Ημέρα που ακολούθησε το Πανηγύρι των Πουλιών ξημέρωσε με πολύ δυνατούς ανέμους έξω από τη Θάλασσα των Καταιγίδων, κι έτσι η ανυπόφορη ζέστη υποχώρησε στο Έμπου Νταρ. Ωστόσο, ο ασυννέφιαστος ουρανός κι ο χρυσοκόκκινος θόλος του ήλιου στον ορίζοντα άφηναν υποσχέσεις πως τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά όταν θα κόπαζε ο άνεμος. Ο Ματ διέσχιζε βιαστικός το Παλάτι Τάρασιν, με το πράσινο πανωφόρι του ξεκούμπωτο κι, εξαιτίας της βιασύνης, με τις μισές δαντέλες στην πουκαμίσα του. Φυσικά, δεν αναπηδούσε τρομαγμένος σε κάθε ήχο που άκουγε, αλλά ξαφνιαζόταν και κοίταζε με γουρλωμένα μάτια όποτε περνούσε μια υπηρέτρια, με το μεσοφόρι της να ανεμίζει και χαμογελώντας του. Όλες τους του χαμογελούσαν με έναν τρόπο πολύ... πονηρό. Προσπαθούσε να συγκρατηθεί, μη τυχόν κι άρχιζε να τρέχει.
Τελικά, επιβράδυνε και κάθισε λίγο να αναπαυτεί στο σκιερό κιόσκι που συνόρευε με τις αυλές των στάβλων. Περπατούσε σχεδόν στις μύτες των ποδιών του. Ανάμεσα στους αυλακωτούς κίονες του κτίσματος, κιτρινωπά καλαμόφυτα σε μεγάλα, κόκκινα κύπελλα από κεραμικό και περικοκλάδες με πλατιά φύλλα με κόκκινες ραβδώσεις, που κρέμονταν από μεταλλικά αλυσόδετα καλάθια, σχημάτιζαν ένα λεπτό προπέτασμα. Ασυναίσθητα, τράβηξε προς τα κάτω το καπέλο του, για να κρύψει το πρόσωπό του. Τα χέρια του διέτρεξαν το μήκος του ακοντίου -ένα ασανταρέι, όπως το είχε αποκαλέσει η Μπιργκίτε — ψαχουλεύοντας απερίσκεπτα τη λαβή του, λες κι ήταν έτοιμος να το τραβήξει για να υπερασπίσει τον εαυτό του. Τα ζάρια κυλούσαν θορυβωδώς στο εσωτερικό του κεφαλιού του, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με την ανησυχία που ένιωθε, πηγή της οποίας ήταν η Τάυλιν.
Έξι κλειστές άμαξες, με την πράσινη Άγκυρα και το Ξίφος του Οίκου Μίτσομπαρ λουστραρισμένα στις πόρτες, περίμεναν ήδη παραταγμένες μπροστά στις ψηλές αψιδωτές εξωτερικές πύλες, με τα ζώα ζεμένα και με τους ένστολους οδηγούς έτοιμους να ξεκινήσουν. Μπορούσε να διακρίνει τον Ναλέσεν να χασμουριέται στην άλλη άκρη, φορώντας εκείνο το πανωφόρι με τις κίτρινες ραβδώσεις, και τον Βάνιν να κάθεται αναπαυτικά στην κορυφή ενός αναποδογυρισμένου βαρελιού, όχι πολύ μακριά από τις πόρτες των στάβλων, προφανώς κοιμισμένος. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους Κοκκινόχερους κάθονταν υπομονετικά οκλαδόν στις πλάκες της αυλής. Μερικοί έπαιζαν ζάρια στη σκιά των τεράστιων λευκών στάβλων. Η Ηλαίην στεκόταν ανάμεσα στον Ματ και στις άμαξες, από την άλλη μεριά του φυτικού προπετάσματος. Μαζί της ήταν κι η Ρεάνε Κόρλυ και, κάπου εκεί κοντά, εφτά ακόμα από τις γυναίκες που παρίσταντο σ' εκείνη την περίεργη συνάντηση, στην οποία είχε παρέμβει εντελώς ξαφνικά ο ίδιος το προπερασμένο βράδυ. Η Ρεάνε ήταν η μόνη που δεν φορούσε την κόκκινη ζώνη της Σοφής. Ο Ματ είχε την κρυφή προσδοκία πως δεν θα έκαναν την εμφάνισή τους σήμερα το πρωί. Διέθεταν τα τυπικά χαρακτηριστικά των γυναικών που ήταν συνηθισμένες να αναλαμβάνουν τα ηνία τόσο της δικής τους ζωής, όσο και των άλλων. Τα μαλλιά των περισσοτέρων είχαν ήδη αρχίσει να γκριζάρουν, ωστόσο παρακολουθούσαν το σφριγηλό πρόσωπο της Ηλαίην με μια αίσθηση προσμονής, σαν έτοιμες να εκτελέσουν αμέσως την παραμικρή της διαταγή. Πάντως, δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στη μάζωξη. Καμία από τις παριστάμενες δεν ήταν η γυναίκα που τον είχε βγάλει από τα ρούχα του - και κυριολεκτικά. Η Τάυλιν τον έκανε να αισθάνεται... «ανήμπορος». Αυτή ήταν η κατάλληλη λέξη, όσο γελοία κι αν ακουγόταν.
«Δεν τις χρειαζόμαστε, Αφέντρα Κόρλυ», έλεγε η Ηλαίην. Η Κόρη-Διάδοχος μιλούσε σαν γυναίκα που θωπεύει ένα παιδάκι. «Τους είπα να παραμείνουν εδώ μέχρι να επιστρέψουμε. Αν δεν υπάρχει ανάμεσά μας κάποια που να δείχνει εμφανώς ότι είναι Άες Σεντάι, δεν θα τραβήξουμε την προσοχή, ειδικά από την άλλη άκρη του ποταμού». Η άποψή της για το τι έπρεπε να φοράει κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της στο πιο άγριο σημείο της πόλης, έτσι ώστε να μην την προσέξουν ανεπιθύμητα μάτια, ήταν ένα πλατύγυρο πράσινο καπέλο με φτερά βαμμένα στο ίδιο χρώμα, έναν ελαφρύ μανδύα για τη σκόνη από πράσινο λινό με κεντητές χρυσαφιές κορδέλες να κρέμονται στην πλάτη, κι ένα πράσινο χρυσοποίκιλτο μεταξωτό φόρεμα ιππασίας με ψηλό λαιμό και με το κέντημα να ανηφορίζει από το διαχωριστικό της φούστας και να δίνει έμφαση στο χαρακτηριστικό οβάλ ντεκολτέ που άφηνε το μισό στήθος εκτεθειμένο. Επίσης, φορούσε ένα από εκείνα τα περιδέραια για το γαμήλιο μαχαίρι. Η πλατιά ζώνη από πλεχτό χρυσάφι θα έκανε κάθε κλέφτη του Ράχαντ να νιώθει φαγούρα στην παλάμη του. Δεν κουβαλούσε κανένα όπλο, εκτός από ένα ζωσμένο μικρό μαχαίρι. Από την άλλη, τι όπλο να χρειαζόταν μια γυναίκα ικανή να διαβιβάσει; Βέβαια, καθεμία ξεχωριστά από εκείνες τις κόκκινες ζώνες είχε ένα κυρτό στιλέτο κρυμμένο από μέσα, όπως η ζώνη της Ρέναν από απλά επεξεργασμένο δέρμα.
Η Ρεάνε έβγαλε ένα μεγάλο καπέλο από γαλάζια ψάθα, το κοίταξε βλοσυρή κι έπειτα το ξαναφόρεσε, δένοντας πάλι τις κορδέλες. Δεν φαινόταν να την απασχολεί και πολύ ο τόνος της φωνής της Ηλαίην. Χαμογέλασε διστακτικά κι είπε κάπως άτολμα: «Και για ποιον λόγο νομίζει η Μέριλιλ Σεντάι πως λέμε ψέματα, Ηλαίην Σεντάι;»
«Όλες το πιστεύουν αυτό», είπε, ασθμαίνοντας σχεδόν, κάποια άλλη από αυτές που φορούσαν την κόκκινη ζώνη. Όλες τους ήταν ντυμένες με φορέματα Εμπουνταρινού στυλ, σε σεμνά χρώματα, με στενά ντεκολτέ και με φούστες σκιστές από τη μία μεριά, έτσι ώστε να αποκαλύπτουν τις στρώσεις που σχημάτιζε το μισοφόρι, αλλά μονάχα αυτή, κοκαλιάρα και με περισσότερες άσπρες παρά μαύρες τρίχες στα μακριά της μαλλιά, είχε την ελαιόχρωμη επιδερμίδα και τα σκούρα μάτια μιας Εμπουνταρινής. «Η Σάριθα Σεντάι με αποκάλεσε απροκάλυπτα ψεύτρα, αναφορικά με το πόσες είμαστε και...» Ένα βλοσυρό βλέμμα εκ μέρους της Ρεάνε κι η κοφτή προσταγή «Πάψε, Ταμάρλα» ήταν αρκετά για να μη συνεχίσει να μιλάει. Η Αφέντρα Κόρλυ μπορεί να ήταν έτοιμη να πέσει στα γόνατα και να δείξει υπέρμετρη δουλικότητα απέναντι σε μια Άες Σεντάι, έστω κι αν ήταν παιδάκι, αλλά με τις συντρόφισσές της ήταν εξαιρετικά αυστηρή.
Ο Ματ κοίταξε συνοφρυωμένος τα παράθυρα που έβλεπαν στην αυλή των στάβλων, όσα τουλάχιστον μπορούσε να δει από το σημείο που στεκόταν. Μερικά ήταν καλυμμένα με παραπετάσματα λευκού περίτεχνου σφυρήλατου σίδερου, ενώ άλλα με λευκά ξύλινα παραπετάσματα, περίπλοκα και σκαλιστά. Δεν ήταν πολύ πιθανόν να βρίσκεται η Τάυλιν εκεί, ούτε και να εμφανιζόταν στην αυλή των στάβλων. Είχε προσέξει πολύ να μην την ξυπνήσει ενόσω ντυνόταν. Επιπλέον, ήταν σίγουρο πως δεν θα προσπαθούσε να κάνει τίποτα εδώ. Έτσι πίστευε, τουλάχιστον. Από την άλλη, τίποτα δεν ήταν αδύνατον γι' αυτήν τη γυναίκα, η οποία είχε βάλει μισή ντουζίνα υπηρέτριες να τον τραβήξουν στους διαδρόμους το προηγούμενο βράδυ και να τον σύρουν μέχρι τα διαμερίσματά της. Η καταραμένη, τον μεταχειριζόταν σαν να ήταν παιχνιδάκι! Δεν θα το ανεχόταν άλλο. Με τίποτα. Μα το Φως, ποιον προσπαθούσε να ξεγελάσει; Αν δεν άρπαζαν το Κύπελλο των Ανέμων και δεν έφευγαν το γρηγορότερο από το Έμπου Νταρ, η Τάυλιν θα τον συλλάμβανε και θα τον αποκαλούσε ξανά «πιτσουνάκι» της το βράδυ.
«Οφείλεται στις ηλικίες σας, Ρεάνε». Η Ηλαίην δεν ακουγόταν ακριβώς διστακτική -ποτέ δεν ήταν, άλλωστε- αλλά ο τόνος της φωνής της είχε μια χροιά επιφυλακτικότητας. «Θεωρείται αγένεια ανάμεσα στις Άες Σεντάι να αναφέρονται σε τέτοια θέματα, αλλά... Ρεάνε, είναι προφανές πως καμία Άες Σεντάι από το Τσάκισμα και μετά δεν έχει ζήσει τόσο πολύ, όσο ισχυρίζεστε ότι ζείτε εσείς, στον Πλεχτό Κύκλο». Με αυτό το παράξενο όνομα αποκαλούσε το Σόι το κυβερνητικό συμβούλιο. «Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπερβαίνει τα εκατό χρόνια». Οι γυναίκες με τις κόκκινες ζώνες έμειναν με το στόμα ανοιχτό και με τα μάτια γουρλωμένα. Μια λεπτόκορμη καστανομάτα με απαλά μελένια μαλλιά άφησε ένα νευρικό γελάκι και κάλυψε αμέσως το στόμα της στην απότομη αντίδραση της Ρεάνε. «Φαμέλ!»
«Δεν είναι δυνατόν», είπε άτονα η Ρεάνε στην Ηλαίην. «Οι Άες Σεντάι σίγουρα θα...»
«Καλημέρα», είπε ο Ματ, βγαίνοντας από το παραπέτασμα των φυτών. Η όλη συζήτηση ήταν ανόητη· ήταν πασίγνωστο ότι οι Άες Σεντάι ζούσαν περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο. Αντί να χάνουν χρόνο εδώ, θα έπρεπε να είχαν ήδη ξεκινήσει για το Ράχαντ. «Πού είναι ο Θομ με τον Τζούιλιν; Κι η Νυνάβε;» Έπρεπε να είχε επιστρέψει από την προηγούμενη νύχτα, αλλιώς η Ηλαίην θα ταραζόταν πολύ. «Αίμα και στάχτες, ούτε την Μπιργκίτε βλέπω. Πρέπει να φύγουμε το συντομότερο, Ηλαίην. Θα έρθει η Αβιέντα;»
Η Ηλαίην τον κοίταξε κάπως βλοσυρή, ρίχνοντας πεταχτές ματιές προς το μέρος της Ρεάνε, κι ο Ματ κατάλαβε ότι ήταν έτοιμη να αποφασίσει πώς θα συμπεριφερόταν απέναντι του. Η απλή αθωότητα θα έκανε κακό στην υπόληψή της απέναντι σε ετούτες τις γυναίκες, αλλά το ίδιο θα γινόταν κι απέναντί του, αν του χαμογελούσε. Η Ηλαίην, ωστόσο, πίστευε ανέκαθεν πως το χαμόγελο επιτυγχάνει εκεί που όλα τα υπόλοιπα αποτυγχάνουν. Ανασήκωσε ελαφρά το πηγούνι της. «Ο Θομ κι ο Τζούιλιν βοηθούν την Αβιέντα και την Μπιργκίτε στην παρακολούθηση του αρχοντικού του Καρίντιν, Ματ». Να μια Κόρη-Διάδοχος σε όλο της μεγαλείο. Ίσως όχι εντελώς, μια κι η Ηλαίην γνώριζε την αντίδραση του Ματ σ' αυτό, αλλά η φωνή της ήταν γεμάτη σιγουριά, η γαλάζια ματιά της ψυχρή κι αποφασιστική και το χαριτωμένο της πρόσωπο παγερό και γεμάτο αλαζονεία. Υπήρχε, άραγε, γυναίκα στον κόσμο που να μην ήταν πολυσχιδής; «Η Νυνάβε θα έρθει σύντομα. Δεν υπάρχει λόγος να έρθεις κι εσύ, Ματ. Ο Ναλέσεν κι οι στρατιώτες σου είναι υπεραρκετοί για να εκτελέσουν χρέη σωματοφυλακής. Μπορείς να μείνεις εδώ, στο παλάτι, και να περάσεις όσο καλύτερα γίνεται μέχρι να επιστρέψουμε».
«Στον Καρίντιν!» αναφώνησε ο Ματ. «Ηλαίην, δεν βρισκόμαστε στο Έμπου Νταρ για να κανονίσουμε τους λογαριασμούς μας με τον Καρίντιν. Παίρνουμε το Κύπελλο και κατόπιν, εσύ ή η Νυνάβε, φτιάχνετε μια πύλη κι αναχωρούμε. Γίνομαι κατανοητός; Θα έρθω μαζί σου στο Ράχαντ». Άκου, να περάσει καλά! Μόνο το Φως ξέρει τι θα σκαρφιζόταν γι' αυτόν η Τάυλιν, αν έμενε όλη μέρα στο παλάτι. Και μόνο η σκέψη τον έκανε να θέλει να γελάσει υστερικά.
Παγερά βλέμματα τον κάρφωσαν από τη μεριά των Σοφών. Η εύσαρκη Σουμέκο σούφρωσε τα χείλη της θυμωμένη, ενώ η Μελόρ, μια παχουλή μεσήλικη Ντομανή, το στήθος της οποίας είχε απολαύσει οπτικά την προηγούμενη μέρα, ακούμπησε τις γροθιές της πάνω στους γοφούς της, με πρόσωπο συννεφιασμένο. Έπρεπε να έχουν καταλάβει από χτες κιόλας πως οι Άες Σεντάι δεν τον φόβιζαν, αλλά ακόμα κι η Ρεάνε τον κοιτούσε τόσο κατσούφικα, ώστε ο Ματ υποψιάστηκε για μια στιγμή πως ήταν έτοιμη να τον αρπάξει από το αυτί. Προφανώς, αν όλες τους έδειχναν υπέρμετρο ζήλο για τις Άες Σεντάι, το ίδιο θα έκανε κι οποιοσδήποτε άλλος.
Η Ηλαίην ήταν φανερά αναποφάσιστη. Τα χείλη της ήταν σφιγμένα, αλλά ο ίδιος έπρεπε να την κάνει να καταλάβει ένα πράγμα. Ήταν πολύ έξυπνη για να συνεχίσει κάτι που σίγουρα δεν θα λειτουργούσε. Από την άλλη, όσο και να προσπαθούσε, παρέμενε αρκετά ψηλομύτα. Οι υπόλοιπες γυναίκες απλά παρακολουθούσαν. «Ματ, ξέρεις καλά πως δεν μπορούμε να φύγουμε, αν δεν χρησιμοποιήσουμε το Κύπελλο πρώτα». Το αγέρωχο πηγούνι έμεινε υψωμένο, κι ο τόνος της φωνής της ήταν ένα μείγμα εξήγησης κι απλής κουβέντας. «Μπορεί να μας πάρει μέρες μέχρι να βεβαιωθούμε με ποιον τρόπο πρέπει να χρησιμοποιηθεί, μισή βδομάδα ή και παραπάνω, κι, αν στο μεταξύ τελειώσουμε με το θέμα του Καρίντιν, τόσο το καλύτερο». Η φωνή της έγινε κάπως κροταλιστή στην αναφορά του ονόματος του Λευκομανδίτη, τόσο που θα έλεγε κανείς πως είχε προηγούμενα μαζί του. Όμως κάτι άλλο ξεπήδησε στο μυαλό της, βάζοντας τέλος στον ειρμό των σκέψεών της.
«Μισή βδομάδα!» Νιώθοντας πνιγμένος, ο Ματ έβαλε το δάχτυλο του πίσω από το μαντίλι που ήταν τυλιγμένο στον λαιμό του και το τράβηξε, για να το χαλαρώσει. Η Τάυλιν είχε χρησιμοποιήσει αυτό το κομμάτι από μαύρο μετάξι για να του δέσει τα χέρια την προηγούμενη νύχτα, προτού εκείνος αντιληφθεί τι ακριβώς έκανε. Μισή βδομάδα. Ίσως και παραπάνω! Παρά την προσπάθειά του να συγκρατηθεί, η φωνή του είχε μια χροιά πανικού. «Ηλαίην, είμαι σίγουρος πως μπορείς να χρησιμοποιήσεις κι αλλού το Κύπελλο. Δεν χρειάζεται να βρισκόμαστε εδώ σώνει και καλά. Η Εγκουέν θέλει να γυρίσεις πίσω το συντομότερο. Πάω στοίχημα πως μπορεί να το αναθέσει σε έναν δυο φίλους της». Απ' όσο είχε καταλάβει, μπορούσε να το αναθέσει σε μερικές εκατοντάδες. Όταν θα επέστρεφε τις γυναίκες, ίσως η Εγκουέν να εγκατέλειπε αυτές τις ανοησίες περί κατοχής της Έδρας της Άμερλιν και να τον άφηνε να την οδηγήσει στον Ραντ, μαζί με την Ηλαίην, τη Νυνάβε και την Αβιέντα. «Και τι θα γίνει με τον Ραντ, Ηλαίην; Το Κάεμλυν. Ο Θρόνος του Λιονταριού. Αίμα και στάχτες, Ηλαίην, ξέρεις πολύ καλά πως πρέπει να φτάσεις στο Κάεμλυν όσο πιο γρήγορα γίνεται, έτσι ώστε να μπορέσει ο Ραντ να σε ανεβάσει στον Θρόνο του Λιονταριού». Για κάποιον λόγο, το πρόσωπό της σκοτείνιασε στο άκουσμα αυτής της λέξης και τα μάτια της άστραψαν. Ο Ματ θα μπορούσε κάλλιστα να σκεφτεί πως ήταν αγανακτισμένη, αν κι αναίτια.
Άνοιξε το στόμα της θυμωμένη, με σκοπό να του απαντήσει μόλις τελείωνε την πρότασή του, κι αυτός ετοιμάστηκε να ακούσει τις υποσχέσεις της. Δεν έδινε δεκάρα τι εντύπωση θα σχημάτιζε στα μάτια της Ρεάνε και των υπολοίπων. Τα πρόσωπά τους μαρτυρούσαν πως, στη θέση της, θα τον είχαν κατσαδιάσει για τα καλά.
Πριν όμως προλάβει κανείς να μιλήσει, μια στρουμπουλή γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, ντυμένη με τη λιβρέα του Οίκου Μίτσομπαρ, έκανε μια υπόκλιση, πρώτα προς το μέρος της Ηλαίην, ύστερα προς το μέρος των γυναικών με την κόκκινη ζώνη και τελικά προς εκείνον. «Η Βασίλισσα Τάυλιν σάς στέλνει αυτό, Άρχοντα Κώθον», είπε η Λαρέν, δίνοντάς του ένα καλάθι με ένα ριγωτό ύφασμα ριγμένο πάνω από το περιεχόμενό του, και με μικρά κόκκινα λουλούδια πλεγμένα γύρω από τη λαβή του. «Δεν πήρες πρωινό και πρέπει να έχεις δυνάμεις».
Τα μάγουλα του Ματ φούντωσαν. Η γυναίκα απλώς τον κοίταξε, αν και τον είχε προσέξει καλύτερα από τότε που τον είχε οδηγήσει για πρώτη φορά στα δώματα της Τάυλιν. Πολύ καλύτερα. Του είχε φέρει το δείπνο του σε έναν δίσκο, χτες το βράδυ, όταν αυτός προσπαθούσε να κρυφτεί κάτω από τα μεταξωτά σεντόνια. Δεν τις καταλάβαινε. Οι γυναίκες αυτές τον έκαναν να αναπηδά ξαφνιασμένος και να κοκκινίζει σαν κοριτσάκι. Δεν τις καταλάβαινε καθόλου.
«Είσαι σίγουρος πως δεν προτιμάς να μείνεις εδώ;» ρώτησε η Ηλαίην. «Η Τάυλιν θα ευχαριστηθεί να πάρετε μαζί πρωινό. Η Βασίλισσα λέει πως σε βρίσκει ιδιαίτερα διασκεδαστικό, αβρόφρονα κι υπάκουο», πρόσθεσε με μια αμφιβολία στον τόνο της φωνής της.
Ο Ματ κατευθύνθηκε στις άμαξες κρατώντας στο ένα χέρι το καλάθι και στο άλλο το ασανταρέι.
«Τόσο ντροπαλοί είναι οι βόρειοι;» ρώτησε η Λαρέν.
Ο Ματ ρισκάρισε ένα βλέμμα πάνω από τον ώμο του και ξεφύσησε με ανακούφιση. Η υπηρέτρια τακτοποίησε τη φούστα της και χάθηκε πίσω από το φυτικό παραπέτασμα, ενώ η Ηλαίην έκανε νόημα στη Ρεάνε και στις Σοφές να φτιάξουν έναν κύκλο γύρω της. Ο Ματ, ωστόσο, ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Οι γυναίκες θα ήταν ο θάνατός του.
Πλησίασε την πιο κοντινή άμαξα κι άφησε το καλάθι μπροστά στον Μπέσλαν, που καθόταν στο σκαλοπάτι της, με το ηλιόφως να αντανακλά στη στενή λάμα του ξίφους του καθώς εκείνος κοιτούσε εξεταστικά την κόψη της. «Τι κάνεις εδώ;» αναφώνησε ο Ματ.
Ο Μπέσλαν θηκάρωσε το σπαθί του κι ένα πλατύ μειδίαμα ξεπήδησε στο πρόσωπό του. «Θα έρθω μαζί σου στο Ράχαντ. Νομίζω πως θα έχει περισσότερη πλάκα εκεί».
«Το καλό που του θέλω», είπε ο Ναλέσεν, ενώ χασμουριόταν, κρατώντας την παλάμη μπροστά στο στόμα του. «Δεν κοιμήθηκα καλά τη νύχτα και τώρα θέλετε να με πάρετε από δω τη στιγμή που υπάρχουν τριγύρω τόσες Θαλασσινές». Ο Βάνιν ανασηκώθηκε στην κορυφή του βαρελιού, έριξε μια ματιά τριγύρω, δεν παρατήρησε τίποτα ενδιαφέρον και ξανάπεσε πίσω με τα μάτια κλειστά.
«Δεν θα έχει καθόλου πλάκα, όσο περνάει από το χέρι μου», μουρμούρισε ο Ματ. Τι είπε ο Ναλέσεν; Ότι εκείνος δεν κοιμήθηκε καλά; Χα! Ήταν όλοι τους έξω και διασκέδαζαν στο πανηγύρι. Όχι πως κι ο ίδιος δεν είχε περάσει σχετικά καλά, εξαιρώντας το γεγονός ότι βρισκόταν με μια γυναίκα που τον θεωρούσε μαριονέτα. «Θαλασσινές, είπες;»
«Όταν επέστρεψε χτες το βράδυ η Νυνάβε Σεντάι, έφερε μαζί της καμιά ντουζίνα από δαύτες, ίσως και περισσότερες, Ματ». Ο Μπέσλαν ξεφύσησε κι έκανε με τα χέρια του διάφορες κινήσεις. «Αν έβλεπες τον τρόπο που κινούνταν...»
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Η Τάυλιν τού είχε κάνει το μυαλό σούπα. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην τού είχαν μιλήσει για τις Ανεμοσκόπους, απρόθυμα και κατόπιν όρκου του για άκρα μυστικότητα, αφού πρώτα είχαν προσπαθήσει να του αποκρύψουν πού ήθελε να πάει η Νυνάβε και με ποιον σκοπό. Δεν αισθάνθηκαν την παραμικρή ντροπή για αυτήν την προσπάθεια. «Οι γυναίκες κρατούν τις υποσχέσεις τους με τον δικό τους τρόπο», έλεγε η παροιμία. Τώρα που το σκεφτόταν, ο Λόουτιν κι ο Μπέλβιν δεν ήταν μαζί με τους υπόλοιπους Κοκκινόχερους. Ίσως η Νυνάβε να σκέφτηκε πως θα μπορούσε να επανορθώσει κρατώντας τους μαζί της. «.. .Με τον δικό τους τρόπο». Αν, όμως, είχε φέρει ήδη στο παλάτι τις Ανεμοσκόπους, σίγουρα δεν θα χρειαζόταν μισή βδομάδα για να χρησιμοποιήσουν το Κύπελλο. Μα το Φως, έλεος!
Λες κι η σκέψη του είχε λειτουργήσει ως επίκληση, η Νυνάβε εμφανίστηκε μέσα από το προπέτασμα των φυτών, κατευθυνόμενη προς την αυλή των στάβλων. Ο Ματ έμεινε με το στόμα ανοικτό. Ο ψηλός άντρας με τον σκουροπράσινο μανδύα, που την κρατούσε αγκαζέ, ήταν ο Λαν! Ή, μάλλον, εκείνη τον κρατούσε, προσκολλημένη επάνω του και με τα δύο χέρια και χαμογελώντας του. Αν επρόκειτο για οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, ο Ματ θα έλεγε πως ήταν ερωτοχτυπημένη, αλλά εδώ επρόκειτο για τη Νυνάβε.
Η γυναίκα, μόλις αντιλήφθηκε πού βρισκόταν, ξαφνιάστηκε κι έκανε ένα βιαστικό βήμα στο πλάι, αν κι εξακολουθούσε να κρατάει το χέρι του Λαν. Η ενδυματολογική επιλογή της δεν ήταν καλύτερη από της Ηλαίην· φορούσε ένα γαλάζιο μεταξωτό με πράσινα κεντήματα και με αρκετά χαμηλό ντεκολτέ, ώστε να αναδεικνύει ένα βαρύ χρυσό δαχτυλίδι, το οποίο κάλλιστα θα χωρούσε και στους δυο της αντίχειρες, αλλά που τώρα κρεμόταν στη σχισμή του στήθους της από μια λεπτή χρυσή αλυσίδα. Το πλατύγυρο καπέλο, το οποίο κρατούσε από τις λυτές του κορδέλες, ήταν στολισμένο με μπλε φτερά, ενώ ο μανδύας για τη σκόνη ήταν από πράσινο λινό διανθισμένο με γαλάζιες λεπτομέρειες. Μαζί με την Ηλαίην, έκαναν τις υπόλοιπες γυναίκες να μοιάζουν ατημέλητες μέσα στις μάλλινες φορεσιές τους.
Πάντως, άσχετα αν πριν από ένα λεπτό είχε μάτια μόνο για τον Λαν, τώρα έμοιαζε να έχει ανακτήσει την ψυχραιμία της και βάλθηκε να τακτοποιεί την πλεξούδα της. «Πήγαινε με τους άλλους, Λαν», είπε επιτακτικά, «και μπορούμε να φύγουμε. Οι τέσσερις τελευταίες άμαξες είναι για τους άντρες».
«Όπως επιθυμείς», αποκρίθηκε ο Λαν, κι υποκλίθηκε με το χέρι στη λαβή του σπαθιού του.
Τον παρακολουθούσε να βαδίζει προς το μέρος του Ματ με μια έκφραση απορίας, αδυνατώντας προφανώς να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να της δείχνει τόσο τυφλή υπακοή, αλλά την επόμενη στιγμή έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της και ξαναβρήκε τον επιθετικό της εαυτό. Συγκέντρωσε την Ηλαίην και τις υπόλοιπες και τις οδήγησε προς το μέρος των δύο πρώτων αμαξών, σαν να ήταν κοπάδι από χήνες. Από τον τρόπο που φώναζε για να ανοίξουν τις πόρτες των στάβλων, κανείς δεν θα υποπτευόταν πως εξαιτίας της υπήρχε αυτή η καθυστέρηση στην αναχώρησή τους. Φώναζε ακόμα και στους οδηγούς, παροτρύνοντάς τους να αρπάξουν τα γκέμια και να χρησιμοποιούν τα μακριά τους καμτσίκια. Ήταν θαύμα που περίμεναν μέχρι και τον τελευταίο να ανέβει στις άμαξες.
Σκαρφαλώνοντας αδέξια, πίσω από τον Λαν, τον Ναλέσεν και τον Μπέσλαν στην τρίτη άμαξα, ο Ματ ακούμπησε τη λόγχη του διαγώνια στην πόρτα και κάθισε κάτω, έχοντας το καλάθι στα γόνατά του, καθώς η άμαξα ξεκίνησε. «Από πού ήρθες, Λαν;» ρώτησε μιλώντας δυνατά, αφού είχαν γίνει οι συστάσεις. «Μόνο εσένα δεν περίμενα να δω. Πού ήσουν; Μα το Φως, νόμιζα πως είχες πεθάνει κι, απ' όσο ξέρω, το ίδιο πιστεύει κι ο Ραντ, γι' αυτό ανέθεσε στη Νυνάβε να σε βρει. Γιατί, στο Φως, το έκανες αυτό;»
Ο Πρόμαχος με το πέτρινο πρόσωπο φάνηκε να σκέφτεται σε ποια ερώτηση να απαντούσε πρώτα. «Η Νυνάβε κι εγώ παντρευτήκαμε χτες το βράδυ παρουσία της Κυράς των Πλοίων», είπε τελικά. «Οι Άθα'αν Μιέρε έχουν μερικά... ασυνήθιστα... έθιμα σχετικά με τον γάμο. Υπήρξαν εκπλήξεις και για τους δυο μας». Ένα αδιόρατο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του κι ο άντρας ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους του. Προφανώς, αυτή ήταν κι η μόνη απάντηση που σκόπευε να δώσει.
«Το Φως να ευλογεί εσένα και τη σύζυγο σου», μουρμούρισε ευγενικά ο Μπέσλαν με μια υποψία υπόκλισης, όσο τουλάχιστον του επέτρεπε ο περιορισμένος χώρος της άμαξας. Ο Ναλέσεν είπε κάτι μέσα από τα δόντια του, αν και, κρίνοντας από την έκφρασή του, ήταν προφανές πως πίστευε ότι ο Λαν είχε τρελαθεί. Ο Ναλέσεν ήξερε πάρα πολύ καλά τι σήμαινε να είναι κάποιος για πολύ καιρό μαζί με τη Νυνάβε.
Ο Ματ παρέμενε καθιστός, παραδέρνοντας στη λικνιστή κίνηση της άμαξας και κοιτώντας στο πουθενά. Η Νυνάβε παντρεμένη με τον Λαν; Ο άνθρωπος ήταν όντως τρελός. Δεν ήταν να απορεί κανείς που είχε τόσο μελαγχολικό βλέμμα. Ο Ματ θα προτιμούσε να βάλει μια λυσσασμένη αλεπού κάτω από την πουκαμίσα του. Μόνο οι τρελοί παντρεύονται, και μόνο ένας παρανοϊκός θα παντρευόταν τη Νυνάβε.
Ακόμη κι αν ο Λαν παρατήρησε πως δεν είχαν χαρεί όλοι τους ιδιαίτερα, δεν το έδειξε. Εκτός από τα μάτια του, δεν είχε αλλάξει καθόλου από τότε που τον θυμόταν ο Ματ. Ίσως είχε γίνει κάπως πιο σκληρός, αν, δηλαδή, αυτό ήταν δυνατόν. «Υπάρχει και κάτι άλλο, πιο σημαντικό», είπε ο Λαν. «Η Νυνάβε δεν επιθυμεί να το μάθεις, Ματ, αλλά πρέπει να το ακούσεις. Οι δύο άντρες σου είναι νεκροί. Τους σκότωσε η Μογκέντιεν. Λυπάμαι πολύ. Αν σε παρηγορεί κάπως, σου λέω πως πέθαναν πριν καλά-καλά το καταλάβουν. Η Νυνάβε πιστεύει πως η Μογκέντιεν πρέπει να έφυγε, αλλιώς θα ξαναπροσπαθούσε, αλλά εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρος. Φαίνεται πως έχει προσωπικές διαφορές με τη Νυνάβε, αν κι η Νυνάβε απέφυγε να μου αναφέρει γιατί». Ο Λαν χαμογέλασε ξανά, παρ' όλο που δεν φάνηκε να το συνειδητοποιεί. «Δεν μου είπε πολλά πράγματα, αλλά δεν έχει σημασία. Καλύτερα να μάθουμε τι μπορεί να αντιμετωπίσουμε πέρα από το ποτάμι».
«Η Μογκέντιεν», είπε ο Μπέσλαν παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και με τα μάτια του να λάμπουν. Ίσως να έβρισκε ότι είχε πλάκα.
«Η Μογκέντιεν», επανέλαβε κι ο Ναλέσεν, πιότερο γρυλίζοντας παρά μιλώντας, και τίναξε το μυτερό του γένι.
«Αυτές οι καταραμένες γυναίκες που σου ανάβουν φωτιές», μουρμούρισε ο Ματ.
«Ελπίζω να μη συμπεριλαμβάνεις και τη γυναίκα μου ανάμεσά τους», είπε ψυχρά ο Λαν, με το ένα του χέρι στη λαβή του σπαθιού του, κι ο Ματ ανασήκωσε γρήγορα και τα δυο του χέρια.
«Όχι, βέβαια. Μόνο την Ηλαίην και... και το Σόι».
Μια στιγμή αργότερα, ο Λαν ένευσε κι ο Ματ ξεφύσησε ανακουφισμένος. Η Νυνάβε δεν το είχε σε τίποτα να βάλει τον σύζυγό της —τον ίδιο της τον σύζυγο— να τον σκοτώσει, κι από την άλλη να κρατήσει κρυφό το γεγονός ότι κάποια από τους Αποδιωγμένους ίσως κυκλοφορούσε στην πόλη. Ακόμα κι η ίδια η Μογκέντιεν δεν τον φόβιζε πολύ, από τη στιγμή που φορούσε στον λαιμό του την αλεπουδοκεφαλή, αλλά το μενταγιόν ήταν ανίκανο να προστατέψει τον Ναλέσεν και τους υπόλοιπους, κάτι που, αναμφίβολα, πίστευαν πως μπορούσαν να κάνουν η Νυνάβε με την Ηλαίην. Τον άφησαν να φέρει τους Κοκκινόχερους, ενώ ταυτόχρονα γελούσαν εις βάρος του...
«Δεν θα διαβάσεις το μήνυμα της μητέρας μου, Ματ;»
Μέχρι που το ανέφερε ο Μπέσλαν, δεν είχε αντιληφθεί πως, χωμένο μεταξύ του καλαθιού και του ριγωτού υφάσματος, υπήρχε ένα μικρό διπλωμένο χαρτάκι, πάνω στο οποίο μόλις που διακρινόταν τυπωμένη η πράσινη βούλα με την Άγκυρα και το Ξίφος.
Έσπασε με τον αντίχειρά του την κέρινη βούλα και ξεδίπλωσε τη σελίδα, κρατώντας τη με τρόπο που εμπόδιζε τον Μπέσλαν να δει τι ήταν γραμμένο. Βέβαια, λαμβάνοντας κανείς υπ' όψιν τη γνώμη του νεαρού για διάφορα ζητήματα, ίσως και να μην είχε σημασία. Σε κάθε περίπτωση, ο Ματ χάρηκε που τα μόνα μάτια τα οποία είδαν αυτό το κείμενο ήταν τα δικά του. Ωστόσο, η κάθε σειρά έκανε την καρδιά του να βουλιάζει όλο και περισσότερο.
Γλυκέ μου Ματ,
Έβαλα να φέρουν τα πράγματά σου στα διαμερίσματά μου. Έτσι είναι πιο βολικά. Μέχρι να επιστρέψεις, η Ρισέλ θα είναι στο παλιό σου δωμάτιο φροντίζοντας τον νεαρό Όλβερ. Φαίνεται πως απολαμβάνει τη συντροφιά της.
Έδωσα εντολή να έρθουν οι ράφτρες, για να σου πάρουν μέτρα. Πολύ θα μου άρεσε να παρακολουθήσω τη διαδικασία. Πρέπει να φοράς πιο κοντό πανωφόρι και καινούργιο παντελόνι, φυσικά. Έχεις υπέροχα οπίσθια. Δεν μου λες, παπάκι μου, ποια είναι αυτή η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών που σε έκανα να θυμηθείς; Σκέφτηκα μερικούς καταπληκτικούς τρόπους ώστε να σε αναγκάσω να μου πεις.
Σχεδόν όλοι τον κοιτούσαν με προσμονή. Ο Λαν απλώς είχε στρέψει το βλέμμα του επάνω του, αλλά η ματιά του ήταν κάπως πιο φοβισμένη από των υπολοίπων. Είχε ένα βλέμμα σχεδόν... νεκρό.
«Η Βασίλισσα πιστεύει πως χρειάζομαι καινούργια ρούχα», είπε ο Ματ χώνοντας το σημείωμα στην τσέπη του πανωφοριού του. «Μου φαίνεται πως θα πάρω έναν υπνάκο». Τράβηξε το γείσο του καπέλου του πάνω στα μάτια του, αλλά δεν τα έκλεισε. Αφέθηκε να κοιτάει έξω από το παράθυρο, όπου η τραβηγμένη κουρτίνα άφηνε να περνούν στο εσωτερικό περιστασιακά συννεφάκια σκόνης. Άφηνε όμως να περνάει κι αέρας, κάτι πολύ καλύτερο από την κάψα της κλειστής άμαξας.
Η Μογκέντιεν κι η Τάυλιν. Από τις δύο, προτιμούσε να αντιμετωπίσει τη Μογκέντιεν. Άγγιξε την αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν στον ανοιχτό λαιμό της πουκαμίσας του. Αν μη τι άλλο, είχε κάποια προστασία απέναντί της. Ενάντια στην Τάυλιν, όμως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο απ' αυτό που έκανε στην Κόρη των καταραμένων Εννέα Φεγγαριών, όποια κι αν ήταν αυτή. Αν δεν έβρισκε τρόπο να κάνει την Ηλαίην και τη Νυνάβε να φύγουν από το Έμπου Νταρ προτού πέσει η νύχτα, όλος ο κόσμος θα μάθαινε τα πάντα. Βλοσυρός, κατέβασε κι άλλο το καπέλο του. Αυτές οι φλογερές γυναίκες όντως τον έκαναν να φέρεται σαν κοριτσάκι. Φοβόταν πως, πολύ σύντομα, ίσως έβαζε τα κλάματα.