«Καλύτερα να του δίνουμε όσο γρηγορότερα γίνεται», ξανάπε ο Ματ αργότερα, αλλά αυτή τη φορά, όπως και κατά τη διάρκεια της τελευταίας μισής ώρας, υπήρξαν διαφωνίες. Έξω, ο ήλιος είχε περάσει το ζενίθ. Οι αληγείς άνεμοι έκοβαν κάπως τη ζέστη, ενώ οι άκαμπτες κίτρινες κουρτίνες, που ήταν δεμένες στα ψηλά παράθυρα, ανακινούνταν με τις ριπές του ανέμου. Τρεις ολόκληρες ώρες μέχρι το Παλάτι Τάρασιν, τα ζάρια δεν έπαψαν στιγμή να κυλούν μέσα στο κεφάλι του, κι ήθελε απεγνωσμένα να κλωτσήσει κάτι ή κάποιον. Τράβηξε το μαντίλι που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του και του φάνηκε πως ένιωσε και πάλι να τον σφίγγει εκείνο το σχοινί που του είχε προκαλέσει το σημάδι, κάτω από το μαντίλι. «Για την Αγάπη του Φωτός, είστε όλοι τυφλοί; Ή απλά κουφοί;»
Το δωμάτιο που τους είχε προσφέρει η Τάυλιν ήταν τεράστιο, με πράσινους τοίχους και ψηλή γαλάζια οροφή, ενώ την επίπλωση απάρτιζαν μερικά επιχρυσωμένα καθίσματα και μικρά τραπεζάκια, διακοσμημένα με μαργαριτοφόρα όστρακα. Ακόμα κι έτσι, ήταν υπερπλήρες. Ή έμοιαζε, τουλάχιστον. Η Τάυλιν καθόταν ανακούρκουδα μπροστά σε ένα από τα τρία μαρμάρινα τζάκια, παρακολουθώντας τον με εκείνα τα σκοτεινά αετίσια μάτια, ενώ ένα αμυδρό χαμόγελο είχε χαραχτεί στα χείλη της. Κουνούσε νωχελικά το μισοφόρι με τις μπλε και κίτρινες ραβδώσεις κι έπαιζε, εξίσου νωχελικά, με τη διακοσμημένη λαβή του κυρτού μαχαιριού της. Ο Ματ υποπτευόταν πως της είχαν μιλήσει η Ηλαίην κι η Νυνάβε. Βρίσκονταν κι αυτές εκεί, καθισμένες παράπλευρα της Βασίλισσας. Φορούσαν καθαρά ρούχα και προφανώς είχαν κάνει μπάνιο, αν και τις είχε χάσει από τα μάτια του μόνο για λίγα λεπτά από τη στιγμή που επέστρεψαν στο παλάτι. Ως προς τη βασιλική μεγαλοπρέπεια, σχεδόν συναγωνίζονταν την Τάυλιν, φορώντας αυτά τα λαμπερά μεταξωτά. Δεν ήταν σίγουρος ποιον ήθελαν να εντυπωσιάσουν με όλες εκείνες τις δαντέλες και τα περίτεχνα κεντήματα. Το ντύσιμό τους ήταν καταλληλότερο για βασιλικό χορό παρά για ταξίδι. Ο ίδιος ήταν ακόμα γεμάτος βρωμιά, με το σκονισμένο πράσινο πανωφόρι του να κρέμεται ανοιχτό και την ασημένια αλεπουδοκεφαλή πιασμένη στον γιακά της λασκαρισμένης του πουκαμίσας. Είχε φτιάξει κόμπους στο δερμάτινο λουρί, κονταίνοντάς το, για να ακουμπάει το μενταγιόν πάνω στην επιδερμίδα του. Δεν έπρεπε να ξεχνάει πως, σε τελική ανάλυση, τον περιτριγύριζαν γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης.
Η αλήθεια ήταν πως αυτές οι τρεις γυναίκες μπορούσαν να γεμίσουν από μόνες τους το δωμάτιο, κάτι που, απ' όσο έκρινε κι ο ίδιος, ήταν ικανή να το κάνει κι η Τάυλιν μοναχή της. Αν όντως της είχαν μιλήσει η Νυνάβε με την Ηλαίην, τότε έκανε καλά που έφευγε. Οι τρεις τους μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους, αλλά...
«Είναι παράλογο», φώναξε η Μέριλιλ. «Ποτέ μου δεν άκουσα έναν Σκιογέννητο να αποκαλείται γκόλαμ. Εσείς το έχετε ακούσει ποτέ;» Η ερώτηση απευθυνόταν στην Αντελέας, στη Βαντέν, στη Σάριθα και στην Κάρεαν. Κοιτώντας την Τάυλιν, διαπίστωνες πως η γαλήνια και ψυχρή ματιά των πέντε Άες Σεντάι ήταν ικανή να μετατρέψει τις πολυθρόνες με τις ψηλές ράχες σε θρόνους. Δεν καταλάβαινε γιατί η Νυνάβε με την Ηλαίην στέκονταν σαν ξόανα, επίσης ψυχρές και γαλήνιες αλλά απολύτως σιωπηλές. Γνώριζαν, καταλάβαιναν και, για κάποιον λόγο, η Μέριλιλ κι οι υπόλοιπες ξεχείλιζαν από πραότητα απέναντί τους. Από την άλλη, ο Ματ Κώθον δεν ήταν παρά ένας μαλλιαρός άξεστος για κλωτσιές· κι όλες, από τη Μέριλιλ και κάτω, ήταν έτοιμες να του τις ρίξουν.
«Το είδα αυτό το πράγμα», είπε κοφτά. «Κι η Ηλαίην το είδε, όπως κι η Ρεάνε με τις Σοφές. Ρωτήστε τες!»
Μαζεμένες σε μια γωνιά του δωματίου, η Ρεάνε κι οι πέντε επιζήσασες Σοφές ζάρωσαν σαν τρομαγμένες χήνες, φοβούμενες τις πραγματικές ερωτήσεις. Για την ακρίβεια, όλες εκτός από τη Σουμέκο. Με τους αντίχειρες χωμένους μέσα από τη μακρόστενη πορφυρή ζώνη, η στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα κοιτούσε συνοφρυωμένη τις Άες Σεντάι κουνώντας διαρκώς το κεφάλι της. Η Νυνάβε είχε συζητήσει εκτενώς μαζί της στην απομόνωση της καμπίνας, στη βάρκα του γυρισμού, κι ο Ματ πίστευε πως απόρροια αυτής της συζήτησης ήταν η διαφορετική συμπεριφορά που έδειχνε. Παρ' όλο που δεν είχε την πρόθεση να κρυφακούσει, το αυτί του έπιασε περισσότερες από μία φορές να γίνεται λόγος για τις Άες Σεντάι. Οι υπόλοιπες έμοιαζαν να αναρωτιούνται μήπως έπρεπε να προθυμοποιηθούν να φέρουν τσάι. Μόνο η Σουμέκο φαίνεται πως θα καλοδεχόταν την προσφορά ενός καθίσματος. Η Σιμπέλα, κουνώντας ξέπνοα τα κοκαλιάρικα χέρια της, σοκαρισμένη, κόντευε να λιποθυμήσει.
«Κανείς δεν αμφισβητεί τα λόγια της Ηλαίην Άες Σεντάι, Αφέντη Κώθον», είπε η Ρενάιλ ντιν Κάλον Μπλε Άστρο με μια ψυχρή και βαθιά φωνή. Ακόμα κι αν η αξιότιμη γυναίκα με τα μεταξωτά -που ταίριαζαν χρωματικά με τις κιτρινοκόκκινες πλάκες του δαπέδου- δεν του είχε συστηθεί, οι αρχαίες μνήμες που πλέκονταν με τις δικές του θα τον έκαναν να την αναγνωρίσει ως την Ανεμοσκόπο της Κυράς των Πλοίων, λόγω των δέκα χοντρών χρυσών σκουλαρικιών που συνδέονταν μεταξύ τους με μια χρυσή αλυσίδα, η οποία ήταν μισοκρυμμένη από τα λεπτά άσπρα φτερά πάνω στα ίσια μαύρα της μαλλιά. Τα διάφορα μενταγιόν που συνωστίζονταν στο μήκος της ακόμα πιο περίτεχνης αλυσίδας η οποία έφτανε μέχρι τον κρίκο της μύτης της, αποκάλυπταν ανάμεσα στ' άλλα και τη φατρία καταγωγής της. Το ίδιο ίσχυε και για τα τατουάζ πάνω στα λεπτά σκούρα χέρια της. «Αυτό για το οποίο αναρωτιόμαστε είναι το μέγεθος του κινδύνου», συνέχισε. «Δεν μας αρέσει να εγκαταλείπουμε το νερό δίχως σοβαρό λόγο».
Είκοσι σχεδόν Θαλασσινές στέκονταν συγκεντρωμένες πίσω από το κάθισμά της, ένα παραλήρημα από χρωματιστά μεταξωτά, σκουλαρίκια και μενταγιόν πάνω σε αλυσίδες. Το πρώτο περίεργο στοιχείο που παρατήρησε ο Ματ επάνω τους ήταν η στάση τους απέναντι στις Άες Σεντάι. Επιφανειακά τουλάχιστον, έδειχναν απόλυτο σεβασμό, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν είχε δει κάποιον να κοιτάζει μια Άες Σεντάι αυτάρεσκα. Το δεύτερο περίεργο στοιχείο προερχόταν από τις αναμνήσεις εκείνων των άλλων αντρών. Δεν ήξερε πολλά πράγματα για τους Θαλασσινούς, αλλά όσα γνώριζε ήταν αρκετά. Κάθε Άθα’αν Μιέρε, άντρας ή γυναίκα, ξεκινούσε ως απλός μούτσος, ακόμη κι αν μια μέρα προοριζόταν να γίνει Άρχοντας των Λεπίδων ή Κυρά των Πλοίων αντίστοιχα· οι Θαλασσινοί ήταν τόσο σχολαστικοί σε ζητήματα ιεραρχίας, ώστε συγκριτικά ένας βασιλιάς ή μια Άες Σεντάι φάνταζαν τεμπελόσκυλα. Οι γυναίκες που στέκονταν πίσω από τη Ρενάιλ αποτελούσαν ένα περίεργο μείγμα· οι Ανεμοσκόποι των Κυρών των Κυμάτων στέκονταν πλάι-πλάι με τις Ανεμοσκόπους απλών πλοιαρίων, κρίνοντας από τα μενταγιόν τους. Δύο όμως από αυτές ξεχώριζαν, γιατί ήταν ντυμένες με λαμπερές μάλλινες μπλούζες πάνω από τα σκούρα, ελαιώδη παντελόνια του απλού μούτσου, ενώ η κάθε μία είχε έναν λεπτό κρίκο στο αριστερό αυτί. Ένας δεύτερος και τρίτος κρίκος στο δεξί αυτί υπεδείκνυαν πως ήταν εκπαιδευμένες ως Ανεμοσκόποι, αλλά, αν κέρδιζαν ακόμα δύο, για να μην αναφέρουμε τον κρίκο της μύτης, δεν θα απείχαν και πολύ από το να τραβούν τα ξάρτια του καραβιού όποτε ο αρχιμούτσος χρειαζόταν τη βοήθειά τους και να νιώθουν στους γλουτούς τους το άγγιγμα του καμτσικιού του. Σύμφωνα με τις μνήμες του, τούτες οι δύο δεν ανήκαν σε αυτήν τη συγκέντρωση. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η Ανεμοσκόπος της Κυράς των Πλοίων ούτε καν θα μιλούσε σε κάποια από δαύτες.
«Όπως ακριβώς είπα, Ρενάιλ», είπε η Μέριλιλ, κι η ψυχράδα ήταν έκδηλη στη φωνή της. Σίγουρα είχε προσέξει αυτά τα αυτάρεσκα βλέμματα. Ο τόνος της δεν άλλαξε καθώς έστρεψε την προσοχή της προς το μέρος του Ματ. «Μη νευριάζεις, Αφέντη Κώθον. Θα ακούσουμε με μεγάλη προθυμία τη φωνή της λογικής. Αν διαθέτεις καθόλου, δηλαδή».
Ο Ματ έκανε υπομονή, ελπίζοντας ότι διέθετε αρκετή, πράγμα που μπορεί να συνέβαινε, αν χρησιμοποιούσε τα δύο χέρια και τα δύο πόδια του. «Τα γκόλαμ δημιουργήθηκαν καταμεσής του Πολέμου της Δύναμης, κατά τη διάρκεια της Εποχής των Θρύλων», άρχισε να λέει, εξιστορώντας την ιστορία από την αρχή ή σχεδόν από την αρχή, σύμφωνα με όσα τού είχε πει η Μπιργκίτε. Γύρισε να κοιτάξει την κάθε ομάδα των γυναικών καθώς μιλούσε. Σε καμία περίπτωση δεν θα άφηνε να φανεί ότι θεωρούσε κάποια ομάδα σημαντικότερη από κάποια άλλη ή ότι τις ικέτευε, ειδικά επειδή αυτό ακριβώς έκανε. «Ο μόνος λόγος που δημιουργήθηκαν ήταν για να σκοτώνουν Άες Σεντάι και, γενικά, ανθρώπους με την ικανότητα της διαβίβασης. Η Μία Δύναμη δεν πρόκειται να σας βοηθήσει. Η Δύναμη δεν μπορεί να αγγίξει ένα γκόλαμ. Στην πραγματικότητα, μπορούν να διαισθανθούν αν κάποιος είναι ικανός να διαβιβάσει από μια απόσταση πενήντα βημάτων κατά προσέγγιση. Μπορούν, επίσης, να διαισθανθούν τη δύναμη που κρύβετε μέσα σας. Δεν παίρνεις είδηση ένα γκόλαμ, παρά μόνο όταν είναι πια πολύ αργά. Έχουν την εμφάνιση οποιουδήποτε κοινού ατόμου, εξωτερικά τουλάχιστον, γιατί εσωτερικά... τα γκόλαμ δεν έχουν κόκαλα. Μπορούν να περάσουν μέσα από τη χαραμάδα μιας πόρτας κι είναι αρκετά δυνατά, ώστε να την ξεκολλήσουν με το ένα χέρι από τους ατσαλένιους μεντεσέδες της». Ή να ξεσκίσουν έναν λαιμό. Μα το Φως, έπρεπε να είχε αφήσει τον Ναλέσεν να κοιμάται.
Κατέπνιξε ένα ρίγος και συνέχισε. Όλες οι γυναίκες τον παρακολουθούσαν δίχως καν να ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρά τους. Δεν ήθελε να καταλάβουν πως είχε ανατριχιάσει. «Μονάχα έξι γκόλαμ δημιουργήθηκαν - τρία αρσενικά και τρία θηλυκά. Έτσι μοιάζουν εξωτερικά, τουλάχιστον. Προφανώς, ακόμα κι οι Αποδιωγμένοι ανησύχησαν με τη δημιουργία τους. Ίσως πάλι να αποφάσισαν πως έξι ήταν αρκετά. Όπως και να έχει, γνωρίζουμε πως ένα από αυτά βρίσκεται στο Έμπου Νταρ, πιθανώς διατηρούμενο ζωντανό σε ένα κουτί στασιμότητας από την εποχή του Τσακίσματος. Δεν γνωρίζουμε αν μπήκαν κι άλλα στο ίδιο κουτί, αλλά ένα είναι υπεραρκετό. Όποιος κι αν τον έστειλε -και μάλλον ήταν κάποιος από τους Αποδιωγμένους- μας είχε ακολουθήσει από το ποτάμι. Στάλθηκε για να βρει το Κύπελλο των Ανέμων κι, απ' όσο μου είπε, για να σκοτώσει τη Νυνάβε ή την Ηλαίην ή ίσως και τις δύο». Έριξε προς τη μεριά τους ένα γρήγορο βλέμμα, γεμάτο κατανόηση και παρηγοριά· ο οποιοσδήποτε θα ένιωθε ανήσυχος, αν γνώριζε πως ένα τέτοιο πλάσμα τον είχε πάρει στο κατόπι. Σε ανταπόδοση, η Ηλαίην τον κοίταξε με μάτια αινιγματικά και βλοσυρά, ενώ στο μέτωπό της σχηματίστηκε μια αμυδρή ραγάδα. Η Νυνάβε κούνησε ελαφρά το χέρι της, σε μια ανυπόμονη χειρονομία να συνεχίσει την αφήγησή του.
«Συνεχίζω», είπε ο Ματ, καρφώνοντάς τες με ένα αγριοκοίταγμα. Του ήταν πολύ δύσκολο να μην αναστενάξει όταν είχε να κάνει με γυναίκες. «Όποιος έστειλε εναντίον μας το γκόλαμ, ξέρει πως το Κύπελλο των Ανέμων βρίσκεται εδώ, στο Παλάτι Τάρασιν. Αν αυτός ή αυτή στείλει το γκόλαμ εδώ, είναι σίγουρο πως κάποιες από εσάς θα πεθάνουν. Αρκετές, ίσως. Αδυνατώ να σας προστατέψω όλες μαζί. Μπορεί, τελικά, να κατορθώσει να πάρει το Κύπελλο, κι η Φάλιον Μπόντα να αποκτήσει τον έλεγχο. Το πιθανότερο είναι πως δεν ενεργεί μόνη της, άσχετα αν η Ισπάν είναι αιχμάλωτη, πράγμα που σημαίνει πως έχουμε να ανησυχούμε και για το Μαύρο Άτζα, λες κι οι Αποδιωγμένοι με το γκόλαμ δεν ήταν αρκετά από μόνα τους». Η Ρεάνε με τις Σοφές μαζεύτηκαν κι άλλο, ακόμα πιο αγανακτισμένες από τη Μέριλιλ και τις φίλες της στο άκουσμα του Μαύρου Άτζα, ενώ οι Άες Σεντάι, άκαμπτες κι ισιώνοντας τις φούστες τους, έμοιαζαν οργισμένες κι έτοιμες να αρχίσουν την καταδίωξη. Ο Ματ συνέχισε, μια κι αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. «Λοιπόν, καταλαβαίνετε τώρα γιατί πρέπει να φύγετε από το παλάτι και να κρύψετε το Κύπελλο σε μέρος που το γκόλαμ ή το Μαύρο Άτζα να μην μπορούν να το μάθουν; Καταλαβαίνετε για ποιον λόγο αυτό πρέπει να γίνει το συντομότερο;»
Η Ρενάιλ ρούφηξε τόσο δυνατά τη μύτη της, που θα ξάφνιαζε και μια χήνα στο διπλανό δωμάτιο. «Απλώς επαναλαμβάνεσαι, Αφέντη Κώθον. Η Μέριλιλ Σεντάι λέει πως δεν άκουσε ποτέ να μιλούν γι' αυτό το γκόλαμ. Η Ηλαίην Σεντάι ανέφερε κάποιον παράξενο άνθρωπο, ένα πλάσμα ίσως, αλλά τίποτε περισσότερο. Τι είναι αυτό το... κουτί στασιμότητας; Δεν το εξήγησες. Πώς γνωρίζεις όσα ισχυρίζεσαι ότι γνωρίζεις; Για ποιον λόγο να απομακρυνθούμε από το νερό βάσει των λεγομένων ενός μυθοπλάστη;»
Ο Ματ έριξε μια ματιά προς το μέρος της Νυνάβε και της Ηλαίην, αλλά χωρίς να έχει πολλές ελπίδες. Αν άνοιγαν το στόμα τους για να μιλήσουν, δεν θα γινόταν τώρα αυτή η κουβέντα. Ωστόσο, το μόνο που έκαναν εκείνες ήταν να του ανταποδίδουν το βλέμμα με τις ανέκφραστες κι άκαμπτες μάσκες των Άες Σεντάι χαραγμένες στα πρόσωπά τους. Δεν καταλάβαινε την αιτία της σιωπής τους. Το μόνο που ανέφεραν ήταν μια χοντρική περιγραφή των γεγονότων στο Ράχαντ, κι ο Ματ θα στοιχημάτιζε πως δεν είχαν καμιά όρεξη να μιλήσουν για την ύπαρξη του Μαύρου Άτζα, αν υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος να εξηγήσουν την παρουσία στο παλάτι μίας Άες Σεντάι δεσμευμένης και θωρακισμένης. Η Ισπάν ήταν αιχμάλωτη σε κάποιο άλλο σημείο του παλατιού κι η παρουσία της ήταν γνωστή μόνο σε λίγους. Η Νυνάβε την είχε υποχρεώσει να καταπιεί ένα σκεύασμα, ένα βρωμερό μείγμα από βότανα, που έκανε τα μάτια της γυναίκας να ανοίξουν διάπλατα και την είχε αναγκάσει να γελά υστερικά και να τρικλίζει. Οι υπόλοιπες του Πλεχτού Κύκλου βρίσκονταν μαζί με την κρατούμενη μέσα στο δωμάτιο, εκτελώντας χρέη φρουρών. Απρόθυμες φρουροί αλλά εξαιρετικά επιμελείς. Η Νυνάβε τούς είχε ξεκαθαρίσει πως, αν άφηναν την Ισπάν να φύγει, θα ήταν καλύτερο να το έβαζαν στα πόδια προτού τις έπιανε η ίδια στα χέρια της.
Ο Ματ απέφυγε να κοιτάξει προς τη μεριά της Μπιργκίτε, η οποία στεκόταν δίπλα στην πόρτα μαζί με την Αβιέντα. Η Αελίτισσα φορούσε ένα φόρεμα Εμπουνταρινού στυλ. Όχι το απέριττο μάλλινο με το οποίο είχε επιστρέψει, αλλά μια ασημόγκριζη μεταξένια στολή ιππασίας, εντελώς παράταιρη με το θηκαρωμένο μαχαίρι της ζώνης της που είχε λαβή όμοια με βούκινο. Η Μπιργκίτε στάθηκε πιο γρήγορη στο να βγάλει το φόρεμά της και να φορέσει το συνηθισμένο κοντό πανωφόρι της με τα φαρδιά παντελόνια σε σκούρο μπλε και σκούρο πράσινο χρώμα. Μια φαρέτρα ήταν ήδη κρεμασμένη στον γοφό της. Η γυναίκα αυτή ήταν η κύρια πηγή για οτιδήποτε γνώριζε ο Ματ σχετικά με το γκόλαμ και με τα κουτιά στασιμότητας, εκτός βέβαια όσων είχαν δει τα μάτια του στο Ράχαντ, τα οποία δεν θα ανέφερε ποτέ εν θερμώ.
«Διάβασα κάποτε ένα βιβλίο που έλεγε για...» ξεκίνησε να λέει, αλλά η Ρενάιλ τον έκοψε απότομα.
«Ένα βιβλίο», είπε σαρκαστικά. «Δεν πρόκειται να εγκαταλείψω το αλμυρό νερό εξαιτίας ενός βιβλίου που οι Άες Σεντάι δεν γνωρίζουν».
Ξαφνικά, ο Ματ συνειδητοποίησε πως ήταν ο μοναδικός παρευρισκόμενος άντρας. Ο Λαν είχε φύγει ύστερα από διαταγή της Νυνάβε, εξίσου πειθήνια όπως ο Μπέσλαν έπειτα από διαταγή της μάνας του, ενώ ο Θομ κι ο Τζούιλιν ετοίμαζαν τα πράγματά τους και μάλλον θα είχαν τελειώσει πια. Ίσως να μην είχε κανένα νόημα, επειδή μπορεί να μην έφευγαν ποτέ. Ήταν ο μοναδικός άντρας, κυκλωμένος από έναν κλοιό γυναικών που σκόπευαν να τον κάνουν να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο μέχρις ότου θα πετάγονταν τα μυαλά του έξω. Δεν έβγαζε απολύτως κανένα νόημα. Όλες τον κοιτούσαν με προσμονή.
Η Νυνάβε, στο μπλε δαντελωτό φόρεμα με τα κρόσσια και τις κίτρινες ραβδώσεις, είχε πετάξει την πλεξούδα της πάνω από τον ώμο της, έτσι που να κρέμεται ανάμεσα στα στήθη της, αλλά αυτό το βαρύ χρυσό δαχτυλίδι -το δαχτυλίδι του Λαν, όπως είχε πληροφορηθεί- βρισκόταν τοποθετημένο σε διακριτή θέση. Το πρόσωπό της ήταν λείο και τα χέρια της ακουμπισμένα στα γόνατά της, αν και τα δάχτυλά της ενίοτε συσπώνταν. Η Ηλαίην, φορώντας το πράσινο μετάξι των Εμπουνταρινών, που συγκριτικά έκανε τη Νυνάβε να μοιάζει καλυμμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια, παρά το μαυρισμένο περιλαίμιο με τις γιρλάντες κάτω από το σαγόνι της, κοίταξε τον Ματ με μάτια που φάνταζαν σαν παγωμένα νερά βαθυγάλαζων λιμνών. Και τα δικά της χέρια ήταν ακουμπισμένα στα γόνατά της, αλλά πού και πού ψαχούλευαν τα χρυσαφένια κεντίδια που κάλυπταν τη φούστα της. Γιατί δεν έλεγαν τίποτα; Μήπως προσπαθούσαν να τον εκδικηθούν; Μήπως απλά σκέφτονταν πως «αφού ο Ματ θέλει να έχει το πάνω χέρι, ας δούμε πως θα τα βγάλει πέρα χωρίς εμάς»; Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα δυσκολευόταν να το πιστέψει για τη Νυνάβε, αλλά όχι για την Ηλαίην. Γιατί, λοιπόν;
Η Ρεάνε κι οι Σοφές δεν τον απέφευγαν με τον ίδιο τρόπο που απέφευγαν τις Άες Σεντάι, αλλά ο τρόπος τους απέναντί του είχε αλλάξει. Η Ταμάρλα τού ένευσε ευχάριστα και με σεβασμό, ενώ η ξανθομαλλούσα Φαμέλ απλώς του χάρισε ένα φιλικό χαμόγελο. Παραδόξως, η Ρεάνε κοκκίνισε, και στο πρόσωπό της φάνηκε μια ωχρή κηλίδα, μολονότι η αντίθεση δεν ήταν τόσο έντονη. Οι έξι γυναίκες δεν είχαν ανταλλάξει ούτε δέκα λέξεις από τότε που μπήκαν στο δωμάτιο κι απέφευγαν να παροτρύνουν η μία την άλλη. Καθεμία εξ αυτών ήταν σίγουρο πως θα αναπηδούσε ξαφνιασμένη στην παραμικρή κίνηση της Νυνάβε ή της Ηλαίην και δεν θα σταματούσε μέχρις ότου θα λάμβανε την αντίστοιχη εντολή.
Ο Ματ στράφηκε να κοιτάξει τις υπόλοιπες Άες Σεντάι. Πρόσωπα απείρως ήρεμα, απείρως υπομονετικά. Εκτός... Το φευγαλέο βλέμμα της Μέριλιλ τον προσπέρασε κι έπεσε για μια στιγμή πάνω στη Νυνάβε και στην Ηλαίην. Η Σάριθα άρχισε να στρώνει απαλά τη φούστα της κάτω από την έντονη ματιά του, φαινομενικά δίχως να δίνει την παραμικρή σημασία. Μια σκοτεινή υποψία γεννήθηκε στο μυαλό του. Χέρια πάνω στη φούστα. Το αναψοκοκκίνισμα της Ρεάνε. Η πανέτοιμη φαρέτρα της Μπιργκίτε. Μια ζοφερή υποψία, αν και δεν ήξερε σε τι πραγματικά αφορούσε. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι είχε χειριστεί εσφαλμένα το ζήτημα. Έριξε ένα αγριωπό βλέμμα στη Νυνάβε κι ένα άλλο, ακόμα πιο αγριωπό, στην Ηλαίην. Ούτε το βούτυρο δεν θα έλιωνε πάνω σε αυτές τις καταραμένες γλώσσες τους.
Βημάτισε αργά προς το μέρος των Θαλασσινών. Άκουσε ένα ρουθούνισμα από τη μεριά της Μέριλιλ και τη Σάριθα που μουρμούριζε: «Τι αυθάδεια!» Τώρα θα μάθαιναν τι σήμαινε αυθάδεια, κι αν δεν άρεσε στη Νυνάβε και στην Ηλαίην, ας του είχαν δείξει περισσότερη εμπιστοσύνη. Μα το Φως, πόσο μισούσε να τον εκμεταλλεύονται, κι ειδικά όταν δεν ήξερε τον λόγο.
Σταμάτησε μπροστά στο κάθισμα της Ρενάιλ και κοίταξε εξεταστικά τα σκοτεινά πρόσωπα των γυναικών Άθα'αν Μιέρε, από πίσω, προτού στρέψει το βλέμμα του πάνω της. Εκείνη συνοφρυώθηκε κι άρχισε να ψηλαφίζει ένα μαχαίρι με φεγγαρόπετρες που ήταν περασμένο μέσα από τη φαρδιά λωρίδα της ζώνης της. Ήταν μια μεσήλικη γυναίκα, ευπαρουσίαστη πιότερο παρά χαριτωμένη. Υπό άλλες συνθήκες, ο Ματ θα απολάμβανε να την κοιτάζει μες στα μάτια. Έμοιαζαν με μεγάλες μαύρες λίμνες, μέσα στις οποίες κάλλιστα θα βυθιζόταν το βλέμμα ενός άντρα. Όλα αυτά υπό άλλες συνθήκες. Οι Θαλασσινές, κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν παρά η μύγα μέσα στην κανάτα με την κρέμα, κι ο Ματ δεν είχε ιδέα πώς θα την έβγαζε από εκεί. Κατάφερε κάπως να συγκρατήσει τον θυμό του. Τι άλλο να έκανε, δηλαδή;
«Κατανοώ πως όλες σας μπορείτε να διαβιβάσετε», είπε ήρεμα, «αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά για μένα». Καλύτερα να το ξεκαθάριζε από την αρχή. «Ρωτήστε την Αντελέας ή τη Βαντέν κατά πόσον ενδιαφέρομαι για το αν μια γυναίκα μπορεί να διαβιβάσει».
Το βλέμμα της Ρενάιλ έπεσε στην Τάυλιν, αλλά όταν μίλησε δεν απευθυνόταν στη Βασίλισσα. «Νυνάβε Σεντάι», είπε ξερά, «έχω την εντύπωση πως δεν συμπεριλαμβανόταν στη συμφωνία μας καμιά υποχρέωση εκ μέρους μου να κάθομαι να ακούω αυτόν τον νεαρό μεθύστακα. Θα...»
«Σκασίλα μου μεγάλη για τις συμφωνίες που έχεις κάνει με τον έναν και με τον άλλον, κόρη της άμμου», τη διέκοψε απότομα ο Ματ. Τελικά, δεν ήλεγχε αρκετά τον θυμό του. Μέχρι εκεί μπορούσε ένας άντρας.
Ένα αγκομαχητό τρόμου ακούστηκε από τις γυναίκες πίσω της. Κάπου χίλια χρόνια πριν, μια γυναίκα των Θαλασσινών είχε αποκαλέσει έναν Εσσένιο στρατιώτη γιο της άμμου λίγο πριν προσπαθήσει να του καρφώσει μια λεπίδα στα πλευρά. Η μνήμη αυτού του γεγονότος βρισκόταν βαθιά χωμένη στο κεφάλι του Ματ Κώθον. Δεν ήταν η χειρότερη προσβολή που μπορούσες να απευθύνεις σε έναν Άθα'αν Μιέρε, πάντως ήταν αρκετά άσχημη. Το πρόσωπο της Ρενάιλ αναψοκοκκίνισε τόσο, που ήταν έτοιμο να εκραγεί. Συρίζοντας σχεδόν και με τα μάτια πεταμένα έξω από την οργή, σηκώθηκε όρθια, ενώ το στιλέτο με τη φεγγαρόπετρα άστραψε στην παλάμη της.
Ο Ματ της το άρπαξε από το χέρι, πριν προλάβει η λάμα να τον βρει στο στήθος, και πέταξε τη γυναίκα στο κάθισμά της. Ήταν αρκετά γρήγορος, και σ' αυτό τον βοηθούσε η οξυθυμία του. Άσχετα από το πόσες γυναίκες πίστευαν πως μπορούσαν να τον κάνουν ό,τι ήθελαν, αυτός δεν έχανε ποτέ την αυτοκυριαρχία του. «Άκουσέ με, ξεροκέφαλη γυναίκα». Εντάξει, ίσως τελικά να μην μπορούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Η Νυνάβε με την Ηλαίην σάς έχουν ανάγκη, αλλιώς θα αφήσω το γκόλαμ να τσακίσει τα κόκαλά σας και το Μαύρο Άτζα να μαζέψει τα απομεινάρια σας. Όσον αφορά εσένα δε, εγώ είμαι ο Κύριος των Λεπίδων κι οι λεπίδες μου είναι γυμνές πλέον». Δεν ήξερε ακριβώς τι σήμαινε αυτό, αλλά μια φορά είχε πάρει το αυτί του το εξής γνωμικό: "Όταν οι λεπίδες είναι γυμνές, ακόμα κι η Κυρά των Πλοίων υποκλίνεται στον Κύριο των Λεπίδων". «Ιδού η συμφωνία μας: Θα πας όπου σε διατάξουν η Ηλαίην κι η Νυνάβε, κι εγώ, σε αντάλλαγμα, δεν θα σας δέσω σαν σαμάρια πάνω στα άλογα!»
Δεν ήταν ο καταλληλότερος τρόπος για να συνεχίσει να μιλάει στην Ανεμοσκόπο της Κυράς των Πλοίων. Η Ρενάιλ τρεμούλιασε από την προσπάθεια να συγκρατηθεί για να μην τον αρπάξει με γυμνά χέρια, παραβλέποντας εντελώς το στιλέτο της που κρατούσε εκείνος στα δικά του. «Συμφωνούμε, κάτω από το Φως!» γρύλισε. Τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους ενώ ανοιγόκλεινε το στόμα της, με τη σύγχυση και τη δυσπιστία να εναλλάσσονται στα χαρακτηριστικά της. Αυτή τη φορά, το αγκομαχητό έμοιαζε με άνεμο που παρασέρνει τις κουρτίνες.
«Σύμφωνοι», είπε γρήγορα ο Ματ κι, αγγίζοντας τα χείλη του με τα δάχτυλά του, τα πίεσε μετά στα δικά της.
Ένα λεπτό αργότερα η γυναίκα έκανε το ίδιο, ενώ τα δάχτυλά της έτρεμαν πάνω στα χείλη του. Ο Ματ κράτησε μπροστά της το στιλέτο κι αυτή το κοίταξε με απάθεια πριν του το πάρει από τα χέρια. Η λάμα γλίστρησε μέσα στο διακοσμημένο θηκάρι της. Δεν ήταν ευγενικό να σκοτώσεις κάποιον με τον οποίο μόλις είχες συνάψει μια συμφωνία. Αν μη τι άλλο, όχι πριν εκπληρωθούν οι όροι. Μουρμουρητά ακούστηκαν μεταξύ των γυναικών που κάθονταν πίσω από το κάθισμά της, όλο και πιο έντονα, κι η Ρενάιλ αναδεύτηκε και χτύπησε τις παλάμες της μεταξύ τους, με αποτέλεσμα, τόσο οι Ανεμοσκόποι, όσο κι οι Κυματοκυρές, να σιωπήσουν το ίδιο γρήγορα με τους εκπαιδευόμενους μούτσους.
«Νομίζω πως μόλις συνήψα μια συμφωνία με έναν τα'βίρεν», είπε η γυναίκα με εκείνη την ψυχρή βαθιά φωνή. Ήταν ικανή να διδάξει στις Άες Σεντάι μαθήματα άμεσης αυτοκυριαρχίας. «Κάποια μέρα όμως, Αφέντη Κώθον, και με την ευλογία του Φωτός, νομίζω πως θα περπατήσεις πάνω σε σχοινί για μένα».
Ο Ματ δεν είχε ιδέα τι μπορεί να σήμαινε αυτό, αλλά από τον τόνο της φωνής της θα ήταν κάτι μάλλον δυσάρεστο. Έβαλε τα δυνατά του. «Φωτός θέλοντος, όλα είναι πιθανά», μουρμούρισε, επιστρέφοντας την αβροφροσύνη. Το χαμόγελο της γυναίκας, ωστόσο, ήταν επικίνδυνα ελπιδοφόρο.
Όταν στράφηκε να κοιτάξει την ομήγυρη, στο υπόλοιπο δωμάτιο, ανακάλυψε πως όλες τον κοιτούσαν σαν να είχαν ξεφυτρώσει κέρατα στο κεφάλι του. «Καμιά άλλη διαφωνία;» ρώτησε πικρόχολα, δίχως να περιμένει απάντηση. «Δεν νομίζω, ε; Σε αυτήν την περίπτωση, προτείνω να βρείτε ένα μέρος σε μεγάλη απόσταση και να φύγουμε το συντομότερο, μόλις πακετάρετε τα πράγματά σας».
Και τότε, άρχισε ένας καταιγισμός προτάσεων. Η Ηλαίην, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ανέφερε το Κάεμλυν, ενώ η Κάρεαν πρότεινε μερικά απομονωμένα χωριά στους Μαύρους Λόφους, αρκετά προσβάσιμα μέσω της πύλης. Μα το Φως, οποιοδήποτε μέρος ήταν προσβάσιμο μέσω μιας πύλης. Η Βαντέν ανέφερε το Άραφελ, κι η Αβιέντα το Ρουίντιαν, στην Ερημιά του Άελ. Οι Θαλασσινές άρχισαν να πέφτουν σε μελαγχολία, καθώς τα ονόματα που ακούγονταν ξεμάκραιναν όλο και πιο πολύ από τη θάλασσα. Όλα ήταν μια επίδειξη. Για τον Ματ, τουλάχιστον, αυτό ήταν ξεκάθαρο, παρακολουθώντας τη Νυνάβε να ψηλαφίζει αφηρημένα κι ανυπόμονα την πλεξούδα της, παρά τις καταιγιστικές προτάσεις.
«Μπορώ να μιλήσω, Άες Σεντάι;» είπε κάπως άτολμα η Ρεάνε, σηκώνοντας ακόμα και το χέρι της. «Το Σόι έχει στην κατοχή του μια φάρμα στην απέναντι όχθη του ποταμού, λίγα μίλια προς τον Βορρά. Όλοι ξέρουν πως αποτελεί άσυλο για γυναίκες που επιθυμούν διαλογισμό κι ησυχία, αλλά κανείς δεν το έχει συνδέσει με μας. Τα οικήματα είναι τεράστια κι άνετα, αν χρειαστεί να παραμείνουμε για αρκετό καιρό, και...»
«Σωστά», τη διέκοψε η Νυνάβε. «Νομίζω πως είναι το κατάλληλο μέρος. Εσύ τι λες, Ηλαίην;»
«Φαντάζει θαυμάσιο, Νυνάβε. Ξέρω πως η Ρενάιλ θα το εκτιμήσει πολύ, από τη στιγμή που βρίσκεται κοντά σε θάλασσα». Οι υπόλοιπες πέντε αδελφές συμφώνησαν πως ήταν ένα σημείο πολύ ευνοϊκό και πως αυτή η πρόταση ήταν η καλύτερη μέχρι στιγμής.
Ο Ματ έριξε μια απεγνωσμένη ματιά ψηλά. Ήταν άξιον απορίας γιατί η Τάυλιν δεν μπορούσε να δει τι βρισκόταν κάτω από τη μύτη της. Η Ρενάιλ, ωστόσο, αρπάχτηκε από αυτό σαν πέστροφα που τσιμπάει το δόλωμα. Αυτό ήταν και το ζητούμενο, άλλωστε. Για κάποιον λόγο, δεν χρειαζόταν να ξέρει πως η Νυνάβε κι η Ηλαίην τα είχαν κανονίσει όλα εκ των προτέρων. Οδήγησε έξω τις υπόλοιπες Θαλασσινές για να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους προτού η Νυνάβε κι η Ηλαίην άλλαζαν γνώμη. Αυτές οι δύο θα ακολουθούσαν τη Μέριλιλ και τις υπόλοιπες Άες Σεντάι, αλλά ο Ματ τούς ένευσε με το δάχτυλο. Αντάλλαξαν βλέμματα -ο ίδιος θα χρειαζόταν μία ώρα για να πει όσες κουβέντες είχαν ανταλλάξει εκείνες με τις ματιές τους· και τελικά, προς μεγάλη του έκπληξη, ήρθαν προς το μέρος του. Η Αβιέντα με την Μπιργκίτε παρακολουθούσαν από την πόρτα κι η Τάυλιν από το κάθισμά της.
«Λυπάμαι πολύ που σε εκμεταλλεύτηκα», είπε η Ηλαίην πριν ο Ματ προλάβει να ξεστομίσει λέξη. Το χαμόγελό της έκανε ακόμα πιο έντονο το λακκάκι. «Είχαμε τους λόγους μας, Ματ, πίστεψέ με».
«Τους οποίους δεν είναι ανάγκη να μάθεις», πρόσθεσε σταθερά η Νυνάβε, πετώντας την πλεξούδα πάνω από τον ώμο της με ένα χαρακτηριστικό τίναγμα του κεφαλιού, που έκανε το χρυσό δαχτυλίδι να αναπηδήσει στο στήθος της. Ο Λαν θα πρέπει να ήταν τρελός. «Ομολογώ πως δεν περίμενα να κάνεις όσα έκανες. Τι σε έκανε να πιστέψεις ότι θα μπορούσες να τους φοβερίσεις; Ήσουν ικανός να τα τινάξεις όλα στον αέρα».
«Τι αξία έχει, αν δεν ρισκάρεις πού και πού;» απάντησε ο Ματ φαιδρά. Το ίδιο τού έκανε, ακόμα κι αν πίστευαν πως όλα ήταν προσχεδιασμένα αντί απλώς θέμα διάθεσης. Ωστόσο, και πάλι τον είχαν εκμεταλλευτεί δίχως να του το πουν, και ήθελε πολύ να τους το ανταποδώσει. «Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να κάνεις συμφωνία με τους Θαλασσινούς, άσε να το αναλάβω εγώ. Μπορεί να είναι καλύτερη η κατάληξη». Χρωματιστές κηλίδες φούντωσαν στα μάγουλα της Νυνάβε, πράγμα που υποδήλωνε πως ο Ματ είχε πετύχει ακριβώς τον στόχο του. Υπό τις δεδομένες συνθήκες, δεν τα πήγε κι άσχημα.
Η Ηλαίην, πάντως, απλώς μουρμούρισε: «Να ένα πολύ οξυδερκές υποκείμενο». Ο τόνος της φωνής της έκρυβε μια αξιοθρήνητη θυμηδία. Ήταν πολύ πιο βολικό να είναι στις καλές της παρά στις κακές της.
Προχώρησαν προς την πόρτα, δίχως να του επιτρέψουν να πει περισσότερα. Εν πάση περιπτώσει, δεν πίστευε κι ο ίδιος πως θα του έδιναν εξηγήσεις. Άλλωστε, κι οι δυο τους ήταν Άες Σεντάι μέχρι το κόκαλο. Ο άνθρωπος μάθαινε να ζει με ό,τι είχε στη διάθεσή του.
Η σκέψη της Τάυλιν δεν τον απασχολούσε πια, αλλά δεν συνέβαινε το ίδιο και με τη Βασίλισσα, η οποία τον πρόλαβε πριν καλά-καλά κάνει δύο βήματα. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην σταμάτησαν στην πόρτα, μαζί με την Αβιέντα και την Μπιργκίτε, παρακολουθώντας τους. Έτσι, είδαν ξεκάθαρα την Τάυλιν να τσιμπάει τα πισινά του. Υπάρχουν μερικά πράγματα με τα οποία πολύ δύσκολα μαθαίνει να ζει κανείς. Μια έκφραση συμπόνιας χαράχτηκε στο πρόσωπο της Ηλαίην, ενώ η Νυνάβε τους αγριοκοίταζε γεμάτη αποδοκιμασία. Η Αβιέντα πάλεψε να μη γελάσει και το μειδίαμα της Μπιργκίτε ήταν κάτι παραπάνω από έντονο. Ήξεραν τα πάντα. Όλες τους.
«Η Νυνάβε πιστεύει πως δεν είσαι παρά ένα μικρό αγόρι κι έχεις ανάγκη προστασίας», του είπε η Τάυλιν χωρίς να πάρει ανάσα. «Εγώ, όμως, ξέρω πως είσαι ενήλικος». Το μουλωχτό γελάκι της έκανε το σχόλιο αυτό ένα από τα πιο χυδαία που είχε ακούσει ποτέ. Οι τέσσερις γυναίκες που στέκονταν στην πόρτα πρόσεξαν πως το πρόσωπό του έγινε κόκκινο σαν παντζάρι. «Θα μου λείψεις, πιτσουνάκι μου. Αυτό που έκανες στη Ρενάιλ ήταν άκρως εντυπωσιακό. Θαυμάζω πολύ τους δυναμικούς άντρες».
«Κι εμένα θα μου λείψεις», μουρμούρισε ο Ματ. Σοκαρισμένος, συνειδητοποίησε πως δεν έλεγε ψέματα. Πάνω στην ώρα άφηνε το Έμπου Νταρ. «Αν όμως συναντηθούμε ξανά, θα είμαι εγώ ο κυνηγός».
Η γυναίκα κάγχασε ελαφρά και τα μαύρα αετίσια μάτια σχεδόν άστραψαν. «Θαυμάζω τους δυναμικούς άντρες, παπάκι μου, αλλά όχι όταν προσπαθούν να μου επιβληθούν». Τον άρπαξε από τα αυτιά και του τράβηξε κάτω το κεφάλι για να τον φιλήσει.
Δεν είδε τη Νυνάβε και τις υπόλοιπες να φεύγουν, αλλά βγήκε έξω με ασταθές βήμα και τακτοποίησε την πουκαμίσα του. Έπρεπε, όμως, να επιστρέψει, για να πάρει τη λόγχη και το καπέλο του που ήταν ακουμπισμένα σε μια γωνία. Η γυναίκα δεν είχε ίχνος ντροπής.
Είδε τον Θομ και τον Τζούιλιν να βγαίνουν από τα διαμερίσματα της Τάυλιν, ακολουθούμενοι από τον Νέριμ και τον Λό-πιν, τα παλικάρια του Ναλέσεν. Ο καθένας τους έσερνε ένα μεγάλο, ψάθινο καλάθι που προοριζόταν για σαμάρι. Κατάλαβε πως ήταν γεμάτα με τα υπάρχοντα του νεκρού. Ο Τζούιλιν κουβαλούσε το άχορδο τόξο του Ματ με τη φαρέτρα περασμένη στον ένα του ώμο. Η Τάυλιν δεν είχε πει ότι θα τον μετέφερε σε άλλο δωμάτιο;
«Αυτό το βρήκα στο μαξιλάρι σου», είπε ο Θομ, δίνοντας του το δαχτυλίδι που του φαινόταν ότι είχε αγοράσει μήνες πριν. «Μοιάζει με αποχαιρετιστήριο δώρο. Πάνω και στα δύο μαξιλάρια υπήρχαν απλωμένοι ερωτικοί φιόγκοι και διάφορα άλλα λουλούδια».
Ο Ματ πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό του. «Δικό μου είναι, που να σε πάρει. Το πλήρωσα».
Ο γερο-βάρδος χάιδεψε τα μουστάκια του κι έβηξε αμήχανα, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να καταπνίξει ένα ξαφνικό πλατύ μειδίαμα. Ο Τζούιλιν έβγαλε το γελοίο Ταραμπονέζικο καπέλο κι απορροφήθηκε στη μελέτη του εσωτερικού του.
«Αίμα και φωτιά...!» Ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ελπίζω να φροντίσατε και για τα δικά σας υπάρχοντα», είπε ευθέως, «γιατί, με το που θα βρω τον Όλβερ, φεύγουμε κατ’ ευθείαν, ακόμα κι αν χρειαστεί να αφήσουμε πίσω μας καμιά μουχλιασμένη άρπα ή κανέναν σκουριασμένο ξιφοθραύστη». Ο Τζούιλιν έβαλε το δάχτυλό του στην άκρη του ματιού του —ό,τι κι αν σήμαινε αυτή η χειρονομία- κι ο Θομ συνοφρυώθηκε. Η προσβολή απέναντι στο λαούτο ή την άρπα του αποτελούσε προσβολή απέναντι στον ίδιον.
«Άρχοντά μου», είπε ο Λόπιν θρηνητικά. Ήταν ένας σκουρόχρωμος φαλακρός άντρας, πιο παχουλός από τη Σουμέκο, και το μαύρο απέριττο πανωφόρι των Δακρυνών που φορούσε, μάλλον σφικτό στη μέση παρά χαλαρό, όπως του Τζούιλιν, ήταν σχεδόν εφαρμοστό επάνω του. Συνήθως ήταν σοβαρός, όπως ο Νέριμ, αλλά τώρα τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν να είχε κλάψει. «Άρχοντά μου, θα μπορούσα να παραμείνω για λίγο, για να δω την ταφή του Άρχοντα Ναλέσεν; Ήταν πολύ καλός αφέντης».
Ο Ματ δεν ήθελε να του αρνηθεί. «Όποιος μείνει πίσω μπορεί να χρειαστεί να παραμείνει εδώ αρκετό καιρό, Λόπιν», του απάντησε ευγενικά. «Άκου, θα χρειαστώ κάποιον να με βοηθήσει να βρω τον Όλβερ. Ο Νέριμ είναι πολύ απασχολημένος, γι' αυτό θα τον στείλω πίσω, στον Ταλμέηνς. Αν θες, μπορώ να σε κρατήσω». Είχε συνηθίσει να έχει κάποιον στη δούλεψή του, κι οι καιροί ήταν δύσκολοι για κάποιον που αναζητούσε δουλειά.
«Το θέλω πάρα πολύ, Άρχοντά μου», απάντησε ο άντρας βαρύθυμα. «Ο νεαρός Όλβερ μού θυμίζει τον νεότερο γιο της αδελφής μου».
Ωστόσο, όταν μπήκαν στα πρότερα διαμερίσματα του Ματ, βρήκαν εκεί την Αρχόντισσα Ρισέλ, ντυμένη πολύ πιο σεμνά από την τελευταία φορά που την είχε δει, και μόνη.
«Γιατί, έπρεπε να τον κρατάω δεμένο μαζί μου;» είπε, κι εκείνο το εντυπωσιακό στήθος ανεβοκατέβηκε γεμάτο συναίσθημα καθώς η γυναίκα στήριξε τις γροθιές της στους γοφούς της. Φαίνεται πως το παπάκι της Βασίλισσας δεν είχε δικαίωμα να θυμώσει με τους ακόλουθούς της. «Αν πετσοκόψεις τα φτερά του αγοριού, δεν θα γίνει ποτέ άντρας. Διάβασε καθισμένος στα γόνατά μου -θα μπορούσε να διαβάζει όλη μέρα, αν του το επέτρεπα- κι έκανε και την αριθμητική του, γι' αυτό τον άφησα. Τι σε πειράζει εσένα; Υποσχέθηκε πως θα γυρίσει με τη δύση του ήλιου, και δεν νομίζω πως δεν τηρεί τις υποσχέσεις του».
Ακουμπώντας το ασανταρέι στην παλιά του γωνιά, ο Ματ διέταξε τους άντρες του να αφήσουν τα φορτία τους και να πάνε να βρουν τον Βάνιν και τους υπόλοιπους Κοκκινόχερους. Κατόπιν, έπαψε να ασχολείται με το υπέροχο μπούστο της Ρισέλ κι έτρεξε στα διαμερίσματα που μοιραζόταν η Νυνάβε με τις άλλες γυναίκες. Εκεί, στο καθιστικό, ήταν μαζεμένοι όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Λαν με τον χαρακτηριστικό μανδύα του Πρόμαχου ριγμένο στην πλάτη και το δισάκι στον ώμο. Το δισάκι φαίνεται πως ανήκε τόσο στον ίδιο όσο και στη Νυνάβε. Κάμποσοι σωροί ρούχων καθώς κι αρκετά σεντούκια, όχι και πολύ μικρά σε μέγεθος, ήταν σκόρπια στο πάτωμα. Ο Ματ αναρωτήθηκε αν θα υποχρέωναν τον Λαν να τα κουβαλήσει κι αυτά.
«Φυσικά και πρέπει να πας να τον βρεις, Ματ Κώθον», του είπε η Νυνάβε. «Τι νόμισες, ότι θα εγκαταλείπαμε το αγόρι στην τύχη του;» Ακούγοντάς τη, θα νόμιζε κανείς πως αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει ο ίδιος.
Ξαφνικά, βρέθηκε εν μέσω ενός καταιγισμού προσφορών βοήθειας, όχι μόνο εκ μέρους της Νυνάβε και της Ηλαίην, οι οποίες προσφέρθηκαν να μην πάνε στη φάρμα, αλλά και του Λαν, της Μπιργκίτε και της Αβιέντα, που ήθελαν να τον βοηθήσουν στην έρευνα. Ο Λαν ήταν ψυχρός σαν πέτρα σχετικά με αυτό το ζήτημα, βλοσυρός όπως πάντα, αλλά η Μπιργκίτε με την Αβιέντα...
«Δεν θα το αντέξω, αν πάθει κάτι αυτό το παιδί», είπε η Μπιργκίτε, κι η Αβιέντα πρόσθεσε θερμά: «Πάντα έλεγα πως δεν τον φροντίζεις κατάλληλα».
Τα δόντια του Ματ έτριξαν. Στους δρόμους της πόλης, ο Όλβερ μπορεί να αναγκαζόταν να τα βγάλει πέρα με οκτώ άντρες πριν γυρίσει πίσω, με τη δύση του ήλιου. Ναι, ίσως να τηρούσε τις υποσχέσεις του, αλλά σίγουρα δεν θα άφηνε να πάει χαμένη μια καλή ευκαιρία ανεξαρτησίας. Περισσότερα μάτια σήμαινε γρηγορότερη έρευνα, ειδικά αν βοηθούσαν κι οι Σοφές. Ο Ματ δίστασε για λίγο. Είχε τις δικές του υποσχέσεις να τηρήσει, αν κι ήταν αρκετά συνετός ώστε μην αναφέρει τίποτα.
«Το Κύπελλο είναι πολύ σημαντικό», τους είπε. «Το γκόλαμ εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί έξω, ίσως κι η Μογκέντιεν με το Μαύρο Άτζα». Τα ζάρια βροντούσαν μέσα στο κεφάλι του. Η Αβιέντα δεν θα το εκτιμούσε και τόσο να συνεργαστεί με τη Νυνάβε και την Ηλαίην, αλλά δεν έδινε δεκάρα. Στράφηκε προς το μέρος του Λαν και της Μπιργκίτε. «Φροντίστε για την ασφάλειά τους μέχρι να επικοινωνήσω μαζί σας. Τα μάτια σας δεκατέσσερα».
Παραδόξως, η Αβιέντα είπε: «Μείνε ήσυχος. Το υποσχόμαστε». Κατόπιν, ψαχούλεψε τη λαβή του μαχαιριού της. Προφανώς, δεν καταλάβαινε πως ανήκε κι η ίδια ανάμεσα σ' αυτούς που έπρεπε να παραμείνουν ασφαλείς.
Κάτι που αντιλήφθηκαν αμέσως η Νυνάβε κι η Ηλαίην. Το ξαφνικό αγριοκοίταγμα της Νυνάβε ήταν τόσο έντονο, ώστε θα μπορούσε να ανοίξει τρύπα στο κρανίο του Ματ. Περίμενε πως θα τίναζε μπροστά την πλεξούδα της, αλλά περιέργως, ενώ το χέρι της υψώθηκε προς τα εκεί, ξαναέπεσε άτονα στο πλευρό της. Η Ηλαίην περιορίστηκε στο να ανασηκώσει το πηγούνι της, ενώ τα μεγάλα γαλάζια μάτια της ήταν παγερά. Τα λακκάκια είχαν εξαφανιστεί.
Ο Λαν κι η Μπιργκίτε αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε.
«Η Νυνάβε είναι η ίδια μου η ζωή», είπε απλά ο Λαν, τοποθετώντας το χέρι του γύρω από τον ώμο της. Το παράξενο ήταν πως, ξαφνικά, η γυναίκα έμοιαζε πολύ λυπημένη κι, εξίσου ξαφνικά, το σαγόνι της σφίχτηκε, λες κι ήταν έτοιμη να περάσει μέσα από συμπαγή τοίχο.
Η Μπιργκίτε κοίταξε με επιείκεια την Ηλαίην, αλλά απευθύνθηκε στον Ματ. «Το υπόσχομαι», είπε. «Στην τιμή μου».
Ο Ματ γράπωσε αμήχανα το πανωφόρι του. Δεν ήταν σίγουρος πόσα της είχε αποκαλύψει κατά τη διάρκεια της μέθης του. Μα το Φως, αυτή η γυναίκα ήταν ικανή να απορροφήσει όσα μάθαινε σαν ξεραμένη άμμος που διψάει για λίγη δροσιά. Ακόμα κι έτσι όμως, της έδωσε την κατάλληλη απάντηση για Μπαρασάντιο άρχοντα, αποδεχόμενος τη δέσμευσή της. «Η τιμή του αίματος. Η αλήθεια του αίματος». Η Μπιργκίτε ένευσε και, κρίνοντας από τις ματιές που της έριξαν η Νυνάβε με την Ηλαίην, εξακολουθούσε να κρατάει σφραγισμένα τα μυστικά της. Μα το Φως, αν κάποια Άες Σεντάι ανακάλυπτε ποτέ αυτές τις αναμνήσεις, θα μπορούσαν να μάθουν κι ότι είχε φυσήξει το ίδιο το Κέρας. Και τότε θα τον έκαναν να τους τα ομολογήσει όλα, είτε φορούσε την κεφαλή της αλεπούς είτε όχι.
Καθώς έκανε να φύγει, η Νυνάβε τον έπιασε από το μανίκι. «Τον νου σου στη θύελλα, Ματ. Θα ξεσπάσει σύντομα. Το ξέρω. Τα μάτια σου δεκατέσσερα, Ματ Κώθον, μ' ακούς; Η Τάυλιν θα σου δώσει οδηγίες πώς να έρθεις στη φάρμα μόλις βρεις τον Όλβερ».
Ο Ματ ένευσε κι έφυγε, ενώ τα ζάρια στο κεφάλι του απηχούσαν τα βιαστικά του βήματα. Άραγε, πότε έπρεπε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα, κατά τη διάρκεια της έρευνας ή ενόσω θα έπαιρνε τις οδηγίες από την Τάυλιν; Κι αυτή η Νυνάβε με το Άκουσμα των Ανέμων της! Μήπως νόμιζε πως θα έλιωνε με λίγη βροχή; Παρεμπιπτόντως, από τη στιγμή που θα χρησιμοποιούσαν το Κύπελλο των Ανέμων, θα έβρεχε ξανά. Του φαινόταν πως πέρασαν χρόνια από τότε που είχε βρέξει για τελευταία φορά. Υπήρχε κάτι που κλωθογύριζε στη σκέψη του, κάτι σχετικά με τον καιρό και με την Ηλαίην, που όμως δεν έβγαζε νόημα, κι έτσι δεν του έδωσε περαιτέρω σημασία. Ένα πράγμα τη φορά, κι αυτό που προηγείτο όλων ήταν ότι έπρεπε να βρει τον Όλβερ.
Όλοι οι άντρες τον περίμεναν στους μακρόστενους θαλάμους των Κοκκινόχερων, κοντά στους στάβλους. Όλοι τους ήταν όρθιοι εκτός από τον Βάνιν, ο οποίος κειτόταν φαρδύς πλατύς σε ένα από τα κρεβάτια, με τα δάχτυλα διπλωμένα πάνω από την κοιλιά του. Ο Βάνιν ισχυριζόταν πως ο άνθρωπος έπρεπε να αναπαύεται σε κάθε ευκαιρία. Ωστόσο, μόλις μπήκε μέσα ο Ματ, φόρεσε τις μπότες του και σηκώθηκε. Νοιαζόταν για τον Όλβερ, όσο κι οι υπόλοιποι. Ο Ματ φοβόταν πως αυτός ο άντρας ήταν ικανός να διδάξει στο παιδί πώς να κλέβει άλογα κι αυγά φασιανών. Εφτά ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν έντονα πάνω στον Ματ.
«Η Ρισέλ μού είπε πως ο Όλβερ φοράει το κόκκινο πανωφόρι του», τους είπε. «Συνηθίζει να το δίνει από δω κι από κει, αλλά όποιο αλητάκι δείτε να φοράει κόκκινο πανωφόρι, είναι πιθανόν να γνωρίζει πού βρισκόταν την τελευταία φορά ο Όλβερ. Ο καθένας θα ακολουθήσει διαφορετική κατεύθυνση. Κινηθείτε κυκλικά της Πλατείας Μολ Χάρα και κοιτάξτε να είστε πίσω σε μια ώρα περίπου. Περιμένετε να γυρίσουν όλοι πριν ξεκινήσετε ξανά. Μ' αυτόν τον τρόπο, αν κάποιος τον ανακαλύψει πρώτος, οι υπόλοιποι δεν θα ψάχνουν μέχρι αύριο. Έγινα κατανοητός;» Όλοι τους ένευσαν καταφατικά.
Υπήρχαν φορές που έμενε εμβρόντητος. Ο ψηλόλιγνος ασπρομάλλης και μουστακαλής Θομ, που κάποτε ήταν εραστής μιας Βασίλισσας, πολύ πιο πρόθυμα απ' ό,τι ο Ματ, αν πίστευε κανείς τα μισά απ' όσα έλεγε. Ο Χάρναν με το θεληματικό σαγόνι και με τα τατουάζ στο μάγουλο αλλά και σε διάφορα άλλα σημεία του σώματος, που όλη του τη ζωή ήταν ένας απλός στρατιώτης. Ο Τζούιλιν, με τη ράβδο του από μπαμπού και τον ξιφοθραύστη περασμένο στον γοφό του, ο οποίος πίστευε ότι δεν διέφερε και πολύ από άρχοντα, αν κι η ιδέα να κουβαλάει επάνω του ένα σπαθί δεν του ήταν κι ιδιαίτερα ελκυστική. Ο χοντρός Βάνιν, που δίπλα του ο Τζούιλιν έμοιαζε με κοινό κόλακα. Ο κοκαλιάρης Φέργκιν κι ο Γκόρντεραν, πλατύστερνος σχεδόν όσο κι ο Πέριν, κι ο Μέτγουιν, του οποίου το ωχρό Καιρχινό πρόσωπο έμοιαζε με αγοριού, παρά το ότι ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερος του Ματ. Μερικοί από αυτούς ακολουθούσαν τον Ματ Κώθον επειδή πίστευαν ότι είναι τυχερός, κι επειδή η τύχη του θα τους διατηρούσε ζωντανούς όταν τα σπαθιά δεν θα ήταν πια χρήσιμα, ενώ άλλοι τον ακολουθούσαν για λόγους αδιευκρίνιστους. Ούτε καν ο Θομ δεν είχε διαμαρτυρηθεί ποτέ για κάποια διαταγή του. Ίσως η Ρενάιλ ήταν κάτι παραπάνω από τυχερή. Ίσως η τα'βίρεν φύση του να ήταν από μόνη της επαρκής λόγος για να τον ρίξει σε φασαρίες. Ξαφνικά, ένιωσε... υπεύθυνος... για όλους αυτούς. Ήταν ένα πολύ άβολο συναίσθημα. Ο Ματ Κώθον κι η υπευθυνότητα δεν συμβάδιζαν. Ήταν αφύσικο.
«Προσοχή, και τα μάτια σας δεκατέσσερα», τους είπε. «Γνωρίζετε τι υπάρχει εκεί έξω. Έρχεται θύελλα». Αυτό, τώρα, γιατί το είχε πει; «Εμπρός, όσο υπάρχει φως ακόμα».
Ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσάει δυνατός, σηκώνοντας σκόνη στην Πλατεία Μολ Χάρα, στην οποία δέσποζε το άγαλμα μιας νεκρής από καιρό βασίλισσας που πόζαρε πάνω από την πηγή, αλλά δεν υπήρχε καμία άλλη ένδειξη θύελλας. Η Ναριέν ήταν γνωστή για την τιμιότητά της, αλλά φαίνεται όχι αρκετά, γιατί αλλιώς δεν θα την απεικόνιζαν γυμνόστηθη. Ο απογευματινός ήλιος έκαιγε πάνω σε έναν εντελώς ασυννέφιαστο ουρανό, αλλά ο κόσμος πηγαινοερχόταν γοργά στην πλατεία, σαν να επρόκειτο για ένα ψυχρό πρωινό, κάτι που, είτε φυσούσε άνεμος είτε όχι, είχε πάψει να ισχύει στο έδαφος. Το λιθόστρωτο έμοιαζε με καυτό τηγάνι κάτω από τις μπότες του.
Ο Ματ έριξε μια αγριωπή ματιά στην άλλη άκρη της πλατείας, προς την Περιπλανώμενη Γυναίκα, και κατόπιν τράβηξε για το ποτάμι. Ο Όλβερ δεν συνήθιζε να απομακρύνεται με όλα αυτά τα αλητάκια τριγύρω, όσο έμεναν στο πανδοχείο. Του έφτανε να γλυκοκοιτάζει τις υπηρέτριες και τις κόρες της Σετάλε Ανάν. Κατά τα άλλα, τα ζάρια είχαν πει στον Ματ πως έπρεπε να μετακομίσει στο παλάτι. Οτιδήποτε έκανε από τότε που είχε φύγει -οτιδήποτε ήθελε να κάνει, διόρθωσε, αναλογιζόμενος τα μάτια και τα χέρια της Τάυλιν- θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει κι από εκεί. Τα ζάρια συνέχιζαν να στριφογυρίζουν κι ευχήθηκε όσο τίποτα άλλο να εξαφανιστούν.
Προσπάθησε να κινηθεί γρήγορα, αποφεύγοντας δεξιοτεχνικά τις άμαξες και τις καρότσες με τους μικρούς τροχούς και βρίζοντας τα λουστραρισμένα ατομικά φορεία και τα αμάξια που κόντευαν να τον ρίξουν κάτω, ενώ το βλέμμα του πεταγόταν από δω κι από κει, αναζητώντας ένα κόκκινο πανωφόρι. Η φούρια του δρόμου όμως τον επιβράδυνε, αναγκάζοντάς τον να κινηθεί σε ελικοειδή πορεία. Καλύτερα, από μια άποψη, αλλιώς κινδύνευε να προσπεράσει το αγόρι και να μην το προσέξει. Ευχήθηκε να είχε φέρει μαζί του τον Πιπς, από τους στάβλους του παλατιού, και κοίταξε συνοφρυωμένος τον κόσμο που τον προσπερνούσε. Ακόμα κι ένας έφιππος δεν θα κινούνταν πολύ πιο γρήγορα μέσα σε τόσο πλήθος, αλλά θα μπορούσε να δει μακρύτερα, καθότι θα ήταν ανεβασμένος στη σέλα. Από την άλλη, θα φάνταζε λίγο περίεργο να κάνει ερωτήσεις ένας καβαλάρης. Δεν ήταν και πολλοί αυτοί που κυκλοφορούσαν έφιπποι εντός πόλεως, κι ο περισσότερος κόσμος είχε την τάση να απομακρύνεται μόλις έβλεπε καβαλάρη.
Η ίδια ερώτηση ξανά και ξανά. Η πρώτη φορά που ρώτησε ήταν σε μια γέφυρα, ακριβώς κάτω από την Πλατεία Μολ Χάρα. Ήταν ένας τύπος που πουλούσε ψητά μελωμένα μήλα σε έναν δίσκο που κρεμόταν από ένα λουρί περασμένο στον λαιμό του. «Μήπως πρόσεξες ένα αγόρι, σ' αυτό το ύψος περίπου, με ένα κόκκινο πανωφόρι;» Στον Όλβερ άρεσαν τα γλυκά.
«Ένα αγόρι, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο τύπος, ρουφώντας αέρα μέσα από τα ελάχιστα δόντια που του είχαν απομείνει. «Έχω δει χιλιάδες αγόρια. Δεν θυμάμαι, όμως, κανένα που να φορούσε πανωφόρι. Θα ήθελες ένα δυο μήλα;» Άρπαξε με τα κοκαλιάρικα χέρια του δύο μήλα και τα έτεινε προς το μέρος του Ματ. Από τον τρόπο που ζουλήχτηκαν κάτω από τα δάχτυλά του, γινόταν εύκολα αντιληπτό πως ήταν πολύ πιο ώριμα απ' όσο δικαιολογούσε το ψήσιμό τους. «Άκουσες τίποτε για την εξέγερση, Άρχοντά μου;»
«Όχι», απάντησε ξινά ο Ματ και συνέχισε να προχωράει. Στην άλλη μεριά της γέφυρας σταμάτησε μια πλαδαρή γυναίκα με έναν δίσκο γεμάτο κορδέλες. Οι κορδέλες δεν εντυπωσίαζαν τον Όλβερ, αλλά τα κόκκινα μισοφόρια άστραφταν κάτω από μια φούστα ραμμένη μέχρι σχεδόν τον αριστερό γοφό, κι η κοψιά του μπούστου αποκάλυπτε ένα στρογγυλό χώρισμα παρόμοιο με της Ρισέλ. «Μήπως είδες ένα αγόρι...;»
Η γυναίκα, καθώς κι οι μισοί απ’ όσους ρώτησε, τον πληροφόρησαν για την εξέγερση. Υποψιάστηκε πως η φήμη αυτή είχε αρχίσει να εξαπλώνεται με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε ένα συγκεκριμένο σπίτι του Ράχαντ το ίδιο πρωί. Μια γυναίκα οδηγός άμαξας, με το μακρύ μαστίγιο τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της, του είπε πως η εξέγερση είχε ξεκινήσει από την άλλη μεριά του ποταμού και πως δεν πρόσεχε ποτέ τα αγόρια, εκτός κι αν χώνονταν κάτω από τα πόδια των μουλαριών της. Ένας άντρας με τετραγωνισμένο πρόσωπο που πουλούσε κερήθρες -υπερβολικά ξερές κερήθρες- του είπε ότι η εξέγερση έγινε κοντά στον φάρο, στο τέλος του Δρόμου του Κόλπου, στην ανατολική πλευρά του στομίου του κόλπου, ένα μέρος που προσφερόταν για εξεγέρσεις όσο κι ο ίδιος ο κόλπος. Τουλάχιστον χίλιες διαφορετικές εκδοχές κυκλοφορούσαν στην πόλη, κι ο Ματ αναγκαζόταν να τις ακούει όλες αποσπασματικά. Μια από τις πιο όμορφες γυναίκες που είχε δει ποτέ του στεκόταν έξω από μια ταβέρνα· η Μέιλιν μπορεί να ήταν μια απλή σερβιτόρα στο Γέρικο Πρόβατο, αλλά φαίνεται πως η δουλειά της ήταν να στέκεται έξω για να προσελκύει κόσμο, κάτι που έκανε και με το παραπάνω. Του είπε, λοιπόν, πως είχε δοθεί μια μάχη εκείνο το πρωί, στους Λόφους Κορντέσε, απ’ όσο θυμόταν. Ίσως, πάλι, να ήταν στους Λόφους του Ράννον, διαγώνια στον κόλπο, αλλά μπορεί και να... Η Μέιλιν ήταν εντυπωσιακά όμορφη αλλά αρκετά αργόστροφη. Ο Όλβερ θα μπορούσε να την κοιτάζει επί ώρες, με την προϋπόθεση ότι εκείνη δεν θα μιλούσε. Ωστόσο, δεν θυμόταν να πρόσεξε κανένα αγόρι με... Τι χρώμα είπε ότι είχε το πανωφόρι του; Ο Ματ άκουσε πολλά σχετικά με εξεγέρσεις και μάχες και για παράξενα πράγματα που φάνηκαν στον ουρανό ή στους γύρω λόφους, τόσα που ούτε η Μάστιγα δεν θα τα χωρούσε. Άκουσε πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήταν έτοιμος να κάνει εισβολή στην πόλη ηγούμενος χιλιάδων αντρών με την ικανότητα της διαβίβασης, ότι έρχονταν οι Αελίτες, ότι υπήρχε ένας ολόκληρος στρατός από Άες Σεντάι - ή μήπως από Λευκομανδίτες; Ο Πέντρον Νάιαλ ήταν νεκρός και τα Τέκνα είχαν σκοπό να πάρουν εκδίκηση, αν και δεν ήταν ξεκάθαρος ο λόγος που έπρεπε να το κάνουν στο Έμπου Νταρ. Θα έλεγε κανείς πως η πόλη είχε καταληφθεί από πανικό με όλες αυτές τις φήμες που κυκλοφορούσαν τριγύρω, αλλά η αλήθεια ήταν πως, ακόμα κι όσοι διέδιδαν τις ιστορίες, δεν τις πολυπίστευαν. Άκουσε, λοιπόν, ένα σωρό ανοησίες, αλλά ούτε λέξη για κάποιο αγόρι με κόκκινο πανωφόρι.
Λίγους δρόμους μακρύτερα από το ποτάμι ακούστηκαν κεραυνοί, κούφιες βροντές που έμοιαζαν να έρχονται από την κατεύθυνση της θάλασσας, Οι περαστικοί κοίταξαν με περιέργεια ψηλά, στον ασυννέφιαστο ουρανό, έξυσαν απορημένοι τα κεφάλια τους και συνέχισαν τη δουλειά τους. Το ίδιο έκανε κι ο Ματ, εξακολουθώντας να ρωτάει κάθε πλανόδιο μικροπωλητή γλυκών ή φρούτων, καθώς κι οποιαδήποτε μορφονιά συναντούσε στον δρόμο του. Αποτέλεσμα μηδέν. Φτάνοντας στη μακρόστενη πέτρινη προκυμαία, η οποία κατελάμβανε όλη την έκταση της όχθης του ποταμού που έβλεπε προς την πόλη, σταμάτησε και κοίταξε εξεταστικά τις γκρίζες αποβάθρες που απλώνονταν μέσα στο νερό, και τα δεμένα πλοιάρια. Ο άνεμος ήταν ισχυρός κι έκανε τα σκάφη να ανεβοκατεβαίνουν στα αγκυροβόλια τους, τρίβοντάς τα πάνω στις πέτρινες αποβάθρες, παρά τα γεμάτα με μάλλινο ύφασμα σακίδια που κρέμονταν από τα πλευρά τους και λειτουργούσαν ως προφυλακτήρες. Σε αντίθεση με τα άλογα, τα πλοία δεν ενδιέφεραν τόσο τον Όλβερ, ο οποίος τα έβλεπε μονάχα ως μέσα μεταφοράς. Τα πλοία στο Έμπου Νταρ αποτελούσαν αντρική ασχολία, ασχέτως του φορτίου που κουβαλούσαν. Οι γυναίκες στις αποβάθρες θα ήταν ή έμποροι που πρόσεχαν τα αγαθά τους ή οπλισμένα μέλη της συντεχνίας των λιμενεργατών. Εδώ, πάντως, δεν υπήρχαν πλανόδιοι μικροπωλητές.
Ήταν έτοιμος να φύγει, όταν συνειδητοποίησε πως δεν κινούνταν κανείς. Οι αποβάθρες συνήθως ξεχείλιζαν από κόσμο, τώρα όμως, σε κάθε πλοίο που έβλεπε, το πλήρωμα ήταν παραταγμένο στην κουπαστή και σκαρφαλωμένο στα κιγκλιδώματα, κοιτώντας προς την κατεύθυνση του κόλπου. Τα βαρέλια και τα καφάσια είχαν εγκαταλειφθεί, ενώ άντρες χωρίς πουκαμίσες και γυναίκες με πράσινα πέτσινα γιλέκα συνωστίζονταν στην άκρη της αποβάθρας για να κοιτάξουν ανάμεσα στα πλοία, προς τον Νοτιά, εκεί απ' όπου ακούγονταν οι βροντές. Από κάπου μακριά, μαύρος καπνός υψωνόταν σε πυκνές στήλες, κι ο άνεμος τον παρέσυρε απότομα προς τον Βορρά.
Ο Ματ δεν δίστασε πάνω από μια στιγμή κι άρχισε να βαδίζει στο μήκος της πλησιέστερης αποβάθρας. Αρχικά, τα πλοία που ήταν δεμένα στα πέτρινα δάχτυλα που έβλεπαν προς τον Νότο, του έκρυβαν τη θέα, και το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ο καπνός. Η ακτογραμμή είχε τέτοια διαμόρφωση, ώστε η κάθε αποβάθρα να εξέχει λίγο περισσότερο από την προηγούμενη. Όταν, όμως, βρέθηκε ανάμεσα στην οχλαγωγία στην άλλη άκρη, παρατήρησε πως ο ποταμός φάρδαινε και γινόταν ένα ανοιχτό μονοπάτι από φουρτουνιασμένα πράσινα νερά που έσκαζαν προς τη μεριά του γεμάτου κύματα κόλπου.
Τουλάχιστον δυο ντουζίνες πλοία καίγονταν στην ανοιχτή έκταση του κόλπου, ίσως και περισσότερα. Η φωτιά τα κατάπινε απ' άκρη σ' άκρη. Μερικά άλλα ήταν ήδη σχεδόν βυθισμένα, και μόνο κάποια πρύμνη ή πλώρη εξείχε ακόμα πάνω από τα νερά, κι αυτή όχι για πολύ. Ενόσω κοιτούσε, η πλώρη ενός φαρδιού δικάταρτου σκάφους, με ένα τεράστιο λάβαρο σε πορφυρό, γαλάζιο και χρυσό χρώμα, το λάβαρο της Αλτάρα, ανατινάχτηκε ξαφνικά με έναν τρομακτικό κρότο, ενώ παχιές τουλίπες καπνού παρασύρθηκαν από τον αέρα καθώς το σκάφος άρχισε να βουλιάζει από την πρύμνη. Εκατοντάδες σκάφη κάθε είδους κινούνταν πάνω κάτω, τρικάταρτες γαλέρες και κορβέτες των Θαλασσινών, δικάταρτα πλοιάρια κι ακτοπλοϊκά με τριγωνικά πανιά, ποταμόπλοια με ιστία ή με κωπηλάτες, άλλα με κατεύθυνση προς τον πάνω ρου του ποταμού κι άλλα προσπαθώντας να βγουν στη θάλασσα. Κάμποσα άλλα πλοία εισέδυαν στο στόμιο του κόλπου παρασυρμένα από τον άνεμο, σκάφη με τεράστιες πλώρες και με ύψος όσο κι οι γαλέρες. Έπεφταν με δύναμη πάνω στα ανταριασμένα κύματα, σκορπίζοντας τριγύρω αφρό. Ο Ματ ένιωσε να του κόβεται η ανάσα όταν διέκρινε ξαφνικά τα τετράγωνα ριγωτά πανιά.
«Αίμα και στάχτες», μουρμούρισε σοκαρισμένος. «Είναι οι καταραμένοι οι Σωντσάν!»
«Ποιοι;» ρώτησε απαιτητικά μια γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο, στριμωγμένη πλάι του. Το σκούρο μπλε μάλλινο και καλοραμμένο φόρεμά της, όπως επίσης ο πέτσινος φάκελος που κουβαλούσε για τους λογαριασμούς και την καταγραφή των φορτίων, καθώς κι η επιχρυσωμένη καρφίτσα πάνω από το ένα της στήθος, υποδήλωναν πως ήταν έμπορος. Επιπλέον, είχε μια ασημένια γραφίδα με φτερό. «Είναι οι Άες Σεντάι», ανακοίνωσε, κι από τον τόνο της φωνής της θα έλεγες πως ήταν απόλυτα πεπεισμένη. «Αναγνωρίζω την ικανότητα της διαβίβασης όταν τη βλέπω. Θα τις αναλάβουν τα Τέκνα του Φωτός μόλις καταφθάσουν. Θα δεις».
Μια ψηλόλιγνη γκριζομάλλα με ένα λιγδιασμένο πράσινο ρούχο στράφηκε να την κοιτάξει, ψηλαφίζοντας την ξύλινη λαβή του στιλέτου της. «Πρόσεχε τα λόγια σου όταν μιλάς για τις Άες Σεντάι, βρωμιάρα φιλάργυρη, ειδάλλως θα σε γδάρω ζωντανή και θα σε αναγκάσω να καταπιείς έναν Λευκομανδίτη!»
Ο Ματ τις άφησε να τσακώνονται, βγήκε από το πλήθος κι άρχισε να τρέχει προς την προκυμαία. Έβλεπε ήδη τρία —μάλλον τέσσερα- πελώρια πλάσματα να κάνουν κύκλους πάνω από την πόλη, κάπου στο νότιο μέρος, χρησιμοποιώντας τεράστια ακρόπτερα, σαν της νυχτερίδας. Διέκρινε φιγούρες γραπωμένες στις ράχες των πλασμάτων, καθισμένες προφανώς σε κάποιο είδος σέλας. Άλλο ένα ιπτάμενο πλάσμα έκανε την εμφάνισή του, κι ακόμα ένα. Από κάτω τους, με έναν βρυχηθμό, ξεπήδησαν ξαφνικά φλόγες στις στέγες.
Ο κόσμος άρχισε να τρέχει σκοντάφτοντας πάνω στον Ματ, ενώ εκείνος πάσχιζε να διασχίσει τον δρόμο. «Όλβερ!» φώναξε, ελπίζοντας πως οι κραυγές του θα ακούγονταν πάνω από τις φωνασκίες και τα ουρλιαχτά. «Όλβερ!»
Ξαφνικά, το πλήθος φάνηκε να αλλάζει πορεία και να πέφτει επάνω του, ενώ αυτός εξακολουθούσε να παλεύει για να ανοίξει δρόμο μέσα από την ανθρωποπλημμύρα. Τέλος, κατόρθωσε να βγει στον δρόμο, όπου κι ανακάλυψε γιατί ο κόσμος προσπαθούσε να το σκάσει από την αντίθετη μεριά.
Μια φάλαγγα Σωντσάν πέρασε απότομα, κι είδε πάνω από εκατό άντρες με περικεφαλαίες ίδιες με κεφάλια εντόμων και θώρακες με επικαλυπτόμενες πλάκες, καβάλα πάνω σε ζώα που έμοιαζαν με γάτες, αλλά είχαν το μέγεθος αλόγων, καλυμμένα με μπρούντζινη θωράκιση αντί για γούνα. Γέρνοντας μπροστά, πάνω στις σέλες τους, και με τις λόγχες με τα γαλάζια σημαιάκια υπό γωνία, κάλπαζαν προς την Πλατεία Μολ Χάρα δίχως καν να κοιτάζουν δεξιά αριστερά, αν κι η λέξη «κάλπαζαν» δεν ήταν η κατάλληλη για να περιγράψει τον βηματισμό των πλασμάτων. Η ταχύτητα ήταν αυτή ενός καλπασμού, αλλά έμοιαζαν να... γλιστρούν στον αέρα. Ήταν καιρός να φύγει, μόλις έβρισκε...
Καθώς η άκρη της φάλαγγας τον προσπέρασε, κάτι κόκκινο, στο ύψος της μέσης του, τράβηξε το βλέμμα του μέσα στο πλήθος, στον δρόμο πέρα από την διασταύρωση. «Όλβερ!» Όρμησε μπροστά, ακολουθώντας σχεδόν κατά πόδας το τελευταίο θωρακισμένο πλάσμα, και χώθηκε στον όχλο. Τη στιγμή εκείνη πρόλαβε κι είδε μια γυναίκα με γουρλωμένα μάτια να αρπάζει ένα μικρό κοριτσάκι με κόκκινη φορεσιά και να τρέχει με το παιδί σφιγμένο στην αγκαλιά της. Ο Ματ άρχισε να τρέχει κι αυτός μανιασμένα, σπρώχνοντας τους ανθρώπους παράμερα όταν έπεφταν επάνω του και σκουντουφλώντας πάνω σε κάμποσους άλλους. «Όλβερ! Όλβερ!»
Δύο φορές ακόμα παρατήρησε στήλες φωτιάς να πυργώνονται για λίγο πάνω από τις στέγες, ενώ καπνός υψωνόταν στον ουρανό από δώδεκα περίπου διαφορετικά σημεία. Αρκετές φορές άκουσε τους βροντερούς κρότους, πολύ πιο κοντά απ' ό,τι στην προκυμαία. Ήταν σίγουρος πως προέρχονταν από το εσωτερικό της πόλης. Πάνω από μία φορά, το έδαφος σείστηκε κάτω από τις μπότες του.
Κι ύστερα, οι δρόμοι άδειασαν ξανά, κι ο κόσμος έτρεχε προς πάσα κατεύθυνση, σε αλέες, σε σπίτια, σε μαγαζιά, γιατί οι Σωντσάν έρχονταν καβάλα σε άλογα. Δεν φορούσαν όλοι πανοπλίες. Επικεφαλής της μικρής ομάδας λογχοφόρων ήταν μια μελαψή γυναίκα με γαλάζιο φόρεμα. Ο Ματ ήξερε πως τα μεγάλα πορφυρά πλαίσια πάνω στη φούστα και στο μπούστο της ήταν δουλεμένα με ασημιές αστραπές. Ένα ασημένιο λουρί που έλαμπε στον ήλιο διέτρεχε τον αριστερό καρπό κι έφτανε μέχρι τον λαιμό μιας γυναίκας ντυμένης στα γκρίζα, μιας νταμέην που τρόχαζε σαν σκυλάκι πλάι στο άλογο μιας σουλ'ντάμ. Είχε απαυδήσει από τους Σωντσάν που είχε δει στο Φάλμε, αλλά, υποσυνείδητα, σταμάτησε στην είσοδο της αλέας για να κοιτάξει. Οι βροντές και οι φωτιές φανέρωναν πως υπήρχε κάποιος στην πόλη που, αν μη τι άλλο, προσπαθούσε να αντισταθεί, και τώρα θα γινόταν μάρτυρας μιας τέτοιας προσπάθειας. Οι Σωντσάν δεν ήταν η μοναδική αιτία που είχαν εξαφανιστεί όλοι. Στην άλλη άκρη του δρόμου, περίπου εκατό έφιπποι άντρες κράδαιναν τις μυτερές τους λόγχες. Φορούσαν φαρδιά λευκά παντελόνια και πράσινα πανωφόρια, ενώ οι χρυσές λωρίδες στα κράνη των αξιωματικών έλαμπαν. Με ένα ομαδικό ουρλιαχτό, εκατό και πλέον στρατιώτες της Τάυλιν ξεχύθηκαν εναντίον των επιτιθέμενων. Υπερτερούσαν δύο προς έναν απέναντι στους Σωντσάν που βρίσκονταν μπροστά τους.
«Οι ανόητοι, οι τρελοί», μουρμούρισε ο Ματ. «Μεγάλο λάθος. Αυτή η σουλ'ντάμ θα...»
Η μόνη κίνηση που φάνηκε ανάμεσα στους Σωντσάν ήταν αυτή της γυναίκας με το φόρεμα που απεικόνιζε την αστραπή, η οποία σήκωσε το χέρι της, όπως κάποιος που θα ξαπόστελνε ένα γεράκι ή θα έδειχνε κάτι σε ένα κυνηγόσκυλο. Η ξανθομάλλα, στην άλλη άκρη του ασημένιου λουριού, έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά και το μενταγιόν με την αλεπουδοκεφαλή πάγωσε πάνω στο στήθος του Ματ.
Κάτω από τον κυρίως όγκο της μαζικής επίθεσης των Εμπουνταρινών, το έδαφος ανατινάχτηκε ξαφνικά. Πέτρες από το λιθόστρωτο, άντρες κι άλογα τινάχτηκαν στον αέρα με μια εκκωφαντική έκρηξη. Ο ισχυρός κραδασμός έριξε τον Ματ ανάσκελα, αλλά ίσως να ήταν και το έδαφος που ξεπήδησε κάθετα κάτω από τα πόδια του. Σηκώθηκε πάνω στην ώρα, για να δει την πρόσοψη ενός πανδοχείου στην άλλη μεριά του δρόμου να καταρρέει μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, αφήνοντας εκτεθειμένα τα δωμάτια στο εσωτερικό του.
Άντρες κι άλογα —ή μάλλον τα απομεινάρια τους— ήταν σκορπισμένα παντού, ενώ όσοι είχαν επιζήσει σφάδαζαν γύρω από μια τρύπα στο έδαφος με διάμετρο όση ο μισός δρόμος. Οι κραυγές των πληγωμένων πλανιόνταν στον αέρα. Λιγότεροι από τους μισούς Εμπουνταρινούς πάσχιζαν να σταθούν στα πόδια τους, κλονισμένοι, ζαλισμένοι και παραπατώντας. Μερικοί άδραχναν τα γκέμια των αλόγων, τα πόδια των οποίων τρίκλιζαν εξίσου με τα δικά τους, και πάλευαν να ανέβουν στις σέλες και να αναγκάσουν τα ζώα να καλπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Άλλοι πάλι το έβαλαν στα πόδια, όσο πιο μακριά γινόταν από τους Σωντσάν. Δεν είχαν πρόβλημα να αντιμετωπίσουν το ατσάλι, αλλά όχι αυτό.
Ο Ματ συνειδητοποίησε πως η τρεχάλα ήταν μια πολύ καλή ιδέα εκείνη τη στιγμή. Μια ματιά στην άλλη άκρη της αλέας τού αποκάλυψε πως η σκόνη και τα μπάζα είχαν συσσωρευτεί σε ύψος ενός τουλάχιστον ορόφου. Όρμησε στον δρόμο, μπροστά από τους Εμπουνταρινούς που το έσκαγαν, παραμένοντας όσο το δυνατόν πιο κοντά στους τοίχους κι ελπίζοντας να μην τον περνούσε κανείς από τους Σωντσάν για στρατιώτη της Τάυλιν. Δεν θα μπορούσε ποτέ του να φορέσει πράσινο πανωφόρι.
Προφανώς, η σουλ'ντάμ δεν είχε μείνει ικανοποιημένη. Η κεφαλή της αλεπούς πάγωσε ξανά κι ένας βρυχηθμός που ακούστηκε από πίσω του τον έριξε και πάλι στο πλακόστρωτο, το οποίο του φάνηκε πως ερχόταν προς το μέρος του. Ανάμεσα στους κουδουνιστούς ήχους που αντηχούσαν μέσα στο κεφάλι του, άκουσε το γόγγυσμα της λιθοδομής. Πάνω από το κεφάλι του, ο λευκός γύψος του πλίνθινου τοίχου άρχισε να γέρνει.
«Πού είναι η καταραμένη η τύχη μου;» ούρλιαξε. Είχε καιρό για να το σκεφτεί αυτό. Κι είχε τον ίδιο καιρό για να αντιληφθεί πως τα τούβλα και τα μαδέρια έπεφταν επάνω του κι ότι τα ζάρια μέσα στο μυαλό του μόλις είχαν νεκρωθεί.