Καθισμένη σταυροπόδι στο κρεβάτι του, η Μιν παρατηρούσε τον Ραντ, ο οποίος είχε βγάλει το πανωφόρι του και το είχε παραπετάξει ανάμεσα στα άλλα του ρούχα, στη μεγάλη ντουλάπα με τη φιλντισένια διακόσμηση. Πώς μπορούσε να κοιμάται σ' αυτό το δωμάτιο, με όλα αυτά τα μαύρα βαριά έπιπλα; Ένα μέρος του εαυτού της σκέφτηκε αφηρημένα να τα βγάλει έξω και να τα αντικαταστήσει με μερικά σκαλιστά, ελαφρά επιχρυσωμένα κομμάτια που είχε δει στο Κάεμλυν, καθώς και με ωχρές κουρτίνες και λινά, που κι ο ίδιος θα έβρισκε λιγότερο καταθλιπτικά. Παράξενο. Ποτέ της δεν είχε ενδιαφερθεί με οποιονδήποτε τρόπο για έπιπλα ή για κουρτίνες. Ωστόσο, ειδικά αυτή η ταπετσαρία που απεικόνιζε μια μάχη —έναν απομονωμένο ξιφομάχο, κυκλωμένο από εχθρούς έτοιμους να τον συντρίψουν- έπρεπε να φύγει. Κατά κύριο λόγο, όμως, η Μιν παρατηρούσε εκείνον.
Υπήρχε ένα επίμονο βλέμμα στα γαλάζια μάτια του, έτσι όπως αντικαθρέφτιζαν το πρωινό, κι η χιονένια του πουκαμίσα τεντώθηκε πάνω στη φαρδιά του πλάτη όταν γύρισε να απλώσει το χέρι του βαθιά, στο εσωτερικό της ντουλάπας. Είχε πολύ καλοσχηματισμένα πόδια και γεροδεμένες κνήμες, που αναδεικνύονταν μέσα από το σκούρο εφαρμοστό παντελόνι, ενώ οι μπότες του ήταν αναποδογυρισμένες. Κάποιες φορές, το βλέμμα του γινόταν βλοσυρό, και περνούσε τα δάχτυλά του σαν χτένα μέσα από τα σκουροκόκκινα μαλλιά του. Όσο και να τα χτένιζε, δεν θα έστρωναν. Επέμεναν να κατσαρώνουν ελαφρά γύρω από τα αυτιά και στη βάση του αυχένα του. Η Μιν δεν ανήκε σ’ εκείνη την ανόητη κατηγορία γυναικών που έδιναν σε έναν άντρα το μυαλό τους και την καρδιά τους. Απλώς, μερικές φορές δυσκολευόταν να σκεφτεί ξεκάθαρα όταν βρισκόταν πλάι του. Αυτό ήταν όλο.
Το ένα κεντητό πανωφόρι μετά το άλλο πετάγονταν έξω και προσγειώνονταν στο πάτωμα, πάνω από το ρούχο που είχε φορέσει στο πλοίο των Θαλασσινών. Άραγε, οι διαπραγματεύσεις κυλούσαν έστω και σχετικά καλά, παρά την απουσία του τα'βίρεν; Μακάρι να είχε η Μιν μια ολοκληρωμένη και χρήσιμη εικόνα των Θαλασσινών. Στα μάτια της, οι εικόνες κι οι πολύχρωμες αύρες εξακολουθούσαν να χορεύουν γύρω από τον Ραντ. Οι περισσότερες χάνονταν προτού μπορέσει να τις αντιληφθεί. Μόνο μία παρέμενε ακατανόητη προς το παρόν. Μια εικόνα που ερχόταν κι έφευγε εκατό φορές τη μέρα, κι όποτε ήταν παρόντες ο Ματ ή ο Πέριν, τους περιέκλειε κι αυτούς, μερικές φορές κι άλλους ακόμα. Μια πελώρια σκιά καραδοκούσε πάνω από τον Ραντ, μια σκιά που κατάπινε κατά χιλιάδες μικροσκοπικά φώτα, όμοια με πυγολαμπίδες που έπεφταν επάνω του σε μια προσπάθεια να γεμίσουν το σκοτάδι. Σήμερα, οι πυγολαμπίδες έμοιαζαν να είναι άπειρες, αλλά κι η σκιά φάνταζε μεγαλύτερη. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η εικόνα συμβόλιζε τη μάχη του με τη Σκιά, αλλά σχεδόν ποτέ δεν ήθελε να μάθει την εξέλιξή της. Όχι ότι η Μιν ήξερε, εκτός του ότι η σκιά φαινόταν να κερδίζει τη μάχη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Η γυναίκα ξεφύσησε με ανακούφιση όταν είδε την εικόνα να χάνεται.
Μια αδιόρατη σουβλιά ενοχής την έκανε να μετακινηθεί στη θέση της, πάνω στο κλινοσκέπασμα. Δεν του είχε πει ακριβώς ψέματα όταν εκείνος ζήτησε να του περιγράψει όσες εικόνες είχε κρατήσει μυστικές. Καθόλου, μάλιστα. Τι νόημα είχε να του πει πως ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα αποτύγχανε χωρίς να έχει δίπλα του μια γυναίκα νεκρή από καιρό; Ούτως ή άλλως, απογοητευόταν πολύ εύκολα. Έπρεπε να του κρατά ψηλά το ηθικό, να του θυμίζει πώς είναι να γελά κανείς. Εκτός κι αν...
«Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα, Ραντ». Ίσως αυτό που έλεγε να ήταν λάθος. Οι άντρες ήταν παράξενα πλάσματα από πολλές απόψεις· τη μια στιγμή άκουγαν μια λογική συμβουλή, και την επόμενη έκαναν το αντίθετο, μάλιστα επί τούτου. Πάντως, για κάποιον λόγο, ένιωθε... προστατευτική... απέναντι σ' αυτόν τον πανύψηλο άντρα, ο οποίος πιθανότατα θα μπορούσε να την ανασηκώσει με το ένα του χέρι. Και χωρίς να διαβιβάσει.
«Είναι θαυμάσια ιδέα», είπε ο Ραντ, αφήνοντας κάτω ένα μπλε πανωφόρι με ασημί κέντημα. «Είμαι τα'βίρεν, κι η σημερινή ημέρα φαίνεται να λειτουργεί υπέρ μου». Άλλο ένα πανωφόρι, αυτήν τη φορά πράσινο και με χρυσαφί κέντημα, προσγειώθηκε στο πάτωμα.
«Μήπως είναι καλύτερα να με παρηγορήσεις ξανά;»
Ο Ραντ μαρμάρωσε στη θέση του, κοιτώντας την ενώ κρατούσε αφηρημένα στα χέρια του ένα κόκκινο αργυροστόλιστο πανωφόρι. Η Μιν ήλπιζε να μην είχε κοκκινίσει. Παρηγοριά. Πού της ήρθε τώρα αυτή η ιδέα; αναρωτήθηκε σιωπηλά. Οι θείες που την είχαν αναθρέψει ήταν αξιαγάπητες κι ευγενικές γυναίκες, αλλά είχαν μια ακλόνητη αντίληψη για την έννοια της σωστής συμπεριφοράς. Δεν ενέκριναν να φοράει παντελόνια ή να δουλεύει στους στάβλους, μια δουλειά που αγαπούσε πολύ, μια και την έφερνε σε επαφή με άλογα. Και, φυσικά, ούτε ρώτημα για το πώς θα ερμήνευαν τη λέξη παρηγοριά με έναν άντρα τον οποίο δεν είχε παντρευτεί καν. Αν το ανακάλυπταν, ήταν ικανές να έρθουν από το Μπάερλον για να την ξυλοφορτώσουν. Κι εκείνον, φυσικά.
«Θα... θα χρειαστεί να βρίσκομαι σε διαρκή κίνηση, όσο είμαι σίγουρος ότι εξακολουθεί να λειτουργεί θετικά», της αποκρίθηκε αργά κι έπειτα στράφηκε και πάλι στην ντουλάπα. «Αυτό μου κάνει», αναφώνησε, τραβώντας ένα απλό πανωφόρι από πράσινο μαλλί. «Δεν ήξερα πως βρίσκεται εδώ».
Ήταν το πανωφόρι που φορούσε όταν είχε επιστρέψει από τα Πηγάδια του Ντουμάι. Η Μιν πρόσεξε πως τα χέρια του έτρεμαν στη θύμηση. Προσπαθώντας να φανεί ανέμελη, σηκώθηκε και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω του, συνθλίβοντας το πανωφόρι ανάμεσά τους καθώς ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του.
«Σ' αγαπώ», ήταν το μόνο που είπε. Μέσα από την πουκαμίσα μπορούσε να νιώσει το στρογγυλό και μισοθεραπευμένο σημάδι στο αριστερό του πλευρό. Θυμόταν σαν χθες πώς το είχε αποκτήσει ο Ραντ. Ήταν η πρώτη φορά που τον είχε πάρει στην αγκαλιά της, ενώ εκείνος ήταν αναίσθητος, σχεδόν μισοπεθαμένος.
Τα χέρια του πίεσαν την πλάτη της και την έσφιξαν δυνατά μέχρι που της κόπηκε η ανάσα, αλλά αμέσως μετά έπεσαν στο πλάι, άτονα. Η Μιν νόμισε πως τον άκουσε να μουρμουρίζει κάτι σαν «δεν είναι δίκαιο» μέσα από τα δόντια του. Άραγε, σκεφτόταν τους Θαλασσινούς όσο την κρατούσε; Θα μπορούσε. Η Μεράνα ήταν Γκρίζα, ωστόσο λεγόταν πως οι Θαλασσινοί μπορούσαν να κάνουν μια Ντομάνη να ιδρώσει. Θα μπορούσε, όμως... Σκέφτηκε να τον χτυπήσει στον αστράγαλο. Την έκανε πέρα απαλά κι άρχισε να βάζει το πανωφόρι του.
«Ραντ», του είπε με σταθερή φωνή, «δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πως θα φέρει καλό αποτέλεσμα επειδή πέτυχε με τη Χαρίνε. Αν το γεγονός ότι είσαι τα'βίρεν επηρέαζε τα πάντα, κάθε άρχοντας θα γονυπετούσε μπροστά σου, ακόμα κι οι Λευκομανδίτες».
«Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας», της απάντησε περήφανα, «και σήμερα μπορώ να κάνω τα πάντα». Άδραξε τη ζώνη του ξίφους του και την έδεσε γύρω από τη μέση του. Η πόρπη ήταν από απλό μπρούντζο. Ο επιχρυσωμένος Δράκοντας κειτόταν στο κλινοσκέπασμα, πάνω στο κρεβάτι. Γάντια από λεπτό μαύρο δέρμα κάλυψαν τις χρυσές χαίτες στο πάνω μέρος των χεριών του και τους χαραγμένους ερωδιούς στις παλάμες του. «Αν και δεν του μοιάζω, έτσι;» Άπλωσε τα χέρια του, χαμογελώντας. «Δεν θα το μάθουν μέχρι που θα είναι αργά πια».
Η Μιν τίναξε τα χέρια της σε απόγνωση. «Ούτε με τρελό μοιάζεις», του είπε και τον άφησε να το πάρει όπως θέλει. Ο βλάκας τη λοξοκοίταξε, λες και δεν ήταν σίγουρος. «Ραντ, μόλις δουν τους Αελίτες, ή θα το βάλουν στα πόδια ή θα αρχίσουν να πολεμούν. Αν δεν προτίθεσαι να πάρεις κάποια από τις Άες Σεντάι, τουλάχιστον πάρε τους Άσα'μαν. Ένα βέλος είναι αρκετό για να σε ρίξει νεκρό, είτε είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας είτε ένας γιδοβοσκός!»
«Μα, είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, Μιν», της αποκρίθηκε σοβαρά. «Όπως, επίσης, είμαι και τα'βίρεν. Θα πάμε μόνοι μας, εσύ κι εγώ. Αν, φυσικά, εξακολουθείς να θες να έρθεις».
«Δεν πρόκειται να πας πουθενά χωρίς εμένα, Ραντ αλ'Θόρ». Δεν του ανέφερε πως, δίχως τη βοήθειά της, ήταν ικανός να τα κάνει θάλασσα. Αυτή η αίσθηση ευφορίας ήταν εξίσου κακός οιωνός με τη ζοφερή μελαγχολία. «Αυτό δεν θα αρέσει στη Ναντέρα». Δεν είχε ιδέα τι ακριβώς συνέβαινε ανάμεσα στον Ραντ και στις Κόρες -κάτι πολύ περίεργο, απ' ό,τι είχε δει μέχρι στιγμής— αλλά η οποιαδήποτε ελπίδα, πως θα μπορούσε να τον σταματήσει, εξανεμίστηκε όταν τον είδε να χαμογελά πλατιά, σαν αγοράκι που αποφεύγει επιδέξια τις κατσάδες της μάνας του.
«Δεν θα το μάθει, Μιν». Ακόμη και τα μάτια του σπίθιζαν! «Το κάνω συνεχώς και δεν έχουν πάρει χαμπάρι τίποτα». Έτεινε ένα γαντοφορεμένο χέρι, περιμένοντας πως η κοπέλα θα ξαφνιαζόταν με τα λόγια του.
Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να ισιώσει το πράσινο πανωφόρι της, να ρίξει μια ματιά στον καθρέφτη, για να φτιάξει τα μαλλιά της, και να του πιάσει το χέρι. Το πρόβλημα ήταν πως όντως ήταν έτοιμη να αναπηδήσει, αν στράβωνε κάποιο δάχτυλο· απλά, ήθελε να βεβαιωθεί πως εκείνος δεν θα το μάθαινε ποτέ.
Το απόγευμα, ο Ραντ έφτιαξε μια πύλη πάνω από τον χρυσό Ανατέλλοντα Ήλιο που ήταν χαραγμένος στο δάπεδο, κι η Μιν τον άφησε να την οδηγήσει μέσα από ένα λοφώδες δάσος στρωμένο με νεκρά φύλλα. Ένα πουλί πετάρισε μακριά, ανοίγοντας διάπλατα τα πορφυρά του φτερά. Ένας σκίουρος εμφανίστηκε πάνω σε ένα κλαδί και τερέτισε προς το μέρος τους, τινάζοντας πέρα δώθε τη γούνινη ουρά του με τη λευκή άκρη.
Το δάσος, απ' όσο θυμόταν, δεν έμοιαζε με αυτό που υπήρχε κοντά στο Μπάερλον. Άλλωστε, τα πραγματικά δάση κοντά στην πόλη της Καιρχίν ήταν ελάχιστα. Τα περισσότερα δέντρα απείχαν τέσσερα, πέντε, ακόμα και δέκα πόδια το ένα από το άλλο. Ψηλές χαμοδάφνες και πεύκα, ακόμα πιο ψηλές βελανιδιές και δέντρα άγνωστα σε εκείνη, διέτρεχαν το επίπεδο έδαφος πάνω στο οποίο πατούσαν η ίδια κι ο Ραντ, κι ανηφόριζαν μια πλαγιά που ξεκινούσε λίγες πιθαμές πιο κάτω. Ακόμα κι η χαμηλή βλάστηση φάνταζε πιο αραιωμένη από αυτήν της πατρίδας τους, με τους θάμνους, τις περικοκλάδες και τα ρείκια απλωμένα διάσπαρτα, αν και μερικά από αυτά δεν ήταν και τόσο μικρά. Όλα ήταν καφετιά και ξερά. Η Μιν τράβηξε ένα δαντελένιο μαντιλάκι από το μανίκι της και σκούπισε τον ιδρώτα που ξεπηδούσε ξαφνικά στο πρόσωπό της.
«Προς τα πού πάμε;» τον ρώτησε. Σύμφωνα με τη θέση του ήλιου, ο Βορράς ήταν πάνω από την πλαγιά, προς τα εκεί δηλαδή που θα διάλεγε η ίδια. Η πόλη θα πρέπει να βρισκόταν εφτά ή οκτώ μίλια προς εκείνη την κατεύθυνση. Με λίγη τύχη, θα μπορούσαν να βαδίσουν όλο τον δρόμο προς τα πίσω δίχως να συναντήσουν ψυχή. Ή, ακόμα καλύτερα, δεδομένου ότι εκείνη φορούσε μπότες με τακούνια, κι η διαμόρφωση του εδάφους δεν ήταν η καλύτερη -η δε ζέστη αφόρητη- ο Ραντ ίσως να αποφάσιζε να τα παρατήσει και να φτιάξει άλλη μια πύλη προς το Παλάτι του Ήλιου. Τα δώματα του παλατιού ήταν δροσερά συγκριτικά.
Πριν προλάβει να της απαντήσει, ο ήχος από ξερά φύλλα που θρύβονταν ανήγγειλε τον ερχομό κάποιου. Ο καβαλάρης που εμφανίστηκε πάνω στο γκρίζο ευνουχισμένο ζώο με τα μακριά πόδια και με τα ζωηρόχρωμα χαλινάρια ήταν μια Καιρχινή γυναίκα, κοντή και λεπτόκορμη. Φορούσε ένα σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο, μεταξωτό φόρεμα ιππασίας με οριζόντιες ρίγες σε πορφυρό, πράσινο και λευκό χρώμα, οι οποίες διέτρεχαν τη φορεσιά από τον λαιμό έως τα γόνατα. Ο ιδρώτας στο πρόσωπό της δεν μείωνε στο ελάχιστο τη χλωμή ομορφιά της, ούτε έκανε τα μάτια της να φαίνονται σαν κάτι λιγότερο από μεγάλες σκοτεινές λίμνες. Μια μικρή διάφανη πράσινη πέτρα κρεμόταν στο μέτωπό της από μια λεπτοδουλεμένη χρυσή αλυσίδα, που ήταν δεμένη στα μαύρα της μαλλιά καθώς αυτά έπεφταν κυματιστά στους ώμους της.
Η Μιν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα, όχι εξαιτίας της κυνηγετικής βαλλίστρας την οποία η γυναίκα είχε ανασηκώσει αδιάφορα στο χέρι της, που στολιζόταν από ένα πράσινο γάντι. Για μια στιγμή, ήταν σίγουρη πως επρόκειτο για τη Μουαραίν. Όμως...
«Δεν θυμάμαι να σας έχω ξαναδεί στον καταυλισμό», είπε η γυναίκα με μια λαρυγγώδη, σχεδόν πνιχτή φωνή. Η φωνή της Μουαραίν ήταν κρυστάλλινη. Η βαλλίστρα κατέβηκε με μια εξίσου αδιάφορη κίνηση και σημάδεψε το στήθος του Ραντ.
Αυτός την αγνόησε. «Σκέφτηκα πως δεν θα ήταν άσχημα να ρίξω μια ματιά στον καταυλισμό σου», είπε με μια ελαφριά υπόκλιση. «Να υποθέσω πως είσαι η Αρχόντισσα Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ;» Η λεπτοκαμωμένη γυναίκα έγειρε το κεφάλι της, σαν να ομολογούσε πως αυτό ήταν το όνομά της.
Η Μιν αναστέναξε περίλυπη, αν και δεν περίμενε όντως να δει τη Μουαραίν ζωντανή. Η εικόνα της Μουαραίν ήταν η μόνη ελαττωματική απ' όσες έβλεπε. Από την άλλη, είχαν μπροστά τους την ίδια την Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ, μία από τους πρωτεργάτες της επανάστασης ενάντια στον Ραντ εδώ, στην Καιρχίν, και διεκδικήτρια του Θρόνου του Ήλιου... Όντως, ο Ραντ παρατραβούσε τα νήματα του Σχήματος, αφού εκείνη είχε εμφανιστεί εδώ.
Η Αρχόντισσα Κάραλαϊν σήκωσε αργά τη βαλλίστρα στη μια πλευρά· η χορδή έκανε έναν κοφτό ήχο καθώς εκτόξευσε το πλατυκέφαλο βέλος στον αέρα.
«Αμφιβάλλω αν μπορεί να σε βλάψει κανείς», είπε σπιρουνίζοντας το ευνουχισμένο της ζώο, για να έρθει αργά προς το μέρος τους. «Ωστόσο, δεν θέλω να σκεφτείς πως σε απειλώ». Έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στη Μιν -μια σύντομη ματιά από την κορυφή έως τα νύχια, αν κι η Μιν ήταν σίγουρη πως αρκούσε για να την στοιχειοθετήσει πλήρως- αλλά, πέραν τούτου, τα μάτια της Αρχόντισσας Κάραλαϊν παρέμειναν καρφωμένα στον Ραντ. Τράβηξε τα γκέμια όταν βρέθηκε σε μια απόσταση τριών βημάτων, αρκετά μακριά για να μην προλάβει να της ορμήσει πριν αυτή σπιρουνίσει το ζώο της. «Μόνο έναν άντρα με γκρίζα μάτια στο ύψος σου μπορώ να σκεφτώ, κάποιον που εμφανίζεται από το πουθενά, εκτός κι αν είσαι κάποιος μεταμφιεσμένος Αελίτης. Θα μπορούσα να μάθω το όνομά σου, αν δεν σου κάνει κόπο;»
«Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας», αποκρίθηκε ο Ραντ, με την ίδια αλαζονεία που είχε απέναντι τους Θαλασσινούς. Πάντως, ακόμη κι αν όλοι οι τα'βίρεν ύφαιναν το Σχήμα, η έφιππη γυναίκα δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα.
Αντί να ξεπεζέψει και να γονυπετήσει, ένευσε απλώς σουφρώνοντας τα χείλη της. «Έχω ακούσει τόσο πολλά για σένα. Έχω ακούσει πως πήγες στον Πύργο για να υποταχθείς στην Έδρα της Άμερλιν, όπως κι ότι σκοπεύεις να δώσεις τον Θρόνο του Ήλιου στην Ηλαίην Τράκαντ. Έχω ακούσει επίσης, όμως, πως σκότωσες την Ηλαίην και τη μητέρα της».
«Δεν υποτάσσομαι σε κανέναν», απάντησε κοφτά ο Ραντ. Την κοίταξε με μια ματιά τόσο μανιασμένη, που αυτή καθ' αυτή θα μπορούσε να την πετάξει από τη σέλα. «Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, η Ηλαίην βρίσκεται καθ' οδόν προς το Κάεμλυν, για να πάρει τον θρόνο του Άντορ. Ύστερα, θα καταλάβει και τον θρόνο της Καιρχίν». Η Μιν μόρφασε. Ήταν ανάγκη να μιλάει τόσο υπεροπτικά; Ήλπιζε πως, ύστερα από τη συνάντηση με τους Θαλασσινούς, θα είχε καλμάρει κάπως.
Η Αρχόντισσα Κάραλαϊν ακούμπησε τη βαλλίστρα της διαγώνια της σέλας, μπροστά της, κι έσυρε σε όλο της το μήκος το γαντοφορεμένο της χέρι. Μήπως μετάνιωνε για την προηγούμενη άστοχη βολή; «Δεν θα είχα πρόβλημα να αποδεχτώ τη νεαρή μου εξαδέλφη στον θρόνο —καλύτερα αυτή, εξάλλου, παρά κάποια άλλη- όμως...» Τα μεγάλα σκοτεινά μάτια, που φάνταζαν ρευστά, έγιναν ξαφνικά πέτρινα. «...Όμως δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να αποδεχτώ εσένα στην Καιρχίν, και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στις αλλαγές όσον αφορά στους νόμους και στα έθιμα. Θα... θα αλλάξεις το ίδιο το πεπρωμένο με την παρουσία σου και μόνο. Κάθε μέρα από τότε που ήρθες, άνθρωποι πεθαίνουν σε ατυχήματα τόσο παράδοξα, ώστε κανείς δεν μπορεί να τα πιστέψει. Είναι τόσοι οι σύζυγοι που εγκαταλείπουν τις γυναίκες τους και το αντίστροφο, ώστε κανείς δεν δίνει πια σημασία. Αν παραμείνεις εδώ, θα διαλύσεις την Καιρχίν».
«Ισορροπία», παρενέβη βιαστικά η Μιν. Το πρόσωπο του Ραντ ήταν τόσο σκοτεινό, κι εκείνος έμοιαζε έτοιμος να εκραγεί. Ίσως τελικά να είχε δίκιο που ήρθε. Σίγουρα δεν είχε νόημα να τον αφήσει να τινάξει στον αέρα αυτήν τη συνάντηση εξαιτίας μιας παράφορης οργής. Η Μιν δεν έδωσε σε κανέναν από τους δύο την ευκαιρία να μιλήσει. «Πάντα υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Έτσι λειτουργεί το Σχήμα. Ακόμα κι αυτός δεν μπορεί να το αλλάξει. Όπως η μέρα ισορροπεί με τη νύχτα, έτσι και το καλό ισορροπεί με το κακό. Από τότε που έφθασε εδώ, κανένα έμβρυο δεν γεννήθηκε νεκρό ή παραμορφωμένο. Περισσότεροι γάμοι μπορεί να γίνουν μέσα σε μια μέρα παρά σε μια βδομάδα, ενώ για κάθε άντρα που πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, υπάρχει μια γυναίκα που πέφτει από τρεις ορόφους κι, αντί να σπάσει τον λαιμό της, σηκώνεται χωρίς να έχει την παραμικρή μελανιά. Πες μου το κακό και θα σου δείξω το καλό. Το γύρισμα του Τροχού απαιτεί ισορροπία, κι ο Ραντ απλώς αυξάνει τις πιθανότητες ενός φαινόμενου το οποίο, ούτως ή άλλως, θα μπορούσε να συμβεί στη φύση». Ξαφνικά, κοκκίνισε όταν συνειδητοποίησε πως την κοιτούσαν κι οι δυο τους. Για την ακρίβεια, είχαν καρφώσει το βλέμμα τους επάνω της.
«Ισορροπία;» μουρμούρισε ο Ραντ ανασηκώνοντας τα φρύδια του.
«Έχω μελετήσει μερικά βιβλία του Αφέντη Φελ», είπε η Μιν ξεψυχισμένα. Δεν ήθελε να νομίσουν πως προσποιείται τη φιλόσοφο. Η Αρχόντισσα Κάραλαϊν χαμογέλασε πάνω στο μπροστάρι της σέλας κι έπαιξε με τα γκέμια. Αυτή η γυναίκα γελούσε εις βάρος της. Τώρα θα της έδινε να καταλάβει!
Ξαφνικά, ένα ψηλό μαύρο ευνουχισμένο ζώο που έμοιαζε αρκετά με πολεμικό άτι ξεπήδησε με θόρυβο μέσα από τα χαμόκλαδα. Το ίππευε ένας μεσήλικας με κοντοκουρεμένα μαλλιά και μυτερό γένι. Παρά τον κίτρινο μανδύα του, χαρακτηριστικό των Δακρυνών, και τα φαρδιά μανίκια με τις ρίγες από πράσινο σατέν, τα μάτια που τους κοίταζαν από το υγρό και σκούρο πρόσωπο ήταν εντυπωσιακά γαλάζια κι όμορφα, σαν ωχρά καλογυαλισμένα ζαφείρια. Ο ίδιος δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανίσιμος, αλλά αυτά τα μάτια επανόρθωναν για τη μακρόστενη μύτη του. Στα χέρια του είχε περασμένα μεταλλικά προστατευτικά γάντια και με το ένα κρατούσε μια βαλλίστρα, ενώ με το άλλο κράδαινε ένα πλατυκέφαλο βέλος.
«Αυτό εδώ πέρασε ξυστά από το πρόσωπό μου, Κάραλαϊν, κι έχει το σημάδι σου επάνω του! Το ότι δεν υπάρχουν θηράματα δεν σημαίνει πως...» Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε την παρουσία του Ραντ και της Μιν κι η τεντωμένη του βαλλίστρα χαμήλωσε προς το μέρος τους. «Περιπλανώμενοι είναι αυτοί ή ξετρύπωσες τίποτα κατασκόπους από την πόλη; Ποτέ μου δεν πίστεψα πως ο αλ'Θόρ θα μας άφηνε ανενόχλητους για πολύ καιρό».
Μισή ντουζίνα ακόμα καβαλάρηδες φάνηκαν πίσω του, ιδρωμένοι άντρες που φορούσαν μανδύες με φαρδιά μανίκια και σατέν ρίγες, και κάθιδρες γυναίκες με στολές ιππασίας και φαρδιούς δαντελωτούς γιακάδες. Όλοι τους ήταν οπλισμένοι με βαλλίστρες. Οι τελευταίοι δεν είχαν προλάβει να σταματήσουν, τα άλογά τους σχεδόν κάλπαζαν ακόμα και τίναζαν ψηλά το κεφάλι τους, όταν ακόμα περισσότεροι ξεπρόβαλλαν με δυσκολία μέσα από τα βάτα, από μια άλλη κατεύθυνση, και πλεύρισαν την Κάραλαϊν. Ήταν ισχνοί κι ωχροί, άντρες και γυναίκες με μαύρα ρούχα και χρωματιστές ρίγες που τους έφθαναν μέχρι κάτω από τη μέση. Όλοι κρατούσαν βαλλίστρες. Ακολούθησαν πεζοί υπηρέτες που προχωρούσαν με κόπο, λαχανιασμένοι με τόση ζέστη. Ήταν αυτοί που έντυναν και κουβαλούσαν οποιονδήποτε συμμετείχε στο κυνήγι. Δεν έμοιαζε να έχει πολλή σημασία το ότι κανείς τους δεν είχε τίποτα περισσότερο από ένα μαχαίρι ειδικό για γδάρσιμο περασμένο στη ζώνη του. Η Μιν ξεροκατάπιε κι, εντελώς ασυνείδητα, άρχισε να σκουπίζει με μεγαλύτερη ζωηράδα τα μάγουλά της με το μαντίλι. Αν έστω κι ένας αναγνώριζε τον Ραντ, προτού το συνειδητοποιούσε ο ίδιος...
Η Αρχόντισσα Κάραλαϊν δεν δίστασε. «Δεν είναι κατάσκοποι, Ντάρλιν», είπε στρέφοντας το άλογό της απέναντι στους νεοφερμένους Δακρυνούς. Ο Υψηλός Άρχοντας Ντάρλιν Σίσνερα! Μόνο ο Άρχοντας Τόραμ Ριάτιν έλειπε τώρα. Η Μιν ευχήθηκε η επιρροή του Ραντ ως τα'βίρεν στο Σχήμα να ήταν λιγότερο καταλυτική. «Ένας ξάδερφος κι η γυναίκα του», συνέχισε η Κάραλαϊν, «ήρθαν από το Άντορ για να με δουν. Να σας συστήσω τον Τόμας Τράκαντ -ένα δευτερεύον παρακλάδι του Οίκου- και τη σύζυγό του Τζέισι». Η Μιν μόνο που δεν την αγριοκοίταξε. Η μόνη Τζέισι που ήξερε, και μάλιστα προτού καλά-καλά γίνει είκοσι χρόνων, ήταν μια γριά δύστροπη και μονίμως κακόκεφη.
Το βλέμμα του Ντάρλιν σάρωσε ξανά τον Ραντ κι έμεινε για λίγο επάνω στη Μιν. Κατέβασε τη βαλλίστρα του κι υποκλίθηκε ελαφρά, όπως ένας Υψηλός Άρχοντας του Δακρύου απέναντι σε υποδεέστερο ευγενή. «Καλώς ήλθες, Άρχοντα Τόμας. Θα πρέπει να είναι γενναίος κανείς για να ενωθεί μαζί μας υπό αυτές τις συνθήκες. Ο αλ'Θόρ μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξαμολήσει επάνω μας τους απολίτιστους». Η Αρχόντισσα Κάραλαϊν τον κοίταξε εξοργισμένη, τόσο που έκανε ότι δεν την πρόσεξε.
Παρατήρησε πως η υπόκλιση του Ραντ δεν ήταν βαθύτερη από τη δικιά του και συνοφρυώθηκε. Μια εμφανίσιμη μελαψή γυναίκα, με συνοδεία, μουρμούρισε οργισμένη κάτι μέσα από τα δόντια της -το πρόσωπό της ήταν μακρόστενο και σκληρό, συνηθισμένο στον θυμό- κι ένας παχουλός και κατσούφης τύπος που ίδρωνε μέσα σε έναν ωχροπράσινο μανδύα με κόκκινες ρίγες, σπιρούνισε το άλογό του για να κάνει λίγα βήματα μπροστά, λες κι ήθελε να ορμήσει στον Ραντ.
«Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει», είπε ψυχρά ο Ραντ, σαν να μην πρόσεξε τίποτα. Ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, κι αυτό ίσχυε για όλους. Η αλαζονεία στο έπακρο. «Άλλα συμβαίνουν κι άλλα περιμέναμε. Για παράδειγμα, άκουσα πως βρισκόσουν στο Δάκρυ, στο Χάντον Μιρκ».
Η Μιν ευχήθηκε να μπορούσε να μιλήσει, να πει κάτι, για να τον κατευνάσει. Αντί γι' αυτό, άρχισε να του χαϊδεύει αδιάφορα το μπράτσο μοιάζοντας με σύζυγο —να μια λέξη που ηχούσε σωστά— που θωπεύει τον άντρα της. Άλλη μια σωστή λέξη. Μα το Φως, πόσο δύσκολο ήταν να είσαι δίκαιος! Δεν ήταν καν δίκαιο να είσαι δίκαιος!
«Ο Υψηλός Άρχοντας Ντάρλιν κατέφτασε προσφάτως μέσω μακρουλής βάρκας μαζί με λίγους από τους στενότερους φίλους του, Τόμας». Ο λαρυγγώδης τόνος στη φωνή της Κάραλαϊν δεν είχε αλλάξει, αλλά το ευνουχισμένο της ζώο ξαφνικά χοροπήδησε, από κάποιο σπιρούνισμα αναμφίβολα, και, με μια επίφαση αυτοκυριαρχίας, η γυναίκα γύρισε την πλάτη της στον Ντάρλιν ρίχνοντας μια σύντομη, βλοσυρή, όσο και προειδοποιητική, ματιά προς το μέρος του Ραντ. «Μην ενοχλείς τον Υψηλό Άρχοντα, Τόμας».
«Δεν πειράζει, Κάραλαϊν», απάντησε ο Ντάρλιν, κρεμώντας τη βαλλίστρα του σε μια θηλιά της σέλας. Πλησίασε λίγο περισσότερο με το άλογό του κι ακούμπησε το χέρι του στο ψηλό μπροστάρι. «Ένας άντρας θα πρέπει να έχει υπ' όψιν του που βαδίζει. Πιθανότατα θα έχεις ακούσει τις ιστορίες γύρω από τον αλ'Θόρ που πήγε στον Πύργο, Τόμας, ε; Ήρθα επειδή οι Άες Σεντάι με πλησίασαν πριν από κάμποσους μήνες με μερικές εισηγήσεις, πράγμα που έκαναν και με την ξαδέλφη σου, απ' ό,τι με πληροφόρησε η ίδια. Νομίζαμε πως μπορούσαμε να την ανεβάσουμε στον Θρόνο του Ήλιου πριν προλάβει να ανέλθει η Κολαβήρ. Τέλος πάντων, ο αλ'Θόρ δεν είναι κανένας ηλίθιος - ποτέ μην πιστέψεις κάτι τέτοιο. Προσωπικά, έχω την εντύπωση πως παίζει τον Πύργο στα δάχτυλα. Η Κολαβήρ απαγχονίστηκε, αυτός κάθεται ασφαλής πίσω από τα τείχη της Καιρχίν -χωρίς, στοιχηματίζω, να τον παρεμποδίζει καμιά Άες Σεντάι, ανεξάρτητα από το τι λένε οι φήμες- και μέχρι να βρούμε κάποιον τρόπο να βγούμε από τη δύσκολη αυτή θέση, μας έχει στο χέρι κι είναι έτοιμος να σφίξει την παλάμη του».
«Όπως ήρθες με ένα πλοίο», είπε απλά ο Ραντ, «έτσι μπορείς να φύγεις κιόλας». Η Μιν συνειδητοποίησε ξαφνικά πως ακουμπούσε απαλά τον βραχίονά του στο χέρι της. Προσπαθούσε να την καθησυχάσει!
Παραδόξως, ο Ντάρλιν τίναξε πίσω το κεφάλι του κι άρχισε να γελάει. Δεν ήταν λίγες οι γυναίκες που κάλλιστα θα ξεχνούσαν τη μύτη του γι' αυτά τα μάτια και γι' αυτό το γέλιο. «Μπορεί, Τόμας, αλλά ζήτησα από την ξαδέλφη σου να με παντρευτεί. Δεν απάντησε θετικά ή αρνητικά, αλλά ένας άντρας δεν γίνεται να αφήσει μια πιθανή σύζυγο στο έλεος των Αελιτών, κι έτσι δεν θα φύγει».
Η Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ ανακάθισε στη σέλα της με πρόσωπο τόσο ψυχρό, που θα ντρόπιαζε ακόμα και μια Άες Σεντάι. Ξαφνικά, κόκκινες κι άσπρες αύρες άστραψαν γύρω της και γύρω από τον Ντάρλιν, κι η Μιν κατάλαβε. Τα χρώματα σπάνια έπαιζαν ρόλο, αλλά ήξερε πως θα παντρεύονταν -αφού πρώτα η Κάραλαϊν θα τον διεκδικούσε. Επιπλέον, πρόσεξε ένα στέμμα να εμφανίζεται ξαφνικά στο κεφάλι του Ντάρλιν, ένας μικρός χρυσός κύκλος με ένα ελαφρά εγχάρακτο ξίφος στη μία μεριά, πάνω από τα φρύδια του. Ήταν το στέμμα του βασιλιά που θα φορούσε κάποια μέρα, αν και δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιας χώρας. Το Δάκρυ είχε Υψηλούς Άρχοντες αντί για βασιλιά.
Η εικόνα κι οι αύρες χάθηκαν, καθώς ο Ντάρλιν έστρεψε το άλογο του, έτσι ώστε να αντικρίζει την Κάραλαϊν. «Το κυνήγι δεν πήγε καλά σήμερα. Ο Τόραμ γύρισε ήδη στον καταυλισμό. Προτείνω να κάνουμε το ίδιο». Τα γαλάζια μάτια ανίχνευσαν γρήγορα τα γύρω δέντρα. «Φαίνεται πως ο ξάδερφός σου με τη γυναίκα του έχουν χάσει τα άλογά τους. Μάλλον θα περιπλανούνται άσκοπα», πρόσθεσε ευγενικά κοιτώντας προς το μέρος του Ραντ. Ήξερε πολύ καλά πως δεν είχαν άλογα. «Ωστόσο, είμαι σίγουρος πως ο Ροβέρ κι ο Άινς θα παραχωρήσουν τα δικά τους. Λίγη πεζοπορία στον καθαρό αέρα θα τους κάνει καλό».
Ο εύσαρκος άντρας με τον μανδύα με τις κόκκινες ρίγες ξεπέζεψε από το καστανοκόκκινο και ψηλό άλογό του και χάρισε ένα βατραχίσιο χαμόγελο στον Ντάρλιν κι ένα άλλο, λιγότερο θερμό κι εξίσου γλοιώδες, στον Ραντ. Η γυναίκα με την αγριωπή φάτσα τον ακολούθησε ένα λεπτό αργότερα, ξεπεζεύοντας από την ασημόγκριζη φοράδα της. Δεν έδειχνε πολύ ευχαριστημένη.
Κι η Μιν το ίδιο. «Σκοπεύεις να πας στον καταυλισμό τους;» ψιθύρισε στον Ραντ, καθώς εκείνος την ανέβαζε στο άλογο. «Είσαι τρελός;» πρόσθεσε πριν σκεφτεί καλά-καλά.
«Όχι ακόμα», της αποκρίθηκε μαλακά, αγγίζοντας τη μύτη της με την άκρη του δαχτύλου του. «Το ξέρω χάρη σε σένα». Την έσπρωξε, ώστε να ανέβει στη φοράδα, κι έπειτα σκαρφάλωσε κι ο ίδιος στη σέλα του καστανοκόκκινου αλόγου και σπιρούνισε το ζώο για να βρεθεί δίπλα στον Ντράλιν.
Κατευθύνθηκαν βόρεια και κάπως προς τα δυτικά, διασχίζοντας την πλαγιά, κι άφησαν τον Ροβέρ και τον Άινς να στέκονται κάτω από τα δέντρα, κοιτώντας βλοσυρά και ξινισμένα ο ένας τον άλλον. Καθώς άρχισαν να βαδίζουν ακολουθώντας τους Καιρχινούς, οι υπόλοιποι Δακρυνοί ξέσπασαν σε γέλια κι ευχήθηκαν στους δύο άντρες να απολαύσουν την πεζοπορία.
Η Μιν σκόπευε να ιππεύσει πλάι στον Ραντ, αλλά η Κάραλαϊν την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε πίσω από τους δύο άντρες. «Θέλω να δω τι κάνει», είπε σιγανά η Κάραλαϊν, κι η Μιν αναρωτήθηκε τι εννοούσε. «Είσαι η ερωμένη του;» τη ρώτησε η Κάραλαϊν.
«Ναι», της απάντησε προκλητικά η Μιν μόλις ξαναβρήκε την ανάσα της. Ένιωθε τα μάγουλά της να φουντώνουν. Η γυναίκα, ωστόσο, απλά συγκατένευσε, λες κι ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Κι ίσως να ήταν, στην Καιρχίν τουλάχιστον. Μερικές φορές συνειδητοποιούσε πως όλες οι σοφιστείες που είχε αποκομίσει από τις συνομιλίες της με διάφορους εκπροσώπους της κοσμικής ζωής ήταν, ως επί το πλείστον, ασάφειες.
Ο Ραντ με τον Ντάρλιν προχωρούσαν κολλητά ο ένας με τον άλλον, με τον νεότερο άντρα να είναι ένα κεφάλι ψηλότερος από τον μεγαλύτερο. Η έπαρση ήταν ένας μανδύας που κάλυπτε και τους δύο. Συνομιλούσαν, αλλά δεν ήταν πολύ εύκολο να ακούσει κανείς τι έλεγαν. Συζητούσαν σιγανά, και το θρόισμα των νεκρών φύλλων κάτω από τις οπλές των αλόγων, καθώς επίσης κι ο ξερός ήχος των κλαδιών που έσπαζαν, ήταν αρκετά για να καταπνίξουν τα λόγια τους, τα οποία κάλυπτε ακόμα και το κρώξιμο ενός γερακιού πάνω από τα κεφάλια τους, ή το τσίριγμα κάποιου σκίουρου. Ωστόσο, πού και πού μπορούσε να ακουστεί κάτι αποσπασματικά.
«Αν επιτρέπεται, Τόμας», έλεγε σε κάποιο σημείο ο Ντάρλιν, καθώς κατέβαιναν από το πρώτο ύψωμα, «θα μπορούσα να πω, κι ορκίζομαι στο Φως ότι δεν θέλω να σε προσβάλω, ότι είσαι πολύ τυχερός που έχεις μια τόσο όμορφη γυναίκα. Φωτός θέλοντος, θα αποκτήσω κι εγώ μια εξίσου όμορφη».
«Γιατί δεν μιλάνε για σπουδαιότερα πράγματα;» μουρμούρισε η Κάραλαϊν.
Η Μιν έστρεψε αλλού το κεφάλι της για να κρύψει ένα αμυδρό χαμόγελο. Η Αρχόντισσα Κάραλαϊν δεν έμοιαζε ούτε κατά το ήμισυ δυσαρεστημένη απ' όσο ακουγόταν. Η ίδια δεν νοιάστηκε ποτέ της αν κάποιος τη θεωρούσε όμορφη ή όχι. Ή, τουλάχιστον, μέχρι που συνάντησε τον Ραντ. Ίσως τελικά η μύτη του Ντάρλιν να μην ήταν και τόσο μακρουλή.
«Έπρεπε να τον αφήσω να πάρει το Καλαντόρ από την Πέτρα», είπε ο Ντάρλιν λίγο αργότερα, ενόσω ανέβαιναν μια πλαγιά με αραιή βλάστηση. «Όμως, δεν μπορούσα να κάνω πίσω όταν έφερε τους Αελίτες εισβολείς στο Δάκρυ».
«Έχω διαβάσει τις Προφητείες του Δράκοντα», είπε ο Ραντ, γέρνοντας μπροστά, στον λαιμό του καστανοκόκκινου ζώου, παροτρύνοντάς το να προχωρήσει. Το άλογο είχε μια κομψή, στιλπνή όψη αλλά όχι περισσότερο σθένος από τον κάτοχό του, όπως υποπτευόταν η Μιν. «Η Πέτρα έπρεπε να πέσει προτού πάρει το Καλαντόρ», συνέχισε ο Ραντ. «Άκουσα πως τον ακολούθησαν κι άλλοι άρχοντες από το Δάκρυ».
Ο Ντάρλιν ρουθούνισε περιφρονητικά. «Γλείφουν τις μπότες του, γιατί είναι δουλικοί! Θα μπορούσα να τον ακολουθήσω κι εγώ, αν το ήθελε κι αν...» Κούνησε το κεφάλι του, αναστενάζοντας. «Πολλά "αν", Τόμας. Στο Δάκρυ υπάρχει ένα γνωμικό. "Οποιαδήποτε διαμάχη μπορεί να συγχωρεθεί, αλλά οι βασιλιάδες δεν ξεχνούν ποτέ". Το Δάκρυ δεν είχε ποτέ βασιλιά μέχρι την έλευση του Άρτουρ του Γερακόφτερου, αλλά νομίζω πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα μπορούσε να γίνει βασιλιάς. Όχι, αμαύρωσε το όνομά μου με προδοσία, όπως λέει ο ίδιος, και πρέπει να συνεχίσω όπως άρχισα. Φωτός θέλοντος, μπορεί να δω ακόμα μία φορά πριν πεθάνω το Δάκρυ να κυριαρχεί στη γύρω περιοχή».
Η Μιν ήξερε πως αυτό ήταν δουλειά ενός τα'βίρεν. Δεν θα μπορούσε να απευθύνεται έτσι σε κάποιον που συναντάει για πρώτη φορά, είτε ήταν ο υποτιθέμενος ξάδερφος της Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ είτε όχι. Τι σκεφτόταν ο Ραντ, όμως; Μετά βίας μπορούσε να περιμένει για να του μιλήσει για το στέμμα.
Φτάνοντας στην κορυφή του λόφου, ξαφνικά έπεσαν πάνω σε έναν ουλαμό λογχοφόρων, μερικοί εκ των οποίων είχαν χαραγμένους θώρακες ή περικεφαλαίες, ενώ άλλοι στερούνταν και των δύο. Οι πολεμιστές υποκλίθηκαν μόλις είδαν την ομάδα. Αριστερά και δεξιά, ανάμεσα στα δέντρα, η Μιν παρατήρησε κι άλλους φρουρούς. Από κάτω, ο καταυλισμός απλωνόταν σαν μια μόνιμη αχλή σκόνης. Προχωρούσε σε μία σχεδόν άδεντρη πλαγιά, διέσχιζε μια πεδιάδα μεταξύ των λόφων κι ανέβαινε στον επόμενο λόφο. Η κάθε ξεχωριστή σκηνή, από τις ελάχιστες που υπήρχαν, ήταν τεράστια, ενώ το λάβαρο κάποιου ευγενούς κρεμόταν άτονα από ένα κοντάρι στην οροφή. Τα άλογα, που ήταν προσδεμένα στις γραμμές περιφρούρησης, ήταν τόσα όσα κι οι άνθρωποι, ενώ χιλιάδες άντρες και μια χούφτα γυναίκες περιδιάβαιναν ανάμεσα στις φωτιές του μαγειρέματος και στις άμαξες. Κανείς τους δεν χαιρέτισε τους ηγέτες που περνούσαν από μπροστά τους.
Η Μιν τούς κοιτούσε εξεταστικά, πάνω από το μαντίλι που κρατούσε πιεσμένο στη μύτη της για να μην αναπνέει τη σκόνη, χωρίς να δίνει σημασία αν η Κάραλαϊν έβλεπε αυτό που έκανε. Αποκαρδιωμένα πρόσωπα τους παρακολουθούσαν καθώς περνούσαν, πρόσωπα βλοσυρά, άνθρωποι που γνώριζαν ότι είχαν πέσει στην παγίδα. Εδώ κι εκεί, όλο και κάποιος άντρας φορούσε το κον ενός Οίκου, αλλά οι περισσότεροι φορούσαν ό,τι είχαν βρει πρόχειρο, διάσπαρτα τμήματα και κομμάτια από πανοπλίες που ούτε τους έκαναν ούτε τους ταίριαζαν πολύ καλά. Κάμποσοι πάντως, άντρες αρκετά ψηλοί για να είναι Καιρχινοί, φορούσαν κόκκινα πανωφόρια κάτω από τους στραπατσαρισμένους θώρακες. Η Μιν πρόσεξε ένα μισοκρυμμένο λευκό λιοντάρι κεντημένο πάνω σε ένα βρώμικο κόκκινο μανίκι. Ο Ντάρλιν μπορούσε να φέρει ελάχιστους δικούς του, χρησιμοποιώντας τη μακρουλή βάρκα, ίσως όχι περισσότερους από την προσωπική του ομάδα κυνηγιού. Η Κάραλαϊν δεν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, καθώς προχωρούσαν διασχίζοντας το στρατόπεδο, αλλά όποτε πλησίαζαν κοντά στους άντρες με τα κόκκινα πανωφόρια, έσφιγγε το στόμα της.
Ο Ντάρλιν ξεπέζεψε μπροστά σε μια πελώρια σκηνή, τη μεγαλύτερη που είχε δει ποτέ της η Μιν, μεγαλύτερη απ' όσο μπορούσε να φανταστεί καν. Ήταν ωοειδής με πορφυρές ραβδώσεις κι έλαμπε στο ηλιόφως σαν μετάξι. Είχε τέσσερις μεγάλες κωνικές κορυφές, καθεμία με τον Ανατέλλοντα Ήλιο της Καιρχίν να κυματίζει στην τεμπέλικη αύρα, χρυσός πάνω σε μπλε φόντο. Ο άτεχνος ήχος από άρπες πλανήθηκε ανάμεσα στα μουρμουρητά των φωνών, μοιάζοντας με κρώξιμο χηνών. Καθώς οι υπηρέτες έπαιρναν τα άλογα, ο Ντάρλιν πρόσφερε το χέρι του στην Κάραλαϊν, κι αυτή, αφού κοντοστάθηκε λίγο, ακούμπησε τα δάχτυλά της ελαφρά στον καρπό του, τελείως ανέκφραστη, και τον άφησε να την οδηγήσει στο εσωτερικό.
«Αρχόντισσα και γυναίκα μου;» μουρμούρισε ο Ραντ χαμογελώντας και τείνοντας το χέρι του προς το μέρος της Μιν.
Η Μιν ρουθούνισε κι ακούμπησε το χέρι της επάνω στο δικό του. Θα προτιμούσε να του δώσει ένα χαστούκι. Δεν είχε δικαίωμα να την περιπαίζει, όπως δεν είχε δικαίωμα και να τη φέρει μέχρι εδώ, είτε ήταν τα'βίρεν είτε όχι. Θα μπορούσε να σκοτωθεί εδώ, που να καιγόταν! Αλλά μήπως τον ένοιαζε κιόλας αν εκείνη θα έκλαιγε ύστερα για όλη την υπόλοιπη ζωή της; Καθώς έμπαιναν, άγγιξε ένα από τα ριγωτά υφασμάτινα ανοίγματα και κούνησε το κεφάλι της με θαυμασμό. Ήταν όντως μετάξι. Μια μεταξωτή σκηνή!
Δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να φτάσουν στο εσωτερικό, κι ένιωσε τον Ραντ να κοκαλώνει. Η συρρικνωμένη ακολουθία του Ντάρλιν και της Κάραλαϊν, στριμωχνόταν γύρω τους με ανειλικρινή μουρμουρητά συγγνώμης. Ανάμεσα στις τέσσερις κύριες δοκούς υπήρχαν μεγάλα τρίποδα τραπέζια που βαρυγκωμούσαν υπό το βάρος των φαγητών και των ποτών, ενώ στο πάτωμα ήταν στρωμένα ποικιλόχρωμα χαλιά εν είδει δαπέδου. Παντού υπήρχε κόσμος· Καιρχινοί ευγενείς με περίτεχνες ενδυμασίες και λίγοι στρατιώτες με ξυρισμένα και πουδραρισμένα κεφάλια, υψηλόβαθμοι προφανώς, κρίνοντας από τους καλοδουλεμένους μανδύες τους. Μια χούφτα βάρδοι περιδιάβαιναν το πλήθος παίζοντας μουσική, ξεχωρίζοντας τόσο από την αγέρωχη στάση τους, που ήταν πιο υπεροπτική από αυτή των ευγενών, όσο κι από τις σκαλιστές επίχρυσες άρπες που κρατούσαν. Ωστόσο, τη ματιά της Μιν τράβηξε η πραγματική πηγή της ανησυχίας του Ραντ. Τρεις Άες Σεντάι που συζητούσαν αναμεταξύ τους, φορώντας επώμια με πράσινα, καφετιά και γκρίζα κρόσσια. Εικόνες και χρώματα ξεπηδούσαν ανάμεσά τους, αλλά η Μιν δεν μπορούσε να βγάλει νόημα. Στριφογυρίζοντας το βλέμμα της γύρω στο πλήθος, ανακάλυψε άλλη μία, μια στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα που καθόταν αναπαυτικά. Κι άλλες εικόνες, κι άλλα φευγαλέα χρώματα, αλλά το μόνο που χρειαζόταν η Μιν ήταν η εικόνα του επωμίου με τα κόκκινα κρόσσια που ήταν διπλωμένο πάνω στα πλαδαρά της μπράτσα.
Ο Ραντ έβαλε το χέρι της κάτω από το μπράτσο του και το χτύπησε απαλά. «Μην ανησυχείς», της είπε ήρεμα. «Όλα πάνε καλά». Έτοιμη ήταν να τον ρωτήσει τι στο καλό έκαναν εκεί, αλλά φοβόταν πως θα της απαντούσε.
Ο Ντάρλιν με την Κάραλαϊν είχαν χαθεί κάπου ανάμεσα στον όχλο, μαζί με τους ακολούθους τους, όμως, καθώς ένας γονυπετής υπηρέτης με κόκκινες, πράσινες και λευκές ρίγες πάνω στα μαύρα μανικέτια του έτεινε έναν δίσκο με ασημένια ψηλά ποτήρια στον Ραντ και στη Μιν, η γυναίκα εμφανίστηκε ξανά, κάνοντας πέρα έναν από αυτούς τους άντρες με τα κόκκινα πανωφόρια και το λεπτό μυτερό πρόσωπο. Αυτός την αγριοκοίταξε πίσω από την πλάτη της, καθώς η Κάραλαϊν έπιανε ένα ποτήρι με παντς, κάνοντας νεύμα στον υπηρέτη να απομακρυνθεί, κι η Μιν αισθάνθηκε να της κόβεται η ανάσα όταν είδε την αύρα που έλαμψε ξαφνικά γύρω του, μολυβιές αποχρώσεις τόσο σκούρες που έμοιαζαν σχεδόν μαύρες.
«Μην εμπιστεύεσαι αυτόν τον άνθρωπο, Αρχόντισσα Κάραλαϊν». Δεν μπορούσε να σταματήσει. «Είναι ικανός να σκοτώσει όποιον πιστεύει πως πάει να τον εμποδίσει. Είναι το καπρίτσιο του να σκοτώνει». Έκλεισε ερμητικά το στόμα της πριν πει άλλα.
Η Κάραλαϊν έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της καθώς ο άντρας με το στενό πρόσωπο και το πεταχτό σαγόνι απομακρύνθηκε ξαφνικά. «Αυτό είναι κάτι που κάλλιστα μπορώ να πιστέψω για τον Ντάβεντ Χάνλον», είπε πικρόχολα. «Τα Λευκά Λιοντάρια του μάχονται για χρυσάφι, όχι για την Καιρχίν, και κάνουν χειρότερο πλιάτσικο από τους Αελίτες. Φαίνεται πως το Άντορ δεν τους σηκώνει άλλο». Αυτό το τελευταίο το είπε ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος του Ραντ. «Ο Τόραμ τού υποσχέθηκε να του δώσει πολύ χρυσάφι, νομίζω, καθώς και γη». Λοξοκοίταξε τη Μιν. «Γνωρίζεις αυτόν τον άντρα, Τζέισι;»
Το μόνο που μπόρεσε να κάνει η Μιν ήταν να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι της. Πώς να εξηγήσει όσα γνώριζε ήδη για τον Χάνλον, ότι, δηλαδή, θα έβαφε τα χέρια του με αίμα και θα τον κατηγορούσαν για ένα σωρό βιασμούς και δολοφονίες προτού πεθάνει; Μακάρι να ήξερε πότε και ποιον θα δολοφονούσε... Το μόνο, όμως, που ήξερε ήταν πως είχε τη δυνατότητα να το κάνει. Όπως και να είχε, δεν θα άλλαζε τίποτα, ακόμα κι αν μιλούσε για τις εικόνες. Όσα έβλεπε συνέβαιναν, ασχέτως του αν προειδοποιούσε κάποιον ή όχι. Κάποιες φορές μάλιστα, πριν ακόμα καταλάβει καλά πώς λειτουργεί το πράγμα, συνέβησαν πράγματα επειδή ακριβώς είχε προειδοποιήσει.
«Κάτι άκουσα για Λευκά Λιοντάρια», είπε ψυχρά ο Ραντ. «Ψάξτε ανάμεσά τους για Σκοτεινόφιλους και δεν θα απογοητευθείτε». Τέτοιοι ήταν κάποιοι από τους στρατιώτες του Γκάεμπριλ. Η Μιν το γνώριζε, όπως επίσης γνώριζε και μερικά πράγματα ακόμα, πέραν του ότι ο Άρχοντας Γκάεμπριλ ήταν στην πραγματικότητα ο Ράχβιν. Δεν ήταν παράλογο ανάμεσα στους στρατιώτες που υπηρετούσαν έναν Αποδιωγμένο να συμπεριλαμβάνονται και Σκοτεινόφιλοι.
«Τι λες για εκείνον;» Ο Ραντ ένευσε προς το μέρος ενός άντρα στην άλλη άκρη της σκηνής, το μακρύ και σκοτεινό πανωφόρι του οποίου είχε τόσες ρίγες, όσες και το φόρεμα της Κάραλαϊν. Πολύ ψηλός για Καιρχινός, ίσως λιγότερο από ένα κεφάλι κοντύτερος του Ραντ, ήταν λυγερός παρά τους φαρδι-οι5ς του ώμους, κι εντυπωσιακά καλοβαλμένος, με θεληματικό σαγόνι και γκριζωπούς κροτάφους. Για κάποιον λόγο, η ματιά της Μιν στράφηκε στον σύντροφό του, έναν κοκαλιάρη και μικροκαμωμένο τύπο με μεγάλη μύτη και πλατιά αυτιά. Φορούσε ένα κόκκινο μεταξωτό πανωφόρι, που δεν του ταίριαζε ιδιαίτερα, και ψηλάφιζε ένα κυρτό εγχειρίδιο περασμένο στη ζώνη του, ένα εντυπωσιακό κομμάτι με χρυσή θήκη και με μια μεγάλη κόκκινη πέτρα στην κορυφή της λαβής, η οποία έμοιαζε να απορροφά καταχθόνια το φως. Δεν πρόσεξε κανένα είδος αύρας γύρω του. Έμοιαζε αόριστα γνώριμος. Κι οι δυο τους κοιτούσαν τόσο την Κάραλαϊν, όσο και τον Ραντ.
«Αυτός», είπε η Αρχόντισσα ξεφυσώντας και με φωνή που έμοιαζε πνιχτή, «είναι ο Άρχοντας Τόραμ Ριάτιν αυτοπροσώπως, κι ο άλλος, σταθερός του σύντροφος τις τελευταίες μέρες, είναι ο Αφέντης Τζεράαλ Μόρντεθ, ένας απεχθής τύπος. Το βλέμμα του με κάνει να θέλω να πλυθώ. Αισθάνομαι βρώμικη και μόνο που τους βλέπω». Βλεφάρισε, ξαφνιασμένη απ’ όσα είχε πει, αλλά γρήγορα ανέκτησε την ψυχραιμία της. Η Μιν είχε την αίσθηση πως ελάχιστα πράγματα ήταν ικανά να επηρεάσουν την Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ. Σ' αυτό έμοιαζε πολύ με τη Μουαραίν. «Στη θέση σου θα ήμουν πολύ προσεκτική, Ξάδερφε Τόμας», συνέχισε. «Μπορεί με μένα, ίσως και στον Ντάρλιν ακόμα, να έκανες κάποιο θαύμα ή τα'βίρεν τέχνασμα -αν κι αδυνατώ να κατανοήσω τον λόγο- αλλά ο Τόραμ σε μισεί παθιασμένα. Δεν ήταν τόσο κακός προτού αρχίσει να συναναστρέφεται τον Μόρντεθ, αλλά από τότε... Ο Τόραμ θα μπορούσε να μας βάλει να επιτεθούμε στην πόλη απόψε. Με εσένα νεκρό, λέει, οι Αελίτες θα έφευγαν, αλλά έχω την εντύπωση πως προτιμά να δει εσένα πεθαμένο παρά να πάρει τον θρόνο».
«Μόρντεθ», είπε ο Ραντ. Το βλέμμα του παρέμενε κλειδωμένο στον Τόραμ Ριάτιν και στον λιπόσαρκο φίλο του. «Το όνομά του είναι Πάνταν Φάιν κι έχει επικηρυχθεί για εκατό χιλιάδες χρυσές κορώνες».
Το ποτήρι κόντεψε να πέσει από τα χέρια της Κάραλαϊν. «Ακόμα και για τις βασίλισσες, τα λύτρα είναι λιγότερα. Τι έκανε;»
«Ρήμαξε το σπίτι μου, ακριβώς επειδή ήταν το σπίτι μου». Το πρόσωπο του Ραντ ήταν σαν πάγος κι η φωνή του ψυχρή. «Έφερε τους Τρόλοκ για να σκοτώσουν τους φίλους μου, ακριβώς επειδή ήταν φίλοι μου. Είναι Σκοτεινόφιλος και θα πεθάνει». Αυτές οι τελευταίες λέξεις ξεπήδησαν μέσα από τα σφιγμένα του δόντια. Το παντς χύθηκε στο χαλί καθώς το ασημένιο κολονάτο ποτήρι λύγισε στη γαντοφορεμένη του γροθιά.
Η Μιν ένιωσε άρρωστη γι' αυτόν, για τον πόνο του —είχε ακούσει τα κατορθώματα του Φέιν στους Δύο Ποταμούς- κι ακούμπησε την παλάμη της στο στήθος του Ραντ, σχεδόν πανικόβλητη. Αν δεν συγκρατιόταν τώρα και διαβίβαζε με ποιος ήξερε πόσες Άες Σεντάι τριγύρω... «Στο όνομα του Φωτός, συγκρατήσου», άρχισε να του λέει, αλλά ξαφνικά μια γυναικεία ευχάριστη φωνή ακούστηκε πίσω της.
«Θα μου συστήσεις τον ψηλό και νεαρό φίλο σου, Κάραλαϊν;»
Η Μιν κοίταξε πάνω από τον ώμο της, κατ’ ευθείαν ένα αγέραστο πρόσωπο με παγερά μάτια κάτω από γκρίζα σαν το ατσάλι μαλλιά, τραβηγμένα σε κότσο, από τον οποίο κρέμονταν μικρά χρυσά στολίδια. Η Μιν ξεροκατάπιε για να μην ξεφωνίσει κι έβηξε αμήχανα. Νόμιζε πως ένα βλέμμα της Κάραλαϊν ήταν αρκετό για να την στοιχειοθετήσει, αλλά αυτά τα παγερά μάτια έμοιαζαν να γνωρίζουν πράγματα για το άτομό της που κι η ίδια είχε ξεχάσει. Το χαρακτηριστικό χαμόγελο των Άες Σεντάι, καθώς η γυναίκα τακτοποιούσε το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια, δεν ήταν τόσο ευχάριστο όσο η φωνή της.
«Φυσικά, Κάντσουεϊν Σεντάι». Η φωνή της Κάραλαϊν βγήκε κάπως τρεμουλιαστή, αλλά τη σταθεροποίησε προτού ακόμα συστήσει τον «ξάδερφο» και τη «σύζυγο» του που είχαν έρθει να την επισκεφθούν. «Φοβάμαι, όμως, πως η Καιρχίν δεν είναι κατάλληλο μέρος γι' αυτούς προς το παρόν», είπε, ανακτώντας την αυτοκυριαρχία της και χαμογελώντας λυπημένα που δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο τον Ραντ και τη Μιν. «Συμφώνησαν να ακολουθήσουν τη συμβουλή μου και να επιστρέψουν στο Άντορ».
«Σοβαρά;» ρώτησε ξερά η Κάντσουεϊν. Η Μιν αισθάνθηκε την καρδιά της να χάνει έναν χτύπο. Ακόμα κι αν ο Ραντ δεν είχε μιλήσει γι' αυτήν, ήταν φανερό ότι τον ήξερε από τον τρόπο που τον κοίταζε. Μικροσκοπικά χρυσαφένια πουλιά, σελήνες κι άστρα αναδεύτηκαν καθώς η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Τα πιο πολλά αγόρια μαθαίνουν ότι δεν πρέπει να βάζουν το δάχτυλο στη φωτιά όταν καούν για πρώτη φορά, Τόμας. Άλλα πάλι, πρέπει να φάνε ξύλο για να το μάθουν. Καλύτερα να έχεις μαλακά πισινά παρά καψαλισμένα δάχτυλα».
«Ξέρεις πως δεν είμαι παιδάκι», απάντησε κοφτά ο Ραντ.
«Μπα;» Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, σαν να τον μελετούσε από κοντά. «Τέλος πάντων, το αν χρειάζεται να φας ξύλο ή όχι θα το δούμε σύντομα». Τα παγερά μάτια στράφηκαν προς τη μεριά της Μιν και της Κάραλαϊν. Τελικά, τραβώντας το επώμιο της, η Κάντσουεϊν απομακρύνθηκε και χάθηκε στο πλήθος.
Η Μιν ξεροκατάπιε, λες κι είχε έναν κόμπο στον λαιμό της, κι ανακουφίστηκε πολύ όταν είδε την Κάραλαϊν να κάνει το ίδιο, μολονότι έδειχνε ατάραχη. Ο Ραντ -αυτός ο ανόητος και τυφλός- είχε το βλέμμα του καρφωμένο στην Άες Σεντάι, σαν να σκόπευε να πάει ξοπίσω της. Αυτήν τη φορά, ήταν η Κάραλαϊν που ακούμπησε το χέρι της πάνω στο στήθος του Ραντ.
«Να υποθέσω πως γνωρίζεις την Κάντσουεϊν;» τον ρώτησε, σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα. «Πρόσεχέ την. Ακόμα κι οι υπόλοιπες αδελφές αισθάνονται δέος στο άκουσμα του ονόματός της». Ο λαρυγγώδης τόνος της φωνής της είχε μια χροιά σοβαρότητας. «Δεν έχω ιδέα τι θα γίνει σήμερα, αλλά, ό,τι και να γίνει, νομίζω πως ήρθε η ώρα να του δίνεις, "Ξάδερφε Τόμας". Πέρασε η ώρα. Θα ετοιμάσω τα άλογα...»
«Αυτός είναι ο ξάδερφός σου, Κάραλαϊν;» ακούστηκε μια βαθιά και πλούσια αντρική φωνή, κι η Μιν αναπήδησε παρά τη θέλησή της.
Ο Τόραμ Ριάτιν ήταν πιο ευπαρουσίαστος από κοντά παρά από απόσταση, με αυτό το είδος της αρρενωπής ομορφιάς και τον αέρα της εγκόσμιας γνώσης που θα είλκυε τη Μιν προτού γνωρίσει τον Ραντ. Εξακολουθούσε να βρίσκει γοητευτική αυτή την κατηγορία των αντρών, αλλά σίγουρα ο Ραντ υπερτερούσε. Τα χείλη του ήταν σφιχτά και σχημάτιζαν ένα χαμόγελο μάλλον ευχάριστο.
Το βλέμμα του Τόραμ έπεσε στο χέρι της Κάραλαϊν, που ήταν ακόμα ακουμπισμένο στο στήθος του Ραντ. «Η Αρχόντισσα Κάραλαϊν θα γίνει γυναίκα μου», είπε ράθυμα. «Το ήξερες;»
Τα μάγουλα της Κάραλαϊν αναψοκοκκίνισαν από θυμό. «Μην το λες αυτό, Τόραμ! Σου είπα πως δεν πρόκειται να σε παντρευτώ, και δεν θα το κάνω!»
Ο Τόραμ χαμογέλασε στον Ραντ. «Έχω την εντύπωση πως οι γυναίκες δεν ξέρουν τι υπάρχει μέσα στο μυαλό τους μέχρι να τους το υποδείξεις. Εσύ, Τζεράαλ, τι πιστεύεις; Τζεράαλ;» Έριξε μια ματιά τριγύρω, συνοφρυωμένος, ενώ η Μιν τον κοιτούσε έκπληκτη. Ήταν τόσο όμορφος, αεράτος και... Μακάρι να μπορούσε να επικαλεστεί τις εικόνες κατά βούληση. Πολύ θα ήθελε να μάθει τι επεφύλασσε το μέλλον σ’ αυτόν τον άντρα.
«Είδα τον φίλο σου να το βάζει στα πόδια κατά κει, Τόραμ». Με το στόμα συστραμμένο από αηδία, η Κάραλαϊν έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι της. «Ή στο κρασοπουλειό θα τον βρεις ή να παρενοχλεί τις σερβιτόρες».
«Αργότερα, μονάκριβή μου». Προσπάθησε να την αγγίξει στο μάγουλο και φάνηκε να το διασκεδάζει όταν αυτή έκανε πίσω. Αμέσως σχεδόν, αποφάσισε να διασκεδάσει με τον Ραντ και με το ξίφος που κρεμόταν στο πλευρό του. «Τι θα έλεγες για λίγη γυμναστική, ξάδερφε; Σε αποκαλώ έτσι επειδή θα γίνουμε ξαδέρφια μόλις παντρευτώ την Κάραλαϊν. Με ξίφη εξάσκησης, φυσικά».
«Όχι, βέβαια», αποκρίθηκε η Κάραλαϊν, γελώντας. «Είναι μικρός ακόμα, Τόραμ, και δεν έχει ιδέα. Η μητέρα του δεν θα με συγχωρούσε ποτέ, αν του επέτρεπα...»
«Γυμναστική», είπε ο Ραντ ξαφνικά. «Ενδιαφέρον ακούγεται. Είμαι σύμφωνος».