένα και τον πέλεκυ με τη μακρόστενη λαβή περασμένο στον ώμο του- και κατόπιν οι άντρες των Δύο Ποταμών, καθισμένοι ανακούρκουδα στις σέλες τους, αρκετά μακριά από την πύλη. Ο Ραντ αλ'Ντάι κουβαλούσε το λάβαρο της Κόκκινης Λυκοκεφαλής, το λάβαρο του Πέριν όπως ισχυρίζονταν όλοι, κι ο Τελ Λιούιν τον Κόκκινο Αετό.

Ο Πέριν προσπάθησε να μην τους ρίξει ούτε ματιά, ειδικά στον Κόκκινο Αετό. Οι άντρες των Δύο Ποταμών ήθελαν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Ήταν άρχοντας, άρα έπρεπε να έχει κάποιο λάβαρο. Ήταν άρχοντας, αλλά όταν τους είπε να ξεφορτωθούν αυτά τα καταραμένα λάβαρα, τα έκρυψαν για λίγο μονάχα. Η Κόκκινη Λυκοκεφαλή τού προσέδιδε μία ιδιότητα που δεν είχε και που δεν ήθελε κι ο ίδιος να έχει, ενώ ο Κόκκινος Αετός... Πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια αφότου η Μανέθερεν πέθανε στους πολέμους των Τρόλοκ, σχεδόν χίλια από τότε που το Άντορ κατάπιε μέρος αυτού που κάποτε ήταν η Μανέθερεν, το λάβαρο εξακολουθούσε να συμβολίζει την επαναστατική πράξη των Αντορινών. Οι θρύλοι θέριευαν ακόμα στο μυαλό μερικών ανθρώπων. Βέβαια, είχαν περάσει ελάχιστες γενεές από τότε που οι κάτοικοι των Δύο Ποταμών συνειδητοποίησαν ότι ήταν Αντορινοί, αλλά τα μυαλά των Βασιλισσών δεν άλλαζαν τόσο εύκολα.

Του φαινόταν ότι πέρασε καιρός από τότε που είχε συναντήσει τη νέα Βασίλισσα του Άντορ στην Πέτρα του Δακρύου. Δεν είχε λάβει ακόμα τον τίτλο της Βασίλισσας -και δεν θα τον έπαιρνε μέχρι τη στέψη της στο Κάεμλυν— αλλά η Ηλαίην φαινόταν μια ευχάριστη, νεαρή γυναίκα, αρκετά χαριτωμένη, παρά το ότι συνήθως ο ίδιος δεν μεροληπτούσε υπέρ των καλοχτενισμένων γυναικών. Κάπως αυτάρεσκη βέβαια, καθότι ήταν μια Κόρη-Διάδοχος. Επίσης, τσιμπημένη με τον Ραντ, κρίνοντας από τα κρυφά σφιχταγκαλιάσματα στις γωνίες. Ο Ραντ υποτίθεται πως θα της έδινε όχι μονάχα τον Θρόνο του Λιονταριού στο Άντορ, αλλά και τον Θρόνο του Ήλιου στην Καιρχίν. Σίγουρα θα ήταν αρκετά ευγνώμων ώστε να αφήσει τη σημαία να κυματίζει, ασχέτως του αν σήμαινε κάτι ή όχι. Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του, παρακολουθώντας τους άντρες των Δύο Ποταμών να αναπτύσσονται πίσω από τα λάβαρα. Όπως και να είχε, δεν ήταν κάτι που θα τον απασχολούσε σήμερα.

Οι Διποταμίτες δεν φημίζονταν για την ακρίβεια που επεδείκνυαν οι πολεμιστές· οι περισσότεροι, άλλωστε, ήταν αγόρια σαν τον Τοντ, γιοι αγροτών και βοσκοί, ωστόσο ήξεραν τι να κάνουν. Κάθε πέμπτος άντρας έπαιρνε τα ηνία τεσσάρων ακόμα αλόγων, ενώ οι άλλοι καβαλάρηδες ξεπέζευαν βιαστικά, με τις βαλλίστρες τους πανέτοιμες κι οπλισμένες. Οι πεζοί βραδυπορούσαν, σχηματίζοντας ασύνταχτες γραμμές, και περιεργάζονταν την περιοχή με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ελέγχοντας τακτικά και με εξασκημένες κινήσεις τις φαρέτρες τους και χειριζόμενοι με άνεση τα τόξα τους. Ακόμα και τεντωμένα, τα τόξα των κατοίκων των Δύο Ποταμών είχαν το ύψος των αντρών που τα χρησιμοποιούσαν. Ήταν δύσκολο για κάποιον ξένο να πιστέψει πόσο μακριά μπορούσαν να σημαδέψουν έναν στόχο -και να τον χτυπήσουν με ακρίβεια- χρησιμοποιώντας αυτά τα τόξα.

Ο Πέριν ήλπιζε πως δεν θα παρίστατο ανάγκη να τα χρησιμοποιήσουν σήμερα. Κάποιες φορές, ονειρευόταν έναν κόσμο όπου η χρήση όπλων θα είχε πια εκλείψει. Κι ο Ραντ...

«Πιστεύεις πως οι εχθροί μου κοιμούνταν όσο εγώ... έλειπα;» είχε ρωτήσει άξαφνα ο Ραντ καθώς περίμεναν τον Ντασίβα να ανοίξει την πύλη. Ήταν ντυμένος με ένα πανωφόρι που το είχαν ξετρυπώσει από τις άμαξες, ένα καλοραμμένο πράσινο μάλλινο, αν και δεν συνήθιζε να φοράει τέτοιου είδους ρούχα. Ίσως το πανωφόρι να ανήκε σε κάποιον Πρόμαχο ή να ήταν το καντιν'σόρ ενός Αελίτη, αλλά, όπως και να είχε, ήταν το μόνο ρούχο στον καταυλισμό που του ταίριαζε. Η αλήθεια είναι πως θα περίμενε κανείς να επιμείνει μέχρι να βρει κάτι μεταξωτό και κεντητό, όπως ακριβώς επέμενε χτες και σήμερα το πρωί να κάνουν εξονυχιστική έρευνα στις άμαξες.

Οι άμαξες εκτείνονταν σε σειρές, με τα υποζύγια ζεμένα, ενώ τα καλύμματα από καναβάτσο κι οι σιδερένιοι κρίκοι είχαν αποσυναρμολογηθεί. Η Κιρούνα με τις υπόλοιπες ορκισμένες αδελφές είχαν στριμωχτεί στην προπορευόμενη άμαξα και δεν έμοιαζαν διόλου χαρούμενες. Είχαν πάψει να διαμαρτύρονται μόλις διαπίστωσαν πως δεν κατάφερναν τίποτα, αλλά ο Πέριν μπορούσε να ακούσει τα ψυχρά, θυμωμένα μουρμουρητά τους. Αν μη τι άλλο, είχαν ξεκινήσει. Οι Πρόμαχοι κύκλωναν την άμαξα πεζοί, σιωπηλοί και δριμείς, ενώ οι αιχμάλωτες Άες Σεντάι σχημάτιζαν μια άκαμπτη, κακόθυμη αρμαθιά, κυκλωμένη από τις Σοφές που δεν είχαν πάει με τον Ραντ, δηλαδή από όλες εκτός της Σορίλεα και της Άμυς. Οι Πρόμαχοι των κρατουμένων, βλοσυροί όλοι τους, ήταν μαζεμένοι καμιά εκατοστή βήματα παραπέρα, ενώ ο παγερός θάνατος δεν είχε καταφθάσει ακόμα παρά τις πληγές και τους φρουρούς σισβαϊ'αμάν. Εκτός από το μεγάλο μαύρο άτι της Κιρούνα, τα γκέμια τον οποίον κρατούσε ο Ραντ, και τη μαυριδερή φοράδα με τους καλοσχηματισμένους αστραγάλους που ίππευε η Μιν, τα άλογα των Άες Σεντάι και των Προμάχων που δεν είχαν παραχωρηθεί από τους Άσα'μαν —ή που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ως υποζύγια των αμαξών, κάτι που θα προκαλούσε σύγχυση μεγαλύτερη από το να αναγκάζονταν οι κάτοχοί τους να πηγαίνουν πεζή- ήταν δεμένα σε μακριά μολύβδινα σύρματα, στερεωμένα στα παραπέτα των αμαξών.

«Το πιστεύεις, Φλιν; Εσύ, Γκρέηντυ;»

Ο Άσα'μαν που ρωτήθηκε πρώτος, ο γεροδεμένος άντρας με τη φάτσα αγρότη, κοίταξε αβέβαια τον Ραντ κι έπειτα τον κουτσό σκληρόπετσο άντρα. Καθένας τους φορούσε μια ασημένια καρφίτσα με μορφή ξίφους στο πέτο του, η οποία όμως δεν απεικόνιζε τον Δράκοντα. «Μόνο ένας βλάκας πιστεύει πως οι εχθροί του αδρανούν όταν ο ίδιος δεν κοιτάζει, Άρχοντα Δράκοντα», είπε ο ηλικιωμένος άντρας με τραχιά φωνή που δεν διέφερε από εκείνη ενός στρατιώτη.

«Κι εσύ, Ντασίβα, τι νομίζεις;»

Ο Ντασίβα ξαφνιάστηκε που του απηύθυναν το λόγο. «Εγώ... μεγάλωσα σε αγρόκτημα». Ίσιωσε τη ζώνη του ξίφους του, αν και δεν χρειαζόταν. Υποτίθεται ότι είχαν εκπαιδευτεί να χειρίζονται τόσο το ξίφος όσο και τη Δύναμη, αλλά ο Ντασίβα φαίνεται πως αδυνατούσε να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο. «Δεν ξέρω και πολλά από εχθρούς». Παρά την αδεξιότητά του, ο τόνος της φωνής του μαρτυρούσε θρασύτητα. Από την άλλη, όλοι τους έμοιαζαν ασυνήθιστοι στην αλαζονεία.

«Αν μείνεις κοντά μου», είπε ο Ραντ απαλά, «θα μάθεις». Το χαμόγελό του προκάλεσε ρίγος στον Πέριν. Χαμογελούσε καθώς έδινε διαταγές να περάσουν την πύλη, λες κι επρόκειτο να τους επιτεθούν. Τους είχε πει να θυμούνται πως ο εχθρός καιροφυλακτούσε παντού και δεν μπορούσες να ξέρεις ποτέ ποιος ήταν.

Η έξοδος συνεχίστηκε αμείωτη. Οι άμαξες κυλούσαν μουγκρίζοντας, από τα Πηγάδια του Ντουμάι στην Καιρχίν, ενώ οι αδελφές στις πρώτες άμαξες έμοιαζαν με αγάλματα από πάγο που ταλαντεύονταν. Οι Πρόμαχοι τρόχαζαν παράλληλα, με χέρια που κρατούσαν σφικτά τις λαβές των σπαθιών τους και βλέμμα αεικίνητο που δεν έμενε ποτέ κολλημένο σε ένα σημείο. Ήταν προφανές ότι πίστευαν πως οι Άες Σεντάι χρειάζονταν προστασία, τόσο από αυτούς οι οποίοι βρίσκονταν ήδη στο λόφο όσο κι από οποιονδήποτε που μπορεί να εμφανιζόταν. Οι Σοφές παρήλαυναν σαν να οδηγούσαν το κοπάδι τους. Κάποιες από αυτές χρησιμοποιούσαν βέργες για να τσιγκλάνε τις Άες Σεντάι, αν κι οι αδελφές έκαναν καλή δουλειά προσποιούμενες πως δεν υπήρχαν ούτε Σοφές ούτε κεντρίσματα. Ακολουθούσαν οι Σάιντο γκαϊ'σάιν, τριποδίζοντας σε φάλαγγα με πλάτος τεσσάρων αντρών, κάτω από την άγρυπνη ματιά μίας Κόρης, η οποία έδειξε κάποιο σημείο εκτός πορείας προτού σπεύσει να ενωθεί με τις άλλες Φαρ Ντάραϊς Μάι, κι οι γκαϊ'σάιν γονάτισαν, γυμνοί σαν χαλκοκουρούνες και περήφανοι σαν αετοί. Οι υπόλοιποι Πρόμαχοι ακολούθησαν με τη συνοδεία των φρουρών τους, ακτινοβολώντας μια μαζική οργή που ο Πέριν μπορούσε να οσμιστεί πάνω από καθετί άλλο, και κατόπιν ο Ρούαρκ με τους υπόλοιπους σισβαϊ'αμάν και τις Κόρες, καθώς και τέσσερις ακόμα Άσα’μαν, ο καθένας εκ των οποίων οδηγούσε ένα δεύτερο άλογο για κάθε τέταρτο άντρα. Πιο πίσω έρχονταν ο Νουρέλ και οι Φτερωτοί Φρουροί με τις λόγχες που έφεραν τις κόκκινες κυματιστές σημαιούλες.

Οι Μαγιενοί καμάρωναν που αποτελούσαν την οπισθοφυλακή, γελώντας κι εξαπολύοντας καυχησιές προς τη μεριά των Καιρχινών σχετικά με το τι θα έκαναν αν επέστρεφαν οι Σάιντο. Βέβαια, δεν ήταν ακριβώς οι τελευταίοι. Τελευταίος απ' όλους ερχόταν ο Ραντ, πάνω στο ευνουχισμένο ζωντανό της Κιρούνα, καθώς κι η Μιν με τη φοράδα της. Η Σορίλεα με την Άμυς δρασκέλιζαν κατά μήκος της μιας πλευράς του ψηλού, μαύρου αλόγου, ενώ η Ναντέρα με μισή ντουζίνα Κόρες βρίσκονταν από την άλλη. Ο Ντασίβα οδηγούσε μια φαινομενικά γαλήνια καστανόχρωμη φοράδα στο κατόπι τους. Η πύλη αναβόσβησε κι ο Ντασίβα βλεφάρισε προς το σημείο εκείνο, χαμογελώντας αμυδρά και σκαρφαλώνοντας αδέξια στη σέλα της φοράδας. Φάνηκε σαν να μιλάει στον εαυτό του, αλλά πιθανότατα έφταιγε πως το ξίφος μπλέχτηκε ανάμεσα στα ποδάρια του και κόντεψε να γκρεμιστεί. Το σίγουρο ήταν πως δεν είχε τρελαθεί ολότελα.

Μια ολόκληρη στρατιά σε θέση μάχης κάλυπτε το λόφο, μιας μάχης που δεν ερχόταν ποτέ. Μικρός στρατός, δεν αριθμούσε πάνω από λίγες χιλιάδες, αν κι έμοιαζε ικανοποιητικού μεγέθους μπροστά στους αριθμούς που θα παρέτασσαν οι Αελίτες κατά μήκος του Δρακοτείχους. Οδηγώντας αργά το άλογό του προς το μέρος του Πέριν, ο Ραντ επιθεώρησε την περιοχή. Οι δύο Σοφές τον ακολουθούσαν από κοντά, μιλώντας σιγανά και παρακολουθώντας τον. Λίγο πιο πίσω, έρχονταν η Ναντέρα κι οι Κόρες, επιβλέποντας τον γύρω χώρο. Αν ο Ραντ ήταν λύκος, ο Πέριν θα έπαιρνε όρκο ότι οσμιζόταν τον αέρα. Κουβαλούσε το Σκήπτρο του Δράκοντα στο μπροστάρι της σέλας του, την αιχμή μιας λόγχης μήκους δύο ποδών, στολισμένης με λευκοπράσινες φούντες και σκαλισμένη με Δράκοντες. Πού και πού τη ζύγιαζε ελαφρά στο χέρι του, λες και διαρκώς υπενθύμιζε στον εαυτό του την ύπαρξή της.

Τράβηξε τα χαλινάρια κι έριξε μια ματιά στον Πέριν, εξίσου εξεταστική κι έντονη όσο κι αυτή που είχε ρίξει στα πέριξ. «Σε εμπιστεύομαι», είπε τελικά, νεύοντας. Η Μιν αναδεύτηκε στη σέλα της κι ο Ραντ πρόσθεσε, «Κι εσένα σε εμπιστεύομαι, Μιν, όπως κι εσένα, Λόιαλ». Ο Ογκιρανός μετατοπίστηκε αβέβαια, ρίχνοντας ένα διστακτικό βλέμμα στον Πέριν. Ο Ραντ κοίταξε γύρω στη λοφοπλαγιά, προς το μέρος των Αελιτών, των Άσα'μαν και των υπολοίπων. «Ελάχιστους μπορώ να εμπιστευθώ», είπε κουρασμένα. Η οσμή που απέπνεε ήταν αρκετή για δύο άντρες, οργή και φόβος, αποφασιστικότητα κι απόγνωση. Και μέσα σ' όλα αυτά, κόπωση.

Κράτα τα λογικά σον, ήθελε να του πει ο Πέριν. Κράτα καλά. Η πλημμυρίδα των ενοχών, ωστόσο, τον συγκράτησε, γιατί αυτός στον οποίον θα απευθυνόταν ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας κι όχι κάποιος παιδικός του φίλος. Επιθυμούσε να παραμείνει λογικός ο φίλος του. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας έπρεπε να παραμείνει πνευματικά υγιής.

«Άρχοντα Δράκοντα», είπε άξαφνα κάποιος από τους Άσα'μαν. Δεν έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος από αγόρι, με μάτια σκοτεινά και μεγάλα σαν κοριτσιού και χωρίς ξίφος ή Δράκοντα στο πέτο του. Πάντως, η υπερηφάνεια ήταν έκδηλη στο παρουσιαστικό του. Ο Πέριν είχε ακούσει να τον αποκαλούν Ναρίσμα. «Κοιτάξτε στα νοτιοδυτικά».

Βγαίνοντας τρεχάτη μέσα από τα δέντρα, σε απόσταση ενός μιλίου και περισσότερο, είχε φανεί μια φιγούρα, μια γυναίκα με το μεσοφόρι ανεβασμένο στους γοφούς της. Στα μάτια του Πέριν φάνταζε σίγουρα Αελίτισσα. Μια Σοφή, σκέφτηκε, αν και δεν τη διέκρινε πολύ καλά. Ωστόσο, ήταν σίγουρος. Η εμφάνισή της έβγαλε στην επιφάνεια όλη του τη νευρικότητα. Η ύπαρξη κάποιου στο σημείο που βγήκαν από την πύλη σίγουρα δεν προμήνυε τίποτα καλό. Οι Σάιντο παρενοχλούσαν για άλλη μια φορά την Καιρχίν όταν αυτός ξεκίνησε να βρει τον Ραντ, αλλά για τους Αελίτες μία Σοφή ήταν μία Σοφή άσχετα από τη φατρία της. Μπορεί να είχαν καλή γειτνίαση, αλλά οι φατρίες τους αλληλοσκοτώνονταν. Αν δύο Αελίτες προσπαθούσαν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον κι εκείνη τη στιγμή περνούσε μια Σοφή, θα έκαναν στην άκρη για να την αφήσουν να περάσει. Μπορεί χτες να είχαν αλλάξει όλα αυτά, μπορεί και όχι. Ξεφύσησε κουρασμένα. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτή η γυναίκα δεν έφερνε καλά νέα.

Σχεδόν όλοι πάνω στο λόφο έμοιαζαν να νιώθουν το ίδιο πράγμα. Αναβρασμός επικράτησε, ακόντια υψώθηκαν και βέλη τοποθετήθηκαν στις χαρακιές. Οι Καιρχινοί κι οι Μαγιενοί αναδεύτηκαν στις σέλες τους κι ο Άραμ τράβηξε το σπαθί του, με τα μάτια του να λάμπουν από ανυπομονησία. Ο Λόιαλ ακούμπησε πάνω στον μεγάλο του πέλεκυ και ψηλάφισε περίλυπα την ακμή του. Η τεράστια κεφαλή δεν διέφερε από την αντίστοιχη ενός τσεκουριού ξυλοκόπου, αλλά ήταν εγχάρακτη με φύλλα και παπύρους και διακοσμημένη με χρυσάφι. Η διακόσμηση είχε φθαρεί κάπως από τις τελευταίες χρήσεις. Αν χρειαζόταν να τον χρησιμοποιήσει ξανά, θα το έκανε, αλλά με τον ίδιο δισταγμό που θα χρησιμοποιούσε ο Πέριν τον δικό του, και για τους ίδιους σχεδόν λόγους.

Ο Ραντ ημέρεψε το άλογό του κι αφέθηκε να παρακολουθεί με έκφραση αδιευκρίνιστη. Η Μιν τον πλησίασε με τη φοράδα της για να του χαϊδέψει τον ώμο, σαν κάποιος που προσπαθεί να καλοπιάσει ένα αγριεμένο σκύλο με ανασηκωμένες τρίχες.

Οι Σοφές επίσης δεν έδειχναν σημάδια ενόχλησης, αλλά ούτε και παρέμεναν ήρεμες. Η Σορίλεα έκανε νόημα και μια ντουζίνα γυναίκες που φρουρούσαν τις Άες Σεντάι πλησίασαν εκείνη και την Άμυς, αρκετά μακριά από τον Ραντ κι εκτός ακουστικού βεληνεκούς του Πέριν. Λίγες είχαν γκριζάδα στα μαλλιά, κι η Σορίλεα ήταν η μόνη με λεπτό πρόσωπο, αλλά, από την άλλη, ούτε και στις Σοφές έβλεπες αρκετές γκριζομάλλες. Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι δεν επιβίωναν πολλές Αελίτισσες ώστε να φθάσουν στην ηλικία των γκρίζων μαλλιών. Ωστόσο, οι γυναίκες αυτές είχαν ψηλές θέσεις κι επιρροή, αν κι οι Σοφές ήταν εκείνες που έπαιρναν τις αποφάσεις. Ο Πέριν είχε ξαναδεί τη Σορίλεα και την Άμυς να συσκέπτονται με τις υπόλοιπες, αν κι η λέξη «συσκέπτονται» δεν ήταν η κατάλληλη. Κατά βάση, μιλούσε η Σορίλεα -πού και πού παρενέβαινε η Άμυς- κι οι υπόλοιπες άκουγαν. Η Εντάρα πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά η Σορίλεα κατέπνιξε τη διαμαρτυρία της, χωρίς να χάσει τον ειρμό της, κι έδειξε προς το μέρος δύο άλλων, της Σοτάριν και της Κοζαίν. Αμέσως, εκείνες ανασήκωσαν τον ποδόγυρό τους κι έσπευσαν αστραπιαία προς τη νεοφερμένη.

Ο Πέριν χτύπησε χαϊδευτικά το λαιμό του Γοργοπόδη. Όχι άλλοι σκοτωμοί. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.

Οι τρεις Σοφές συναντήθηκαν σχεδόν μισό μίλι από το λόφο και σταμάτησαν. Μίλησαν για ένα λεπτό κι ύστερα γύρισαν τρεχάτες στο λόφο και κατευθείαν προς τη Σορίλεα. Η νεοφερμένη, μία νεαρή γυναίκα με μακριά μύτη και μια μάζα κόκκινων μαλλιών στο κεφάλι της, μιλούσε βιαστικά. Το πρόσωπο της Σορίλεα σκλήρυνε από τα όσα άκουσε. Τελικά, η κοκκινομάλλα τελείωσε την αφήγησή της -δηλαδή, η Σορίλεα την έκοψε με λίγες λέξεις- κι όλες στράφηκαν προς το μέρος του Ραντ. Ωστόσο, καμιά δεν κίνησε να πάει κοντά του. Περίμεναν, με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση και τα επώμια κουλουριασμένα στα μπράτσα τους, ανεξιχνίαστες όπως κάθε Άες Σεντάι.

«Ο Καρ'α'κάρν» μουρμούρισε ξερά μέσα από τα δόντια του ο Ραντ. Περνώντας το ένα του πόδι πάνω από τη σέλα, ξεπέζεψε και βοήθησε και τη Μιν να κάνει το ίδιο.

Ο Πέριν ξεπέζεψε κι αυτός κι οδήγησε τον Γοργοπόδη προς το μέρος των Σοφών. Ξωπίσω τους ακολούθησε ο Λόιαλ και κατόπιν ο Άραμ, καβάλα στο άλογό του, ο οποίος δεν ξεπέζεψε μέχρι να του το επιτρέψει ο Πέριν. Οι Αελίτες δεν ίππευαν, εκτός αν ήταν απαραίτητο, και θεωρούσαν πολύ αγενές να τους αντικρίσει κάποιος καβάλα σε άλογο. Σύντομα ενώθηκαν μαζί τους κι ο Ρούαρκ με τον Γκαούλ, ο οποίος για κάποιο λόγο είχε κατσουφιάσει. Δεν χρειάζεται να αναφερθεί ότι πίσω τους έρχονταν κατά πόδας η Ναντέρα, η Σούλιν κι οι Κόρες.

Η κοκκινομάλλα νεοφερμένη άρχισε να μιλάει μόλις την πλησίασε ο Ραντ. «Η Μπάιρ κι η Μεγκάνα τοποθέτησαν σκοπιές σε κάθε πιθανό δρόμο που θα μπορούσες να πάρεις για να επιστρέψεις στην πόλη των δενδροφονιάδων, Καρ'α'κάρν, αλλά η αλήθεια είναι πως κανείς δεν σκέφτηκε πως αυτό...»

«Φεραίγκιν», είπε η Σορίλεα, τόσο απότομα που τους ξάφνιασε όλους. Τα δόντια της κοκκινομάλλας έκαναν έναν ξερό ήχο καθώς έκλεινε ερμητικά το στόμα της και τα λαμπερά γαλανά της μάτια καρφώθηκαν στον Ραντ, αποφεύγοντας τη ματιά της Σορίλεα.

Τελικά, η Σορίλεα πήρε μια βαθιά ανάσα κι έστρεψε την προσοχή της στον Ραντ. «Υπάρχει πρόβλημα στις σκηνές», είπε με φωνή επίπεδη. «Διαδόθηκαν φήμες ανάμεσα στους δενδροφονιάδες πως κατευθύνεσαι προς τον Λευκό Πύργο μαζί με τις Άες Σεντάι για να γονυπετήσεις στην Έδρα της Άμερλιν. Απ' όσους ξέρουν την αλήθεια κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει γιατί το αποτέλεσμα θα ήταν χειρότερο».

«Και ποιο είναι αυτό το αποτέλεσμα;» ρώτησε ήσυχα ο Ραντ. Απέπνεε ένταση κι η Μιν άρχισε ξανά να του χαϊδεύει τον ώμο.

«Πολλοί πιστεύουν πως έχεις εγκαταλείψει τους Αελίτες», του ανέφερε η Άμυς, επίσης σιγανά. «Η μελαγχολία έχει επανέλθει. Κάθε μέρα, πάνω από χίλιοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους κι εξαφανίζονται, ανίκανοι να αντιμετωπίσουν το μέλλον ή το παρελθόν μας. Ίσως μερικοί να πηγαίνουν στους Σάιντο». Για μια στιγμή, η αηδία χρωμάτισε τη φωνή της. «Ψιθυρίζεται πως ο αληθινός Καρ'α'κάρν δεν θα παραδοθεί στις Άες Σεντάι. Ο Ιντίριαν λέει πως, ακόμα κι αν έχεις πάει στον Λευκό Πύργο, δεν θα το έκανες με προθυμία. Είναι έτοιμος να οδηγήσει το Κοντάρα βόρεια, μέχρι την Ταρ Βάλον, και να στήσει το χορό των λογχών με τις Άες Σεντάι που θα συναντήσει ή με τους υδρόβιους. Πιστεύει πως προδόθηκες. Ο Τίμολαν ψιθυρίζει πως, αν οι ιστορίες είναι αληθινές, σημαίνει πως μας πρόδωσες και θα προσαρτήσει ξανά το Μιαγκόμα στην Τρίπτυχη Γη, αφού φροντίσει να σε δει νεκρό. Ο Μαντελαίν κι ο Τζάνγουιν έκαναν συμβούλιο, αλλά τελικά πίστεψαν τόσο τον Ιντίριαν όσο και τον Τίμολαν». Ο Ρούαρκ έκανε μια γκριμάτσα και ρούφηξε αέρα ανάμεσα στα δόντια του. Ένας Αελίτης θα μπορούσε να τραβάει τα μαλλιά του από απόγνωση με τα νέα αυτά.

«Τα νέα δεν είναι καθόλου καλά», διαμαρτυρήθηκε ο Πέριν, «αλλά εσύ τα κάνεις να μοιάζουν με θανατική καταδίκη. Από τη στιγμή που ο Ραντ θα εμφανιστεί, οι φήμες θα πάρουν τέλος».

Ο Ραντ πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. «Αν όντως ήταν έτσι τα πράγματα, η Σορίλεα δεν θα έμοιαζε σαν να έχει καταπιεί σαύρα». Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η Ναντέρα κι η Σούλιν έμοιαζαν λες κι η σαύρα ήταν ακόμα ζωντανή μέσα τους. «Τι είναι αυτό που δεν μου έχεις αποκαλύψει ακόμα, Σορίλεα;»

Η γυναίκα με το πρόσωπο σαν τσιτωμένο πετσί τού χάρισε ένα αδρό επιδοκιμαστικό χαμόγελο. «Βλέπεις πέρα απ' όσα λέγονται. Καλό αυτό». Ωστόσο, ο τόνος της φωνής της ήταν επίπεδος κι αδιάφορος. «Επιστρέφεις μαζί με τις Άες Σεντάι κι είναι επόμενο να πιστέψουν κάποιοι πώς έχεις ήδη γονυπετήσει. Ό,τι και να πεις ή να κάνεις, θα πιστέψουν ότι ήδη φοράς το καπίστρι των Άες Σεντάι. Κι όλα αυτά προτού ακόμα μαθευτεί πως ήσουν αιχμάλωτος. Τα μυστικά έχουν την ικανότητα να διαδίδονται από τόσο μικροσκοπικές χαραμάδες που ούτε ψύλλος δεν θα χωρούσε, άσε που ένα μυστικό γνωστό σε τόσο πολλά άτομα έχει κάνει ήδη φτερά».

Ο Πέριν έριξε μια ματιά στον Ντομπραίν και τον Νουρέλ, οι οποίοι παρακολουθούσαν μαζί με τους άντρες τους, και ξεροκατάπιαν σαν να ένιωθαν ναυτία. Πόσοι, άραγε, απ' όσους ακολούθησαν τον Ραντ αισθάνθηκαν το ίδιο επειδή αυτός κουβαλούσε το βάρος ενός τεράστιου όγκου Αελιτών; Σίγουρα όχι όλοι, αλλά για κάθε άντρα που ακολούθησε τον Ραντ επειδή ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας υπήρχαν άλλοι πέντε ή δέκα οι οποίοι είχαν έρθει επειδή το Φως έλαμπε φωτεινότερο στα υψηλότερα κλιμάκια. Αν οι Αελίτες έφευγαν ή οι δυνάμεις τους αποσχίζονταν...

Δεν ήθελε ούτε καν να σκεφτεί μια τέτοια πιθανότητα. Η υπεράσπιση των Δύο Ποταμών τον είχε φέρει ήδη στα όριά του, αν όχι πιο πέρα από αυτά. Ανεξάρτητα από το αν ήταν τα'βίρεν ή όχι, δεν είχε την παραμικρή ψευδαίσθηση ότι ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που θα έμεναν στην ιστορία. Αυτά όσον αφορά στον Ραντ. Τα όριά του έφταναν μέχρι τη λύση προβλημάτων μικρού βεληνεκούς. Ωστόσο, αδυνατούσε να βοηθήσει τον εαυτό του. Το μυαλό του ήταν καζάνι που έβραζε. Τι θα έκανε αν έρχονταν τα χειρότερα; Λίστες ονομάτων ξεπηδούσαν μέσα στο κεφάλι του. Ποιος απ' όλους αυτούς θα παρέμενε πιστός και ποιος θα το έβαζε στα πόδια; Αισθάνθηκε το λαιμό του να ξεραίνεται μόλις συνειδητοποίησε πως η πρώτη λίστα ήταν μάλλον μικρή, ενώ η δεύτερη αρκετά μακροσκελής. Υπήρχαν πολλοί ακόμα που έκαναν σχέδια για να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, σαν να μην είχαν ακούσει ποτέ τους για τις Προφητείες του Δράκοντα ή την Τελευταία Μάχη. Υπέθεσε πως μερικοί από αυτούς θα εξακολουθούσαν να σκέπτονται έτσι ακόμα και τη μέρα που θα ξεκινούσε η Τάρμον Γκάι'ντον. Και το χειρότερο απ' όλα ήταν πως οι περισσότεροι δεν ήταν καν Σκοτεινόφιλοι, αλλά άνθρωποι που κοιτούσαν πάνω απ' όλα το συμφέρον τους. Τα αυτιά του Λόιαλ κρέμονταν. Έκανε κι αυτός τις ίδιες σκέψεις.

Η Σορίλεα δεν είχε προλάβει να αποτελειώσει το λόγο της προς τον Ραντ, όταν η ματιά της στράφηκε αλλού. Το άγριο βλέμμα της θα μπορούσε να ανοίξει τρύπα σε σίδερο. «Πήρατε εντολή να παραμείνετε στην άμαξα». Η Μπέρα κι η Κιρούνα σταμάτησαν απότομα κι η Αλάνα κόντεψε να πέσει επάνω τους. «Όπως επίσης και να μην αγγίξετε τη Μία Δύναμη χωρίς άδεια, αλλά ακούσατε όσα ελέχθησαν εδώ. Θα μάθετε πως εννοώ αυτά που λέω».

Παρά το δυσοίωνο βλέμμα της Σορίλεα, οι τρεις τους έμειναν ακίνητες στη θέση τους. Η Μπέρα με την Κιρούνα διατήρησαν μια ψυχρή αξιοπρέπεια, ενώ η Αλάνα έκρυβε μια υποβόσκουσα αψηφισιά. Τα τεράστια μάτια του Λόιαλ κινήθηκαν προς το μέρος τους κι έπειτα προς το μέρος της Σοφής. Αν προηγουμένως τα αυτιά του ήταν κρεμασμένα, τώρα είχαν μαραθεί τελείως, και τα μεγάλα του φρύδια έπεφταν μέχρι τα μάγουλά του. Ανασκαλεύοντας ανήσυχα τις νοητικές του λίστες, ο Πέριν αναρωτήθηκε αφηρημένα πόσο μακριά σκόπευαν να το πάνε οι Άες Σεντάι. Κρυφάκουγαν χρησιμοποιώντας τη Δύναμη! Σύντομα θα αντιλαμβάνονταν πως η αντίδραση εκ μέρους των Σοφών θα ήταν πολύ χειρότερη από την κατσάδα της Σορίλεα. Όπως κι η αντίδραση του Ραντ, επίσης.

Όχι αυτή τη φορά, πάντως. Ο Ραντ έμοιαζε να τις αγνοεί. Κοίταξε έντονα τη Σορίλεα, λες κι άκουγε κάτι που κανείς άλλος δεν μπορούσε να ακούσει. «Τι θα απογίνει με τους υδρόβιους;» ρώτησε τελικά. «Η Κολαβήρ έχει στεφθεί βασίλισσα, έτσι δεν είναι;» Η ερώτηση ήταν ρητορική.

Η Σορίλεα ένευσε, με τον αντίχειρα της να παίζει με τη λαβή του μαχαιριού που είχε περασμένο στη ζώνη της, αλλά η προσοχή της εξακολουθούσε να είναι στραμμένη προς τις Άες Σεντάι. Για τους Αελίτες, κι ειδικά για τους δενδροφονιάδες Καιρχινούς, ελάχιστο ενδιαφέρον παρουσίαζε το ποιος στεφόταν βασιλιάς ή βασίλισσα ανάμεσα στους υδροβίους.

Ένας παγοκρύσταλλος χτύπησε το στήθος του Πέριν. Το ότι η Κολαβήρ του Οίκου Σάιγκαν ήθελε διακαώς τον Θρόνο του Ήλιου δεν ήταν μυστικό· συνωμοτούσε ώστε να τον καταλάβει από την ημέρα που είχε δολοφονηθεί ο Γκάλντριαν Ριάτιν, προτού ακόμα αυτοανακηρυχθεί ο Ραντ Αναγεννημένος Δράκοντας, κι εξακολουθούσε να κάνει σχέδια ακόμα κι όταν έγινε τοις πάσι γνωστό πως ο Ραντ σκόπευε να δώσει το θρόνο στην Ηλαίην. Ωστόσο, λίγοι γνώριζαν πόσο ψυχρή εγκληματίας ήταν αυτή η γυναίκα. Κι η Φάιλε βρισκόταν στην πόλη. Αν μη τι άλλο, δεν ήταν μόνη. Η Μπάιν κι η Τσιάντ ήταν μαζί της. Ήταν Κόρες και φίλες της, αυτό που οι Αελίτες θα αποκαλούσαν κονταδελφές. Δεν θα την άφηναν να πάθει κακό. Η αίσθηση του παγοκρυστάλλου πάντως δεν εξαφανίστηκε. Η Κολαβήρ μισούσε τον Ραντ και, κατ' επέκταση, οποιονδήποτε σχετιζόταν μαζί του. Όπως, για παράδειγμα, τη σύζυγο ενός φίλου του Ραντ. Όχι. Η Μπάιν με την Τσιάντ θα φρόντιζαν για την ασφάλειά της.

«Η κατάσταση είναι πολύ λεπτή». Η Κιρούνα, αγνοώντας επιδεικτικά τη Σορίλεα, πλησίασε τον Ραντ. Για τόσο κάτισχνη γυναίκα, το βλέμμα της Σοφής είχε την ένταση σφυριού. «Ό,τι και να κάνεις, θα έχεις σοβαρό αντίκτυπο. Εγώ...»

«Τι είπε η Κολαβήρ για μένα;» ρώτησε ο Ραντ τη Σορίλεα με φωνή ιδιαίτερα ανέμελη. «Μήπως έκανε κακό στην Μπερελαίν;» Η Μπερελαίν, η πρώτη του Μαγιέν, ήταν αυτή που ο Ραντ είχε αφήσει υπεύθυνη της Καιρχίν. Γιατί δεν ρώτησε τίποτα για τη Φάιλε;

«Η Μπερελαίν σουρ Πέντραγκ είναι μια χαρά», μουρμούρισε η Σορίλεα, χωρίς να σταματήσει στιγμή να κοιτάει τις Άες Σεντάι. Εξωτερικά, η Κιρούνα έμοιαζε ήρεμη, παρά το ότι την είχαν διακόψει κι αγνοήσει κατ' επανάληψη, αλλά το βλέμμα που κάρφωσε στον Ραντ θα μπορούσε να παγώσει σιδηρουργείο με τους φυσητήρες του σε λειτουργία. Για τα υπόλοιπα, η Σορίλεα ένευσε προς το μέρος της Φεραίγκιν.

Η κοκκινομάλλα ξαφνιάστηκε και καθάρισε το λαιμό της. Ήταν προφανές πως δεν περίμενε ότι θα της επέτρεπαν να μιλήσει ξανά. Ξαναπήρε την αξιοπρεπή της έκφραση, λες και φορούσε βιαστικά κάποιο ρούχο. «Η Κολαβήρ Σάιγκαν λέει πώς πήγες στο Κάεμλυν, Καρ'α'κάρν, ή ίσως στο Δάκρυ, αλλά, όπου κι αν πήγες, καλό είναι να θυμούνται όλοι πως είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας και πρέπει να σε υπακούν». Η Φεραίγκιν ρουθούνισε. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν αποτελούσε μέρος της προφητείας των Αελιτών, μόνο ο Καρ'α'κάρν. «Λέει πως θα επιστρέψεις και θα επικυρώσεις την άνοδο της στο θρόνο. Μιλάει συχνά στους αρχηγούς, ενθαρρύνοντάς τους να κινηθούν με τις λόγχες προς τα νότια. Σε ένδειξη υποταγής προς το άτομο σου, λέει. Δεν βλέπει τις Σοφές κι ακούει μονάχα τον άνεμο όταν μιλάμε». Αυτή τη φορά ρουθούνισε μιμούμενη τη Σορίλεα. Κανείς δεν έλεγε στους αρχηγούς τι έπρεπε να κάνουν, αλλά το να προκαλούν τις Σοφές δεν ήταν κι ο καλύτερος τρόπος ώστε να τους πείσουν για οτιδήποτε.

Ο Πέριν έβγαζε νόημα, τουλάχιστον όσον αφορά στο μέρος που δεν είχε να κάνει με τη Φάιλε. Προφανώς, η Κολαβήρ δεν είχε δώσει ποτέ της ιδιαίτερη προσοχή στους «βάρβαρους» για να συνειδητοποιήσει πως οι Σοφές έκαναν κι άλλα πράγματα εκτός από το να εκτελούν συνταγές βοτάνων, αλλά επιθυμούσε να φύγει κι ο τελευταίος Αελίτης από την Καιρχίν. Δεδομένων των συνθηκών, το ερώτημα ήταν αν την άκουσε κανένας αρχηγός. Η ερώτηση του Ραντ, όμως, δεν ήταν πασιφανής.

«Τι άλλο συνέβη στην πόλη; Πες μου οτιδήποτε έχεις ακούσει, Φεραίγκιν. Κάποια λεπτομέρεια που μπορεί να είναι σημαντική για έναν υδρόβιο».

Η γυναίκα έριξε πίσω την κόκκινη χαίτη της με μια περιφρονητική κίνηση. «Οι υδρόβιοι είναι σαν τις σκνίπες, Καρ'α'κάρν: πού να ξέρει κανείς τι θεωρούν σημαντικό; Μερικές φορές συμβαίνουν παράξενα πράγματα στην πόλη, έτσι έχω ακούσει, όπως και μέσα στις σκηνές επίσης. Κάποιες φορές, οι άνθρωποι βλέπουν πράγματα που είναι αδύνατον να υπάρχουν, μόνο που για μια στιγμή το ανύπαρκτο υλοποιείται. Άντρες, γυναίκες και παιδιά έχουν πεθάνει». Ο Πέριν ρίγησε. Ήξερε πως η γυναίκα εννοούσε αυτό που ο Ραντ αποκαλούσε "φυσαλίδες κακού", οι οποίες αναδύονταν από τη φυλακή του Σκοτεινού σαν αφρός σε βρωμερό βούρκο και που παρασύρονταν σε όλο το μήκος του Σχήματος μέχρι να εκραγούν. Ο Πέριν είχε πιαστεί σε μία κάποτε και δεν είχε καμιά διάθεση να δει άλλη... «Αν εννοείς τι κάνουν οι υδρόβιοι», συνέχισε η γυναίκα, «ποιος έχει χρόνο να παρατηρεί τις σκνίπες; Εκτός κι αν τσιμπάνε. Πράγμα που μου θυμίζει κάτι. Προσωπικά, δεν το καταλαβαίνω, αλλά ίσως το καταλαβαίνεις εσύ. Αυτές οι σκνίπες θα αρχίσουν να τσιμπάνε αργά ή γρήγορα».

«Για ποιες σκνίπες μιλάς; Για τους υδρόβιους; Τι θες να πεις;»

Το βλέμμα της Φεραίγκιν δεν είχε την ίδια ένταση με εκείνο της Σορίλεα, ωστόσο καμιά Σοφή απ' όσες ήξερε ο Πέριν δεν εκτιμούσε την ανυπομονησία των άλλων. Ούτε καν του υπέρτατου αρχηγού. Ανασηκώνοντας το πηγούνι της, μάζεψε το σάλι γύρω της κι απάντησε. «Πριν από τρεις μέρες, οι δενδροφονιάδες Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ και Τόραμ Ριάτιν πλησίασαν στην πόλη. Εξέδωσαν προκήρυξη που ανέφερε ότι η Κολαβήρ Σάιγκαν είναι σφετερίστρια, αλλά κάθονται στον καταυλισμό τους στα νότια της πόλης και δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να στέλνουν πού και πού μερικά άτομα στην πόλη. Μακριά από το στρατόπεδο τους, καμιά εκατοστή από δαύτους πρόκειται να καταδιωχτούν από έναν αλγκάι'ντ'σισβάι, ή ακόμα και από έναν γκαϊ'σάιν. Ο άντρας που αποκαλείται Ντάρλιν Σισνέρα καθώς κι άλλοι Δακρυνοί έφθασαν χτες με πλοίο κάτω από την πόλη κι ενώθηκαν μαζί τους. Έκτοτε, το έχουν ρίξει στο πιοτό και το γλεντοκόπημα, λες και γιορτάζουν κάτι. Δενδροφονιάδες στρατιώτες συγκεντρώνονται στην πόλη με διαταγή της Κολαβήρ Σάιγκαν, κι ωστόσο παρακολουθούν τις σκηνές μας περισσότερο απ' ό,τι τους υπόλοιπους υδρόβιους ή την ίδια την πόλη. Παρακολουθούν χωρίς να έχουν την παραμικρή δράση. Εσύ, Καρ'α'κάρν, μπορεί να ξέρεις το λόγο, κάτι που δεν ξέρω ούτε εγώ ούτε η Μπάιρ με τη Μεγκάνα, ούτε και κανείς άλλος στις σκηνές».

Η Αρχόντισσα Κάραλαϊν κι ο Άρχοντας Τόραμ ηγούνταν των Καιρχινών που αρνούνταν να αποδεχτούν ότι ο Ραντ κι οι Αελίτες είχαν κατακτήσει την Καιρχίν, τη στιγμή που ο Υψηλός Άρχοντας Ντάρλιν οδηγούσε τις συμπληρωματικές δυνάμεις τους στο Δάκρυ. Καμιά από τις εξεγέρσεις δεν σήμαινε και πολλά. Η Κάραλαϊν κι ο Τόραμ κάθονταν στα ριζά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου επί μήνες ολόκληρους, απειλώντας κι απαιτώντας, και το ίδιο έκανε κι ο Ντάρλιν στο Χάντον Μιρκ. Φαίνεται, όμως, πως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο Πέριν πέρασε ελαφρά τον αντίχειρά του κατά μήκος της λάμας του πέλεκύ του. Οι Αελίτες κινδύνευαν να αποσπαστούν κι οι εχθροί του Ραντ συγκεντρώνονταν σε ένα σημείο. Το μόνο που απέμενε ήταν να εμφανιστούν οι Αποδιωγμένοι. Και η Σεβάνα με τους Σάιντο. Αυτό θα ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν ήταν περισσότερο σημαντικό από το να δει κάποιος έναν κινούμενο εφιάλτη. Το θέμα ήταν να παραμείνει ασφαλής η Φάιλε.

«Καλύτερα να παρακολουθείς παρά να πολεμάς», μουρμούρισε ο Ραντ σκεφτικός, σαν να αφουγκραζόταν κάτι αόρατο.

Ο Πέριν συμφώνησε ολόκαρδα με τον Ραντ -οτιδήποτε ήταν καλύτερο από το να πολεμάς— αλλά οι Αελίτες δεν το έβλεπαν έτσι, όχι τουλάχιστον όσον αφορούσε στους εχθρούς τους. Τόσο ο Ρούαρκ με τη Σορίλεα, όσο κι η Φεραίγκιν με τη Ναντέρα και τη Σούλιν κοιτούσαν τον Ραντ λες και τους είχε πει ότι είναι καλύτερα να πίνεις άμμο παρά νερό.

Η Φεραίγκιν ορθώθηκε και στάθηκε σχεδόν στις μύτες. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή για Αελίτισσα, δεν έφτανε ούτε καν στον ώμο του Ραντ, αλλά έμοιαζε να προσπαθεί να έρθει στο ύψος του. «Δεν είναι πολύ παραπάνω από δέκα χιλιάδες σ' εκείνο τον καταυλισμό των κατοίκων των υδροβίων», είπε επιτιμητικά, «και στην πόλη βρίσκονται ακόμα λιγότεροι. Μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε εύκολα. Ακόμα κι ο Ιντίριαν θυμάται πως δεν διέταξες κανέναν από δαύτους να θυσιαστεί παρά μόνο σε αυτοάμυνα, αλλά, αν αφεθούν ανεξέλεγκτοι, θα δημιουργήσουν προβλήματα. Δεν μας βοηθάει το ότι στην πόλη βρίσκονται και Άες Σεντάι. Ποιος ξέρει τι...»

«Άες Σεντάι;» Η λέξη βγήκε παγερή από το στόμα του Ραντ κι οι αρθρώσεις του άσπρισαν έτσι όπως κρατούσε το Σκήπτρο του Δράκοντα. «Πόσες;» Η οσμή που απέπνεε έκανε το πετσί ανάμεσα στις ωμοπλάτες του Πέριν να μυρμηγκιάσει. Ξαφνικά, αισθάνθηκε τις κρατούμενες Άες Σεντάι να τον παρακολουθούν, όπως επίσης την Μπέρα, την Κιρούνα και τις υπόλοιπες.

Η Σορίλεα έχασε το ενδιαφέρον της για την Κιρούνα. Είχε τοποθετήσει τα χέρια στους γοφούς της και το στόμα της είχε στενέψει. «Γιατί δεν μου το είπες αυτό;»

«Δεν μου έδωσες την ευκαιρία, Σορίλεα», διαμαρτυρήθηκε η Φεραίγκιν, ξεφυσώντας ελαφρά και με τους ώμους κυρτούς. Το γαλάζιο της βλέμμα στράφηκε στον Ραντ κι η φωνή της σταθεροποιήθηκε. «Ίσως είναι καμιά δεκαριά, ίσως και περισσότερες, Καρ'α'κάρν. Τις αποφεύγουμε φυσικά, ειδικά από τότε που...» Στράφηκε ξανά στη Σορίλεα και συνέχισε απνευστί. «Δεν ήθελες να ακούσεις για τους υδρόβιους, Σορίλεα, παρά μονάχα για τις σκηνές μας. Έτσι είπες». Γύρισε πάλι στον Ραντ, ευθυτενής. «Οι περισσότερες μένουν κάτω από τη στέγη της Άριλιν Ντουλαίην, Καρ'α'κάρν, και σπάνια την αφήνουν». Κατόπιν, στράφηκε στη Σορίλεα με γερμένους ώμους. «Ξέρεις πολύ καλά πως θα σου τα έλεγα όλα, αλλά με διέκοψες». Καθώς αντιλήφθηκε πόσοι παρακολουθούσαν και πόσοι είχαν αρχίσει να χαμογελούν, ανάμεσα στις Σοφές τουλάχιστον, τα μάτια της Φεραίγκιν γούρλωσαν και τα μάγουλά της κοκκίνισαν. Το κεφάλι της τιναζόταν ανάμεσα στον Ραντ και τη Σορίλεα και το στόμα της ανοιγόκλεινε, αλλά δεν έβγαινε κανένας ήχος. Κάποιες από τις Σοφές άρχισαν να κρυφογελούν, αλλά η Εντάρα δεν μπήκε στον κόπο να το κρύψει. Ο Ρούαρκ τίναξε πίσω το κεφάλι του και ξεκαρδίστηκε.

Ο Πέριν δεν ένιωθε καμιά διάθεση να γελάσει. Ένας Αελίτης δεν θα έβρισκε αστείο τίποτα λιγότερο από ένα ξίφος που διαπερνά ένα κορμί, ειδικά αν το συγκεκριμένο κορμί ανήκε σε μια Άες Σεντάι. Μα το Φως! Παρενέβη απότομα για να ρωτήσει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τον ίδιο. «Φεραίγκιν, είναι καλά η γυναίκα μου, η Φάιλε;»

Αυτή τον κοίταξε με βλέμμα μισοσαστισμένο και προσπάθησε, όσο ήταν δυνατόν, να φανεί νηφάλια. «Νομίζω πως η Φάιλε Αϋμπάρα είναι μια χαρά, Σεϊ’κάιρ», απάντησε με ψυχρή ηρεμία. Σχεδόν, δηλαδή. Προσπάθησε να κρυφοκοιτάξει τη Σορίλεα με την άκρη του ματιού της. Η γυναίκα δεν διασκέδαζε καθόλου και, με τα χέρια σταυρωτά, κοίταζε τη Φεραίγκιν τόσο εξεταστικά ώστε το βλέμμα που είχε ρίξει προηγουμένως στην Κιρούνα φάνταζε ήπιο.

Η Άμυς ακούμπησε στο χέρι της στο μπράτσο της Σορίλεα. «Δεν έχει άδικο», μουρμούρισε η νεότερη γυναίκα, αρκετά σιγανά έτσι ώστε να την ακούσουν μόνο η Σοφή με το στεγνό πετσί κι ο Πέριν. Η Σορίλεα δίστασε κι έπειτα ένευσε. Το φευγαλέο αγριοκοίταγμα έσβησε κι επανήλθε η συνηθισμένη της στρυφνάδα. Ο Πέριν δεν είχε δει καμιά άλλη εκτός από την Άμυς ικανή να κάνει κάτι τέτοιο. Η Άμυς ήταν η μόνη την οποία δεν παραμέριζε η Σορίλεα όταν έμπαινε στο δρόμο της. Εντάξει, ούτε τον Ρούαρκ παραμέριζε, αλλά εκείνος ήταν περισσότερο ένας ογκόλιθος που δεν έδινε καμιά σημασία στην καταιγίδα, ενώ η Άμυς είχε την ικανότητα να σταματήσει τη θύελλα.

Ο Πέριν περίμενε περισσότερα από τη Φεραίγκιν -άλλωστε, απλώς νόμιζε πως η Φάιλε ήταν καλά- όμως προτού προλάβει να ανοίξει το στόμα του, η Κιρούνα παρενέβη με τη συνηθισμένη της διακριτικότητα.

«Λοιπόν, άκουσέ με προσεκτικά», είπε στον Ραντ, κουνώντας με έμφαση το δάχτυλο της κάτω από τη μύτη του. «Αποκάλεσα τη κατάσταση λεπτή. Ε, λοιπόν, δεν είναι. Αντιθέτως, είναι αφάνταστα πολύπλοκη και τόσο εύθραυστη που μπορεί να καταρρεύσει με ένα φύσημα. Η Μπέρα κι εγώ θα σε συνοδεύσουμε στην πόλη. Ναι, ναι, Αλάνα, κι εσύ επίσης». Έκανε ένα ανυπόμονο νόημα στη λεπτοκαμωμένη Άες Σεντάι να πάει παρακεί. Ο Πέριν σκέφτηκε πως προσπαθούσε να κάνει πάλι αυτό το επιβλητικό κόλπο. Φάνταζε σαν να κοιτούσε τον Ραντ αφ' υψηλού, παρ' όλο που εκείνος την περνούσε ένα κεφάλι. «Πρέπει να μας αφήσεις να σε οδηγήσουμε. Μια λάθος κίνηση, μια λάθος λέξη κι η Καιρχίν θα υποστεί την πανωλεθρία που έπαθε το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν. Κι ακόμα χειρότερα, μπορεί να κάνεις ανυπολόγιστη ζημιά σε θέματα για τα οποία δεν γνωρίζεις σχεδόν τίποτα».

Ο Πέριν μόρφασε. Το λογύδριο δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερα δομημένο για να εξοργίσει τον Ραντ. Αυτός, όμως, απλώς την άκουσε μέχρι που τελείωσε κι έπειτα στράφηκε στη Σορίλεα. «Πάρε τις Άες Σεντάι στις σκηνές. Όλες, προς το παρόν, και φρόντισε να μάθουν όλοι ότι πρόκειται για Άες Σεντάι. Φρόντισε, επίσης, να στέκονται σούζα στο πρόσταγμά σου, όπως εσύ στέκεσαι σούζα στο πρόσταγμα του Καρ'α'κάρν, κάτι που θα πείσει τους πάντες ότι δεν χαλιναγωγούμαι από τις Άες Σεντάι».

Το πρόσωπο της Κιρούνα πήρε ένα ζωηρό, κόκκινο χρώμα. Μύριζε τόσο έντονα οργή κι αγανάκτηση, που ο Πέριν αισθάνθηκε φαγούρα στη μύτη του. Η Μπέρα προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να την καλμάρει ρίχνοντας ταυτόχρονα εχθρικά βλέμματα στον Ραντ, του τύπου "άσχετε παλιοχωριάταρε", κι η Αλάνα δάγκωσε τα χείλη της πασχίζοντας να μη χαμογελάσει. Κρίνοντας από τις μυρωδιές που απέπνεαν η Σορίλεα κι οι υπόλοιπες, η Αλάνα δεν είχε κανέναν λόγο να είναι ευχαριστημένη.

Η Σορίλεα χάρισε στον Ραντ ένα σφικτό χαμόγελο. «Ίσως, Καρ'α'κάρν», του είπε ξερά. Ο Πέριν αμφέβαλλε αν ήθελε να αποφύγει κάποιον. «Ίσως και να τους πείσεις». Η ίδια δεν έμοιαζε να έχει πειστεί ιδιαίτερα.

Με άλλο ένα κούνημα του κεφαλιού του, ο Ραντ απομακρύνθηκε παρέα με τη Μιν, κάτω από τη σκιά των Κορών, δίνοντας διαταγές όσον αφορά στο ποιος θα πήγαινε μαζί του και ποιος με τις Σοφές. Ο Ρούαρκ έδινε εντολές στους σισβαϊ'αμάν, ενώ η Αλάνα ακολούθησε τον Ραντ με το βλέμμα. Ο Πέριν ευχήθηκε γα μπορούσε να πάρει χαμπάρι τι συνέβαινε εδώ. Η Σορίλεα με τις υπόλοιπες παρακολουθούσαν κι αυτές τον Ραντ, αποπνέοντας μια οσμή κάθε άλλο παρά εξευγενισμένη.

Αντιλήφθηκε πως η Φεραίγκιν είχε μείνει μόνη. Να η ευκαιρία. Όταν όμως προσπάθησε να πάει κοντά της, την περικύκλωσαν η Σορίλεα, η Άμυς κι οι άλλες του "συμβουλίου", παραγκωνίζοντάς τον σχεδόν. Προχώρησαν σε κάποια απόσταση προτού αρχίσουν να τη βομβαρδίζουν με ερωτήσεις, ρίχνοντας κοφτές ματιές προς το μέρος της Κιρούνα και των δύο άλλων αδελφών, αφήνοντας να εννοηθεί πέρα από κάθε αμφιβολία ότι δεν θα ανέχονταν άλλο κρυφάκουσμα. Η Κιρούνα φάνηκε να το σκέφτεται, κοιτώντας τους σκυθρωπά, μέχρι που ήταν να απορεί κανείς που τα μαύρα της μαλλιά δεν είχαν ορθωθεί. Η Μπέρα της μιλούσε σταθερά και, χωρίς να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, ο Πέριν άκουγε λέξεις όπως "ευαίσθητος", "υπομονή", "προσεκτικός" και "βλάκας". Δεν ήταν εμφανές σε ποιον απευθυνόταν η κάθε λέξη ξεχωριστά.

«Θα γίνει μάχη μόλις φτάσουμε στην πόλη». Ο Άραμ ακουγόταν ανυπόμονος.

«Όχι βέβαια», αποκρίθηκε ο Λόιαλ πεισματάρικα. Τα αυτιά του τινάζονταν και κοιτούσε αμήχανα τον πέλεκυ του. «Δεν θα γίνει, έτσι δεν είναι, Πέριν;»

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του. Δεν ήξερε. Μακάρι οι Σοφές να άφηναν τη Φεραίγκιν μόνη, έστω και για λίγα λεπτά. Τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό που συζητούσαν;

«Οι γυναίκες», μουρμούρισε ο Γκαούλ, «είναι πιο παράξενες κι από μεθυσμένους υδρόβιους».

«Τι πράγμα;» ρώτησε αφηρημένος ο Πέριν. Τι θα συνέβαινε, άραγε, αν έτσι απλά διασπούσε τον κύκλο των Σοφών; Λες κι η Εντάρα διάβασε τη σκέψη του, τον κοίταξε συνοφρυωμένη. Το ίδιο έκαναν και μερικές άλλες. Φαίνεται πως υπήρχαν φορές που οι γυναίκες όντως διάβαζαν τα μυαλά των αντρών. Τέλος πάντων...

«Είπα ότι οι γυναίκες είναι παράξενες, Πέριν Αϋμπάρα. Η Τσιάντ μου είπε πως δεν θα έβαζε ποτέ ένα νυφικό στεφάνι στα πόδια μου. Πράγματι μου το είπε». Ο Αελίτης ακουγόταν αηδιασμένος. «Είπε πως, μαζί με την Μπάιν, θα με είχαν εραστή αλλά τίποτα περισσότερο». Υπό άλλες συνθήκες, η δήλωση αυτή θα σόκαρε τον Πέριν, παρ' όλο που είχε ξανακούσει κάτι τέτοια. Οι Αελίτες ήταν υπερβολικά... απελευθερωμένοι... όσον αφορούσε σε τέτοια ζητήματα. «Λες και δεν είμαι καλός για σύζυγος». Ο Γκαούλ ρουθούνισε θυμωμένα. «Δεν μου αρέσει η Μπάιν, αλλά θα την παντρευόμουν προκειμένου να κάνω ευτυχισμένη την Τσιάντ. Αν η Τσιάντ δεν σκοπεύει να βάλει νυφικό στεφάνι στα πόδια μου, θα έπρεπε να πάψει να με δελεάζει. Αν δεν μπορώ να την κάνω να με παντρευτεί, καλύτερα να με αφήσει ήσυχο».

Ο Πέριν τον κοίταξε συνοφρυωμένος. Ο πρασινομάτης Αελίτης ήταν ψηλότερος από τον Ραντ, σχεδόν ένα κεφάλι. «Τι είναι αυτά που λες;»

«Για την Τσιάντ μιλάω, δεν ακούς; Με αποφεύγει αλλά, κάθε φορά που τη συναντάω, σταματάει μέχρι να σιγουρευτεί ότι την κοιτάω. Δεν ξέρω πώς το κάνετε εσείς, οι υδρόβιοι, αλλά σε μας είναι πολύ σύνηθες για μια γυναίκα να συμπεριφέρεται έτσι. Ξετρυπώνει εκεί που δεν την περιμένεις κι έπειτα εξαφανίζεται. Δεν ήξερα καν πως ήταν μαζί με τις Κόρες μέχρι σήμερα το πρωί».

«Θες να πεις πως βρίσκεται εδώ;» ρώτησε ψιθυριστά ο Πέριν. Ο παγοκρύσταλλος μέσα του είχε επιστρέψει, μεταμορφωμένος τώρα σε λεπίδα που τον διαπερνούσε. «Κι η Μπάιν; Είναι κι αυτή εδώ;»

Ο Γκαούλ ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Αυτές οι δύο πάνε μαζί. Εγώ, όμως, ενδιαφέρομαι να προσελκύσω το ενδιαφέρον της Τσιάντ, όχι της Μπάιν».

«Ανάθεμα το καταραμένο τους ενδιαφέρον!» φώναξε ο Πέριν, κι οι Σοφές στράφηκαν να τον κοιτάξουν, όπως κι όλοι στη λοφοπλαγιά. Η Κιρούνα με την Μπέρα είχαν ύφος σκεφτικό. Καταβάλλοντας προσπάθεια, ο Πέριν κατάφερε να χαμηλώσει την ένταση της φωνής του αλλά όχι και την ένταση των συναισθημάτων του. «Υποτίθεται πως την προστατεύουν! Βρίσκεται στην πόλη, στο Βασιλικό Παλάτι, μαζί με την Κολαβήρ -αν είναι δυνατόν!- κι υποτίθεται πως την προστατεύουν».

Ξύνοντας το κεφάλι του, ο Γκαούλ κοίταξε τον Λόιαλ. «Αστείο των υδροβίων είναι αυτό; Η Φάιλε Αϋμπάρα δεν είναι παιδούλα πια».

«Το ξέρω πως δεν είναι παιδί!» Ο Πέριν τράβηξε μια βαθιά ανάσα. Δεν ήταν κι εύκολο να κρατήσει χαμηλό τόνο στη φωνή του νιώθοντας ταυτόχρονα έξαλλος. «Λόιαλ, μπορείς να εξηγήσεις σ' αυτόν τον... στον Γκαούλ ότι οι γυναίκες μας δεν τρέχουν γύρω-γύρω κρατώντας λόγχες κι ότι η Κολαβήρ δεν θα προσφερόταν ποτέ να πολεμήσει η ίδια τη Φάιλε, απλώς θα διέταζε κάποιον να της κόψει το λαιμό ή να την γκρεμίσει από τα τείχη ή...» Κάμποσες εικόνες γέμισαν το μυαλό του. Ήταν έτοιμος να ξεράσει.

Ο Λόιαλ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Ξέρω πολύ καλά, Πέριν, πόσο πολύ ανησυχείς. Ξέρω πώς θα ένιωθα κι εγώ αν πίστευα πως κάτι κακό θα μπορούσε να συμβεί στην Έριθ». Οι φούντες των αυτιών του αναδεύτηκαν. Ήταν καλός ομιλητής και θα έκανε τα πάντα προκειμένου να αποφύγει τη μάνα του και τη νεαρή Ογκιρανή που του είχε διαλέξει. «Λοιπόν, Πέριν, η Φάιλε σε περιμένει σώα και αβλαβής. Το γνωρίζω, όπως κι εσύ γνωρίζεις καλά ότι μπορεί να φροντίσει η ίδια τον εαυτό της. Κι όχι μονάχα τον εαυτό της αλλά κι εσένα, κι εμένα και τον Γκαούλ επίσης». Το βροντώδες γέλιο του έμοιαζε ζορισμένο και γρήγορα έσβησε για να αντικατασταθεί από δυσοίωνη σοβαρότητα. «Πέριν... ξέρεις πως δεν μπορείς να βρίσκεσαι διαρκώς στο πλευρό της Φάιλε και να την προσέχεις, όσο κι αν το επιθυμείς. Είσαι ένας τα'βίρεν. Το Σχήμα σ' έφτιαξε για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, και γι' αυτόν το σκοπό πρόκειται να σε χρησιμοποιήσει».

«Που να καεί το Σχήμα», γρύλλισε ο Πέριν. «Που να καούν όλα, αρκεί αυτή να είναι ασφαλής». Τα αυτιά του Λόιαλ τεντώθηκαν από το σοκ. Ακόμα και ο Γκαούλ έμοιαζε να έχει μείνει εμβρόντητος.

Πώς φαίνομαι στα μάτια τους τώρα; σκέφτηκε ο Πέριν. Ανέκαθεν ένιωθε περιφρόνηση για όλους όσοι αγωνίζονταν με νύχια και με δόντια μόνο και μόνο για να έχουν ένα άδοξο τέλος, αγνοώντας την Τελευταία Μάχη και τη σκιά του Σκοτεινού που απλωνόταν σε όλο τον κόσμο. Τι διαφορά είχε απ' όλους αυτούς;

Ο Ραντ τον πλεύρισε με τον μαύρο του επιβήτορα. «Θα έρθεις;»

«Έρχομαι», αποκρίθηκε πικρόχολα ο Πέριν. Δεν βρήκε απάντηση στις ερωτήσεις του, αλλά ήξερε ένα πράγμα: Για εκείνον, η Φάιλε ήταν όλος ο κόσμος.

Загрузка...