Οι κυρτοί λόφοι κι οι κορυφογραμμές περιφερειακά του στρατοπέδου παρουσίαζαν όλα τα σημάδια της ξηρασίας και του εκτός εποχής καύσωνα. Αυτού του ανίερου καύσωνα. Ακόμα κι ο πιο αποβλακωμένος λαντζιέρης που όλη μέρα έτριβε καζάνια μπορούσε να νιώσει το άγγιγμα του Σκοτεινού στον κόσμο. Αν και το πραγματικό δάσος απλωνόταν πίσω τους, στη Δύση, από τις βραχώδεις πλαγιές ξεπετάγονταν ροζιασμένες βελανιδιές, κομμεόδεντρα, πεύκα με ανοίκειες μορφές κι άλλα, τα ονόματα των οποίων δεν γνώριζε η Εγκουέν, καφετιά, κίτρινα και με τα κλαδιά τους γυμνωμένα. Η γύμνια και το χρώμα τους δεν οφείλονταν σε κάποιον περασμένο χειμώνα. Λιμοκτονούσαν για λίγη υγρασία και δροσιά. Θα πέθαιναν, αν ο καιρός δεν άλλαζε σύντομα. Πέρα κι από τον τελευταίο στρατιώτη, ένας ποταμός διέσχιζε την περιοχή από νοτιοδυτικά, ο Ρεϊσεντρέλε, είκοσι βήματα πλατύς και στεφανωμένος από κάθε πλευρά από σκληρή ηλιοψημένη λάσπη, διάστικτη με πέτρες. Περιδινούμενο γύρω από βράχια που σε άλλους καιρούς θα έκαναν επικίνδυνο το πέρασμα, το νερό είχε ανυψωθεί μέχρι τα γόνατα των αλόγων καθώς αυτά διάβαιναν. Η Εγκουέν ένιωσε τα προσωπικά της προβλήματα να χάνουν τη σημασία τους. Παρά τον πονοκέφαλό της, αφιέρωσε μια μικρή δέηση για τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Η έρευνά τους ήταν εξίσου σημαντική με τη δική της, κι ακόμα περισσότερο. Ο κόσμος θα εξακολουθούσε να υπάρχει, Ακόμα κι αν η ίδια αποτύγχανε, αλλά εκείνες έπρεπε να πετύχουν.
Προχωρούσαν νότια με ελαφρύ καλπασμό, επιβραδύνοντας όταν η κλίση μιας λοφοπλαγιάς γινόταν απότομη ή όταν τα άλογα έπρεπε να σκαρφαλώσουν κάποια απόσταση μέσα από δέντρα κι αραιά θάμνα. Πάντως, παρέμεναν όσο ήταν δυνατόν στους κάμπους, κερδίζοντας έδαφος με γοργούς ρυθμούς. Το ευνουχισμένο και με μεγάλα ρουθούνια άλογο του Μπράυν, ακλόνητο και δυνατό, δεν φαινόταν να νοιάζεται αν το έδαφος έπαιρνε κλίση ή κατά πόσον ήταν μαλακό ή τραχύ, ωστόσο ο Ντάισαρ διατηρούσε το βήμα του συγχρονισμένο. Μερικές φορές, το πλαδαρό ζωντανό της Σιουάν αγκομαχούσε, αν και μπορεί απλώς να αφουγκραζόταν την ανησυχία του αναβάτη του. Όσο και να εξασκούνταν η Σιουάν, δεν θα γινόταν ποτέ αμαζόνα. Είχε τυλίξει τα μπράτσα της γύρω από τον λαιμό της φοράδας καθώς αυτή ανηφόριζε, και κόντευε να πέσει από τη σέλα. Ήταν αδέξια σαν πάπια στο ίσιωμα και τα γουρλωμένα της μάτια έμοιαζαν με αυτά του αλόγου. Η Μυρέλ, παρακολουθώντας τη Σιουάν, ξαναβρήκε το χιούμορ της. Το δικό της άλογο, καστανοκόκκινο και με λευκά πόδια, προχωρούσε χοροπηδώντας απαλά, σαν χελιδόνι, κι η Μυρέλ ίππευε με τέτοια σιγουριά και δεινότητα, ώστε έκανε τον Μπράυν να μοιάζει απαθής και δεξιοτέχνης.
Πριν προλάβουν να διανύσουν κάποια απόσταση, σε μια ψηλή κορυφογραμμή στα δυτικά, εμφανίστηκαν καβαλάρηδες, κάπου εκατό στοιχισμένοι άντρες, με τον ανατέλλοντα ήλιο να αστράφτει στις πανοπλίες, στις περικεφαλαίες και στις αιχμές των δοράτων. Μπροστά-μπροστά, ανέμιζε ένα μακρόστενο λευκό λάβαρο. Η Εγκουέν δεν το διέκρινε καθαρά, αλλά ήξερε ότι απεικόνιζε το Κόκκινο Χέρι. Δεν περίμενε να τους δει τόσο κοντά στον καταυλισμό των Άες Σεντάι.
«Δρακορκισμένα ζώα», μουρμούρισε η Μυρέλ, παρακολουθώντας τούς καβαλάρηδες να βαδίζουν παράλληλα με τις δικές τους σειρές. Τα γαντοφορεμένα της χέρια σφίχτηκαν πάνω στα γκέμια - με οργή, όχι φόβο.
«Η Ομάδα του Κόκκινου Χεριού τοποθετεί περιπόλους», είπε ήρεμα ο Μπράυν. Ρίχνοντας ένα βλέμμα στην Εγκουέν, πρόσθεσε: «Ο Άρχοντας Ταλμέηνς φαίνεται ότι ενδιαφέρεται για σένα, Μητέρα, αν κρίνω από την τελευταία φορά που του μίλησα». Απέφυγε να δώσει έμφαση στα λόγια του.
«Του μίλησες;» Και τα τελευταία ίχνη γαλήνης χάθηκαν από το πρόσωπο της Μυρέλ. Όλη η οργή που κρατούσε κρυμμένη μέσα της για την Εγκουέν εξαπολύθηκε εναντίον του. Λίγο ακόμα και θα άρχιζε να τρέμει. «Αυτό δεν απέχει και πολύ από προδοσία, Άρχοντα Μπράυν. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι προδοσία!» Η Σιουάν είχε μοιρασμένη την προσοχή της ανάμεσα στη φοράδα και τους άντρες στην οροσειρά. Απέφυγε να κοιτάξει κατάματα τη Μυρέλ, αλλά πήρε μια άκαμπτη στάση. Κανείς στο παρελθόν δεν είχε συνδέσει την Ομάδα με τη λέξη «προδοσία».
Πήραν μια στροφή στην κοιλάδα του λόφου. Μια αγροικία ή αυτό που κάποτε ήταν αγροικία, έμοιαζε να κρέμεται στην πλαγιά. Ο ένας τοίχος του μικρού πέτρινου σπιτιού είχε καταρρεύσει και μερικά απανθρακωμένα δοκάρια εξείχαν από την καλυμμένη με στάχτη καμινάδα σαν βρώμικα δάχτυλα. Η ασκεπής αποθήκη ήταν ένα μαυρισμένο κι άδειο πέτρινο κουτί, κι η διασκορπισμένη στάχτη υπεδείκνυε το σημείο όπου κάποτε ορθωνόταν το υπόστεγο. Σε όλη την έκταση της Αλτάρα είχαν δει παρόμοια και χειρότερα θεάματα· χωριά ολόκληρα αφανισμένα· νεκρούς πεταμένους στους δρόμους, τροφή για τα όρνια, τις αλεπούδες και για τα άγρια σκυλιά, που το έβαζαν στα πόδια μόλις πλησίαζαν άνθρωποι. Όλες αυτές οι ιστορίες περί αναρχίας και φονικών στο Τάραμπον και στο Άραντ Ντόμαν έπαιρναν ξαφνικά σάρκα κι οστά. Η Εγκουέν ήλπιζε διακαώς πως όλα αυτά αποτελούσαν δικαιολογία για όσους ήθελαν να γίνουν ληστοσυμμορίτες ή να ξεκαθαρίσουν παλιούς λογαριασμούς. Όμως στα χείλη κάθε επιζώντα υπήρχε η λέξη «Δρακορκισμένος», ενώ οι αδελφές κατηγορούσαν τον Ραντ με τέτοια βεβαιότητα, λες κι αυτός κρατούσε τους δαυλούς. Ωστόσο, θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν αν ήθελαν, να έβρισκαν έναν τρόπο να τον ελέγξουν. Δεν ήταν η μοναδική Άες Σεντάι η οποία πίστευε σε αυτό που έπρεπε να κάνει, ακόμη κι αν το έκανε με απροθυμία.
Η οργή της Μυρέλ επηρέασε τον Μπράυν όσο η βροχή επηρεάζει έναν ογκόλιθο. Στο μυαλό της Εγκουέν ξεπήδησε μια εικόνα από σύννεφα καταιγίδας που περιδινούνταν γύρω από το κεφάλι του κι από πλημμύρες που στροβιλίζονταν γύρω από τα γόνατά του ενώ αυτός προχωρούσε μακάρια μπροστά. «Μυρέλ Σεντάι», είπε με μια ηρεμία που κανονικά θα έπρεπε να επιδείξει η ίδια, «όταν δέκα χιλιάδες άντρες ή και πιο πολλοί σκιάζουν τα νώτα μου, πρέπει να ξέρω τι σκοπούς έχουν. Ειδικά οι συγκεκριμένοι δέκα χιλιάδες ή περισσότεροι».
Επικίνδυνο θέμα συζήτησης. Όσο κι αν η Εγκουέν ήταν χαρούμενη που δεν αναφέρθηκε ξανά το θέμα του ενδιαφέροντος που έδειξε για την ίδια ο Ταλμέηνς, αν και κανονικά θα έπρεπε να νιώθει τα δόντια της να τρίζουν που την είχε αναφέρει, ξαφνιάστηκε τόσο πολύ ώστε ανακάθισε στη σέλα της. «Δέκα χιλιάδες; Είσαι βέβαιος;» Η Ομάδα διέθετε λίγο περισσότερους από τους μισούς όταν ο Ματ κατέφθασε στο Σαλιντάρ, στα ίχνη της ίδιας και της Ηλαίην.
Ο Μπράυν ανασήκωσε τους ώμους του. «Στρατολογώ κληρωτούς στην πορεία, το ίδιο κάνει κι αυτός. Όχι πολλούς, αλλά μερικοί έχουν μια ιδέα τι σημαίνει να υπηρετείς τις Άες Σεντάι». Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα ένιωθαν άνετα να μιλήσουν έτσι σε τρεις αδελφές, αλλά ο Μπράυν μίλησε χαμογελώντας στραβά. «Επιπλέον, η Ομάδα φαίνεται πως απέκτησε κάποια φήμη από τη μάχη της Καιρχίν. Όπως λέει κι η αφήγηση, το Σεν αν Κάλχαρ δεν ηττάται ποτέ, ασχέτως πιθανοτήτων». Όπως και στην Αλτάρα, το κίνητρο των αντρών να συμμετάσχουν ήταν η σκέψη πως δύο στρατοί αντιμέτωποι σήμαινε πως θα λάβαινε χώρα κάποια μάχη. Η προσπάθεια να μη συμμετάσχουν ήταν το ίδιο επικίνδυνη σαν να διάλεγαν λάθος στρατόπεδο. Στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα υπήρχε διαλογη ανάμεσα στους ουδέτερους. «Υπήρξαν μερικοί λιποτάκτες στο στράτευμά μου, ειδικά ανάμεσα στους νεοσύλλεκτους του Ταλμέηνς. Φαίνεται πως κάποιοι πίστευαν πως οι τύχες της Ομάδας ήταν δεμένες με τον Ματ Κώθον, και δεν μπορούσαν να δώσουν το "παρών" δίχως αυτόν».
Κάτι σαν χλευασμός έκανε τη Μυρέλ να στραβώσει τα χείλη της. «Αυτοί οι ανόητοι φόβοι των Μουραντιανών είναι χρήσιμοι, αλλά νόμιζα πως εσύ δεν ήσουν ανόητος. Ο Ταλμέηνς μας ακολουθεί επειδή φοβάται μήπως και στραφούμε ενάντια στον πολύτιμό του Άρχοντα Δράκοντα, αλλά αν όντως σκόπευε να επιτεθεί δεν νομίζεις πως θα το είχε κάνει μέχρι τώρα; Μπορούμε να ασχοληθούμε με αυτούς του Δρακορκισμένους μόλις ξεμπερδέψουμε με μερικά άλλα, πιο σημαντικά θέματα. Πάντως, το να επικοινωνήσουμε μαζί του...!» Ανακάθισε λίγο, αλλά κατάφερε να ανακτήσει την ηρεμία της. Επιφανειακά, τουλάχιστον. Ο τόνος της φωνής της εξακολουθούσε να είναι δηκτικός. «Με κάρφωσες με το βλέμμα σου, Άρχοντα Μπράυν...»
Η Εγκουέν δεν έδωσε σημασία στα λόγια της Μυρέλ. Ο Μπράυν όντως την είχε κοιτάξει όταν ανέφερε τον Ματ. Οι αδελφές νόμιζαν πως γνώριζαν καλά την κατάσταση με τη Ομάδα και τον Ματ και δεν έδιναν και πολλή σημασία, κάτι που έκανε όμως ο Μπράυν. Γέρνοντας το κεφάλι της έτσι που ο περίγυρος του καπέλου απέκρυψε το πρόσωπό της τον κοίταξε εξεταστικά με την άκρη του ματιού της. Ήταν δεσμευμένος με όρκος να δημιουργήσει και να ηγηθεί ενός στρατού μέχρι που να εκθρονιζόταν η Ελάιντα, αλλά για ποιο λόγο είχε πάρει εξαρχής αυτόν τον όρκο; Θα μπορούσε να πάρει έναν υποδεέστερο όρκο που να ήταν αποδεκτός από τις αδελφές που το μόνο που ήθελαν ήταν να χρησιμοποιούσαν όλους αυτούς τους στρατιώτες σαν Πρωταπριλιάτικη μάσκα για να τρομοκρατήσουν την Ελάιντα. Ήταν θετικό που τον είχαν με το μέρος τους, κάτι που το ένιωθαν κι οι υπόλοιπες Άες Σεντάι. Όπως κι ο πατέρας της, ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που σε πείθουν πως, με ό,τι κι αν έρχεσαι αντιμέτωπος, δεν υπάρχει λόγος να πανικοβάλλεσαι. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως, από τη στιγμή που ο Μπράυν θα πολεμούσε την Ελάιντα, το αποτέλεσμα ίσως να ήταν εξίσου άσχημο με το να στραφεί εναντίον της η ίδια η Αίθουσα, ανεξαρτήτως του στρατού. Το μόνο εγκεκριμένο σχόλιο που είχε κάνει γι' αυτόν η Σιουάν ήταν ότι επρόκειτο για δεινό άνθρωπο, άσχετα αν προσπάθησε να φανεί πως εννοούσε κάτι άλλο. Και σίγουρα δεν παίζεις με έναν άνθρωπο που η Σιουάν Σάντσε χαρακτηρίζει δεινό.
Πλατσούρισαν σε ένα μικρό ρέμα, ένα ποταμάκι που ίσα-ίσα έβρεξε τις οπλές των αλόγων. Ένα λερωμένο κοράκι έτρωγε ένα ψάρι που είχε εξοκείλει στα ρηχά. Φτερούγισε για λίγο με τα κουρελιασμένα του φτερά, λες κι ήταν έτοιμο να πετάξει, αλλά ξαναγύρισε στο γεύμα του.
Η Σιουάν απέμεινε να κοιτάει κι αυτή εξεταστικά τον Μπράυν - η φοράδα της προχωρούσε ευκολότερα όταν ξεχνούσε να τραβήξει τα γκέμια ή να τη σπιρουνίσει σε ακατάλληλη στιγμή. Η Εγκουέν την είχε ρωτήσει σχετικά με τα κίνητρα του Άρχοντα Μπράυν, αλλά η μπερδεμένη σχέση της Σιουάν με αυτόν τον άνθρωπο είχε ως αποτέλεσμα να εισπράξει πίκρα και χολή στην αναφορά του και μόνο. Ή μισούσε τον Γκάρεθ Μπράυν από την κορυφή μέχρι τα νύχια, ή τον είχε ερωτευθεί, αλλά το να φαντάζεται κανείς τη Σιουάν ερωτευμένη ήταν σαν να φαντάζεται εκείνο το κοράκι να κολυμπάει.
Η κορυφογραμμή όπου είχαν φανεί εκείνοι οι στρατιώτες της Ομάδας ήταν άδεια πια, εκτός από μερικές λοξές σειρές νεκρών κωνοφόρων. Δεν τους είχε προσέξει να φεύγουν. Ο Ματ είχε τη φήμη στρατιώτη; Πιο εύκολο ήταν να πιστέψει σε κοράκια που κολυμπούν. Πίστευε πως είχε κάποιο αξίωμα χάρη στον Ραντ, που κι αυτό απίθανο φαινόταν. Το πιστεύεις επειδή νομίζεις πως ξέρεις πόσο επικίνδυνος είναι, υπενθύμισε στον εαυτό της, ρίχνοντας μια ματιά στον Μπράυν. «...θα έπρεπε να μαστιγωθούν!» Η φωνή της Μυρέλ πετούσε φωτιές. «Σε προειδοποιώ, αν ξανακούσω πως συναντήθηκες πάλι με αυτόν τον Δρακορκισμένο...!»
Όσον αφορά στον Μπράυν, εξακολουθούσε να παραμένει ογκόλιθος ανέγγιχτος από την καταιγίδα, ή έτσι φαινόταν τουλάχιστον. Ίππευε ήρεμα, μουρμουρίζοντας περιστασιακά, «Ναι, Μυρέλ Σεντάι», ή «Όχι, Μυρέλ Σεντάι», χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι δυσφορίας και χωρίς να ελαττώνει στο ελάχιστο την επισκόπηση της γύρω περιοχής. Αναμφίβολα, είχε προσέξει τους στρατιώτες να φεύγουν. Όσο κι αν επιστράτευε την υπομονετικότητά του -κι η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως ο φόβος δεν έπαιζε κανέναν ρόλο εδώ— η ίδια δεν είχε καμιά διάθεση να ακούει.
«Πάψε, Μυρέλ! Κανείς δεν πρόκειται να πειράξει τον Άρχοντα Μπράυν». Τρίβοντας τους κροτάφους της, σκέφτηκε να ζητήσει Θεραπεία από κάποια από τις αδελφές του καταυλισμού. Στο θέμα αυτό, ούτε η Σιουάν, ούτε η Μυρέλ είχαν μεγάλες ικανότητες. Βέβαια, η Θεραπεία δεν θα βοηθούσε σε τίποτα αν η κακοκεφιά προερχόταν από έλλειψη ύπνου ή από ανήσυχες σκέψεις. Φυσικά, δεν ήθελε με τίποτα να διαδοθεί πως ζοριζόταν υπερβολικά και δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Άσε που υπήρχαν κι άλλοι τρόποι, εκτός από τη Θεραπεία, να αντιμετωπίσει κανείς τους πονοκεφάλους, μόνο που δεν ήταν εφαρμόσιμοι εδώ.
Το στόμα της Μυρέλ σφίχτηκε, για μια στιγμή μόνο. Τινάζοντας το κεφάλι της, απέστρεψε τη ματιά της αναψοκοκκινισμένη, κι ο Μπράυν προσήλωσε το βλέμμα του σε ένα κοκκινόφτερο γεράκι που διέγραφε κύκλους στον αέρα, στα αριστερά τους. Ακόμα κι ένας γενναίος άντρας γνώριζε πότε να είναι διακριτικός. Διπλώνοντας τις φτερούγες του, το γεράκι εφόρμησε προς το μέρος ενός αθέατου θηράματος, πίσω από κάτι καχεκτικά χαμόκλαδα. Κάπως έτσι ένιωθε κι η Εγκουέν. Ορμούσε σε στόχους που δεν μπορούσε να διακρίνει, ελπίζοντας πως ήταν οι σωστοί, ελπίζοντας πως επρόκειτο καν για στόχους.
Ρούφηξε την ανάσα της, ευχόμενη να μπορούσε να τη σταθεροποιήσει. «Όπως και να έχει, Άρχοντα Μπράυν, νομίζω πως είναι καλύτερα να μην ξανασυναντήσεις τον Ταλμέηνς. Θα πρέπει να γνωρίζεις τα σχέδια του τώρα πια». Με τη βοήθεια του Φωτός, ο Ταλμέηνς δεν θα είχε μιλήσει πολύ ακόμα. Κρίμα που δεν κατάφερε να στείλει τη Σιουάν ή τη Ληάνε να τον προειδοποιήσουν, αν φυσικά πειθόταν, αλλά με δεδομένα τα αισθήματα που έτρεφαν οι αδελφές αναμεταξύ τους, θα ήταν το ίδιο σαν να ριψοκινδύνευε αυτή μια συνάντηση με τον Ραντ.
Ο Μπράυν υποκλίθηκε πάνω στη σέλα του. «Όπως προστάζεις, Μητέρα». Δεν υπήρχε ειρωνεία στον τόνο της φωνής του. Δεν συνήθιζε κάτι τέτοιο. Προφανώς, είχε δασκαλευτεί πώς να μιλούσε όταν βρίσκονταν Άες Σεντάι τριγύρω. Η Σιουάν έγειρε πίσω, κοιτώντας τον συνοφρυωμένη. Ίσως να μπορούσε να ξεσκεπάσει προς τα πού έγερνε περισσότερο η αφοσίωσή του. Παρά την έχθρα της, σπαταλούσε αρκετό καιρό μαζί του, πολύ παραπάνω απ' όσο χρειαζόταν.
Καταβάλλοντας κάποια προσπάθεια, η Εγκουέν συνέχισε να ακουμπάει τα χέρια της στα ηνία του Ντάισαρ, μακριά από το κεφάλι της. «Πόσο απέχουμε ακόμα, Άρχοντα Μπράυν;» Της φάνηκε αρκετά δύσκολο να συγκρατήσει την ανυπομονησία από τη φωνή της.
«Λίγο ακόμα, Μητέρα». Για κάποιο λόγο, μισογύρισε να κοιτάξει τη Μυρέλ. «Δεν είμαστε μακριά».
Η περιοχή ήταν διάστικτη από φάρμες, τόσο στις λοφοπλαγιές όσο και στους κάμπους, αν κι ο Εμοντίτης στην Εγκουέν έλεγε πως όλα αυτά, τα χαμηλά, γκριζωπά πέτρινα σπίτια κι οι αποθήκες καθώς και τα απερίφραχτα λιβάδια με τα ελάχιστα, κοκαλιάρικα γελάδια και τα καχεκτικά πρόβατα με τις μαύρες ουρές, δεν είχαν κανένα νόημα. Δεν είχαν καεί όλα μέχρι στιγμής, μερικά μόνο εδώ κι εκεί. Οι φωτιές χρησίμευαν προφανώς στο να δείξουν στους υπόλοιπους τι θα πάθαιναν αν δεν δήλωναν πίστη στον Αναγεννημένο Δράκοντα.
Σε μια αγροικία, είδε μερικούς από τους προπορευόμενους του Άρχοντα Μπράυν που έσερναν μια άμαξα. Το ότι ήταν δικοί του ήταν φανερό τόσο από τον τρόπο που τους κοίταξε κι ένευσε, όσο κι από την έλλειψη λευκής σημαιούλας. Στη Ομάδα άρεσε ανέκαθεν να επιδεικνύεται. Εκτός από τα λάβαρα, μερικοί είχαν αρχίσει τελευταία να φοράνε μια κόκκινη μπόλια τυλιγμένη γύρω από το μπράτσο τους. Μισή ντουζίνα γελάδια και πάνω από δύο ντουζίνες πρόβατα μουγκάνιζαν και βέλαζαν κάτω από τη φρούρηση των έφιππων αντρών, ενώ άλλοι κουβαλούσαν σακίδια από την αποθήκη στις άμαξες, προσπερνώντας έναν καμπούρη αγρότη με την οικογένειά του, έναν βαρύθυμο άνθρωπο με τραχιά, μαύρα μάλλινα ρούχα. Ένα από τα μικρά κορίτσια, φορώντας έναν βαθύ σκούφο όπως και τα άλλα, είχε χώσει το πρόσωπό της στο φουστάνι της μάνας του και, προφανώς, έκλαιγε, ενώ μερικά αγόρια κουνούσαν τις σφιγμένες γροθιές τους, λες κι ήθελαν να παλέψουν. Ο αγρότης θα πληρωνόταν, αλλά, αν δεν είχε σκοπό να διαχειριστεί με φειδώ τα κέρδη του και σκόπευε να τα βάλει με είκοσι πάνοπλους άντρες, αυτές οι καμένες φάρμες τον έκαναν να το σκεφτεί καλύτερα. Συχνά πυκνά, οι στρατιώτες του Μπράυν έβρισκαν καψαλισμένα πτώματα ανάμεσα στα ερείπια, άντρες, γυναίκες και παιδιά που προσπάθησαν να βγουν έξω, αλλά δεν τα κατάφεραν. Μερικές φορές, οι πόρτες και τα παράθυρα είχαν σφραγιστεί απ' έξω.
Η Εγκουέν αναρωτήθηκε κατά πόσον ήταν δυνατόν να πειστούν οι αγρότες κι οι χωριάτες ότι υπήρχε διαφορά ανάμεσα σε έναν ληστοσυμμορίτη και σε έναν στρατιώτη. Πολύ το ήθελε, αλλά δεν έβλεπε τον τρόπο, εκτός κι αν άφηνε τους στρατιώτες της να πεινάσουν μέχρι που να παραιτηθούν. Αν οι ίδιες οι αδελφές δεν έβλεπαν τη διαφορά ανάμεσα στους ληστοσυμμορίτες και στην Ομάδα, δεν υπήρχε καμιά ελπίδα για τους επαρχιώτες. Καθώς η φάρμα χανόταν πίσω τους, αντιστάθηκε στον πειρασμό να γυρίσει στη σέλα της και να την κοιτάξει. Ακόμα κι αν την έβλεπε, δεν θα άλλαζε τίποτα.
Ο Άρχοντας Μπράυν τηρούσε πάντα τον λόγο του. Τρία ή τέσσερα μίλια από τον καταυλισμό -σε ευθεία γραμμή, δηλαδή, αλλά η απόσταση ήταν διπλάσια αν περνούσες πάνω από την περιοχή που είχαν διασχίσει- κινήθηκαν κυκλικά γύρω από την άκρη ενός λόφου διάστικτου από θυσάνους και δέντρα κι αυτός σταμάτησε. Ο ήλιος βρισκόταν στη μισή απόσταση από την κορυφή. Υπήρχε κι ένας άλλος δρόμος από την κάτω μεριά, στενότερος και πιο φιδογυριστός από αυτόν που περνούσε μέσα από τον καταυλισμό. «Νόμιζαν πως, αν ταξιδέψουν νύχτα θα απέφευγαν τους ληστοσυμμορίτες», είπε. «Όχι κι άσχημη ιδέα, όπως αποδείχτηκε, αλλιώς θα είχαν την τύχη του Σκοτεινού. Έρχονταν από το Κάεμλυν».
Μια εμπορική αμαξοστοιχία από πενήντα τουλάχιστον μεγάλες άμαξες, πίσω από άλλες που ήταν μαζεμένες σε ομάδες των δέκα περίπου, απλωνόταν σε όλο το μήκος του δρόμου, σταματημένη κάτω από την άγρυπνη επιτήρηση μερικών στρατιωτών του Μπράυν. Κάποιοι από αυτούς είχαν ξεπεζέψει κι επιτηρούσαν τη μεταφορά των βαρελιών και των σακιδίων από τις εμπορικές άμαξες σε μισή ντουζίνα δικές τους. Μια γυναίκα με ένα απέριττο, μαύρο φόρεμα κουνούσε τα χέρια της κι έδειχνε ζωηρά προς την κατεύθυνση διαφόρων αντικειμένων, είτε διαμαρτυρόμενη είτε κάνοντας παζάρια, αλλά οι δικοί της στέκονταν παράμερα, κατσούφηδες και σιωπηλοί. Λίγο πιο πάνω στον δρόμο, σαν ζοφερά φρούτα που στόλιζαν τα απλωτά κλαδιά μιας βελανιδιάς, τα σώματα των κρεμασμένων λικνίζονταν καθώς κρέμονταν από τα γυμνά κλωνάρια. Τρόπος του λέγειν γυμνά, μια και τα κοράκια ήταν τόσα που το δέντρο λες κι είχε μαύρο φύλλωμα. Κι είχαν μπόλικη τροφή στη διάθεσή τους αυτά τα πουλιά. Ακόμα κι από αυτή την απόσταση, το θέαμα δεν επέδρασε θετικά στο κεφάλι ή στο στομάχι της Εγκουέν.
«Αυτό ήθελες να δω; Τους έμπορους ή τους ληστοσυμμορίτες;» Δεν έβλεπε ούτε ένα ρούχο πάνω σε αυτά τα αιωρούμενα πτώματα, άσε που, όταν οι ληστοσυμμορίτες κρέμαγαν κόσμο, δεν έκαναν εξαίρεση στα γυναικόπαιδα. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τους έχει κρεμάσει, οι στρατιώτες του Μπράυν, η Ομάδα -το ότι η Ομάδα κρέμαγε όσους από τους, αυτοαποκαλούμενους, Δρακορκισμένους έπιανε, δεν είχε καμιά σημασία για τις αδελφές- ή ακόμα και κάποιος ντόπιος άρχοντας ή αρχόντισσα. Αν οι Μουραντιανοί ευγενείς αποφάσιζαν να συνεργαστούν, όλοι οι ληστοσυμμορίτες θα κρέμονταν τώρα από τα δέντρα, αλλά αυτό ήταν σαν να ζητάς από μια γάτα να χορέψει. Μια στιγμή. Είχε αναφέρει το Κάεμλυν. «Έχει αυτό καμιά σχέση με τον Ραντ, ή με τους Άσα'μαν;»
Αυτή τη φορά, ο Μπράυν δεν δίστασε να κοιτάξει πρώτα την Εγκουέν, έπειτα τη Μυρέλ και ξανά την Εγκουέν. Το καπέλο της Μυρέλ έριχνε σκιές στο πρόσωπό της. Έμοιαζε κατηφής έτσι όπως ήταν ζαρωμένη πάνω στη σέλα της και δεν θύμιζε διόλου τη γεμάτη αυτοπεποίθηση καβαλάρισσα του πρόσφατου παρελθόντος. Τελικά, ο Μπράυν αποφάσισε να απαντήσει. «Σκέφτηκα πως καλό θα ήταν να μάθεις πριν από κάθε άλλον πώς έχει η κατάσταση, αλλά ίσως έκανα λάθος...» ξανακοίταξε τη Μυρέλ.
«Να μάθει τι πράγμα, τριχωτέ μπούφε;» γρύλισε η Σιουάν, τσιγκλώντας τη χοντρή φοράδα της για να τους προσεγγίσει.
Η Εγκουέν έκανε μια καθησυχαστική χειρονομία προς το μέρος της. «Ό,τι έχεις να πεις σε μένα, μπορεί να το ακούσει κι η Μυρέλ, Άρχοντα Μπράυν. Είναι άξια εμπιστοσύνης». Το κεφάλι της Πράσινης αδελφής τινάχτηκε. Κρίνοντας από το έκπληκτο βλέμμα της, θα αμφέβαλλε κανείς ότι είχε ακούσει αυτά τα λόγια από την Εγκουέν, ύστερα από ένα λεπτό ο Μπράυν ένευσε καταφατικά.
«Βλέπω πως... άλλαξαν τα πράγματα. Μάλιστα, Μητέρα». Αφαίρεσε την περικεφαλαία του και την ακούμπησε στο μπροστάρι της σέλας του. Έμοιαζε ακόμα διστακτικός και διάλεγε τις λέξεις του προσεκτικά. «Οι έμποροι μεταφέρουν τις φήμες όπως τα σκυλιά τους ψύλλους, κι αυτοί εκεί κάτω έχουν μπόλικες. Δεν λέω, φυσικά, πως όλες είναι αλήθεια, αλλά...» Ήταν περίεργο θέαμα να βλέπεις τον Άρχοντα Μπράυν τόσο διστακτικό. «Μητέρα, μια από τις φήμες που άκουσαν καθ' οδόν λέει ότι ο Ραντ αλ'Θόρ πήγε στον Λευκό Πύργο κι ορκίστηκε πίστη στην Ελάιντα».
Για μια στιγμή, η όψη της Μυρέλ ήταν απαράλλακτη με αυτή της Σιουάν. Το αίμα φάνηκε να έχει στραγγιστεί από τα πρόσωπά τους καθώς οραματίζονταν την καταστροφή. Η Μυρέλ μάλιστα ταλαντεύτηκε ανήσυχα στη σέλα της κι η Εγκουέν απέμεινε να τον κοιτάει. Κατόπιν, ξαφνιάζοντας τόσο τον εαυτό της όσο και τους υπόλοιπους, ξέσπασε σε γέλια. Ο Ντάισαρ αναπήδησε πάνω στο πετρώδες έδαφος, καταπραΰνοντας τη νευρικότητά της. «Άρχοντα Μπράυν», είπε η Εγκουέν, χτυπώντας χαϊδευτικά τον λαιμό του ευνουχισμένου της ζώου, «πίστεψέ με πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Είμαι πέρα για πέρα σίγουρη».
Η Σιουάν ξεφύσησε ανακουφισμένη κι η Μυρέλ τη μιμήθηκε, δευτερόλεπτα μετά. Παρακολουθώντας τις εκφράσεις τους, η Εγκουέν ήταν έτοιμη να γελάσει ξανά. Τόσο πολύ ανακουφισμένες ένιωθαν που τα μάτια τους είχαν γουρλώσει, σαν τα παιδάκια που τους λες ότι ο Σκιάνθρωπος δεν κρύβεται κάτω από το κρεβάτι τους. Αυτά όσον αφορά στην αταραξία των Άες Σεντάι.
«Αν είναι έτσι, πάει καλά», είπε ξερά ο Μπράυν, «αλλά, ακόμα κι αν απέλυα κάθε άντρα που έχω εκεί κάτω, η φήμη θα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί ανάμεσα στους στρατιώτες και τους βαθμοφόρους. Θα διαδοθεί στο στράτευμα όπως η φωτιά στους λόφους». Η παρατήρηση αυτή έδιωξε την ιλαρότητα από πάνω της. Αν μη τι άλλο, αυτό θα ήταν πραγματική συμφορά.
«Αύριο θα βάλω τις αδελφές να ανακοινώσουν την αλήθεια στους στρατιώτες σου. Είναι αρκετές έξι από τις καλύτερες Άες Σεντάι; Η Μυρέλ με τη Σέριαμ, η Καρλίνυα με την Μπεόνιν κι η Ανάγια με τη Μόρβριν». Οι αδελφές αυτές δεν είχαν καμιά διάθεση να συναντηθούν με τις Σοφές, αλλά δεν μπορούσαν να αρνηθούν την προσταγή της. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελαν να σταματήσουν τη διάδοση της συγκεκριμένης φήμης. Ο αχνός μορφασμός της Μυρέλ ακολουθήθηκε από μια γκριμάτσα καρτερικότητας που έκανε με το στόμα της.
Ακουμπώντας τον αγκώνα του πάνω στην περικεφαλαία του, ο Μπράυν κοίταξε εξεταστικά την Εγκουέν και τη Μυρέλ. Στη Σιουάν δεν έριξε ούτε ματιά. Το καστανοκόκκινο άλογό του ποδοβόλησε πάνω στα βράχια κι ένα κοπάδι πουλιών που έμοιαζαν με περιστέρια με λαμπερά, γαλάζια φτερά, ξεπετάχτηκαν πίσω από τους θάμνους, λίγα βήματα μακρύτερα, αναγκάζοντας τον Ντάισαρ και το κοκκινότριχο ζωντανό της Μυρέλ να αναπηδήσουν νευρικά. Το υποζύγιο του Μπράυν δεν κουνήθηκε καν. Αναμφίβολα είχε ακούσει για τις πύλες, παρ' όλο που δεν είχε ιδέα τι ήταν -ήταν συνήθειο των Άες Σεντάι να κρατούν μυστικά κι ήλπιζαν να κρατήσουν κι αυτό από τα αυτιά της Ελάιντα— και σίγουρα δεν ήξερε τίποτα για τον Τελ'αράν'ριοντ -το ζωτικό αυτό μυστικό που ήταν ευκολότερο να φρουρηθεί, μια και δεν εκδηλωνόταν στα φανερά- ωστόσο, δεν ρώτησε τίποτα. Ίσως πια να είχε συνηθίσει στις Άες Σεντάι και στα μυστικά τους.
«Αυτά όσον αφορά στην ειλικρίνεια», είπε τελικά. «Αν θέλουν να βγάλουν από τη μύγα ξύγκι...» Το βλέμμα του δεν είχε σκοπό τον εκφοβισμό, απλώς να επισημάνει πού ήταν το θέμα. Φάνηκε ικανοποιημένος με την έκφρασή της. «Φαίνεται πως τα πας μια χαρά, Μητέρα. Σου εύχομαι μια επιτυχημένη συνέχεια. Όρισέ μου ώρα το απόγευμα κι εγώ θα έρθω. Θα έπρεπε να συσκεπτόμαστε πιο συχνά. Όποτε με ζητήσεις θα έρχομαι. Πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε σχέδια για να γίνεις Έδρα της Άμερλιν μόλις φθάσουμε στην Ταρ Βάλον».
Ο τόνος της φωνής του ήταν μετρημένος —προφανώς δεν ήταν κι ο ίδιος σίγουρος τι ακριβώς συνέβαινε ή κατά πόσον έπρεπε να έχει εμπιστοσύνη στη Μυρέλ- και της πήρε μια στιγμή μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε κάνει ο Μπράυν. Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Ίσως είχε συνηθίσει υπέρ το δέον τον τρόπο που μιλούσαν μεταξύ τους οι Άες Σεντάι, αλλά... Ο Μπράυν μόλις είχε πει ότι ο στρατός τής ανήκε. Ήταν σίγουρη. Δεν ανήκε στην Αίθουσα, ούτε στη Σέριαμ. Μόνο σ' αυτήν.
«Σ' ευχαριστώ, Άρχοντα Μπράυν». Τα λόγια της δεν ήταν αρκετά, ειδικά όταν το προσεκτικό του νεύμα κι η ματιά του που ήταν καρφωμένη στη δικιά της έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν όσα πίστευε. Ξαφνικά, χίλιες ερωτήσεις ξεπήδησαν στο μυαλό της, τις περισσότερες από τις οποίες δεν θα μπορούσε να εκφράσει ούτε καν όταν θα ήταν μόνοι τους. Κρίμα που δεν τον είχε κάνει να την εμπιστευτεί ολοκληρωτικά. Πρόσεχε μέχρι να σιγουρευτείς, κι έπειτα πρόσεχε περισσότερο. Ήταν μια παλιά παροιμία που ταίριαζε πολύ καλά στα πάρε-δώσε που είχε κανείς με τις Άες Σεντάι. Ακόμα κι οι καλύτεροι άντρες μπορούσαν να συζητάνε διάφορα πράγματα με τους φίλους τους, ειδικά αν υποτίθεται ότι ήταν μυστικά. «Σίγουρα θα σε περιμένουν διάφορες δουλειές από το πρωί», του είπε, μαζεύοντας τα ηνία. «Μπορείς να γυρίσεις. Εμείς θα προχωρήσουμε λίγο ακόμα».
Ο Μπράυν διαμαρτυρήθηκε, βέβαια. Άρχισε να μιλάει σαν Πρόμαχος, λέγοντάς τους πως ήταν αδύνατον να παρακολουθεί συγχρόνως τα πάντα και πως, ένα βέλος καρφωμένο στην πλάτη μπορούσε να σκοτώσει το ίδιο εύκολα μια Άες Σεντάι όσο κι οποιονδήποτε άλλον. Η Εγκουέν αποφάσισε πως ο επόμενος άντρας που θα της έλεγε κάτι τέτοιο θα το πλήρωνε ακριβά. Τρεις Άες Σεντάι ισοδυναμούσαν με τριακόσιους άντρες. Στο τέλος, παρά τις γκρίνιες, δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπακούσει. Φόρεσε την περικεφαλαία του και, σπιρουνίζοντας το άλογο του, άρχισε να κατηφορίζει την ακανόνιστη πλαγιά, προς το κομβόι των εμπορικών αμαξιών, αντί να γυρίσει στον δρόμο απ' όπου είχαν έρθει. Από τη δική της άποψη όμως, αυτό ήταν καλύτερο.
«Προχώρα μπροστά, Σιουάν», είπε η Εγκουέν μόλις ο Μπράυν απομακρύνθηκε καμιά δεκαριά βήματα.
Η Σιουάν του έριξε μια ματιά λες κι ο άντρας την είχε παρασκοτίσει. Τακτοποίησε ρουθουνίζοντας το ψάθινο καπέλο της, στριφογύρισε τη φοράδα της -την έσυρε, για την ακρίβεια— και σπιρούνισε το ψυχωμένο ζωντανό για να προχωρήσει. Η Εγκουέν έκανε νόημα στη Μυρέλ να ακολουθήσει. Όπως κι ο Μπράυν, έτσι κι αυτή δεν είχε άλλη επιλογή.
Αρχικά, η Μυρέλ της έριχνε λοξές ματιές, περιμένοντας προφανώς από την Εγκουέν να ανακινήσει το θέμα των αδελφών που θα στέλνονταν στον Λευκό Πύργο. Ήταν φανερό ότι έψαχνε δικαιολογίες για τον λόγο που θα το κρατούσε κρυφό ακόμα κι από την Αίθουσα. Όσο πιο πολύ παρέμενε σιωπηλή η Εγκουέν, τόσο περισσότερο η άλλη μετατοπιζόταν ανήσυχα πάνω στη σέλα της. Η Μυρέλ άρχισε να βρέχει τα χείλη με τη γλώσσα της, τα οποία έμοιαζαν με καλοφτιαγμένες ρωγμές που απλώνονταν πάνω στην παραδοσιακή ηρεμία μιας Άες Σεντάι. Η σιωπή ήταν πολύ χρήσιμο εργαλείο.
Για κάμποση ώρα, οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν οι οπλές των αλόγων τους κι οι σποραδικές κραυγές των πουλιών ανάμεσα στα θάμνα, αλλά, μόλις έγινε προφανής η κατεύθυνση που ακολουθούσε η Σιουάν, καθώς προχωρούσε υπό γωνία και κάπως δυτικά από το μονοπάτι που οδηγούσε στο στρατόπεδο, η ανησυχία της Μυρέλ αυξήθηκε κι άρχισε να κουνιέται πάνω στη σέλα της σαν να είχε καρφιά. Ίσως τελικά να υπήρχε κάτι σημαντικό σε όλες αυτές τις πληροφορίες που είχε συλλέξει η Σιουάν.
Όταν η Σιουάν πήρε άλλη μια στροφή δυτικά, ανάμεσα από δύο ακανόνιστους λόφους που έγερναν ο ένας προς τον άλλον, η Μυρέλ τράβηξε τα γκέμια και το άλογο σταμάτησε. «Μα... από κει υπάρχει ένας καταρράκτης», είπε δείχνοντας ανατολικά. «Ακόμα και πριν από την ξηρασία δεν ήταν πολύ μεγάλος, αλλά παραμένει αρκετά εντυπωσιακός». Η Σιουάν σταμάτησε κι αυτή και κοίταξε προς τα πίσω με ένα αδρό χαμόγελο.
Τι μπορεί να έκρυβε η Μυρέλ; Η Εγκουέν ήταν περίεργη. Έριξε μια ματιά στην Πράσινη αδελφή κι απόρησε όταν είδε μια σταγόνα ιδρώτα να κυλάει στο μέτωπό της, λαμποκοπώντας στη σκιά, στην άκρη του πλατύγυρου, γκρίζου καπέλου της. Πολύ θα ήθελε να μάθει τι μπορεί να ήταν αυτό που έκανε μια Άες Σεντάι να ιδρώνει.
«Νομίζω πως ο δρόμος που ακολουθεί η Σιουάν έχει να μας προσφέρει πιο ενδιαφέροντα τοπία, έτσι δεν είναι;» είπε η Εγκουέν, στρέφοντας τον Ντάισαρ προς τα εκεί, κι η Μυρέλ αναδιπλώθηκε. «Έλα, προχώρα».
«Ξέρεις τα πάντα, έτσι;» μουρμούρισε με κάποια αστάθεια στη φωνή της η Μυρέλ καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στους γερτούς λόφους. Κι άλλες σταγόνες ιδρώτα στόλιζαν τώρα το μέτωπό της. Φαίνεται πως είχε ταρακουνηθεί για τα καλά. «Τα πάντα. Πως γίνεται να...» Ξαφνικά, αναπήδησε στη σέλα της, κοιτώντας την πλάτη της Σιουάν. «Αυτή φταίει! Η Σιουάν ήταν δική σου εξ' αρχής!» Ακουγόταν σχεδόν αγανακτισμένη. «Πως ήταν δυνατόν να είμαστε τόσο τυφλοί; Όμως, δεν καταλαβαίνω. Πήραμε τόσες προφυλάξεις».
«Αν θες να κρατήσεις κάτι κρυφό», είπε περιφρονητικά η Σιουάν πάνω από τον ώμο της, «μην προσπαθείς να αγοράσεις πλαστές πιπεριές σ' αυτές τις περιοχές του νότου».
Τι διάβολο ήταν αυτές οι πλαστές πιπεριές; Για τι πράγμα μιλούσαν; Η Μυρέλ αναρίγησε. Η Σιουάν δεν επιχείρησε να τη βάλει στη θέση της με κάποιο δεικτικό σχόλιο, κι αυτό ήταν ένδειξη του πόσο ταραγμένη ήταν η Μυρέλ. Αντί γι' αυτό, έγλειψε τα χείλη της, λες κι είχαν ξεραθεί ξαφνικά.
«Μητέρα, πρέπει να καταλάβεις για ποιο λόγο το έκανα, για ποιο λόγο το κάναμε». Η εξαλλοσύνη στη φωνή της ήταν τέτοια που θα έκανε τους μισούς Αποδιωγμένους να τρομάξουν, και την ίδια την Εγκουέν ακόμα. «Όχι επειδή το ζήτησε η Μουαραίν, ούτε επειδή ήταν φίλη μου. Δεν μ' αρέσει να τους αφήνω να πεθαίνουν. Καθόλου δεν μου αρέσει! Η συμφωνία που συνάψαμε είναι άνιση για μας σε μερικά σημεία, κι ακόμα πιο άνιση γι' αυτούς. Πρέπει να καταλάβεις. Πρέπει!»
Τη στιγμή που η Εγκουέν πίστεψε πως είχε έρθει η ώρα να αποκαλύψει τα πάντα, η Σιουάν σταμάτησε ξανά την εύσωμη φοράδα της και τις κοίταξε και τις δύο. Η Εγκουέν κάλλιστα θα τη χαστούκιζε. «Ίσως θα ήταν καλύτερα για σένα να προχωρήσεις μπροστά στην υπόλοιπη διαδρομή, Μυρέλ», είπε ψυχρά, με αηδία σχεδόν. «Υπάρχουν φορές που η συνεργασία σημαίνει ανακούφιση».
«Ναι». Η Μυρέλ ένευσε καταφατικά, με τα χέρια της να παίζουν αδιάκοπα πάνω στα γκέμια. «Φυσικά».
Έμοιαζε έτοιμη να την πάρουν τα δάκρυα καθώς προχώρησε μπροστά. Η Σιουάν, ακολουθώντας ξοπίσω, φαινόταν ξαλαφρωμένη για λίγο. Η Εγκουέν αισθανόταν έτοιμη να εκραγεί. Ποια συμφωνία; Με ποιον; Ποιοι θα πέθαιναν; Κι όταν έλεγε «για μας», ποιους εννοούσε; Τη Σέριαμ και τις υπόλοιπες; Η Μυρέλ όμως ήταν σε απόσταση ακοής, και δεν ήταν συνετό αυτή τη στιγμή να φανερώσει την άγνοιά της. Μια αδαής γυναίκα που κρατάει το στόμα της κλειστό περνάει για σοφή, έτσι έλεγε η παροιμία. Υπήρχε όμως και μια άλλη: Αν κρατάς ένα μυστικό είναι σαν να κρατάς δέκα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να πάει με τα νερά της και να προσπαθήσει να συγκρατηθεί. Η Σιουάν, πάντως, θα έτρωγε γερή κατσάδα. Υποτίθεται πως δεν έπρεπε να κρατάει μυστικά από αυτήν. Τρίζοντας τα δόντια της, η Εγκουέν πάσχισε να φανεί υπομονετική κι αδιάφορη. Συνετή.
Μόλις βρέθηκαν σχεδόν πίσω στον δρόμο του καταυλισμού, λίγα μίλια δυτικότερα, η Μυρέλ τους οδήγησε σε έναν χαμηλό λόφο με επίπεδη κορυφή, καλυμμένο με κωνοφόρα και χαμοδάφνες. Δύο τεράστιες βαλανιδιές εμπόδιζαν να φυτρώσει οτιδήποτε άλλο στην πλατιά κοιλότητα της κορυφής. Κάτω από τα πυκνά κλαριά που περιελίσσονταν το ένα με το άλλο, υπήρχαν τρεις σκηνές με μυτερή κορυφή και μπαλώματα από καραβόπανο, μια αμυντική γραμμή από άλογα, μια καρότσα και πέντε πανύψηλα πολεμικά άλογα, προσεκτικά περιφραγμένα από τα υπόλοιπα. Η Νισάο Ντάτσεν, φορώντας ένα απλό και κοφτό φόρεμα ιππασίας σε μπρούτζινο χρώμα, περίμενε στο στέγασμα, μπροστά σε μία από τις σκηνές, να καλωσορίσει λες τους επισκέπτες, έχοντας πλάι της τον Σάριν Χόιγκαν με τον πράσινο λαδί μανδύα που συνήθιζαν να φοράνε αρκετοί από τους Γκαϊντίν. Ένας φαλακρός άντρας, απολειφάδι σχεδόν αν και ψηλότερος της, με μια πυκνή, μαύρη γενειάδα, στεκόταν δίπλα της. Ήταν ο Πρόμαχος της Νισάο. Λίγα βήματα πιο πέρα, δύο από τους τρεις Γκαϊντίν της Μυρέλ τους κοίταζαν επιφυλακτικά καθώς εισέρχονταν στην κοιλότητα. Ο Κρόι Μάκιν, ψηλόλιγνος και ξανθομάλλης, κι ο Νούχελ Ντρόμαντ, μελαψός κι ογκώδης, με μια γενειάδα που άφηνε γυμνό το πάνω του χείλος. Κανείς τους δεν φαινόταν ξαφνιασμένος. Προφανώς, κάποιος από τους Προμάχους φύλαγε σκοπιά και τους είχε ειδοποιήσει. Ωστόσο, δεν υπήρχε φανερός λόγος για όλη αυτή τη μυστικοπάθεια, ούτε και για την αμηχανία που έδειχνε η Μυρέλ. Κι εν πάση περιπτώσει, αν η Νισάο τους περίμενε για να τους καλωσορίσει, γιατί τα χέρια της ήταν απασχολημένα να τρίβουν το χώρισμα της φούστας της; Έμοιαζε σαν να προτιμάει να αντιμετωπίσει την Ελάιντα, με την κατάλληλη προστασία φυσικά.
Δύο γυναίκες που τους περιεργάζονταν από τη γωνία κάποιας σκηνής μπήκαν μέσα βιαστικά, αλλά η Εγκουέν πρόλαβε και τις αναγνώρισε. Η Νίκολα κι η Αράινα. Ξαφνικά, ένιωσε ανήσυχη. Πού την είχε φέρει η Σιουάν;
Η Σιουάν δεν έδειχνε καθόλου νευρικότητα καθώς ξεπέζευε. «Φανέρωσέ τον, Μυρέλ. Τώρα». Ο τόνος της φωνής της έμοιαζε εκδικητικός κι έκανε ακόμα και μια λίμα να μοιάζει απαλή. «Είναι πολύ αργά πια για να κρυβόμαστε».
Η Μυρέλ κατέβαλε προσπάθεια να κρύψει ένα κατσούφιασμα που η Σιουάν της απηύθυνε τον λόγο με αυτόν τον τρόπο. Προσπαθώντας εμφανώς να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της, έβγαλε το καπέλο από το κεφάλι της και ξεπέζεψε αμίλητη. Προχώρησε αθόρυβα μέχρι την είσοδο μιας από τις σκηνές κι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό. Τα ήδη γουρλωμένα μάτια της Νισάο την ακολούθησαν, γουρλώνοντας κι άλλο. Έμοιαζε πετρωμένη σε εκείνο το σημείο.
Κανείς άλλος εκτός από τη Σιουάν δεν ήταν εκεί κοντά για να κρυφακούσει. «Γιατί παρεμβλήθηκες;» απαίτησε να μάθει η Εγκουέν καθώς ξεπέζευε κι αυτή. «Είμαι σίγουρη πως ήταν έτοιμη να ομολογήσει... δεν ξέρω κι εγώ τι... κι εξακολουθώ να μην έχω καμιά ένδειξη. Πλαστές πιπεριές, είπες;»
«Είναι πολύ δημοφιλείς στο Σίναρ και στη Μαλκίρ», απάντησε ήρεμα η Σιουάν. «Το άκουσα μόλις άφησα την Ελντέν, το πρωί. Έπρεπε να την αναγκάσω να προπορευτεί. Δεν ήξερα ακριβώς τι εννοούσε. Ίσως να μην ήταν κι ό,τι καλύτερο αν το ανακάλυπτε, έτσι δεν είναι; Ούτε για τη Νισάο γνώριζα κάτι. Νόμιζα πως, καλά-καλά, δεν μιλούσαν μεταξύ τους». Έριξε μια ματιά στην Κίτρινη αδελφή και κούνησε το κεφάλι της κάπως εκνευρισμένη. Η αποτυχία να μάθει κάτι ήταν, πολλές φορές, αβάσταχτη για τη Σιουάν. «Εκτός κι αν ξαφνικά τυφλώθηκα και χάζεψα, αυτές οι δύο...» Έκανε μια γκριμάτσα λες κι είχε στο στόμα της κάτι σάπιο και ψέλλισε κάτι προσπαθώντας να βρει την κατάλληλη ονομασία. Ξαφνικά, έπιασε την Εγκουέν από το μανίκι. «Νάτες, έρχονται. Θα δεις κι από μόνη σου».
Η Μυρέλ βγήκε πρώτη από τη σκηνή κι ακολούθησε ένας άντρας με ακριβές μπότες και βράκες που χρειάστηκε να σκύψει για να περάσει από την υφασμάτινη είσοδο. Στο χέρι του άδραχνε ένα γυμνωμένο ξίφος, ενώ ουλές σημάδευαν σταυρωτά το ελάχιστα τριχωτό του στήθος. Ήταν πάνω από ένα κεφάλι ψηλότερος της, ψηλότερος από οποιονδήποτε Πρόμαχο. Η γκριζάδα στα μακριά, μαύρα μαλλιά του, συγκρατημένα από μια δερμάτινη πλεξούδα περασμένη γύρω από τους κροτάφους του, είχε προχωρήσει από την τελευταία φορά που τον είχε δει η Εγκουέν, κατά τα' άλλα, όμως, το παρουσιαστικό του Λαν Μαντράγκοραν παρέμενε σκληρό. Κομμάτια του αινίγματος ταίριαξαν ξαφνικά μεταξύ τους, για την ίδια ωστόσο το παζλ παρέμενε ακόμα αξεδιάλυτο. Υπήρξε Πρόμαχος της Μουαραίν, της Άες Σεντάι που είχε φέρει την ίδια, μαζί με τον Ραντ και τους υπόλοιπους, από τους Δύο Ποταμούς πριν από τόσο καιρό ώστε νόμιζε πως είχαν περάσει αιώνες. Όμως, η Μουαραίν πέθανε μόλις σκότωσε τη Λανφίαρ κι ο Λαν είχε αποτραβηχτεί στην Καιρχίν αμέσως μετά. Ίσως όλα ήταν ξεκάθαρα για τη Σιουάν, αλλά για την ίδια το τοπίο παρέμενε θολό.
Μουρμουρίζοντας κάτι στον Λαν, η Μυρέλ τον άγγιξε στο μπράτσο κι αυτός μόρφασε ελαφρά, σαν νευρικό άλογο, αλλά το τραχύ του πρόσωπο δεν αποτραβήχτηκε από την Εγκουέν. Στο τέλος ένευσε, έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε κάτω από τα κλωνάρια των βαλανιδιών. Άδραξε και με τα δύο χέρια τη λαβή του σπαθιού του, το ανασήκωσε πάνω από το κεφάλι του, με τη λάμα ελαφρά γερτή, στηρίχθηκε στη μύτη της μιας μπότας κι έμεινε ακίνητος.
Για ένα δευτερόλεπτο, η Νισάο τον κοίταξε βλοσυρή, λες κι οι κινήσεις του αποτελούσαν αίνιγμα και για την ίδια. Ύστερα, το βλέμμα της έπεσε πάνω στη Μυρέλ κι οι δύο γυναίκες έστρεψαν τη ματιά τους στην Εγκουέν. Αντί όμως να έρθουν κοντά της η μία πλησίασε την άλλη κι αντάλλαξαν βιαστικούς ψιθύρους. Έτσι, τουλάχιστον, φάνηκε αρχικά. Κατόπιν, η Νισάο έμεινε ακίνητη, κουνώντας το κεφάλι της σαν να δυσπιστούσε για κάτι ή σαν να το απέρριπτε. «Εσύ φταις για όλα», γρύλισε δυνατά. «Τι ανόητη και τυφλή που ήμουν να σε ακούσω».
«Αυτό είναι μάλλον... ενδιαφέρον», είπε η Σιουάν καθώς οι άλλες δύο στράφηκαν τελικά προς το μέρος της ίδιας και της Εγκουέν. Ο τρόπος που την πρόφερε έκανε τη λέξη να ηχεί δυσοίωνη.
Η Μυρέλ κι η Νισάο έλεγξαν βιαστικά τα μαλλιά και τα ρούχα τους καθώς διέσχιζαν την κοντινή απόσταση για να βεβαιωθούν πως όλα ήταν εντάξει. Ίσως τις είχαν πιάσει να... τι; αναρωτήθηκε η Εγκουέν. Προφανώς, ήθελαν να δείξουν τον καλύτερο τους εαυτό.
«Θα ήθελες να περάσεις μέσα, Μητέρα;» είπε η Μυρέλ, δείχνοντας την πλησιέστερη σκηνή. Ένα τρέμουλο στη φωνή της πρόδιδε την παγερή της έκφραση. Ο ιδρώτας είχε εξαφανιστεί. Μάλλον τον είχε σφουγγίσει, κι αυτός δεν επανεμφανίστηκε.
«Όχι, ευχαριστώ θυγατέρα».
«Δεν θες λίγο ποντς;» ρώτησε η Νισάο, χαμογελώντας. Έμοιαζε ταραγμένη και τα χέρια ήταν διπλωμένα πάνω στο στήθος της. «Σιουάν, πες στη Νίκολα να φέρει το ποντς». Η Σιουάν δεν κουνήθηκε κι η Νισάο βλεφάρισε έκπληκτη. Το στόμα της είχε γίνει μια λεπτή γραμμή. Ωστόσο, το χαμόγελο επέστρεψε την επόμενη στιγμή κι η Νισάο ύψωσε κάπως τη φωνή της. «Νίκολα; Φέρε, παιδί μου, το ποντς. Είναι φτιαγμένο με αποξηραμένα βατόμουρα, φοβάμαι, αλλά θα σε τονώσει μια χαρά», εκμυστηρεύτηκε στην Εγκουέν.
«Δεν πίνω ποντς», αποκρίθηκε η τελευταία ευγενικά. Η Νίκολα φάνηκε πίσω από τη σκηνή, χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι βιασύνης για να υπακούσει. Τουναντίον, στεκόταν κοιτώντας τις τέσσερις Άες Σεντάι και μασώντας το κάτω χείλος της. Η Νισάο της έριξε ένα βλέμμα που μόνο ως απέχθεια μπορούσε να ερμηνευθεί, αλλά δεν είπε τίποτα. Αλλο ένα κομμάτι του παζλ ταίριαξε με τα υπόλοιπα κι η Εγκουέν ξεφύσησε κάπως πιο ανακουφισμένη. «Αυτό που επιθυμώ να μάθω, κόρη, αυτό που απαιτώ μάλλον, είναι μια εξήγηση».
Άσχετα αν έδειχναν τον καλύτερο τους εαυτό, ήταν προφανές ότι έκαναν φιγούρα. Η Μυρέλ άπλωσε το χέρι της ικετευτικά. «Μητέρα, η Μουαραίν δεν με διάλεξε μόνο επειδή ήμασταν φίλες. Δύο από τους Προμάχους μου ανήκαν κατά πρώτον στις αδελφές που πέθαναν. Ο Άβαρ κι ο Νούχελ. Καμιά άλλη αδελφή δεν έχει σώσει πάνω από έναν εδώ κι αιώνες».
«Ανακατεύτηκα μόνο και μόνο εξαιτίας του μυαλού του», είπε η Νισάο βιαστικά. «Με ενδιαφέρουν οι ασθένειες του νου, κι αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια τέτοια. Ουσιαστικά, η Μυρέλ με παρέσυρε».
Τακτοποιώντας τη φούστα της, η Μυρέλ έριξε μια σκοτεινή ματιά στην Κίτρινη αδελφή κι αυτή της την επέστεψε με το ανάλογο ενδιαφέρον. «Μητέρα, όταν πεθαίνει η Άες Σεντάι ενός Προμάχου είναι σαν να καταπίνει ο ίδιος το θάνατό της ο οποίος τον κατατρώει εκ των έσω. Αυτός...»
«Το ξέρω, Μυρέλ», την έκοψε απότομα η Εγκουέν. Η Σιουάν κι η Ληάνε την είχαν ενημερώσει σχετικά, αν και καμιά της δεν ήξερε ότι ο λόγος που ρωτούσε είχε να κάνει με το τι έπρεπε να περιμένει από τον Γκάγουιν. Άθλιο παζάρι, έτσι το είχε αποκαλέσει η Μυρέλ, κι ίσως να είχε δίκιο. Όταν πέθαινε ο Πρόμαχος μιας αδελφής, αυτή κατακλυζόταν από θλίψη. Μπορούσε να την ελέγξει κατά κάποιον τρόπο, ίσως και να την αναιρούσε εν μέρει, αλλά -αργά ή γρήγορα- την έφθειρε. Όσο και να τα κατάφερνε η Σιουάν παρουσία άλλων, εξακολουθούσε να κλαίει όταν ήταν μόνη της τα βράδια για τον Αλρικ που σκοτώθηκε τη μέρα που η ίδια εκθρονίστηκε. Ωστόσο, τι ήταν μερικοί μήνες δακρύων μπροστά στον ίδιο το θάνατο; Οι ιστορίες ήταν γεμάτες από Προμάχους που πέθαιναν για να εκδικηθούν τις Άες Σεντάι τους, κάτι πολύ συχνό. Ένας άντρας που ήθελε να πεθάνει, που έψαχνε να βρει τρόπους θανάτου, ρίσκαρε σε βαθμό που ούτε ένας Πρόμαχος δεν θα επιβίωνε. Και το πιο τρομερό ήταν ότι το ήξεραν. Ήξεραν τι μοίρα τούς περίμενε από τη στιγμή που θα πέθαινε η Άες Σεντάι, ήξεραν τι ήταν αυτό που τους παρακινούσε να το κάνουν, ήξεραν πως, ό,τι κι αν έκαναν, δεν θα άλλαζε τίποτα. Ούτε που μπορούσε να φανταστεί πόσο θάρρος απαιτείτο για να αποδεχτεί κανείς μια τέτοια συμφωνία, και μάλιστα όταν γνώριζε τι τον περιμένει.
Έκανε στην άκρη, έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει καθαρά τον Λαν, ο οποίος εξακολουθούσε να παραμένει ακίνητος. Φαινόταν να μην αναπνέει καν. Έχοντας, προφανώς, ξεχάσει το τσάι, η Νίκολα κάθισε οκλαδόν στο έδαφος κι αφέθηκε να τον κοιτάει. Η Αράινα κάθισε κι αυτή ανακούρκουδα, πλάι στη Νίκολα, με την πλεξούδα των μαλλιών της τραβηγμένη πάνω από τους ώμους της, κοιτώντας άπληστα το θέαμα. Φαίνεται πως είχε απορροφηθεί πολύ περισσότερο από τη Νίκολα από αυτό που έβλεπε, μια κι η τελευταία έριχνε πού και πού φευγαλέες ματιές προς το μέρος της Εγκουέν και των άλλων. Οι υπόλοιποι Πρόμαχοι μαζεύτηκαν κοντά-κοντά, προσποιούμενοι ότι κοίταζαν κι αυτοί, αν και στην πραγματικότητα επιτηρούσαν τις Άες Σεντάι τους.
Μια αρκετά ζεστή αύρα φύσηξε, ανακατεύοντας τα νεκρά φύλλα που κάλυπταν σαν χαλί το έδαφος, κι άξαφνα ο Λαν κινήθηκε, αλλάζοντας συνεχώς στάσεις, με τη λάμα να περιστρέφεται πάνω από το κεφάλι του τόσο γρήγορα που το μάτι δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει. Κινείτο όλο και γρηγορότερα, σαν να πηδούσε με ασύλληπτη ταχύτητα από τη μια πόζα στην άλλη με ακρίβεια ρολογιού. Η Εγκουέν περίμενε να σταματήσει, ή τουλάχιστον να επιβραδύνει, πράγμα που δεν έγινε. Διαρκώς και πιο γρήγορα. Η Αράινα κοιτούσε με στόμα ορθάνοικτο από έκπληξη και με μάτια γουρλωμένα από δέος. Το ίδιο κι η Νίκολα. Έσκυψαν μπροστά, σαν παιδάκια που παρακολουθούν ένα γλυκό που μόλις έχει βγει από το φούρνο και κρυώνει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ακόμα κι η προσοχή των υπόλοιπων Πρόμαχων είχε διασπαστεί ανάμεσα στις Άες Σεντάι τους και τον Λαν, αλλά, αντίθετα από τις δύο γυναίκες, παρακολουθούσαν όπως το λιοντάρι που είναι έτοιμο να χιμήξει ανά πάσα στιγμή.
«Βλέπω πως τον εκπαίδευσες σκληρά», είπε η Εγκουέν. Ήταν μέρος της μεθόδου διάσωσης ενός Προμάχου. Ελάχιστες αδελφές προθυμοποιούνταν να προσπαθήσουν, δεδομένου του ποσοστού αποτυχίας και του πόσο θα τους στοίχιζε. Το να τον προστατεύουν όμως από διάφορους κινδύνους ήταν διαφορετικό ζήτημα, όπως επίσης κι η δημιουργία δεσμού μαζί του. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Αναμφίβολα, η Μυρέλ είχε φροντίσει αυτή τη μικρή λεπτομέρεια. Καημένη Νυνάβε. Σίγουρα θα τη στραγγάλιζε τη Μυρέλ αν το μάθαινε. Από την άλλη όμως, μπορεί και να ενθάρρυνε οτιδήποτε θα διατηρούσε τον Λαν ζωντανό. Ίσως. Όσον αφορά στον Λαν, πήρε αυτό που άξιζε, μια και δεσμεύτηκε με άλλη γυναίκα ενώ ήξερε πως ήθελε να τον δεσμεύσει η Νυνάβε.
Νόμισε πως ο τόνος της φωνής της ήταν αδιάφορος, αλλά κάτι από τα αισθήματά της πρέπει να βγήκε στην επιφάνεια γιατί η Μυρέλ άρχισε να εξηγεί ξανά.
«Μητέρα, δεν είναι και τόσο κακό να μεταβιβάζεις έναν δεσμό. Για την ακρίβεια, είναι σαν να αποφασίζει μια γυναίκα ποια θα πάρει τον άντρα της αν αυτή πεθάνει, να θέλει να βεβαιωθεί πως τον αφήνει σε καλά χέρια».
Τέτοια ένταση είχε η ματιά της Εγκουέν ώστε η άλλη έκανε πίσω και κόντεψε να μπουρδουκλωθεί στη φούστα της. Ωστόσο, η αντίδρασή της ήταν καθαρά απόρροια σοκ. Κάθε φορά που νόμιζε ότι άκουγε το πιο περίεργο έθιμο, ξεπηδούσε κάτι άλλο, ακόμα πιο παράξενο.
«Δεν είμαστε όλες από το Έμπου Νταρ, Μυρέλ», είπε ξερά η Σιουάν, «κι ένας Πρόμαχος δεν παίζει το ρόλο συζύγου, για τις πιο πολλές από μας, τουλάχιστον». Η Μυρέλ ανασήκωσε το κεφάλι της προκλητικά. Όντως υπήρχαν κάποιες αδελφές -ελάχιστες- που είχαν παντρευτεί Προμάχους. Οι περισσότερες δεν ήταν καν παντρεμένες. Κανείς δεν το έψαχνε ανοικτά, αλλά οι φήμες έλεγαν πως η ίδια είχε παντρευτεί και τους τρεις που της ανήκαν, κάτι που σίγουρα παραβίαζε τα έθιμα και τους νόμους ακόμα και του Έμπου Νταρ. «Δεν είναι και τόσο κακό είπες, Μυρέλ;» Η άγρια ματιά της Σιουάν ανταγωνιζόταν τον τόνο της φωνής της. Ακουγόταν λες κι είχε μια αηδιαστική γεύση στο στόμα της.
«Δεν υπάρχει νόμος που να το απαγορεύει», διαμαρτυρήθηκε η Νισάο στην Εγκουέν, όχι στη Σιουάν. «Κανένας νόμος δεν απαγορεύει τη μεταβίβαση ενός δεσμού». Το αγριοκοίταγμα που έλαβε η Σιουάν ήταν ικανό να την κάνει να πισωπατήσει και να το βουλώσει, αλλά τίποτα από αυτά δεν συνέβη.
«Δεν είναι εκεί το θέμα όμως, έτσι;» ρώτησε απαιτητικά. «Ακόμα κι αν δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο εδώ και -πόσο, τετρακόσια χρόνια ή παραπάνω;- ακόμα κι αν όντως έχουν αλλάξει τα έθιμα, θα μπορούσες να τη γλιτώσεις με μερικά κατσαδιάσματα κι επικρίσεις αν το μόνο που είχατε κάνει εσύ κι η Μουαραίν ήταν να μεταβιβάσετε τον δεσμό ανάμεσά σας. Αυτός όμως δεν ρωτήθηκε, έτσι; Δεν είχε επιλογές. Ίσως και να τον δεσμεύσατε παρά τη θέλησή του. Και νομίζω πως αυτό ακριβώς κάνατε!»
Κι έτσι, το παζλ ολοκληρώθηκε για την Εγκουέν. Ήξερε πως θα έπρεπε να νιώθει εξίσου αηδιασμένη με τη Σιουάν. Αν μία Άες Σεντάι δέσμευε έναν άντρα παρά τη θέληση του ήταν σαν να τον βίαζε. Η δυνατότητα αντίστασης του ισοδυναμούσε με μιας χωριατοπούλας απέναντι σε έναν άντρα στο μπόι του Λαν που την έχει στριμώξει σε μια γωνιά. Ή, μάλλον, τριών άντρων σαν τον Λαν. Οι αδελφές, πάντως, δεν τα λεπτολογούσαν ανέκαθεν τα πράγματα -χίλια χρόνια πριν ούτε καν θα αναφερόταν ένα τέτοιο γεγονός- κι ακόμα και σήμερα ήταν συχνά αμφιλεγόμενο κατά πόσον ο άντρας γνώριζε ποια ήταν η συμφωνία. Η υποκρισία είχε αναδειχθεί σε τέχνη ανάμεσα στις Άες Σεντάι, όπως κι η δολοπλοκία ή η απόκρυψη μυστικών. Το θέμα ήταν ότι ήξερε πως ο Λαν δεν παραδέχτηκε τον ερωτά του για τη Νυνάβε. Ακούστηκαν κάποιες ανοησίες σχετικά με το ότι είχε δεσμευτεί να σκοτωθεί αργά ή γρήγορα κι ότι δεν ήθελε να την αφήσει χήρα. Οι άντρες πάντα μωρολογούνόταν πιστεύουν ότι μιλάνε λογικά και πρακτικά. Άραγε, η Νυνάβε θα τον άφηνε να φύγει αδέσμευτος αν είχε την ευκαιρία, ό,τι κι αν της έλεγε; Θα άφηνε, μήπως, τον Γκάγουιν; Ο ίδιος είχε πει πως δεν είχε πρόβλημα να δεχτεί, αλλά τι θα γινόταν αν άλλαζε γνώμη;
Η Νισάο κάτι πήγε να πει, αλλά δεν βρήκε τα κατάλληλα λόγια. Αγριοκοίταξε τη Σιουάν, λες κι ήταν δικό της σφάλμα, αλλά το βλέμμα αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στη σκοτεινή ματιά που έριξε προς το μέρος της Μυρέλ. «Δεν έπρεπε να σε ακούσω», γρύλισε. «Θα πρέπει να ήμουν τρελή!»
Με κάποιον τρόπο, η Μυρέλ κατάφερνε να διατηρεί ανέκφραστο το πρόσωπό της, αλλά ταλαντεύτηκε λιγάκι, λες και τα γόνατά της ήταν έτοιμα να λυγίσουν. «Δεν το έκανα για μένα, Μητέρα. Πρέπει να με πιστέψεις. Το έκανα για να τον σώσω. Από τη στιγμή που θα είναι ασφαλής, θα τον μεταβιβάσω στη Νυνάβε, όπως ήθελε η Μουαραίν, μόλις...»
Η Εγκουέν ύψωσε το χέρι της κι η Μυρέλ έπαψε να μιλάει, σαν να δέχτηκε ισχυρό χαστούκι. «Εννοείς ότι θα μεταβιβάσεις τον δεσμό του στη Νυνάβε;»
Η Μυρέλ ένευσε αβέβαια κι η Νισάο πολύ πιο ζωηρά. Συνοφρυωμένη, η Σιουάν μουρμούρισε κάτι σχετικά με το πώς μπορείς να ντουμπλάρεις ένα λάθος, κάνοντάς το τρεις φορές χειρότερο. Ο Λαν δεν είχε επιβραδύνει διόλου τις κινήσεις του. Δύο ακρίδες πετάρισαν από τις φυλλωσιές, πίσω του, κι αυτός γύρισε απότομα και τις χτύπησε με το ξίφος του χωρίς να πάψει να κινείται ούτε δευτερόλεπτο.
«Είναι επιτυχημένες οι προσπάθειές σου; Τα πάει καλύτερα; Πόσο καιρό ακριβώς τον έχεις;»
«Δύο βδομάδες μονάχα», απάντησε η Μυρέλ. «Σήμερα είναι η εικοστή μέρα. Θα πάρει μήνες, Μητέρα, και δεν μπορώ να εγγυηθώ καμιά επιτυχία».
«Ίσως ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό», είπε η Εγκουέν, προσπαθώντας πιότερο να πείσει τον εαυτό της παρά τους άλλους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Λαν δύσκολα θα αποτελούσε το ιδανικό δώρο, αλλά, άσχετα αν υπήρχε δεσμός ή όχι, ανήκε στη Νυνάβε πολύ περισσότερο απ' όσο θα μπορούσε να ανήκει στη Μυρέλ.
Ωστόσο, όταν διέσχισε το βαθούλωμα, κατευθυνόμενη προς το μέρος του, την έζωσαν οι αμφιβολίες. Ο άντρας στριφογύρισε για να την αντικρίσει, κάνοντας μια χορευτική φιγούρα και με το ξίφος να τινάζεται προς το μέρος της. Κάποια γυναίκα άφησε μια άναρθρη κραυγή καθώς η λάμα σταμάτησε απότομα μερικές ίντσες από το κεφάλι της Εγκουέν. Μάλλον αισθάνθηκε ανακουφισμένη που δεν ήταν στη θέση της.
Λαμπερά, γαλάζια μάτια την κοιτούσαν εξεταστικά κι έντονα κάτω από τα χαμηλωμένα φρύδια, σε ένα πρόσωπο επίπεδο και γωνιώδες που θα μπορούσε να είναι σκαλισμένο σε πέτρα. Ο Λαν χαμήλωσε το σπαθί του με αργές κινήσεις. Ήταν κάθιδρος, κι ωστόσο ανέπνεε με σχετική ευκολία. «Ώστε, εσύ είσαι τώρα η Άμερλιν. Η Μυρέλ μου ανέφερε πως ανακήρυξαν κάποια, αλλά δεν μου είπε ποια. Φαίνεται πως έχουμε πολλά κοινά εμείς οι δύο». Το χαμόγελο του ήταν παγερό όπως η φωνή τους, όπως το βλέμμα του.
Η Εγκουέν έπαψε να τακτοποιεί το επιτραχήλιό της, θυμίζοντας στον εαυτό της πως ήταν μια Άμερλιν, μια Άες Σεντάι. Ήθελε να αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο επικίνδυνος ήταν αυτός ο άνθρωπος. «Η Νυνάβε είναι κι αυτή μια Άες Σεντάι τώρα, Λαν, και χρειάζεται έναν καλό Πρόμαχο». Μια από τις άλλες γυναίκες έκανε έναν θόρυβο, αλλά η Εγκουέν εξακολούθησε να τον κοιτάει σταθερά.
«Ελπίζω να βρει κανέναν θρυλικό ήρωα». Ο Λαν γέλασε με έναν τρόπο σαν να γαύγιζε. «Θα τον χρειαστεί για να τα βγάλει πέρα με το χαρακτήρα της».
Το γέλιο την έπεισε, παρ' όλο που ήταν παγερό και τραχύ. «Η Νυνάβε βρίσκεται στο Έμπου Νταρ, Λαν. Ξέρεις πόσο επικίνδυνη πόλη είναι. Ψάχνει για κάτι το οποίο χρειαζόμαστε όλοι μας απεγνωσμένα. Αν το Μαύρο Άτζα μάθει κάτι, θα τη σκοτώσουν για να το πάρουν. Αν δε το ανακαλύψουν οι Αποδιωγμένοι...»
Είχε την εντύπωση πως η έκφρασή του ήταν άχαρη, αλλά ο πόνος που του προκάλεσε η σκέψη του επικείμενου κινδύνου της Νυνάβε έκανε τα μάτια του να στενέψουν, επιβεβαιώνοντας το σχέδιό της. Η Νυνάβε ήταν αυτή που είχε δικαίωμα επάνω του, όχι η Μυρέλ. «Σε στέλνω σ' αυτήν, να γίνεις ο Πρόμαχός της».
«Μητέρα», ακούστηκε να λέει απεγνωσμένα η Μυρέλ, πίσω της.
Η Εγκουέν τίναξε το χέρι της για να την κάνει να σωπάσει. «Η ασφάλεια της Νυνάβε βρίσκεται στα χέρια σου, Λαν».
Ο άντρας δεν έδειξε να διστάζει, ούτε καν στράφηκε να κοιτάξει τη Μυρέλ. «Θα μας πάρει τουλάχιστον ένα μήνα να φθάσουμε στο Έμπου Νταρ. Αράινα, σέλωσε τον Μαντάρμπ!» Ο Λαν ήταν έτοιμος να απομακρυνθεί, αλλά σταμάτησε κι ανασήκωσε το ελεύθερο χέρι του, λες κι ήθελε να αγγίξει το επιτραχήλιό της. «Ζητάω συγγνώμη που σε βοήθησα να αφήσεις τους Δύο Ποταμούς. Εσένα και τη Νυνάβε». Κατόπιν, απομακρύνθηκε με δρασκελιές και χάθηκε στο εσωτερικό της σκηνής απ' όπου είχε βγει προηγουμένως. Δεν είχε προλάβει, όμως, να κάνει δύο βήματα κι η Μυρέλ με τη Νισάο και τη Σιουάν μαζεύτηκαν γύρω από την Εγκουέν.
«Μητέρα, δεν καταλαβαίνεις τι προτείνεις», είπε η Μυρέλ απνευστί. «Είναι το ίδιο σαν να δίνεις σε ένα νήπιο μέσα σε αχερώνα έναν αναμμένο φανό για να παίξει. Είχα αρχίσει να προετοιμάζω τη Νυνάβε με το που αισθάνθηκα τη δέσμευσή του να περνάει σε μένα. Νόμισα πως είχα ακόμα χρόνο, αλλά αυτή πήρε το επώμιο μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Δεν είναι έτοιμη να τον χαλιναγωγήσει, Μητέρα, ειδικά όπως είναι τώρα ο Λαν».
Η Εγκουέν πάσχισε να επιδείξει υπομονή. Εξακολουθούσαν να μην καταλαβαίνουν. «Μυρέλ, ακόμα κι αν η Νυνάβε δεν διαθέτει ούτε στο ελάχιστο τη δυνατότητα της διαβίβασης», πράγμα που ίσχυε, εκτός κι αν θύμωνε, «...δεν έχει καμιά σημασία, και το ξέρεις. Δεν έχει σχέση με το αν μπορεί να τον χαλιναγωγήσει ή όχι. Υπάρχει ένα πράγμα που εσύ δεν κατάφερες να κάνεις. Να του αναθέσεις ένα έργο τόσο σημαντικό ώστε να αναγκαστεί να μείνει ζωντανός για να το φέρει σε πέρας». Αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα και μάλλον θα λειτουργούσε καλύτερα από κάθε τι άλλο. «Η ασφάλεια της Νυνάβε είναι ιδιαίτερα σημαντική γι' αυτόν. Την αγαπάει, Μυρέλ, και τον αγαπάει κι εκείνη».
«Αυτό εξηγεί...» άρχισε να λέει απαλά η Μυρέλ, αλλά η Νισάο ξέσπασε με έντονη δυσπιστία.
«Όχι, βέβαια. Δεν αγαπάει αυτόν. Πιθανόν να μπορούσε να τον αγαπήσει, ή έτσι να πιστεύει, αλλά οι γυναίκες κυνηγούσαν τον Λαν από τότε που ήταν αμούστακο αγόρι και μάλιστα τα έφτιαχναν μαζί του για μια μέρα ή ένα μήνα. Ήταν όμορφο αγόρι, όσο κι αν είναι δύσκολο να το πιστέψεις τώρα πια. Πάντως, εξακολουθεί να έχει πέραση». Έριξε μια λοξή ματιά στη Μυρέλ η οποία κατσούφιασε ελαφρά. Τα μάγουλά της γέμισαν μικρές, κόκκινες πιτσιλιές. Δεν αντέδρασε περισσότερο. Ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό. «Όχι, Μητέρα. Όποια γυναίκα πιστέψει πως πέρασε τη λαιμαριά στον Λαν Μαντράγκοραν ανακαλύπτει πως έπιασε αέρα φρέσκο».
Η Εγκουέν αναστέναξε άθελά της. Μερικές αδελφές πίστευαν πως υπήρχε κι άλλη μια υποχρέωση για να σώσουν έναν Πρόμαχο η δέσμευση του οποίου είχε σπάσει από το θάνατο. Να τον ρίξουν στην αγκαλιά -ή στο κρεβάτι- μιας άλλης γυναίκας. Κανείς άντρας δεν επικεντρωνόταν στο θάνατο, έτσι έλεγε η δοξασία τους. Φαίνεται πως η Μυρέλ το είχε φροντίσει αυτό. Τουλάχιστον δεν τον είχε παντρευτεί, αφού ούτως ή άλλως σκόπευε να τον μεταβιβάσει. Το καλύτερο θα ήταν να μην το ανακάλυπτε ποτέ η Νυνάβε.
«Ας είναι», είπε αφηρημένα στη Νισάο. Η Αράινα έδενε τους καταζώστες στη σέλα του Μαντάρμπ με βιασύνη κι επιδεξιότητα. Ο ψηλός, μαύρος επιβήτορας έστεκε με το κεφάλι ανασηκωμένο και χωρίς να αντιδρά, φως φανάρι πως δεν ήταν η πρώτη φορά που η κοπέλα ασχολείτο με αυτό το άλογο. Η Νίκολα στεκόταν δίπλα στον παχύ κορμό μιας βαλανιδιάς, λίγο πιο κάτω, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τα στήθη της, κοιτώντας την Εγκουέν και τις υπόλοιπες. Έμοιαζε έτοιμη να το βάλει στα πόδια. «Δεν ξέρω κατά πόσον σε πίεσε η Αράινα», είπε ήσυχα η Εγκουέν, «αλλά τα επιπλέον μαθήματα στη Νίκολα σταματάνε αυτή τη στιγμή».
Η Μυρέλ με τη Νισάο αναπήδησαν. Στα μάτια και των δύο αντανακλάτο η έκπληξη. Τα μάτια της Σιουάν γούρλωσαν, μοιάζοντας με πιατάκια τσαγιού, αλλά ευτυχώς συνήλθε από την έκπληξη προτού το προσέξει κανείς. «Μου φαίνεται πως ξέρεις τα πάντα», ψιθύρισε η Μυρέλ. «Το μόνο που θέλει η Αράινα είναι να βρίσκεται κοντά στον Λαν. Νομίζω πως έχει την εντύπωση ότι θα τη διδάξει χρήσιμα πράγματα που θα μπορέσει να τα χρησιμοποιήσει σαν Κυνηγός. Ίσως, πάλι, να νομίζει πως θα την ακολουθήσει στο Κυνήγι».
«Η Νίκολα θέλει να γίνει μια νέα Καράιγκαν», μουρμούρισε καυστικά η Νισάο. «Ή μια δεύτερη Μουαραίν. Νομίζω πως έχει την εντύπωση ότι μπορεί να κάνει τη Μυρέλ να της μεταβιβάσει τον δεσμό του Λαν. Τέλος πάντων! Αν μη τι άλλο, μπορούμε να μεταχειριστούμε το ζευγάρι ανάλογα, τώρα που είναι κι αυτός παρών. Ό,τι και να συμβεί σε μένα, πολύ θα χαρώ όταν μάθω πως θα στριγκλίζουν μια αιωνιότητα».
Η Σιουάν συνειδητοποίησε τελικά τι συνέβαινε και στο πρόσωπό της η οργή εναλλασσόταν με τα απορημένα βλέμματα που έριχνε προς τη μεριά της Εγκουέν. Το ότι κάποιος άλλος είχε προλάβει να λύσει το αίνιγμα πρώτος την αναστάτωνε ίσως και περισσότερο από το γεγονός πως η Νίκολα κι η Αράινα είχαν προσπαθήσει να εκβιάσουν τις Άες Σεντάι. Μπορεί κι όχι, όμως. Σε τελική ανάλυση, η Νίκολα με την Αράινα δεν ήταν Άες Σεντάι, κάτι που άλλαζε ριζικά την αντίληψη της Σιουάν για το τι ήταν επιτρεπτό και τι όχι. Την ίδια αντίδραση όμως θα είχε κι οποιαδήποτε άλλη αδελφή.
Με τόσα μάτια στραμμένα προς το μέρος της, όχι και τόσο φιλικά είναι η αλήθεια, η Νίκολα έκανε ένα βήμα πίσω, ακούμπησε στον κορμό της βαλανιδιάς και προσπάθησε να υποχωρήσει ακόμα περισσότερο. Αν κηλίδωνε το λευκό της φόρεμα θα την έβαζαν σε καυτό νερό όταν θα επέστρεφε στον καταυλισμό. Η Αράινα εξακολουθούσε να είναι απορροφημένη με το άλογο του Λαν, ανίδεη ως προς το τι έμελλε να πάθει.
«Θα είναι δίκαιο», συμφώνησε η Εγκουέν, «όχι όμως προτού αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη και σε σας τις δύο».
Κανείς δεν κοιτούσε πια τη Νίκολα. Τα μάτια της Μυρέλ νόμιζες ότι θα καλύψουν όλο της το πρόσωπο, ενώ της Νισάο είχαν ανοίξει διάπλατα. Καμιά τους δεν αποτολμούσε να βγάλει άχνα. Η βλοσυρή ικανοποίηση που ένιωθε η Σιουάν ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη. Κατά τη γνώμη της, δεν άξιζαν κανέναν οίκτο, όχι ότι η Εγκουέν ήταν πρόθυμη να δείξει κάτι τέτοιο.
«Θα συνεχίσουμε τη συζήτηση όταν επιστρέψω», τους είπε καθώς ο Λαν επανεμφανίστηκε, με το ξίφος του περασμένο πάνω από έναν πράσινο, ξεκούμπωτο πανωφόρι που αποκάλυπτε ένα πουκάμισο με λυμένα κορδόνια. Τα ογκώδη δισάκια του ήταν περασμένα πάνω από τον ώμο του. Ο χαρακτηριστικός μανδύας με τα εναλλασσόμενα χρώματα που φορούσαν οι Πρόμαχοι έπεφτε στην πλάτη του, αποσπώντας το βλέμμα καθώς κυμάτιζε πίσω του.
Αφήνοντας τις εμβρόντητες αδελφές να βράσουν στο ζουμί τους, η Εγκουέν κίνησε προς το μέρος του. Η Σιουάν θα τις περιποιόταν κατάλληλα σε περίπτωση που έδειχναν σημάδια ανυπακοής. «Μπορώ να σε πάω στο Έμπου Νταρ σε λιγότερο από ένα μήνα», του είπε, κι αυτός ένευσε ανυπόμονα κι έκανε νόημα στην Αράινα να του φέρει τον Μαντάρμπ. Η ένταση που τον διακατείχε ήταν τρομακτική, μια χιονοστιβάδα έτοιμη να πέσει, κρατημένη λες από μια κλωστή.
Γνέθοντας μια πύλη οκτώ επί οκτώ πόδια στο σημείο που ο Λαν εξασκείτο στο σπαθί, η Εγκουέν βγήκε σε κάτι που έμοιαζε με πλεούμενο και βρέθηκε να αιωρείται στο σκοτάδι που εκτεινόταν στο άπειρο. Για να γλιστρήσει σε αυτόν τον σκοτεινό ωκεανό απαιτείτο κάτι σταθερό και, μολονότι θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε μπορούσες να φανταστείς, η κάθε αδελφή δημιουργούσε κάτι της προσωπικής της προτίμησης. Η ίδια διάλεξε να φτιάξει μια ξύλινη μαούνα με ανθεκτικά κιγκλιδώματα. Αν έπεφτε, θα έφτιαχνε άλλη μια μαούνα ακριβώς από κάτω, αν και δεν είχε ιδέα πού θα την έβγαζε. Για κάποιον, όμως, που δεν είχε τη δυνατότητα της διαβίβασης η πτώση αυτή θα ήταν ατελείωτη, όσο και το σκοτάδι που απλωνόταν προς κάθε κατεύθυνση. Μόνο στη μια άκρη της μαούνας υπήρχε κάποιο φως μια κι η πύλη έμοιαζε να στενεύει και να γίνεται κοίλη. Το φως αυτό δεν διαπερνούσε διόλου το σκοτάδι, αλλά ήταν κάτι. Αν μη τι άλλο, μπορούσε να βλέπει αρκετά καθαρά, σαν να ήταν στον Τελ'αράν'ριοντ. Αναρωτήθηκε, όχι για πρώτη φορά, κατά πόσον αυτό που βίωνε ήταν στην πραγματικότητα μέρος του Κόσμου των Ονείρων.
Ο Λαν ακολούθησε μαζί με το άλογο του χωρίς να χρειαστεί να του το υποδείξει κανείς. Καθώς πέρασε, κοίταξε εξεταστικά την πύλη και το σκοτάδι κάτω από τις μπότες του, ενώ οι οπλές του αλόγου βρόντηξαν πάνω στο σανιδένιο κατάστρωμα. Η μόνη ερώτηση που έκανε ήταν, «Πόσο γρήγορα θα φτάσουμε μ' αυτό εδώ στο Έμπου Νταρ;»
«Δεν θα μας πάει ακριβώς στην πόλη», αποκρίθηκε η Εγκουέν, χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα της διαβίβασης για να κλείσει την πύλη και την είσοδο. Τίποτα που να μπορεί να δει κάποιος δεν κινείτο, δεν ένιωθες ούτε άνεμο, ούτε αύρα, ούτε καμιά άλλη αίσθηση, κι ωστόσο κινούνταν και μάλιστα γοργά. Γρηγορότερα απ' ό,τι μπορούσε να φανταστεί. Θα πρέπει να είχαν να διανύσουν εξακόσια μίλια, ίσως και παραπάνω. «Μπορώ να σε αφήσω πέντε ή έξι μέρες βόρεια του Έμπου Νταρ». Είχε παρατηρήσει την πύλη να γνέθεται όταν η Νυνάβε κι η Ηλαίην Ταξίδεψαν νότια και θυμόταν αρκετά καλά πώς να Γλιστρήσει σ' εκείνο το μέρος.
Ο Λαν ένευσε καταφατικά, ατενίζοντας μπροστά λες κι έβλεπε τον προορισμό τους. Της θύμιζε βέλος σε τεντωμένη χορδή τόξου.
«Λαν, η Νυνάβε μένει στο Παλάτι Τάρασιν, φιλοξενούμενη της Βασίλισσας Τάυλιν. Ίσως αρνηθεί ότι διατρέχει κίνδυνο». Και μάλλον θα αρνείτο και μάλιστα σφόδρα, απ' όσο τουλάχιστον τη θυμόταν η Εγκουέν. «Προσπάθησε να μην το κάνεις θέμα -ξέρεις πόσο πεισματάρα είναι, αλλά καλύτερα μη δώσεις σημασία. Αν παραστεί ανάγκη, κοίτα να την προστατέψεις χωρίς να το μάθει». Ο άντρας δεν είπε τίποτα, ούτε καν γύρισε να την κοιτάξει. Στη θέση του, θα είχε δεκάδες ερωτήσεις. «Λαν, όταν τη βρεις, πρέπει να της πεις ότι η Μυρέλ θα της μεταβιβάσει τη δέσμευσή σου μόλις βρεθείτε κι οι τρεις μαζί». Είχε σκεφτεί να την πληροφορήσει η ίδια, αλλά καλύτερα να μη μάθαινε η Νυνάβε σχετικά με τον ερχομό του. Ήταν ξετρελαμένη μαζί του όσο... όσο... Όσο είμαι κι εγώ με τον Γκάγουιν, αναλογίστηκε θλιμμένα. Αν η Νυνάβε ήξερε ότι ερχόταν ο Λαν, το μυαλό της θα ήταν μονίμως εκεί. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα φόρτωνε την έρευνα στην Ηλαίην. Όχι βέβαια ότι θα απομονωνόταν και θα ονειροπολούσε, αλλά σίγουρα θα ερευνούσε με θολωμένο νου. «Με ακούς, Λαν;»
«Στο Παλάτι Τάρασιν», απάντησε αυτός με επίπεδη φωνή και με βλέμμα ακινητοποιημένο. «Φιλοξενούμενη της Βασίλισσας Τάυλιν. Μπορεί να αρνηθεί επίμονα ότι διατρέχει κίνδυνο, λες και δεν το ήξερα ήδη». Την κοίταξε, κι η Εγκουέν ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Ήταν γεμάτος με το σαϊντάρ, γεμάτος ζεστασιά, χαρά και δύναμη, ο ορισμός της ίδιας της ζωής, αλλά σε αυτά τα ψυχρά, γαλάζια μάτια υπήρχε μια ερημιά, ανάβλυζε κάτι αρχέγονο, η απάρνηση της ζωής. Η ματιά του, απλώς, ήταν τρομερή. «Θα της αναφέρω ό,τι χρειάζεται να μάθει. Σε άκουσα, όπως διαπίστωσες».
Ζόρισε τον εαυτό της να τον κοιτάξει κατάματα δίχως να δειλιάσει, αλλά αυτός στράφηκε ξανά αλλού. Υπήρχε ένα σημάδι στον λαιμό του, μια μελανιά. Ίσως να ήταν δαγκωματιά· ίσως. Μπορεί να έπρεπε να τον προειδοποιήσει, να του πει ότι δεν θα χρειαστεί να αναφέρει πολλές... λεπτομέρειες... στις εξηγήσεις του σχετικά με τον ίδιο και τη Μυρέλ. Η σκέψη και μόνο την έκανε να αναψοκοκκινίσει. Προσπάθησε να μη βλέπει τη μελανιά, αλλά, από τη στιγμή που την πρόσεξε, το βλέμμα της ήταν διαρκώς εκεί. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να ήταν και τόσο βλάκας. Δεν περιμένεις ιδιαίτερη λογική εκ μέρους των αντρών, αλλά δεν είναι και τόσο ελαφρόμυαλοι.
Συνέχισαν να πλέουν σιωπηλά, κινούμενοι χωρίς την παραμικρή αίσθηση κίνησης. Η Εγκουέν δεν φοβόταν ότι θα μπορούσε ξαφνικά να εμφανιστεί εδώ κάποιος Αποδιωγμένος, ή οποιοσδήποτε άλλος. Το Γλίστρημα είχε τις ιδιορρυθμίες του, κάποιες από τις οποίες ήταν απαραίτητες για ασφάλεια κι απομόνωση. Αν δύο αδελφές έγνεθαν πύλες στο ίδιο σημείο με διαφορά λίγων στιγμών, με σκοπό να Γλιστρήσουν στο ίδιο μέρος, δεν θα μπορούσαν να δουν η μία την άλλη, εκτός κι αν ήταν ακριβώς το ίδιο σημείο κι η ύφανση ήταν πανομοιότυπη. Τέτοια ακρίβεια, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου εύκολο να επιτευχθεί.
Ύστερα από κάμποση ώρα -ήταν πολύ δύσκολο να πει με ακρίβεια, αλλά υπολόγιζε πως θα είχε περάσει περίπου μισή ώρα- η μαούνα σταμάτησε ξαφνικά. Δεν υπήρξε η παραμικρή αλλαγή στην αίσθηση ή στην ύφανση. Απλώς, το μόνο που κατάλαβε ήταν πως τη μια στιγμή διέσχιζαν με ταχύτητα το σκοτάδι και την επόμενη ήταν ακίνητοι. Ανοίγοντας μια πύλη στην πλώρη της μαούνας -δεν ήταν σίγουρη πού θα οδηγούσε, αν άνοιγε μία στην πρύμνη, κι η αλήθεια ήταν πως δεν σκόπευε να μάθει, άλλωστε η Μογκέντιεν έβρισκε τρομακτική την ιδέα— έκανε νόημα στον Λαν να προχωρήσει. Η μαούνα υπήρχε μόνο όσο ήταν κι αυτή παρούσα — άλλο ένα κοινό σημείο με τον Τελ'αράν'ριοντ.
Ο Λαν αποβιβάστηκε από το πλεούμενο, οδήγησε το άλογο του έξω από την πύλη κι, όταν η Εγκουέν ακολούθησε, αυτός βρισκόταν ήδη καβάλα. Η Εγκουέν άφησε την πύλη ανοικτή για την επιστροφή της. Χαμηλοί, κυματιστοί λόφοι απλώνονταν προς κάθε κατεύθυνση, καλυμμένοι με μαραμένο γρασίδι. Ούτε ένα δέντρο δεν ήταν ορατό, τίποτα εκτός από μπαλωματιές ξεραμένων χαμόδεντρων. Οι οπλές του επιβήτορα τίναζαν γύρω μικρούς πίδακες σκόνης. Ο πρωινός ήλιος στον ασυννέφιαστο ουρανό ήταν πολύ πιο ζεστός από το Μουράντυ. Με τα φτερά απλωμένα, διάφορα όρνια διέγραφαν κύκλους στο νότο, πάνω από κάτι, καθώς και σε ένα άλλο σημείο στα δυτικά.
«Λαν», άρχισε να λέει η Εγκουέν, θέλοντας να βεβαιωθεί πως κατάλαβε τι έπρεπε να πει στη Νυνάβε, αλλά αυτός την πρόλαβε.
«Πέντε ή έξι μέρες, είπες;», ρώτησε, ατενίζοντας κατά το νότο. «Μπορώ να συντομεύσω την απόσταση. Θα είναι ασφαλής, το υπόσχομαι». Ο Μαντάρμπ, ανυπόμονος όπως κι ο κύριος του, κάλπαζε με έναν τρόπο που νόμιζες ότι χόρευε, αλλά ο Λαν τον συγκράτησε. «Έκανες πολύ δρόμο από το Πεδίο του Έμοντ». Ο άντρας την κοίταξε και χαμογέλασε. Η όποια ζεστασιά στο χαμόγελό του εξαφανίστηκε μόλις πρόσεξε το βλέμμα του. «Εξουσιάζεις τη Μυρέλ και τη Νισάο τώρα. Μην τις αφήσεις να φιλονικήσουν ξανά με σένα. Κατ' εντολή σου, Μητέρα, η επαγρύπνηση δεν τελείωσε ακόμα». Κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση, ο Λαν σπιρούνισε τον Μαντάρμπ, τόσο όσο να απομακρυνθεί κάπως για να μην τη γεμίσει σκόνη, κι έπειτα το ζώο άρχισε να καλπάζει.
Έκλεισε το στόμα της, παρακολουθώντας τον να φεύγει προς το νότο. Σε όλη τη διάρκεια της εξάσκησής του με το σπαθί, ο Λαν παρατηρούσε τα πάντα, βγάζοντας σωστά συμπεράσματα, κι ωστόσο δεν κατάφερε να μαντέψει πως η ίδια ήταν μια Άμερλιν προτού τη δει με το επιτραχήλιο. Η Νυνάβε έπρεπε να προσέχει. Ανέκαθεν νόμιζε πως οι άντρες ήταν πιο αδύναμοι απ' ό,τι στην πραγματικότητα.
«Τουλάχιστον, δεν θα μπλεχτούν σε φασαρίες», είπε δυνατά, απευθυνόμενη στον εαυτό της. Ο Λαν πέρασε τον λόφο και χάθηκε από την άλλη μεριά. Αν όντως ελλόχευε κάποιος κίνδυνος στο Έμπου Νταρ, κάτι θα είχαν αναφέρει η Ηλαίην ή η Νυνάβε. Δεν συναντιόντουσαν συχνά -είχε τόσα να κάνει- αλλά θα έβρισκαν τρόπο να αφήσουν κάποιο μήνυμα στο Σαλιντάρ ή, εν ανάγκη, μέσω του Τελ'αράν'ριοντ.
Ένας άνεμος που θα μπορούσε κάλλιστα να βγαίνει από ανοικτό φούρνο σήκωσε ολόκληρα στρώματα σκόνης. Βήχοντας, κάλυψε το στόμα και τα ρουθούνια της με μια άκρη του ριγωτού επιτραχηλίου και βιάστηκε να περάσει την πύλη και να μπει στο πλεούμενο. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν μέσα στη σιωπή και τη βαρεμάρα, αφήνοντάς την παρέα με τις ανησυχητικές σκέψεις κατά πόσον είχε κάνει το σωστό που είχε στείλει τον Λαν και κατά πόσον είχε δικαίωμα να κρατάει τη Νυνάβε στο σκοτάδι. Ό,τι έγινε, έγινε, επαναλάμβανε στον εαυτό της, αλλά δεν βοηθούσε και πολύ.
Όταν βγήκε ξανά στη εσοχή της κορυφής του λόφου, κάτω από τις βαλανιδιές, ο τρίτος Πρόμαχος της Μυρέλ, ο Άβαρ Χάσαμι, είχε ενωθεί με την παρέα των υπόλοιπων. Ήταν ένας άντρας με γερακίσια μύτη και πυκνό, γκριζωπό μουστάκι που οι τσιγκελωτές του άκρες έμοιαζαν με κέρατα στραμμένα προς τα κάτω. Κι οι τέσσερις Γκαϊντίν ήταν απασχολημένοι. Οι σκηνές είχαν μαζευτεί και διπλωθεί προσεγμένα. Η Νίκολα κι η Αράινα πηγαινοερχόντουσαν, κουβαλώντας όλα τα συμπράγκαλα του καταυλισμού στις καρότσες, από κουβέρτες μέχρι μαγειρικά σκεύη και μαύρες, σιδερένιες χύτρες. Τρόχαζαν χωρίς σταματημό, αν κι η προσοχή τους ήταν στραμμένη κατά μεγάλο μέρος στη Σιουάν και στις άλλες δύο αδελφές, κοντά στη σειρά των δέντρων. Οι Πρόμαχοι, πάντως, πρόσεχαν υπέρ το δέον τις τρεις Άες Σεντάι. Ίσως να είχαν τσιτώσει και τα αυτιά τους ακόμα. Ήταν άξιο απορίας ποιος θα ξεσπούσε πάνω σε ποιον.
«...μη μου μιλάς κατ' αυτόν τον τρόπο, Σιουάν», έλεγε η Μυρέλ, κι η φωνή της όχι μονάχα ακουγόταν σε όλο το ξέφωτο αλλά είχε και μια δηκτική ψυχρότητα. Με τα χέρια διπλωμένα σφικτά κάτω από τα στήθη της, είχε ορθώσει το παρουσιαστικό της, αγέρωχη σε βαθμό εξοργιστικό. «Ακούς; Μη μου μιλάς έτσι!»
«Έχασες κάθε ίχνος ευπρέπειας, Σιουάν;» Τα χέρια της Νισάο είχαν γαντζωθεί στη φούστα της, σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να μην αρχίσει να τρέμει, ενώ η ζέση της φωνής της συναγωνιζόταν άνετα την παγωμάρα της Μυρέλ. «Αν ξέχασες εντελώς τους τρόπους σου, θα πρέπει να τους διδαχθείς ξανά!»
Κοιτώντας τες με τις γροθιές πάνω στους γοφούς της, η Σιουάν τίναξε απότομα το κεφάλι της, πασχίζοντας αφενός να διατηρήσει τη βλοσυρή της ματιά και αφετέρου να έχει το βλέμμα καρφωμένο στις άλλες δύο. «Εγώ... Εγώ δεν...» Μόλις πρόσεξε την Εγκουέν να πλησιάζει, η ανακούφιση άνθισε στο πρόσωπο της σαν λουλούδι την άνοιξη. «Μητέρα...» είπε, αγκομαχώντας σχεδόν. «...Τους εξηγούσα τις πιθανές ποινές». Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε πιο αποφασιστικά. «Η Αίθουσα θα πρέπει να τους επινοήσει στην πορεία, φυσικά, αλλά νομίζω πως θα μπορούσαν να αναγκάσουν τούτες τις δύο να μεταβιβάσουν τους Προμάχους τους σε άλλες, μια και φαίνεται να το επιθυμούν».
Η Μυρέλ σφράγισε τα μάτια της κι η Νισάο στράφηκε να κοιτάξει τους Προμάχους. Η έκφραση της έμεινε αναλλοίωτη, ήρεμη αν και κάπως αναψοκοκκινισμένη, αλλά ο Σάριν σηκώθηκε απότομα κι έκανε τρία γοργά βήματα προς το μέρος της προτού αυτή προλάβει να σηκώσει το χέρι της για να τον σταματήσει. Ένας Πρόμαχος είχε τη δυνατότητα να διαισθανθεί την παρουσία της Άες Σεντάι του, τον πόνο της, το φόβο και την οργή της, όπως ακριβώς κι η Εγκουέν διαισθανόταν τα αισθήματα της Μογκέντιεν όταν φορούσε το α’νταμ. Δεν ήταν να απορεί κανείς που όλοι οι Πρόμαχοι ανασηκώθηκαν σαν να ήταν έτοιμοι να ορμήσουν πάνω σε κάτι. Μπορεί να μη γνώριζαν τι ήταν αυτό που είχε φέρει τις Άες Σεντάι στα όρια της απόγνωσης, αλλά ήξεραν καλά ότι οι δύο γυναίκες δεν απείχαν και πολύ από αυτά τα όρια.
Κι εκεί ακριβώς ήταν που τους ήθελε η Εγκουέν. Δεν της άρεσε αυτή η διαδικασία. Όλοι αυτοί οι ελιγμοί έμοιαζαν με παιχνίδι, αλλά... Θα κάνω αυτό που πρέπει, σκέφτηκε, αβέβαιη κατά πόσον αυτό ήταν μια προσπάθεια να σκληράνει τη στάση της ή μια δικαιολογία για όσα επρόκειτο να κάνει. «Σιουάν, στείλε σε παρακαλώ τη Νίκολα και την Αράινα πίσω, στον καταυλισμό». Όσα δεν έβλεπαν δεν θα μπορούσαν και να τα αναφέρουν. «Καλύτερα να μην τρέχει ροδάνι η γλώσσα τους, γι' αυτό φρόντισε να μάθουν τι θα τους συμβεί. Πες τους πως έχουν άλλη μια ευκαιρία επειδή η Άμερλιν είναι φιλεύσπλαχνη, αλλά είναι η τελευταία τους».
«Νομίζω πως μπορώ να τα καταφέρω», αποκρίθηκε η Σιουάν και, μαζεύοντας τη φούστα της, απομακρύνθηκε με αγέρωχο βήμα. Καμιά δεν είχε το βήμα της Σιουάν, η οποία έμοιαζε να επιθυμεί διακαώς να απομακρυνθεί από την παρουσία της Μυρέλ και της Νισάο.
«Μητέρα», είπε η Νισάο, διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια της, «προτού φύγεις ανέφερες κάτι σχετικά με... το ότι θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος τρόπος... να αποφύγουμε...» Το βλέμμα της έπεσε ξανά πάνω στο Σάριν. Η Μυρέλ ήταν η προσωποποίηση της χαρακτηριστικής πραότητας των Άες Σεντάι καθώς κοιτούσε εξεταστικά την Εγκουέν, αν εξαιρέσουμε το ότι τα δάχτυλά της ήταν τόσο σφιχτά πλεγμένα μεταξύ τους που οι αρθρώσεις τέντωναν τα λεπτά, δερμάτινα γάντια της. Η Εγκουέν τους έκανε νόημα να περιμένουν.
Η Νίκολα κι η Αράινα απομακρύνθηκαν από την άμαξα, αλλά, μόλις είδαν τη Σιουάν να έρχεται, κοκάλωσαν στη θέση τους, πράγμα διόλου παράξενο μια κι η Σιουάν προχωρούσε λες και σκόπευε να περάσει πάνω από τις ίδιες και την άμαξα. Η Αράινα έστρεψε αλλού το κεφάλι της, ψάχνοντας προφανώς κάποια οδό διαφυγής, αλλά προτού ακόμα σκεφτεί να τρέξει, η Σιουάν τίναξε τα χέρια της προς το μέρος τους κι έπιασε την κάθε μια από το αυτί. Κάτι είπε, αλλά δεν ακούστηκε καλά, αν κι η Αράινα έπαψε τις προσπάθειες να ελευθερώσει το αυτί της. Τα χέρια της παρέμειναν πάνω στους καρπούς της Σιουάν, παρ' όλο που έμοιαζε σαν να τους χρησιμοποιεί για να στηρίζεται. Το πρόσωπο της Νίκολα απέπνεε τρόμο κι η Εγκουέν αναρωτήθηκε μήπως η Σιουάν το είχε παρατραβήξει. Ίσως κι όχι όμως, δεδομένων των συνθηκών. Μάλλον θα έπαιρναν άφεση για το έγκλημά τους. Κρίμα που δεν έβρισκε τρόπο να χαλιναγωγήσει ένα τέτοιο ταλέντο, ικανό να ξετρυπώνει όσα ήταν κρυμμένα. Φυσικά, θα έπρεπε να βρει κάποιον ασφαλή τρόπο χαλιναγώγησης.
Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους είπε η Σιουάν μόλις τις ελευθέρωσε, οι δυο τους στράφηκαν απότομα προς το μέρος της Εγκουέν κι άρχισαν να υποκλίνονται. Η Νίκολα υποκλίθηκε τόσο βαθιά ώστε το πρόσωπό της άγγιξε σχεδόν το χώμα, ενώ η Αράινα κόντεψε να πέσει. Η Σιουάν χτύπησε παλαμάκια κι οι δύο γυναίκες σηκώθηκαν όρθιες και βάλθηκαν να λύσουν ένα ζευγάρι δασύτριχα άλογα από τους πασσαλοφράχτες. Τα ασέλωτα ζώα κάλπασαν τόσο γοργά έξω από το βαθούλωμα που θα έλεγες πως είχαν φτερά.
«Δεν πρόκειται να τους ξεφύγει τίποτα, ούτε καν στον ύπνο τους», είπε ξινά η Σιουάν, πλησιάζοντας την Εγκουέν. «Αν μη τι άλλο, μπορώ ακόμα να βάζω στη θέση τους τις μαθητευόμενες και τους αχρείους». Το βλέμμα της παρέμεινε καρφωμένο στο πρόσωπο της Εγκουέν, αποφεύγοντας εξολοκλήρου τις άλλες δύο αδελφές.
Συγκρατώντας έναν αναστεναγμό, η Εγκουέν στράφηκε προς τη Μυρέλ και τη Νισάο. Κάτι έπρεπε να κάνει για τη Σιουάν, αλλά σιγά-σιγά. Η Πράσινη κι η Καφέ αδελφή την κοιτούσαν επιφυλακτικά. «Είναι πολύ απλό», είπε με σταθερή φωνή. «Δίχως τη δική μου προστασία, το πιθανότερο είναι πως θα χάσετε τους Προμάχους σας, και σίγουρα θα παρακαλείτε να σας γδάρουν ζωντανές μόλις η Αίθουσα τελειώσει μαζί σας. Τα Άτζα σας μπορεί να σας πουν κι αυτά δυο λογάκια. Μπορεί να περάσουν χρόνια μέχρι να βαδίσετε ξανά με ψηλά το κεφάλι, χρόνια ολόκληρα προτού πάψουν οι αδελφές να παρακολουθούν την κάθε σας κίνηση. Για ποιο λόγο όμως να σας προστατέψω από τη δικαιοσύνη; Πρέπει να δεσμευτώ, γιατί εσείς μπορεί να κάνετε τα ίδια και χειρότερα στο μέλλον». Οι Σοφές είχαν παίξει κι αυτές το ρόλο τους, αν και δεν επρόκειτο ακριβώς για τζι’ε'τοχ. «Αν πρόκειται να πάρω αυτή την ευθύνη, θα πρέπει να δεσμευτείτε κι εσείς αντίστοιχα. Θα πρέπει να σας εμπιστευτώ ολοκληρωτικά, και μόνο ένας τρόπος υπάρχει για κάτι τέτοιο». Οι Σοφές, καθώς κι η Φαολάιν και η Τέοντριν. «Θα πρέπει να μου ορκιστείτε πίστη».
Ήταν κι οι δύο συνοφρυωμένες, αναλογιζόμενες πού το πήγαινε, αλλά, ό,τι κι αν νόμιζαν, τελικά αλλού κατέληγε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους ήταν θέμα προς μελέτη. Το σαγόνι της Νισάο είχε κρεμάσει κι η Μυρέλ έμοιαζε λες και την είχαν χτυπήσει με σφυρί ανάμεσα στα μάτια. Ακόμα κι η Σιουάν είχε μείνει με το στόμα ανοικτό, γεμάτη δυσπιστία.
«Αδ...Αδύνατον», πλατάγισε η Μυρέλ. «Καμιά αδελφή δεν...! Καμιά Άμερλιν δεν έχει απαιτήσει ποτέ...! Πως μπορείς να πιστεύεις ότι...!»
«Σκάσε, Μυρέλ», την έκοψε απότομα η Νισάο. «Εσύ φταις για όλα! Δεν έπρεπε να σε ακούσω εξαρχής...! Τέλος πάντων, ό,τι έγινε, έγινε κι ό,τι είναι να γίνει θα γίνει». Κοίταξε την Εγκουέν κάτω από τα χαμηλωμένα της βλέφαρα και μουρμούρισε. «Είσαι επικίνδυνη γυναίκα, Μητέρα. Πολύ επικίνδυνη γυναίκα. Μπορείς να καταλύσεις τον Πύργο όποτε θέλεις και σε χρόνο μηδέν. Αν ήμουν σίγουρη γι' αυτό, αν είχα το κουράγιο να κάνω το καθήκον μου και να αντιμετωπίσω τις συνέπειες...» Παρά τα λόγια της, γονυπέτησε απαλά, πιέζοντας τα χείλη της στο δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό που ήταν περασμένο στο δάχτυλο της Εγκουέν. «Κάτωθεν του Φωτός, κι έχοντας ελπίδα αναγέννησης και σωτηρίας...» Δεν χρησιμοποίησε τα ίδια ακριβώς λόγια όπως στην περίπτωση της Φαολάιν και της Τέοντριν, αλλά η προφορά είχε την ίδια δύναμη, κι ακόμα περισσότερη. Με βάση τους Τρεις Όρκους, καμιά Άες Σεντάι δεν μπορεί να ορκιστεί σε κάτι που δεν πιστεύει, με μοναδική εξαίρεση βέβαια το Μαύρο Άτζα. Ήταν σχεδόν βέβαιο πως είχαν βρει έναν τρόπο να ψεύδονται. Το αν κάποια από αυτές τις γυναίκες ήταν Μαύρη, δεν ήταν επί του παρόντος να εξεταστεί. Τα μάτια της Σιουάν είχαν γουρλώσει και το στόμα της ανοιγόκλεινε, κάνοντάς τη να μοιάζει με ψάρι που έχει εξοκείλει στη λασπερή όχθη.
Η Μυρέλ προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί εκ νέου, αλλά η Εγκουέν τίναξε το δεξί της χέρι, αυτό στο οποίο είχε περασμένο το δαχτυλίδι, και τα γόνατα της Μυρέλ συσπάστηκαν και λύγισαν. Με τη χροιά της πικρίας έντονη στη φωνή της, έδωσε τον όρκο και την κοίταξε. «Έκανες κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν, Μητέρα, κι αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο».
«Δεν θα είναι η τελευταία φορά», της αποκρίθηκε η Εγκουέν. «Εδώ που τα λέμε... Η πρώτη μου διαταγή προς εσάς είναι να μην αποκαλύψετε σε κανέναν ότι η Σιουάν είναι κάτι παραπάνω απ' αυτό που νομίζει όλος ο κόσμος. Η δεύτερη διαταγή μου είναι ότι θα πρέπει να υπακούτε σε ό,τι σας λέει, σαν να σας προστάζω εγώ η ίδια».
Ατάραχες, στράφηκαν προς το μέρος της Σιουάν. «Όπως προστάζεις, Μητέρα», μουρμούρισαν κι οι δύο μαζί. Τώρα, ήταν η Σιουάν που έμοιαζε έτοιμη να λιποθυμήσει.
Εξακολουθούσε να κοιτάει στο πουθενά όταν βγήκαν στον δρόμο κι έστρεψαν τα άλογά τους ανατολικά, προς τον καταυλισμό των Άες Σεντάι και του στρατού. Ο ήλιος σκαρφάλωνε στο ζενίθ, αλλά απείχε κάμποσο ακόμα. Ήταν ένα ταραχώδες πρωινό, όπως τα περισσότερα τις τελευταίες βδομάδες. Η Εγκουέν άφησε τον Ντάισαρ να σουλατσάρει.
«Είχε δίκιο η Μυρέλ», μουρμούρισε τελικά η Σιουάν. Με την αναβάτισσά της αφηρημένη, η φοράδα προχωρούσε με απαλό βηματισμό, κάνοντάς τη Σιουάν να μοιάζει ικανός ιππέας. «Πίστη. Κανείς στο παρελθόν δεν έχει κάνει κάτι παρόμοιο. Κανείς. Δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη στην απόκρυφη ιστορία. Άσε πια ότι θα πρέπει να με υπακούνε. Δεν τροποποίησες απλώς μερικά πράγματα, έφτιαξες το καράβι εξαρχής εν μέσω θύελλας! Όλα αλλάζουν. Κι αυτή η Νίκολα! Στις μέρες μου, μια μαθητευόμενη θα τα έκανε επάνω της ακόμα και στη σκέψη να εκβιάσει μια αδελφή!»
«Δεν ήταν η πρώτη φορά που το επιχείρησαν», απάντησε η Εγκουέν, εξιστορώντας της τα γεγονότα με λίγα λόγια.
Περίμενε μια έκρηξη οργής εκ μέρους της Σιουάν προς τις δύο γυναίκες, αλλά αντί γι' αυτό η γυναίκα μίλησε ήρεμα. «Φοβάμαι πως τα δύο θαρραλέα μας κοριτσάκια θα τα βρουν σκούρα».
«Όχι!» Η Εγκουέν τράβηξε τα ηνία τόσο απότομα που η φοράδα της Σιουάν πλαγιοπόδισε μερικά βήματα προτού η γυναίκα κατορθώσει να την ελέγξει, μουρμουρίζοντας αναθέματα μέσα από τα δόντια της. Τελικά, απέμενε να κοιτάει υπομονετικά την Εγκουέν, με ένα βλέμμα χειρότερο κι από της Λελαίν στις κακές της.
«Μητέρα, αν είναι αρκετά ξύπνιες μπορεί να ανακαλύψουν τον πέλεκυ που κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου. Ακόμα κι αν η Αίθουσα δεν σου επιβάλλει μετάνοια, θα δεις τις ελπίδες σου να εξανεμίζονται». Κούνησε το κεφάλι της με αηδία. «Ήξερα πως θα το έκανες όταν σε απέπεμψα -ήσουν αναγκασμένη, άλλωστε - αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ πως η Ηλαίην κι η Νυνάβε θα ήταν τόσο άμυαλες ώστε να επαναφέρουν κάποιον που γνώριζε ήδη. Αυτές οι δύο γυναίκες είναι άξιες της μοίρας τους αν διαρρεύσει κάτι. Εσύ, όμως, δεν έχεις περιθώρια να το αφήσεις να μαθευτεί».
«Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα στη Νίκολα και στην Αράινα, Σιουάν! Αν δώσω τη συγκατάθεσή μου να τις σκοτώσουν επειδή γνωρίζουν πολλά, ποιος θα ακολουθήσει; Μήπως η Ρομάντα κι η Λελαίν επειδή δεν συμφωνούν μαζί μου; Πού θα καταλήξει αυτό;» Από μια άποψη, ένιωθε αηδιασμένη με τον εαυτό της. Καταρχήν, ήταν λάθος της που κατάλαβε τι εννοούσε η Σιουάν. Βέβαια, καλύτερα να είσαι γνώστης παρά αδαής, αλλά μερικές φορές η άγνοια ήταν πολύ πιο ανακουφιστική. Σπιρούνισε τον Ντάισαρ για να προχωρήσει μπροστά κι είπε. «Δεν θα αμαυρώσω αυτή τη μέρα της νίκης με συζητήσεις περί φόνων. Η Μυρέλ δεν ήταν καν η αρχή, Σιουάν. Το πρωί, η Φαολάιν κι η Τέοντριν περίμεναν να...» Η Σιουάν έφερε κοντύτερα τη στρουμπουλή της φοράδα για να ακούει καλύτερα καθώς προχωρούσαν.
Τα νέα δεν απάλλαξαν τη Σιουάν από την έννοια σχετικά με τη Νίκολα και την Αράινα, αλλά τα σχέδια της Εγκουέν έκαναν τα μάτια της να λάμψουν κι ένα χαμόγελο προσμονής να χαραχτεί στα χείλη της. Φτάνοντας στον καταυλισμό των Άες Σεντάι, ήταν ήδη έτοιμη να αναλάβει το επόμενο καθήκον της το οποίο ήταν να ειδοποιήσει τη Σέριαμ και τους φίλους της Μυρέλ ότι το μεσημέρι τούς περίμενε η Άμερλιν στο μελετητήριο. Θα μπορούσε να τους πει, και θα ήταν αλήθεια, πως δεν χρειαζόταν να κάνουν τίποτα που δεν είχαν κάνει ήδη οι υπόλοιπες αδελφές.
Παρά τη συζήτηση περί θριάμβου, η Εγκουέν δεν ένιωθε και τόσο ενθουσιώδης. Μόλις που άκουγε τις ευχές και τις ευλογίες, ανταποδίδοντάς τες με μια κίνηση του χεριού της, αλλά έτσι αφηρημένη που ήταν, σίγουρα έχανε περισσότερα λόγια απ' όσα άκουγε. Δεν ανεχόταν το φόνο, αλλά η Νίκολα κι η Αράινα θα άντεχαν να τον παρακολουθήσουν. Θα πάψουν κάποτε να συσσωρεύονται οι δυσκολίες; αναρωτήθηκε. Δεν άξιζε πάντα μια νίκη όταν ξεπηδούσε ένας καινούργιος κίνδυνος να την ανταγωνιστεί.
Μόλις μπήκε στη σκηνή, η διάθεσή της πήρε την κατιούσα. Το κεφάλι της πήγαινε γα σπάσει κι έκανε τη σκέψη μήπως θα ήταν καλύτερα να μείνει μακριά από τη σκηνή.
Δύο προσεκτικά διπλωμένα φύλλα περγαμηνής ήταν ακουμπισμένα πάνω στο γραφείο της, το καθένα σφραγισμένο με κερί και με τη φράση «Σφραγισμένο στη Φλόγα». Για οποιονδήποτε άλλον εκτός της Άμερλιν, το σπάσιμο αυτής της σφραγίδας ισοδυναμούσε με κατά μέτωπον επίθεση στο πρόσωπο της ίδιας της Άμερλιν. Ευχήθηκε να μην ήταν ανάγκη να σπάσει τις σφραγίδες. Δεν αμφέβαλε διόλου ποιος είχε γράψει αυτές τις λέξεις - και, δυστυχώς, δεν έπεσε έξω.
Η Ρομάντα πρότεινε -«απαιτούσε» ήταν η καταλληλότερη λέξη- να εκδώσει η Άμερλιν ένα διάταγμα «Επικυρωμένο για την Αίθουσα», γνωστό μονάχα στις Καθήμενες. Οι αδελφές θα καλούνταν μία προς μία κι όποια αρνείτο να παρουσιαστεί θα συλλαμβανόταν και θα κρατείτο ως πιθανό μέλος του Μαύρου Άτζα. Ο λόγος για τον οποίον θα καλούνταν να παρουσιαστούν παρέμενε αόριστος, αλλά η Λελαίν είχε κάνει κάποια νύξη το πρωί. Η επιστολή της Λελαίν έφερε το χαρακτηριστικό, μητέρα προς παιδί, στυλ της γυναίκας για το ποια μέτρα έπρεπε να παρθούν για το καλό όλων και, φυσικά, της Εγκουέν. Το διάταγμα που ήθελε έπρεπε να είναι «Επικυρωμένο για το Δαχτυλίδι». Κάθε αδελφή έπρεπε να πληροφορηθεί τα γεγονότα, όπως κι ήταν το σωστό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η αναφορά στο Μαύρο Άτζα απαγορευόταν με τη δικαιολογία ότι θα υποδαύλιζε έριδες, σοβαρό παράπτωμα σύμφωνα με το νόμο του Πύργου, και θα επέσυρε την ανάλογη τιμωρία.
Η Εγκουέν κάθισε βαριά στην πτυσσόμενη καρέκλα με έναν βαθύ αναστεναγμό. Τα πόδια μετατοπίστηκαν και την απίθωσαν σχεδόν στο χαλί. Θα μπορούσε να καθυστερήσει και να παρακάμψει όλη αυτή τη διαδικασία, αλλά αυτό δεν θα τους πτοούσε και θα ξανάρχιζαν τις βλακείες. Αργά ή γρήγορα, κάποιος θα έπρεπε να υποδείξει στην Αίθουσα τη μετριοπαθή της προσφορά, βάζοντας έτσι τον λύκο στο μαντρί. Τυφλοί ήταν; Άκου λέει, ‘υποδαύλιζε έριδες’! Η Λελαίν θα μπορούσε κάλλιστα να πείσει κάθε αδελφή όχι μόνο πως όντως υπήρχε το Μαύρο Άτζα, αλλά κι ότι η Εγκουέν ήταν μέλος του. Η πανικόβλητη φυγή των Άες Σεντάι προς την Ταρ Βάλον και την Ελάιντα δεν ήταν μακριά. Η Ρομάντα σκόπευε να υποκινήσει ανταρσία. Έξι μέχρι τώρα ήταν κρυμμένες στις απόκρυφες ιστορίες. Μπορεί μισή ντουζίνα ανταρσίες τα τελευταία τουλάχιστον τρεις χιλιάδες χρόνια να μη θεωρούνται πολλές, αλλά η κάθε μια είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση της Άμερλιν όπως και του συνόλου της Αίθουσας. Η Λελαίν το γνώριζε καλά αυτό, όπως κι η Ρομάντα. Η Λελαίν ήταν Καθήμενη περίπου σαράντα χρόνια κι είχε πρόσβαση σε όλα τα κρυμμένα αρχεία. Η Ρομάντα, προτού παραιτηθεί κι αποσυρθεί στην επαρχία και στο ησυχαστήριό της, όπως κάνουν οι περισσότερες αδελφές με την πάροδο του χρόνου, κρατούσε την ηγετική θέση του Κίτρινου Άτζα για τόσο πολύ καιρό που μερικοί έλεγαν πως είχε τόση δύναμη όση κι η Άμερλιν κάτω από την οποία υπαγόταν. Ήταν σχεδόν ανήκουστο να εκλεγείς σε ηγετική θέση για δεύτερη φορά, αλλά η Ρομάντα δεν ανήκε στους ανθρώπους που θα άφηναν την εξουσία να φύγει μέσα από τα χέρια τους, αν φυσικά κατάφερνε να την κρατήσει.
Όχι, δεν ήταν τυφλοί, απλώς φοβισμένοι όπως κι ο καθένας συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας. Ακόμα κι οι Άες Σεντάι δεν έχουν καθαρό μυαλό όταν φοβούνται. Ξαναδίπλωσε τις σελίδες, έχοντας μια παρόρμηση να τις τσαλακώσει και να τις κάνει κομμάτια. Το κεφάλι της ήταν έτοιμο να εκραγεί.
«Μπορώ να περάσω, Μητέρα;» Η Χάλιμα Σαράνοβ κοντοστάθηκε στην είσοδο χωρίς να περιμένει απάντηση. Ο τρόπος που κινείτο η Χάλιμα τραβούσε επάνω της κάθε αρσενικό βλέμμα, από την ηλικία των δώδεκα χρονών μέχρι τα πρόθυρα του τάφου, ωστόσο, ακόμα κι αν κάλυπτε το κορμί της με έναν βαρύ, ολόσωμο, μανδύα, οι άντρες θα εξακολουθούσαν να την προσέχουν. Τα μακριά, μαύρα μαλλιά που λαμποκοπούσαν λες και κάθε μέρα τα έλουζε με φρέσκο νερό της βροχής, πλαισίωναν ένα ανάλογης λαμπρότητας πρόσωπο. «Η Ντελάνα Σεντάι σκέφτηκε πως θα ήθελες να το δεις αυτό. Το παρουσίασε το πρωί στην Αίθουσα».
Η Αίθουσα συσκέφθηκε χωρίς να την πληροφορήσουν; Έλειπε, βέβαια, αλλά το έθιμο -αν όχι ο ίδιος ο νόμος- έλεγε ότι η Άμερλιν πρέπει να πληροφορείται κάθε επικείμενη συνεδρίαση της Αίθουσας, εκτός κι αν ο σκοπός της σύσκεψης ήταν να την καθαιρέσουν. Εκείνη τη στιγμή, θα μπορούσε να το εκλάβει σαν ευλογία. Κοίταξε το διπλωμένο κομμάτι χαρτί που είχε αφήσει η Χάλιμα στο τραπέζι της όπως θα κοίταζε ένα δηλητηριώδες φίδι. Δεν ήταν σφραγισμένο, πράγμα που, όσον αφορά στην Ντελάνα, σήμαινε πως η καινούργια μαθητευόμενη θα μπορούσε να το διαβάσει. Μάλλον ήταν η δήλωση πως η Ελάιντα ήταν Σκοτεινόφιλη. Δεν ήταν τόσο κακό όσο στην περίπτωση της Ρομάντα ή της Λελαίν, αλλά δεν θα την παραξένευε αν άκουγε πως στην Αίθουσα είχαν ξεσπάσει ταραχές.
«Χάλιμα, μακάρι να είχες πάει σπίτι σου όταν πέθανε η Καμπριάνα». Τουλάχιστον, ας είχε λίγο μυαλό η Ντελάνα να σφραγίσει την πληροφορία της γυναίκας προς την Αίθουσα, ή ακόμα και προς τη Φλόγα, αντί να το πει σε κάθε αδελφή με την οποία είχε οικειότητα.
«Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, Μητέρα». Τα πράσινα μάτια της Χάλιμα έλαμπαν με κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως προκλητικότητα ή αψηφισιά, αλλά διέθετε μονάχα δύο τρόπους να κοιτάει τους ανθρώπους: το τολμηρό, άμεσο βλέμμα κατάματα και τη χαμηλωμένη ματιά που υποδείκνυε πως κάτι υπέβοσκε. Οι ματιές της Χάλιμα προκαλούσαν πλήθος παρεξηγήσεων. «Πως μπορώ, άλλωστε, ύστερα απ' όσα έμαθε η Καμπριάνα Σεντάι για την Ελάιντα και τα σχέδια της; Η Καμπριάνα ήταν φίλη μου, όπως και δική σου κι όλων όσοι εναντιώνονται στην Ελάιντα, κι έτσι δεν είχα πολλές επιλογές. Δόξα στο Φως που ανέφερε το Σαλιντάρ κι ήξερα πού να έρθω». Ακούμπησε τα χέρια της σε μια μέση τόσο λεπτή όσο και της Εγκουέν στον Τελ'αράν'ριοντ κι έγειρε το κεφάλι από τη μια μεριά, κοιτώντας έντονα κι εξεταστικά την Εγκουέν. «Το μυαλό σου πονάει ξανά, έτσι δεν είναι; Κι η Καμπριάνα πονούσε, τόσο πολύ μερικές φορές που πάθαινε κράμπα στα ακροδάχτυλα του ποδιού της. Έπρεπε να τα μουσκεύει σε ζεστό νερό προτού ντυθεί. Κάποιες φορές οι πόνοι κρατούσαν μέρες. Αν δεν είχα έρθει, το ίδιο άσχημα θα ήσουν κι εσύ». Βημάτισε γύρω από το κάθισμα της Εγκουέν κι άρχισε να της μαλάσσει τους κροτάφους. Τα δάχτυλα της Χάλιμα είχαν την ικανότητα να διώχνουν τον πόνο. «Όσο πιο πολύ επιμένουν οι πόνοι, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να ζητήσεις από μια άλλη αδελφή να εφαρμόσει Θεραπεία. Η ένταση φταίει, το νιώθω».
«Μάλλον δεν θα μπορούσα», μουρμούρισε η Εγκουέν. Ό,τι και να έλεγαν οι άλλοι, η Εγκουέν συμπαθούσε αυτή τη γυναίκα, κι όχι μόνο για το χάρισμά της να απαλύνει τους πονοκεφάλους. Η Χάλιμα ήταν προσγειωμένη, είχε ανοικτό μυαλό και, πέρα από μια επικάλυψη κουλτούρας που είχε αποκτήσει όσο διάστημα έμεινε στην πόλη, παρέμενε μια επαρχιώτισσα. Ο σεβασμός που έδειχνε απέναντι στην Άμερλιν είχε περισσότερο την έννοια της καλής γειτνίασης, κάτι που η Εγκουέν έβρισκε αναζωογονητικό, αν και τρομακτικό μερικές φορές. Ακόμα κι η Τσέσα δεν τα κατάφερνε καλύτερα, παρ' όλο που ήταν φιλική, αλλά η Τσέσα δεν ήταν παρά μια υπηρέτρια ενώ η Χάλιμα δεν έδειξε ποτέ την παραμικρή δουλοπρέπεια. Πάντως, η Εγκουέν όντως θα προτιμούσε να είχε πάει σπίτι της όταν η Καμπριάνα έπεσε από το άλογο κι έσπασε τον λαιμό της.
Θα ήταν πολύ χρήσιμο αν οι αδελφές αποδέχονταν την πεποίθηση της Καμπριάνα πως η Ελάιντα προτίθετο να σιγανέψει τις μισές από αυτές και να εξολοθρεύσει τις υπόλοιπες, αλλά ήταν σίγουρες πως όλα αυτά δεν ήταν παρά διαστρεβλώσεις εκ μέρους της Χάλιμα. Είχαν γαντζωθεί όλες από το Μαύρο Άτζα. Γυναίκες ασυνήθιστες να τρομάζουν με οτιδήποτε βρέθηκαν αντιμέτωπες με κάτι που ανέκαθεν αρνούνταν την ύπαρξη του και πήραν την τρομάρα της ζωής τους. Πώς ήταν δυνατόν να ξεριζώσει τους Σκοτεινόφιλους χωρίς να διασκορπίσει τις αδελφές σαν σμήνος από ορτύκια; Πώς θα μπορούσε να εμποδίσει αυτόν τον διασκορπισμό που θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα; Μα το Φως, πώς;
«Εστιάσου στη χαλαρότητα», είπε απαλά η Χάλιμα. «Το πρόσωπό σου είναι χαλαρό. Ο λαιμός σου είναι χαλαρός. Οι ώμοι σου...» Η φωνή της είχε μια σχεδόν υπνωτική χροιά, σαν ένας βόμβος που χάιδευε κάθε σημείο του κορμιού της Εγκουέν και το χαλάρωνε.
Μερικές γυναίκες δεν τη συμπαθούσαν εξαιτίας της εμφάνισής της, λες και την είχε ονειρευτεί ένας ιδιαίτερα λάγνος άντρας, ενώ κάποιες άλλες έλεγαν πως φλέρταρε με οτιδήποτε φορούσε βράκες, πράγμα το οποίο δεν θα ενέκρινε ποτέ η Εγκουέν, αλλά η Χάλιμα παραδεχόταν πως της άρεσε να κοιτάει το άλλο φύλο. Οι χειρότεροι κατήγοροι της δεν ισχυρίστηκαν ποτέ πως έκανε κάτι παραπάνω από απλό φλερτ, αλλά η ίδια αγανακτούσε με αυτούς τους υπαινιγμούς. Δεν ήταν καμιά ανόητη -η Εγκουέν το είχε καταλάβει από την πρώτη τους κουβέντα, την επομένη της δραπέτευσης του Λογκαίν, όταν άρχισαν να την ενοχλούν οι πονοκέφαλοι- ούτε κανένα άμυαλο κοριτσάκι. Υπέθεσε πως έμοιαζε κάπως με τη Μέρι. Η Χάλιμα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ούτε για την εμφάνισή της, ούτε για τους τρόπους της. Το χαμόγελό της έμοιαζε προκλητικό ή περιπαιχτικό εξαιτίας του σχήματος που είχε το στόμα της. Το ίδιο χαμογελούσε σε άντρα, γυναίκα ή παιδί. Δεν ήταν δικό της λάθος αν ο κόσμος νόμιζε ότι φλέρταρε όταν η ίδια απλώς κοιτούσε. Άλλωστε, ποτέ της δεν είχε αναφέρει πουθενά το θέμα των πονοκεφάλων. Αν το είχε κάνει, κάθε Κίτρινη αδελφή του καταυλισμού θα πολιορκούσε την Εγκουέν. Να τι θα πει φιλία, αν όχι αφοσίωση.
Η ματιά της Εγκουέν έπεσε στα χαρτιά, πάνω στο τραπέζι, κι οι σκέψεις της παρασύρθηκαν κάτω από το απαλό χάδι των δαχτύλων της Χάλιμα. Δαυλοί έτοιμοι να ριχτούν στις θημωνιές. Δέκα μέρες στα σύνορα του Άντορ, εκτός κι αν ο Άρχοντας Μπράυν επιθυμούσε να ζορίσει τα πράγματα δίχως να ξέρει γιατί, και χωρίς να έχει συναντήσει αντίσταση προηγουμένως. Θα μπορούσε να συγκρατήσει δέκα ολόκληρες μέρες αυτούς τους δαυλούς; Νότιο Λιμάνι. Βόρειο Λιμάνι. Τα κλειδιά προς την Ταρ Βάλον. Πως θα μπορούσε να είναι σίγουρη για τη Νίκολα και την Αράινα με βάση τις υποδείξεις της Σιουάν; Έπρεπε να τα κανονίσει έτσι που κάθε αδελφή να περάσει από δοκιμασία προτού φτάσουν στο Άντορ. Διέθετε το Ταλέντο με τα μέταλλα και τα ορυκτά, κάτι σπάνιο ανάμεσα στις Άες Σεντάι. Η Νίκολα. Η Αράινα. Το Μαύρο Άτζα.
«Πάλι αγχώνεσαι. Πάψε να ανησυχείς για την Αίθουσα». Τα απαλά δάχτυλα σταμάτησαν για λίγο να τη μαλάζουν, αλλά μετά ξανάρχισαν. «Θα νιώσεις καλύτερα το βράδυ, ύστερα από ένα ζεστό μπάνιο. Μπορώ να σου κάνω μασάζ στους ώμους και στην πλάτη, επίσης. Δεν το δοκιμάσαμε ακόμα. Είσαι αλύγιστη σαν κοντάρι ενώ θα έπρεπε να έχεις τόση ευκαμψία που να μπορείς να λυγίζεις το κορμί σου προς τα πίσω και να βάζεις το κεφάλι σου ανάμεσα στους αστραγάλους σου. Νους και σώμα. Το ένα γυμνάζει το άλλο. Άσε το σε μένα».
Η Εγκουέν παρέπαιε στα όρια του ύπνου. Όχι του ύπνου μιας ονειροβάτισσας, αλλά ενός απλού, συνηθισμένου ύπνου. Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά; Στον καταυλισμό θα ξεσπούσε οχλαγωγία από τη στιγμή που θα μαθευόταν η εισήγηση της Ντελάνα, κι αυτό όχι μόνο δεν θα αργούσε, αλλά θα γινόταν και πριν προλάβει η ίδια να πει στη Ρομάντα και στη Λελαίν ότι δεν σκόπευε να εκδώσει το διάταγμά τους. Υπήρχε, όμως, και κάτι άλλο στο οποίο ευελπιστούσε, ένας ακόμα λόγος να παραμείνει ξύπνια. «Θα είναι πολύ όμορφα», μουρμούρισε, εννοώντας πολύ περισσότερα από το υποσχόμενο μασάζ. Πριν από πολύ καιρό είχε τάξει ότι κάποια μέρα θα ανάγκαζε τη Σέριαμ να πέσει στα γόνατα, κι αυτή η μέρα είχε φτάσει. Επιτέλους, είχε αρχίσει να νιώθει σαν πραγματική Άμερλιν που ελέγχει τα πάντα. «Πολύ όμορφα».