«Δεν το καταλαβαίνω αυτό», διαμαρτυρήθηκε η Ηλαίην. Όχι μόνο δεν της είχε προσφερθεί κάθισμα, αλλά, μόλις πήγε να κάτσει, της είπαν ευγενικά πως πρέπει να παραμείνει όρθια. Πέντε ζευγάρια μάτια ήταν καρφωμένα επάνω της, πέντε γυναίκες με αυστηρά, βλοσυρά πρόσωπα. «Συμπεριφέρεστε λες και κάναμε κάτι τρομερό, ενώ το μόνο που κάναμε ήταν να βρούμε το Κύπελλο των Ανέμων!» Τουλάχιστον, ήταν πολύ κοντά στο να το ανακαλύψουν, έτσι ήλπιζε. Το μήνυμα που είχαν λάβει μέσω του Ναλέσεν δεν ήταν πολύ ξεκάθαρο. Ο Ματ ισχυριζόταν με ενθουσιασμό ότι το είχε βρει. Ή κάτι παρόμοιο, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα λόγια του Ναλέσεν· όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο πιο πολύ αμφιταλαντευόταν μεταξύ απόλυτης βεβαιότητας κι αμφιβολίας. Η Μπιργκίτε εξακολουθούσε να παρακολουθεί το σπίτι της Ρεάνε· έμοιαζε ιδρωμένη και βαριεστημένη. Όπως και να είχε, η υπόθεση προχωρούσε κανονικά. Η Ηλαίην αναρωτήθηκε τι να έκανε η Νυνάβε. Ήλπιζε να τα πηγαίνει καλύτερα από την ίδια. Σίγουρα δεν περίμενε αυτήν την εξέλιξη όταν αποκάλυψε την επιτυχία τους.
«Θέσατε σε κίνδυνο ένα μυστικό, το οποίο κάθε γυναίκα που έχει φορέσει το επώμιο κρατούσε επτασφράγιστο για περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια». Η Μέριλιλ καθόταν στητή, ενώ τα σφικτά της χείλη έδειχναν πως η γαλήνη κόντευε να αντικατασταθεί από την αποπληξία. «Θα πρέπει να είσαι παράφρων! Μόνο η τρέλα δικαιολογεί μια πράξη σαν κι αυτή!»
«Ποιο μυστικό;» απαίτησε να μάθει η Ηλαίην.
Η Βαντέν, καθισμένη πλάι στη Μέριλιλ μαζί με την αδερφή της, έσιαξε κάπως εκνευρισμένη τη μεταξένια αχνοπράσινη φούστα της κι είπε: «Υπάρχει χρόνος για να μάθεις πολλά πράγματα, όταν έχεις ανατραφεί όπως πρέπει, νεαρή. Νόμιζα πως διέθετες κάποια ψήγματα λογικής». Η Αντελέας, που φορούσε ένα σκοτεινό, γκρίζο μάλλινο με σκούρα καφέ ξακρίσματα, ένευσε καταφατικά, αντανακλώντας την αποδοκιμασία της αδερφής της.
«Δεν μπορείτε να την κατηγορείτε επειδή αποκάλυψε ένα μυστικό για το οποίο δεν γνώριζε τίποτα», είπε η Κάρεαν Φράνσι, στα αριστερά της Ηλαίην, μετακινώντας τον όγκο της πάνω στην πρασινωπή επίχρυση πολυθρόνα. Ήταν αρκετά σθεναρή, με ώμους πλατιούς και μπράτσα ογκώδη όσο των περισσότερων αντρών.
«Ο νόμος του Πύργου δεν επιτρέπει δικαιολογίες», παρενέβη αμέσως η Σάριθα με κάπως αυτάρεσκο τόνο. Τα συνήθως εξεταστικά καστανά της μάτια τώρα κοιτούσαν αμείλικτα. «Από τη στιγμή που επιτρέπονται οι απλές δικαιολογίες, επόμενο είναι να γίνονται δεκτές και δικαιολογίες ελάσσονος σημασίας, μέχρι που να καταργηθεί ο νόμος». Το κάθισμά της με την ψηλή ράχη βρισκόταν στα δεξιά. Μονάχα αυτή φορούσε το επώμιο της, αλλά το καθιστικό της Μέριλιλ είχε διαμορφωθεί ώστε να μοιάζει με δικαστική αίθουσα, μολονότι καμία δεν το αποκαλούσε έτσι. Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον. Η Μέριλιλ, η Αντελέας κι η Βαντέν αντιμετώπιζαν την Ηλαίην σαν δικαστές, με το κάθισμα της Σαρίθα τοποθετημένο εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται η Έδρα της Μομφής, κι αυτό της Κάρεαν στην Έδρα της Συγχώρεσης, αλλά η Ντομανή Πράσινη που υποτίθεται ότι είχε αναλάβει την υπεράσπισή της, ένευσε σκεφτική καθώς η Δακρυνή Καφέ, η οποία εκτελούσε καθήκοντα εισαγγελέα, συνέχισε. «Έχει ομολογήσει η ίδια την ενοχή της. Προτείνω περιορισμό της νεαρής στο παλάτι μέχρι να φύγουμε, καθώς και ανάθεση κάποιας βαριάς δουλειάς προκειμένου να απασχολούνται το μυαλό και τα χέρια της. Προτείνω, επίσης, λίγο ξύλο με την παντόφλα σε τακτά χρονικά διαστήματα, για να μάθει να μη σκαρώνει σχέδια πίσω από τις πλάτες των αδελφών. Τα ίδια ισχύουν και για τη Νυνάβε, μόλις βρεθεί».
Η Ηλαίην ξεροκατάπιε. Άκου περιορισμό! Ίσως δεν ήταν ανάγκη να ονοματιστεί η διαδικασία «δίκη», μια και κάτι τέτοιο ήταν. Η Σάριθα μπορεί να μην είχε ακόμα αγέραστο πρόσωπο, αλλά η Ηλαίην ένιωθε το βάρος των υπόλοιπων γυναικών να την καταπλακώνει. Η Αντελέας κι η Βαντέν, με τα σχεδόν κάτασπρα μαλλιά τους και τα αγέραστα πρόσωπά τους που αντανακλούσαν τα χρόνια. Τα μαλλιά της Μέριλιλ ήταν λαμπερά και μαύρα, η Ηλαίην ωστόσο δεν θα εκπλησσόταν αν μάθαινε πως φορούσε το επώμιο για περισσότερα χρόνια απ' όσο ζούσαν οι πιο πολλές γυναίκες που δεν ήταν Άες Σεντάι. Το ίδιο ίσχυε και για την Κάρεαν. Καμιά τους δεν την ξεπερνούσε στη Δύναμη, όμως... Όλη αυτή η εμπειρία ως Άες Σεντάι, όλη αυτή η γνώση. Όλη αυτή η... εξουσία. Μια αυστηρή υπενθύμιση πως η ίδια ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών κι είχε βάλει τα λευκά της μαθητευόμενης έναν χρόνο πριν.
Η Κάρεαν δεν έκανε καμιά κίνηση να αντικρούσει τις απόψεις της Σάριθα. Ίσως ήταν καλύτερο να υπερασπιστεί μόνη της τον εαυτό της. «Είναι φανερό πως αυτό το μυστικό στο οποίο αναφέρεστε έχει κάποια σχέση με τον Κύκλο, ωστόσο...»
«Το Σόι δεν είναι κάτι που σε αφορά, νεαρή», απάντησε κοφτά η Μέριλιλ. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσιαξε την ασημόγκριζα φούστα της με τις χρυσαφιές χαρακιές. «Εισηγούμαι την ισχύ της καταδίκης», είπε με παγερή φωνή.
«Συναινώ κι αποδέχομαι την ετυμηγορία», είπε η Αντελέας. Κοίταξε την Ηλαίην με ύφος απογοητευμένο και κούνησε το κεφάλι της.
Η Βαντέν έκανε μια αποπεμπτική κίνηση με το χέρι της. «Συναινώ κι αποδέχομαι. Συμφωνώ, ωστόσο, με την Έδρα της Μομφής». Το βλέμμα της Κάρεαν έκρυβε ένα ίχνος συμπόνιας. Ένα ίχνος μόνο.
Η Μέριλιλ άνοιξε το στόμα της να μιλήσει.
Το δειλό χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε σαν κεραυνός μέσα στη στιγμιαία αλλά έντονη σιωπή.
«Τι στο Φως;» μουρμούρισε θυμωμένα η Μέριλιλ. «Είπα στην Πολ να μην αφήσει κανέναν να μας ενοχλήσει. Κάρεαν;»
Η Κάρεαν, που μπορεί να μην ήταν η νεαρότερη σε ηλικία, αλλά ήταν σίγουρα η κατώτερη όσον αφορά στη δύναμη, σηκώθηκε και γλίστρησε προς την πόρτα. Παρά τα κιλά της, κινείτο ανάλαφρα, σαν κύκνος.
Ήταν η ίδια η Πολ, η υπηρέτρια της Μέριλιλ, που μπήκε μέσα υποκλινόμενη δεξιά κι αριστερά. Μια λεπτοκαμωμένη γκριζομάλλα γυναίκα με αξιοπρέπεια ανάλογη της αφέντρας της, έμοιαζε ανήσυχη και βλοσυρή, και μάλλον έτσι θα πρέπει να ήταν, αφού διέκοψε την ομήγυρη κι εισέβαλε στο δωμάτιο παρά τις εντολές της Μέριλιλ. Η Ηλαίην είχε να νιώσει χαρούμενη που έβλεπε κάποιον από... από τότε που ο Ματ Κώθον εμφανίστηκε στην Πέτρα του Δακρύου. Τι φρικτή σκέψη. Αν η Αβιέντα δεν έλεγε πως είχε συναντήσει το τοχ πρόσφατα, ήταν έτοιμη να ζητήσει από τον άντρα να τη χτυπήσει για να δει αν θα λάβαινε τέλος η αγωνία της.
«Αυτό το έφερε η ίδια η Βασίλισσα», ανακοίνωσε βαριανασαίνοντας η Πολ, δίνοντάς τους ένα γράμμα σφραγισμένο με έναν μεγάλο κόκκινο σβώλο κεριού. «Είπε πως, αν δεν το έδινα αμέσως στην Ηλαίην, θα το παρέδιδε η ίδια. Είπε πως πρόκειται για τη μητέρα της μικρής». Η Ηλαίην έτριξε τα δόντια της. Οι υπηρέτριες των αδελφών είχαν αποκτήσει τη συνήθεια των κυριών τους όταν αναφέρονταν στη Νυνάβε και στην ίδια, αν και το έκαναν σπάνια μήπως κι ακούγονταν.
Έξαλλη, πήρε το γράμμα στα χέρια της χωρίς να περιμένει να της δώσει την άδεια η Μέριλιλ —αν της την έδινε κιόλας— κι έσπασε τη σφραγίδα με τον αντίχειρά της.
Αρχόντισσά μου Ηλαίην,
Χαιρετώ την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ με χαρμόσυνα νέα. Μόλις πληροφορήθηκα ότι η μητέρα σου, Βασίλισσα Μοργκέις, ζει και προς το παρόν είναι φιλοξενούμενη του Πέντρον Νάιαλ στο Άμαντορ. Επιθυμεί σφόδρα να συναντηθείτε για να επιστρέψετε στο Άντορ μαζί ως θριαμβεύτριες. Διατίθεμαι να σου προσφέρω συνοδεία εναντίον των ληστοσυμμοριτών που λυμαίνονται την Αλτάρα, έτσι ώστε να φθάσεις στο πλευρό της μητέρας σου γρήγορα και με ασφάλεια. Συγχώρεσέ με γι' αυτήν τη βιαστικά γραμμένη και λειψή επιστολή, αλλά ξέρω πως θα επιθυμούσες να μάθεις τα θαυμάσια αυτά νέα το συντομότερο δυνατόν. Μέχρι να σε παραδώσω στο πλευρό της μητέρας σου.
Αφοσιωμένος στο Φως,
Το χαρτί τσαλακώθηκε μέσα στη γροθιά της. Πώς τολμούσε; Ο πόνος από τον θάνατο της μητέρας της, και μάλιστα χωρίς να υπάρχει καν πτώμα για να ταφεί, μόλις είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, κι ο Καρίντιν τολμούσε να τη χλευάζει με αυτόν τον τρόπο; Αγκαλιάζοντας την Αληθινή Πηγή, πέταξε τα βρωμερά ψέματα μακριά της και διαβίβασε. Μια φλόγα άστραψε στον αέρα, τόσο καυτή ώστε μονάχα ένας κόκκος στάχτης έπεσε στις χρυσογάλανες πλάκες του δαπέδου. Αυτό άξιζε ο Τζάιτσιμ Καρίντιν. Όσο για αυτές τις... γυναίκες! Η έπαρση των βασιλισσών του Άντορ που είχαν κυβερνήσει τα τελευταία χίλια χρόνια την ατσάλωσε.
Η Μέριλιλ σηκώθηκε απότομα. «Δεν σου επιτράπηκε να διαβιβάσεις! Άσε ελεύθερη την...!»
«Άφησέ μας, Πολ», είπε η Ηλαίην. «Τώρα». Η υπηρέτρια έμεινε άναυδη, αλλά η Μοργκέις είχε διδάξει καλά την Ηλαίην πώς να χρησιμοποιεί την εξουσιαστική φωνή, τη φωνή μιας Βασίλισσας από τον θρόνο της. Η Πολ έκανε μια ελαφριά υπόκλιση κι αποσύρθηκε προτού καλά-καλά το συνειδητοποιήσει. Εν κινήσει, δίστασε για μια στιγμή, αλλά μετά έφυγε βιαστικά κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ό,τι κι αν επρόκειτο να συμβεί αφορούσε μόνο στις Άες Σεντάι.
«Τι σε έπιασε, μικρή;» Ατόφια οργή βύθισε τα υπολείμματα της ηρεμίας που διακατείχε τη Μέριλιλ. «Άσε ελεύθερη την Πηγή αμέσως, αλλιώς σου ορκίζομαι πως θα σε δείρω εγώ η ίδια!»
«Είμαι Άες Σεντάι». Τα λόγια βγήκαν ψυχρά και πέτρινα, όπως ακριβώς επεδίωκε η Ηλαίην. Από τη μια, οι ψευτιές του Καρίντιν· από την άλλη, τούτες εδώ οι γυναίκες. Ώστε η Μέριλιλ απείλησε να τη δείρει; Θα αναγκάζονταν να αναγνωρίσουν τη δικαιωματική της θέση ως αδελφή. Αυτή κι η Νυνάβε είχαν ανακαλύψει το Κύπελλο, κι οι διευθετήσεις για τον τρόπο χρήσης του ήταν θέμα χρόνου! «Σκοπεύετε να με τιμωρήσετε, επειδή θέτω σε κίνδυνο ένα μυστικό γνωστό αποκλειστικά στις αδελφές, αλλά κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μου μιλήσει γι' αυτό όταν έγινα κάτοχος του επωμίου. Προτείνετε να τιμωρηθώ σαν απλή μαθητευόμενη ή σαν Αποδεχθείσα, αλλά εγώ είμαι Άες Σεντάι και το επώμιο μου δόθηκε από την Εγκουέν αλ'Βέρ, την Άμερλιν που υποτίθεται ότι υπηρετείτε. Αν αρνείστε το γεγονός πως εγώ κι η Νυνάβε είμαστε Άες Σεντάι, τότε αποκηρύσσετε την ίδια την Έδρα της Άμερλιν, η οποία μάς έστειλε να βρούμε το Κύπελλο των Ανέμων, πράγμα που καταφέραμε. Δεν το ανέχομαι αυτό! Μέριλιλ Κήντεβιν, σε καλώ να απολογηθείς. Υποτάξου στη θέληση της Έδρας της Άμερλιν, αλλιώς θα είμαι εγώ εκείνη που θα καταδικάσει εσένα ως επαναστάτρια και προδότρια!»
Τα μάτια της Μέριλιλ γούρλωσαν κι έμεινε με το στόμα ανοικτό· ωστόσο, φάνταζε ψύχραιμη συγκριτικά με την Κάρεαν και τη Σάριθα, οι οποίες έμοιαζαν να μην πιστεύουν σε αυτά που άκουγαν, έτοιμες να πάθουν αποπληξία. Η Βαντέν έμοιαζε ήπια ξαφνιασμένη και, σκεπτική, πίεζε ένα δάχτυλο πάνω στα χείλη της, κάτω από τα ελαφρώς γουρλωμένα της μάτια, ενώ η Αντελέας είχε γείρει μπροστά, κοιτώντας την Ηλαίην εξεταστικά σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.
Χρησιμοποιώντας τη διαβίβαση, η Ηλαίην ανασήκωσε στον αέρα μια από τις ψηλές πολυθρόνες, την έφερε προς το μέρος της και κάθισε, τακτοποιώντας τη φούστα της. «Μη στέκεσαι κι εσύ όρθια, Μέριλιλ». Χρησιμοποιούσε ακόμα την εξουσιαστική φωνή -προφανώς ήταν ο μόνος τρόπος να τις αναγκάσει να την ακούσουν- αλλά ξαφνιάστηκε όταν είδε τη Μέριλιλ να βυθίζεται αργά στο κάθισμά της, κοιτώντας τη με μάτια ορθάνοικτα.
Εξωτερικά, διατηρούσε ένα ήρεμο και ψυχρό προσωπείο, αλλά, εσωτερικά, η οργή κόχλαζε. Ή, μάλλον, έβραζε. Μυστικά. Ανέκαθεν θεωρούσε πως οι Άες Σεντάι κρατούσαν μυστικά, ακόμα κι η μία από την άλλη. Ειδικά η μία από την άλλη. Η αλήθεια ήταν πως κι αυτή μπορούσε να κρατήσει κάτι μυστικό, αλλά μόνο εν ανάγκη κι όχι από κάποιον που χρειαζόταν να το γνωρίζει. Αυτές οι γυναίκες είχαν σκεφτεί να την τιμωρήσουν! «Η εξουσία σου προέρχεται από την Αίθουσα του Πύργου, Μέριλιλ, αλλά η δική μου και της Νυνάβε από την ίδια την Έδρα της Άμερλιν. Που σημαίνει ότι μπορεί να παραγκωνίσει τη δική σου. Από τούδε και στο εξής, θα λαμβάνεις οδηγίες από μένα ή από τη Νυνάβε. Φυσικά, θα ακούμε με ιδιαίτερη προσοχή οποιαδήποτε συμβουλή θα μπορούσες να μας δώσεις». Προηγουμένως, πίστευε πως τα μάτια της Μέριλιλ είχαν γουρλώσει όσο δεν πήγαινε άλλο, αλλά τώρα...
«Αδύνατον», πλατάγισε η αδελφή του Γκρίζου Άτζα. «Είσαι...»
«Μέριλιλ!» την έκοψε απότομα η Ηλαίην, γέρνοντας προς το μέρος της. «Τολμάς ακόμα να αρνείσαι την εξουσία της Άμερλιν;» Το στόμα της Μέριλιλ κινήθηκε, αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος. Έβρεξε τα χείλη με τη γλώσσα της και κούνησε σπασμωδικά το κεφάλι της. Η Ηλαίην αισθάνθηκε μια ανατριχίλα αγαλλίασης. Όλα αυτά που είπε σχετικά με το ότι η Μέριλιλ θα λάμβανε διαταγές από την ίδια και τη Νυνάβε ήταν, βεβαίως, ανοησίες, αλλά επιβαλλόταν να την αποδεχτούν. Ο Θομ κι η μητέρα της πάντα έλεγαν πως είναι καλύτερο να ζητάς δέκα πράγματα με την ελπίδα να πάρεις ένα. Ωστόσο, όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να καλμάρουν τον θυμό της. Είχε μια παρόρμηση να πάρει η ίδια μια παντόφλα στα χέρια της και να δει μέχρι πού μπορούσε να εξωθήσει τα πράγματα, αλλά αυτό θα γκρέμιζε τα πάντα. Θα τις έκανε να θυμηθούν την ηλικία της, καθώς και το ελάχιστο χρονικό διάστημα που είχε φορέσει το ένδυμα της μαθητευόμενης. Ίσως να τη θεωρούσαν ξανά ένα ανόητο παιδάκι. Η σκέψη αυτή υποδαύλισε και πάλι την οργή της. Ωστόσο, αρκέστηκε να πει: «Ενόσω εσύ, Μέριλιλ, θα σκέφτεσαι ήσυχα τι άλλο θα μπορούσα να πληροφορηθώ ως Άες Σεντάι, η Αντελέας κι η Βαντέν θα μου εξηγήσουν τα πάντα γύρω από αυτό το μυστικό το οποίο έθεσα σε κίνδυνο. Θες να πεις πως ο Πύργος γνώριζε ανέκαθεν σχετικά με τον Κύκλο - το Σόι, όπως το αποκαλείς;» Η κακομοίρα η Ρεάνε κι οι ελπίδες της να περάσει απαρατήρητη από τις Άες Σεντάι.
«Γνώριζε σχεδόν όσα κι οι αδελφές, υποθέτω», αποκρίθηκε η Βαντέν προσεκτικά. Παρατηρούσε έντονα την Ηλαίην, όπως κι η αδελφή της την ίδια στιγμή. Μολονότι ανήκε στο Πράσινο Άτζα, ήταν επιτηδευμένη σχεδόν όσο κι η Αντελέας. Η Κάρεαν κι η Σάριθα είχαν μείνει εμβρόντητες, με τα δύσπιστα βλέμματά τους να πετάγονται πότε στη σιωπηλή κι αναψοκοκκινισμένη Μέριλιλ και πότε στην Ηλαίην.
«Ακόμα και κατά τη διάρκεια των Πολέμων των Τρόλοκ, οι γυναίκες απέτυχαν στις δοκιμασίες τους ή υστερούσαν σε δύναμη ή εκδιώχτηκαν από τον Πύργο για κάποια από τις συνήθεις αιτίες». Ο τόνος της φωνής της Αντελέας είχε αποκτήσει μια χροιά επίπληξης, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ήταν προσβλητικός, κάτι αναμενόμενο για τις αδελφές του Καφέ Άτζα όταν άρχιζαν τις επεξηγήσεις. «Υπό τις δεδομένες συνθήκες, δεν ήταν άξιον απορίας που μερικές φοβούνταν να βγουν μόνες τους στον κόσμο ή να καταφύγουν στην Μπαράστα, όπως αποκαλείτο η πόλη που υπήρχε τότε εδώ. Το μεγαλύτερο μέρος της Μπαράστα, βέβαια, βρισκόταν στο σημείο που τώρα εδρεύει το Ράχαντ. Ούτε πέτρα δεν έχει απομείνει από την Μπαράστα. Οι Πόλεμοι των Τρόλοκ άργησαν να φθάσουν στο Έχαρον, αλλά, στο τέλος, η Μπαράστα έπεσε, όπως κι η Μπαρσίν, η Σεμάλ, η...»
«Το Σόι...» τη διέκοψε ευγενικά η Βαντέν, κι η Αντελέας βλεφάρισε κι ένευσε καταφατικά. «...Το Σόι επέζησε ύστερα από τον χαμό της Μπαράστα με τον ίδιο τρόπο που είχε καταφέρει να επιζήσει και παλιότερα, δεχόμενο γυναίκες αδέσποτες και διωγμένες από τον Πύργο». Η Ηλαίην συνοφρυώθηκε. Η Κυρά Ανάν είχε, επίσης, αναφέρει πως το Σόι δεχόταν αδέσποτες, αλλά το μεγαλύτερο άγχος της Ρεάνε φαίνεται ότι ήταν να αποδείξει σ' αυτήν και στη Νυνάβε πως κάτι τέτοιο δεν ίσχυε.
«Καμία δεν έμενε για πολύ», πρόσθεσε η Αντελέας. «Πέντε χρόνια, άντε δέκα. Υποθέτω πως το ίδιο ισχύει ακόμα. Από τη στιγμή που συνειδητοποιούσαν πως δεν είναι πλέον κατάλληλες για τον Λευκό Πύργο, έφευγαν και γίνονταν Θεραπεύτριες στα χωριά ή αποκτούσαν το αξίωμα της Σοφίας ή κάτι παρόμοιο. Αλλες φορές πάλι, απλώς ξεχνούσαν τα πάντα σχετικά με τη Δύναμη, σταματούσαν να διαβιβάζουν κι ασχολούνταν με κάποια τέχνη ή με το εμπόριο. Όπως και να έχει, χάνονταν από προσώπου γης, για να το πούμε έτσι». Η Ηλαίην αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να ξεχάσει κάποιος με αυτόν τον τρόπο τη Μία Δύναμη. Από τη στιγμή που μάθαινες πώς να τη χρησιμοποιείς, η τάση να διαβιβάσεις, ο πειρασμός να αγκαλιάσεις την Πηγή, δεν έπαυε ποτέ. Φαίνεται πως οι Άες Σεντάι πίστευαν πως μερικές γυναίκες μπορούσαν να τα αφήσουν πίσω τους όλα αυτά, έτσι απλά, από τη στιγμή που συνειδητοποιούσαν πως δεν θα γίνονταν ποτέ Άες Σεντάι.
Η Βαντέν άρχισε να εξηγεί ξανά. Οι αδελφές συχνά εναλλάσσονταν στις προτάσεις τους, με τη μία να συνεχίζει από το σημείο που σταμάτησε η άλλη. «Ο Πύργος γνώριζε εξ αρχής για το Σόι. Οι Πόλεμοι, όμως, προηγούνταν σε πρώτη φάση. Παρά το ότι αυτοαποκαλούνταν το Σόι, έπραξαν αυτό ακριβώς που θα θέλαμε να πράξουν αυτές οι γυναίκες. Παρέμειναν κρυμμένες και, παρ' όλο που είχαν την ικανότητα της διαβίβασης, δεν τράβηξαν την προσοχή επάνω τους. Στην πάροδο των χρόνων —μυστικά και προσεκτικά, πάντα— επικοινωνούσαν μεταξύ τους, όταν κάποια από αυτές ανακάλυψε πως μια γυναίκα διεκδικούσε με δόλιους τρόπους το επώμιο. Είπες κάτι;»
Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι της. «Κάρεαν, υπάρχει καθόλου τσάι σ' αυτήν την κανάτα;» Η Κάρεαν αναπήδησε κάπως ξαφνιασμένη. «Νομίζω πως η Αντελέας κι η Βαντέν θα ήθελαν να βρέξουν λίγο τα λαρύγγια τους». Η Ντομανή δεν έριξε ούτε ένα βλέμμα στη Μέριλιλ, η οποία κοιτούσε σαν χαζή, και κατευθύνθηκε στο τραπεζάκι με την ασημένια τσαγιέρα και τις κούπες. «Αυτό, όμως, δεν εξηγεί τίποτα», συνέχισε η Ηλαίην. «Για ποιον λόγο οι πληροφορίες σχετικά με αυτές τις γυναίκες παραμένουν μυστικές; Γιατί δεν έχουν διασκορπιστεί εδώ και τόσον καιρό;»
«Μα υπήρξαν και φυγάδες». Η Αντελέας το έκανε να ακουστεί σαν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. «Είναι γεγονός πως είχαν υπάρξει κι άλλες τέτοιες συναθροίσεις, οι οποίες διαλύθηκαν αμέσως -η τελευταία κάπου διακόσια χρόνια πριν — αλλά το Σόι δεν ανοίγεται εύκολα και δεν κάνει γνωστή την παρουσία του. Αυτή η τελευταία ομάδα αυτοαποκαλείτο οι Κόρες της Σιωπής, ωστόσο μόνο σιωπηλές δεν ήταν. Αποτελείτο από είκοσι τρεις γυναίκες, αδέσποτες, που τις μάζεψαν δύο πρώην Αποδεχθείσες και, κατά κάποιον τρόπο, τις εκπαίδευσαν, αλλά...»
«Φυγάδες», την παρακίνησε να συνεχίσει η Ηλαίην, παίρνοντας από τα χέρια τής Κάρεαν ένα κύπελλο κι ευχαριστώντας τη με ένα χαμόγελο. Δεν είχε ζητήσει για τον εαυτό της, αλλά συνειδητοποίησε κάπως αφηρημένα πως η γυναίκα τής είχε προσφέρει το πρώτο. Η Βαντέν με την αδελφή της είχαν συζητήσει κάμποσο για τις φυγάδες στον δρόμο προς το Έμπου Νταρ.
Η Αντελέας βλεφάρισε κι επανήλθε στο θέμα. «Το Σόι βοηθάει τις φυγάδες. Πάντα έχουν δύο τρεις γυναίκες στην Ταρ Βάλον που επαγρυπνούν. Αφ' ενός, πλησιάζουν κάθε εκδιωχθείσα με τρόπο μετρημένο και προσεκτικό κι, αφ’ ετέρου, καταφέρνουν να ανακαλύψουν κάθε φυγάδα, είτε είναι μαθητευόμενη είτε Αποδεχθείσα. Αν μη τι άλλο, καμιά τους δεν έχει καταφέρει να φύγει από το νησί δίχως τη βοήθειά τους, ήδη από τους Πολέμους των Τρόλοκ».
«Α, ναι», είπε η Βαντέν καθώς η Αντελέας έκανε μια παύση για να πάρει μια κούπα από την Κάρεαν, η οποία την πρόσφερε αρχικά στη Μέριλιλ, που όμως είχε λουφάξει και κοιτούσε στο πουθενά. «Αν κάποια καταφέρει και δραπετεύσει, ξέρουμε επακριβώς πού να ψάξουμε, κι αυτή καταλήγει πίσω στον Πύργο, ευχόμενη να μην ένιωθε τόση φαγούρα στα πόδια της. Όλα αυτά όσο, φυσικά, δεν ξέρει το Σόι ότι εμείς γνωρίζουμε. Αν το μάθει, θα επανέλθουμε στα παλιά, στις μέρες πριν από το Σόι, όπου όταν μια γυναίκα διέφευγε από τον Πύργο μπορούσε να πάει οπουδήποτε. Τότε, βέβαια, οι αριθμοί ήταν μεγαλύτεροι -Άες Σεντάι, Αποδεχθείσες, μαθητευόμενες και φυγάδες- κι υπήρχαν περίοδοι όπου οι δύο στις τρεις -για να μην πω οι τρεις στις τέσσερις— κατόρθωναν να ξεφύγουν. Χρησιμοποιώντας το Σόι, ξαναπαίρνουμε πίσω τις εννιά στις δέκα. Τώρα μπορείς να καταλάβεις για ποιον λόγο ο Πύργος διατήρησε το Σόι και τα μυστικά του σαν θησαυρό».
Ναι, η Ηλαίην μπορούσε να καταλάβει. Μια γυναίκα δεν ξεμπέρδευε από τον Λευκό Πύργο μέχρις ότου ο Λευκός Πύργος ξεμπέρδευε από αυτήν. Ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε να πλήξει τη φήμη για το αλάθητο του Πύργου να συλλαμβάνει πάντα τις φυγάδες. Σχεδόν πάντα, δηλαδή. Τώρα, λοιπόν, ήξερε.
Η Ηλαίην ορθώθηκε και, προς μεγάλη της έκπληξη, το ίδιο έκαναν η Αντελέας με τη Βαντέν, αδιαφορώντας για την Κάρεαν, που τους πρόσφερε τσάι, καθώς και για τη Σάριθα, ακόμα και για τη Μέριλιλ, η οποία μαζί με τις υπόλοιπες κοιτούσε την Ηλαίην με προσμονή.
Η Βαντέν πρόσεξε την έκπληξή της και χαμογέλασε. «Υπάρχει και κάτι άλλο που μπορεί να μη γνωρίζεις. Εμείς οι Άες Σεντάι είμαστε από πολλές απόψεις πολύ φιλέριδες· κάθε μία εξαιρετικά ζηλιάρα όσον αφορά στη θέση της και στα προνόμιά της, αλλά όταν έχουμε απέναντί μας κάποια ανώτερη, συνήθως την ακολουθούμε πειθήνια, ανεξάρτητα από το αν ιδιαιτέρως γκρινιάζουμε για κάποιες αποφάσεις της».
«Έτσι είναι», μουρμούρισε χαρούμενα η Αντελέας, λες και μόλις είχε κάνει μία νέα ανακάλυψη.
Η Μέριλιλ ανάσανε βαθιά, αφοσιωμένη για μια στιγμή στο να ισιώσει τη φούστα της. «Η Βαντέν έχει δίκιο», είπε. «Είσαι, από μόνη σου, ανώτερή μας και πρέπει να παραδεχτώ πως κατέχεις υψηλότερη θέση. Αν η συμπεριφορά μας είναι άξια ποινής... Υποθέτω πως θα μας ενημερώσεις. Θα σε ακολουθήσουμε όπου κι αν πας, αλλά θα ήθελα να ρωτήσω τι σκοπεύεις να κάνεις». Δεν υπήρχε ο παραμικρός σαρκασμός στη φωνή της. Όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν και περισσότερο ευγενική από κάθε άλλη φορά.
Σκέφτηκε πως κάθε Άες Σεντάι θα ήταν περήφανη να πάρει στα χέρια της τη μοίρα της, όπως ακριβώς έκανε αυτή τη στιγμή η ίδια. Το μόνο που επιθυμούσε εκ μέρους τους ήταν να την αποδεχτούν ως Άες Σεντάι. Κατέπνιξε μια στιγμιαία τάση να διαμαρτυρηθεί ότι ήταν πολύ νέα και πολύ άπειρη. «Δεν μπορείς να ξαναβάλεις το μέλι στην κερήθρα», έτσι συνήθιζε να λέει η Λίνι όταν η ίδια ήταν κοριτσάκι. Από την άλλη, η Εγκουέν δεν ήταν μεγαλύτερή της.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε ζεστά. «Το πρώτο που έχει σημασία είναι ότι όλες μας είμαστε αδελφές, με την πλήρη έννοια της λέξης. Πρέπει να συνεργαστούμε. Το Κύπελλο των Ανέμων είναι πολύ σοβαρή υπόθεση». Ήλπιζε πως θα ενθουσιάζονταν μόλις τους έλεγε τι σκόπευε να κάνει η Εγκουέν. «Ας καθίσουμε ξανά». Την περίμεναν να καθίσει πρώτη πριν τακτοποιηθούν στις θέσεις τους. Η Ηλαίην ήλπιζε πως η Νυνάβε θα κατάφερνε έστω και το ένα δέκατο από αυτά που είχε καταφέρει η ίδια. Όταν η Νυνάβε μάθαινε τι είχε συμβεί, θα λιποθυμούσε σίγουρα. «Έχω να σας πω κι εγώ κάτι σχετικά με το Σόι».
Λίγο αργότερα, ήταν η Μέριλιλ εκείνη που έμοιαζε έτοιμη να λιποθυμήσει. Ακόμα κι η Αντελέας με τη Βαντέν δεν απείχαν και πολύ. Ωστόσο το μόνο που επαναλάμβαναν ήταν «Μάλιστα, Ηλαίην» και «Αφού το λες εσύ, Ηλαίην». Το πιθανότερο ήταν πως, από δω και πέρα, οι σχέσεις τους θα ήταν ομαλές.
Το ατομικό φορείο λικνιζόταν μέσα στο πλήθος που ξεφάντωνε, κατά μήκος της προκυμαίας, όταν η Μογκέντιεν εντόπισε τη γυναίκα. Ένας υπηρέτης, ντυμένος στα πράσινα και στα λευκά, την είχε βοηθήσει να κατέβει από την άμαξα κοντά σε μια αποβάθρα. Μια πλατιά, φτερωτή μάσκα, μεγαλύτερη από αυτή τής Μογκέντιεν, κάλυπτε το πρόσωπό της, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην αναγνωρίσει αυτό το αποφασιστικό βάδισμα. Ήταν σίγουρη πως θα αναγνώριζε τη γυναίκα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Τα σκαλιστά προπετάσματα που χρησίμευαν ως παράθυρα στο κλειστό φορείο δεν ήταν πρόβλημα. Δύο τύποι ζωσμένοι με ξίφη σκαρφάλωσαν από την οροφή της άμαξας για να ακολουθήσουν τη μασκοφόρο γυναίκα.
Η Μογκέντιεν χτύπησε τη γροθιά της στα πλαϊνά του φορείου φωνάζοντας «Σταματήστε!» κι οι κουβαλητές σταμάτησαν, τόσο απότομα που τινάχτηκε μπροστά.
Ο κόσμος άρχισε να αλληλοσπρώχνεται και μερικοί έβριζαν τους κουβαλητές επειδή έκλειναν τον δρόμο, ενώ άλλοι τούς φώναζαν πιο καλοπροαίρετα. Στο σημείο εκείνο, κοντά στο ποτάμι, το πλήθος αραίωνε κι έτσι μπορούσε να παρακολουθήσει ανάμεσα στα κενά που δημιουργούνταν. Η βάρκα που απομακρύνθηκε από την αποβάθρα ξεχώριζε. Η οροφή της χαμηλότερης καμπίνας, στο πίσω μέρος της, ήταν βαμμένη κόκκινη. Καμιά άλλη βάρκα στη μακρόστενη πέτρινη αποβάθρα δεν είχε τόσο επιδεικτικά χρώματα.
Ρίγησε κι ύγρανε τα χείλη της. Οι οδηγίες τού Μοριντίν ήταν σαφείς και το τίμημα της απείθειας ξεκάθαρο. Λίγη καθυστέρηση, όμως, δεν θα έβλαπτε. Ειδικά αν εκείνος δεν το μάθαινε.
Άνοιξε απότομα την πόρτα, πετάχτηκε στον δρόμο και κοίταξε γύρω της αλαφιασμένη. Εκεί, στο πανδοχείο που δέσποζε πάνω από τις αποβάθρες, στο ποτάμι. Ανασηκώνοντας τη φούστα της, έφυγε βιαστικά δίχως να ανησυχεί μήπως κάποιος νοίκιαζε το φορείο της. Μέχρι να λύσει τον ιστό του Καταναγκασμού που είχε ρίξει επάνω τους, οι κουβαλητές θα έλεγαν σε κάθε ενδιαφερόμενο πως ήταν μισθωμένοι και θα έμεναν στο σημείο εκείνο έως ότου πέθαιναν της πείνας. Μπροστά της ανοίχτηκε ένα μονοπάτι· άντρες και γυναίκες με φτερωτές μάσκες χοροπηδούσαν γύρω της, αποφεύγοντάς την, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας καθώς άγγιζαν τα σημεία του κορμιού τους που αισθάνονταν σουβλιές πόνου. Κι έτσι ήταν. Δεν είχε χρόνο να υφάνει λεπτεπίλεπτους ιστούς σε τόσο πολλά μυαλά, αλλά οι υφασμένες από Αέρα βελόνες, όμοιες με νιφάδες, έκαναν καλά τη δουλειά τους.
Η σθεναρή πανδοχέας στο Καύχημα του Κωπηλάτη σχεδόν αναπήδησε, βλέποντας τη Μογκέντιεν να δρασκελίζει το κατώφλι της και να μπαίνει στο καθιστικό, με τα λαμπερά πορφυρά μετάξια δουλεμένα με χρυσαφιά κλωστή και μαύρο μετάξι που στραφτάλιζε όπως το χρυσάφι. Η μάσκα της ήταν μια αρμαθιά από κατάμαυρα φτερά κι ένα αιχμηρό μαύρο ράμφος. Ένα κοράκι. Ήταν κάτι σαν αστείο εκ μέρους του Μοριντίν. Έτσι την είχε προστάξει να ντυθεί. Όπως της είπε, τα χρώματά του ήταν το μαύρο και το κόκκινο και θα τα φορούσε κι η ίδια όσο ήταν στην υπηρεσία του. Ήταν ντυμένη με μία μάλλον καλαίσθητη λιβρέα και δεν θα δίσταζε να σκοτώσει όποιον την έβλεπε.
Αντί γι' αυτό, όμως, ύφανε βιαστικά έναν ιστό στη στρουμπουλή πανδοχέα, κάνοντάς τη να αναπηδήσει και να γουρλώσει τα μάτια της. Δεν είχε χρόνο για λεπτότητες. Στη διαταγή της Μογκέντιεν να της δείξει την οροφή, η γυναίκα έτρεξε στα χωρίς κιγκλίδωμα σκαλοπάτια, στη μια πλευρά του δωματίου. Απίθανο να πρόσεξαν κάτι ασυνήθιστο στη συμπεριφορά της οι ντυμένοι με φτερά πότες, σκέφτηκε διασκεδάζοντας η Μογκέντιεν, όπως εξίσου απίθανο ήταν να είχε έρθει ποτέ στο Καύχημα του Κωπηλάτη ένας «πελάτης» τέτοιου βεληνεκούς.
Στην επίπεδη οροφή, ζύγισε γρήγορα τα υπέρ και τα κατά του να σκότωνε την πανδοχέα και του να την άφηνε να ζήσει. Τα πτώματα είχαν τον τρόπο να δείχνουν τον δράστη. Αν θες να μη φανερωθείς, καλύτερα να μη σκοτώνεις, παρά μόνο όταν είναι τελείως απαραίτητο. Ύφανε βιαστικά τον ιστό της Καταπίεσης, λέγοντας στη γυναίκα να κατέβει, να πέσει για ύπνο και να ξεχάσει ότι την είχε δει. Μ' αυτήν τη βιασύνη, ήταν πιθανό η πανδοχέας να έχανε όλη τη μέρα της ή να σηκωνόταν κάπως ζαβλακωμένη -πόσο πιο εύκολα θα ήταν τα πράγματα στη ζωή της Μογκέντιεν, αν κατείχε σε μεγαλύτερο βαθμό το Ταλέντο της Καταπίεσης. Όπως και να είχε, όμως, η γυναίκα απομακρύνθηκε τρεχάτη, υπακούοντας πειθήνια, και την άφησε μόνη.
Καθώς η πόρτα έπεσε με γδούπο στο βρώμικο πάτωμα με τις άσπρες πλάκες, η Μογκέντιεν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα από την ξαφνική αίσθηση δακτύλων που θώπευαν τον νου της και ψηλάφιζαν την ψυχή της. Ο Μοριντίν το έκανε αυτό μερικές φορές. Ως υπενθύμιση, έλεγε, λες κι η Μογκέντιεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο. Συνειδητοποίησε πως κοίταζε τριγύρω, μήπως και τον ανακάλυπτε εκεί. Το δέρμα της ανατρίχιασε, σαν να το είχε αγγίξει μια ξαφνική, παγωμένη αύρα. Το άγγιγμα χάθηκε και ρίγησε ξανά. Η υπενθύμιση δεν σταματούσε. Ο ίδιος ο Μοριντίν θα μπορούσε να εμφανιστεί οπουδήποτε κι οποτεδήποτε. Βιάσου.
Πήγε τρεχάτη μέχρι τον χαμηλό τοίχο που κύκλωνε την οροφή και κοίταξε εξεταστικά τον ποταμό που απλωνόταν κάτω από τα πόδια της. Δεκάδες βάρκες κάθε μεγέθους έπλεαν ανάμεσα σε μεγαλύτερα σκάφη που ήταν αγκυροβολημένα ή με τα πανιά φουσκωμένα. Οι πιο πολλές καμπίνες του είδους που έψαχνε ήταν φτιαγμένες από απλό ξύλο, αλλά κάποια στιγμή πρόσεξε μια κίτρινη οροφή κι έπειτα μια μπλε, ενώ, λίγο πιο κάτω, καταμεσής του ποταμού και κατευθυνόμενη νότια, υπήρχε μια... κόκκινη. Έπρεπε να είναι η σωστή. Άλλωστε, δεν μπορούσε να μείνει άλλο εδώ.
Ανασήκωσε τα χέρια της, αλλά, καθώς η μοιροφωτιά εκτοξεύτηκε, κάτι πέταξε δίπλα της κι η Μογκέντιεν αναπήδησε. Ο Μοριντίν είχε έρθει. Βρισκόταν εκεί, και... Κοίταξε τα περιστέρια που φτερούγισαν μακριά. Περιστέρια! Κόντεψε να ξεράσει πάνω στην οροφή. Έριξε μια ματιά στο ποτάμι και γρύλισε.
Εξαιτίας τού ότι αναπήδησε, η μοιροφωτιά, την οποία σκόπευε να κατευθύνει πάνω στην καμπίνα και τους επιβάτες της βάρκας, πήρε διαγώνια τροχιά κι έπεσε στο μέσον του σκάφους, εκεί που στέκονταν οι κωπηλάτες κι οι σωματοφύλακες. Επειδή οι κωπηλάτες είχαν εξαντληθεί πριν ακόμα τους χτυπήσει η μοιροφωτιά, τα δύο μισά του σκάφους απείχαν τώρα κάπου εκατό βήματα μεταξύ τους. Ωστόσο, η καταστροφή ίσως να μην ήταν ολοκληρωτική. Επειδή το κομμάτι από το κέντρο της βάρκας αποκόπηκε την ίδια στιγμή που πέθαιναν οι κωπηλάτες, χρειάστηκαν μερικά λεπτά μέχρι το ποτάμι να κάνει τη δική του επίθεση· τα δύο μέρη της βάρκας βυθίστηκαν γοργά μέσα σε έναν αφρό από φυσαλίδες, παίρνοντας στον βυθό όλους τους επιβάτες της.
Ξαφνικά, η Μογκέντιεν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Ανέκαθεν κινείτο κρυφά, μακριά από τα μάτια των άλλων, ανέκαθεν... Κάθε γυναίκα της πόλης με την ικανότητα της διαβίβασης θα μάθαινε ευθύς αμέσως πως κάποια είχε απορροφήσει μια μεγάλη ποσότητα σαϊντάρ, αν όχι και για ποιον σκοπό, κι οποιοσδήποτε θα μπορούσε να έχει προσέξει αυτήν τη ράβδο υγρής λευκής φωτιάς που καψάλισε τον απογευματινό ουρανό. Ο φόβος τής έβαλε φτερά στα πόδια. Όχι ο φόβος. Ο τρόμος.
Μαζεύοντας τη φούστα της, άρχισε να κατεβαίνει γοργά τα σκαλιά. Πέρασε από την κοινή αίθουσα, σκουντουφλώντας πάνω σε τραπέζια και πέφτοντας πάνω σε ανθρώπους που προσπαθούσαν να βγουν από την πορεία της. Τελικά, πολύ φοβισμένη ακόμα και για να σκεφτεί, βγήκε στον δρόμο και βάλθηκε να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στο πλήθος με τα χέρια της.
«Τρέξτε!» ούρλιαξε ορμώντας μέσα στο ατομικό φορείο. Η φούστα της πιάστηκε στην πόρτα, αλλά την τράβηξε και την έσκισε. «Τρέξτε!»
Οι κουβαλητές το έβαλαν στα πόδια, ταρακουνώντας την, αλλά δεν την ένοιαζε. Άδραξε με τα δάχτυλά της το σκαλιστό διαχωριστικό και, συγκλονισμένη, άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα. Δεν της το είχε απαγορεύσει αυτό. Ο Μοριντίν μπορεί να συγχωρούσε, ακόμα και να αγνοούσε, τις πράξεις της, αν έφερνε εις πέρας το έργο που είχε αναλάβει γρήγορα κι αποτελεσματικά. Ήταν η μόνη της ελπίδα. Θα έκανε τη Φάλιον και την Ίσπαν να σέρνονται.