Η Σεβάνα παρακολουθούσε γεμάτη περιφρόνηση τις σκονισμένες της συντρόφους που ήταν καθισμένες κυκλικά στο μικρό ξέφωτο. Τα σχεδόν άφυλλα κλαριά πάνω από τα κεφάλια τους παρείχαν έναν σχετικά δροσερό ίσκιο, και το μέρος όπου ο Ραντ αλ'Θόρ είχε εξαπολύσει τον θάνατο απείχε πάνω από εκατό μίλια δυτικά. Ωστόσο, οι ματιές των άλλων γυναικών ήταν κάπως ανήσυχες και συχνά κοιτούσαν πάνω από τους ώμους τους. Δίχως τις σκηνές του ιδρώτα δεν ήταν εύκολο να καθαριστούν επαρκώς, πέρα από το να πλύνουν βιαστικά το πρόσωπο και τα χέρια τους προς το τέλος της μέρας. Οκτώ μικρές ασημένιες κούπες, όλες διαφορετικές, στέκονταν δίπλα της πάνω στα νεκρά φύλλα, καθώς και μια ασημένια κανάτα γεμάτη νερό και κάπως βαθουλωμένη από τη βιαστική υποχώρηση.
«Ή ο Καρ'α'κάρν έπαψε να μας ακολουθεί», είπε ξαφνικά, «ή δεν μπορεί να μας ξετρυπώσει. Όποιο από τα δύο κι αν ισχύει, ακούγεται ικανοποιητικό».
Κάποιες από τις υπόλοιπες αναπήδησαν ξαφνιασμένες. Το στρογγυλό πρόσωπο της Τίον χλώμιασε, κι η Μοντάρα τη χτύπησε φιλικά στον ώμο. Η Μοντάρα θα μπορούσε να είναι πολύ χαριτωμένη, αν δεν ήταν τόσο ψηλή και δεν προσπαθούσε πάντα να συμπεριφέρεται σε όλες μητρικά. Η Άλαρις ήταν αφοσιωμένη στο να ισιώνει τη φούστα που ήδη ήταν απλωμένη γύρω της, προσπαθώντας να αγνοήσει όσα δεν ήθελε να δει. Τα λεπτά χείλη της Μέιρα ήταν τραβηγμένα προς τα κάτω. Άραγε, την ενοχλούσε ο φόβος των υπολοίπων για τον Καρ'α'κάρν ή αισθανόταν η ίδια κάτι ανάλογο; Βέβαια, με το δίκιο τους φοβούνταν.
Είχαν περάσει δύο ολόκληρες μέρες από τη μάχη και λιγότερες από είκοσι χιλιάδες λόγχες είχαν ανασυνταχθεί ξανά γύρω από τη Σεβάνα. Η Θεράβα κι οι περισσότερες από τις Σοφές που βρίσκονταν στη Δύση ήταν ακόμα απούσες, συμπεριλαμβανομένων όλων όσες ήταν δεμένες μαζί της. Κάποιες από αυτές που η τύχη τους αγνοούνταν θα πρέπει να είχαν πάρει τον δρόμο για το Μαχαίρι του Σφαγέα, αλλά πόσες ακόμα δεν θα ξανάβλεπαν το φως του ήλιου; Κανείς δεν θυμόταν στο παρελθόν τέτοια σφαγή, τόσους νεκρούς σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Ακόμα κι οι αλγκάι'ντ'σισβάι δεν ήταν προετοιμασμένοι να χορέψουν τα δόρατα τόσο σύντομα. Υπήρχε σοβαρός λόγος να φοβούνται, αλλά δεν ήταν ανάγκη να το δείχνουν. Το καλύτερο ήταν να παρουσιάζουν απέναντι σε όλους μια εικόνα γενναιότητας και θάρρους, όπως οι υδρόβιοι.
Η Ριάλ, τουλάχιστον, έμοιαζε να το αντιλαμβάνεται αυτό. «Αν είναι να το κάνουμε, ας το κάνουμε», μουρμούρισε, άκαμπτη σχεδόν από την αμηχανία. Ήταν μέσα σε αυτές που είχαν αναπηδήσει ξαφνιασμένες.
Η Σεβάνα πήρε τον μικρό γκρίζο κύβο από το σακίδιό της και τον τοποθέτησε πάνω στα καφετιά φύλλα, στο μέσον του κύκλου. Η Σόμεριν ακούμπησε τα χέρια της πάνω στα γόνατά της κι έγειρε μπροστά για να τον εξετάσει, τόσο που κόντευε να της βγει η μπλούζα. Η μύτη της άγγιξε σχεδόν τον κύβο. Περίτεχνα σχέδια κάλυπταν κάθε του πλευρά, κι από κοντά μπορούσες να διακρίνεις μικρότερα σχέδια μέσα στα μεγαλύτερα και στο εσωτερικό τους άλλα ακόμη μικρότερα κι ούτω καθ' εξής. Πώς κατάφεραν να τα φτιάξουν τόσο μικροσκοπικά, τόσο εκλεπτυσμένα και με τόση ακρίβεια; Η Σεβάνα δεν είχε ιδέα. Κάποτε, νόμιζε πως ο κύβος δεν ήταν παρά μια πέτρα, αλλά πλέον δεν ήταν σίγουρη. Χτες, της είχε πέσει τυχαία πάνω σε κάτι βράχια χωρίς να καταστραφεί ούτε μια γραμμή από τα σκαλίσματα. Αν επρόκειτο για σκαλίσματα. Αυτό το πράγμα θα πρέπει να ήταν ένα τερ'ανγκριάλ. Ήταν σίγουρες.
«Η μικρότερη δυνατή ροή για τη Φωτιά πρέπει να αγγιχτεί ελαφρά εκεί, σε αυτό το σημείο που μοιάζει με συνεστραμμένη ημισέληνο», τους είπε, «κι άλλη μία εκεί, στην κορυφή, σε αυτό το σημάδι που μοιάζει με αστραπή». Η Σόμεριν ορθώθηκε γρήγορα.
«Και τι θα συμβεί μετά;» ρώτησε η Άλαρις, χτενίζοντας τα μαλλιά της με τα δάχτυλά της. Η κίνηση έμοιαζε αφηρημένη, αλλά η γυναίκα πάντα έβρισκε τρόπους να υπενθυμίζει σε όλες πως τα μαλλιά της ήταν μαύρα κι όχι ξανθά ή κοκκινωπά, όπως ήταν το σύνηθες.
Η Σεβάνα χαμογέλασε. Απολάμβανε ιδιαίτερα να γνωρίζει κάτι που οι άλλες αγνοούσαν. «Θα το χρησιμοποιήσω για να καλέσω τον υδρόβιο που μου το έδωσε».
«Αυτό μας το είπες ήδη», είπε η Ριάλ με φωνή ξινισμένη, ενώ η Τίον ρώτησε ορθά κοφτά: «Και πώς θα τον καλέσει αυτό το πράγμα;» Μπορεί να φοβόταν τον Ραντ αλ'Θόρ, αλλά γενικά ήταν ατρόμητη. Σίγουρα, πάντως, δεν φοβόταν τη Σεβάνα. Η Μπελίντε χάιδεψε ελαφρά τον κύβο με ένα κοκαλιάρικο δάχτυλο, έχοντας σμιχτά τα ηλιοκαμένα της φρύδια.
Διατηρώντας ήρεμα τα χαρακτηριστικά της, η Σεβάνα συγκρατήθηκε από το να ψαχουλέψει το περιδέραιό της ή να τακτοποιήσει την εσάρπα της. «Σας έχω ήδη πει όσα χρειάζεται να ξέρετε». Κατά τη γνώμη της, τους είχε πει ακόμα περισσότερα, αλλά ήταν απαραίτητο. Αλλιώς, θα επέστρεφαν όλοι πίσω μαζί με τα δόρατα και τις υπόλοιπες Σοφές, τρώγοντας μπαγιάτικο ψωμί κι αποξηραμένο κρέας. Το πιθανότερο, όμως, θα ήταν να κινηθούν ανατολικά, ανιχνεύοντας σημάδια για πιθανούς επιζώντες και παρακολουθώντας από κοντά κάθε ένδειξη καταδίωξης. Ακόμα κι αν καθυστερούσαν στην εκκίνηση, θα μπορούσαν άνετα να καλύψουν πενήντα μίλια πριν σταματήσουν. «Με τις λέξεις δεν γδέρνεις τον κάπρο, ούτε καν τον σκοτώνεις. Αν έχετε αποφασίσει να κρύβεστε όλη σας τη ζωή στα βουνά, εμπρός, πηγαίνετε. Αν όχι, οφείλετε να κάνετε αυτό που πρέπει. Εγώ, τουλάχιστον, προτίθεμαι να κάνω όσα μού αναλογούν».
Τα γαλάζια μάτια της Ριάλ την κάρφωναν απροκάλυπτα, όπως και το γκρίζο βλέμμα της Τίον. Ακόμα κι η Μοντάρα έμοιαζε να έχει αμφιβολίες, παρ' όλο που μαζί με τη Σόμεριν εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από εκείνη.
Η Σεβάνα περίμενε, επιφανειακά ήρεμη και χωρίς την παραμικρή διάθεση να τους πει κάτι άλλο ή να τις ρωτήσει. Μέσα της, όμως, η οργή κόχλαζε. Δεν ήταν δυνατόν να ηττηθεί, επειδή αυτές οι γυναίκες ήταν δειλές.
«Αν πρέπει», είπε η Ριάλ, αναστενάζοντας. Με εξαίρεση την απούσα Θεράβα, η γυναίκα αυτή συχνά πήγαινε κόντρα, αλλά η Σεβάνα έτρεφε ελπίδες για το άτομο της. Συνήθως, η αλύγιστη ραχοκοκαλιά γίνεται πιο εύπλαστη από τη στιγμή που υποχωρεί. Αυτό ίσχυε τόσο για τις γυναίκες, όσο και για τους άντρες. Η Ριάλ κι οι υπόλοιπες έστρεψαν τη ματιά τους προς το μέρος του κύβου συνοφρυωμένες.
Η Σεβάνα δεν είδε τίποτα, φυσικά. Στην ουσία, συνειδητοποίησε πως, αν δεν έκαναν τίποτα, θα υποστήριζαν πως ο κύβος δεν είχε λειτούργησε, κι η ίδια δεν θα μάθαινε ποτέ τι δεν πήγε καλά.
Ξαφνικά, όμως, η Σόμεριν άφησε μια άναρθρη κραυγή κι η Μέιρα είπε σχεδόν ψιθυριστά: «Κοιτάξτε, αντλεί κι άλλη». Έδειξε με το δάχτυλό της. «Να η Φωτιά, εκεί κι εκεί, κι η Γη κι ο Αέρας και το Πνεύμα γεμίζουν τα ρείθρα».
«Όχι όλα μαζί», απάντησε η Μπελίντε. «Νομίζω πως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να γεμίσουν. Υπάρχουν μέρη όπου οι ροές... συστρέφονται... γύρω από κάτι που δεν υπάρχει». Ρυτίδες φάνηκαν στο μέτωπό της. «Πιστεύω πως αντλεί από την αρσενική πλευρά».
Κάμποσες από τις παριστάμενες έκαναν πίσω, μετακινώντας τις εσάρπες τους και τινάζοντας τις φούστες τους, λες κι ήθελαν να διώξουν τη σκόνη. Και τι δεν θα έδινε η Σεβάνα για να δει. Σχεδόν τα πάντα. Πώς ήταν δυνατόν να είναι τόσο δειλές; Πώς μπορούσαν να αφήνουν να φανεί τόσο ξεδιάντροπα κάτι τέτοιο;
Τελικά, η Μοντάρα είπε: «Αναρωτιέμαι τι θα συμβεί αν το αγγίξουμε με τη Φωτιά σε κάποιο άλλο σημείο».
«Υπερφορτώστε με ενέργεια ή με λανθασμένο τρόπο το κουτί της επίκλησης κι αυτό θα λιώσει», ακούστηκε από κάπου μια αντρική φωνή. «Θα μπορούσε ακόμα και να...»
Η φωνή σταμάτησε καθώς οι γυναίκες πετάχτηκαν επάνω, προσπαθώντας να διακρίνουν κάτι ανάμεσα στα δέντρα. Η Άλαρις κι η Μοντάρα έφθασαν στο σημείο να τραβήξουν τα μαχαίρια από τις ζώνες τους, αν και δεν είχαν ανάγκη την προστασία του ατσαλιού όταν χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη. Τίποτα δεν κινούνταν ανάμεσα στις αυλακωμένες από τις ακτίνες του ήλιου σκιές, ούτε καν πουλί.
Η Σεβάνα δεν κινήθηκε καθόλου. Είχε πιστέψει περίπου το ένα τρίτο απ' όσα τής είχε πει ο υδρόβιος, αν κι όχι αυτό που μόλις είχε λεχθεί. Αναγνώρισε τη φωνή του Κάνταρ. Οι κάτοικοι των υδατοχωρών διέθεταν ανέκαθεν περισσότερα από ένα ονόματα, αλλά εκείνη γνώριζε μόνο αυτό. Υπέθεσε πως ο άντρας έκρυβε κάμποσα μυστικά. «Στις θέσεις σας», τις διέταξε. «Τοποθετήστε τις ροές στα σημεία που βρίσκονταν. Πώς είναι δυνατόν να τον καλέσω, αν φοβάστε τα λόγια;»
Η Ριάλ στράφηκε να κοιτάξει τριγύρω, με το στόμα ανοικτό και ματιά δύσπιστη. Αναμφίβολα, αναρωτιόταν πως ήταν δυνατόν να ξέρει η γυναίκα ότι είχαν σταματήσει τη διαβίβαση. Μάλλον δεν είχε ξεκάθαρο μυαλό. Αργά κι αμήχανα ξαναέφτιαξαν τον κύκλο, με τη Ριάλ να μοιάζει πιο βαριεστημένη από κάθε άλλη.
«Να 'μαστέ πάλι, λοιπόν», ακούστηκε και πάλι η φωνή του Κάνταρ από κάποιο απροσδιόριστο σημείο. «Έχετε τον αλ'Θόρ;»
Υπήρχε κάτι στη φωνή του που έμοιαζε με προειδοποίηση. Δεν μπορούσε να γνώριζε κάτι, ωστόσο έμοιαζε να ξέρει. Ήταν έτοιμη να απαντήσει, αλλά δεν το έκανε. «Όχι, Κάνταρ. Όμως πρέπει να μιλήσουμε. Θα σε δω σε δέκα μέρες στο σημείο που πρωτοσυναντηθήκαμε». Μπορούσε κάλλιστα να φθάσει πολύ νωρίτερα σε εκείνη την κοιλάδα, στο Μαχαίρι του Σφαγέα, αλλά ήθελε να έχει χρόνο μπροστά της για να προετοιμαστεί. Πώς ήταν δυνατόν να το ξέρει ο άντρας;
«Έκανες καλά που είπες την αλήθεια, κορίτσι μου», μουρμούρισε ξερά ο Κάνταρ. «Σύντομα θα μάθεις πως δεν μου αρέσουν καθόλου οι ψευτιές. Προσδιόρισέ μου ακριβώς το σημείο, και θα έρθω».
Η Σεβάνα κοίταξε τον κύβο σοκαρισμένη. Κορίτσι μου; «Τι είπες;» ρώτησε απαιτητικά. Κορίτσι μου! Δεν πίστευε στα αυτιά της. Η Ριάλ απαξίωσε να κοιτάξει προς το μέρος της, ενώ το στόμα της Μέιρα είχε συστραφεί σε ένα χαμόγελο, αμήχανο βέβαια, μια και δεν το συνήθιζε.
Ο αναστεναγμός του Κάνταρ ακούστηκε σε όλο το ξέφωτο. «Πείτε στη Σοφή σας να συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνει -και τίποτε άλλο- κι εγώ θα έρθω να σε συναντήσω». Ο τόνος της φωνής του έκρυβε μια τόσο βεβιασμένη υπομονή που έμοιαζε τριζάτος, λες και παραγόταν από αλεστική μηχανή. Όταν η γυναίκα θα έπαιρνε αυτό που ήθελε από τον υδρόβιο, θα τον έντυνε στα λευκά τού γκαϊ'σάιν ή μάλλον στα μαύρα!
«Τι εννοείς όταν λες ότι θα έρθεις, Κάνταρ;» Καμία απάντηση. «Πού είσαι, Κάνταρ;» Σιωπή. «Κάνταρ;»
Οι υπόλοιπες αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές.
«Μήπως είναι τρελός;» είπε η Τίον. Η Άλαρις μουρμούρισε πως μάλλον αυτή ήταν η εξήγηση, ενώ η Μπελίντε, θυμωμένη, απαίτησε να μάθει πόσο θα τραβούσε ακόμα αυτή η ανοησία.
«Μέχρι να πω εγώ ότι πρέπει να σταματήσει», αποκρίθηκε η Σεβάνα μαλακά, κοιτώντας με έντονο βλέμμα τον κύβο. Ένα τσίμπημα ελπίδας φούντωσε στο στήθος της. Αν ο άντρας μπορούσε να κάνει αυτό, σίγουρα θα ήταν σε θέση να τηρήσει την υπόσχεση του. Ίσως δεν... Αλλά ας μην έτρεφε πολλές ελπίδες. Κοίταξε ψηλά, στα κλωνάρια που έμοιαζαν να μπλέκονται το ένα με το άλλο πάνω από το ξέφωτο. Ο ήλιος είχε δρόμο ακόμη για να φτάσει στο ζενίθ. «Αν δεν έρθει μέχρι το μεσημέρι, θα φύγουμε». Δεν περίμενε ότι δεν θα γκρίνιαζαν.
«Και θα κάτσουμε εδώ, σαν ξόανα;» Η Άλαρις τίναξε το κεφάλι της, ώστε όλα τα μαλλιά της να πέφτουν στον έναν ώμο. «Περιμένοντας έναν υδρόβιο;»
«Ό,τι και να σου έχει υποσχεθεί, Σεβάνα», είπε η Ριάλ κατσουφιασμένη, «δεν νομίζω πως αξίζει τον κόπο».
«Είναι παρανοϊκός», γρύλισε η Τίον.
Η Μοντάρα ένευσε προς το μέρος του κύβου. «Κι αν μας ακούει ακόμα;»
Η Τίον ρουθούνισε απαξιωμένα κι η Σόμεριν είπε: «Και γιατί να μας νοιάζει, αν ένας άντρας ακούει όσα λέμε; Πάντως, δεν θεωρώ κι ό,τι καλύτερο να τον περιμένω».
«Κι αν είναι σαν εκείνους τους μαυροντυμένους από τις υδατοχώρες;» Η Μπελίντε σούφρωσε τα χείλη της, κάνοντάς τα να μοιάζουν με της Μέιρα.
«Μη γίνεσαι γελοία», σάρκασε η Άλαρις. «Οι υδρόβιοι τούς σκοτώνουν αυτούς τους τύπους εν ριπή οφθαλμού. Ό,τι κι αν ισχυρίζεται ένας αλγκάι'ντ'σισβάι, όλα αυτά είναι δουλειά των Άες Σεντάι και του Ραντ αλ'Θόρ». Το τελευταίο όνομα είχε ως αποτέλεσμα μια επώδυνη σιωπή, η οποία όμως δεν κράτησε πολύ.
«Ο Κάνταρ θα πρέπει να έχει επίσης έναν παρόμοιο κύβο», είπε η Μπελίντε. «Θα πρέπει να έχει και μια γυναίκα με το ανάλογο χάρισμα, ώστε να τον κάνει να λειτουργήσει».
«Μια Άες Σεντάι;» Ένας ήχος αηδίας βγήκε από τον λαιμό της Ριάλ. «Ακόμα και δέκα Άες Σεντάι να βρίσκονται μαζί του, ας κοπιάσουν. Θα τις περιποιηθούμε όπως τους αξίζει».
Η Μέιρα γέλασε με έναν ήχο ξερό και τραχύ, όπως το πρόσωπό της. «Μου φαίνεται πως αρχίζεις να πιστεύεις ότι αυτοί σκότωσαν την Ντεσαίν».
«Πρόσεχε τα λόγια σου!» γρύλισε η Ριάλ.
«Ναι», μουρμούρισε ανήσυχα η Σόμεριν. «Τα απρόσεκτα λόγια μπορεί να ακουστούν από τα λάθος αυτιά».
Το γέλιο της Τίον ήταν κοφτό και μάλλον δυσάρεστο. «Οι περισσότερες από εσάς διαθέτουν λιγότερο κουράγιο από έναν υδρόβιο». Τα λόγια της προκάλεσαν τη γρήγορη αντίδραση της Σόμεριν, όπως και της Μοντάρα, ενώ η Μέιρα ξεστόμισε λόγια που θα θεωρούνταν προκλητικά, αν δεν ήταν Σοφές. Η Άλαρις κι η Μπελίντε άρχισαν να βρίζουν.
Η λογομαχία τους νευρίασε τη Σεβάνα, αν κι ήταν εγγύηση πως δεν συνωμοτούσαν εναντίον της. Δεν ήταν, όμως, αυτός ο λόγος που σήκωσε το χέρι της, κάνοντάς τες να σιωπήσουν. Η Ριάλ την κοίταξε συνοφρυωμένη, ανοίγοντας το στόμα της να πει κάτι, αλλά εκείνη τη στιγμή όλες τους άκουσαν αυτό που άκουσε κι εκείνη. Κάτι θρόισε πάνω στα νεκρά φύλλα, ανάμεσα στα δέντρα. Κανένας Αελίτης δεν θα έκανε τόσο θόρυβο, ακόμα κι αν τολμούσε να πλησιάσει απρόσκλητος τις Σοφές, και κανένα ζώο δεν θα προσέγγιζε τόσο πολύ τους ανθρώπους. Αυτή τη φορά σηκώθηκε όρθια μαζί με τις υπόλοιπες.
Δύο μορφές εμφανίστηκαν, ένας άντρας και μια γυναίκα. Τα κλωνάρια έσπαζαν με τέτοιο θόρυβο κάτω από τα πόδια τους, ώστε θα τους άκουγε ακόμα και μια πέτρα. Λίγο πριν βγουν στο ξέφωτο σταμάτησαν, κι ο άντρας έγειρε ελαφρά το κεφάλι του για να πει κάτι στη γυναίκα. Ήταν ο Κάνταρ που φορούσε ένα σχεδόν μαύρο πανωφόρι με δαντέλες στον λαιμό και τους καρπούς του. Αν μη τι άλλο, δεν φαινόταν να έχει κάποιο ξίφος. Φάνηκε να φιλονικούν για λίγο. Λογικά, η Σεβάνα θα μπορούσε να ακούσει κάτι από αυτά που έλεγαν, ωστόσο η σιωπή ήταν καταλυτική. Ο Κάνταρ ήταν σχεδόν μια παλάμη ψηλότερος από τη Μοντάρα -αρκετά ψηλός για υδρόβιος, ακόμα και για Αελίτης- ενώ το κεφάλι της γυναίκας ίσα-ίσα που του έφτανε στο στήθος. Το πρόσωπό της και τα μαλλιά της ήταν σκούρα όπως κι εκείνου κι ήταν αρκετά όμορφη, τόσο ώστε να αναγκάσει τη Σεβάνα να σουφρώσει τα χείλη της. Φορούσε ένα άλικο μεταξωτό φόρεμα, που αναδείκνυε μεγάλο μέρος τους στήθους της, περισσότερο απ' αυτό που φανέρωνε η Σόμεριν.
Λες και διάβασε τη σκέψη της, η Σόμεριν πλησίασε τη Σεβάνα. «Η γυναίκα έχει το χάρισμα», ψιθύρισε χωρίς να πάρει τα μάτια της από το ζευγάρι. «Υφαίνει έναν φραγμό». Σούφρωσε τα χείλη της και πρόσθεσε, κάπως απρόθυμα: «Είναι δυνατή. Πολύ δυνατή». Τα λόγια της σήμαιναν πολλά. Η Σεβάνα δεν είχε καταλάβει ποτέ γιατί η ικανότητα στη Δύναμη δεν μετρούσε τόσο ανάμεσα στις Σοφές, μολονότι ένιωθε ευγνώμων γι’ αυτό, αφού συνέφερε την ίδια. Η Σόμεριν, όμως, πάντα καμάρωνε πως δεν είχε συναντήσει ποτέ γυναίκα τόσο ισχυρή όσο η ίδια. Από τον τόνο της φωνής της, η Σεβάνα υποψιάστηκε πως αυτή εδώ η γυναίκα ήταν ακόμα ισχυρότερη.
Ωστόσο, ελάχιστα την ενδιέφερε κατά πόσον είχε την ικανότητα να μετακινήσει ένα ολόκληρο βουνό ή να ανάψει μετά βίας ένα κερί. Θα πρέπει να ήταν Άες Σεντάι. Εμφανισιακά, βέβαια, δεν έμοιαζε, αλλά η Σεβάνα είχε δει κι άλλες που δεν έμοιαζαν. Να με ποιον τρόπο θα έβαζε χέρι στο τερ'ανγκριάλ ο Κάνταρ. Να πώς θα τις έβρισκε και θα ερχόταν να τις συναντήσει. Τόσο γρήγορα· τόσο απλά. Οι πιθανότητες άρχισαν να ξεδιπλώνονται κι οι ελπίδες αυξήθηκαν. Ποιος διαφέντευε όμως, αυτός ή αυτή;
«Σταματήστε να διαβιβάζετε», πρόσταξε η Σεβάνα. Ίσως ο άντρας να την άκουσε.
Η Ριάλ την κοίταξε με έναν τρόπο που δεν διέφερε πολύ από οίκτο. «Η Σόμεριν το έκανε ήδη, Σεβάνα».
Τίποτα δεν ήταν ικανό να χαλάσει τη διάθεσή της. Χαμογέλασε κι είπε. «Πολύ καλά. Να θυμάστε όσα είπα. Αφήστε να μιλήσω εγώ». Οι περισσότερες ένευσαν καταφατικά και μόνο η Ριάλ ρουθούνισε περιφρονητικά. Η Σεβάνα εξακολούθησε να χαμογελά. Μια Σοφή δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει γκαϊ'σάιν, αλλά υπήρχαν τόσα παλαιωμένα έθιμα που είχαν ήδη καταπατηθεί, ώστε σίγουρα θα ακολουθούσαν κι άλλα.
Ο Κάνταρ με τη γυναίκα έκαναν ένα βήμα μπροστά, κι η Σόμεριν ψιθύρισε ξανά. «Η γυναίκα εξακολουθεί να κρατάει τη Δύναμη».
«Κάτσε πλάι μου», της είπε βιαστικά η Σεβάνα. «Αν διαβιβάσει, άγγιξέ με στο πόδι». Αυτό ήταν μεγάλη αναίδεια, αλλά κάτι θα ήξερε.
Κάθισε ανακούρκουδα κι οι άλλες τη μιμήθηκαν, αφήνοντας χώρο για τον Κάνταρ και τη γυναίκα. Η Σόμεριν κάθισε δίπλα τους, έτσι που τα γόνατά τους αγγίζονταν, ενώ η Σεβάνα ευχήθηκε να είχε μια καρέκλα.
«Σε βλέπω, Κάνταρ», του είπε τυπικά, παρά την προσβολή εκ μέρους του. «Εσύ κι η γυναίκα σου μπορείτε να καθίσετε».
Ήθελε να δει πώς αντιδρά μια Άες Σεντάι, αλλά το μόνο που έκανε η σύντροφος του υδρόβιου ήταν να ανασηκώσει το ένα της φρύδι και να χαμογελάσει τεμπέλικα. Τα μάτια της ήταν μαύρα σαν τα δικά του, μαύρα σαν του κόρακα. Οι υπόλοιπες Σοφές απέπνεαν κάποια ψυχρότητα. Αν οι Άες Σεντάι στα πηγάδια δεν είχαν επιτρέψει στον Ραντ αλ'Θόρ να ελευθερωθεί, θα τους σκότωναν ή θα τους συλλάμβαναν όλους. Η συγκεκριμένη Άες Σεντάι θα πρέπει να ήταν ενήμερη του γεγονότος, μια κι ο Κάνταρ ήξερε πολύ καλά τι είχε συμβεί, μα κάθε άλλο παρά φοβισμένη φαινόταν.
«Από δω η Μαΐσια», είπε ο Κάνταρ, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση μέχρι το έδαφος, στον μικρό χώρο που είχε στη διάθεσή του. Για κάποιον λόγο, δεν ήθελε να πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη από το άπλωμα ενός χεριού. Ίσως να φοβόταν τα μαχαίρια. «Σου είπα να χρησιμοποιήσεις μία και μόνο Σοφή, Σεβάνα, όχι έξι. Μπορεί μερικοί άντρες να είναι καχύποπτοι». Για κάποιον λόγο, έμοιαζε να το διασκεδάζει.
Η γυναίκα, η Μαΐσια, σταμάτησε απότομα να τακτοποιεί τη φούστα της, τη στιγμή που ο άντρας τη σύστηνε, και τον κοίταξε με τέτοια οργή, που θα μπορούσε να τον γδάρει. Ίσως ήθελε να κρατήσει μυστική την ταυτότητά της. Πάντως, δεν είπε τίποτα. Ένα λεπτό αργότερα, κάθισε δίπλα του. Το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό της, τόσο ξαφνικά σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Όχι για πρώτη φορά, η Σεβάνα ένιωσε ευγνώμων που οι υδρόβιοι άφηναν εύκολα να φανούν τα συναισθήματά τους.
«Έχει φέρει το αντικείμενο που μπορεί να ελέγξει τον Ραντ αλ'Θόρ;» Δεν έριξε ούτε ματιά στην κανάτα με το νερό. Από τη στιγμή που εκείνος συμπεριφερόταν με τόση αγένεια, γιατί να συνέχιζε η ίδια τις τυπικότητες; Δεν θυμόταν να ήταν έτσι όταν πρωτοσυναντήθηκαν. Ίσως τον ενθάρρυναν οι Άες Σεντάι.
Ο Κάνταρ την κοίταξε με απορημένο βλέμμα. «Γιατί να το φέρω, αφού δεν τον έχεις;»
«Θα τον έχω», απάντησε η γυναίκα κοφτά, κι αυτός χαμογέλασε. Το ίδιο κι η Μαΐσια.
«Όταν τον έχεις, τότε θα το φέρω». Το χαμόγελό του εκδήλωνε αμφιβολία και δυσπιστία, ενώ της γυναίκας ξεχείλιζε από ειρωνεία. Μάλλον θα ταίριαζε και σ' εκείνη ένας μαύρος μανδύας. «Αυτό που έχω στη διάθεσή μου μπορεί να τον ελέγξει μόλις αιχμαλωτιστεί, αλλά δεν μπορεί να τον υποτάξει. Δεν θα ρισκάρω να ανακαλύψει ποιος είμαι, μέχρις ότου βεβαιωθώ πως τον έχεις πιάσει». Δεν έμοιαζε να ντρέπεται ούτε στο ελάχιστο γι' αυτήν την παραδοχή.
Η Σεβάνα κατέπνιξε μια σουβλιά απογοήτευσης. Μπορεί να χάθηκε μια ελπίδα, αλλά οι υπόλοιπες παρέμεναν. Η Ριάλ με την Τίον σταύρωσαν τα χέρια τους, κοιτώντας ευθεία μπροστά, πέρα από τον κύκλο, πέρα από τον ίδιο τον άντρα. Δεν είχε πια μεγάλη σημασία αν πρόσεχαν τα λόγια του. Φυσικά, δεν ήξεραν τα πάντα.
«Κι οι Άες Σεντάι; Μπορεί να τις ελέγξει αυτό το πράγμα;» Η Ριάλ κι η Τίον έπαψαν να κοιτάζουν πέρα από τα δέντρα. Τα φρύδια της Μπελίντε συσπάστηκαν κι η Μέιρα την κοίταξε, ενώ η Σεβάνα αναθεμάτισε την έλλειψη αυτοελέγχου τους.
Ο Κάνταρ, όμως, ήταν εξίσου τυφλός με όλους τους άλλους υδρόβιους. Τίναξε πίσω το κεφάλι του και γέλασε βροντερά. «Θες να πεις ότι μπορεί να χάσατε τον αλ'Θόρ, αλλά συλλάβατε Άες Σεντάι; Σημαδεύατε τον αετό και πιάσατε κορυδαλλό!»
«Μπορείς να μας εξασφαλίσεις το ίδιο αντικείμενο για τις Άες Σεντάι;» Επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο να του τρίξει τα δόντια. Σίγουρα ήταν πιο ευγενικός στο παρελθόν.
Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους του. «Ίσως. Είναι θέμα κόστους». Γι’ αυτόν ήταν παιχνιδάκι. Η Μαΐσια, πάντως, δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον. Παράξενο, αν ήταν Άες Σεντάι. Αφού πιθανότατα ήταν.
«Προσπαθείς να εντυπωσιάσεις με λόγια του αέρα, υδρόβιε», είπε ξερά η Τίον. «Έχεις κάποια απόδειξη για όσα λες;» Για μια φορά, η Σεβάνα δεν νοιάστηκε που η γυναίκα είχε βιαστεί να μιλήσει.
Το πρόσωπο του Κάνταρ σκοτείνιασε, λες κι ήταν αρχηγός φατρίας και τον είχαν προσβάλει, αλλά ένα λεπτό αργότερα χαμογέλασε ξανά. «Όπως επιθυμείς. Μαΐσια, ενεργοποίησε το κουτί της επίκλησης, για να δουν».
Η Σόμεριν ίσιωσε τη φούστα της, πιέζοντας τις αρθρώσεις των δαχτύλων της πάνω στον γοφό της Σεβάνα καθώς ο γκρίζος κύβος ανασηκώθηκε κατά ένα βήμα στον αέρα. Αναπηδούσε πάνω κάτω, λες και τον ταρακουνούσε κάποιο χέρι, κι έπειτα, γέρνοντας από τη μια μεριά, πετάχτηκε σε μια γωνία κι άρχισε να στριφογυρίζει γρήγορα σαν σβούρα, μέχρι που η εικόνα του θόλωσε.
«Μήπως θα ήθελες να τον ισορροπήσει στη μύτη της;» ρώτησε ο Κάνταρ με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
Με μάτια μισόκλειστα, η σκουρόχρωμη γυναίκα κοιτούσε ευθεία μπροστά· το χαμόγελο της πλέον ήταν εμφανώς βεβιασμένο. «Νομίζω πως η επίδειξη ήταν αρκετά ικανοποιητική, Κάνταρ», είπε παγερά. Ωστόσο, ο κύβος -ή κουτί της επίκλησης- εξακολουθούσε να στριφογυρίζει.
Η Σεβάνα μέτρησε αργά μέχρι το είκοσι πριν πει «Αρκετά».
«Μπορείς να σταματήσεις τώρα, Μαΐσια», είπε ο Κάνταρ. «Βάλ' το πίσω, στη θέση του». Ο κύβος κατέβηκε αργά και φώλιασε απαλά στο αρχικό του σημείο. Η γυναίκα, αν και σκουρόχρωμη, φάνταζε ωχρή κι έξαλλη.
Αν ήταν μοναχή της, η Σεβάνα θα γελούσε και θα χόρευε. Υπό τις παρούσες συνθήκες όμως, δυσκολευόταν να διατηρήσει ένα ήρεμο παρουσιαστικό. Η Ριάλ κι οι υπόλοιπες ήταν πολύ απασχολημένες με το να κοιτάζουν περιφρονητικά τη Μαΐσια χωρίς να προσέχουν τι γίνεται γύρω τους. Οτιδήποτε λειτουργούσε για μια γυναίκα με το χάρισμα, λειτουργούσε και για οποιαδήποτε άλλη. Η Σόμεριν με τη Μοντάρα δεν είχαν καμιά ανάγκη, αλλά η Ριάλ με τη Θεράβα... Δεν έμοιαζε ιδιαίτερα ανυπόμονη, αφού οι υπόλοιπες ήξεραν ότι δεν υπήρχαν κρατούμενες Άες Σεντάι.
«Βέβαια», συνέχισε ο Κάνταρ, «θα πάρει λίγο χρόνο μέχρι να σου προμηθεύσω αυτό που θέλεις». Πάσχισε να κρύψει την πονηριά που χρωμάτισε αμέσως το βλέμμα του. Ίσως ένας άλλος υδρόβιος να μην παρατηρούσε τίποτα. «Σε προειδοποιώ, όμως, ότι το κόστος θα είναι απαγορευτικό».
Παρά την πρόθεσή της, η Σεβάνα έγειρε μπροστά. «Και με ποιον τρόπο ταξίδεψες εδώ τόσο γρήγορα; Πόσα θέλεις για να την κάνεις να μας διδάξει;» Πάσχιζε να συγκρατήσει την ανυπομονησία στη φωνή της, αλλά φοβόταν πως η περιφρόνηση που ένιωθε αναδιδόταν. Οι υδρόβιοι θα έκαναν τα πάντα για χρυσάφι.
Ίσως ο άντρας την άκουσε. Τα μάτια του γούρλωσαν από έκπληξη, αλλά ανέκτησε τον αυτοέλεγχό του. Κοίταξε εξεταστικά τα χέρια του και σούφρωσε ελαφρά τα χείλη του. Γιατί, άραγε, το χαμόγελο του έδειχνε πως ήταν ευχαριστημένος; «Δεν είναι κάτι που συνηθίζει να κάνει», είπε με φωνή απαλή όσο κι οι παλάμες του. «Όχι με δική της πρωτοβουλία, τουλάχιστον. Είναι όπως το κουτί της επίκλησης. Μπορώ να σου προμηθεύσω περισσότερα από ένα, αλλά το κόστος αυξάνεται πολύ. Αμφιβάλλω αν αυτά που έμαθες από την Καιρχίν είναι αρκετά. Ευτυχώς, μπορείς να κάνεις χρήση των... ταξιδιωτικών κουτιών για να οδηγήσεις τον λαό σου σε πιο εύπορες περιοχές».
Ακόμα κι η Μέιρα ζοριζόταν για να μη φανεί η υπερβολική απληστία στην έκφραση του προσώπου της. Πιο εύπορες περιοχές, και μάλιστα χωρίς να υπάρχει ανάγκη να περάσουν μέσα από αυτούς τους τρελαμένους ακόλουθους του Ραντ αλ'Θόρ.
«Πες μου κι άλλα», είπε η Σεβάνα ψυχρά. «Οι πιο εύπορες περιοχές μπορεί να κρύβουν μεγάλο ενδιαφέρον». Αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό για να ξεχάσει τον Καρ'α'κάρν. Ο Κάνταρ θα της έδινε όσα της είχε υποσχεθεί προτού εκείνη τον ανακήρυσσε ντα'τσάνγκ. Φαίνεται πως του άρεσε να φοράει μαύρα. Ίσως, μάλιστα, να μην ήταν απαραίτητο τελικά να του δώσει χρυσάφι. Ο παρατηρητής γλίστρησε σαν φάντασμα ανάμεσα από τα δέντρα, εντελώς αθόρυβα. Ήταν απίθανο τι μπορούσες να μάθεις με ένα κουτί επίκλησης, ειδικά σε έναν κόσμο που, όπως φαίνεται, υπήρχαν μόνο άλλα δύο. Δεν ήταν δύσκολο να ακολουθήσει αυτό το κόκκινο φόρεμα, κι οι υπόλοιποι ούτε καν κοίταξαν πίσω να δουν αν τους είχε πάρει στο κατόπι κάποιος από τους αυτοαποκαλούμενους Αελίτες. Η Γκρένταλ δεν είχε βγάλει από πάνω της τη Μάσκα των Κατόπτρων, που έκρυβε την αληθινή της μορφή, αλλά ο Σαμαήλ είχε αφαιρέσει τη δική του, αφήνοντας να φανούν ξανά τα χρυσαφένια γένια του. Ήταν κάτι παραπάνω από ένα κεφάλι ψηλότερός της. Είχε αφήσει τον σύνδεσμο ανάμεσά τους να διαλυθεί. Ο παρατηρητής αναρωτήθηκε κατά πόσον ήταν συνετό κάτι τέτοιο, υπό τις δεδομένες συνθήκες. Ανέκαθεν αναρωτιόταν αν όλη αυτή η γενναιότητα για την οποία καυχιόταν ο Σαμαήλ δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά συγκαλυμμένη κουταμάρα κι εθελοτυφλία. Ωστόσο, αυτός ο άνθρωπος όντως κατείχε το σαϊντίν. Ίσως να μην αγνοούσε τελείως τον κίνδυνο που ελλόχευε.
Ο παρατηρητής τούς ακολούθησε, προσπαθώντας να ακούσει. Δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Η Αληθινή Δύναμη, αντλημένη κατευθείαν από τον Μέγα Άρχοντα, ούτε ορατή ήταν ούτε ανιχνεύσιμη, παρά μόνο από αυτόν που τη χαλιναγωγούσε. Μαύρες πιτσιλιές αιωρήθηκαν στο οπτικό του πεδίο. Πάντα υπήρχε ένα τίμημα που αύξαινε ολοένα σε κάθε χρήση, αλλά εκείνος δεν είχε πρόβλημα να το πληρώσει όποτε ήταν αναγκαίο. Το να σε πλημμυρίζει η Αληθινή Δύναμη έμοιαζε σχεδόν σαν να γονατίζεις κάτω από το Σάγιολ Γκουλ, απολαμβάνοντας τη θαλπωρή στο μεγαλείο του Μεγάλου Άρχοντα. Κι αυτό το μεγαλείο άξιζε τον πόνο.
«Φυσικά κι έπρεπε να σε έχω μαζί μου», γρύλισε ο Σαμαήλ, σκουντουφλώντας πάνω σε ένα ξερό αμπελόκλημα. Ήταν έξω από τα νερά του μακριά από τις πόλεις. «Και μόνο που βρέθηκες εκεί ήταν σαν να τους απάντησες σε εκατό ερωτήσεις. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ακόμα κι αυτό το χαζοκόριτσο πρότεινε αυτό που ήθελα κι εγώ». Γέλασε με έναν ήχο σαν γαύγισμα. «Μπορεί να είμαι κι εγώ τα'βίρεν».
Ένα κλωνάρι που, προς στιγμήν, εμπόδισε τον δρόμο της Γκρένταλ τεντώθηκε μέχρι που έσπασε με έναν ξερό κρότο. Για μια στιγμή, το κλαδί αιωρήθηκε στον αέρα, λες κι η γυναίκα σκόπευε να χτυπήσει με αυτό τον σύντροφό της. «Αυτό το χαζοκόριτσο θα σου ξερίζωνε την καρδιά και θα την έτρωγε, αν της δινόταν η παραμικρή ευκαιρία». Το κλωνάρι πετάχτηκε μακριά. «Έχω κι εγώ μερικές ερωτήσεις. Ποτέ μου δεν πίστεψα πως θα διατηρούσες την εκεχειρία με τον αλ'Θόρ περισσότερο απ' όσο έπρεπε, αλλά...»
Τα φρύδια του παρατηρητή ανασηκώθηκαν. Εκεχειρία; Να μία δήλωση που μπορεί να αποδεικνυόταν τόσο ριψοκίνδυνη όσο και ψεύτικη.
«Δεν κανόνισα εγώ την απαγωγή του». Ο Σαμαήλ την κοίταξε με ύφος που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ξινισμένο. Η ουλή το έκανε να μοιάζει πιότερο με απειλητικό γρύλισμα. «Έβαλε το χεράκι της κι η Μεσάνα, ίσως κι ο Ντεμάντρεντ με τη Σέμιραγκ, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, αλλά η Μεσάνα σίγουρα. Ίσως θα πρέπει να ξανασκεφτείς κατά πόσον ο Μέγας Άρχοντας σκέφτεται όντως να μην πειράξει τον αλ'Θόρ».
Η Γκρένταλ άρχισε να το σκέφτεται, τόσο αφηρημένη που σκόνταψε. Ο Σαμαήλ την έπιασε από το μπράτσο, εμποδίζοντας τη να πέσει, κι αυτή, μόλις ισορρόπησε, ελευθερώθηκε. Ενδιαφέρον, ειδικά αν λάβει κανείς υπ' όψιν του τι είχε συμβεί σε εκείνο το ξέφωτο. Τα πραγματικά ενδιαφέροντα της Γκρένταλ αφορούσαν σε οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί όμορφο ή ισχυρό, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να φλερτάρει, έτσι, για να περάσει την ώρα της, με κάποιον που σκόπευε να σκοτώσει ή με κάποιον που σκόπευε να τη σκοτώσει. Οι μόνοι άντρες με τους οποίους δεν φλέρταρε ήταν όσοι από τους Εκλεκτούς ήταν ανώτεροι της, έστω και για ένα διάστημα. Ποτέ δεν της άρεσε να είναι το ασθενέστερο μέλος του ζευγαριού.
«Τότε, για ποιον λόγο να συνεχίσουμε μαζί τους;» Η φωνή της έσταζε λιωμένη λάβα, αν και συνήθως ήλεγχε τα συναισθήματά της. «Άλλο να βρεθεί ο αλ'Θόρ στα χέρια της Μεσάνα, κι άλλο στα χέρια αυτής της πρωτόγονης. Όχι ότι θα έχει και πολλές πιθανότητες να τον χαλιναγωγήσει, αν πράγματι σκοπεύεις να τις στείλεις για πλιάτσικο. Ταξιδιωτικά κουτιά; Τι παιχνίδι παίζεις; Κρατούν αιχμαλώτους; Αν νομίζεις πως θα τους διδάξω τον Καταναγκασμό, βγάλ' το από το μυαλό σου. Κάποια από αυτές τις γυναίκες δεν ήταν διόλου αμελητέα. Δεν πρόκειται να διακινδυνεύσω να μάθει τα μυστικά της ισχύος και της επιδεξιότητας ή να τα μεταδώσει σε κάποια άλλη. Ή μήπως έχεις και κανέναν δεσμευτή κρυμμένο μαζί με τα παιχνίδια σου; Και, μια και το 'φερε η κουβέντα, πού ήσουν νωρίτερα; Δεν μου αρέσει να περιμένω!»
Ο Σαμαήλ σταμάτησε, ρίχνοντας μια ματιά πίσω τους. Ο παρατηρητής έμεινε τελείως ακίνητος. Τυλιγμένος με ιμάντες, εκτός από τα μάτια του, δεν ανησυχούσε μήπως τον δουν. Με τα χρόνια είχε γίνει ειδικός σε πολλά θέματα που ο Σαμαήλ περιφρονούσε. Σε μερικά, μάλιστα, έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση.
Η πύλη που άνοιξε σιωπηλά, κόβοντας ένα δέντρο στη μέση, έκανε την Γκρένταλ να αναπηδήσει ξαφνιασμένη. Ο κομμένος κορμός έγερνε σαν μεθύστακας. Τώρα, ήξερε κι η ίδια πως ο Σαμαήλ είχε πρόσβαση στην Πηγή.
«Πίστεψες πως τους έλεγα την αλήθεια;» ρώτησε χλευαστικά ο Σαμαήλ. «Μια μικρή αύξηση στο χάος είναι εξίσου σημαντική με μια μεγάλη. Θα πάνε όπου τις στείλω, θα κάνουν αυτό που θέλω εγώ, και θα μάθουν να είναι ικανοποιημένες με όσα τους προσφέρω. Όπως κι εσύ, Μαΐσια».
Η Γκρένταλ άφησε την Ψευδαίσθηση να ξεθωριάσει κι έγινε πάλι χρυσομαλλούσα όπως εκείνος, τόσο όμορφη, όσο κι όταν ήταν μελαψή πριν. «Αν με αποκαλέσεις ξανά έτσι, θα σε σκοτώσω». Η φωνή της ήταν πιο ανέκφραστη κι από το πρόσωπό της. Το εννοούσε. Ο παρατηρητής ένιωσε ένα σφίξιμο. Αν η γυναίκα προσπαθούσε, ένας από τους δύο θα πέθαινε. Μήπως έπρεπε να παρέμβει; Μαύρες κηλίδες χόρευαν μπροστά στα μάτια του, ολοένα και γρηγορότερα.
Το βλέμμα του Σαμαήλ ήταν εξίσου σκληρό όταν συνάντησε το δικό της. «Θυμήσου ποιος θα είναι Νή'μπλις, Γκρένταλ», είπε, περνώντας μέσα από την πύλη.
Για μια στιγμή, η γυναίκα απέμεινε να κοιτάζει το άνοιγμα. Μια κάθετη, ασημιά σχισμή εμφανίστηκε στη μια πλευρά, αλλά, πριν ακόμα η πύλη της αρχίσει να ευθυγραμμίζεται, παράτησε με αργές κινήσεις την ύφανση, κι η γραμμή συρρικνώθηκε σε ένα απλό σημείο προτού σβήσει εντελώς. Το μυρμήγκιασμα εξαφανίστηκε από το δέρμα του παρατηρητή καθώς η γυναίκα ελευθέρωσε το σαϊντάρ. Γεμάτη προσήλωση, ακολούθησε τον Σαμαήλ κι η πύλη του έκλεισε πίσω της.
Ο παρατηρητής χαμογέλασε στραβά, κρυμμένος πίσω από τη μάσκα με τους ιμάντες. Νή'μπλις, Αυτό εξηγούσε για ποιον λόγο η Γκρένταλ είχε συμφωνήσει και τι την εμπόδισε να σκοτώσει τον Σαμαήλ. Ακόμα κι εκείνη θα μπορούσε να τυφλωθεί από αυτό. Για τον Σαμαήλ, το ρίσκο ήταν ακόμα μεγαλύτερο από το να προέβαινε σε εκεχειρία με τον Λουζ Θέριν, πάντως. Εκτός, βέβαια, κι αν ήταν αλήθεια. Ο Μέγας Άρχοντας απολάμβανε να στρέφει τους υπηρέτες του εναντίον αλλήλων, για να διαπιστώσει ποιος ήταν ισχυρότερος. Μόνο ο πιο ισχυρός θα καρπωνόταν ένα μερίδιο της δόξας κοντά του. Οι αλήθειες τού σήμερα, όμως, δεν είναι αναγκαστικά κι οι αλήθειες του αύριο. Ο παρατηρητής είχε δει αλήθειες να αλλάζουν εκατό φορές από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, είχε επιφέρει ο ίδιος αυτές τις αλλαγές. Σκέφτηκε να πάει πίσω και να σκοτώσει τις εφτά γυναίκες που ήταν μαζεμένες στο ξέφωτο. Δεν θα ήταν δύσκολο· αμφέβαλλε αν ήξεραν πώς να σχηματίσουν έναν πραγματικό κύκλο. Οι μαύρες κηλίδες γέμισαν το οπτικό του πεδίο, σαν οριζόντια χιονοθύελλα. Όχι, θα άφηνε τα πάντα να πάρουν τον δρόμο τους. Προς το παρόν.
Ο κόσμος έμοιαζε να ουρλιάζει μέσα στα αυτιά του καθώς χρησιμοποίησε την Αληθινή Δύναμη για να ανοίξει μια μικρή τρύπα και να περάσει έξω από το Σχήμα. Ο Σαμαήλ δεν είχε ιδέα πόσο ειλικρινά είχε μιλήσει. Μια μικρή αύξηση στο χάος είναι εξίσου σημαντική με μια μεγάλη.